Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 426/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     426/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από το Γραμματέα Σ.Τ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:            1) Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην ……. Αττικής, οδός ……. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην ………. Αττικής, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Χαρίση, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………..             Β.ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ:       1)Εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην …. Αττικής, οδός . ……… και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην … Αττικής, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Χαρίση, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …..

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα.

Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 8-12-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../18-12-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά των εφεσίβλητων στην Α έφεση – εκκαλουσών στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 3783/2022 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλαν: Α) Ο ενάγων με την από 20-6-2023 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./10-7-2023 ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ και ΓΑΚ … και ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ …./10-7-2023 έφεσή του και Β) Οι εναγόμενες με την από 20-7-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/20-7-2023 ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ και ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …./ 20-7-2023 ΕΦΕΤΕΙΟΥ έφεσή τους, οι οποίες ορίστηκαν να συζητηθούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (30-5-2024), κατά την οποία εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 20-6-2023 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/10-7-2023 έφεση του ενάγοντος ……. (στο εξής Α έφεση) και β) από 20-7-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../20-7-2023 έφεση των εναγόμενων α) «……..» και β) «………» (στο εξής Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 3783/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 8-12-2020 και με ΓΑΚ … και ΑΚ …../18-12-2020 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση κατά των εφεσίβλητων στην ίδια έφεση / εκκαλούντων στη Β έφεση), είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 315/2023, Εφ.Πειρ. 2632/2023, Εφ.Πειρ. 488/2022, www.efeteio-peir.gr).

2. Με την άνω αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α έφεση / εφεσίβλητος στη Β έφεση εξέθεσε ότι, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτού και των εναγόμενων εταιριών, εκ των οποίων η πρώτη κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα ήταν κυρία του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «Δ», νηολογίου Πειραιά με αριθ. ….., κ.ο.χ. 9834,37 ή είχε την πλοιοκτησία του, ενώ η δεύτερη κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα είχε τον εφοπλισμό του, ναυτολογήθηκε στο πλοίο αυτό τις αναφερόμενες ημερομηνίες, ως ναύτης, σύμφωνα με τους όρους της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Ότι εργάστηκε στο άνω πλοίο υπερωριακά κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο εκτέλεσε και τα αναφερόμενα δρομολόγια εξπρές. Ότι από τις άνω ναυτολογήσεις του διατηρεί σε βάρος των εναγόμενων απαιτήσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης και δρομολογίων εξπρές, διαφορά επιδομάτων εορτών ετών 2019 και 2020, επίδομα άγονης γραμμής, αποζημίωση απόλυσης και για υπόλοιπο μισθού μηνός κατ’ άρθρο 60 ΚΙΝΔ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό του κονδυλίου της αγωγής για υπερωριακή αμοιβή του καθημερινών και Κυριακών για το χρονικό διάστημα από 30-7-2019 έως 1-10-2019, συνολικού ύψους 2.592,98 ευρώ, να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 19.897,09 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 5.690,09 ευρώ εις ολόκληρο με τη δεύτερη εναγόμενη και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να του καταβάλουν υπόλοιπο ποσό 2.592,98 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της τελευταίας απόλυσής του (20-6-2020), άλλως από την επίδοση της αγωγής.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη (πλην του αιτήματος για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής για το αναγνωριστικό μέρος της αγωγής, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο) και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία, υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.345,77 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 279,45 ευρώ, εκ των οποίων για ποσό 1.694,29 ευρώ ευθυνόμενης δια του άνω πλοίου και μέχρι την αξία του, υποχρέωσε τη δεύτερη εναγόμενη, εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.414,84 ευρώ, αναγνώρισε ότι οφείλει ακόμη να του καταβάλει, εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη, υπόλοιπο ποσό 279,45 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την 21-6-2020 μέχρι την εξόφληση, πλην ποσού 264,08 ευρώ που αφορά διαφορά αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2020, το οποίο επιδίκασε με το νόμιμο τόκο από 1-1-2021. Επίσης, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την τελευταία καταψηφιστική της διάταξη και καταδίκασε τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενες με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο και να γίνει εν όλω δεκτή ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντίστοιχα.

4. Από την εισαγωγή του εν προκειμένου εφαρμοστέου προϊσχύσαντος Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 Α.Κ.), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’ αυτού (Α.Π. 776/2010, Α.Π. 1549/2006, Α.Π. 799/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 590/2023, Εφ.Πειρ. 402/2023, www.efeteio-peir.gr).  Περαιτέρω, ο απλός κύριος του πλοίου για τις απαιτήσεις τρίτων, που απορρέουν από τον εφοπλισμό, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από σύμβαση παροχής ναυτικής εργασίας, ευθύνεται με το πλοίο, δηλαδή μέχρι της αξίας του πλοίου, νομιμοποιούμενος παθητικά στη δίκη, ενώ ο εφοπλιστής ευθύνεται απεριόριστα με όλη την περιουσία του και μάλιστα σε ολόκληρο με τον κύριο του πλοίου (Α.Π. 991/1991, Ε.Εργ.Δ. 51, 1092, Α.Π. 48/1988, Ε.Εργ.Δ. 48, 315, Εφ.Πειρ. 590/2023, ό.α.).

5. Από την εκτίμηση της από 17-5-2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος του ενάγοντος ………. ενώπιον του δικηγόρου Μυτιλήνης ……., η οποία λήφθηκε μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. ……/12-5-2021 και ……/12-5-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………) και καταχωρήθηκε με αριθ. …../18-5-2021 στο ειδικό βιβλίο του Δικηγορικού Συλλόγου Μυτιλήνης, της υπ’ αριθ. ……/17-5-2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος των εναγόμενων ……. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. την υπ’ αριθ. …./12-5-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …..), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, χωρίς το γεγονός ότι ο μάρτυρας απόδειξης ……… τυγχάνει αντίδικος των εναγόμενων επειδή έχει ασκήσει εναντίον τους άλλη, δική του, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 509/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 149/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, κατά το σχετικό μέρος του, οι οποίες άλλωστε προσκομίζουν ένορκες βεβαιώσεις ναυτικού που βρίσκεται σε σχέση εργασιακής εξάρτησης απ’ αυτές, σε συνδυασμό με όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), σε μερικά των οποίων θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα τους (άρθρα 264 εδάφ. β, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ),όπου αναφέρεται στη συνέχεια και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 30-7-2019 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του υπ’ αριθ. 22407 ναυτικού φυλλαδίου και του νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, εφοπλίστριας τότε του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ό/Γ πλοίου Δ, αριθ. νηολ. Πειραιά …., κ.ο.χ. 9834,37, κυριότητας τότε της πρώτης εναγόμενης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη. Ο ενάγων απασχολήθηκε στο άνω πλοίο έως τις 16-1-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «λόγω αδείας έως 16-2-2020». Στο χρονικό διάστημα από 2-10-2019 έως την άνω απόλυσή του, πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη εναγόμενη, ενώ η δεύτερη εναγόμενη είχε παύσει να είναι εφοπλίστρια αυτού. Με νέα σύμβαση  ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 18-2-2020 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος και του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο άνω πλοίο με την ίδια άνω ειδικότητα, απασχολήθηκε δε σ’ αυτό έως τις 28-3-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «λόγω ετήσιας επιθεώρησης». Στη συνέχεια, με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 22-4-2020 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος και του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο άνω πλοίο με την ίδια άνω ειδικότητα, απασχολήθηκε δε σ’ αυτό έως τις 13-5-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «λόγω διακοπής δρομολογίων». Στη συνέχεια, με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 1-6-2020 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος και του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο άνω πλοίο με την ίδια άνω ειδικότητα, απασχολήθηκε δε σ’ αυτό έως τις 20-6-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Στις 9-6-2020 η δεύτερη εναγόμενη απέκτησε πάλι τον εφοπλισμό του άνω πλοίου και έκτοτε και μέχρι την τελευταία άνω απόλυση του ενάγοντος στις 20-6-2020 η πρώτη εναγόμενη ήταν η κυρία αυτού. Καθ’ όλα τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα ναυτολογήσεων του ενάγοντος οι όροι της εργασίας του και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από τους όρους της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 (η οποία κυρώθηκε με την Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019, που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019, εφαρμοζομένη αναδρομικά), όπως κρίθηκε πρωτοδίκως και δεν αμφισβητούν ειδικά οι εναγόμενες.

6. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το άνω πλοίο στο οποίο ναυτολογήθηκε ο ενάγων κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα  εκτελούσε τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια εγκεκριμένα από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, προσεγγίζοντας ενδιάμεσα λιμάνια των Δωδεκανήσων και των Κυκλάδων σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες:(ακολουθουν πίνακες δρομολογίων)

7. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα: « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Εξάλλου, από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών κατά βαθμό και ειδικότητα και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών των ναυτικών προκύπτει ότι με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 οι αποδοχές του ναύτη αναπροσαρμόστηκαν ως ακολούθως: 1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας, 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών, 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ Χ 30), 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ Χ 1/22 = 66,81 ευρώ Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,9  ευρώ]. Ακόμη, από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ. 6 προκύπτει ότι, προκειμένου περί ναύτη, η υπερωριακή αμοιβή ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,54 ευρώ (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10,25 ευρώ (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και για το έτος 2019 σε 8,70 ευρώ  και 10,44 ευρώ αντίστοιχα. Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ημέρα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 132/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 300/2023, www.efeteio-peir.gr).

8. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 62, 63, 136 παρ. 1 και 3, 137 και 146 παρ. 2 του Κανονισμού Εργασίας των ναυτικών στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω (β.δ. 683/1960, Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4.10.1960): 62. «Οι Ναύται τελούσιν υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθούσιν αυτόν και τον Υποναύκληρον εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων των», 63 «Ειδικώτερον οι Ναύται εκτελούσι κατά φυλακάς τας εργασίας πηδαλιούχου, οπτήρος, αγγελιοφόρου γεφύρας και εκτός φυλακής τας γενικάς συντηρήσεως και καθαριότητος του σκάφους και του εξαρτισμού αυτού, πρωρατικά έργα, συντήρησιν και χειρισμόν σωσιβίων μέσων, εργασίαν υπολόγου αποθηκαρίου υλικών συντηρήσεως σκάφους, κυτωρού, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εν γένει πάσαν εργασίαν σχετικήν προς την ειδικότητά των», 136 «1. Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, ….3.  Οι εν παραγράφω 1 οφείλουσι να είναι έτοιμοι επί του καταστρώματος, ίνα αρχίσωσι την εργασία των την 07:00’ ώραν….. Πλην των ανωτέρω ωρών εργασίας, ούτοι δεν υποχρεούνται να εκτελέσωσιν άλλην εργασίαν, εκτός εάν πρόκειται περί απάρσεως αγκυροβολίας ή γυμνασίων διαρροής πυρκαϊάς», 137 «1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ» και 146 «2. εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι εργασίες αποσκοριώσεως (ματσακόνι) και χρωματισμού των εξωτερικών ελασμάτων του πλοίου δεν επιτρέπεται να εκτελούνται εν πλω, δεύτερον, ότι στα λιμάνια προσεγγίσεως του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, τρίτον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι, για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (Εφ.Πειρ. 433/2023, Εφ.Πειρ. 357/2023, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 602/2015, Εφ.Πειρ. 539/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

9. Περαιτέρω, από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα το Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «Δ» στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, διατηρώντας πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος καταστρώματος, έχοντας ναυτολογημένους ως τέτοιο προσωπικό δώδεκα ναύτες, ένα ναύκληρο, δύο υποναύκληρους και δύο ναυτόπαιδες. Ο ενάγων, με την ειδικότητα του ναύτη, παρείχε τις υπηρεσίες του στο πλοίο αυτό είτε εκτελώντας βάρδια στη φυλακή γέφυρας μαζί με άλλο ναύτη, είτε εργαζόμενος ως ημερεργάτης. Όταν εκτελούσε φυλακές γέφυρας εργαζόταν σε δύο βάρδιες των 4 ωρών ανά 24ωρο, ενώ κάθε δύο εβδομάδες εναλλασσόταν η απασχόλησή του. Όταν εργαζόταν ως ημερεργάτης απασχολούταν κατ’ αρχήν από τις 08:00 έως τις 15:00 με εργασίες κυρίως συντήρησης και καθαριότητας των εξωτερικών χώρων του πλοίου και των γκαράζ στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού. Σε κάθε περίπτωση, είτε εκτελούσε φυλακές είτε εργαζόταν ως ντεϊμάνης, συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου, απόπλου και φορτοεκφόρτωσης του πλοίου σε όλα τα λιμάνια του δρομολογίου, όπως συνηθίζεται στην ακτοπλοΐα σε ναυτικούς της ειδικότητός του. Στη φορτοεκφόρτωση οχημάτων συμπεριλαμβάνονταν και η έχμασή τους, δηλαδή η σταθεροποίησή τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, όταν τούτο ενόψει κυματισμού κρινόταν απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί κίνδυνος μετακίνησής τους, καθώς τούτο προκύπτει από τη σταθερή καταβολή της σχετικής πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 30 παρ. 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, σύμφωνα με τις μισθοδοτικές του αποδείξεις. Στις εργασίες αυτές συνεπικουρούνταν από τους λοιπούς ναύτες, το ναύκληρο, τους υποναύκληρους και τους ναυτόπαιδες. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η χρονική διάρκεια της καθ’ ημέρα εργασίας του ενάγοντος κατά τα παραπάνω διαστήματα που το άνω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, αλλά επηρεαζόταν από την αυξομείωση της κίνησης των επιβατών και των οχημάτων, από την πραγματοποίηση συγκεκριμένων ανά ημέρα δρομολογίων, από την προσέγγιση περισσότερων ή λιγότερων λιμένων, καθώς και από τις συνθήκες κάθε φορά της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «Δ»  εξυπηρετούσε ακτοπλοϊκές γραμμές στις οποίες ήταν ενταγμένα ενδιάμεσα λιμάνια με αυξημένη επιβατική κίνηση, ακόμη και τους χειμερινούς μήνες, τις περιόδους κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, τον επιμερισμό των εργασιών μεταξύ του προσωπικού καταστρώματος, την ύπαρξη της προβλεπόμενης σύνθεσης για το προσωπικό αυτό, τις ανάγκες που κάλυπτε το άνω πλοίο και το μέγεθός του (μήκος 141,54 μ, πλάτος 23,0 μ, κ.ο.χ. 9.834,37, ικανότητα μεταφοράς 274 οχημάτων) και συνεκτιμημένου ακόμη του ότι οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα σταθερά κάθε μήνα διάφορα χρηματικά ποσά για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, το Δικαστήριο τούτο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής (όχι εξαιρετικής αλλά) καθημερινής απασχόλησής του καθ’ όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στo άνω πλοίo, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, ήταν επί 12 ώρες κατά το χρονικό διάστημα από 30-7-2019 έως 1-10-2019 και επί 11 ώρες κατά τα λοιπά χρονικά διαστήματα, όπως κρίθηκε πρωτοδίκως και όχι επί 15 ώρες ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από 30-7-2019 έως 1-10-2019, επί 12 ώρες ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από 22-4-2020 έως 13-5-2020, επί 13 ώρες ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από 2-10-2019 έως 31-12-2019, επί 13 ώρες ημερησίως κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2020 έως 16-1-2020, από 18-2-2020 έως 28-3-2020 και από 1-6-2020 έως 8-6-2020 και επί 13 ώρες ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα από 9-6-2020 έως 20-6-2020, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ούτε επί 9 – 10 ώρες ημερησίως το πολύ καθ’ όλα τα χρονικά διαστήματα της απασχόλησής του, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους. Η μαρτυρία του ενόρκως βεβαιώσαντος για λογαριασμό του ενάγοντος ναυτικού ………. (ναύτη στο άνω πλοίο ως ναύτης από αρχές Σεπτεμβρίου 2019 έως Φεβρουάριο 2020, λίγες ημέρες το Μάρτιο 2020 και από τον Απρίλιο 2020 έως τον Ιούλιο 2020) περί καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά μέσον όρο α) επί 15 έως 16 ώρες κατά την περίοδο που το πλοίο εκτελούσε χωρίς διακοπή το δρομολόγιο Πειραιάς – Μύκονος – Πάτμος, Άγ. Κήρυκος -Φούρνοι – Βαθύ – Χίος – Μυτιλήνη, Λήμνος – Καβάλα – Πειραιάς, β) επί 13 – 14 ώρες κατά την περίοδο που το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη και γ) επί 12 ώρες κατά την περίοδο που το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος – Πάτμος – Λέρος – Κως – Ρόδος – Πειραιάς, κρίνεται υπερβολική, συνεκτιμημένων και όσων  κατέθεσε ο μάρτυρας ανταπόδειξης ……… (ναύκληρος του άνω πλοίου κατά διαστήματα από 30-7-2019 έως και Μάϊο 2021). Αντιστοίχως, υπερβολική, κατά το μέρος που αφορά μικρότερο των 12/11/11/11 ωρών ημερησίως μέσον όρο απασχόλησης του ενάγοντος στο άνω πλοίο προς εκτέλεση των άνω καθηκόντων του κατά τη διάρκεια των επίμαχων χρονικών περιόδων απασχόλησής του κρίνεται η μαρτυρία του τελευταίου αυτού μάρτυρος ανταπόδειξης. Το γεγονός ότι το άνω πλοίο κατά τα επίδικα αυτά χρονικά διαστήματα είχε πλήρη την οργανική σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς το μέσον όρο της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος που πραγματοποιούνταν καθημερινά, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Κ.Δ.Ν.Δ., Φ.Ε.Κ. Α’ 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλοών του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 655/2022, Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, www.efeteio-peir.gr), ενώ το γεγονός ότι η άνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσαν οι εναγόμενες, διά του προεστημένου οργάνου τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο, καθώς και στις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (Εφ.Πειρ. 155/2023, Εφ.Πειρ. 577/2022, Εφ.Πειρ. 304/2020, Εφ.Πειρ. 274/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 716/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δε, είναι κοινώς γνωστό ότι δεν είναι σύνηθες οι ναυτικοί που υπηρετούν σε ένα πλοίο να διατυπώνουν επιφυλάξεις στις σχετικές καταστάσεις, προφανώς από φόβο ότι μπορεί να δυσαρεστήσουν τον εργοδότη και να διακινδυνεύσουν τη θέση εργασίας τους. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (Α.Π. 587/2006, Εφ.Πειρ. 18/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 304/2020, www.efeteio-peir.gr). Δεν έσφαλε, επομένως, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων, στα πλαίσια της ειδικότητός του του ναύτη, εργαζόταν κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα στο άνω πλοίο κατά μέσον όρο τις ίδιες ώρες τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ο πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και ο πρώτος λόγος της έφεσης των εναγόμενων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Συνακόλουθα, βάσει των σχετικών ρυθμίσεων της επικαλούμενης Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ΣΣΝΕ (άρθρα 11, 13 και 18), για την ως άνω υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος ναυτικού, δικαιούταν αυτός να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής εργασίας τα εξής ποσά:

