ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 443/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τον Γραμματέα Σ.Τ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μάρθα Αθανασοπούλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και με διακριτικό τίτλο «……….», η οποία εδρεύει στην ……. (…………), με υποκατάστημα στον ……. Αττικής, επί της οδού ………, αρ. ………, με ΑΦΜ …….., η οποία προήλθε από μετατροπή σε Α.Ε. της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τoν πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Μπαταγιάννη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 5-5-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2022 αγωγή της, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1683/2023 απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα, με την από 2-10-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2023 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, …………/2023), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 7-3-2024, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 25 § 2 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 2-10-2023 και εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα (5-9-2023), [(βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Π. Κριάρη επί αντιγράφου της πρωτόδικης απόφασης) άρθρα 495 – 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 §§ 1 και 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 § 1 εδαφ. α’ και 7 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 614 αρ.3, 621-622 ΚΠολΔ). Επισημαίνεται, ότι η εκκαλούσα εκ του περισσού κατέθεσε το υπ΄αριθμ. κωδ. ……………. e-παράβολο, ποσού εκατό ευρώ, χωρίς να υποχρεούται προς τούτο, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της υπό κρίση έφεσης, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ). Επομένως, ανεξαρτήτως της έκβασης της υπόθεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του ως άνω παραβόλου στην εκκαλούσα.
Κατά το άρθρο 5 § 3 του ν. 3198/1955 η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν είναι έγκυρη η καταγγελία αν δεν καταβληθεί ολόκληρη η οφειλόμενη αποζημίωση στον απολυόμενο μισθωτό. Εξάλλου κατά το άρθρο 6 § 2 του β.δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 και 5 παρ. 1 του ν.2112/1920, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει, χωρίς προμήνυση, τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αν κατά του μισθωτού υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη, η οποία διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα, που φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Απαραίτητη προϋπόθεση για το κύρος της ως άνω καταγγελίας, είναι η υποβολή της μήνυσης ή η απαγγελία της κατηγορίας να έχει ήδη γίνει πριν από την καταγγελία. Η αξιόποινη πράξη, για την οποία υποβλήθηκε μήνυση πρέπει να έχει σχέση με την εκτέλεση της υπηρεσίας, διότι αν είναι άσχετη και απαγγέλθηκε κατά του εργαζόμενου κατηγορία, πρέπει να έχει το χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Εάν επακολουθήσει απαλλαγή με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, το κύρος της καταγγελίας κατ’ αρχήν, δεν επηρεάζεται, αλλά ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα να απαιτήσει την αποζημίωση για τη λύση της συμβάσεως. Και μόνο εάν ο εργοδότης παραλείψει την καταβολή της αποζημίωσης μέσα σε εύλογο χρόνο, από την προς αυτόν κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της δικαστικής αποφάσεως, επέρχεται εκ των υστέρων ακυρότητα της καταγγελίας και αυτός καθίσταται υπερήμερος ως εργοδότης. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης, για τον πιο πάνω λόγο της αξιόποινης συμπεριφοράς του μισθωτού, δεν υπόκειται στις διατυπώσεις του ν. 3198/1955, ούτε προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, εκτός αν στην πραγματικότητα η καταγγελία της παραπάνω εργασιακής σύμβασης έγινε για λόγους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ (όπως όταν η μήνυση υποβλήθηκε επίτηδες, παρά το αβάσιμο της κατηγορίας και ήταν έτσι ψευδής και προσχηματική και έγινε από εκδίκηση ή εχθρότητα προς το μισθωτό ή για καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του), οπότε η απόλυση είναι άκυρη από τον ανεξάρτητο αυτό λόγο (ΑΠ 1230/2018, ΑΠ 930/2017, ΑΠ 444/2016, ΑΠ 991/2015, ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 965/2013). Εξ άλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 174, 180, 281, 288, 349, 350, 361, 648, 652, 656, 669 ΑΚ και 7 εδ. α` του ν. 2112/1920, συνάγεται ότι η καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι` αυτό δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από τον καταγγέλλοντα. Αποτελεί, όμως, άσκηση δικαιώματος και, κατά συνέπεια, είναι απαγορευμένη, όταν γίνεται καταχρηστικά, δηλαδή υπό περιστάσεις, οι οποίες στοιχειοθετούν προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Σε μία τέτοια περίπτωση, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος να δεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή του μισθού προς αυτόν. Η καταγγελία είναι καταχρηστική και όταν γίνεται εκ λόγων εκδίκησης ή εχθρότητας, συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του εργαζομένου νόμιμης μεν, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη (ΑΠ 315/2014). Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια εμφανής ή αληθής αιτία, διότι, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, δεν είναι ο εργοδότης, εκείνος που πρέπει να τη δικαιολογήσει. Ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη. Και αντιστρόφως, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου ή την από πλευράς εκείνου παραβίαση των συμβατικών του υποχρεώσεων (ΑΠ 179/2016), διότι, τότε, κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει την καλή λειτουργία της σύμβασης. Αλλά και όταν, ακόμη, αυτό δεν συμβαίνει, η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική, διότι, εάν ετίθετο τέτοια προϋπόθεση, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, από αναιτιώδης δικαιοπραξία, θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 258/2019, ΑΠ 1672/2018, ΑΠ 1584/2018, ΑΠ 729/2018, ΑΠ 166/2018, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 769/2016).
Με την από 5-5-2022 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, εκθέτει ότι προσλήφθηκε, με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την εναγόμενη, υπό την τότε επωνυμία «……..», προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες της ως υπάλληλος γραφείου στο υποκατάστημα, που διατηρούσε στον Πειραιά, με αντικείμενο τις ζωοτροφές αντί συμφωνημένης πενθήμερης πλήρους οκτάωρης απασχόλησης, πλέον δύο Σαββάτων το μήνα. Ότι εργαζόταν ως η μόνη υπάλληλος γραφείου, υπό τις οδηγίες του τότε νομίμου εκπροσώπου της, ……….. ., χωρίς περιθώρια πρωτοβουλίας και χωρίς να εκτελεί συναλλαγές με τράπεζες. Ότι μετά από περίπου δύο με τρία έτη, ο ………. μετοίκησε για τα …….., με αποτέλεσμα η ίδια να διεκπεραιώνει όλη τη γραφειοκρατική εργασία του καταστήματος Πειραιά, εξακολούθησε όμως ο ανωτέρω, και ο πατέρας του, ……….., να της παρέχουν καθημερινά οδηγίες. Ότι έκτοτε, ειδικότερα, η ίδια μετέβαινε κάθε μεσημέρι στην τράπεζα, παρακολουθούσε τα υπόλοιπα οφειλών πελατών, τις επισκευές των εξαρτημάτων, ενώ οι πωλήσεις γίνονταν με τιμοκατάλογο του κεντρικού καταστήματος της ………., το οποίο πραγματοποιούσε και τις οικονομικές