ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 416/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από το Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………. κατοίκου ………. Αττικής, επί της οδού …….., με αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) ………, την οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Ειρήνη Κοντοσέα και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: Α] ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …….. και Β] ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………, οι οποίες αμφότερες στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στέφανο Λύρα.
Η εκκαλούσα – εφεσίβλητη ……… άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.11.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./25.11.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2776/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, η ενάγουσα με την από 29.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../29.6.2023 έφεση και οι εναγόμενες ναυτικές εταιρίες με την από 12.9.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/13.9.2023 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με τις κρινόμενες αντίθετες εφέσεις και, συγκεκριμένα, α) την από 29.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……./29.6.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./4.7.2023 έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας (Α΄ έφεση) και β) την από 12.9.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./13.9.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……./13.9.2023 έφεση των εκκαλουσών – εναγομένων [Β΄ έφεση], πλήττεται η εκδοθείσα κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) υπ’ αριθμόν 2776/9.9.2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο έκρινε αξιώσεις απορρέουσες από σύμβαση ναυτικής εργασίας, που ασκήθηκαν με την από 25.11.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./25.11.2023 αγωγή της πρώτης κατά των αντιδίκων της και γεννήθηκαν κατά τα έτη 2019 και 2020 και με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως παραγεγραμμένες τις πρώτες από αυτές, που στράφηκαν κατ’ αμφοτέρων των εναγομένων και δέχθηκε εν μέρει τις λοιπές, για την ικανοποίηση των οποίων ενήχθη μόνον η πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη εκκαλούσα. Οι εφέσεις αυτές, για το παραδεκτό των οποίων, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής, πρέπει, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, να γίνουν αμφότερες τυπικά δεκτές ως ασκηθείσες νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α΄, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ), εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, της οποίας επίδοση ούτε οι διάδικες επικαλούνται ούτε από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει, πλην της δεύτερης από αυτές κατά το μέρος της που ασκήθηκε από την δεύτερη εκκαλούσα ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……………..», η οποία πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 532 ΚΠολΔ, να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν έχει δικαίωμα στην προσβολή της εκκαλουμένης με έφεση, αφού από το δικαστικό αγώνα εξήλθε πρωτοδίκως νικήτρια, καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ευθυγραμμίστηκε με τον ισχυρισμό της και απέρριψε τις εναντίον της αξιώσεις της ενάγουσας ως ουσιαστικά αβάσιμες κατά παραδοχή προταθείσας ενστάσεως παραγραφής. Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη εκκαλούσα δεν διατηρεί έννομο συμφέρον προς άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης, επειδή η απόρριψη της κατ’ αυτής αγωγής κατ’ αποδοχή της ως άνω ενστάσεώς της δεν παράγει δεδικασμένο ως προς τη γέννηση της αξιώσεως που ασκήθηκε εναντίον της (ΑΠ 777/2022, ΑΠ 336/2013, ΑΠ 41/2012, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1459/2000, Δνη 2001/741, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 20, αρ. 2, σελ. 403 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 109, αρ. 31, σελ. 50, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 123, Κ. Κεραμεύς, Ουσιαστικόν Δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1067, σελ. 157, σημ. 3), με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω η διάταξη της § 2 του άρθρου 516 του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος νομιμοποιεί σε άσκηση έφεσης και το νικητή διάδικο (ΕφΑθ. 2903/2002, Αρμ. 2003/1809, Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 516, αρ. 41, σελ. 93). Άλλωστε, η εκκαλούσα δεν επικαλείται, όπως θα έπρεπε (ΑΠ 87/2022, ΑΠ 41/2016, ΤριμΕφΠειρ. 619/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) τέτοιο συμφέρον της ούτε πλήττει τις απορριπτικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης υποστηρίζοντας ότι αυτές αναφέρονται σε στοιχείο του δικαιώματος της αντιδίκου της που κρίθηκε στη δίκη, έχουν προσόντα διατακτικού και δύνανται να τη δεσμεύσουν σε άλλη, μεταγενέστερη, δίκη (ΑΠ 22/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ελλείψει δε ειδικού εννόμου συμφέροντός της, κατά την πιο πάνω έννοια (ΑΠ 1265/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ούτε ως επικουρική μπορεί να θεωρηθεί η έφεσή της, ως ασκηθείσα δηλαδή για την περίπτωση παραδοχής της αντίθετης Α΄ έφεσης, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη εκκαλούσα, ακόμα και αν εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, δεν θα στερηθεί τη δυνατότητα να προβάλει και στο δεύτερο βαθμό (όπως άλλωστε και πράττει) τους αμυντικούς κατά της αγωγής ισχυρισμούς της, αφού διατηρεί την ιδιότητα της διαδίκου (ως εφεσίβλητη της Α΄ έφεσης). Δικαστικά έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης της Β΄ έφεσης δεν θα επιδικαστούν, δεδομένου ότι αυτή δεν υποβλήθηκε σε χωριστή δαπάνη για την υπεράσπισή της έναντι της δεύτερης εκκαλούσας. Κατά τα λοιπά, οι ένδικες εφέσεις, που αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία.
ΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων του 84, 105 και 106 προκύπτει ότι ο εν προκειμένω εφαρμοζόμενος προϊσχύων Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – Ν. 3816/1958) διέκρινε τις έννοιες της πλοιοκτησίας, της κυριότητας επί πλοίου και του εφοπλισμού. Το ίδιο περιεχόμενο αποδίδει στις έννοιες αυτές και ο νέος ΚΙΝΔ (Ν. 5020/2023, βλ. σχετ. Α. Μπεχλιβάνη, Εγχειρίδιο Ναυτικού Δικαίου, 2023, σελ. 132 επομ.). Κατά τις παραπάνω διατάξεις, η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, κατά τρόπον ώστε, όταν τα στοιχεία αυτά αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός (απλή) κυριότητα επί του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός, με αποτέλεσμα να μην είναι κατά νόμο δυνατή η συνύπαρξη επί του ιδίου πλοίου πλοιοκτήτη και εφοπλιστή (ΑΠ 618/2015, Ε7 2015/1276, ΑΠ 1103/1996, Δνη 1997/1134, ΑΠ 991/1991, ΕΕμπΔ 1992/639 = ΕΕΔ 1992/1092 = ΕΝαυτΔ 1992/70). Ειδικότερα, πλοιοκτήτης κατά το νόμο είναι αυτός που με σκοπό το κέρδος εκμεταλλεύεται δικό του πλοίο, (απλός) κύριος του πλοίου είναι εκείνος που έχει επ’ αυτού το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας κατά την έννοια του άρθρου 1000 του ΑΚ και το δικαίωμα αυτό έχει εγγραφεί στο νηολόγιο, ενώ εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό πλοίο που ανήκει σε άλλον (ΑΠ 1910/2009, ΕΝαυτΔ 2010/164 = ΕΕμπΔ 2010/970, ΑΠ 799/2001, ΕΝαυτΔ 2001/361 = ΕΕμπΔ 2002/389). Κρίσιμη, επομένως, για την κατάφαση πλοιοκτησίας ή εφοπλισμού είναι η διαπίστωση του αν ο φορέας της εκμετάλλευσης του πλοίου συμπίπτει με το φορέα του δικαιώματος της επ’ αυτού κυριότητας, καθώς στην πρώτη περίπτωση υφίσταται πλοιοκτησία ενώ στη δεύτερη εφοπλισμός. Ως εκμετάλλευση του πλοίου νοείται η κερδοσκοπική διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών με οποιονδήποτε τρόπο (ΤριμΕφΠειρ. 874/2013, ΕΝαυτΔ 2013/422) και οποιοδήποτε αντικείμενο, όπως [και] η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων (ΤριμΕφΠειρ. 468/2011, ΕΝαυτΔ 2012/39 = ΕΕμπΔ 2012/681 = Αρμ. 2012/1288 = Ε7 2013/111). Ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο οργανώνει οικονομικά τα μέσα, έμψυχα και υλικά, που είναι αναγκαία για την άσκηση με αυτό ναυσιπλοΐας με σκοπό το κέρδος και, ειδικότερα, συνάπτει τις σχετικές με την επιχειρηματική δραστηριότητα συμβάσεις, μεριμνά για τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την αξιοπλοΐα του πλοίου, ενώ προσλαμβάνει, μισθοδοτεί, απολύει και, με τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων, αποζημιώνει το πλήρωμα, όντας το υποκείμενο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που καταρτίζει ο πλοίαρχος και ενέχεται προσωπικά έναντι των δανειστών για την εκπλήρωσή τους, ενεργώντας πάντοτε για το δικό του οικονομικό συμφέρον είτε είναι ταυτόχρονα και ο κύριος του πλοίου είτε τρίτος, που, συνήθως, έλκει το δικαίωμα της εκμετάλλευσής του από αυτόν, δηλαδή ο εφοπλιστής. Και τούτο διότι κατά την έννοια του νόμου βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί πράγματι για δικό του λογαριασμό τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΑΠ 776/2010, ΕΝαυτΔ 2011/314 = Ε7 2012/373, ΑΠ 5/2009, Αρμ. 2009/1885 = ΔΕΕ 2009/800, ΑΠ 271/1998, ΕΝαυτΔ 1998/279, Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, § 19, αρ. 769 επομ., σελ. 397 επομ., Α. Αντάπασης, Ιδιωτικό ναυτικό δίκαιο, 2015, σελ. 399 επομ., Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2021, αρ. 201, σελ. 102, Ι. Κοροτζής, Κυριότητα πλοίου, πλοιοκτησία και εφοπλισμός, σε Δνη 1986/1098 επομ. [1102], Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 105, § 2, σελ. 323, βλ. και Λ. Γεωργακόπουλο, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 19, ΙΙ 1, σελ. 127), ενώ ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του εφοπλισμού αποτελεί η ανάληψη από τον εφοπλιστή της ναυτικής ή τεχνικής διεύθυνσης του πλοίου (ΑΠ 1145/2003, ΕΝαυτΔ 2003/432 = Δνη 2004/458 = ΕΕμπΔ 2004/819 = ΧρΙΔ 2004/55, ΜονΕφΠειρ. 