Ι. Κατά το χρονικό διάστημα από 30-7-2019 έως 1-10-2019, με κυρία του πλοίου την πρώτη εναγόμενη και εφοπλίστρια την δεύτερη εναγόμενη: α) για αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του, κατά τα 8 Σάββατα και 2 αργίες (της 15ης Αυγούστου και της εορτής του Σταυρού της 14ης/9), τις οποίες δεν αρνούνται οι εναγόμενες, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 12 ώρες ημερησίως και συνολικά επί 10 ημέρες, ήτοι επί 120 ώρες και δικαιούται [120 Χ 10,25 ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί στην υπερωριακή αμοιβή με βάση τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, το οποίο και ζητεί βάσει της αρχής της διαθέσεως, κατ’ άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.) = 1.230,00 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε ποσό (31,17 + 467,62 + 476,97 =) 975,76 ευρώ, ως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας της ανωτέρω περιόδου και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 254,24 ευρώ, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης εξόφλησης των εναγόμενων, β) κατά τις υπόλοιπες 54 ημέρες, καθημερινές και Κυριακές του ανωτέρω διαστήματος, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 12 ώρες και πραγματοποίησε 4 ώρες υπερωριακής εργασίας ανά ημέρα και συνολικά 216 ώρες, και δικαιούται (216 X 8,54 ευρώ που ζητείται με βάση την αρχή της διαθέσεως, κατ’ άρθρο 106 ΚΠολΔ =) 1.844,64 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε ποσό (40,39 + 605,94 + 618,06 =) 1.264,39 ευρώ, ως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής της ανωτέρω περιόδου και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 580,25 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως, δεκτής γενομένης ως κατ’ ουσία βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που προέβαλαν οι εναγόμενες.

10. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας, ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε, είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (Α.Π. 516/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 592/2019, Εφ.Πειρ. 433/2019, efeteio-peir.gr, Εφ.Δωδ. 122/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (Α.Π. 1013/2013, Α.Π. 225/2002, Εφ.Πειρ. 361/2013, Τ.Π.Ν. 2013, 208). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 568/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του ναυτικού (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002,  Εφ.Πειρ. 402/2023, Εφ.Πειρ. 743/2022, Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 72/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, 2004, υπ’ άρθρο 60, σ. 326). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 659 Α.Κ, αν παρουσιασθεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο μισθωτός έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ο εργαζόμενος δικαιούται για την πρόσθετη αυτή εργασία σε συμπληρωματική αμοιβή, που κανονίζεται ανάλογα με το συμφωνημένο μισθό και με τις ειδικές περιστάσεις. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 648, 649, 652 και 653  Α.Κ. προκύπτει ότι, αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από το μισθωτό εντός του νόμιμου ωραρίου πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, η οποία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής με τη συμφωνηθείσα αρχικώς κύρια απασχόλησή του ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του μισθωτού που προβλέπονται από κανόνα δικαίου και κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, χωρίς συγχρόνως να καθορισθεί και ο πρόσθετος αυτός μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του και χωρίς να συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο μισθωτό το συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες (Α.Π. 270/2017, Α.Π. 1769/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η πρόσθετη όμως αυτή αμοιβή δεν οφείλεται, εάν έχει συμφωνηθεί (άρθρο 361 ΑΚ) μεταξύ μισθωτού και εργοδότη, ρητά ή σιωπηρά, είτε κατά τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας, είτε μεταγενέστερα, να παρέχει ο μισθωτός την πρόσθετη εργασία χωρίς αμοιβή, ή η τελευταία να καλύπτεται από το μισθό της κύριας απασχόλησής του (Ολ.Α.Π. 861/1984, Α.Π. 1892/1987, Α.Π. 937/1980, Α.Π. 1766/2001, Α.Π. 18/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr).

11. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες είχαν προβάλλει πρωτοδίκως, κατ’ ένσταση, ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 30-7-2019 έως 1-10-2019 είχαν καταβάλει στον ενάγοντα πρόσθετες χρηματικές παροχές πέραν των νόμιμων αποδοχών και συγκεκριμένα ότι του είχαν καταβάλει το συνολικό ποσό των (3,54 + 18,22 + 20,44) 42,20 ευρώ, ως «έκτακτες αμοιβές» και το συνολικό ποσό των (128,02 + 130,58) 258,60 ευρώ ως «ρολόγια ναυτών» και ζήτησαν τα άνω ποσά να συμψηφισθούν με τις απαιτήσεις του για υπερωριακή αμοιβή, με βάση ειδική μεταξύ τους συμφωνία, περιεχόμενη στις μεταξύ τους συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ότι κάθε ποσό που θα καταβαλλόταν από την εταιρία στο ναυτικό πέραν των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών που προβλέπονταν από την εκάστοτε εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. θα μπορούσε να συμψηφισθεί με αξιώσεις από τυχόν υπερωρίες που θα πραγματοποιούσε ο ναυτικός ή με άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας από τη σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την παραπάνω ένσταση ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη τόσο αναφορικά με τα καταβαλλόμενα στο ναυτικό ποσά που στις προσκομιζόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις έφεραν την ονομασία «έκτακτες αμοιβές» ποσών (3,54 + 18,22 + 20,44) 42,20 ευρώ, όσο και αναφορικά με τα καταβαλλόμενα στο ναυτικό ποσά που στις ίδιες μισθοδοτικές καταστάσεις έφεραν την ονομασία «ρολόγια ναυτών» ποσών (128,02 + 130,58) 258,60 ευρώ. Ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του, επειδή έγινε δεκτή η ένσταση συμψηφισμού των εφεσίβλητων – εναγόμενων για τις καταβληθείσες σε αυτόν πρόσθετες αμοιβές ως «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών», ισχυριζόμενος ότι οι αμοιβές αυτές του καταβλήθηκαν για συγκεκριμένες εργασίες που εκτέλεσε και ήταν διακριτές από τα καθήκοντα του ναύτη (π.χ. για την παράδοση και παραλαβή ασυνόδευτων δεμάτων) και όχι ως επιμίσθιο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συμψηφισθούν με τυχόν αξιώσεις του για διαφορά υπερωριακής αμοιβής. Ότι επικουρικά, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι καταβληθείσες πρόσθετες αμοιβές με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών» αποτελούν επιμίσθιο, δεν είναι δυνατό να θεμελιωθεί συμβατικός συμψηφισμός τους προς τις άλλες απαιτήσεις του, καθόσον από την έγγραφη από 30-7-2019 ατομική σύμβαση εργασίας του προκύπτει ότι σε αυτή δεν περιλαμβάνεται συγκεκριμένη, ορισμένη και ειδική συμφωνία να συμψηφίζονται με άλλες αξιώσεις του, ως υπέρτερες αποδοχές, τα ποσά με τις αιτιολογίες αυτές. Από την εκτίμηση των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων προκύπτει, σε σχέση με τα παραπάνω ζητήματα, ότι, πράγματι, στη μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης υπογραφείσα άνω ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία συμφωνήθηκε να ρυθμίζει εν όλω την επίδικη εργασιακή σχέση του ενάγοντος (ενόψει και του ότι για την παρασχεθείσα ναυτική εργασία του δεν συντάχθηκε άλλη έγγραφη σύμβαση εργασίας), περιέχεται ο υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικός όρος, σύμφωνα με τον οποίο «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ο συμφωνηθείς αυτός όρος περί συμβατικού συμψηφισμού, ακριβέστερα καταλογισμού των υπέρτερων της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. καταβαλλόμενων στο ναυτικό ποσών με τις απαιτήσεις του για αμοιβή υπερωριών, είναι έγκυρος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις του ενάγοντος για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, καταβάλλονταν σε αυτόν τακτικά, κάθε μήνα, ως μέρος των αποδοχών μισθοδοσίας του, αφενός ορισμένο ποσό υπό την ονομασία «έκτακτες αποδοχές», αφετέρου ποσό υπό την ονομασία «ρολόγια ναυτών». Δεν αποδείχθηκε ότι οι πρόσθετες αμοιβές με τις άνω ονομασίες καταβάλλονταν στον ενάγοντα ως αμοιβή για εργασία που δεν περιλαμβανόταν στα καθήκοντά του ως ναύτη (π.χ. για παραλαβή εμπορευμάτων, όπως αόριστα ισχυρίζεται ο εκκαλών – ενάγων και ο μάρτυράς του), αλλά αποδείχθηκε είχαν τον χαρακτήρα «επιμίσθιου» κατά τα ανωτέρω, δηλαδή δινόταν ως ανταμοιβή για τον ζήλο και τη δραστηριότητα του ναυτικού, η δε αμοιβή που δινόταν για «ρολόγια ναυτών» πληρωνόταν για εργασία συναφή με τα καθήκοντα του ναύτη, για την οποία δεν προβλεπόταν ειδικό επίδομα στην οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. για το πλήρωμα καταστρώματος των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Ειδικότερα, όπως εκτίθεται αναλυτικά στην υπ’ αριθ. 8 άνω σκέψη της παρούσας, τα καθήκοντα του ναύτη στα επιβατικά πλοία προβλέπονται ενδεικτικά στα άρθρα 62 και 63 του Β.Δ. 683/1960 και, κατ’ άρθρο 136 παρ. 3 του ιδίου Β/Δ και περιλαμβάνεται σ’ αυτά και η συμμετοχή σε γυμνάσια πυρκαγιάς. Επομένως, η λήψη μέτρων πυρασφάλειας και δη εν προκειμένω το πέρασμα μέσα στο κομοδέσιο που πραγματοποιούσε ο κάθε ναύτης στη βάρδιά του και έλεγχε μήπως είχε ξεσπάσει πυρκαγιά, χτυπώντας τα ρολόγια πυρασφάλειας του πλοίου, αποτελούσε εργασία συναφή με την κύρια απασχόληση του ναύτη στα επιβατηγά πλοία και όχι ξένη προς τα καθήκοντα του, ώστε να δικαιούται κατ’ άρθρο 659 παρ. 2 ΑΚ συμπληρωματική αμοιβή, η οποία να μην μπορεί να συμψηφισθεί με την αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, όπως είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι για τις καταβαλλόμενες αποδοχές πέραν των υποχρεωτικώς καταβαλλόμενων αμοιβών και επιδομάτων κατά την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. Σε περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι δεν θα μπορούσε να συμψηφισθεί το ποσό για τα ρολόγια ναυτών με την αμοιβή για υπερωριακή εργασία του ενάγοντος ναύτη, ουσιαστικά αυτός θα αμειβόταν δύο φορές για την ίδια εργασία, καθώς ο χρόνος που διέθεσε για τα ρολόγια πυρασφάλειας θα αμειβόταν και ως πρόσθετη εργασία με τα ποσά που ήδη έλαβε βάσει της μισθοδοσίας του και ως υπερωριακή μη πληρωθείσα από τον εργοδότη εργασία (Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 592/2019, www.efeteio-peir.gr). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά δέχθηκε, έστω με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), την προβληθείσα από τις εναγόμενες ένσταση εν μέρει εξοφλήσεως λόγω συμφωνημένου συμψηφισμού της απαίτησης για υπερωριακή αμοιβή με τα άνω ποσά των 42,20 και 258,60 ευρώ που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα ως «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών» κατά το άνω χρονικό διάστημα κυριότητας του πλοίου από την πρώτη εναγόμενη και εφοπλισμού του από τη δεύτερη εναγόμενη, των οποίων ποσών το ύψος δεν αμφισβητείται ειδικά με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα – ενάγοντα, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον τρίτο λόγο έφεσης αυτού τυγχάνουν αβάσιμα κατά τα ανωτέρω. Ακολούθως, μετ’ αφαίρεση των παραπάνω ποσών «εκτάκτων αμοιβών» και «ρολογιών ναυτών» που του καταβλήθηκαν από την πρώτη εναγόμενη από το άνω υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής για την απασχόλησή του κατά το άνω χρονικό διάστημα τις καθημερινές και Κυριακές, ποσού 580,25 ευρώ, που οφείλεται στον ενάγοντα, απομένει υπόλοιπο μη καταβληθείσας υπερωριακής αμοιβής του τις καθημερινές και Κυριακές, ποσού (580,25  – 42,20 – 258,60)  279,45 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως.

