Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 306/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     306/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα Ναυτικών Διαφορών)

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Γεωργία Παναγιωτοπούλου Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>, η οποία εδρεύει στον Πειραιά, …….., με ΑΦΜ …., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γρηγόριο Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ …) και Ζωή – Παρθενόπη Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ ….)  (ΔΕ Τιμαγένης Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΠ …).

Των εφεσιβλήτων: 1) …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ζωή Παπαγεωργίου (ΑΜ ΔΣΑ …….) και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> και διακριτικό τίτλο <<………>>, έδρας … Νομού Κυκλάδων (……..), με ΑΦΜ ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Φίλου (ΑΜ ΔΣΑ …………).

Β) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>, με διακριτικό τίτλο <<……….>>, με αριθμό ΓΕΜΗ …, με ΑΦΜ …, που εδρεύει στο Δήμο ………… Κυκλάδων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Φίλου (ΑΜ ΔΣΑ …).

Της εφεσίβλητης: Της εταιρείας με την επωνυμία <<. ……>> που εδρεύει στον Πειραιά, …….. με ΑΦΜ …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γρηγόριο Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ …) και Ζωή – Παρθενόπη Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ …..)  (ΔΕ Τιμαγένης Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΠ …).

Κοινοποίηση προς τον: ………..

Γ) Του εκκαλούντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ζωή Παπαγεωργίου (ΑΜ ΔΣΑ ……….).

Της εφεσίβλητης: Της εταιρείας με την επωνυμία <<…………>>, που εδρεύει στον Πειραιά, ………… με ΑΦΜ …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γρηγόριο Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ …) και Ζωή – Παρθενόπη Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ …)  (ΔΕ Τιμαγένης Δικηγορική Εταιρεία ΑΜ ΔΣΠ ….).

Κοινοποίηση προς: την εταιρεία με την επωνυμία <<………..>>, με διακριτικό τίτλο <<………….>>, με ΑΦΜ ………., που εδρεύει στο Δήμο … … Κυκλάδων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α) έφεσης, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1-2-2019 (αριθ. καταθ. ………../2019) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1761/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ Α) έφεσης, με την από 6-5-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022) έφεση, η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β) έφεσης, με την από 15-4-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022) έφεση και ο πρώτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Γ) έφεσης, με την από 6-5-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022) έφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 16-02-2023 και μετά από νόμιμη αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Το άρθρο 76 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζει : «Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται». Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας υφίσταται, πλην των άλλων, και μεταξύ των καταδολιευτικώς συναλλαγέντων, απαλλοτριώσαντος και αποκτήσαντος, όταν ενάγονται από κοινού, γιατί στην περίπτωση αυτή δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων απέναντι στους ομοδίκους αυτούς, δηλαδή του οφειλέτη του δανειστή και του τρίτου με τον οποίο αυτός συμβλήθηκε (Α.Π. 197/2020, Α.Π. 1300/2019, Α.Π. 1217/2014, Α.Π. 192/2012 ΝοΒ 2013.128, Α.Π. 1332/2011, Α.Π. 1230/2008, Εφ.Πατρ. 39/2021, Εφ.Λαρ. 4/2020 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατ` εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι κατά την πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Επί αναγκαστικής ομοδικίας, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά πάντων των ομοδίκων, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξάλλου, με την παρ. 4 του άρθρου 76 ΚΠολΔ ορίζεται ότι η άσκηση ενδίκων μέσων από κάποιον από τους εις την παρ.1 ομοδίκους επάγεται αποτελέσματα και για τους λοιπούς, αυτό δε υπό την έννοια ότι, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος ασκήσει ένδικο μέσο, θεωρούνται εκ του νόμου ως ασκούντες αυτό και οι ομόδικοι εκείνου, μολονότι αυτοί δεν το άσκησαν. Συνεπώς δεν απαιτείται από τον νόμο η έφεση που ασκείται από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους να απευθύνεται με ποινή το απαράδεκτο και κατά των ιδίων αυτού ομοδίκων, αφού, σε αντίθετη περίπτωση ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος θα εμφανίζεται να έχει ταυτοχρόνως την ιδιότητα του εφεσίβλητου και του εκκαλούντος, πράγμα που είναι λογικώς και νομικώς απαράδεκτο (Ολ.Α.Π. 63/1981, Α.Π. 885/2001 ΝΟΜΟΣ). Οι αναγκαίοι όμως ομόδικοι του εκκαλούντος πρέπει υποχρεωτικά να καλούνται στην κατ’ έφεση δίκη, αφού και αυτοί, όπως λέχθηκε, θεωρούνται ότι άσκησαν έφεση, αλλιώς η συζήτηση είναι απαράδεκτη, ως προς όλους τους διαδίκους (Α.Π. 1714/2022, 1383/1999, Ε.Α. 580/2001, Ε.Α. 4443/2023 ΝΟΜΟΣ και εκεί παραπομπές, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ άρθρο 517 αριθ. 49 και εκεί παραπομπές).

Νομίμως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 6-5-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022) έφεση, β) η από 15-4-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022) έφεση και γ) η από 6-5-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. ../2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …../2022) έφεση, στρεφομένες κατά της υπ’ αριθμ. 1761/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΕφΑθ 4299/2006 ΕλλΔνη 47.1508).

Η κρινόμενη υπό στοιχ. Α) έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στις 6-5-2022 στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 7-5-2020 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό …../6-5-2022, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.