184/2021, ΜονΕφΠατρ. 216/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 468/2011, ΕΝαυτΔ 2012/39 = ΕΕμπΔ 2012/681 = Αρμ. 2012/1288 = Ε7 2013/111, βλ. και ΑΠ 777/2015, Ε7 2016/572), που ασκείται μέσω, αφενός, του πλοιάρχου που κατ’ άρθρο 106 § 1 ΚΙΝΔ διορίζεται από αυτόν και, αφετέρου, των μελών του πληρώματος, που προσλαμβάνονται μεν από τον πλοίαρχο (άρθρο 53 ΚΙΝΔ), ο οποίος όμως συμβάλλεται ως άμεσος αντιπρόσωπός του (βλ. άρθρο 39 ΚΙΝΔ και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 53, § 3, σελ. 136, τον ίδιο, Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1977, σελ. 64). Πάντως, η εφοπλιστική ιδιότητα δεν συνιστά αυτοτελή λόγο ευθύνης. Αυτή, αν υπάρχει, θεμελιώνεται στην έννομη σχέση που αποτελεί το γενεσιουργό της λόγο. Έτσι, ο εφοπλιστής ευθύνεται για την ικανοποίηση ναυτεργατικών απαιτήσεων εφόσον έχει και την ιδιότητα του εργοδότη των ναυτικών που απασχολούνται στο πλοίο που τελεί υπό εφοπλισμό (ΕφΠειρ. 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009/13, Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 – 538 [506]). Εφόσον δε η πρόσληψη του πληρώματος αποτελεί πράξη εκμετάλλευσης του πλοίου (ΑΠ 591/1988, ΕΕμπΔ 1988/496 = Δνη 1989/84 = ΕΝαυτΔ 1989/37), η αναφορά στην αγωγή με την οποία ασκούνται ναυτεργατικές αξιώσεις περισσότερων εργοδοτών του ενάγοντος ναυτικού ισοδυναμεί με την επίκληση συνεκμετάλλευσης του πλοίου από περισσότερα (φυσικά ή νομικά) πρόσωπα, η οποία όμως δεν συνεπάγεται και συνεφοπλιστεία, καθώς η έννοια αυτής δεν υπάρχει στο ελληνικό δίκαιο, αφού όταν περισσότερα πρόσωπα συναποφασίζουν να εκμεταλλευθούν από κοινού ένα πλοίο θα δρουν είτε υπό μορφή εμπορικής εταιρίας, η οποία θα έχει και την εφοπλιστική ιδιότητα είτε στα πλαίσια αφανούς εταιρίας, οπότε εφοπλιστής θα είναι ο εμφανής εταίρος (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 774, σελ. 401, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο Ι, 2005, σελ. 139 – 140). Και τούτο υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το υπό συνεκμετάλλευση πλοίο είναι ξένο έναντι όλων των εκμεταλλευόμενων αυτό, αφού, αν ανήκει κατά κυριότητα σε κάποιον από αυτούς, ο τελευταίος, ναυτολογώντας στο όνομά του και για δικό του λογαριασμό το πλήρωμα, αποκτά την ιδιότητα του πλοιοκτήτη, γεγονός που αποκλείει τον εφοπλισμό του πλοίου του. Πάντως, στην περίπτωση κατά την οποία από την εκμετάλλευση του πλοίου γεννώνται κατά του εφοπλιστή απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, όπως σημειώθηκε, και εκείνες που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από συμβάσεις παροχής ναυτικής εργασίας (ΑΠ 1549/2006, Δνη 2006/1436 = Αρμ. 2007/549, ΜονΕφΠειρ. 590/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι δανειστές μπορούν, όπως συνάγεται από τις ίδιες ως άνω διατάξεις του ΚΙΝΔ, να στραφούν τόσο κατά του εφοπλιστή όσο και κατά του κυρίου του πλοίου, ο οποίος, μολονότι δεν είναι προσωπικός οφειλέτης των ναυτικών, εντούτοις υπέχει εκ του νόμου ευθύνη για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους (ΜονΕφΠειρ. 595/2020, Αρμ. 2023/648). Αυτή η ex lege ευθύνη απορρέει από το δικαίωμα της κυριότητας επί του πλοίου και είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, υπό την έννοια ότι ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο με το συγκεκριμένο στοιχείο της περιουσίας του και μέχρι την αξία του, ενώ, αντιθέτως, ο εφοπλιστής ευθύνεται προσωπικά και απεριόριστα με όλη την περιουσία του (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946, για τη διαφορά του νόμιμου λόγου ευθύνης εφοπλιστή και απλού κυρίου του πλοίου βλ. και ΜονΕφΠειρ. 91/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Μεταξύ των προσώπων αυτών δεν υπάρχει παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ (ΑΠ 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝ 2008/199), δεδομένου ότι ο κύριος του πλοίου ευθύνεται μεν για την πληρωμή των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό αλλά δεν είναι οφειλέτης του δανειστή και μάλιστα προσωπικός, αφού απλώς υποχρεούται να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου για την ικανοποίηση αλλότριου χρέους (ΑΠ 1652/1995, Δνη 1997/1569). Τούτο σημαίνει ότι ο απλός κύριος του πλοίου, όταν η αγωγή στρέφεται και εναντίον του, ομοδικεί μεν με τον εφοπλιστή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ (απλή ομοδικία, βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ. 809/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 916/1986, ΕΝαυτΔ 1989/459 = ΠειρΝ 1986/460, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1993, § 40, σελ. 150 επομ., Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η ομοδικία εν τη πολιτική δίκη, 1970, σελ. 112), επειδή η ευθύνη του κυρίου αφορά την οφειλή του εφοπλιστή, που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης αλλά δεν καταδικάζεται στην εκπλήρωση της υποχρέωσης του τελευταίου εις ολόκληρον μαζί του (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 804, σελ. 414, αντίθετος ο Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Δεύτερος, 2005, άρθρο 106, αρ. 2, σελ. 81). Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται, πρώτον, ότι στη σύμβαση ναυτολόγησης εργοδότης του ναυτικού μπορεί να είναι είτε ο πλοιοκτήτης είτε ο εφοπλιστής (Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αρ. 157, σελ. 104, Ν. Δελούκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1979, § 127, σελ. 202 επομ.), όχι όμως και οι δύο ενεργώντας από κοινού, δεύτερον, ότι ο δανειστής των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό δύναται να στραφεί επιδιώκοντας την ικανοποίησή τους τόσο κατά του εφοπλιστή όσο και κατά του κυρίου του πλοίου, σωρεύοντας μάλιστα τις αξιώσεις του (υποκειμενικώς) στο ίδιο δικόγραφο και, τρίτον, ότι για την πληρότητα του περιεχομένου της αγωγής αυτής θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να μνημονεύεται, κατά το υιοθετούμενο από τον έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (περί του οποίου βλ. αναλυτικά σε Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 24 επομ.), ο νόμιμος λόγος ευθύνης εκάστου εναγομένου και, συγκεκριμένα, όσον αφορά τον εφοπλιστή, η έννομη σχέση του με τον ενάγοντα, από την οποία απορρέει το επίδικο χρέος του και, όσον αφορά τον κύριο του πλοίου, η έννομη σχέση η οποία τον συνδέει με αυτό και, ειδικότερα, το δικαίωμα της κυριότητάς του επί του πλοίου, ο αποχωρισμός από αυτό της εκμεταλλεύσεως του πράγματος και η ανάληψη αυτής από τον έτερο εναγόμενο (τον εφοπλιστή), δηλαδή τα περιστατικά που κατά νόμο επάγονται την ευθύνη του κυρίου για αλλότριο χρέος. Με δεδομένο, επομένως, ότι η ευθύνη καθενός εναγομένου έχει διαφορετικό περιεχόμενο και πραγματικό (ΑΠ 1652/1995, ο.π., ΕφΠειρ. 19/1998, ΠειρΝ 1998/58), η σωρευτική αναφορά στο ίδιο δικόγραφο του ότι καθένας εναγόμενος, εκτός από την αντίστοιχη ιδιότητα του εφοπλιστή και του απλού κυρίου του πλοίου, έχει συγχρόνως και την ιδιότητα του εργοδότη του αντιδίκου του, επειδή προσέλαβε το ναυτικό που ενάγει για την ικανοποίηση αξιώσεών του από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, καθιστά την αγωγή αντιφατική και αόριστη ως προς το νόμιμο λόγο ευθύνης καθενός εναγομένου (ΜονΕφΠειρ. 27/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ποιος από αυτούς ενάγεται ως συμβατικός οφειλέτης του ενάγοντος και ποιος ως εκ του νόμου ευθυνόμενος απέναντί του, δεδομένου ότι η σύμπτωση των ιδιοτήτων αυτών στο ίδιο πρόσωπο δεν είναι νοητή και η ευθύνη εκάστου εναγομένου θα είναι είτε προσωπική και ενοχική είτε πραγματοπαγής (ΜονΕφΠειρ. 129/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πράγματι, η αναφορά ότι ο φερόμενος ως απλός κύριος του πλοίου συμβλήθηκε στη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος, χωρίς να (εκτίθεται ότι) ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος του εφοπλιστή (άρθρο 211 ΑΚ, βλ. σχετ. και Α. Κιάντου – Παμπούκη, ο.π., § 24, σελ. 93, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Δεύτερος, 2005, άρθρο 106, αρ. 1, σελ. 80), αναιρεί τον αλλότριο χαρακτήρα του χρέους για την εκπλήρωση του οποίου ενάγεται και, ταυτόχρονα, προκαλεί σύγχυση, καθιστά ασαφή και εν τέλει ανατρέπει τον αγωγικό ισχυρισμό περί της ύπαρξης εφοπλισμού στο πλοίο. Η αοριστία των ισχυρισμών του ενάγοντος προκαλεί το απαράδεκτο της αγωγής του, το οποίο αποτελεί την κύρωση που συνεπάγεται η αδυναμία λειτουργίας του υπαγωγικού συλλογισμού (Γ. Μητσόπουλος, Σκέψεις ως προς την «αοριστίαν» της βάσεως της αγωγής, σε Δνη 1995/1 επομ. [3]) και η, κατ’ αποτέλεσμα, αποστέρηση του δικαστηρίου από τη δυνατότητα να διακρίνει το είδος και την έννοια των εννόμων σχέσεων που καθίστανται επίδικες (Ν. Κλαμαρής, Ζητήματα εννόμου συμφέροντος, αοριστίας της αγωγής και επιδείξεως εγγράφων υπό το πρίσμα του συνταγματικού δικονομικού δικαιώματος δικαστικής προστασίας, σε Δνη 2003/598 επομ. [604]). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ, αυτός που εκμεταλλεύεται «δι’ εαυτόν» πλοίο που ανήκει σε άλλον οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, στη λιμενική αρχή του τόπου της νηολογήσεως και, αν τέτοια δήλωση παραλειφθεί, θεσπίζεται νόμιμο τεκμήριο περί του ότι ο κύριος του πλοίου το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό, ων, επομένως, πλοιοκτήτης (ΑΠ 477/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 954/2004, ΕΝαυτΔ 2004/342). Το τεκμήριο είναι μαχητό (ΑΠ 1988/2014, ΕΕμπΔ 2016/139, ΑΠ 48/1988, Δνη 1989/62 = ΕΕΝ 1989/61 = ΕΕΔ 1989/315 = ΕΝαυτΔ 1989/179) και μπορεί να ανατραπεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτον, δεδομένου ότι, επειδή ακριβώς οι διατυπώσεις δημοσιότητας του εφοπλισμού δεν έχουν συστατική ενέργεια και η τήρησή τους δεν αποτελεί προϋπόθεση για την απόκτηση της εφοπλιστικής ιδιότητας ούτε αναπληρώνει τους ουσιαστικούς όρους κτήσης της, δηλαδή την οικονομική εκμετάλλευση και τη ναυτική διεύθυνση του ξένου πλοίου για ίδιο λογαριασμό (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 787, σελ. 405, Ι. Κοροτζής, ο.