12. Από τη διάταξη του άρθρου 14 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7-1-1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντίστοιχα, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντίστοιχα, για υπολογισμό των οποίων λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα. Ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και η πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων «εξπρές», θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες δε, προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία (εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά) και γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η αποζημίωση λόγω μη χορηγήσεως άδειας (Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir. gr, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια (Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όχι όμως το επίδομα ιματισμού, γιατί δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (Α.Π. 774/2003, Α.Π. 226/2003, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 294/2020, Εφ.Πειρ. 55/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο. 60, σ. 332 και υπ’ άρθρο 76, σ. 387), ούτε η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, γιατί αυτή δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα και δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 294/2020, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Εφ.Πειρ. 46/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 255/2018, efeteio-peir.gr). Με βάση τα ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 30-7-2019 έως 1-10-2019 (64 ημέρες) αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019, η οποία ισούται με 2/25 του μηνιαίου μισθού, για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, όπως αναφέρθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη. Δεδομένου δε ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται σε ποσό 3.981,04 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ (μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών / 22 + τροφοδοσία 19,98 ευρώ X 5 ημέρες) + αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + 1.441,23 ευρώ μέσος όρος υπερωριών [(1.230 + 1.844,64 =) 3.074,64 ευρώ / 64 ημέρες απασχόλησης = 48,04 ευρώ X 30)], στις οποίες, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν περιλαμβάνεται το επίδομα ιματισμού, ούτε η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές (καθώς αυτή δεν καταβάλλονταν σταθερά και αδιάλειπτα ούτε είχε το χαρακτήρα τακτικής παροχής), τα οποία μη νομίμως συνυπολογίζει ο ενάγων, ο τελευταίος δικαιούται για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 το ποσό των 1.070,10 ευρώ (3.981,04 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές ως ανωτέρω Χ 2/25 X 3,36 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, το συνολικό ποσό των (21,26 + 318,81 + 326,94 =) 667,01 ευρώ και εξακολουθεί να του οφείλεται υπόλοιπο ποσό (1.070,10 – 667,01=) 403,09 ευρώ, γενομένης δεκτής της ένστασης εξόφλησης των εναγόμενων κατά το ποσό αυτό. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε στον ενάγοντα το ίδιο ποσό για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 για το άνω χρονικό διάστημα, υπολογίζοντας τον ίδιο μέσο όρο υπερωριακής εργασίας του και μη συνυπολογίζοντας στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του το επίδομα ιματισμού και την πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία ο δεύτερος λόγος έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, όπως και ο δεύτερος λόγος της έφεσης των εναγόμενων, κατά το μέρος του με το οποίο παραπονούνται αυτές για συνυπολογισμό στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του μεγαλύτερου μέσου όρου αμοιβής υπερωριακής εργασίας του από τη μια ή σπανιότερα τις δυο ώρες που πράγματι εκτελούσε πέραν του οκταώρου.

13. Στις διατάξεις του άρθρου 33 παρ. 1, 2, 3, 4 και 7 της ως άνω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 ορίζεται ότι: «Σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου, για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του ν. 2932/2001 ή του Κ.Δ.Ν.Δ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στον Π.Ν.Ο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (παρ. 5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23:00 μέχρι 07:00 ώρας (παρ. 6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α) εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών … (παρ. 7)». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται για την πραγματοποίηση των ως άνω καθοριζομένων δρομολογίων «εξπρές». Ειδικότερα, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του άρθρου αυτού, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του ως άνω κατά την παρ. 2 προσδιορισμού. Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν όμως 5 δρομολόγια ή λιγότερα των 5, τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ως (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του (Εφ.Πειρ. 294/2020, Εφ.Πειρ. 55/2017, Εφ.Πειρ. 366/2016, Εφ.Πειρ. 57/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 750/2019, Εφ.Πειρ. 267/2018, www.efeteio-peir.gr). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή, το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του π.δ. 814/1974 «περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του». Η διάταξη της παρ. 3 του πιο πάνω άρθρου 33 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του (αναχώρηση – επιστροφή), προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου μέχρι την επιστροφή του. Άλλωστε, αν το πλοίο έπρεπε να παραμείνει συνολικά 12 ώρες ημερησίως στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού (6 + 6) τότε δεν θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ. α της παρ. 7 του άρθρου 33 της παραπάνω Σ.Σ.Ν.Ε, αφού κανένα κυκλικό καθημερινό ταξίδι δεν θα είχε διάρκεια μεγαλύτερη των 12 ωρών (12 ώρες παραμονή στα λιμάνια + 12 ώρες ταξίδι = 24 ώρες) (Εφ.Πειρ. 421/2021, Εφ.Πειρ. 243/2019, efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 211/2015, Εφ.Πειρ. 231/2015, Eφ.Πειρ. 281/2015, Εφ.Πειρ. 138/2014, Εφ.Πειρ. 34/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 545/2010, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

14. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, οι οποίες δεν πλήττονται με λόγο έφεσης, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του ενάγοντος από 30-7-2019 έως 1-10-2019, το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες, έχοντας ως λιμάνι αφετηρίας του της Καβάλα και πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως λιγότερα από πέντε προγραμματισμένα δρομολόγια και ειδικότερα δύο αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας του, το Σάββατο και την Παρασκευή, πριν τη συμπλήρωση έξι ωρών από την άφιξή του σε αυτό και συνεπώς πραγματοποίησε δρομολόγια «εξπρές», κατ’ άρθρο 33 παρ. 3 και 4 της άνω εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε, ως ακολούθως: α) κάθε Σάββατο, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι της Καβάλας, στις 08:00, προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από τον κατάπλου του στο λιμάνι αυτό αφετηρίας, στις 04:15, επιστρέφοντας στην Καβάλα στις 22:45 της Κυριακής, πραγματοποιώντας 2,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης, και δρομολόγιο συνολικής διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το εκτελούνταν κυρίως κατά τις νυκτερινές ώρες. Επομένως, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, το πλοίο πραγματοποίησε (2,25 Χ 9=) 20,25 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ήτοι (20,25 : 8=) 2,53 εξπρές δρομολόγια, για τα οποία ο ενάγων δικαιούται να λάβει, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 7 της ΣΣΝΕ, το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, ήτοι (3.981,04 : 30) 132,70 ευρώ για κάθε δρομολόγιο και συνολικά (132,70 X 2,53=) 335,73 ευρώ, και β) κάθε Παρασκευή, το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι της Καβάλας, στις 19:00, προ της συμπλήρωσης έξι ωρών από τον κατάπλου του στο ίδιο λιμάνι, στις 16:00, επιστρέφοντας στην Καβάλα στις 04:15 του Σαββάτου. Ήτοι, πραγματοποιούσε πρόωρες αναχωρήσεις διάρκειας 3 ωρών και συνολικά επί τις 9 εβδομάδες του ανωτέρω διαστήματος = 27 ώρες πρόωρης αναχώρησης, εκτελώντας δρομολόγια διάρκειας μικρότερης των 12 ωρών που επεκτεινόταν κατά τις νυκτερινές ώρες, και συνεπώς, πραγματοποίησε (27 : 8) 3,37 εξπρές δρομολόγια και ο ενάγων δικαιούται να λάβει, το 1/60 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, ήτοι ((3.981,04 : 60) 66,35 ευρώ για κάθε δρομολόγιο και συνολικά (66,35 X 3,37=) 223,60 ευρώ. Ήτοι, συνολικά για την ανωτέρω αιτία δικαιούται το ποσό των (335,73 + 223,60=) 559,33 ευρώ, πλην όμως οι εναγόμενες του κατέβαλαν ως αμοιβή για τα εξπρές δρομολόγια του ανωτέρω διαστήματος το συνολικό ποσό των (451,48 + 246,83=) 698,31 ευρώ, όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του, ποσό που υπερβαίνει την ένδικη αξίωση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος και επομένως πρέπει, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσία βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλαν οι εναγόμενες, να απορριφθεί το ανωτέρω κονδύλι ως αβάσιμο κατ’ ουσία. Τα ίδια έκρινε και η εκκαλουμένη και καθώς το σχετικό της κεφάλαιο δεν πλήττεται με λόγο έφεσης, δεν επιτρέπεται να εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί (Α.Π. 490/2010, Εφ.Πειρ. 235/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, αριθ. 1329, 1368, σ.σ. 336, 347).

15. Τέλος, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα από 30-7-2019 έως 1-10-2019, το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια με σύμβασηανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με επιδότηση (άγονης γραμμής), ως τούτο δεν αμφισβητείται, οπότε ο ενάγων δικαιούται για την απασχόλησή του επίδομα άγονης γραμμής, υπολογιζόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 7 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ 2019, σε ποσοστό 7% επίτου μισθού ενεργείας του επί 30 ημέρες, ήτοι το ποσό των (1.204,77 Χ 7% =) 84,33 ευρώ για 30 ημέρες, και συνολικά για 64 ημέρες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, το ποσό των 179,90 ευρώ, έναντι του οποίου οι εναγόμενες του κατέβαλαν το ποσό των (2,76 + 46,85 +42,17 + 1=) 92,78 ευρώ, οφειλόμενου του υπόλοιπου ποσού των 87,12 ευρώ, γενομένης δεκτής, όπως και πρωτοδίκως, ως κατ’ ουσία βάσιμης κατά ένα μέρος, της σχετικής ένστασης εξόφλησης που πρόβαλαν οι εναγόμενες, κεφάλαιο που επίσης δεν πλήττεται με λόγο έφεσης και δεν επιτρέπεται να εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί. Ήτοι, συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο ενάγων δικαιούται, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως, το ποσό των (254,24 + 279,45 + 403,09 + 87,12 =) 1.023,90 ευρώ, εκ του οποίου, σημειωτέον, ποσό 279,45 ευρώ πρέπει να του επιδικαστεί με αναγνωριστική διάταξη, μετά τον κατά τα ανωτέρω περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό ως προς το υπό στοιχείο 1Β κονδύλι για υπερωριακή αμοιβή καθημερινών και Κυριακών για το χρονικό διάστημα από 30-7-2019 έως 1-10-2019.

ΙΙ. Κατά το χρονικό διάστημα από 2-10-2019 έως 31-12-2019, με πλοιοκτήτρια την πρώτη εναγόμενη, ο ενάγων δικαιούται: α) για αμοιβή της υπερωριακής εργασίας, κατά τα 13 Σάββατα και 4 αργίες (της 28ης /10, 25/12 και 26/12), τις οποίες δεν αρνείται η εναγόμενη, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 11 ώρες ημερησίως και συνολικά επί 17 ημέρες, ήτοι επί 187 ώρες και δικαιούται [187 Χ 10,25 ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί στην υπερωριακή αμοιβή με βάση τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, το οποίο και ζητεί βάσει της αρχής της διαθέσεως άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.) = 1.916,75 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε ποσό (476,96 + 476,96 + 476,96 =) 1.430,88 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας της ανωτέρω περιόδου, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 485,87 ευρώ, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσία βάσιμης κατά ένα μέρος της σχετικής ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγόμενης, β) κατά τις υπόλοιπες 74 ημέρες, καθημερινές και Κυριακές του ανωτέρω διαστήματος, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 11 ώρες και πραγματοποίησε 3 ώρες υπερωριακής εργασίας ανά ημέρα και συνολικά 222 ώρες, και δικαιούται (222 X 8,54 ευρώ που ζητείται με βάση την αρχή της διαθέσεως, κατ’ άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. =) 1.895,88 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε ποσό (522,30 + 522,30 + 522,30 =) 1.566,90 ευρώ, ως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής της ανωτέρω περιόδου, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 328,98 ευρώ, γενομένης δεκτής, όπως και πρωτοδίκως, ως κατ’ ουσία βάσιμης κατά ένα μέρος, της σχετικής ένστασης εξόφλησης που πρόβαλαν οι εναγόμενες, κρίση που επίσης δεν πλήττεται με λόγο έφεσης και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται να εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί. Ήτοι του οφείλεται συνολικά για υπερωριακή απασχόληση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος το ποσό των (485,87 + 328,98 =) 814,85 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως.

16. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στην από 1-10-2019 σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος που αφορά στην ανωτέρω χρονική περίοδο, επίσης περιέχεται ο υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικός όρος με το εξής περιεχόμενο «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, με πλοιοκτήτρια την πρώτη εναγόμενη, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (30,88 + 27,21 +32,24 =) 90,33 ευρώ, ως «έκτακτες αμοιβές», καθώς και το συνολικό ποσό των (130,58 + 130,58 + 130,58 =) 391,74 ευρώ, ως «ρολόγια ναυτών». Έτσι, σύμφωνα με το περιεχόμενο του άνω όρου, τα ανωτέρω ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, επιπρόσθετα του μισθού του, συμφωνήθηκε να συμψηφίζονται με τις αξιώσεις αυτού που απορρέουν από τις ένδικες συμβάσεις συμπεριλαμβανομένων ρητά και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, κατ’ αναλογία όσων εκτέθηκαν στην παρ. 11 της παρούσας, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον τρίτο λόγο έφεσης αυτού, κατά το σχετικό μέρος του, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Πρέπει, επομένως, γενομένης δεκτής και ως κατ’ ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης της πρώτης εναγόμενης, να συμψηφισθεί, όπως και πρωτοδίκως, το ως άνω συνολικό ποσό των (90,33 + 391,74=) 482,07 ευρώ με την αξίωση του ενάγοντος για αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης ποσού 814,85 ευρώ, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 332,78 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως.

17. Επίσης, ο ενάγων δικαιούται, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα απασχόλησής του, να λάβει την αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019, η οποία ισούται με 2/25 του μηνιαίου μισθού, για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, όπως αναφέρθηκε στην υπ’ αριθ. 12 άνω νομική σκέψη. Δεδομένου δε ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται σε ποσό 3.796,72 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ (μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών /22 + τροφοδοσία 19,98 ευρώ X 5 ημέρες) + αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + 1.256,91 ευρώ μέσος όρος υπερωριών [(1.916,75 + 1.895,88 =) 3.812,63 ευρώ / 91 ημέρες απασχόλησης = 41,89 ευρώ X 30)], στις οποίες ο ενάγων μη νόμιμα περιλαμβάνει επίδομα ιματισμού, το οποίο δεν συνυπολογίζεται, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη 12 της παρούσας, καθώς και μέσον όρο της πρόσθετης αμοιβής που ελάμβανε για δρομολόγια εξπρές κατά το άνω διάστημα, το οποίο επίσης δε συνυπολογίζεται κατά τα αναφερόμενα στην ίδια σκέψη, δικαιούται αυτός για να εισπράξει από την πρώτη εναγόμενη αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ήτοι για 91 ημέρες, το ποσό των 1.451,86 ευρώ (3.796,72 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές ως ανωτέρω Χ 2 / 25 X 4,78 δεκαεννιαήμερα). Έναντι του ποσού αυτού έλαβε, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, το συνολικό ποσό των (313,23 + 313,23 + 313,23 =) 939,69 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 512,17 ευρώ,  γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγόμενης κατά το ποσό αυτό. Ήτοι, συνολικά για την ανωτέρω χρονική περίοδο ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (332,78 + 512,17 =) 844,95 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως.