συμφωνίες. Ότι ο μισθός της κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ήταν μεικτά 703,33 ευρώ και οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 540,00 ευρώ. Ότι, δεδομένου του μεγάλου φόρτου εργασίας της, τον Νοέμβριο του 2016, προσελήφθη στο ίδιο υποκατάστημα από τον ……… ως κατώτερη υπάλληλος – βοηθός υπάλληλος γραφείου, χωρίς οποιαδήποτε αρμοδιότητα, η ………… Ότι η εργασιακή της πορεία παρέμεινε σταθερά έντιμη και αποτελεσματική, ουδείς δε την είχε μεμφθεί για οτιδήποτε μέχρι και τις 12-11-2018, ενώ τελούσε πάντοτε υπό τις οδηγίες της εναγόμενης, όπως αυτές της δίδονταν από τα κεντρικά της εταιρείας στην ……….., και ειδικότερα από τον …… και τους υιούς του, … και ……….. Ότι στις 12-11-2018, οπότε προσήλθε κανονικά στην εργασία της, μετά από άδεια που υποχρεώθηκε να λάβει, λόγω προηγούμενης διαφωνίας με τους εργοδότες της για το ωράριο εργασίας της, ο ………… της απαγόρευσε να εργασθεί κανονικά στη θέση εργασίας της και την υποχρέωσε να αναμένει στις καρέκλες υποδοχής πελατών, απευθυνόμενος στην ίδια ειρωνικά, ενώ στις εύλογες διαμαρτυρίες της, την παρότρυνε να παραιτηθεί. Ότι ο ανωτέρω, καθώς και ο αδελφός του …………., αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της εναγόμενης, αρνήθηκαν να αποδεχθούν τις προσηκόντως από την ίδια προσφερόμενες υπηρεσίες της και από το σύνολο των περιστάσεων προέκυπτε, χωρίς αμφιβολία, ότι εκδήλωναν τη θέλησή τους για λύση της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να την εξωθήσουν σε οικειοθελή αποχώρηση. Ότι την επομένη ημέρα, στις 13-11-2018, κι ενώ ήταν ασθενής, της κοινοποιήθηκε από την εναγόμενη αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης της περιουσίας της μέχρι του ποσού των 50.000,00 ευρώ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απέδιδαν στην ίδια και στην υπάλληλο ……….., ότι εξέδιδαν πλαστά χειρόγραφα παραστατικά διακίνησης, και υπεξαιρούσαν το τίμημα των πωλήσεων και εμπορεύματα, συνολικής αξίας 42.500,00 ευρώ, αδικήματα για τα οποία, κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω αίτηση, έχει ασκηθεί εναντίον της μήνυση. Ότι, ακολούθως, στις 20-11-2018 της κοινοποιήθηκε με δικαστικό επιμελητή το έντυπο «6» έκτακτης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, με μηδενική αποζημίωση απόλυσης, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, ούτε αναφορά σε υποβληθείσα σε βάρος της μήνυση, με αναγραφόμενη, αναληθώς, ως τελευταία ημερομηνία απασχόλησής της, την 15η-11-2018. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, που εκδηλώθηκε στην ίδια στις 12-11-2018, και προ πάσης υποβολής μήνυσης εναντίον της, είναι παράνομη και καταχρηστική, καθώς έλαβε χώρα ψευδώς, με πρόθεση μείωσης της τιμής και της αξιοπρέπειάς της, εν γνώσει της αναλήθειας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν σκοπιμότητες και επιλήψιμα συμφέροντα της εργοδότριας και των μελών της διοίκησής της, ήταν δε σχεδιασμένη και υπαγορευμένη από λόγους κακότητας, προς την καταστρατήγηση των νόμιμων δικαιωμάτων της. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της στηρίχθηκε στο εφεύρημα της ύπαρξης τριών χειρόγραφων δελτίων αποστολής με καταγραφή σε αυτά του αύξοντα αριθμού «1», γεγονός που συνιστά συνήθη επιχειρηματική πρακτική των διοικήσεων, η οποία εφαρμόζεται όταν η επιχείρηση προβαίνει σε αδήλωτη πώληση εμπορευμάτων, με σκοπό φοροδιαφυγής. Ότι μόνο η ίδια η επιχείρηση είχε να κερδίσει από την αναγραφή του αριθμού «1» σε δελτία αποστολής, τα οποία προφανώς είναι αληθή και εκδόθηκαν από την ίδια την επιχείρηση. Ότι λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της και υποχρεούται στην καταβολή μισθών υπερημερίας της για το χρονικό διάστημα από την άκυρη