Η κρινόμενη υπό στοιχ. Β) έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στις 3-5-2022 στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 7-5-2020 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ……../3-5-2022, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου, με την επισήμανση ότι η ως άνω έφεση στρέφεται μόνο κατά της ενάγουσας, ενώ ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος τελεί σε σχέση αναγκαίας ομοδικίας με την εκκαλούσα, έχει κληθεί από αυτήν σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχ. Ι νομική σκέψη. Επίσης σημειώνεται ότι την 11.09.2018 καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.Μ.Η με ΚΑΚ ….., το από 20.07.2018 πρακτικό Εκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> και το από 20.07.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό μετατροπής σε ΙΚΕ με τα οποία εγκρίθηκε η μετατροπή της Ανώνυμης Εταιρείας σε Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία με επωνυμία ………., η μετατροπή δε αυτή συνεπάγεται μεταβολή στον εταιρικό τύπο με συνέχιση της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, χωρίς να λαμβάνει χώρα λύση, εκκαθάριση και συνεπώς ειδική ή οιονεί καθολική διαδοχή της εταιρείας του προηγούμενου τύπου από την εταιρεία του νέου τύπου, οι δε εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται υπό τη νέα μορφή της, χωρίς να επέρχεται, λόγω της μετατροπής, βίαιη διακοπή και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της.