π., άρθρο 105, αρ. 5.1, σελ. 78, Τρ. Σταυρακίδης, Η Σύγκρουση Πλοίων, 2020, αρ. 257, σελ. 178), είναι ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος έχει πράγματι την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009, ΕΝαυτΔ 2009/1, ΤριμΕφΠειρ. 436/2018, ΕΕμπΔ 2019/907, ΜονΕφΠειρ. 76/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η κοινή δήλωση του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου (ΤριμΕφΠειρ. 437/2018, ΕΝαυτΔ 2018/250), δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται μεν απεριόριστα ο εφοπλιστής, υπέγγυο, όμως, για την ικανοποίησή τους παραμένει και το πλοίο, με αποτέλεσμα ο κύριός του να υπέχει παράλληλη, κατά τα ανωτέρω, πραγματοπαγή και περιορισμένη ευθύνη. Μολονότι δε η λειτουργία αλλά και η δυνατότητα ανατροπής του τεκμηρίου προβλέπεται μόνο για την περίπτωση της παράλειψης τηρήσεως των διατυπώσεων δημοσιότητας της εφοπλιστικής σχέσης, εντούτοις, ορθώς γίνεται δεκτή (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 787, σελ. 406 επομ., Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 491, Ι. Κοροτζής, ο.α.π., σελ. 79) η δυνατότητα και του εμφανιζόμενου στο νηολόγιο ως εκμεταλλευόμενου το πλοίο να αντιτάξει στους τρίτους δανειστές ότι αυτός που εκμεταλλεύεται πράγματι το πλοίο δεν είναι ο ίδιος (ο φαινόμενος εφοπλιστής) αλλά ο κύριός του. Βέβαια, ο ισχυρισμός αυτός είναι αντιτάξιμος στους τρίτους μόνον όταν αυτοί τελούν σε γνώση του προσώπου που εκμεταλλεύεται πράγματι το πλοίο, καθώς μόνον τότε η προβολή του δεν προσβάλλει την εμπιστοσύνη που η πανηγυρική δήλωση περί εφοπλισμού δημιούργησε. Ο ίδιος ισχυρισμός μπορεί να αποδειχθεί με κάθε τρόπο και μέσο (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, ο.π., αρ. 215, σελ. 109) και, επί ναυτεργατικών αξιώσεων, θα ευδοκιμήσει όταν προκύψει ότι αντισυμβαλλόμενος του ενάγοντος ναυτικού στη σύμβαση ναυτικής εργασίας (έστω αντιπροσωπευθείς αμέσως από το φαινόμενο εφοπλιστή), οφειλέτης της μισθοδοσίας του και πληρωτής των αποδοχών του είναι στην πραγματικότητα όχι εκείνος που εμφανίζεται στο νηολόγιο ως εφοπλιστής αλλά ο κύριος του πλοίου (ΑΠ 591/1988, ο.π., ΕφΠειρ. 186/1994, ΕΝαυτΔ 1995/107, ΕφΠειρ. 584/1994, ΕΝαυτΔ 1995/343). Στην περίπτωση αυτή, η ανατροπή του φαινόμενου εφοπλισμού θα έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του εναχθέντος υπό την εφοπλιστική ιδιότητα από την ευθύνη για την αποπληρωμή των χρεών του πλοίου και την ίδρυση αντίστοιχης ευθύνης του κυρίου του πλοίου, που θα θεωρηθεί πλέον πλοιοκτήτης. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 289 και 291 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι οι αξιώσεις που αναφέρονται στο πρώτο από αυτά, στις οποίες, σύμφωνα με την πρώτη περίπτωσή του, περιλαμβάνονται και εκείνες του πλοιάρχου και του πληρώματος για την πληρωμή των μισθών και των λοιπών παροχών που πηγάζουν από τη σύμβαση ναυτολόγησης, υπόκεινται σε ετήσια παραγραφή, που αρχίζει την πρώτη Ιανουαρίου και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου του έτους που έπεται εκείνου μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία της (ΟλΑΠ 15/1992, Δνη 1992/765 = ΕΕμπΔ 1993/100 = ΕΝαυτΔ 1992/145). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 261 § 1, όπως ισχύει μετά το Ν. 4139/2013 και 263 ΑΚ, που έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 1182/2000, ΕΕμπΔ 2000/779 = ΕΕΔ 2000/1055), σαφώς συνάγεται ότι η άσκηση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή, η οποία επανεκκινεί από την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης, που επέρχεται, μεταξύ άλλων, και με παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 361/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που έχει βέβαια επιδοθεί (ΑΠ 198/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι κατά τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 εδαφ. α και 297 ΚΠολΔ στην περίπτωση αυτή η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, με αποτέλεσμα να αίρονται και μάλιστα αναδρομικά όλες οι συνέπειές της, δικονομικές και ουσιαστικές, μεταξύ των οποίων και η διακοπή της παραγραφής της αξίωσης (άρθρο 221 § 1 περ. γ ΚΠολΔ), που θεωρείται ότι ποτέ δεν διακόπηκε (ΑΠ 2/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η προθεσμία της συμπληρώνεται στη λήξη του επόμενου έτους από εκείνο εντός του οποίου συνέτρεξαν τα παραγωγικά της απαιτήσεως περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές, για λόγους επιείκειας προς τον ενάγοντα, η § 2 του άρθρου 263 ΑΚ ορίζει ότι το διακοπτικό της παραγραφής αποτέλεσμα που είχε η άσκηση της αγωγής αναβιώνει, αν ο δικαιούχος της απαιτήσεως επανεγείρει την αγωγή μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από την παραίτηση (Δ. Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 263, αρ. 12 και 18, σελ. 1431 και 1432). Η αναβίωση της διακοπής της παραγραφής, που αίρεται αναδρομικά στις περιπτώσεις της § 1 (ΑΠ 1359/2001, Δνη 2003/782 = ΧρΙΔ 2001/692), προϋποθέτει ότι η αγωγή ασκείται εκ νέου από τον ίδιο ενάγοντα ή, σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή, από το διάδοχό του, στρέφεται κατά του αυτού εναγομένου ή των διαδόχων του και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία όπως και η προηγούμενη αγωγή (ΑΠ 52/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Περάκη, Η παραγραφή μετά την άσκηση της αγωγής, Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 261 ΑΚ, 2021, § 6, σελ. 268). Μετά δε και την επίδοση της νέας αγωγής κατά το άρθρο 215 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ η παραγραφή θεωρείται ότι διακόπηκε με την άσκηση της αρχικής, που απορρίφθηκε τελεσιδίκως ή από το δικόγραφο της οποίας χώρησε παραίτηση (ΑΠ 113/2019, ΑΠ 172/2018, ΑΠ 898/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του δικαιούχου της επίδικης αξίωσης περί διακοπής της παραγραφής με την έγερση αγωγής ή την επανέγερση, μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των έξι μηνών, προηγούμενης αγωγής του που απορρίφθηκε τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς ή από το δικόγραφο της οποίας έγινε παραίτηση, συνιστά γνήσια αντένσταση προς αντίκρουση της γνήσιας, αυθύπαρκτης ή αυτοτελούς, ανατρεπτικής ένστασης παραγραφής της αξιώσεως αυτής (ΑΠ 136/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1581/2017, E7 2018/575, ΑΠ 1234/2003, ΕΕΔ 2004/210 = Δνη 2005/438, Δ. Κονδύλης, ο.π., § 23, αρ. 2, σελ. 459, Α. Κορνηλάκης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 272, αρ. 1, σελ. 1455, Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1987, σελ. 79) και προβάλλεται παραδεκτώς, στο μεν πρώτο βαθμό και, ειδικότερα, στην εργατική διαδικασία, όπου η κατάθεση προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, εφόσον, επιπλέον, γίνει σχετική καταχώρηση στα πρακτικά, χωρίς να αρκεί η έμμεση συναγωγή της προβολής του από τις προτάσεις του ενάγοντος (ΟλΑΠ 2/2005, Δνη 2005/689 = Δ 2005/727, ΑΠ 58/2023, ΑΠ 29/2022, ΑΠ 192/2008, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στη δε έκκλητη δίκη, με λόγο έφεσης, κύριο ή πρόσθετο και με τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου υπάγονται όχι μόνον οι πραγματικοί ισχυρισμοί που εισφέρονται το πρώτον στο εφετείο αλλά και εκείνοι που, προταθέντες απαραδέκτως στον πρώτο βαθμό και απορριφθέντες για το λόγο αυτό, επαναφέρονται στο δεύτερο (ΑΠ 187/2023, ΑΠ 576/2023, ΑΠ 749/2020, ΑΠ 902/2008, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, 114, αρ. 65, σελ. 725). Έτσι, είναι παραδεκτή η προβολή από τον ενάγοντα της αντένστασης διακοπής της παραγραφής, το απαράδεκτο της προτάσεως του οποίου στον πρώτο βαθμό είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής του, εφόσον αποδεικνύεται πλήρως και αμέσως (ΑΠ 172/2023, ΑΠ΄755/2021, ΑΠ 664/2021, ΑΠ 1087/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή με έγγραφα (ή με δικαστική ομολογία) κατ’ άρθρο 527 αρ. 6 ΚΠολΔ και μάλιστα ανεξαρτήτως αν τα έγγραφα αυτά προσκομίζονται για πρώτη φορά, δεδομένου ότι η εξουσία του εφετείου να αποκρούσει αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη τη βραδεία προσκομιδή τους, επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 529 του ιδίου Κώδικα, κρίνει ότι ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια, δεν ισχύει όταν τα έγγραφα αυτά αποσκοπούν στην απόδειξη πραγματικών ισχυρισμών που προτείνονται παραδεκτώς στην έκκλητη δίκη (Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 82, σελ. 729, Α. Διακονής, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] , Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο, άρθρο 527, αρ. 57, σελ. 283 και άρθρο 529 αρ. 10, σελ. 314, Δ. Μπαμπινιώτης, ο.π., σελ. 211).
Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, αν και ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164), καθώς μεταβάλλονται επί το ευμενέστερο γι’ αυτόν τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, δεδομένου ότι επί της δικονομικής απορρίψεως το δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνο το δικονομικό ζήτημα (άρθρο 322 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ) που κρίθηκε οριστικά, χωρίς να εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα της ύπαρξης ή μη του επιδίκου δικαιώματος (άρθρο 324 ΚΠολΔ), επιτρέποντας έτσι την επάνοδο του ενάγοντος με νέα αγωγή, απαλλαγμένη από τις ελλείψεις που οδήγησαν στην περί του απαραδέκτου της προηγούμενη κρίση (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 17, αρ. 3, σελ. 323, Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2005/357 επομ. [379]. Στ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2004/265 επομ. [281 – 282], Κ. Μακρίδου, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, σε Αρμ. 1995/288 επομ. [294], πρβλ. ΑΠ 1279/2004, Δνη 2005/141).