ΙΙΙ. Κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-1-2020 έως 16-1-2020, από 18-2-2020 έως 28-3-2020, από 22-4-2020 έως 13-5-2020 και από 1-6-2020 έως 8-6-2020, με πλοιοκτήτρια την πρώτη εναγόμενη, ο ενάγων δικαιούται: α) για αμοιβή της υπερωριακής εργασίας, κατά τα 12 Σάββατα και 5 αργίες (της Πρωτοχρονιάς, της εορτής των Θεοφανίων, της Καθαράς Δευτέρας στις 2/3, της 25ης Μαρτίου και της Πρωτομαγιάς), τις οποίες δεν αρνείται η πρώτη εναγόμενη, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 11 ώρες ημερησίως και συνολικά επί 17 ημέρες, ήτοι επί 187 ώρες και δικαιούται [187 Χ 10,25 ευρώ (ποσό που αντιστοιχεί στην υπερωριακή αμοιβή με βάση τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, το οποίο και ζητεί βάσει της αρχής της διαθέσεως άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.) = 1.916,75 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, για τους μήνες Ιανουάριο έως και Μάιο 2020, το συνολικό ποσό των (254,38 + 190,79 + 445,17 + 158,99 + 206,68 =) 1.256,01 ευρώ, ως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας της ανωτέρω περιόδου, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 660,74 ευρώ, γενομένης δεκτής, όπως και πρωτοδίκως, ως κατ’ ουσία βάσιμης κατά ένα μέρος της σχετικής ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγόμενης. β) κατά τις υπόλοιπες 69 ημέρες, καθημερινές και Κυριακές των ανωτέρω χρονικών περιόδων, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 11 ώρες και πραγματοποίησε 3 ώρες υπερωριακής εργασίας ανά ημέρα και συνολικά 207 ώρες, και δικαιούται (207 X 8,54 ευρώ που ζητείται με βάση την αρχή της διαθέσεως, κατ’ άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.) = 1.767,78 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, για τους μήνες Ιανουάριο έως και Μάιο 2020, το συνολικό ποσό των (278,56 + 208,92 + 487,48 + 197,02 + 267,83 =) 1.439,81 ευρώ, ως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής της ανωτέρω περιόδου, και, συνεπώς, πρέπει, γενομένης δεκτής, όπως και πρωτοδίκως, ως κατ’ ουσία βάσιμης κατά ένα μέρος της ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγόμενης, να καταβληθεί στον ενάγοντα το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό των 327,97 ευρώ. Ήτοι, ο ενάγων δικαιούται για υπερωριακή του απασχόληση κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, το συνολικό ποσό των (660,74 + 327,97 =) 988,71 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως.

18. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στις από 18-2-2020, 22-4-2020 και 1-6-2020 συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος που αφορούν στις ανωτέρω χρονικές περιόδους, επίσης περιέχεται ο υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικός όρος με το εξής περιεχόμενο «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, και ειδικότερα για τους μήνες Ιανουάριο έως και Μάιο 2020, καταβλήθηκε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (11,19 + 8,60 + 21,75 + 8,75 + 10,33 =) 60,62 ευρώ, ως «έκτακτες αμοιβές», καθώς και το συνολικό ποσό των (65,29 + 56,58 + 117,95 + 39,17 + 43,53 =) 322,52 ευρώ, ως «ρολόγια ναυτών». Έτσι, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ανωτέρω όρου, τα ανωτέρω ποσά που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα, επιπρόσθετα του μισθού του, συμφωνήθηκε να συμψηφίζονται με τις αξιώσεις αυτού που απορρέουν από τις ένδικες συμβάσεις συμπεριλαμβανομένων ρητά και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, κατ’ αναλογία όσων εκτέθηκαν στην παρ. 11 της παρούσας, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον τρίτο λόγο έφεσης αυτού, κατά το σχετικό μέρος του, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Πρέπει, επομένως, γενομένης δεκτής και ως κατ’ ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης της πρώτης εναγόμενης, να συμψηφισθεί, όπως και πρωτοδίκως, το ως άνω συνολικό ποσό των (60,62 + 322,52=) 383,14 ευρώ με την αξίωση του ενάγοντος για αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης ποσού 988,71 ευρώ, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 605,57 ευρώ. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, κατά το σχετικό μέρος του, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού της οφειλόμενης προς αυτόν για το άνω χρονικό διάστημα αμοιβής για υπερωριακή εργασία του κατά τα Σάββατα και αργίες (ποσού 317,98 ευρώ) και τις καθημερινές και Κυριακές (ποσού 348,20 ευρώ), με τις πρόσθετες αμοιβές που του κατέβαλαν το ίδιο χρονικό διάστημα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ως «επιμίσθιο» και ειδικότερα α) ως «έκτακτες αμοιβές» για τη ναυτική εργασία του στο άνω πλοίο (ποσού 16,52 ευρώ) και β) ως «ρολόγια ναυτών» (ποσού 82,70 ευρώ), με το σκεπτικό ότι «δεν καταλογίζεται ποιο ποσό καταβλήθηκε για έκαστο επιμέρους κονδύλι κατά την περίοδο εφοπλισμού του πλοίου, ήτοι από 9-6-2020, ούτε ποια εναγόμενη κατέβαλε κάθε επιμέρους ποσό και συνακόλουθα δεν δύναται τα ανωτέρω στοιχεία να εξαχθούν από το Δικαστήριο». Ισχυρίζονται ειδικότερα ότι η βασιμότητα της άνω ένστασής τους αποδεικνύεται από απλή επισκόπηση της απόδειξης μισθοδοσίας του ενάγοντος από 1-6-2020 έως 20-6-2020, σύμφωνα με την οποία η πρώτη εξ αυτών κατέβαλε τη μισθοδοσία του για όλο το μήνα Ιούνιο 2020, ήτοι τόσο για το χρονικό διάστημα πλοιοκτησίας της πρώτης εξ αυτών (1-6-2020 έως 8-6-2020) όσο και για το χρονικό διάστημα κυριότητας της πρώτης εξ αυτών και εφοπλισμού της δεύτερης εξ αυτών (9-6-2020 έως 20-6-2020). Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα ο άνω λόγος έφεσης των εναγόμενων κρίνεται απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι βασίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι για την απόρριψη της άνω ένστασης συμψηφισμού έλαβε χώρα αξιολόγηση των αποδείξεων, ενώ από το άνω σκεπτικό της εκκαλουμένης προκύπτει ότι στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη ένσταση απορρίφθηκε ως αόριστη πριν από κάθε έρευνα της ουσίας της διαφοράς, βάσει των ιστορούμενων πραγματικών περιστατικών στο δικόγραφο των πρωτόδικων προτάσεων των εναγόμενων.

19. Περαιτέρω, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν για τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα στο ποσό των 3.825,11 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 599,40 ευρώ μηνιαία τροφοδοσία +36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 433,95 ευρώ επίδομα αδείας (1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών =1.469,82 ευρώ /22 = 66,81 ευρώ + 19,98 ευρώ ημερήσια τροφοδοσία = 86,79 ευρώ Χ 5) + 1.285,30 ευρώ μέσος όρος υπερωριών [(1.916,75 + 1.767,78=) 3.684,53 ευρώ η συνολική αμοιβή /86 ημέρες απασχόλησης = 42,84 ευρώ Χ 30 ημέρες)]. Συνεπώς, ο ενάγων για επιδόματα εορτών δικαιούται: α) Για τα διαστήματα από 1-1-2020 έως 16-1-2020, από 18-2-2020 έως 28-3-2020 και από 22-4-2020 έως 30-4-2020, ήτοι 65 ημερών, ως αναλογία επί του δώρου Πάσχα 2020, ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες εργασίας, και συνολικά 1.035,96 ευρώ (3.825,11 ευρώ /2 Χ 1/15= 127,50 X 8,125 οκταήμερα), έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των (167,05 + 125,29 + 292,34 + 108,10 =) 692,78 ευρώ, οφειλόμενου, επομένως το υπόλοιπου ποσού των 343,18 ευρώ, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης της πρώτης εναγόμενης, και β) για τα χρονικά διαστήματα από 1-5-2020 έως 13-5-2020 και από 1-6-2020 έως 8-6-2020, ήτοι επί 21 ημέρες, ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού για κάθε 19 ημέρες εργασίας, και συνολικά 336,60 ευρώ (3.825,11 ευρώ Χ 2/25= 306 ευρώ X 1,10 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 261,21 ευρώ (βλ. απόδειξη πληρωμής μισθοδοσίας περιόδου 1-5-2020 – 13-5-2020), οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 75,39 ευρώ, γενομένης δεκτής κατά ένα μέρος της σχετικής ένστασης των εναγόμενων. Να προστεθεί εδώ ότι η άνω ένσταση εξόφλησης έγινε δεκτή πρωτοδίκως ως βάσιμη κατ’ ουσία, πλην του μέρους της που αφορά σε καταβολή αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων κατά τον μήνα Ιούνιο 2020, με το σκεπτικό ότι «οι εναγόμενες δεν αναφέρουν ποιο ποσό καταβλήθηκε για έκαστο επιμέρους κονδύλιο κατά την περίοδο εφοπλισμού του πλοίου, και συνακόλουθα δεν δύναται να εξαχθεί τούτο με ασφάλεια από το Δικαστήριο, ούτε ποια εκ των εναγόμενων προέβη στην σχετική καταβολή αυτού». Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το σχετικό μέρος του, όπως εκτιμάται από το Δικαστήριο, οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και συγκεκριμένα της απόδειξης μισθοδοσίας του ενάγοντος χρονικής περιόδου από 1-6-2020 έως 20-6-2020, απέρριψε την ένσταση εξόφλησης της οφειλόμενης προς αυτόν αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2020 κατά το μέρος που αφορά το μήνα Ιούνιο 2020, ποσού 208,82 ευρώ, καθόσον από απλή επισκόπηση της απόδειξης μισθοδοσίας του ενάγοντος χρονικής περιόδου από 1-6-2020 έως 20-6-2020 αποδεικνύεται ότι η πρώτη απ’ αυτές κατέβαλε τη μισθοδοσία του για όλο το μήνα Ιούνιο 2020, ήτοι τόσο για το χρονικό διάστημα πλοιοκτησίας της ίδιας (1-6-2020 έως 8-6-2020) όσο και για το χρονικό διάστημα κυριότητας της ίδιας και εφοπλισμού της δεύτερης απ’ αυτές (9-6-2020 έως 20-6-2020). Ο άνω λόγος έφεσης, κατ’ αναλογία όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, κρίνεται απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι βασίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι για την απόρριψη της άνω ένστασης συμψηφισμού έλαβε χώρα αξιολόγηση των αποδείξεων, ενώ, όπως προκύπτει από το άνω σκεπτικό της εκκαλουμένης, η συγκεκριμένη ένσταση απορρίφθηκε στην πραγματικότητα ως αόριστη πριν από κάθε έρευνα της ουσίας της διαφοράς, βάσει των ιστορούμενων πραγματικών περιστατικών στο δικόγραφο των πρωτόδικων προτάσεων των εναγόμενων.