απόλυσή της, στις 12-11-2018, έως και τον Μάιο του 2022, μετά Δώρου Χριστουγέννων, Δώρου Πάσχα και επιδόματος αδείας, συνολικού ποσού 28.000,00 ευρώ. Ότι, επιπλέον, η ανωτέρω απόλυσή της για το λόγο ότι δήθεν ιδιοποιήθηκε παράνομα εμπορεύματα της επιχείρησης και εξέδιδε πλαστά παραστατικά είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ιδιαίτερη μείωση της προσωπικότητάς της και της επαγγελματικής της αξίας και της προκάλεσε ηθική βλάβη, για την οποία πρέπει να της επιδικασθεί ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 30.000,00 ευρώ. Ότι, εξάλλου, εμπρόθεσμα εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 § 1 του ν. 3198/1955 άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την υπό ΓΑΚ …../2019 και ΕΑΚ …./2019 αγωγή της, η οποία κοινοποιήθηκε στην εναγόμενη στις 12-2-2019, συνταχθείσας της υπ’ αριθμ. …/12-2-2019 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών . …, και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 4-6-2019, οπότε και ματαιώθηκε. Ότι την ως άνω αγωγή της επανέφερε με την από 12-6-2019 με ΓΑΚ …/2019 και ΕΑΚ …/2019 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στις 31-10-2019, οπότε και κατόπιν διαδοχικών αναβολών και ματαιώσεων της συζήτησής της λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας covid-19, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 10-2-2022, οπότε παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ως άνω αγωγής, με δήλωση της στο ακροατήριο που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, με αποτέλεσμα τη διακοπή της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 § 1 του ν. 3198/1955. Με βάση το ιστορικό αυτό, και κατόπιν παραδεκτής, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου της, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της εκκαλουμένης και μνεία στις προτάσεις της (άρθρο 223 εδ. β’ ΚΠολΔ), α) παραίτησης εκ του αιτήματος καταβολής μισθών υπερημερίας από 5-5-2022 μέχρι τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, και β) μερικού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, ως προς το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ζήτησε: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 12-11-2018 σιωπηρής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της και της από 20-11-2018 επιγενόμενης, με την κοινοποίηση του ειδικού εντύπου 6, καταγγελίας της ίδιας σύμβασης εργασίας της, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 28.000 ευρώ, ως μισθούς υπερημερίας από 12-11-2018 έως 5-5-2022, συμπεριλαμβανομένων Δώρων Χριστουγέννων, Δώρων Πάσχα και επιδόματος αδειών, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε μηνιαίος μισθός καθίστατο ληξιπρόθεσμος και απαιτητός και από την ημέρα που αντίστοιχα κάθε ως άνω δώρο και επίδομα καθίστατο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και γ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 30.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1683/2023 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα – εκκαλούσα και ζητεί με τους λόγους έφεσής της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει, να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα διαμαρτύρεται ότι η εκκαλουμένη παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 § 1 του ν. 3198/1955, κρίνοντας εσφαλμένα ότι ως προς το επιπλέον αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της από 20-11-2018 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, η υπό κρίση αγωγή δεν ασκήθηκε εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας. Με τον δεύτερο δε λόγο έφεσης, ο οποίος εδράζεται στον πρώτο, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη άφησε αδίκαστο αίτημά της, και ειδικότερα δεν εξέφερε δικαιοδοτική κρίση στο αίτημα της, περί αναγνώρισης της ακυρότητας της από 20-11-2018 έγγραφης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της, το οποίο έκρινε ως εκπρόθεσμο. Πράγματι, εκ προφανούς παραδρομής, η εκκαλουμένη θεώρησε ότι ως προς το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της από 20-11-2018 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, η υπό κρίση αγωγή δεν ασκήθηκε εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας. Ωστόσο, ουδεμία δικονομική κύρωση υπέστη εξ αυτής της κρίσης η ενάγουσα, καθότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς το αίτημα αναγνώρισης ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπεισήλθε στην ουσία της υπόθεσης και στην εξέταση όλων των αγωγικών ισχυρισμών. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη έκρινε ότι «η ενάγουσα δεν επικαλείται την ύπαρξη δύο διαφορετικών καταγγελιών ή μεταγενέστερης επικουρικής καταγγελίας από την εναγόμενη, αλλά πρόκειται για το ίδιο βιοτικό συμβάν και μία καταγγελία που κατά τους ισχυρισμούς της συντελέστηκε στις 12-11-2018, της οποίας επακολούθησε έγγραφο, ενώ ο επικαλούμενος λόγος της ακυρότητάς της αφορά αποκλειστικά την καταχρηστικότητα της άσκησής της κι όχι άλλους λόγους ακυρότητας (π.χ. έλλειψη εγγράφου). Το δε ζήτημα εάν πράγματι η επίδικη καταγγελία έλαβε χώρα στις 12-11-2018 που κατά τα ανωτέρω καθιστά εμπρόθεσμη την άσκηση της υπό κρίση αγωγής άπτεται των αποδείξεων». Οι αιτιάσεις της εκκαλούσας θα είχαν νομική θεμελιωτική τεκμηρίωση, εάν στην υπό κρίση αγωγή, υφίσταντο πράγματι δύο αυτοτελείς νομικές βάσεις, ως προς την ακυρότητα της ένδικης καταγγελίας, κάτι όμως που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, δοθέντος ότι και η ίδια η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι είναι καταχρηστική η καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας, που εκδηλώθηκε σιωπηρώς στις 12-11-2018 και γνωστοποιήθηκε και εγγράφως στις 20-11-2018. Η δε εκκαλουμένη, συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία έκρινε ότι «η από 12-11-2018 ένδικη αζήμια καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, η οποία της κοινοποιήθηκε και εγγράφως στις 20-11-2018 από τα αρμόδια όργανα της εναγόμενης, λόγω μηνύσεως, είναι έγκυρη και δεν συνιστά αδικοπραξία και συνεπώς αρνούμενη η εναγόμενη την αποδοχή των υπηρεσιών της, δεν κατέστη υπερήμερη, ώστε η ενάγουσα δεν δικαιούται ούτε μισθούς υπερημερίας, ούτε και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για προσβολή της προσωπικότητάς της». Κατόπιν τούτων, οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, οι οποίες περιλαμβάνονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την υπ’ αριθμ. ……/11-1-2023 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, με πρωτοβουλία της οποίας λήφθηκε, μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγόμενης, από όλα τα νόμιμα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα, μεταξύ δε των τελευταίων και οι ένορκες βεβαιώσεις, καθώς και οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, που δόθηκαν στα πλαίσια της ποινικής δίκης σχετικά με το ίδιο επίδικο συμβάν, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 339 σε συνδ. με άρθρο 395 KΠολΔ, ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 736/2016, ΑΠ 897/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει προφορικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη εντός του έτους 2009, σε ημερομηνία που δεν προέκυψε επακριβώς, μεταξύ της εναγόμενης και της ενάγουσας, η τελευταία προσελήφθη προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος γραφείου στο