Εν προκειμένω, με την αγωγή που επανακρίνεται και η οποία ασκήθηκε μετά την δι’ αυτής παραίτηση της ενάγουσας από το δικόγραφο άλλης προηγούμενης, με την ίδια νομική και ιστορική αιτία, αγωγής της κατά των αυτών εναγομένων, προβλήθηκαν περιουσιακές αξιώσεις από τη ναυτολόγηση της ενάγουσας ναυτικού «από τις εναγόμενες» (σελ. 1 της ένδικης αγωγής), μεταξύ άλλων και κατά τα χρονικά διαστήματα από 22.4.2019 έως 23.5.2019 και από 26.7.2019 έως 10.10.2019 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο AB, που κατ’ εκείνες τις χρονικές περιόδους φέρεται να ανήκε κατά κυριότητα στην πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……..» και να τελούσε υπό τον εφοπλισμό της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», δυνάμει συμβάσεως που έλαβε τη νόμιμη δημοσιότητα και ίσχυσε από τις 25.1.2019 έως τις 10.2.2020. Τις αξιώσεις της αυτές, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, αμοιβής από παροχή υπερωριακής εργασίας σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες, επιδομάτων εορτών, πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές και αποζημίωσης απολύσεως και μη παροχής αδειών διανυκτέρευσης εκτός του πλοίου, συνολικού ύψους είκοσι πέντε χιλιάδων τριακοσίων είκοσι δύο ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (25.322,24 €), η ενάγουσα έστρεψε κατ’ αμφοτέρων των εναγομένων, για τις οποίες ισχυρίστηκε ότι «ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον …, ως εργοδότριές μου, και ειδικότερα η β΄ εναγόμενη, ως ασκούσα τον εφοπλισμό και την εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου, ενώ η α΄ εναγόμενη ως κυρία του πλοίου, δια του πλοίου της και μέχρι την αξία του…» (σελ. 14 της ένδικης αγωγής). Στην άμυνα που αντέταξαν κατά των αξιώσεων αυτών οι εναγόμενες, πέραν της γενικής αρνήσεώς τους, περιέλαβαν ισχυρισμούς δικονομικούς και ουσιαστικούς. Συγκεκριμένα, επικαλέστηκαν καταρχάς α] αοριστία της αγωγής παραγόμενη από την έλλειψη προσδιορισμού του προσώπου που συμβλήθηκε με την ενάγουσα στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκαν το έτος 2019 και, ακολούθως, β] έλλειψη παθητικής νομιμοποίησής τους, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι η πρώτη από αυτές υπήρξε κατά το έτος εκείνο πλοιοκτήτρια και όχι απλή κυρία του πλοίου ABE, ενώ η δεύτερη ασκούσε μόνον τη διαχείρισή του, εν τέλει δε προέβαλαν και γ] ένσταση παραγραφής, δεδομένου ότι η αγωγή είχε ασκηθεί μετά την παρέλευση της ενιαύσιας προθεσμίας του άρθρου 289 ΚΙΝΔ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε όλους αυτούς τους ισχυρισμούς α] θεωρώντας ότι «κατά προσήκουσα εκτίμηση» της αγωγής με το δικόγραφό της είχε αποδοθεί στην πρώτη των εναγομένων η ιδιότητα της κυρίας του πλοίου και στη δεύτερη από αυτές της εφοπλίστριάς του, β] επιφυλασσόμενο να ερευνήσει κατ’ ουσία τη νομιμοποίηση τους, της οποίας την αμφισβήτηση [ορθώς] θεώρησε ως άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, χωρίς όμως στη συνέχεια να εξετάσει τα έγγραφα που προς απόδειξη του ισχυρισμού τους είχαν προσκομίσει οι εναγόμενες, δεδομένου ότι εν τέλει γ] απέρριψε ως αβάσιμες τις συγκεκριμένες αξιώσεις της ενάγουσας, θεωρώντας ότι είχαν υποκύψει σε παραγραφή, για το λόγο ότι η αγωγή είχε ασκηθεί μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής τους, που αφετηριάστηκε στο τέλος του έτους 2019 και, με συνυπολογισμό των διαστημάτων αναστολής της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 του Ν. 4690/2020 και 83 του Ν. 4790/2021, έληξε στις 26.8.2021, πριν δηλαδή την κατάθεσή της στις 25.11.2021 και την επίδοσή της, που επακολούθησε, χωρίς να ερευνήσει τη συνδρομή του προβληθέντα από την ενάγουσα λόγου διακοπής της παραγραφής συνεπεία ασκήσεως εκ μέρους της προηγούμενης αγωγής με το ίδιο περιεχόμενο κατά των αυτών εναγομένων, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την ένδικη, επειδή θεώρησε [συννόμως] ότι η αντένσταση αυτή είχε προβληθεί απαραδέκτως με την προσθήκη στις προτάσεις της ενάγουσας. Καμία από τις κρίσεις αυτές δεν είναι ορθή και οι πλημμέλειές τους οφείλονται είτε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είτε σε παραδρομές της ενάγουσας. Καταρχάς, η αγωγή ως προς τις επίμαχες αξιώσεις, που γεννήθηκαν εντός του έτους 2019, ήταν πράγματι αόριστη λόγω της ασάφειας που προκάλεσε ως προς το νόμιμο λόγο ευθύνης εκάστης εναγομένης η μνεία της ιδιότητάς της όχι μόνον ως κυρίας του πλοίου ή εφοπλίστριας αντίστοιχα αλλά, ταυτόχρονα, και ως εργοδότριας της ενάγουσας. Με τον τρόπο αυτό αναιρέθηκε κάθε υπαγωγική δυνατότητα του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι επήλθε πλήρης σύγχυση του είδους και της έκτασης της ευθύνης καθεμιάς εναγομένης. Συγκεκριμένα, ενώ η πρόσδοση στη δεύτερη εναγόμενη της εφοπλιστικής επί του πλοίου AB ιδιότητας είχε την έννοια της προσωπικής ευθύνης της από τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας και θεμελίωνε επαρκώς και την ex lege πραγματοπαγή ευθύνη της πρώτης εναγόμενης για όλες τις υποχρεώσεις της δεύτερης από τον εφοπλισμό του πλοίου της, εντούτοις η σωρευτική αναφορά και της τελευταίας ως εργοδότριας της ενάγουσας μετέβαλε αυτήν από ευθυνόμενη για αλλότριο χρέος σε οφειλέτρια ιδίας ενοχής, προερχόμενης από τη δική της συναλλακτική δραστηριότητα και, ταυτόχρονα, μετέτρεψε την περιορισμένη ευθύνη της (δια του πλοίου και μέχρι την αξία του) σε απεριόριστη (με όλη την περιουσία της), με αποτέλεσμα η πρώτη εναγόμενη να φέρεται πλέον ως ευθυνόμενη για την ικανοποίηση των αγωγικών απαιτήσεων, ταυτόχρονα, τόσον ενοχικώς, ως προσωπική (συμβατική) οφειλέτρια της ενάγουσας, όσον και πραγματοπαγώς για τα χρέη άλλου. Με την ίδια αναφορά της η ενάγουσα συσκότισε και τα περιστατικά στα οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί η ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης από τον εφοπλισμό του πλοίου, καθώς κατ’ ουσίαν υποστήριζε πλέον ότι η κυρία αυτού δεν είχε αποχωρήσει από το δικαίωμα της επ’ αυτού κυριότητας την εξουσία εκμετάλλευσής του ούτε την είχε παραχωρήσει στην ομόδικό της, αφού διατήρησε το δικαίωμα ναυτολόγησης του πληρώματος, από κοινού μάλιστα με τη φερόμενη ως εφοπλίστρια, δεδομένου ότι περιστατικά άμεσης αντιπροσώπευσης της μιας από τις εναγόμενες από την άλλη δεν εκτέθηκαν. Ταυτόχρονα, εξέθετε ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν είχε αναλάβει στο όνομά της και για δικό της λογαριασμό την οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου AB, αφού η ναυτολόγηση του πληρώματός του δεν ήταν αποκλειστικά δική της δυνατότητα, όπως δεν ήταν και η εκπλήρωση των εκ της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας υποχρεώσεων αποκλειστικά δική της ευθύνη. Με τον τρόπο αυτό, όμως, δε μπορούσε να συγκροτηθεί εν προκειμένω η έννοια του εφοπλισμού, δεδομένου ότι υπό τα εκτιθέμενα η δεύτερη εναγόμενη δεν είχε ούτε τη βούληση να ασκεί ούτε και πράγματι ασκούσε για δικό της λογαριασμό τη ναυτιλιακή επιχείρηση, ενώ παράλληλα δεν είχε αναλάβει μόνη της ούτε τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του πλοίου ούτε και τη ναυτική του διεύθυνση. Αντιθέτως, η έκθεση των πραγματικών περιστατικών στο δικόγραφο της αγωγής δημιουργούσε εικόνα συνεφοπλισμού του πλοίου, που δεν συνεπαγόταν έννομες συνέπειες για καμία εναγόμενη, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η συνεφοπλιστεία είναι άγνωστη έννοια στο δίκαιο και μάλιστα ιδιότυπου, ενόψει του ότι το υπό συνεκμετάλλευση πλοίο φερόταν να ανήκει σε έναν από τους συνεκμεταλλευόμενους αυτό, γεγονός που απέκλειε τον εφοπλισμό του και, συνεπώς, τη γέννηση ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης για τα εξ αυτού χρέη. Η αοριστία επιτάθηκε από την επίκληση εις ολόκληρον ευθύνης των εναγομένων, μολονότι η πρώτη των εναγομένων δεν θα μπορούσε, κατά τα προαναφερθέντα, να καταδικαστεί στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της δεύτερης από αυτές εις ολόκληρον μαζί της, έστω και αν φερόταν ως απλή κυρία του πλοίου, ενώ ακόμα και αν ήταν νοητή η πρόσληψη της ενάγουσας υπ’ αμφοτέρων των αντιδίκων της από κοινού, η ενοχή τους στην καταβολή της αμοιβής από την εργασία της θα ήταν διηρημένη εξαιτίας του διαιρετού χαρακτήρα της οφειλόμενης (χρηματικής) παροχής τους, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 480 ΑΚ. Υπό τα δεδομένα αυτά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο αρκέστηκε στην αγωγική αναφορά του τεκμηρίου εφοπλισμού του πλοίου της πρώτης από τη δεύτερη εναγόμενη κατά το χρονικό διάστημα από 25.1.2019 έως 10.2.2020, που παρήχθη από τη δημοσιοποίηση της επικληθείσας σύμβασης εφοπλισμού που είχε συναφθεί μεταξύ τους και έκρινε παραδεκτή και ορισμένη την αγωγή, για να την ερευνήσει στη συνέχεια κατ’ ουσίαν, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου, όπως το παρόν Δικαστήριο διαπιστώνει μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της Α΄ έφεσης. Περαιτέρω, όμως, μολονότι η συγκεκριμένη διαμόρφωση των αγωγικών ισχυρισμών ως προς τη σύναψη των επίδικων συμβάσεων ναυτικής εργασίας κατά το έτος 2019 έπρεπε να παρακινήσει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά την κατάφαση του παραδεκτού της αγωγής, στην ουσιαστική έρευνα όχι μόνον της νομιμοποίησης των εναγομένων αλλά και της ισχύος του τεκμηρίου εφοπλισμού, την οποία οι εναγόμενες αμφισβητούσαν, επικαλούμενες ότι τελούσε σε γνώση της αντιδίκου τους ότι η πρώτη εναγόμενη διατηρούσε την εκμετάλλευση του πλοίου της κατά το (κρίσιμο) έτος 2019, εντούτοις η έρευνα αυτή παραλείφθηκε. Αν, όμως, είχε διενεργηθεί, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θα διαπίστωνε, όχι μόνον ότι στη σύμβαση που καταρτίστηκε στις 26.7.2019 (τη μόνη από τις επίδικες για την οποία τηρήθηκε έγγραφος τύπος) ως αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας εμφανίζεται η δεύτερη εναγόμενη, της οποίας η επωνυμία έχει αναγραφεί κάτω από την ένδειξη «μεταξύ των κάτωθι υπογεγραμμένων: αφενός του πλοιοκτήτη ή του εκπροσώπου του ή του πλοιάρχου…», δηλαδή υπό ιδιότητες, από τις οποίες η ……………. θα μπορούσε να έχει μόνον εκείνη του εκπροσώπου της πλοιοκτησίας του Ε/Γ – Ο/Γ AB, γεγονός που ενίσχυε τον ισχυρισμό της ότι είχε αναλάβει τη διαχείριση και όχι τον εφοπλισμό του αλλά και, κυρίως μάλιστα, ότι καθ’ όλο το έτος 2019 τη μισθοδοσία της ενάγουσας κατέβαλε η πρώτη εναγόμενη, η επωνυμία της οποίας εμφανίζεται όχι μόνον στις έγγραφες βεβαιώσεις πληρωμής αποδοχών της ενάγουσας, από τις οποίες τέσσερις [4] φέρουν την υπογραφή της στη θέση του λαβόντος αλλά και στα αντίστοιχα τραπεζικά παραστατικά πληρωμής της μισθοδοσίας της ενάγουσας, από τα οποία προκύπτει ότι τα χρήματα που κατετίθεντο στον τραπεζικό της λογαριασμό προέρχονταν από λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, γεγονός που επιβεβαίωνε τον ισχυρισμό της ότι αυτή διατηρούσε την εκμετάλλευση του πλοίου της, παρά την καταχώρηση στο Νηολόγιο Πειραιώς στις 30.1.2019 δήλωσης περί αναθέσεως του εφοπλισμού του στη δεύτερη εναγόμενη, η οποία προέκυπτε από το υπ’ αριθμό πρωτοκόλλου ………./15.11.2021 πιστοποιητικό κυριότητας του πλοίου AB, που εκδόθηκε από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς. Οι διαπιστώσεις αυτές θα αρκούσαν για την ανατροπή του τεκμηρίου εφοπλισμού, όπως οι εναγόμενες επεδίωκαν, η οποία θα είχε ως περαιτέρω αποτέλεσμα την απαλλαγή της δεύτερης από αυτές από την ευθύνη για την ικανοποίηση όσων από τις απαιτήσεις της ενάγουσας γεννήθηκαν κατά το έτος 2019 και κρίνονταν βάσιμες και την ίδρυση της αντίστοιχης ευθύνης της πρώτης εναγόμενης ως πλοιοκτήτριας. Αντ’ αυτού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προχώρησε στην έρευνα της ένστασης παραγραφής τους που είχαν προτείνει οι εναγόμενες και, κατά παραδοχή της και μετ’ απόρριψη ως απαράδεκτης της αντενστάσεως διακοπής της παραγραφής, την οποία είχε προβάλει η ενάγουσα, απέρριψε τις αξιώσεις αυτές στο σύνολό τους ως αβάσιμες. Η κρίση αυτή ήταν σύμφωνη με τους δικονομικούς τύπους, δεδομένου του απαραδέκτου της υποβολής της αντενστάσεως με την προσθήκη της ενάγουσας στις προτάσεις της, μολονότι στην πραγματικότητα με την ένδικη αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………/25.11.2021), που επιδόθηκε στις εναγόμενες στις 7.12.2021 (βλ. τις υπ’ αριθμ. ………/2021 και ………./2021 δύο (2) επιδοτήριες εκθέσεις της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………..), επανηγέρθησαν οι ίδιες αξιώσεις που είχαν ασκηθεί με το δικόγραφο της από 23.12.2020 προηγούμενης αγωγής της ενάγουσας κατά των ιδίων εναγομένων που είχε κατατεθεί στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 23.12.2020 λαμβάνοντας αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/2020 και επιδοθεί στις αντιδίκους της στις 29.12.2020, σύμφωνα με τις με αριθμούς ……./2020 και ………../2020 ισάριθμες [2] εκθέσεις επιδόσεως της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας. Αυτό προκύπτει με σαφήνεια από τα παραπάνω έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη στο δεύτερο βαθμό, χωρίς εμπόδιο από το άρθρο 529 § 2 ΚΠολΔ, δεδομένου, άλλωστε, ότι η ενάγουσα τα είχε με επίκληση προσκομίσει και πρωτοδίκως και από τα οποία συνάγεται ότι η ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 289 ΚΙΝΔ που είχε διακοπεί στις 29.12.2020 επανεκκίνησε στις 25.11.2021, με αποτέλεσμα οι ένδικες αξιώσεις να έχουν ασκηθεί πριν τη συμπλήρωσή της στις 31.12.2022. Οι διαπιστώσεις αυτές θα οδηγούσαν στην παραδοχή του πρώτου λόγου της Α΄ έφεσης, με την οποία η εκκαλούσα επιχειρεί να επανορθώσει το δικό της σφάλμα και στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκαν οι αξιώσεις της που γεννήθηκαν κατά το έτος 2019 ως παραγεγραμμένες και, συνεπώς, ουσιαστικά αβάσιμες. Η λογική ακολουθία της διαδικασίας θα οδηγούσε στη συνέχεια στην κατ’ ουσίαν έρευνα της αγωγής και στη συνολική απόρριψη των ιδίων αξιώσεων ως προς τη μεν δεύτερη των εναγομένων επειδή, κατ’ ανατροπή του ως άνω μαχητού τεκμηρίου, δεν είχε την επικαλούμενη ιδιότητα της εφοπλίστριας και ως προς την πρώτη από αυτές επειδή δεν είχε την ιδιότητα υπό την οποία είχε εναχθεί. Όμως, η εξέλιξη αυτή θα είχε αποτέλεσμα που δεν αντιστοιχεί στο αίτημα της Α΄ έφεσης, που συνίσταται στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά τα εκκληθέντα κεφάλαιά της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και όχι με σκοπό να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Άλλωστε, για την απόρριψη της αγωγής με αιτιολογία άλλη από εκείνη της εκκαλουμένης δεν ασκήθηκε (παραδεκτή) έφεση από τις εναγόμενες. Επομένως, η δικονομική τάξη επιβάλλει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος της με το οποίο κρίθηκαν και αποδικάστηκαν ως αβάσιμες οι αξιώσεις της ενάγουσας για το έτος 2019, τη διακράτηση της υπόθεσης από το παρόν Δικαστήριο και την απόρριψη της αγωγής, ως προς τις ίδιες αυτές αξιώσεις, ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας. Με τον τρόπο αυτό δεν προκαλείται βλάβη στην εκκαλούσα, καθώς ούτε η θέση της χειροτερεύει ούτε μεταβάλλονται επί το δυσμενέστερον τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, αφού η απόρριψη της αγωγής της κατά το συγκεκριμένο μέρος της λαμβάνει χώρα για δικονομικούς και μόνο λόγους.
ΙΙΙ. Με την ένδικη αγωγή της, κατά το ενδιαφέρον πλέον μέρος της, η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στον Πειραιά με την πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ–0/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου AB, ολικής χωρητικότητας επτά χιλιάδων πεντακοσίων πέντε κόρων και ένδεκα εκατοστών (7.505,11 κ.ο.χ.), ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα της βοηθού φροντιστή, αντί των προβλεπόμενων από την τότε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες της στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενη ημερησίως επί δεκατέσσερις [14] ώρες έως τις 18.11.2020, οπότε και λύθηκε η σύμβασή της με κοινή συναίνεση αυτής και του πλοιάρχου του πλοίου. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενη περαιτέρω ότι κατά το έτος 2020 απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών της και ολόκληρη την αμοιβή της για τις ώρες της υπερωριακής εργασίας της κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους εκείνου ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή της για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ούτε την αποζημίωση που δικαιούται επειδή δεν της χορηγήθηκαν οι νόμιμες άδειες διανυκτέρευσης, ζήτησε η ενάγουσα, η οποία παραδεκτώς περιόρισε το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημά της σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η αντίδικος της υποχρεούται να της καταβάλει το χρηματικό ποσόν των είκοσι χιλιάδων οκτακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και δεκατριών λεπτών (20.818,13 €) για τις παραπάνω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της αποναυτολογήσεώς της άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά το ως άνω μέρος της κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και στη συνέχεια, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση της ενάγουσας ανερχόταν σε ένδεκα (11) ώρες, η αγωγή έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης στην προς την ενάγουσα καταβολή δώδεκα χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (12.166,46 €) συνολικά, με το νόμιμο τόκο από την 19η.11.2020 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους η ενάγουσα και η πρώτη εναγόμενη και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως, αιτήματα τα οποία, βέβαια, αφορούν πλέον τα κεφάλαιά της που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις της ενάγουσας που γεννήθηκαν κατά το έτος 2020.