20. Περαιτέρω, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα από 22-4-2020 έως 13-5-2020, το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια με σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας με επιδότηση (άγονης γραμμής), ως τούτο, εξάλλου, δεν αμφισβητείται, οπότε ο ενάγων δικαιούται για την απασχόλησή του επίδομα άγονης γραμμής, υπολογιζόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 7 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ 2019, σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας του επί 30 ημέρες, ήτοι το ποσό των (1.204,77 Χ 7% =) 84,33 ευρώ για 30 ημέρες, και συνολικά για 22 ημέρες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, το ποσό των 61,84 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως, χωρίς η κρίση αυτή της εκκαλουμένης να πλήττεται με λόγο έφεσης.

21. Κατά τη διάταξη του άρθρου 27 της ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε με την 2242.5.-1.5/56040/2019 Απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Αιγαίου και Κοινωνικής Πολιτικής και η οποία εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 5 του α.ν. 3276/1944, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, «σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα (60) ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δυο (22) ημερών». Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, επέχει ισχύ νόμου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν 1876/1990 και κατισχύει των συναφών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1α και 174 παρ. 3 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973), επειδή η διάταξη αυτή είναι νεότερη, προκύπτει, ότι σε περίπτωση που ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό-ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων αυτού για οποιοδήποτε λόγο και δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την προσωρινή απόλυση του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ναυτικού λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», υπό την έννοια ότι είναι πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές αυτού 22 ημερών. Στην προκειμένη περίπτωση, την 13-5-2-2020 ο ενάγων απολύθηκε από το άνω πλοίο, με αιτία απόλυσης «διακοπή δρομολογίων», προκειμένου το πλοίο να υποβληθεί σε ετήσια επιθεώρηση. Πλην όμως, όπως ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί στην αγωγή (σ. 2, στιχ. 12), επαναυτολογήθηκε την 1-6-2020 με την αυτή ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας στο άνω πλοίο και παρείχε τη ναυτική εργασία του σ’ αυτό έως τις 20-6-2020 όταν και απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει». Εφόσον όμως η διακοπή των πλόων του άνω πλοίου δεν υπερέβη τις 60 ημέρες, που προβλέπει το άρθρο 27 της ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019 και ο ενάγων επαναπροσλήφθηκε πριν παρέλθουν οι 60 αυτές ημέρες, δεν δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης, συνιστάμενη στο ήμισυ του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμο κατ’ ουσία το σχετικό αιτούμενο κονδύλι των 2.174,32 ευρώ με παρόμοια αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 72, 75 και 76 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Κ.Ι.Ν.Δ.) με τη μη εφαρμογή τους, αφού αυτές ρυθμίζουν γενικά το θέμα της καταγγελίας της σύμβασης ναυτικής εργασίας χωρίς υπαιτιότητα του ναυτικού και δεν ήταν στην προκειμένη περίπτωση της ειδικής καταγγελίας λόγω «διακοπής των πλόων», σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα, εφαρμοστέες, απορριπτομένου ως αβάσιμου του τέταρτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος με τον οποίο ισχυρίζεται τα αντίθετα. Ήτοι, συνολικά για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (605,57 + 343,18 + 75,39 + 61,84 =) 1.085,98 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως. Και

ΙV. Κατά το χρονικό διάστημα από 9-6-2020 έως 20-6-2020, με κυρία του πλοίου την πρώτη εναγόμενη και εφοπλίστρια τη δεύτερη εναγόμενη, ο ενάγων δικαιούται: α) για αμοιβή της υπερωριακής εργασίας, κατά τα 2 Σάββατα, κατά τα οποία εργάστηκε κατά μέσον όρο επί 11 ώρες ημερησίως και συνολικά επί 22 ώρες [22 Χ 10,25 ευρώ (ποσό που ζητεί ανά ώρα, με βάση την αρχή της διαθέσεως άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.) = 225,50 ευρώ και β) κατά τις υπόλοιπες 10 ημέρες, καθημερινές και Κυριακή του ανωτέρω διαστήματος, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 11 ώρες και πραγματοποίησε 3 ώρες υπερωριακής εργασίας ανά ημέρα και συνολικά 30 ώρες και δικαιούται (30 X 8,54 ευρώ που ζητεί ανά ώρα, με βάση την αρχή της διαθέσεως, κατ’ άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. =) 256,20 ευρώ. γ) Ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού για κάθε 19 ημέρες εργασίας και συνολικά για 12 ημέρες απασχόλησής του κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν για το επίδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 3.744,06 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 599,40 ευρώ μηνιαία τροφοδοσία +36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 433,95 ευρώ επίδομα αδείας (1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών =1.469,82 ευρώ  / 22 = 66,81 ευρώ + 19,98 ευρώ ημερήσια τροφοδοσία = 86,79 ευρώ Χ 5) + 1.204,25 ευρώ μέσος όρος υπερωριών [(225,5 +256,20 =) 481,7 ευρώ η συνολική αμοιβή /12 ημέρες απασχόλησης = 40,14 ευρώ Χ30 ημέρες)], το ποσό των 188,69  ευρώ (3.744,06 ευρώ Χ 2/25= 299,52 ευρώ X 0,63 δεκαεννιαήμερα). Όπως δε ανωτέρω αναφέρθηκε, με την εκκαλουμένη απορρίφθηκαν οι ενστάσεις εξόφλησης και συμψηφισμού που προέβαλαν οι εναγόμενες κατά το μέρος που αφορά το ανωτέρω χρονικό διάστημα Ιουνίου του έτους 2020, με το σκεπτικό ότι «δεν καταλογίζεται ποιο ποσό («εκτάκτων αμοιβών» και «ρολογιών ναυτών») καταβλήθηκε για έκαστο επιμέρους κονδύλι κατά την περίοδο εφοπλισμού του πλοίου, ούτε ποια εναγόμενη κατέβαλε κάθε επιμέρους ποσό και συνακόλουθα δεν δύνανται τα ανωτέρω στοιχεία να εξαχθούν από το Δικαστήριο». Οι εναγόμενες ισχυρίζονται με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, κατά το σχετικό μέρος του, ότι η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και συγκεκριμένα της απόδειξης μισθοδοσίας του ενάγοντος χρονικής περιόδου από 1-6-2020 έως 20-6-2020, απέρριψε τις άνω ενστάσεις. Κατ’ αναλογία όμως όσων εκτέθηκαν ανωτέρω ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς βασίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι για την απόρριψη των άνω ενστάσεων έλαβε χώρα αξιολόγηση των αποδείξεων, ενώ, όπως προκύπτει από το άνω σκεπτικό της εκκαλουμένης, οι άνω ενστάσεις απορρίφθηκαν στην πραγματικότητα ως αόριστες πριν από κάθε έρευνα της ουσίας της διαφοράς, βάσει των ιστορούμενων πραγματικών περιστατικών στο δικόγραφο των πρωτόδικων προτάσεων των εναγόμενων.