Η κρινόμενη υπό στοιχ. Γ) έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στις 9-5-2022 στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε στις 7-5-2020 και δεν έχει παρέλθει διετία από της δημοσιεύσεως αυτής (άρθρα 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1 περ. β`, 516, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά την 1.1.2016, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 2 Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015 [Α’ 80]», και εφαρμόζονται στην κρινομένη έφεση ως εκ του χρόνου ασκήσεως αυτής μετά την προαναφερομένη ημερομηνία, σε συνδυασμό με τα άρθρα 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020, 83 παρ. 1 περ. α’ εδ. α’ του Ν. 4790/2021 και 49 του Ν. 4963/2022), δεδομένου ότι, από την επομένη της δημοσίευσής της (7.5.2020), άρχισε να τρέχει η ως άνω διετής καταχρηστική προθεσμία, η οποία, χωρίς την, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε 7.5.2022, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του, εξ αυτής, μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από 13.3.2020 έως 31.5.2020 (2 μήνες και 18 ημέρες) και από 7.11.2020 έως 6.4.2021 (5 μήνες) και, συνολικά, χρονικού διαστήματος 7 μηνών και 18 ημερών, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020, 83 παρ.1 περ. α’ εδ. α’ του Ν. 4790/2021, 25 του Ν. 4792/2021 και 49 του Ν. 4963/2022, καθώς και με όσα παρατίθενται στην πιο πάνω υπό στοιχείο I νομική σκέψη της παρούσας, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή (η διετής προθεσμία) κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 9.5.2022 (ΑΠ 987/2022, ΕφΠειρ 192/2023, ΕφΠατρ 201/2023 και ΕφΑθ 1492/2022 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ………../9-5-2022, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου, με την επισήμανση ότι η ως άνω έφεση στρέφεται μόνο κατά της ενάγουσας, ενώ η δεύτερη εναγομένη, η οποία τελεί σε σχέση αναγκαίας ομοδικίας με τον εκκαλούντα, έχει κληθεί από αυτόν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχ. Ι νομική σκέψη.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 939 ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης, που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους (ΟλΑΠ 19/2008, ΟλΑΠ 6/2003, ΑΠ 1116/2018, ΑΠ 708/2017, ΑΠ 1567/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με το θεσμό της διάρρηξης αποσκοπείται η κατοχύρωση της υπεγγυότητας της περιουσίας του οφειλέτη, ήτοι της δυνατότητας των δανειστών να επιληφθούν της περιουσίας του με τα μέσα της αναγκαστικής εκτελέσεως. Αφού ο νόμος δεν διακρίνει, η διάταξη αφορά κάθε περιουσιακή αξίωση του δανειστή (ΟλΑΠ 19/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: 1) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά τον χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, 2) απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη, 3) απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, η οποία πρόθεση θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει πως με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία του που απομένει να μη επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, αφού στην περίπτωση αυτή είναι προφανές ότι ο οφειλέτης γνωρίζει πως συνέπεια της πράξης του είναι η βλάβη των δανειστών, την οποία αποδέχεται, 4) βλάβη των δανειστών, δηλαδή ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μην αρκεί προς ικανοποίηση των δανειστών. Η αφερεγγυότητα δε αυτή του οφειλέτη, που είναι ένα από τα στοιχεία της αγωγής, πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει, μόνο όταν ο οφειλέτης είναι κατά τον χρόνο αυτόν αφερέγγυος, και 5) γνώση του τρίτου ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών, η οποία γνώση τεκμαίρεται, όταν ο τρίτος είναι κατά την απαλλοτρίωση σύζυγος ή συγγενής σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο βαθμό, ενώ το τεκμήριο αυτό δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής. Επίσης, η ανωτέρω γνώση δεν απαιτείται, αν η απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία (ΑΠ 914/2020, ΑΠ 1382/2019). Εξάλλου, η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 914/2020) και τέτοια είναι κατ’ αρχήν όσα είναι γενικώς γνωστά και μπορούν να επιχειρήσουν σ’ αυτά εκτέλεση οι δανειστές για την ικανοποίησή τους, όπως προπάντων είναι τα ακίνητα, ως προς τα οποία ισχύει σύστημα δημοσιότητας, ενώ δεν υπολογίζονται τα αφανή περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή όσα δεν είναι γενικώς γνωστά στους δανειστές,  αφού δεν μπορούν να επιληφθούν αυτών με αναγκαστική εκτέλεση, (λ.χ. τραπεζικές καταθέσεις, χρήματα, ομόλογα ή τιμαλφή στο σπίτι του οφειλέτη ή σε τραπεζική θυρίδα),και επομένως εξομοιώνονται με ανύπαρκτα γι` αυτούς περιουσιακά στοιχεία, αφού με διαφορετική εκδοχή τίθεται σε κίνδυνο ο επιδιωκόμενος με τη διάρρηξη σκοπός της προστασίας των δανειστών από καταδολιευτικές απαλλοτριώσεις (ΑΠ 1523/2021 με αναφορά σε ΑΠ 914/2020, ΑΠ 928/2014, δημ.