ΙV. Από την επανεκτίμηση των από 17.1.2022, 18.1.2022 και 23.5.2022 τριών [3] ενόρκων βεβαιώσεων του ……………., που με την ιδιότητα του μηχανοδηγού, του προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου και του επίκουρου θαλαμηπόλου, αντίστοιχα, συνυπηρέτησαν όλοι με την ενάγουσα στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AB κατά το έτος 2020, οι οποίες με την επιμέλεια αυτής της τελευταίας, που κλήτευσε προς τούτο τις αντιδίκους της (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……../12.1.2022, ………./12.1.2022, ………../16.5.2022 και ……./16.5.2022 τέσσερις [4] εκθέσεις επιδόσεως της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, δόθηκαν στη Συμβολαιογράφο Αργοστολίου Κεφαλληνίας η πρώτη (η υπ’ αριθμ. ……../17.1.2022), στο δικηγόρο Πειραιώς ………. η δεύτερη και στο δικηγόρο Άρτας ………. η τρίτη, που έλαβαν τις υπ’ αριθμ. ΔΣΠ – ΕΒ – ………. – 2022 και ΔΣΑΡΤ – ΕΒ – …….. – 2022 ηλεκτρονικές αποδείξεις λήψης τους από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς και το Δικηγορικό Σύλλογο Άρτας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4842/2021, των με αριθμούς ……/23.5.2022 και ……/23.5.2022 δύο [2] ένορκων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεων του ………….. και του …………, που με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου συνυπηρέτησαν αμφότεροι με την ενάγουσα στο ίδιο πλοίο κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια των εναγομένων και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεως της αντιδίκου τους (βλ. την υπ’ αριθμ. ……./18.5.2022 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….), οι οποίες όλες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι μάρτυρες αποδείξεως τυγχάνουν αντίδικοι των εναγομένων, επειδή καθένας τους έχει ασκήσει εναντίον τους άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΜονΕφΠειρ. 509/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως συμβαίνει με όσες άλλες ένορκες βεβαιώσεις προσκομίζει η ενάγουσα, που λήφθησαν για να χρησιμοποιηθούν σε άλλες αστικές δίκες (ΑΠ 276/2021, ΑΠ 1708/2018, ΑΠ 736/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, που γεννήθηκε στις 28.8.1962, είναι Ελληνίδα απογεγραμμένη ναυτικός και κάτοχος του με αριθμό 223 ναυτικού φυλλαδίου της ΑΑε ναυτικής περιφέρειας, ενώ η πρώτη εναγόμενη ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου AB, που είναι νηολογημένο στο λιμένα του Πειραιώς με αριθμό εγγραφής 12.393, έχει ολική χωρητικότητα επτά χιλιάδες πεντακόσιους πέντε κόρους και ένδεκα εκατοστά (7.505,11 κ.ο.χ.) και διεθνές διακριτικό σήμα (ΔΔΣ) …….. Στις 3.3.2020 καταρτίστηκε στον Πειραιά άτυπη σύμβαση μεταξύ αυτής και του νομίμου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας, δυνάμει της οποίας η πρώτη ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα της βοηθού φροντιστή στο πλοίο αυτό για αόριστο χρόνο και παρείχε τις υπηρεσίες της μέχρι την 18η.11.2020, οπότε και αποναυτολογήθηκε στον λιμένα του Λαυρίου με αμοιβαία συναίνεση αυτής και του πλοιάρχου. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών στα υπό ελληνική σημαία ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία ρύθμιζε, όπως οι διάδικοι δεν αμφισβητούν, η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, με έναρξη ισχύος από 1.1.2019, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/12.8.2019), οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν και τους διαδίκους. Με αυτήν τη ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 5, 6, 8 § 11, 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του βοηθού φροντιστή ορίστηκε σε χίλια διακόσια τέσσερα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (1.204,81 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και έξι λεπτά (265,06 €), το επίδομα ιματισμού σε πενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά (58,78 €), το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €), το ειδικό επίδομα του βοηθού φροντιστή με πτυχίο σε πενήντα επτά ευρώ και εξήντα τρία λεπτά (57,63 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τριάντα τρία ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά {[(1.204,81 € + 265,06 € : 22) + 19,98 €] Χ 5 ημέρες = 433,96 €}, το δε ωρομίσθιο της ίδιας ειδικότητας καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (6,96 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (8,70 €) και σε δέκα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (10,44 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της ενάγουσας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες πενήντα έξι ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτά (2.056,88 €). Για το σύνολο, επομένως, της ναυτολογήσεώς της έπρεπε να λάβει το χρηματικό ποσόν των δεκαεπτά χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα δύο ευρώ και τεσσάρων λεπτών (2.056,88 € Χ 8 μήνες και 16 ημέρες = 17.552,04 €), έναντι του οποίου έλαβε δεκαέξι χιλιάδες επτακόσια ενενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (16.797,74 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί οφειλόμενο σ’ αυτήν το ποσόν της διαφοράς, ύψους επτακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα λεπτών (17.552,04 € – 16.797,74 € = 754,30 €), όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως, χωρίς η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της αυτό να πλήττεται με λόγο έφεσης εκ μέρους της πλοιοκτήτριας. Κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεως της ενάγουσας, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AB διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του βορείου Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε ως αφετηρία τον λιμένα του Λαυρίου και προορισμό την Καβάλα δια μέσου των νησιωτικών λιμένων του Αγίου Ευστρατίου και της Λήμνου, με επιστροφή, μέσω των ίδιων λιμένων, στο Λαύριο. Τα ίδια αυτά δρομολόγια εκτελούνταν στα πλαίσια δημόσιας υπηρεσίας, που δεν αμφισβητείται ότι είχε ανατεθεί νομίμως στην εναγόμενη. Συγκεκριμένα, τα δρομολόγια του πλοίου είχαν ως εξής: Α] κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.3.2020 έως 7.6.2020 και από 7.9.2020 έως 18.11.2020 το πλοίο αναχωρούσε από το Λαύριο κάθε Δευτέρα και Τετάρτη στις 21:00 και κάθε Παρασκευή στις 14:30, για να καταπλεύσει διαμέσου των ως άνω νήσων στην Καβάλα στις 12:30 της Τρίτης και της Πέμπτης και στις 05:20 του Σαββάτου, όπου διανυκτέρευε. Για το ταξίδι της επιστροφής το πλοίο αναχωρούσε από την Καβάλα κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Κυριακή στις 16:00, για να εκτελέσει το αντίστροφο δρομολόγιο και να καταπλεύσει στο Λαύριο στις 08:00 της Δευτέρας, της Τετάρτης και της Παρασκευής, ενώ Β] κατά το χρονικό διάστημα από 8.6.2020 έως 6.9.2020 πύκνωσε λόγω της θερινής περιόδου τα δρομολόγιά του, στα οποία συμπεριέλαβε και προσέγγιση στα Μεστά της Χίου μία [1] φορά την εβδομάδα, αναχωρώντας από το Λαύριο κάθε Δευτέρα στις 12:30, κάθε Τετάρτη στις 01:00, κάθε Πέμπτη στις 21:00 και κάθε Σάββατο στις 16:00, για να αφιχθεί στην Καβάλα στις 04:45 της Τρίτης, στις 17:00 της Τετάρτης, στις 13:00 της Παρασκευής και στις 13:00 της Κυριακής. Για το Λαύριο απέπλεε από την Καβάλα στις 07:00 εκάστης Τρίτης, στις 19:00 τις Τετάρτες, στις 16:00 τις Παρασκευές και στις 15:00 τις Κυριακές και κατέπλεε στην αφετηρία του στις 07:00 εκάστης Δευτέρας, στις 22:45 τις Τρίτες, στις 11:00 κάθε Πέμπτη και στις 12:45 τα Σάββατα. Από το ημερολόγιο του πλοίου, το οποίο προσκομίζουν οι εναγόμενες, αποδεικνύεται βάσιμος ο προβαλλόμενος στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της Β΄ έφεσής τους ισχυρισμός τους ότι δρομολόγια δεν εκτελέστηκαν την Τετάρτη 4.3.2020, λόγω ακινησίας του πλοίου για την εκτέλεση εργασιών συντηρήσεώς του, τη Δευτέρα 16.3.2020, τις καθημερινές της 6ης, 7ης, 8ης.4.2020 και της 6ης.11.2020, τις Κυριακές 15.3.2020 και 19.4.2020, το Σάββατο 7.3.2020 και κατά την αργία της 25.3.2020, λόγω απαγόρευσης απόπλου συνεπεία δυσμενών καιρικών συνθηκών. Επομένως, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής της (261 ημέρες) λόγος για υπερωριακή απασχόληση της ενάγουσας μπορεί να γίνει μόνο για διακόσιες πενήντα μία ημέρες (208 Κυριακές και καθημερινές + 35 Σάββατα + 8 αργίες = 251). Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AB ως προσωπικό τροφοδοσίας απασχολούταν μόνον η ενάγουσα, γεγονός που υποδηλώνει ότι στο πλοίο δεν παρασκευαζόταν τροφή για τους επιβάτες (παρά μόνον για το πλήρωμα), καθώς σε τέτοια περίπτωση θα είχε προσληφθεί αξιωματικός φροντιστής και μαθητευόμενος φροντιστής, αποκαλούμενος «μεταφορέας», σύμφωνα με τους ορισμούς της § 3 του άρθρου 5 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων» (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974), που καθορίζει την οργανική σύνθεση του προσωπικού τροφοδοσίας των ακτοπλοϊκών πλοίων. Επιπλέον, στην υπηρεσία γενικών καθηκόντων απασχολούνταν δύο [2] ακόμη ναυτικοί με βαθμό οικονομικού αξιωματικού Α΄ και Β΄, όπως προκύπτει από το ναυτολόγιο του πλοίου. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 110 και 111 του ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 4 και 5 του ΠΔ 192/2009 (ΦΕΚ Α 230/17.12.2009) «Ο βοηθός φροντιστή είναι ο υπόλογος της υπηρεσίας Τροφοδοσίας και Γενικών Προμηθειών του πλοίου και των μαθητευόμενων ως κατώτερου προσωπικού Τροφοδοσίας και Γενικών Προμηθειών» (§ 1 του άρθρου 110), τελεί δε υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αξιωματικού φροντιστή και τον βοηθά στα καθήκοντά του (§ 2 του ιδίου άρθρου). Ειδικότερα, ο βοηθός φροντιστή α) εφοδιάζει το μαγειρείο, τα κυλικεία και τους χώρους αποθήκευσης και συντήρησης τροφίμων, καθώς και τους χώρους αποθήκευσης των υλικών που του έχουν ανατεθεί, με την εκάστοτε αναγκαία ποσότητα για την παρασκευή εδεσμάτων και για την άμεση χρησιμοποίησή τους αντιστοίχως, β) υπό τις διαταγές και οδηγίες του αξιωματικού φροντιστή, διευθύνει και διαχειρίζεται τους χώρους διανομής των τροφίμων και των υλικών που του έχουν ανατεθεί και γ) δέχεται και προσπαθεί να ικανοποιεί κάθε δίκαιο παράπονο των επιβαινόντων που αφορά στα καθήκοντα του, αναφέροντας σχετικά στον φροντιστή (άρθρο 111). Καθ’ όλο το διάστημα της ναυτολόγησής της η ενάγουσα εκτελούσε καθημερινά τα καθήκοντα της ειδικότητάς της και, συγκεκριμένα, μεριμνούσε για τον ανεφοδιασμό του πλοίου με τροφοεφόδια, επέβλεπε την παραλαβή τους μία [1] φορά κατά μέσο όρο την εβδομάδα στο λιμένα του Λαυρίου, όπου λάμβανε χώρα η παράδοσή τους από τους προμηθευτές τους, φρόντιζε για την αποθήκευσή τους στον οικείο χώρο του πλοίου, με την καθαριότητα του οποίου ήταν επιφορτισμένη και στον οποίο τα μετέφεραν από τον καταπέλτη του πλοίου άλλοι συνάδελφοί της και, τέλος, μεριμνούσε για τον εφοδιασμό του μαγειρείου και του κυλικείου του πλοίου με τρόφιμα και συναφή αναλώσιμα είδη, των οποίων ήταν υπεύθυνη να ελέγχει την επάρκεια και την ποιότητα. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι συμμετείχε στην προετοιμασία των γευμάτων του πληρώματος, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ανάγκη προς τούτο, αφού στο πλοίο απασχολούνταν ως προσωπικό μαγειρείου δύο [2] μάγειροι και δύο [2] χυτροκαθαριστές. Επομένως, δεν επιβεβαιώνονται τα λεγόμενα από τους μάρτυρες αποδείξεως ότι από τις 16:30 έως τις 20:30 κάθε ημέρας εργαζόταν στη ρεσπέντζα του πλοίου, απασχολούμενη με την παρασκευή κρύων εδεσμάτων για το πλήρωμα. Άλλωστε, η εργασία αυτή δεν συμπεριλαμβανόταν στα καθήκοντα της ειδικότητάς της και η εκτέλεσή της θα παρείχε στην ενάγουσα δικαίωμα να αξιώσει τις αποδοχές της συναφούς ειδικότητας (λ.χ του βοηθού μαγείρου), σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 192, 193, 361, 648 – 653, 659 του ΑΚ και 53 του ΚΙΝΔ είτε πλήρεις είτε μειωμένες (ΟλΑΠ 861/1984, Δνη 1984/1363, ΑΠ 1007/2000, ΕΝαυτΔ 2001/40, ΤριμΕφΠειρ. 77/2011, ΠειρΝομ. 2011/195, ΕφΠειρ. 712/2004, ΔΕΕ 2005/211, ΕφΠειρ. 480/2007, ΕΝαυτΔ 2007/402, ΕφΠειρ. 172/2003, ΕΝαυτΔ 2003/133, ΕφΠειρ. 70/1997, ΕφΠειρ. 202/1997, σε ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ. 1996 – 1997, σελ. 632 και 634 αντίστοιχα, ΤριμΕφΠειρ. 114/2011, ΕΝαυτΔ 2011/282, ΕφΠειρ. 241/2009, ΕΝαυτΔ 2009/108), όχι όμως και να λάβει υπερωριακή αμοιβή για την εκτέλεση των καθηκόντων της δικής της ειδικότητας πέραν του νομίμου ωραρίου της. Δεν αποδεικνύεται επίσης ότι η ενάγουσα εργαζόταν επί μισή ώρα κάθε μεσημέρι στο κυλικείο του πλοίου, εξυπηρετώντας τους επιβάτες σε αντικατάσταση του απασχολούμενου εκεί θαλαμηπόλου, ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς της, την ώρα αυτή διέκοπτε την εργασία του προκειμένου να γευματίσει, όχι μόνον επειδή για την αναπλήρωση του τελευταίου υπήρχε επίκουρος (συνολικά στο πλοίο, κατά το ναυτολόγιό του, υπηρετούσαν έξι [6] θαλαμηπόλοι και τρεις [3] επίκουροι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι αυξάνονταν κατά τη θερινή περίοδο) αλλά και επειδή από την ένορκη βεβαίωση του ως άνω προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου του πλοίου προκύπτει ότι η ενάγουσα απλώς επικουρούσε το θαλαμηπόλου του κυλικείου κατά τις μεσημβρινές ώρες (χωρίς να αναφέρεται η ανάγκη της επικουρίας αυτής) και όχι ότι τον αντικαθιστούσε. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η εξυπηρέτηση των επιβατών στο κυλικείο του πλοίου αποτελεί εργασία της ειδικότητας του θαλαμηπόλου και όχι του βοηθού φροντιστή. Αντιθέτως, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στην ενάγουσα είχε ανατεθεί ο καθημερινός έλεγχος των εισπράξεων του κυλικείου, η εκμετάλλευση του οποίου είχε ανατεθεί από την πλοιοκτήτρια σε τρίτον και, συγκεκριμένα, στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..», τον οποίο (έλεγχο) διενεργούσε για λογαριασμό αυτής της τελευταίας από κοινού με τους οικονομικούς αξιωματικούς του πλοίου, που ενεργούσαν για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ομαλή συνεργασία αυτής με την εκμεταλλευόμενη το κυλικείο ως άνω εταιρία. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι για να ανταποκριθεί στις ποικίλες λειτουργικές ανάγκες του πλοίου και για την εκτέλεση των καθηκόντων της η ενάγουσα εργαζόταν καθημερινώς και πέραν του νομίμου ωραρίου της, γεγονός, άλλωστε, που συνομολογούν και οι εναγόμενες, οι οποίες παραδέχονται ότι της κατέβαλαν τακτικά και σε μόνιμη βάση κάθε μήνα αμοιβή για την υπερωριακή της απασχόληση. Από τις αποδείξεις καταβολής της μισθοδοσίας της προκύπτει μάλιστα ότι η πλοιοκτήτρια της κατέβαλε πράγματι για την αιτία αυτήν καθ’ όλο το διάστημα της ένδικης ναυτολόγησής της το συνολικό χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (2.994,23 €). Ενόψει όλων αυτών πρέπει να γίνει, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου του πρώτου λόγου της Β΄ έφεσης, δεκτό ότι η ενάγουσα εργαζόταν καθημερινά επί εννέα και μισή (9½) ώρες και όχι επί δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως η ίδια καθ’ υπερβολήν (με τον συνεπώς αβάσιμο δεύτερο λόγο της Α΄ έφεσής της) ισχυρίζεται ούτε επί ένδεκα (11) ώρες όπως πρωτοδίκως κρίθηκε. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται ως αμοιβή για την υπερωριακή της απασχόληση: α) για την εργασία της κατά τα τριάντα πέντε [35] Σάββατα και τις οκτώ [8] αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών (43 ημέρες X 9 ½ ώρες υπερωριακής εργασίας X 10,44 ευρώ το ωρομίσθιο = 2.714,40 €) και β) για την υπερωριακή της εργασία κατά τις διακόσιες οκτώ [208] καθημερινές και Κυριακές το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (208 ημέρες X 1½ ώρες X 8,70 ευρώ το ωρομίσθιο = 4.264,74 €) και συνολικά το χρηματικό ποσόν των έξι χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (2.714,40 € + 4.264,74 € = 6.979,14 €), έναντι του οποίου έλαβε, όπως η ίδια καθ’ υποφοράν με την αγωγή της συνομολόγησε, τρεις χιλιάδες διακόσια τριάντα τρία ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (3.233,59 €) και, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά των τριών χιλιάδων επτακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (6.979,14 € – 3.233,59 € = 3.745,55 €) και όχι των επτά χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα ενός ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (7.581,81 €), όπως εσφαλμένα πρωτοδίκως κρίθηκε. Στην οφειλή αυτή η πλοιοκτήτρια ζητεί (με τον πρώτο λόγο της Β΄ έφεσής της κατά το οικείο σκέλος του) να καταλογιστεί και το χρηματικό ποσόν των χιλίων πενήντα έξι ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (1.056,91 €), το οποίο υποστηρίζει ότι κατέβαλε στην ενάγουσα ως «δώρο πλοιοκτητών» με τη ρητή συμφωνία ότι μπορεί να συμψηφίζεται με τις τυχόν οφειλόμενες αμοιβές της ενάγουσας για την υπερωριακή εργασία της, επαναφέροντας αίτημα που είχε και πρωτοδίκως υποβληθεί αλλά απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, επειδή δεν είχε προταθεί εγκαίρως, με δήλωση στο ακροατήριο. Ο ισχυρισμός αυτός, που συνιστά την από το άρθρα 440 επομ. ΑΚ ένσταση συμψηφισμού, παραδεκτώς μεν προβάλλεται στο δεύτερο βαθμό με λόγο έφεσης, εφόσον επιχειρείται να αποδειχθεί με έγγραφα (τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας της ενάγουσας και τα αντίστοιχα τραπεζικά παραστατικά, τα οποία είχαν, άλλωστε, προσκομιστεί και πρωτοδίκως), είναι όμως αβάσιμος, δεδομένου ότι η επικαλούμενη συμφωνία καταλογισμού δεν αποδεικνύεται, καθώς για την ένδικη ναυτολόγηση της ενάγουσας δεν καταρτίστηκε έγγραφο, όπως αντιθέτως συνέβη με τη σύμβαση της ναυτικής της εργασίας που καταρτίστηκε στις 26.7.2019, στην οποία είχε περιληφθεί όρος που προέβλεπε ότι «Σε περίπτωση καταβολών υπερτέρων των νομίμων αποδοχών, ως δώρο (bonus)ή άλλως πως χαρακτηριζόμενων, η εταιρία δικαιούται και ο ναυτικός συμφωνεί στον καθ’ οιονδήποτε χρόνο καταλογισμό των επιπλέον των ελαχίστων νομίμων καταβληθέντων τοιούτων ποσών, σε συμψηφισμό και εξόφληση πάσης φύσεως ανεξαιρέτως και εν γένει τακτικών ή/και εκτάκτων αποδοχών του προβλεπόμενων από την οικεία συλλογική σύμβαση εργασίας ή/και πάσης φύσεως νομοθέτημα, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά αναφερόμενων βασικού μισθού, επιδομάτων, υπερωριών …» (περί του ότι επί ελλείψεως σχετικής, ειδικής και ορισμένης, συμφωνίας ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου βλ. ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 2003/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Περαιτέρω, η ενάγουσα δικαιούται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), αναλογία των επιδομάτων δώρου εορτών για το έτος 2020. Τα επιδόματα αυτά θα προσδιοριστούν με συνυπολογισμό στο άθροισμα των νόμιμων αποδοχών της (2.056,88 €), όπως αυτές ανωτέρω καθορίστηκαν, του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής της ενάγουσας, που ισούται προς οκτακόσια δύο ευρώ και είκοσι λεπτά (6.979,14 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο της ναυτολογήσεώς της ÷ 261 ημέρες συνολικής διάρκειάς της Χ 30 μέρες/μήνα = 802,20 €), πλέον του κατ’ άρθρο 3 της ως άνω ΣΣΝΕ αντιτίμου της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας, ύψους πεντακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (19,98 € την ημέρα Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα και του επιδόματος άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ίδιας ΣΣΝΕ, ύψους ογδόντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (84,33 €). Επί μηνιαίων συνολικών αποδοχών, επομένως, ύψους τριών χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα δύο ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (2.056,88 € + 802,20 € + 599,40 € + 84,33 € = 3.542,81 €), η ενάγουσα δικαιούται α) για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2020 το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων εβδομήντα ευρώ και τριάντα δύο λεπτών [3.542,81 € ÷ 2 = 1.771,41 € ÷ 15 = 118,09 € Χ 7,37 οκταήμερα (59 ημέρες ÷ 8) = 870,32 €], έναντι του οποίου η πλοιοκτήτρια της έχει, όπως συνομολογεί η ενάγουσα, καταβάλει εξακόσια είκοσι πέντε ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (626,25 €), με αποτέλεσμα να της οφείλεται η διαφορά των διακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και επτά λεπτών (870,32 € – 625,25 € = 245,07 €) και β] για αναλογία επιδόματος δώρου Χριστουγέννων έτους 2020 το χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων δώδεκα ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών [3.542,81 € Χ 2/25 = 283,42 € Χ 10,63 δεκαεννεαήμερα (202 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 3.012,75 €], έναντι του οποίου η πλοιοκτήτρια της έχει, όπως η ενάγουσα συνομολογεί, καταβάλει χίλια εννιακόσια πενήντα δύο ευρώ και ενενήντα δύο λεπτά (1.952,92 €), με αποτέλεσμα να της οφείλεται η διαφορά των χιλίων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (3.012,75 € – 1.952,92 € = 1.059,83 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στην ενάγουσα το χρηματικό ποσόν των χιλίων τριακοσίων τεσσάρων ευρώ και ενενήντα λεπτών (245,07 € + 1.059,83 € = 1.304,90 €), η οφειλή του οποίου για μέρος του, ύψους εξακοσίων δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (619,96 €), συνομολογείται από την πλοιοκτήτρια (σελ. 14 των προτάσεών της στο δεύτερο βαθμό). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε στην ενάγουσα για την ίδια αιτία το συνολικό χρηματικό ποσόν των χιλίων επτακοσίων σαράντα επτά ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (343,54 € + 1.404,13 € = 1.747,67 €), έσφαλε και πρέπει, αφού απορριφθεί ο συναφής τρίτος λόγος της Α΄ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα επανέφερε το αγωγικό της αίτημα, να εξαφανιστεί, κατά μερική παραδοχή του αντίστοιχου δεύτερου λόγου της Β΄ έφεσης, η εκκαλούμενη απόφασή της κατά το κεφάλαιό της αυτό.
V. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ ή οι όροι της έχουν καταστεί περιεχόμενο της ατομικής εργασιακής τους σύμβασης, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του, το επίδομα άδειας (ΜονΕφΠειρ. 743/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονων γραμμών (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι, όμως, η μηνιαία αναλογία των εορταστικών επιδομάτων, καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (ΜονΕφΠειρ. 161/2024, ΜονΕφΠειρ. 423/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, βλ., όμως, αντιθέτως, ΜονΕφΠειρ. 435/2022, διαθέσιμη στην ίδιο Διαδικτυακό τόπο).
Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο AB εκτέλεσε δεκατρία [13] εξπρές δρομολόγια και με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε στην ενάγουσα ως διαφορά της πρόσθετης αμοιβής της για την αιτία αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 33 της ΣΣΝΕ, το χρηματικό ποσόν των χιλίων τετρακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (1.435,56 €), το οποίο προσδιόρισε με συνυπολογισμό [και] του μέσου όρου της αμοιβής της για την παροχή υπερωριακής εργασίας επί δεκατέσσερις [14] ώρες ημερησίως κατά το ίδιο διάστημα. Το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης πλήττει με λόγο έφεσης (τον τέταρτο και τελευταίο του εφετηρίου της) μόνον η ενάγουσα η οποία υποστηρίζει ότι η απαίτησή της έπρεπε να προσδιοριστεί καθ’ ύψος με βάση α] τα 11,375 δρομολόγια εξπρές που κατά τους υπολογισμούς της εκτέλεσε το πλοίο, β] τον αυξημένο μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής της για εργασία δεκατεσσάρων [14] ωρών ημερησίως και γ] την αναλογία του δώρου εορτών που δικαιούτο, την οποία η εκκαλουμένη δεν συνυπολόγισε. Οι αιτιάσεις αυτές είναι όλες απορριπτέες. Η τρίτη ως νομικά αβάσιμη, καθόσον για τον προσδιορισμό της επίδικης πρόσθετης αμοιβής δεν συνυπολογίζεται η μέση αναλογία των εορταστικών επιδομάτων, όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη ως απαράδεκτη, αφού προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι η παραδοχή του ισχυρισμού της εκκαλούσας δεν θα βελτίωνε τη θέση της και η δεύτερη ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεδομένου ότι, όπως έγινε ήδη δεκτό, η μέση διάρκεια της ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας ήταν μικρότερη όχι μόνον της από αυτήν επικαλούμενης αλλά και από αυτήν που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, του οποίου η κρίση, όμως, δεν μπορεί να ανατραπεί επί τα χείρω για την εκκαλούσα, επειδή δεν προσβλήθηκε από την αντίδικό της.
VI. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3)». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο νόμιμος λόγος παραγωγής ευθύνης του πλοιοκτήτη προς αποζημίωση του ναυτικού που στερήθηκε της δυνατότητας διανυκτέρευσης εκτός του πλοίου συνίσταται μόνον στο ότι αυτός δεν έχει ρυθμίσει τα της υπηρεσίας του πλοίου του κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την παροχή τέτοιας δυνατότητας. Αντιθέτως, η αποζημίωση αυτή δεν οφείλεται όταν η μη διανυκτέρευση του ναυτικού στο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού του δρομολογίου του πλοίου δεν προκαλείται από γεγονός αναγόμενο στη σφαίρα ευθύνης του πλοιοκτήτη αλλά συνιστά επιλογή του ίδιου του ναυτικού. Πράγματι, κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων ο τελευταίος δεν έχει δικαίωμα επιλογής (επιθυμία την ονομάζει η ΣΣΝΕ) μόνον του λιμένα στον οποίο θα διανυκτερεύσει, από τους δύο εκάστου δρομολογίου (αφετηρίας ή προορισμού) κατά το συμφέρον του (χωρική εγγύτητα του τόπου διανυκτέρευσης με τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του) αλλά και του αν θα διανυκτερεύσει εκτός του πλοίου ή όχι. Αν, μολονότι ελεύθερος υπηρεσίας σε οποιοδήποτε λιμάνι, δεν επιθυμεί να υποβληθεί σε δαπάνες για την ανεύρεση νυκτερινού καταλύματος, δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε παραμονή εκτός πλοίου από τον πλοιοκτήτη, προκειμένου αυτός να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως, επειδή ο ναυτικός δεν άσκησε το δικαίωμά του να διανυκτερεύσει εκτός πλοίου. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν μπορεί, αντιστοίχως, ο πλοιοκτήτης να υποχρεωθεί σε καταβολή αποζημιώσεως, επειδή ο ναυτικός δεν ζήτησε τη χορήγηση διανυκτερεύσεως, μολονότι οι υπηρεσίες στο πλοίο είχαν ρυθμιστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να έχει αυτή την δυνατότητα (ΜονΕφΠειρ. 161/2024, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 259/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο).
Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το πλοίο AB, στο οποίο απασχολήθηκε η ενάγουσα, κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.3.2020 έως 7.6.2020 και από 7.9.2020 έως 18.11.2020 διανυκτέρευε κάθε Σάββατο στην Καβάλα, καθώς και ότι η ενάγουσα ουδέποτε ζήτησε να διανυκτερεύσει εκτός πλοίου στο λιμάνι αυτό, το οποίο άλλωστε, δεν εμφάνιζε εγγύτητα με τον τόπο της μόνιμης κατοικίας της, δηλαδή το …… Αττικής. Σχετικό αίτημα ούτε η ίδια δεν επικαλείται. Ούτε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας προκύπτει ότι υπήρχε λόγος να μην της χορηγηθεί άδεια διανυκτέρευσης, δεδομένου ότι κανείς από τους μάρτυρες αποδείξεως δεν αναφέρει ότι η ενάγουσα ήταν υποχρεωμένη να παραμένει κατά τα Σάββατα στο πλοίο ως προσωπικό ασφαλείας ή για άλλη αιτία αναγόμενη στη σφαίρα ευθύνης του πλοιοκτήτη. Αντιθέτως, κατά το χρονικό διάστημα από 8.6.2020 έως 6.9.2020 το ίδιο πλοίο βρισκόταν εν πλω κάθε βράδυ εκτελώντας δρομολόγιο, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται δυνατότητα χορηγήσεως αδειών διανυκτέρευσης του πληρώματος εκτός αυτού, ακόμα και κατ’ αίτηση των μελών του, αφού με ευθύνη της πλοιοκτήτριας δεν είχαν ρυθμιστεί τα της υπηρεσίας του πλοίου της κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την παροχή τέτοιας δυνατότητας. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται για τη μη χορήγηση μιας [1] άδειας διανυκτέρευσης ανά μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2020 αποζημίωση, η οποία κατά το ως άνω άρθρο της ΣΣΝΕ ανέρχεται σε εκατόν εννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτά [(1.204,81 € Χ 1/22 =) 54,76 € Χ 2 = 109,52 €]. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε για την αιτία αυτή στην ενάγουσα αποζημίωση για δώδεκα [12] άδειες διανυκτέρευσης που δεν της χορηγήθηκαν καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα, συνολικού ύψους εξακοσίων πενήντα επτά ευρώ και δώδεκα λεπτών (657,12 €), έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, κατά το βάσιμο σχετικό τρίτο (και τελευταίο) λόγο της Β΄ έφεσης.
VII. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, ΜονΕφΠειρ. 8/2024, ΜονΕφΘεσ. 174/2018, ΜονΕφΠειρ. 16/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 700/2011, ΕΝαυτΔ 2012/113), συμπεριλαμβανομένης της περί της επιβολής δικαστικών εξόδων διατάξεώς της και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης στην προς την ενάγουσα καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των επτά χιλιάδων τριακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (754,30 € + 3.745,55 € + 1.304,90 € + 1.435,56 € + 109,52 € = 7.349,83 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησής της (19.11.2020), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων της ενάγουσας σε βάρος της πρώτης των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.
Απορρίπτει ως απαράδεκτη τη Β΄ έφεση κατά το μέρος της που ασκήθηκε από την δεύτερη εκκαλούσα.
Δέχεται κατά τα λοιπά τις εφέσεις τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέον.
Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.
Αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων τριακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (7.349,83 €), με το νόμιμο τόκο από την 19η.11.2020 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Επιβάλλει σε βάρος της πρώτης των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Αυγούστου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