υποκατάστημα που διατηρούσε η εναγόμενη στον Πειραιά, επί της οδού …, αρ. …., με αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας, μεταξύ άλλων, την εμπορία αγροτικών, δημητριακών προϊόντων και την παραγωγή, επεξεργασία και εμπορία ζωοτροφών. Στη συνέχεια, στις 31-5-2011, συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, της δε εναγόμενης υπό την τότε επωνυμία της «…………..», πριν τη μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία, έγγραφη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης, 20 ωρών εβδομαδιαίως, αντί μισθού 400,00 ευρώ, στην πραγματικότητα όμως η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας ήταν πλήρους εξαήμερης απασχόλησης, καταρτισθείσα ήδη από το έτος 2009, κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου, στο ίδιο κατάστημα απασχολούνταν αρχικά ο τότε νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης, …………….., ο οποίος στη συνέχεια μετακινήθηκε στο κατάστημα που διατηρούσε η εναγομένη στην πόλη των ……. Έκτοτε, η ενάγουσα, ως έμπειρη υπάλληλος, ανέλαβε πρόσθετες αρμοδιότητες, με αποτέλεσμα τον μεγάλο φόρτο εργασίας της, που οδήγησε στην από μέρους της εναγόμενης πρόσληψη, τον Νοέμβριο του έτους 2016, και άλλης υπαλλήλου γραφείου, ως βοηθού της ενάγουσας, ήτοι της υπαλλήλου . …… Ειδικότερα, στις αρμοδιότητες της ενάγουσας, ως υπαλλήλου γραφείου, ήταν, να λαμβάνει παραγγελίες και να μεριμνά για την εκτέλεσή τους και την παράδοση των εμπορευμάτων στους πελάτες, να εκδίδει τα σχετικά παραστατικά πώλησης, να εισπράττει το τίμημα των πωλήσεων από τους πελάτες, να παραλαμβάνει αξιόγραφα κλπ. Εξάλλου, η ενάγουσα διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον ………, με τον οποίο είχε τακτική επικοινωνία και μετά την αποχώρησή του από το συγκεκριμένο υποκατάστημα, λαμβάνοντας τις σχετικές οδηγίες και εντολές για την εκτέλεση των καθηκόντων της, ενώ η εναγόμενη ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε στην ενάγουσα για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων αυτών. Η αγαστή συνεργασία των διαδίκων, στο πλαίσιο της επίδικης σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, διατηρήθηκε μέχρι τον Νοέμβριο του έτους 2018, οπότε η εναγόμενη, δια των νομίμων εκπροσώπων της, με αφορμή την ύπαρξη τριών χειρόγραφων δελτίων αποστολής, που έφεραν άπαντα τον αριθμό «1», για τα οποία δεν είχαν εκδοθεί τα αντίστοιχα δελτία αποστολής – νόμιμα φορολογικά στοιχεία, απέδωσε στην ενάγουσα και την ανωτέρω υπάλληλο … …, ότι διέπραξαν υπεξαίρεση και πλαστογραφία σε βάρος της εταιρείας. Ειδικότερα, σύμφωνα με έκτακτο έλεγχο που διενήργησε, κατ’ εντολή της εναγόμενης, ο λογιστής της εταιρείας, ……….., για το έτος 2018, στις 10 και 11 Νοεμβρίου 2018, ο τελευταίος, κατά τα αναφερόμενα στην από 28-3-2019 έκθεση ένορκης εξέτασής του, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, διαπίστωσε ότι η συνολική αξία των ποσοτήτων ζωοτροφών, οι οποίες είχαν πωληθεί σε τρίτους, χωρίς παραστατικά, ανέρχονταν κατά το έτος 2018 στο συνολικό ποσό των 42.500,00 ευρώ. Στις 12-11-2018 και ώρα 12.30, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ……., υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, έγκληση σε βάρος της ενάγουσας και της έτερης υπαλλήλου ……….., για το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία. Όταν ο ανωτέρω νόμιμος εκπρόσωπος επέστρεψε στο υποκατάστημα της εταιρείας, κατέστησε στην ενάγουσα σαφή τη βούληση της εναγόμενης για λύση της σύμβασης εργασίας. Συνεπώς, αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι κατά την ημέρα εκείνη (12-11-2018), τις πρωινές ώρες και πριν την υποβολή της έγκλησης, η εναγόμενη αρνήθηκε να δεχτεί την εργασία της, καθώς τη βούληση