22. Τέλος, αναφορικά με το κονδύλι υπολοίπου μισθού μηνός κατ’ άρθρο 60 του εφαρμοστέου εν προκειμένω προϊσχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ. (Ν. 3816/1958), για την τελευταία ναυτολόγηση του ενάγοντος την 1-6-2020 (με απόλυση την 20-6-2020), πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 60 του άνω Κ.Ι.Ν.Δ. «εάν ο μισθός συνωμολογήθη κατά μήνα ο ναυτικός δικαιούται εις τον μισθόν των μηνών και ημερών, καθ’ ας διήρκεσεν η ναυτολόγησις. Εάν όμως αύτη διήρκεσεν έλασσον του μηνός, ο ναυτικός δικαιούται εις πλήρη μηνιαίον μισθόν. Ως πλήρης ημέρα θεωρείται και η απλώς αρξαμένη». Από τη διάταξη αυτή, η οποία δεν κάνει διάκριση ως προς τον τρόπο λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης πριν την παρέλευση μηνός από την κατάρτισή της, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 65 του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά την οποία ο ναυτικός που αδικαιολόγητα δεν παρέχει τις υπηρεσίες του στερείται του ανάλογου μισθού, σαφώς συνάγεται, ότι μόνο εάν η λύση της σύμβασης προήλθε από υπαιτιότητα ή από την αποκλειστική βούληση του ίδιου του ναυτικού, δεν δικαιούται αυτός πλήρους μισθού. Επομένως εκείνος του οποίου η σύμβαση ναυτολόγησης με μηνιαίο μισθό λύθηκε πριν την παρέλευση μηνός, με αμοιβαία συναίνεση, δικαιούται σε πλήρη μισθό, αφού η απόλυση αυτού από τον πλοίαρχο με την συναίνεσή του, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ή στην αποκλειστική βούληση του ναυτικού, στην οποία και μόνον περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της τελευταίας διάταξης, δεν δικαιούται πλήρη μισθό ο ναυτικός (Α.Π. 326/2017, Α.Π. 1224/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρο 60, παρ. 1α, σ.σ. 183-184). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων και ανωτέρω αποδείχθηκε, αυτός ναυτολογήθηκε, εκτός άλλων, την 1-6-2020 στον Πειραιά από την πρώτη εναγόμενη για να εργαστεί ως ναύτης στο άνω πλοίο «Δ», τότε πλοιοκτησίας της, με μηνιαίο μισθό σύμφωνα με τη ΣΣΕ Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019, αλλά η σύμβασή του λύθηκε μετά από είκοσι ημέρες (20-6-2020) στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Εφόσον δε η άνω σύμβαση ναυτολόγησής του με μηνιαίο μισθό λύθηκε πριν την παρέλευση μηνός, με αμοιβαία συναίνεση, δικαιούται πλήρη μισθό, αφού η απόλυση αυτού από τον πλοίαρχο με την συναίνεσή του, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ή στην αποκλειστική βούληση του ναυτικού, στην οποία και μόνον περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της άνω διάταξης του άρθρου 60 Κ.Ι.Ν.Δ, δεν δικαιούται πλήρη μισθό ο ναυτικός. Ειδικότερα, ο ενάγων δικαιούται το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ποσού 1.940,41 ευρώ, όπως προσδιορίζονται απ’ αυτόν στα πλαίσια της αρχής της διαθέσεως (άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με την ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2019 [ήτοι μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + άδεια μετά τροφής 433,95 ευρώ (μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ = 1.469,82 ευρώ / 22 Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + τροφή 5 ημερών = 99,90 ευρώ (19,98 ευρώ Χ 5) = 433,95 ευρώ]. Στις τακτικές αποδοχές του αυτές δεν συνυπολογίζεται το επίδομα ιματισμού, κατά τα εκτιθέμενα στην παρ. 12 της παρούσας, ούτε ο μέσος όρος υπερωριακής εργασίας του, ελλείψει σχετικού αιτήματός του. Έναντι του άνω οφειλόμενου ποσού των 1.940,41 ευρώ ο ενάγων έλαβε το συνολικό ποσό των (803,18 ευρώ μισθός ενεργείας + 176,70 ευρώ επίδομα Κυριακών + 24,33 επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 289,01 ευρώ άδεια μετά τροφοδοσίας =) 1.293,22 ευρώ, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την αντίδικό του αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας περιόδου 1-6-2020 έως 20-6-2020 και συνεπώς του οφείλεται διαφορά ποσού 647,19 ευρώ, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσία βάσιμης της επικουρικά προβαλλόμενης ένστασης μερικής εξόφλησης της πρώτης εναγόμενης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι ο ενάγων δεν δικαιούται υπολοίπου μισθού μηνός κατ’ άρθρο 60 του προϊσχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ. (Ν. 3816/1958) διότι, ενώ η λύση της από 1-6-2020 σύμβασης εργασίας του στις 20-6-2020 επήλθε «αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου», ο ίδιος δεν επικαλείται στην αγωγή του εικονικότητα της συμφωνίας αυτής, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 60 Κ.Ι.Ν.Δ, στο οποίο έδωσε έννοια διαφορετική από την αληθινή, που αναλύεται στην ανωτέρω νομική σκέψη, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του. Μετά ταύτα, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (225,50 + 256,20 + 188,69 + 647,19 =) 1.317,58 ευρώ και όχι μόνο το ποσό των 670,39 ευρώ που κρίθηκε πρωτοδίκως.

23.  Με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενες επαναφέρουν τον ισχυρισμό που πρόβαλαν πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του τους προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και τους δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος στη σημερινή δυσχερή οικονομική συγκυρία. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι ο ενάγων παρέμεινε στην υπηρεσία τους επί πολλά χρόνια χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές τους ως εργοδοτών, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τη διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός τους αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενες – εκκαλούσες, παρότι επικαλούνται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητούν ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχουν εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος της εναγόμενης θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στις εργοδότριές του εναγόμενες, οι οποίες θα τις ενέκριναν και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στις εναγόμενες η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση των εναγόμενων κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο τρίτος λόγος της έφεσής τους, με τον οποίον υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

24) Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: α) να απορριφθεί η Β έφεση των εναγόμενων ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για τον παρόντα (δεύτερο) βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και β) να γίνει δεκτή η Α έφεση του ενάγοντος ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, όχι μόνο ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι λόγοι της έφεσής του, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Λαρ. 4/2017, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδοση 2006, σ.σ. 430, 431) και εντεύθεν και ως προς τη σχετική διάταξη των δικαστικών εξόδων. Στη συνέχεια, πρέπει  να κρατηθεί η υπόθεση (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να δικασθεί κατ’ ουσία η ένδικη αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία [εφόσον αρμόδια (άρθρα 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ, 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισήχθη αυτή στο Δικαστήριο τούτο κατά τη διαδικασία των άρθρων 614 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ, χωρίς να απαιτείται, μετά τον κατά τα ανωτέρω περιορισμό του αιτήματός της η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 14 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και είναι αρκούντος ορισμένη και νόμιμη κατά τις προεκτεθείσες στις σχετικές μείζονες σκέψεις διατάξεις, σε συνδυασμό μ’ εκείνες των άρθρων 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346, 361, 481, 648, 653, 655 Α.Κ, 53, 54, 57, 60 εδάφ. α’, 84 παρ. 1, 105, 106 Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ, 68, 70, 74, 176, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ, της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», ως και της προαναφερόμενης ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019] και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των [(1.023,90 – 279,45) 744,45 + 844,95 + 1.085,98 + 1.317,58)] 3.992,96 ευρώ, αναγνωριζομένης της υποχρέωσής της να του καταβάλει υπόλοιπο ποσό 279,45 ευρώ, εκ των οποίων για ποσό  (1.023,90 + 1.317,58) 2.341,48 ευρώ ευθύνεται η πρώτη εναγόμενη ως κυρία του άνω πλοίου και μέχρι την αξία του, και εκ του ανωτέρω συνολικού ποσού η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (744,45 + 1.317,58) 2.062,03 ευρώ, αναγνωριζομένης της εις ολόκληρο με την πρώτη υποχρέωσής της να του καταβάλει υπόλοιπο ποσό 279,45 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του, ήτοι από την 21-6-2020, πλην της διαφοράς αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2020, ποσού (75,39 + 188,69) 264,08 ευρώ, το οποίο πρέπει να καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από την 1-1-2021, όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως, χωρίς η κρίση αυτή να πλήττεται ειδικά με λόγο έφεσης, με τη σημείωση ότι εκ του ανωτέρω ποσού, για την καταβολή ποσού 75,39 ευρώ ευθύνεται, κατά τα ανωτέρω, μόνο η πρώτη εναγόμενη. Τέλος, οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), έξοδα που θα καθοριστούν ενιαία, λόγω της κοινής νομικής τους παράστασης (Α.Π. 21/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΌΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β  άνω εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει κατ’ ουσία τη Β έφεση.

Καταδικάζει τις εκκαλούσες στην άνω έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

ΙΙ. Δέχεται κατ’ ουσία την Α έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 3783/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί τοις ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 8-12-2020 και με ΓΑΚ …. και ΑΚΔ ……/18-12-2020 αγωγή.            Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα δυο ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (3.992,96), αναγνωριζομένης της υποχρέωσής της να του καταβάλει υπόλοιπο ποσό διακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (279,45), εκ των οποίων για το ποσό των δυο χιλιάδων τριακοσίων σαράντα ενός ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (2.341,48) ευθύνεται δια του αναφερόμενου στο σκεπτικό πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, και εκ του ανωτέρω συνολικού ποσού η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται εις ολόκληρο με την πρώτη, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δυο χιλιάδων εξήντα δυο ευρώ και τριών λεπτών (2.062,03), αναγνωριζομένης της εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη υποχρέωσής της να του καταβάλει υπόλοιπο ποσό διακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (279,45), τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την 21-6-2020, πλην του ποσού των διακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και οκτώ λεπτών (264,08), το οποίο πρέπει να καταβληθεί με το νόμιμο τόκο από την 1-1-2021 μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 2 Σεπτεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