ΝΟΜΟΣ). Όμως, αν ο δανειστής που ζητεί τη διάρρηξη απαλλοτρίωσης του οφειλέτη του ως καταδολιευτικής συμβαίνει να γνωρίζει την ύπαρξη αφανών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη του και μπορεί να ικανοποιηθεί από αυτά, εκλείπει τότε η αναγκαία για τη διάρρηξη προϋπόθεση της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του, αφού η γνώση των αφανών αυτών περιουσιακών στοιχείων από τον δανειστή τα καθιστά τελικώς εμφανή ως προς αυτόν. Στην περίπτωση αυτή ο δανειστής δεν έχει αξίωση διάρρηξης της γενόμενης από τον οφειλέτη απαλλοτρίωσης, η οποία, άλλωστε, με διαφορετική εκδοχή, ευχερώς θα μπορεί να αποκρουσθεί ως καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρ. 281 ΑΚ, αν ο δανειστής, παρόλο που γνωρίζει την ύπαρξη αφανών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και μπορεί έτσι να επιληφθεί αυτών για την ικανοποίηση της απαίτησής του, επιλέξει, ωστόσο, να ζητήσει τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης ως καταδολιευτικής χωρίς ιδιαίτερο προς τούτο λόγο, προβάλλοντας απλώς τον κατ` αρχήν αφανή χαρακτήρα των λοιπών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, δηλαδή αν τα αφανή, αλλά γνωστά σ` αυτόν περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, ο δανειστής δεν τα θεωρήσει ως εμφανή τελικώς ως προς τον ίδιο (ΑΠ 928/2014, ο.π).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α) έφεσης, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 1.2.2019 (υπό Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ/……./2019) αγωγή, με την οποία εξέθετε ότι διατηρεί ληξιπρόθεσμη χρηματική απαίτηση σε βάρος του πρώτου εναγομένου, ήδη εκκαλούντος της υπό στοιχ. Γ) έφεσης, προερχόμενη από δαπάνες καθαρισμού θαλάσσιας ρύπανσης που προκλήθηκε από τη βύθιση, στις 1.9.2000, στην περιοχή ……….. της Χαλκίδας, του υπό σημαία Καμπότζης φορτηγού πλοίου χύδην φορτίου με το όνομα <<EX>>. Οτι η απαίτησή της για την ως άνω αιτία ανέρχεται στο ποσό των 900.433 ευρώ, το οποίο έχει αναγνωριστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, πλέον τόκων ύψους 1.255.305 ευρώ. Οτι ο πρώτος εναγόμενος, ενώ γνώριζε την ανωτέρω απαίτησή της καθώς και ότι η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκούσε για να καλύψει την απαίτηση αυτή, προκειμένου να ματαιώσει την ικανοποίηση της αξίωσης της ενάγουσας, δυνάμει του υπ’αριθ. ……../4.11.2010 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., το οποίο μετέγραψε νόμιμα, αφενός σύστησε τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β) έφεσης και αφετέρου μεταβίβασε σε αυτήν, ως εισφορά σε είδος, την κυριότητα επί ακινήτων ιδιοκτησίας του, που βρίσκονται στον …….., αποκτώντας το σύνολο των μετοχών της ανωτέρω εταιρείας. Επίσης εξέθετε ότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής η εμπορική αξία των απαλλοτριωθέντων ακινήτων ανέρχονταν στο ποσό των 3.420529 ευρώ για την ξενοδοχειακή μονάδα που είναι κτισμένη επί οικοπέδου εκτάσεως 10.257,50τμ, σε 80.106 ευρώ για το οικόπεδο εκτάσεως 732τμ και σε 875 ευρώ για το αγροτεμάχιο εκτάσεως 401τμ. Ότι μετά την ανωτέρω απαλλοτρίωση δεν υπάρχει υπολειπόμενη εμφανής περιουσία του πρώτου εναγομένου για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της ενάγουσας. Ότι η ένδικη μεταβίβαση έγινε από τον πρώτο εναγόμενο με σκοπό τη ματαίωση της αξίωσης της ενάγουσας διότι γνώριζε ότι με τη μεταβίβαση αυτή θα περιερχόταν σε τέτοια οικονομική κατάσταση ώστε η περιουσία του να μην επαρκεί για την ικανοποίησή της, γεγονός το οποίο γνώριζε η δεύτερη εναγόμενη, δεδομένου ότι ο πρώτος ενάγων συμβλήθηκε στην ανωτέρω δικαιοπραξία υπό διττή ιδιότητα, αφενός ως μεταβιβάσας τα ανωτέρω ακίνητα και αφετέρου ως νόμιμος εκπρόσωπος και αποκλειστικός μέτοχος της αποκτώσας εταιρείας. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητούσε να διαρρηχθεί η ανωτέρω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1761/2020 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν, απαγγέλλοντας την μερική διάρρηξη της δικαιοπραξίας κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται η ενάγουσα και οι εναγόμενοι με τις ένδικες εφέσεις, για τους σε αυτές αναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, η μεν ενάγουσα με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της, οι δε εναγόμενοι με σκοπό την απόρριψη εν όλω της αγωγής, ως και να καταδικασθεί το κάθε αντίδικο μέρος στην καταβολή της εν γένει δικαστικής  δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ, που εφαρμόζεται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 279 του ίδιου Κώδικα, αναλόγως και επί της αποσβεστικής προθεσμίας, κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σα να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Ως απόρριψη της αγωγής “για λόγους μη ουσιαστικούς” νοείται η απόρριψη αυτής για λόγους που ανάγονται όχι στο υποστατό της αξίωσης, αλλά για δικονομικούς, οι οποίοι, δηλαδή, συνεπάγονται ακυρότητα ή απαράδεκτο της αγωγής, συνεπώς και η απόρριψή της ως αόριστης, ενώ ως “έγερση και πάλι” νοείται η εκ νέου έγερση αγωγής, στηριζόμενης στην ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΑΠ 210/2009, ΑΠ 404/2008). Καθίσταται δε, τελεσίδικη η πρωτόδικη οριστική απόφαση, που απέρριψε την αγωγή λόγω αοριστίας, εκτός άλλων περιπτώσεων, με την παραίτηση από τα ένδικα μέσα, η οποία, εφόσον έχει ασκηθεί ένδικο μέσο κατ’ αυτής, γίνεται κατά το διαγραφόμενο στο άρθρ. 297 ΚΠολΔ του ιδίου κώδικα, ενώ εάν γίνει πριν από την άσκηση του ενδίκου μέσου, οπότε αφορά το δικαίωμα προς άσκησή του και υποδηλώνει στην ουσία αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης, δεν υπόκειται στη ρύθμιση του άρθρ. 297 ΚΠολΔ, αλλά μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή και σιωπηρώς, όπως συμβαίνει στην περίπτωση άσκησης νέας αγωγής από τον ενάγοντα έχουσας το ίδιο περιεχόμενο και αίτημα με την προηγούμενη, που απορρίφθηκε ως αόριστη, συναγόμενης εντεύθεν αποδοχής της απορριπτικής απόφασης και παραίτησης από τα ένδικα μέσα κατ’ αυτής, με συνέπεια την τελεσιδικία της (Α.Ε.Δ. 42/1990, Ολ.ΑΠ 1804/86, Ολ.ΑΠ 626/1980). Σε κάθε δε περίπτωση η νέα αγωγή (έχουσα την ίδια ιστορική και νομική αιτία), μπορεί να ασκηθεί και πριν τελεσιδικήσει η απόφαση που απέρριψε την προηγούμενη (ΑΠ 743/2018 με αναφορά σε ΑΠ 2074/2007).

Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχ.Β) έφεσης, η εκκαλούσα επαναφέρει την πρωτοδίκως προβληθείσα με τις προτάσεις της, ένσταση παραγραφής της αγωγής διάρρηξης, παραπονούμενη ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 261, 263, 297 και 946 ΑΚ, απέρριψε αυτήν. Ειδικότερα στο πλαίσιο του ανωτέρω λόγου έφεσης, ισχυρίζεται ότι από την ένδικη απαλλοτρίωση που έλαβε χώρα στις 4-11-2010 παρήλθε χρονική περίοδος ανώτερη των πέντε ετών, διότι, αφενός μεν η διακοπή της παραγραφής που επήλθε με την άσκηση της από 29-10-2015 (υπ’αριθ.καταθ. …../30-10-2015) αγωγής διάρρηξης (πρώτη αγωγή) θεωρείται σαν να μην έχει διακοπεί λόγω της απόρριψής της για τυπικούς λόγους και δη ως αόριστης με την υπ’αριθ. 3635/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δημοσιεύθηκε στις 24-7-2017, αφετέρου δε η ενάγουσα δεν άσκησε νέα αγωγή διάρρηξης εντός προθεσμίας έξι  μηνών από την έκδοση της ανωτέρω απόφασης. Επίσης ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα άσκησε την από   6-12-2018 (υπ’αριθ.καταθ. …./6-12-2018) αγωγή διάρρηξης (δεύτερη αγωγή) ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, από την οποία παραιτήθηκε με τις από 12-3-2019 προτάσεις της με αποτέλεσμα να αποδεχθεί την υπ’αριθ. 3635/2017 απόφαση και να παραιτηθεί σιωπηρά από την άσκηση ενδίκων μέσων κατ’αυτής, καθιστάμενη η απόφαση κατά τον τρόπο αυτό, τελεσίδικη από το χρόνο έκδοσής της, Οτι εφόσον δεν ασκήθηκε νέα αγωγή εντός έξι μηνών από την τελεσίδικη απόρριψη της πρώτης αγωγής, η διακοπή της παραγραφής λογίζεται ως μη γενόμενη. Τους ίδιους ισχυρισμούς προβάλλει και ο εκκαλών της υπό στοιχ. Γ) έφεσης, με τον δεύτερο λόγο αυτής, το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, λόγω της ερημοδικίας του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπου θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύεται από την παριστάμενη δεύτερη εναγόμενη, με την οποία τελεί σε σχέση αναγκαστικής ομοδικίας κατά τα αναφερόμενα στην υπό Ι. νομική σκέψη της παρούσας. Ο ισχυρισμός αυτός περί παραγραφής της αγωγής διάρρηξης τυγχάνει απορριπτέος. Ειδικότερα, από την παραδεκτή στο παρόν στάδιο επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι η ένδικη απαλλοτρίωση έλαβε χώρα στις 4-11-2010 και η άσκηση της πρώτης αγωγής διάρρηξης έγινε στις 30-10-2015, που επιδόθηκε στους εναγόμενους η από 29-10-2015 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2015) αγωγή. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθ. 3635/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δημοσιεύθηκε στις 24-7-2017 και απέρριψε την αγωγή ως αόριστη. Αυτή η απόφαση δεν επιδόθηκε από κανέναν διάδικο και επομένως θα γινόταν τελεσίδικη στις 24-7-2019. Η δεύτερη αγωγή (από 6-12-2018 υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/………..) ασκήθηκε στις 2-1-2019 (ημερομηνία επίδοσης στους εναγομένους). Με την άσκηση της ως άνω δεύτερης αγωγής, η ενάγουσα παραιτήθηκε σιωπηρά από τα ένδικα μέσα κατά της υπ’αριθ. 3635/2017 απόφασης, την οποία  αποδέχθηκε και έτσι αυτή κατέστη τελεσίδικη στις 2-1-2019 (ημεροχρονολογία επίδοσης της δεύτερης αγωγής). Από τότε δε αρχίζει να υπολογίζεται το εξάμηνο του άρθρου 263 ΑΚ. Η τρίτη – ένδικη – αγωγή (από 1-2-2019 υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……….) ασκήθηκε στις 27-2-2019 που επιδόθηκε στους εναγομένους, δηλαδή εντός εξαμήνου από την τελεσιδικία της ανωτέρω απόφασης. Ακολούθως, η ενάγουσα παραιτήθηκε με τις από 12-3-2019 προτάσεις της από την δεύτερη αγωγή με συνέπεια τη λήξη της εκκρεμοδικίας που δημιουργήθηκε με την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ενόψει όσων εκτέθηκαν, η ένδικη αγωγή δεν έχει υποκύψει σε παραγραφή, αφού κατατέθηκε εντός 6 μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης που απέρριψε την πρώτη αγωγή για τυπικούς λόγους και δη ως αόριστη και επομένως οι σχετικοί πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β) έφεσης και δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Γ) έφεσης, πρέπει να απορρφθούν ως αβάσιμοι.

Από τις διατάξεις των άρθρων 119 παρ. 1 και 3 και 120 του ΚΠολΔ, με τις οποίες ορίζεται, ότι οι διάδικοι οφείλουν να αναγράφουν στα δικόγραφα τους την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας τους, (οδός και αριθμό), ότι κάθε μεταβολή της διεύθυνσης πρέπει να γνωστοποιείται με τα δικόγραφα που κοινοποιούνται εκατέρωθεν ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, επισυνάπτεται στη δικογραφία και κοινοποιείται στον αντίδικο, ότι η επίδοση εγγράφου, που αφορά εκκρεμή δίκη, συμπεριλαμβανομένης και της οριστικής αποφάσεως είναι έγκυρη, όταν γίνει στην κατά το άρθρο 119 ΚΠολΔ αναφερόμενη διεύθυνση και αν ακόμα ο αποδέκτης της επιδόσεως δεν είχε πια εκεί την κατοικία του, εφ’ όσον αυτός δεν είχε δηλώσει (γνωστοποιήσει) κατά έναν από τους περιοριστικώς ως άνω οριζόμενους τρόπους μεταβολή της κατοικίας του, σαφώς προκύπτει, ότι με αυτές (ως άνω διατάξεις) διαγράφεται η υποχρέωση εκείνου που ενεργεί την διαδικαστική πράξη για αναγραφή της διευθύνσεως της κατοικίας ή του καταστήματός του προς προσδιορισμού του τόπου νομίμου επιδόσεως και όχι του αντιδίκου του. Από τις ίδιες δε αυτές διατάξεις και, ιδίως, εκείνη του άρθρου 120 του ΚΠολΔ, εκτός άλλων, συνάγεται και ότι ο όρος “εκκρεμής δίκη” που χρησιμοποιείται από αυτό, νοείται ως το διαδικαστικό στάδιο από της καταθέσεως ενός δικογράφου, από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 119, και μέχρις ότου το δικαστήριο απεκδυθεί της εξουσίας του επ’ αυτού, είτε δια της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως, είτε με την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης, ως και ότι η παράλειψη της με αυτές καθιερουμένης υποχρεώσεως κάθε διαδίκου να γνωστοποιεί την μεταβολή της κατοικίας, γραφείου του κλπ, παρέχει στον αντίδικό του το δικαίωμα να την θεωρήσει αμετάβλητη (ΑΠ 587/2003, ΑΠ 1277/2017 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχ. Γ) έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται η ένδικη αγωγή δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ως προς αυτόν, με συνέπεια να θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι η ένδικη αγωγή επιδόθηκε σε αυτόν με θυροκόλληση στις 27-2-2019 στην οδό …………, ως τόπο της επαγγελματικής του κατοικίας, ενώ ο ίδιος τυγχάνει κάτοικος εξωτερικού και δη ……… Βουλγαρίας από το 2017, όπου δραστηριοποιείται, έχοντας μεταφέρει τις επιχειρηματικές του δράσεις, προσκομίζοντας προς επίρρωση των ισχυρισμών του σχετικά έγγραφα (μισθωτήριο, άδεια παραμονής, πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, ετήσιες φορολογικές δηλώσεις υποβληθείσες στη Βουλγαρία κλπ). Ο λόγος αυτός της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, από την παραδεκτή στο παρόν στάδιο επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι  ο εκκαλών καθ’όλη την πολυετή δικαστική αντιδικία του με την εφεσίβλητη της υπό στοιχ. Γ) έφεσης, δήλωνε στα δικόγραφά του ως διεύθυνση της επαγγελματικής του κατοικίας την οδό ……….. [βλ. ενδεικτικά τις από 27-12-2016 προτάσεις και την από 30-12-2016 προσθήκη αντίκρουση της από 29-10-2015 (πρώτης) αγωγής ως και την από 24-11-2014 εξώδικη πρόσκληση που απηύθυνε προς την εφεσίβλητη με την οποία της προσέφερε τα κληρονομιαία ακίνητα προς ικανοποίηση της απαίτησής της]. Επίσης όπως προκύπτει από τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, την 6-5-2021 και την 25-1-2023 (προσκομιζόμενα μετ’επικλήσεως από την εφεσίβλητη της υπό στοιχ. Γ) έφεσης) που ανταλλάγησαν μεταξύ του εκκαλούντος και της εφεσίβλητης (μέσω των προσωπικών γραμματέων τους) με θέμα επικείμενη συνάντησή του ……. και του κ. ……. (Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εφεσίβλητης) αναφέρεται ως τόπος συνάντησης των αντιδίκων το γραφείο του εκκαλούντος που βρίσκεται επί της οδού …………, Πειραιάς. Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα σαφώς προκύπτει ότι ο εκκαλών, ακόμη και εάν μετέφερε μέρος των επιχειρηματικών του δράσεων στη Βουλγαρία, εξακολουθούσε να διατηρεί την επαγγελματική του κατοικία στον Πειραιά και δη επί της οδού …………, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ουδέποτε ενημέρωσε την αντίδικό του για την επικαλούμενη μεταβολή της διεύθυνσή του με κάποιον από τους τρόπους που προβλέπονται στην παρ.3 του άρθρου 119,  με συνέπεια αυτή (αντίδικος) να θεωρεί την διεύθυνσή του αμετάβλητη.

Από την επανεκτίμηση της υπ’ αριθ………./10-5-2019 ένορκης βεβαίωση της …….. που λήφθηκε με επιμέλεια της δεύτερης εναγομένης, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της αντιδίκου (υπ’αριθ. …../7-5-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……), την υπ’ αριθ. ……/20-1-2017 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης στα πλαίσια αντίκρουσης της υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης ……/2015 αγωγής, δηλαδή στα πλαίσια άλλης δίκης, η οποία συνεκτιμάται ως έγγραφο και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο (ΑΠ 1312/2019 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 1-9-2000 στη θαλάσσια περιοχή «….» Χαλκίδας, το υπό σημαία Καμπότζης φορτηγό πλοίου χύδην φορτίου «EX», το οποίο ανήκε τυπικά στην λιβεριανή εταιρεία «…………» ουσιαστικός όμως και πραγματικός κύριος αυτού ήταν ο …….., πατέρας του πρώτου εναγομένου, προκάλεσε θαλάσσια ρύπανση λόγω της διαφυγής μεγάλης ποσότητας μαύρων καυσίμων (μαζούτ) οφειλόμενη στην αναξιοπλοϊα και στην κακή φόρτωση του πλοίου. Την ίδια ημέρα ο ……… ανέθεσε στην ενάγουσα το έργο της απορρύπανσης και περιορισμού της ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, η οποία διήρκησε 36 ημέρες. Το ύψος της εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας ανήλθε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, στο ποσό των 2.701.299 δολαρίων ΗΠΑ το οποίο ισούτο με το ποσό των 1.049.049.466,65 ευρώ κατά την ημερομηνία αποπεράτωσης των εργασιών. Στις 5-12-2003 ο αρχικός υπόχρεος  ……. απεβίωσε και κληρονομήθηκε, μεταξύ άλλων, από το τέκνο του ……… Η ενάγουσα προκειμένου να εισπράξει την αμοιβή της άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 3.8.2005 και με αριθμό κατάθεσης ……/2005 αγωγή κατά του …… (και άλλων), τέκνου και καθολικού διαδόχου του αρχικού υπόχρεου …….., από την οποία παραιτήθηκε με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά στις 19.2.2008. Εν συνεχεία άσκησε την από 8.8.2008 (αρ. κατ. ……./2008) αγωγή της κατά του πρώτου εναγομένου, ……. (και λοιπών εναγομένων) υπό την ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόµου (τέκνου) και καθολικού διαδόχου του αρχικού οφειλέτη της …. ., η οποία εκδικάσθηκε ενώπιον του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 24.3.2009 και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4005/31.07.2009 απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία απέρριψε την αγωγή για τυπικό λόγο. Ακολούθως άσκησε την από 10.3.2010 με αριθμό κατάθεσης …../2010 αγωγή της κατά του ………. και λοιπών εναγομένων συγκληρονόμων ζητώντας να υποχρεωθεί ο ανωτέρω εναγόµενος να της καταβάλει το ποσό των €1.043.325,966. Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 5327/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία δέχθηκε την αγωγή. Κατόπιν, εκδόθηκε η τελεσίδικη υπ’ αριθ. 945/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς η οποία έκανε δεκτή την από 10.3.2010 αγωγή της, δεχόμενη ότι ο ………. οφείλει να της καταβάλλει εννιακόσιες χιλιάδες τετρακόσια τριάντα τρία (€ 900.433) ευρώ (εκ των οποίων ποσό 333.333 ευρώ με καταψηφιστική διάταξη και ποσό 567.100 ευρώ με αναγνωριστική διάταξη) νομιμοτόκως από 11.8.2005, καθώς και η υπ’ αριθ. 537/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε κατά το καταψηστικό της σκέλος την ως άνω τελεσίδικη απόφαση και αναγνώρισε ότι ο ……. και οι λοιπές δύο συγκληρονόµοι του ………. έχουν υποχρέωση να της καταβάλλουν κατ’ ισομοιρίαν το χρηματικό ποσόν των 2.701.299 ευρώ, ήτοι 900.433 ευρώ έκαστος με τον νόμιμο τόκο από την 11-8-2005. Με την  ένδικη αγωγή, η ενάγουσα προσδιορίζει την απαίτησή της συνολικά στο ποσό των 2.155.738 ευρώ [ήτοι για επιδικασθέν κεφάλαιο ποσό 900.433 ευρώ και για νόμιμους τόκους του κεφαλαίου αυτού από 11.8.2005 έως 01.02.2019 (χρόνος άσκησης της αγωγής) ποσό 1.255.305 ευρώ]. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει του υπ’ αριθ………./16.12.2003 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά . ……….., που έχει νόµιμα μεταγραφεί στις 23.8.2004 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μήλου, στον τόμο … και με αύξοντα αριθµό …, αγόρασε κατά πλήρη κυριότητα από την εταιρεία με την επωνυμία «……….» (……….), ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα σε οικόπεδο εκτάσεως 10.257,50 τ.μ. κείμενο στη …………. Το ως άνω συμβόλαιο διορθώθηκε με το υπ’ αριθ…./27.2.2006 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου και μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μήλου στον τόμο … με αριθμό …, στις 17.3.2006. Επιπλέον, το έτος 2006 ο πρώτος εναγόμενος απέκτησε ακόμη δυο ακίνητα: α) δυνάµει του υπ’ αριθμ. ……/27.2.2006 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά …….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μήλου στις 17.3.2016, στον τόμο … και αριθμό …, αγόρασε κατά πλήρη κυριότητα, από την εταιρεία με την επωνυμία «……..», ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στην περιοχή … του Δήµου …. της ομώνυμης νήσου του Νομού Κυκλάδων, εκτάσεως (731,70) τµ. και β) δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./27.2.2006 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που έχει νόμιµα μεταγραφεί στα βιβλία µεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μήλου στις 17.3.2016, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό …, αγόρασε κατά πλήρη κυριότητα από την εταιρεία µε την επωνυμία «………», ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη περιοχή …. του Δηµοτικού Διαµερίσματος … του Δήµου … της οµώνυμης νήσου του Νομού Κυκλάδων, εκτάσεως (401,20) τ.μ. Σημειώνεται ότι κατά την αγοραπωλησία των ανωτέρω ακινήτων, η πωλήτρια εξωχώρια εταιρεία «……..» που εδρεύει στη …. Λιβερίας εκπροσωπήθηκε από τη ……., θυγατέρα του …….. και αδελφή του ……, ενώ ο τελευταίος λόγω της ανηλικότητας του κατά τη σύνταξη του υπ’ αριθ. ……./16.12.2003 ως άνω συμβολαίου εκπροσωπήθηκε από την μητέρα του ……., σύζυγο του αποβιώσαντος …… Οπως δε προκύπτει από το περιεχόμενο του συμβολαίου αγοράς το ξενοδοχειακό συγκρότημα είχε αγοράσει η πωλήτρια αλλοδαπή εταιρεία στις 6.3.2003, δηλαδή λίγους μόνο μήνες πριν την πραγματοποίηση της πώλησης στον πρώτο εναγόμενο και ήταν μισθωμένο στην εταιρεία «………», συμφερόντων του …….., αντί ετήσιου, εικονικού όπως συνάγεται από το ύψος του, μισθώματος 1.760,82 ευρώ. Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του …….. στις 5.12.2003, τα τέκνα του από κοινού με την σύζυγο του έσπευσαν να πραγματοποιήσουν την μεταβίβαση της κυριότητας του ξενοδοχειακού συγκροτήματος και του οικοπέδου στο οποίο είχε κτισθεί, στον πρώτο εναγόμενο. Η χρονική εγγύτητα της μεταβίβασης αυτής με το θάνατο του ……, σε συνδυασμό με την ανηλικότητα του αγοραστή (πρώτου εναγομένου) και την κοινότητα των συμφερόντων της πωλήτριας εταιρείας και της οικογένειας ….., καταδεικνύει ότι η φερόμενη ως άνω αγορά πραγματοποιήθηκε με βεβιασμένο τρόπο, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα οικονομικά συμφέροντα της οικογένειας …. και όχι την επιχειρηματική δραστηριότητα του ανήλικου τότε ………. Στη συνέχεια, ο πρώτος εναγόμενος με το υπ’ αριθ. αριθ. ……./4.11.2010 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …., νομίμως μεταγραμμένου στις 2.12.2010 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μήλου στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …, προέβη στη σύσταση της δεύτερης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με μετατροπή της ατομικής του επιχείρησης. Οπως προκύπτει από το ανωτέρω συμβόλαιο, ο ίδιος κάλυψε εξ ολοκλήρου το μετοχικό κεφάλαιο της νεοσύστατης εταιρείας, που καθορίστηκε στο ποσό των δύο εκατομμυρίων τριακοσίων πέντε χιλιάδων τριακοσίων (2.305.300,00) ευρώ, με εισφορά σε είδος, μεταβιβάζοντας εν προκειμένω τα ως άνω τρία (3) ακίνητα στη κυριότητα της τελευταίας. Η εν λόγω σύσταση νέας εταιρείας που προήλθε από την μεταβολή οικονομικής μονάδας του πρώτου εναγομένου που δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα, δεν προβλέπεται από τις διατάξεις του εμπορικού δικαίου άλλα μόνο από τους αναπτυξιακούς νόμους (N.Δ. 1297/1972, N. 2166/ I993) και για το λόγο αυτό μετά την μετατροπή της ατομικής επιχείρησης η νέα εταιρεία απέκτησε ως ειδικός διάδοχος τα εισφερόμενα περιουσιακά στοιχεία. Συνεπώς, η εισφορά των ακινήτων αυτών στην νεοσύστατη ανώνυμη εταιρεία (και όχι καθ’ εαυτή η σύσταση της ανώνυμης εταιρείας) αποτελεί απαλλοτρίωση περιουσίας υπό την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ (Κορδογιαννόπουλος, ΑΙΔ 1947-1950.61).  Σύμφωνα με το άρθρο 36 του καταστατικού της δεύτερης εναγομένης (στο ανωτέρω υπ’αριθ.  ……../4.11.2010 συμβόλαιο), από την καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου, που πραγματοποιήθηκε ως ανωτέρω εκτέθηκε, ο ενάγων ανέλαβε διακόσιες τριάντα χιλιάδες πεντακόσιες τριάντα (230.530) ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας δέκα (10) ευρώ εκάστης. Συνεπώς με την ως άνω συμβολαιογραφική πράξη, με την οποία επήλθε μετατροπή της ατομικής επιχείρησης του ενάγοντος σε ανώνυμη εταιρεία, δεν απομειώθηκε η περιουσιακή του κατάσταση αλλά μεταβλήθηκε η μορφή του περιουσιακού του στοιχείου από κυριότητα επί ακινήτων σε κυριότητα επί μετοχών ανωνύμου εταιρείας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η λογιστική αξία των επίδικων ακινήτων που αποτελούσαν το κεφάλαιο της ατομικής επιχείρησης του ενάγοντος και εισφέρθηκαν στη νεοσύστατη εταιρεία, προσδιορίστηκε από την επιτροπή του άρθρου 9 του Κ.Ν. 2190/1920, ο έλεγχος της οποίας συνιστά προαπαιτούμενο για την υπαγωγή στις διατάξεις του αναπτυξιακού νόμου 2166/93. Σύμφωνα λοιπόν με τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη δικαιοπραξία δεν δύναται να χαρακτηριστεί καταδολιευτική, αφού με αυτήν δεν επήλθε ελάττωση της περιουσίας του ενάγοντος – οφειλέτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μην αρκεί προς ικανοποίηση της ενάγουσας – δανείστριας,  κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού τρίτου λόγου της υπό στοιχ. Γ) έφεσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στη συνέχεια ο ενάγων προέβη στην μετατροπή της δεύτερης εναγομένης εταιρείας σε ΙΚΕ, όπως αποδεικνύεται από την με αριθμό πρωτοκόλλου …./11.9.2018 ανακοίνωση του Επιμελητηρίου Κυκλάδων (Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ.), που καταχωρήθηκε στις 11.9.2018 στο Γ.Ε.ΜΗ. με ΚΑΚ ….. στην οποία συμπεριλαμβάνεται το από 20.7.2018 πρακτικό γενικής συνέλευσης των μετόχων της «…….», όπως επίσης το από 20.7.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό μετατροπής της ανώνυμης εταιρείας σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με επωνυμία «……» και το καταστατικό της μετατραπείσας εταιρείας. Από την επισκόπηση της ιδρυτικής Πράξης και του καταστατικού της ως άνω εταιρείας προκύπτει ότι ιδρυτές και μοναδικοί εταίροι της είναι δύο κυπριακές εταιρείες και δη η εταιρεία «…..» και η εταιρεία «……….», εδρεύουσες αμφότερες στη …. της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το εταιρικό κεφάλαιο της κατά μετατροπή δεύτερης εναγομένης εταιρείας ανερχόμενο σε 2.074.770 ευρώ, καλύφθηκε εξ ολοκλήρου με την καταβολή μετρητών από τους ιδρυτές της (ήτοι τις ανωτέρω κυπριακές εταιρείες), οι οποίοι έλαβαν το σύνολο των εταιρικών μεριδίων καθιστάμενοι μοναδικοί εταίροι της. Επίσης σύμφωνα με το καταστατικό της, η κατά μετατροπή εταιρεία απέκτησε τα περιουσιακά στοιχεία της δεύτερης εναγομένης και συγκεκριμένα τα ακίνητα που είχαν εισφερθεί κατά τη σύσταση της, χωρίς να υφίστανται μετά την ολοκλήρωση της ίδρυσης της ΙΚΕ οι μετοχικές αξίες που διέθετε ο πρώτος εναγόμενος. Εξάλλου, στη νέα εταιρεία ο ……… δεν μετέχει, τουλάχιστον εμφανώς, στο εταιρικό κεφάλαιο της και για το λόγο αυτό δεν υφίστανται πλέον περιουσιακά αγαθά σχετικά με τη συμμετοχή του σε εταιρείες που να υπόκεινται σε πράξεις εκτέλεσης εκ μέρους της ενάγουσας. Συνεπώς κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (27.09.2019), ο ενάγων δεν διέθετε εμφανή περιουσιακά στοιχεία που να επαρκούν για την ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας. Ωστόσο η αποξένωση του ενάγοντος από την περιουσία του επήλθε με το από 20.7.2018 πρακτικό γενικής συνέλευσης των μετόχων της «……….» και το από 20.7.2018 ιδιωτικό συμφωνητικό μετατροπής της ανώνυμης εταιρείας σε ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με επωνυμία «…………», που όμως δεν προσβάλλονται με την ένδικη αγωγή. Αντίθετα η προσβαλλόμενη με την αγωγή, υπ’αριθ. ……../4.11.2010 δικαιοπραξία του συμβολαιογράφου Αθηνών ………… δεν ενέχει στοιχεία καταδολίευσης κατά την έννοια του άρθρου 939 ΑΚ, αφού σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δι’αυτής δεν απομειώθηκε η εμφανής περιουσία του ενάγοντος, ούτε αυτός κατέστη αφερέγγυος περί την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του έναντι της ενάγουσας, αλλά η εμφανής περιουσία του μεταβλήθηκε από κυριότητα επί ακινήτων σε κυριότητα επί μετοχών ανωνύμου εταιρείας. Κατόπιν των ανωτέρω, μετά την παραδοχή ως βάσιμου του ανωτέρω λόγου της υπό στοιχ. Γ’ έφεσης και απορριπτόμενων των λοιπών λόγων των κρινόμενων εφέσεων, με τους οποίους πλήττονται παραδοχές της πρωτοβάθμιας απόφασης σχετικές με το ύψος της απαίτησης της ενάγουσας, την αξία των απαλλοτριωθέντων ακινήτων και τη γνώση της δεύτερης εναγομένης, ως τρίτης στην επίδικη δικαιοπραξία, ενώ επαναφέρεται με λόγο έφεσης της εκκαλούσας της υπό στοιχ.Β’ έφεσης και προβάλλεται το πρώτον (λόγω της ερημοδικίας του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα η κατ’άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικαστεί και να απορριφιθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στη συνέχεια, εφόσον έγινε δεκτή η από 6.5.2022 (υπό στοιχ. Γ’) έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου έφεσης στον εκκαλούντα που νίκησε (άρθρ. 495 παρ.3 εδ. δ’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες οι από 6.5.2022 (υπό στοιχ. Α) έφεση και από 15.4.2022 (υπό στοιχ. Β’) έφεση και να διαταχθεί η εισαγωγή των αντίστοιχων παραβόλων στο δημόσιο ταμείο λόγω της ήττας των εκκαλούντων (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα και στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας που προκλήθηκαν από την άσκηση και την εκδίκαση όλων των εφέσεων, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εύλογης αμφιβολίας ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρ. 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 6-5-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022) έφεση, β) την από 15-4-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022) έφεση και γ) την από 6-5-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/2022) έφεση, στρεφομένες κατά της υπ’ αριθμ. 1761/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την από 6-5-2022 (υπό στοιχ.Α΄) έφεση τυπικά και

Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο, του παραβόλου της έφεσης, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ………../06-05-2022, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.

Δέχεται την από 15-4-2022 (υπό στοιχ. Β’) έφεση τυπικά και

Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο, του παραβόλου της έφεσης, που μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ………/03-05-2022, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.

Δέχεται την από 6-5-2022 (υπό στοιχ.Γ’) έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την απόδοση στο εκκαλούντα, του παραβόλου της έφεσης που αυτός κατέθεσε και μνημονεύεται ρητά στη συνταχθείσα από το Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμό ………/09-05-2022, έκθεση καταθέσεως δικογράφου ενδίκου μέσου.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθ. 1761/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 1-2-2019 αγωγή.

Απορρίπτει την από 1-2-2019 αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων για όλες τις εφέσεις.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις  20.6.2024  και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 27.6.2024

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