της εταιρείας την εξωτερικεύει και την εκφράζει ο νόμιμος εκπρόσωπός της και, εν προκειμένου, ο ……… Η αναμονή της ενάγουσας στα γραφεία της εταιρείας δεν συνιστά σιωπηρή εκδήλωση της βούλησης για λύση της εργασιακής σχέσης, αλλά είχε ως λόγο την ανάγκη προσέλευσης του νομίμου εκπροσώπου στο υποκατάστημα, ο οποίος και μετά την υποβολή της έγκλησης ήρθε σε δια ζώσης επικοινωνία με την ενάγουσα και εξωτερίκευσε, ως ο μόνος αρμόδιος, την πρόθεση της εναγόμενης για λύση της εργασιακής σχέσης. Επιπλέον, αποδείχτηκε ότι ο λόγος καταγγελίας της εργασιακής σχέσης της εναγόμενης με την ενάγουσα ήταν αποκλειστικά και μόνο, η γνώση των αναφερομένων στοιχείων, που καθιστούσαν σφόδρα πιθανή την τέλεση εκ μέρους της ενάγουσας ιδιαίτερα σοβαρών πράξεων σε βάρος της εταιρείας, αναγομένων στην εκτέλεση των εργασιακών της καθηκόντων και στα πλαίσια αυτών. Ειδικότερα, οι πράξεις της ενάγουσας για τις οποίες υποβλήθηκε η ΑΒΜ ……… έγκληση σε βάρος της, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της εναγόμενης αφορούσαν σε πράξεις ιδιοποίησης χρηματικών ποσών τα οποία φέρονταν ότι είχε εισπράξει και περιέλθει στην κατοχή της από πωλήσεις σε τρίτους εμπορευμάτων της εταιρίας χωρίς τη γνώση και έγκριση της εναγόμενης, προβαίνοντας για αυτόν τον σκοπό σε πράξεις κατάρτισης πλαστών εγγράφων και δη φορολογικών παραστατικών. Η ως άνω έγκληση δεν ήταν προσχηματική, ούτε έγινε από εκδίκηση ή εχθρότητα προς την εγκαλούσα ή για καταστράγηση των νόμιμων δικαιωμάτων της και δη της λήψης αποζημίωσης απόλυσης. Αντιθέτως, βάσει του ανωτέρω αναφερόμενου ελέγχου από τον λογιστή της εναγόμενης, κλονίστηκε και διερράγη η σχέση εμπιστοσύνης της τελευταίας με την ενάγουσα, η καταγγελία δε της σύμβασης εργασίας, υπαγορεύτηκε από λόγους προστασίας και διαφύλαξης των οικονομικών συμφερόντων της εναγόμενης. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα, με την υπ’ αριθμ. 559/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, αθωώθηκε, και ομοίως η συγκατηγορούμενή της ………., για τις αποδιδόμενες σε αυτήν πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα κατά μόνας και κατά συναυτουργία και της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση. Ωστόσο, η αθώωση της ενάγουσας ουδόλως άγει στο συμπέρασμα, ότι η υποβολή της σχετικής έγκλησης εκ μέρους της εναγομένης ήταν προσχηματική και στόχευε στην αποφυγή καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης και ότι δεν στηριζόταν στην ακλόνητη πεποίθηση αυτής (εναγομένης) ότι η ενάγουσα είχε πράγματι τελέσει τις αποδιδόμενες σε αυτήν πράξεις. Ουδόλως, άλλωστε, διαλαμβάνεται τέτοιο σκεπτικό στην εν λόγω ποινική απόφαση. Εξάλλου, το ότι η ενάγουσα απαλλάχθηκε των κατηγοριών που της αποδόθηκαν, δεν αναιρεί ότι η εναγόμενη πίστευε στην αλήθεια των ισχυρισμών που ανέπτυξε με την έγκλησή της, αφού η έγκληση αυτή δεν κρίθηκε ψευδής, ούτε τέθηκε εξ αρχής στο αρχείο ως προφανώς αβάσιμη. Η αμετάκλητη ποινική αθώωση της ενάγουσας δεν δύναται, δίχως άλλο, να οδηγήσει σε υιοθέτηση της αγωγικής βάσης και δη στην ακύρωση της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης λόγω καταχρηστικότητας. Και τούτο, διότι η υποβολή της έγκλησης, συνδέονταν με τα ανωτέρω αναφερόμενα στοιχεία, τα οποία περιήλθαν σε γνώση της εναγόμενης. Δεν προέκυψε δε ότι τα στοιχεία αυτά κατασκευάστηκαν προς σκοπώ αποφυγής καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης, ούτε ότι η καταγγελία έλαβε χώρα προσχηματικώς, από λόγους εχθρότητας. Η υποβολή της ως άνω έγκλησης, και συνακόλουθα η καταγγελία της εργασιακής σχέσης, αποτέλεσε άσκηση νομίμου δικαιώματος και δεν έγινε καταχρηστικά, υπό περιστάσεις οι οποίες να στοιχειοθετούν προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης της ενάγουσας έγινε, διότι κλονίστηκε ισχυρά η σχέση εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τις εργασιακές σχέσεις. Άλλωστε, το ύψος των μηνιαίων αποδοχών της ενάγουσας (αλλά και της έτερης υπαλλήλου ……….) και, συνακόλουθα, το ύψος του ποσού της αποζημίωσης, που θα έπρεπε να καταβληθεί στην ενάγουσα στην περίπτωση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, λαμβάνοντας υπόψη τον σημαντικό κύκλο εργασιών της εναγόμενης, δεν δύναται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εναγομένη απεργάστηκε μεθόδευση, προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή της αποζημίωσης αυτής. Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη καταγγελία είναι άκυρη ήδη από τη στιγμή της άσκησής της, ως καταχρηστική, ούτε ότι αυτή έλαβε χώρα εν γνώσει του ψεύδους των καταγγελιών σε βάρος της ενάγουσας ή για άλλους αποδοκιμαστέους από την έννομη τάξη λόγους που δεν σχετίζονται με την υποβολή της μήνυσης σε βάρος της. Η δε απαλλαγή της ενάγουσας εκ των ανωτέρω κατηγοριών, δεν επηρεάζει κατ’ αρχήν το κύρος της καταγγελίας, αλλά αυτή αποκτά δικαίωμα να απαιτήσει την αποζημίωση για τη λύση της σύμβασης, αίτημα που δεν περιλαμβάνεται στην υπό κρίση αγωγή. Ακόμη, ουδόλως αποδείχτηκε, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα, ότι οι σχέσεις της με την οικογένεια …………, με την οποία συνεργαζόταν από το 2009, διαταράχθηκαν σε χρόνο πριν την επίδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας μάλιστα με τρόπο καθοριστικό και απόλυτο, ώστε η εναγόμενη να μεθοδεύσει την υποβολή της επίδικης έγκλησης για την απόλυση της. Επιπλέον, δεν αποδείχτηκε ότι υπήρχε αντιδικία μεταξύ των αδελφών … και ………, ούτε έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ τους, καθώς η σχέση τους ήταν ανέκαθεν αγαστή, συνεχίζουν δε να συνεργάζονται και να συμπράττουν στην ίδια εταιρεία. Τέλος, ουδόλως προέκυψε ότι με την υποβολή της επίδικης έγκλησης οι διοικούντες την εναγομένη, θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τυχόν δικές τους ευθύνες ή να εξυπηρετήσουν άνομα συμφέροντά τους, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι δύο (2) ημέρες περίπου μετά την απόλυση της ενάγουσας, διενεργήθηκε επιτόπιος φορολογικός έλεγχος από το ΣΔΟΕ εντός του υποκαταστήματος στον Πειραιά και επιβλήθηκε στο κατάστημα πρόστιμο περί των 700,00 ευρώ, ενώ επίσης άμεσα σφραγίστηκε το συγκεκριμένο υποκατάστημα, για φορολογική παράβαση, τα στοιχεία της οποίας, όμως, δεν προέκυψαν. Ήτοι, δεν προέκυψε, απουσία σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ο ακριβής χρόνος που ξεκίνησε ο εν λόγω φορολογικός έλεγχος, αν και σε ποιο χρόνο οι εκπρόσωποι της εναγομένης είχαν ενημερωθεί για τον έλεγχο αυτό ούτε τα ακριβή αποτελέσματά του και ο λόγος επιβολής του ως άνω προστίμου. Ωστόσο, η επίδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, ακόμα κι αν οι λόγοι αυτής σχετίζονται με τον ανωτέρω φορολογικό έλεγχο, δε θα μπορούσε να εμποδίσει αυτόν, ούτε απέτρεψε στην προκείμενη περίπτωση, τις κυρώσεις που πράγματι επιβλήθηκαν στην εναγομένη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε όσα και το παρόν, και απέρριψε την αγωγή, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο, και ο τρίτος λόγος έφεσης, όπως αυτός αναλύεται στο δικόγραφο και αφορά σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. πρέπει να απορριφθεί, ελλείψει δε άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της. Τέλος, η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου που έχει προκαταβληθεί στην εκκαλούσα.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 11-9-2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓPAMMATEAΣ