Αριθμός 325/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………… 2) …………. και 3) ……………, οι οποίοι άπαντες (1-3) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Αντώνιο Πράτα.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….» και τον διακριτικό τίτλο «………….» που εδρεύει στο ………. Αττικής (οδός ………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Αγγελική-Ειρήνη Πετσινάκη [ΧΑΡΑΚΤΙΝΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].
Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.4.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2023) ανακοπή και το από 18.5.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2023) δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής, επί των οποίων (ανακοπής και προσθετων αυτής λόγων) εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 2172/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους αυτής λόγους.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτονες-ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοής και ήδη εκκαλούντες με την από 18.9.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………./2023) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 15η.2.2024, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …………//2023 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 2172/2023 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 6-7-2023 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 19-9-2023 δίχως εν τω μεταξύ να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το απαιτούμενο παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με αριθμό …………-./2023 e-παράβολο).
Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την με αριθμό καταθ. …………/2023 ανακοπή και τους με αριθμό καταθ. ………../2023 προσθέτους λόγους πού άσκησαν κατά της ήδη εφεσίβλητης εταιρίας ζήτησαν για τους αναφερόμενους στα δικόγραφα αυτά λόγους α) την ακύρωση της από 27-7-2022 επιταγής προς πληρωμή που έχε τεθεί κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …………/2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποια επιτάχθηκαν να καταβάλουν στην καθ΄ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη εταιρία ως εντολοδόχο και διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» το συνολικό ποσό των 266.683,55 ελβετικών φράγκων έντοκα με εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 3-12-2021 (επομένη της επίδοσης καταγγελίας) και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εξόδων, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου κατά το χρόνο εξόφλησης καθώς και το ποσό των 6.549,00 ευρώ για δικαστικά έξοδα και β) την ακύρωση της υπ΄αριθμόν …/24-2-2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας …… εταίρου της εδρεύουσας στην Αθήνα αστικής εταιρείας δικαστικών επιμελητών με την επωνυμία «…………» με την οποία κατασχέθηκε ακίνητη περιουσία της πρώτης των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων. Επί της ανακοπής και των προσθέτων λόγων εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι και καταδικάσθηκαν οι ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα της καθ΄ης η ανακοπή ύψους 2.764,69 ευρώ. Ήδη, κατά της αποφάσεως αυτής βάλλουν οι ανακόπτοντες παραπονούμενοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της ανακοπής και των προσθέτων λόγων με σκοπό την ακύρωση της προσβαλλόμενης επιταγής και της προσβαλλομένης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον μοναδικό λόγο ανακοπής με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι στην σύμβαση δανείου στην οποία θεμελιώθηκε η εκτελούμενη διαταγή πληρωμής δεν υφίσταται πρόβλεψη για πληρωμή της ληξιπρόθεσμης οφειλής των ελβετικών φράγκων στο ισόποσο σε ευρώ βάσει της επίσημης ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο κατά το χρόνο της εξόφλησης, δηλαδή βάσει του δημοσιευμένου από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) δελτίου ισοτιμίας του ευρώ προς το ελβετικό φράγκο που εκδίδεται βάσει του αντίστοιχου δελτίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), αλλά υφίσταται πρόβλεψη για πληρωμή της οφειλής των ελβετικών φράγκων στο ισόποσο σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου την ημέρα της καταβολής, δηλαδή με βάση την ισοτιμία πώλησης του ελβετικού φράγκου που η ίδια η τράπεζα ανακοινώνει με αντίστοιχο δελτίο στο δίκτυο των καταστημάτων της καθώς υφίσταται διαφοροποίηση της τρέχουσας τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου από την δανείστρια τράπεζα (Τράπεζα Eurobank AE) σε σχέση με την επίσημη ισοτιμία που ανακοινώνεται από την ΤτΕ του ευρώ προς το ελβετικό φράγκο που εκδίδεται από την ΕΚΤ και συγκεκριμένα η τρέχουσα τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου υπερβαίνει κατά 3% την τιμή πώλησης βάσει της επίσημης ισοτιμίας που ανακοινώνεται από την ΤτΕ. (Σημειώνεται ότι σε επόμενο πρόσθετο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ισοτιμία της δανείστριας Τράπεζας ήταν ανώτερη της ισοτιμίας αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά 2,3%, βλεπε σελ 58 του δικογράφου των Προσθέτων Λόγων Ανακοπης). Ο λόγος αυτός στερείται λυσιτέλειας καθόσον οι ανακόπτοντες κατ΄ουσίαν ισχυρίζονται ότι με την ισοτιμία από την ΤτΕ του ευρώ προς το ελβετικό φράγκο που απηχεί το δελτίο της ΕΚΤ βάσει της οποίας μετατράπηκε η οφειλή τους σε ευρώ και για την οποία δεν υπήρχε πρόβλεψη στην συναφθείσα σύμβαση και τις επόμενες αυτής πράξεις, επιτάσσονται να καταβάλουν ποσό μικρότερο από το ποσό που θα κατέβαλαν αν η οφειλή τους είχε μετατραπεί βάσει της ισοτιμίας του ευρώ προς το ελβετικό φράγκο που η δανείστρια Τράπεζα είχε ανακοινώσει με αντίστοιχο δελτίο στο δίκτυο των καταστημάτων της. Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον λόγο αυτό με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία ορθά κατ΄αποτέλεσμα έκρινε. Πρέπει, συνακόλουθα, να συμπληρωθεί η αιτιολογία με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής και ν΄απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη τον πρώτο πρόσθετο λόγο ανακοπής με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι εκ των εγγράφων βάσει των οποίων εξεδόθη η εκτελούμενη διαταγή πληρωμής δεν αποδεικνύεται η ιδιότητα της εταιρείας «…………..» ως φορέα και δικαιούχο της επίδικης απαίτησης, ούτε η ιδιότητα της εφεσίβλητης εταιρείας ως εταιρεία διαχείρισης στην οποία ανατέθηκε από την πρώτη η διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων καθώς η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε ούτε την σύμβαση πωλήσεως / εκχωρήσεως της ένδικης απαίτησης προς την εταιρεία ειδικού σκοπού «………..», ούτε κείνη της ανάθεσης της διαχείρισης της απαίτησης αυτής με συνέπεια να μην προκύπτει το πρόσωπο του πραγματικού φορέα της ένδικης απαίτησης καθώς και το πρόσωπο του διαχειριστή αυτής και ως εκ τούτου συντρέχει λόγος ακυρότητας της εκτελούμενης διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον εκ των προσκομισθέντων εγγράφων προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής εξεδόθη βάσει α) της με αριθμό πρωτ………./14-7-2020 δημοσίευσης σύμβασης του άρθρου 10 παρ 8 του ν 3156/2003 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών που καταχωρίστηκε στα βιβλία του ν. 2844/2000 στον τόμο …. και με αριθμό …, β) της με αριθμό πρωτ. …./21-7-2020 δημοσίευσης του άρθρου 10 παρ 8 του ν 3156/2003 στο Ενεχυροφυλακειο Αθηνών, η οποία αποτελεί τροποποιητική της πρώτης και καταχωρίστηκε στα ανωτέρω βιβλία στον τόμο … και με αριθμό …, στις οποίες μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι η «………..» πώλησε, εκχώρησε και μεταβίβασε στην εδρεύουσα στο …….. Ιρλανδίας εταιρεία «………….» τις αναφερόμενες στις δημοσιεύσεις αυτές απαιτήσεις από στεγαστικά και λοιπά δάνεια απαιτήσεις της μετά των παρεπόμενων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά και απαιτήσεων κατά ασφαλιστικών εταιρειών από συνδεδεμένες με τα ανωτέρω δάνεια ασφαλιστικές συμβάσεις επί των ενυπόθηκων – προσημειωμένων ακινήτων. γ) της με αριθμό πρωτ …/14-7-2020 δημοσίευσης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ 14 και 16 του ν 3156/2003, η οποία καταχωρίστηκε στα ανωτέρω βιβλία στον τόμο … και με αριθμό …, εκ της οποίας προκύπτει ότι η εδρεύουσα στο ……… Ιρλανδίας εταιρεία «……..», δηλαδή η δικαιούχος της επίδικης απαίτησης ανέθεσε στην εταιρεία «………….» (καθ΄ης και ήδη εφεσίβλητη) όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων της από συμβάσεις στεγαστικών και λοιπών δανείων, όπως ενδεικτικά καθορισμός επιτοκίου, ενημέρωση και εξυπηρέτηση πελατών, δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων κλπ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η επίδικη καθώς η απαίτηση αυτή περιλαμβάνεται στις απαιτήσεις που αναφέρονται στη σελίδα 5.537 του παραρτήματος που έχει προσαρτηθεί στην προαναφερόμενη με αριθμό πρωτ. …./2020 δημοσίευση σύμβασης καθώς και στην προαναφερόμενη με αριθμό πρωτ. …/2020 δημοσίευση σύμβασης. Η σελίδα δε αυτή προσκομίστηκε και ελήφθη υπόψη για την έκδοση της εκτελούμενης διαταγής πληρωμής (βλ σελίδα 4 της υπ΄αριθμόν …../2022 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Ως εκ τούτου εκ των εγγράφων αυτών προκύπτει με βεβαιότητα ότι δικαιούχος της επίδικης απαίτησης είναι η εδρεύουσα στο ……….. Ιρλανδίας εταιρεία «…………» καθώς και ότι διαχειρίστρια της απαίτησης αυτής είναι η «…………….» δηλαδή η καθ΄ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη. Ο ισχυρισμός τους δε, ότι η δημοσιευόμενη στο Ενεχυροφυλακείο περίληψη δεν αποδεικνύει την σύμβαση εκχώρησης ή την σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης, αλλά την έναντι τρίτων ισχύ της εκχώρησης ή της ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων κρίνεται αλυσιτελής αφού η απόδειξη της έναντι τρίτων ισχύος της εκχώρησης ή της ανάθεσης διαχείρισης προϋποθέτει την απόδειξη της συναφθείσας σύμβασης εκχώρησης και της συναφθείσας σύμβασης διαχείρισης πέραν του ότι οι ανακόπτοντες λογίζονται ως τρίτοι σε σχέση με τους συμβληθέντες στις ανωτέρω συμβάσεις. Επιπρόσθετα, άνευ της εγγραφής αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν 2844/2000 δεν επέρχεται μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων (άρθρο 10 παρ 8 του ν 3156/2003), ούτε ανάθεση διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 10 παρ 14 και 16 του ν 3156/2003). Εξάλλου, τόσο στην υπ΄αριθμόν πρωτ. ……/2020 δημοσίευση σύμβασης όσο και στην υπ΄αριθμόν πρωτ. ……../2020 δημοσίευση σύμβασης αναφέρεται ότι η εγγραφή στο Ενεχυροφυλακείο λογίζεται ως ανακοίνωση της σύμβασης πώλησης των επιχειρηματικών απαιτήσεων και των παρεπόμενων εμπραγμάτων και ενοχικών απαιτήσεων προς όλους του οφειλέτες και εγγυητές των οποίων το όνομα αναγράφεται στο παράρτημα που συνοδεύει την κάθε δημοσίευση σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ 10 του ν 3156/03. Το γεγονός δε, ότι με την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 115 του ν. 5072/2023 ορίζεται ότι «τα έντυπα δημοσίευσης στο αρμόδιο Ενεχυροφυλακείο της παρ. 7 του άρθρου 14 και της παρ. 7 του άρθρου 21 αποτελούν πλήρη απόδειξη για την εξαιρετική νομιμοποίηση του διαχειριστή πιστώσεων χωρίς ν΄απαιτείται η προσκομιδή πρόσθετων εγγράφων ή τήρηση άλλης διατύπωσης, η οποία εφαρμόζεται και σε όσες περιπτώσεις ο διαχειριστής πιστώσεων αναλαμβάνει τη διαχείριση απαιτήσεων που έχουν τιτλοποιηθεί σύμφωνα με τον ν. 3156/2003, πλην όμως, (διάταξη) δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι δημοσιεύσεις συμβάσεων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών επαρκούν για την απόδειξη της ταυτότητας του διαχειριστή απαιτήσεων. Ως εκ τούτου οι ανωτέρω δημοσιεύσεις συμβάσεων αποτελούν επαρκές αποδεικτικό μέσο για την απόδειξη της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου της επίδικης απαίτησης και την απόδειξη της ταυτότητας του διαχειριστή της επίδικης απαίτησης και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με το σχετικό λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατόπιν αυτών απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι η αίτηση επί της οποίας εξεδόθη η εκτελούμενη διαταγή πληρωμής είναι αόριστη για το λόγο ότι δεν αναφέρονται σ΄αυτήν τα ανωτέρω στοιχεία καθόσον εκ του περιεχομένου της αιτήσεως προκύπτει ότι αναφέρεται τόσο η πώληση – εκχώρηση από μέρους της «……….» προς την εδρεύουσα στο ……… Ιρλανδίας εταιρεία «………» των απαιτήσεων της από στεγαστικά και λοιπά δάνεια όσο και η ανάθεση από μέρους της τελευταίας στην εταιρεία «………….» όλων των υπηρεσιών είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων από συμβάσεις στεγαστικών και άλλων δανείων που απέκτησε από την «…………..». Επιπρόσθετα δε, στην αίτηση γίνεται επίκληση των ανωτέρω εγγράφων δημοσιεύσεων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών καθώς και της σελίδας 5.537 εκ του παραρτήματος με αριθμό πρωτοκόλλου ……./14-7-2020 από το καταχωρηθέν στα βιβλία του ν 2844/2000 του Ενεχυφυλακείου Αθηνών στον τόμο … και με αριθμό …, εκ της οποίας προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν στην εταιρεία «………» περιλαμβάνεται και η επίδικη, η διαχείριση, της οποίας, στη συνέχεια, ανατέθηκε στην «……….». Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός των ανακοπτόντων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τον πρόσθετο αυτό λόγο της ανακοπής δεν υπέπεσε σε σφάλμα. Ως εκ τούτου πρέπει, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής ν΄απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης ως αβάσιμος κατ΄ουσίαν.
Με τον τρίτο λόγο εφέσεως οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη τον τρίτο πρόσθετο λόγο ανακοπής με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι το από 27-1-2022 απόσπασμα του με αριθμό ………… δανειακού λογαριασμού που αφορά στο χρονικό διάστημα από 7-6-2006 έως 27-10-2021 στο οποίο στηρίχθηκε η εκτελούμενη διαταγή πληρωμής, δεν έχει συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους κατ΄αρθρο 448 ΚΠολΔ και κατά τους κανόνες της καλόπιστης εκπλήρωσης της παροχής κατ΄αρθρο 288 ΑΚ καθόσον δεν αποτυπώνονται σ΄αυτό τα λογιστικά μεγέθη των πληρωθέντων χρεολυσίων, των πληρωθέντων τόκων και των πληρωθέντων τόκων υπερημερίας κεφαλαίου με βάση τις ισοτιμίες πώλησης της δικαιοπαρόχου της «……………» καθ΄ εκάστη ημερομηνία πληρωμής αλλά αποτυπώνουν σε ελβετικά φράγκα (CHF) το εκάστοτε δανειακό κεφάλαιο χωρίς αποτύπωση α) των εκάστοτε ληξιπρόθεσμων χρεολυσίων βάσει των οποίων γίνεται ο εκτοκισμός και ως εκ τούτου ουδόλως είναι εφικτός ο έλεγχος των τόκων υπερημερίας των ληξιπρόθεσμων χρεολυσίων, β) των τοκοχρεολυσιών ξεχωριστά κατά χρεολύσια και τόκους και ως εκ τούτου ουδόλως είναι εφικτός ο έλεγχος των συμφωνηθεισών μηνιαίων δόσεων που αποτελούνταν από μέρους κεφαλαίου και του υπολογισθέντος τόκου γ) των ληξιπρόθεσμων οφειλών από τόκους τόκων και δ) των ισοτιμιών πώλησης του ελβετικού φράγκου της δικαιοπαρόχου Τράπεζας που ανακοίνωνε στο δίκτυο καταστημάτων της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον εκ του αποσπάσματος του δανειακού λογαριασμού βάσει του οποίου εξεδόθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής προκύπτει ότι έχει αποτυπωθεί η κίνηση του λογαριασμού, δηλαδή το ποσό του δανείου που χορηγήθηκε αρχικά στην πρώτη των ανακοπτόντων σε ευρώ (165.000 ευρώ), η κεφαλαιοποίηση των δεδουλευμένων τόκων, οι δεδουλευμένοι τόκοι, οι τόκοι υπερημερίας και τα ποσά που καταβάλλονταν από την πρώτη ανακόπτουσα σε ευρώ και από 10-10-2007, μετά την τροποποίηση της αρχικής σύμβασης στεγαστικού δανείου με την οποία συμφωνήθηκε η μετατροπή του οφειλόμενου ποσού σε ελβετικά φράγκα, καταχωρούνται όλα τα ανωτέρω σε ελβετικό φράγκο μέχρι οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού που έλαβε χώρα στις 27-10-2021 με οφειλόμενο ποσό 266.683,55 ελβετικά φράγκα, ποσό το οποίο αποτιμήθηκε σε 256.772,15 ευρώ καθώς η ισοτιμία ήταν 1 προς 1,038600, όπως προκύπτει από ενυπόγραφο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της εφεσίβλητης προσαρτημένο στην αίτηση για έκδοση διαταγή πληρωμής. Επιπλέον από έτερο απόσπασμα προσαρτημένο στην αυτή αίτηση προκύπτουν οι χρεώσεις των ανακοπτόντων σε ευρώ και οι αντίστοιχες καταβολές από μέρους τους από 7-6-2006 έως 27-10-2021 για πυρασφάλεια, τέλος κτηματογράφησης, έξοδα καθυστέρησης και τόκους. Ως εκ τούτου εκ των εγγράφων αυτών προκύπτουν αναλυτικά οι χρεώσεις και οι πιστώσεις των ανακοπτόντων, ενώ δεν είναι αναγκαία και η αναγραφή α) των εκάστοτε ληξιπρόθεσμων χρεολυσίων βάσει των οποίων γίνεται ο εκτοκισμός β) των τοκοχρεολυσιών ξεχωριστά κατά χρεολύσια και τόκους γ) των ληξιπρόθεσμων οφειλών από τόκους τόκων και δ) των ισοτιμιών πώλησης του ελβετικού φράγκου της δικαιοπαρόχου Τράπεζας που ανακοίνωνε στο δίκτυο καταστημάτων της, όπως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, η παραγραφος 9 του άρθρου 4 του ν 4308/2014 που επικαλούνται οι ανακόπτοντες στην οποία ορίζεται ότι «στο αρχείο περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων σε ξένο νόμισμα παρακολουθείται η ποσότητα των μονάδων του ξένου νομισματος για τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις που εκφράζονται στο νόμισμα αυτό» αναφέρεται στο αρχείο περιουσιακών στοιχείων και όχι στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων. Επίσης, η διάταξη του άρθρου 27 του ν 4307/2014 που επικαλούνται οι ανακόπτοντες, στην οποία ορίζεται ότι μία συναλλαγή σε ξένο νόμισμα μετατρέπεται κατά την αρχική αναγνώριση στο νόμισμα στο οποίο καταρτίζονται οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις της οντότητας με την ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία κατά τη συναλλαγή, δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων τράπεζας. Εξάλλου, η διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 5 του ν 4308/2014 που επικαλούνται οι ανακόπτοντες στην οποία αναφέρεται ότι από το τηρούμενο λογιστικό σύστημα πρέπει να παρέχονται ευχερώς αναλυτικά και σε σύνοψη, όλα τα δεδομένα και πληροφορίες που απαιτούνται για να καθισταται ευχερής η διενέργεια συμφωνιών και επαληθεύσεων κατά την διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου αναφέρεται στο λογιστικό σύστημα της τράπεζας γενικά και όχι στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων. Επιπρόσθετα δε, ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες ότι το απόσπασμα του ανωτέρω δανειακού λογαριασμού δεν έχει τηρηθεί κατά τους νομίμους τύπους για το λόγο ότι δεν φέρει τον αριθμό ΓΕΜΗ της καθ΄ης – εφεσίβλητης, ο οποίος απαιτείται βάσει του άρθρου 14 του ν. 4548/2018 στο οποίο αναφέρεται ότι κάθε έγγραφο της εταιρείας, έντυπο ή μη, περιλαμβανομένων των επιστολών, των διαφημίσεων και των εγγράφων παραγγελίας, πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων τον αριθμό Γ.Ε.Μ.Η της εταιρείας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον η διάταξη αυτή αναφέρεται στα έγγραφα που κοινοποιεί η εταιρεία σε τρίτους και όχι στα έγγραφα που εκ του νόμου τηρεί η ίδια στα πλαίσια της δραστηριότητας της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη τον δεύτερο λόγο ανακοπής με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι ο εκτελούμενος εκτελεστός τίτλος επί του οποίου εδράζονται οι ανακοπτομένες πράξεις εκτέλεσης εκδόθηκε με αιτία πληρωμής ενοχή από συνάλλαγμα ενώ η πραγματική αιτία πληρωμής είναι δάνειο σε ευρώ με ρήτρα αξίας ελβετικών φράγκων στην οποία το ελβετικό φράγκο χρησιμοποιείται μόνο ως μέτρο υπολογισμού της οφειλής. Ειδικότερα εξέθεσαν ότι με την υπ΄αριθμόν ………../2-6-2006 σύμβαση δανείου και το με την αυτή ημερομηνία προσάρτημα υπ΄αριθμόν 1 η τραπεζική εταιρεία «……………» χορήγησε στην ………. στεγαστικό δάνειο ύψους 165.000 ευρώ την εκτέλεση των όρων του οποίου εγγυήθηκαν οι λοιποι των ανακοπτόντων. Ένα χρόνο αργότερα με την με ημερομηνία 29-8-2007 πρόσθετη πράξη τροποποίησης της ανωτέρω σύμβασης δανείου οι αρχικά συμβληθέντες συμφώνησαν το οφειλόμενο ποσό όπως αυτό θα είχε διαμορφωθεί κατά την ημέρα της μετατροπής να μετατραπεί σε ελβετικά φράγκα με τους όρους που περιλήφθηκαν στην πρόσθετη αυτή πράξη και ως εκ τούτου δεν πρόκειται για δάνειο ξένου νομίσματος αλλά για δανειακή απαίτηση σε ευρώ με ρήτρα αξίας ξένου νομίσματος, έχει επέλθει, δηλαδή, αλλοίωση της ενοχής με την μορφή της μετατροπής του νομίσματος του δανειακού λογαριασμού εξυπηρέτησής της (δηλαδή διαφοροποιήθηκε το νόμισμα έκφρασής του δανειακού λογαριασμού από ευρώ σε ελβετικά φράγκα) και για το λόγο αυτό η διαταγή πληρωμής της οποίας η εκτέλεση επισπεύδεται με τις ανακοπτομένες πράξεις εκτέλεσης τυγχάνει ακυρωτέα καθώς οι καθ΄ων η διαταγή πληρωμής στερήθηκαν της δυνατότητας να προβάλουν τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και ενστάσεις που θα μπορούσαν να προβάλουν εάν η απαίτηση της εφεσίβλητης θεμελιωνόταν όχι στις διατάξεις για δάνειο ξένου νομίσματος αλλά στις διατάξεις για δανειακή απαίτηση σε ευρώ με ρήτρα αξίας ξένου νομίσματος και συγκεκριμένα με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου (CHF). Ο λόγος αυτός ο οποίος είναι νόμιμος (άρθρα 626 παρ 2, 627 εδαφ γ και 630 ΚΠολΔ) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον εκ του περιεχομένου της εν λόγω διαταγής πληρωμής (υπ΄αριθμόν ………./2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) προκύπτει ότι αναφέρεται σ΄αυτήν ότι με την υπ΄αριθμόν ……../2-6-2006 σύμβαση στεγαστικού δανείου που συνήψε η «………» με την ……….. (πρώτη των ανακοπτόντων) η πρώτη χορήγησε στην δεύτερη δάνειο 165.000 ευρώ με σκοπό την αγορά ακινήτου, το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθει σε 348 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις καθώς και ότι χορηγήθηκε περιοδο χάριτος 12 μηνών. Την εκτέλεση δε, των όρων της σύμβασης αυτής εγγυήθηκαν οι λοιποί των ανακοπτόντων. Περαιτέρω, στην διαταγή πληρωμής διαλαμβάνεται ότι στις 29-8-2007 υπεγράφη πρόσθετη πράξη τροποποίησης της ανωτέρω σύμβασης με την οποία οι συμβληθέντες (δανειστρια Τράπεζα, πρωτοφειλέτρια και εγγυητές) συμφώνησαν την μετατροπή του ποσού δανείου από ευρώ σε ελβετικά φράγκα σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της υπ΄αριθμόν 537/20-12-1993 απόφασης της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος καθώς και την αποπληρωμή σε 345 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Ακολούθως και αφού γίνεται μνεία των περαιτέρω πρόσθετων πραξεων αναγνώρισης οφειλής από μέρους των ανακοπτόντων και της καταγγελίας του δανείου, αναφέρεται ότι οι ανακοπτοντες κλήθηκαν να καταβάλουν το συνολικό ποσό των 266.683,55 CHF που αντιστοιχεί σε 258.464,38 ευρώ το οποίο αποτελείται από: α) το άληκτο κεφάλαιο ύψους 251.555,56 CHF, β) χρεωλύσια και δεδουλευμένους τόκους 14.816,27 CHF, γ) δεδουλευμένους τόκους περιόδου μεταφοράς 106,12 CHF και δ) οφειλόμενους τόκους υπερημερίας 205,60 CHF. Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι η αίτηση στηριζεται στις διατάξεις των άρθρων 806,847 επ ΑΚ και 623 ΚΠολΔ, ενώ διατάσσονται οι ανακόπτοντες να καταβάλουν το ποσό των 266.683,55 ευρώ έντοκα με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 3-12-2021 (επομένης της καταγγελίας ) και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εξόδων μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως όπως ορίζεται στο νόμο και τους όρους της σύμβασης καθώς και 6.549 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Ως εκ τούτου στην διαταγή πληρωμής διαλαμβάνονται σωστά τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα, εκ των οποίων προκύπτει ότι πράγματι πρόκειται για σύμβαση δανείου σε ευρώ με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου, ενώ δεν χαρακτηρίζεται η συναφθείσα σύμβαση ως σύμβαση δανείου ελβετικού φράγκου, όπως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες. Ως εκ τούτου δεν περιορίστηκαν οι ανακόπτοντες βάσει του χαρακτηρισμού της σύμβασης στην προβολή ισχυρισμών που προσιδιάζουν στη σύμβαση δανείου σε ευρώ με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου. Εξάλλου, δεν αναφέρουν (οι ανακόπτοντες) τους ισχυρισμούς που θα προέβαλαν εάν η σύμβαση χαρακτηριζόταν ως σύμβαση δανείου σε ευρώ με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου και εμποδίστηκαν να το πράξουν λόγω του χαρακτηρισμού αυτής ως σύμβαση δανείου ελβετικού φράγκου. Συνεπώς, ο πρόσθετος αυτός λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον λόγο αυτό με διαφορετική αιτιολογία ορθά κατ΄αποτέλεσμα έκρινε. Ως εκ τούτου πρέπει ν΄ αντικατασταθεί η αιτιολογία με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής και ν΄απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη τον πέμπτο λόγο ανακοπής με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι ενώ με την καταγγελία της συμβάσεως η δανείστρια Τράπεζα μετέτρεψε το σύνολο της οφειλής σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης που ίσχυε κατά την ημέρα της καταγγελίας στη συνέχεια, όλως απαραδέκτως ζήτησε και εκδόθηκε ο εκτελούμενος τίτλος στο ισόποσο των ελβετικών φράγκων με βάση την επίσημη ισοτιμία του χρόνου εξόφλησης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον από με ημερομηνία 5-11-2021 καταγγελία της σύμβασης που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες προκύπτει ότι η εφεσίβλητη εταιρεία κατήγγειλε την συναφθείσα σύμβαση δανείου λόγω μη εξόφλησης ληξιπρόθεσμων δόσεων από μέρους των ανακοπτόντων και τους γνωστοποίησε ότι το οφειλόμενο ποσό ανερχόταν συνολικά σε 266.683,55 CHF το οποίο αναλύεται ως εξής: α) άληκτο κεφάλαιο ύψους 251.555,56 CHF, β) χρεωλύσια και δεδουλευμένους τόκοι 14.816,27 CHF, γ) δεδουλευμένοι τόκοι περιόδου μεταφοράς 106,12 CHF και δ) οφειλόμενοι τόκοι υπερημερίας 205,60 CHF. Ακολούθως, κάλεσε τους ανακόπτοντες να καταβάλουν σ΄αυτήν εις ολόκληρον ο καθένας «το ποσό των 266.683,55 CHF (ελβετικών φράγκων) που αντιστοιχεί σε 258.464,38 ευρώ, κατά την ημερομηνία της καταγγελίας της σύμβασης δανείου σας έντοκα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων από την επομένη της επιδόσεως της καταγγελίας μέχρις εξοφλήσεως πλέον τυχόν εξόδων», όπως ρητά διατυπώθηκε στης επιδοθείσα καταγγελία. Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η εφεσίβλητη δεν μετέτρεψε το οφειλόμενο ποσό σε ευρώ, αλλά αντιθέτως ζήτησε την καταβολή του σε ελβετικά φράγκα και πληροφόρησε τους οφειλέτες ότι κατά την ημερομηνία της καταγγελίας το οφειλόμενο σε ελβετικά φράγκα ποσό των 266.683,55 αντιστοιχούσε σε 258.464,38 ευρώ. Το γεγονός δε ότι έτερη Διαταγή Πληρωμής υποχρέωσε τους οφειλέτες στην καταβολή του οφειλόμενου ποσού σε ευρώ, ενώ είχε προηγηθεί καταγγελία με το αυτό περιεχόμενο, δεν οδηγεί σε αντίθετο συμπέρασμα, καθώς το ανωτέρω συμπέρασμα προκύπτει αναμφίβολα. Ως εκ τούτου ο σχετικός πρόσθετος λόγος της ανακοπής τυγχάνει αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον πρόσθετο αυτό λόγο ανακοπής με την αυτή αιτιολογία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Με τον αυτό λόγο έφεσης οι ανακόπτοντες παραπονούνται για την επάλληλη αιτιολογία με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχτηκε ότι ο ανωτέρω πρόσθετος λόγος πάσχει από αοριστία για το λόγο ότι οι ανακόπτοντες δεν προσέβαλαν συγκεκριμένα κονδύλια της απαίτησης σε βάρος τους, όπως θα όφειλαν, καίτοι ο εξεταζόμενος λόγος αναφέρεται σε μερικότερο ποσό της συνολικής απαίτησης δηλαδή τη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου της οφειλής τους υπολογιζομένης σε ευρώ και ελβετικό φράγκο κατά τον χρόνο της πληρωμής. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος καθόσον εφόσον η κύρια αιτιολογία της απόρριψης του πρόσθετου αυτού λόγου ανακοπής επικυρώνεται με την απόφαση αυτή δεν υφίσταται έννομο συμφέρον των ανακοπτόντων για περαιτέρω έρευνα της επάλληλης αιτιολογίας. Με τον έκτο λόγο έφεσης οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη τον τέταρτο πρόσθετο λόγο ανακοπής με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι με τον εκτελούμενο τίτλο διατάχθηκαν να καταβάλουν το ισότιμο κατά το χρόνο εξόφλησης σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου του ποσού των 266.683,55 CHF έντοκα με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 3-12-2021(επομένη επίδοσης καταγγελίας) και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, βάσει δε της συμβάσεως το συμβατικό επιτόκιο και συνακόλουθα συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας ορίζεται το άθροισμα του επιτοκιακού δείκτη αναφοράς Libor μηνός + περιθώριο κέρδους της εφεσίβλητης (1,25%) μολονότι από 1-1-2022 το συμβατικά συμφωνημένο επιτόκιο Libor αντικαταστάθηκε βάσει του Εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2021/1847 και των νέων ορισθέντων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιτοκίων αναφοράς από τον επιτοκιακό δείκτη αναφοράς «Saron» διάρκειας ενός μηνός με περιθώριο προσαρμογής 0,0571 και ως εκ τούτου η απαίτηση της εφεσίβλητης καθίσταται ανεκκαθάριστη. Επιπρόσθετα δε, καθίσταται ανεκκαθάριστη για το λόγο ότι η εξακρίβωση του ποσού της απαίτησης μπορεί να γίνει μόνο με στοιχεία εκτός των αναφερομένων στον εκτελεστό τίτλο δηλαδή μόνο με την συνδρομή των ως άνω αναφερομένων περί αλλαγής του επιτοκίου αναφοράς από Libor μηνός σε Saron μηνός και του συνακόλουθου συνυπολογισμού της σταθερής τιμής προσαρμογής (περιθωρίου προσαρμογής), στοιχείων. Ο λόγος αυτός, ο οποίος είναι νόμιμος (ΚΑΝ ΕΟΚ 1847/2021) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον από το σώμα της ανακοπτομένης επιταγής προς πληρωμή προκύπτει ότι οι ανακόπτοντες επιτάσσονται να καταβάλουν το ισόποσο σε ευρώ του ποσού των 266.683,55 ελβετικών φράγκων έντοκα με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 3-12-2021(επομένη επίδοσης καταγγελίας) και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εξόδων και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης, όπως ορίζεται στο νόμο και τους όρους της σύμβασης. Δηλαδή, επιτάσσονται να καταβάλουν το κεφάλαιο χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένο ποσό τόκων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την επόμενη παράγραφο της επιταγής στην οποία αναφέρεται: « ήτοι επιτάσσονται να μου καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας το ισόποσο σε ευρώ του συνολικού ποσού των ελβετικών φράγκων 266.683,55 CHF με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου κατά το χρόνο εξόφλησης αυτού και το ποσό των 6687,00 ευρώ ως σύνολο των δικαστικών εξόδων, πλέον εξόδων αμοιβής και επιδοσης ως προαναφέρεται, με το νόμιμο τόκο, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή του εξόφληση». Περαιτέρω, στην ανακοπτομένη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης αναφέρεται ότι δίδεται εντολή στη δικαστική επιμελήτρια από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εφεσίβλητης να ζητήσει και να λάβει από την πρώτη των ανακοπτόντων το ποσό των 266.683,55 CHF στο ισόποσό τους σε ευρώ με την επίσημη ισοτιμία ελβετικού φράγκου με ευρώ καθώς και το ποσό των 6.687 ευρώ ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ενώ δεν ζητείται το ποσό των τόκων. Σε περίπτωση δε απουσίας αυτής ή άρνησής της να καταβάλει τα ανωτέρω ποσά, ο ανωτέρω δικηγόρος, έδωσε εντολή στην δικαστική επιμελήτρια να προβεί σε αναγκαστική κατάσχεση της αναφερόμενης στην έκθεση αυτή ακίνητης περιουσίας της πρώτης των ανακοπτόντων. Ακολούθως, η δικαστική επιμελήτρια κατέσχεσε την ακίνητη αυτή περιουσία για το ποσό των 100.000 ελβετικών φράγκων στο ισόποσο σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία ελβετικού φράγκου προς ευρώ κατά την ημερομηνία της κατάσχεσης (24-2-2023) όπως προκύπτει από το δελτίο ισοτιμιών της ΕΚΤ, ήτοι για το ποσό των 103.056,66 ευρώ πλέον των τόκων του ποσού αυτού ενώ επιφυλάχθηκε ρητά η επισπεύδουσα για την είσπραξη του υπολοίπου επιταχθέντος ποσού εντόκως σύμφωνα με την κοινοποιηθείσα επιταγή μετά των εξόδων εκτελέσεως έως την πλήρη εξόφληση με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία στον ίδιο ή άλλο πλειστηριασμό. Δηλαδή η κατάσχεση επιβλήθηκε για μέρος του οφειλόμενου κεφαλαίου ενώ ως προς το υπόλοιπο μέρος, τους τόκους και τα λοιπά ποσά της επιταγής επιφυλάχθηκε η επισπεύδουσα να προβεί σε έτερη αναγκαστική εκτέλεση ή αναγγελία. Ως εκ τούτου εφόσον δεν επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση για τους τόκους που αντιστοιχούν στο κεφάλαιο των 266.683,55 ελβετικών φράγκων ούτε με την επιταγή προσδιορίζεται το ποσό των τόκων, ούτε επιτάσσονται οι ανακόπτοντες να καταβάλουν συγκεκριμένο ποσό τόκων δεν δύναται να θεωρηθεί ότι η απαίτηση (100.000 ελβετικά φράγκα) για την οποία επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση δεν ήταν εκκαθαρισμένη, ούτε ότι με την επιταγή επιτάχθηκαν οι ανακόπτοντες να καταβάλουν ποσό προερχόμενο από μη εκκαθαρισμένη απαίτηση. Συνακόλουθα, δεν συντρέχει περίπτωση ακύρωσης των ανακοπτομένων πράξεων εκτελέσεως. Πέραν των ανωτέρω πρέπει να επισημανθεί ότι με τον ανωτέρω Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2021/1847 που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντικαταστάθηκε σε κάθε σύμβαση και σε κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο α) το επιτόκιο CHF LIBOR διάρκειας ενός μήνα από το ανατοκιζόμενο επιτόκιο SARON διάρκειας 1 μήνα, όπως αυτό παρατηρείται κατά την διάρκεια της περιόδου 1 μήνα που προηγείται της περιόδου επιτοκίου, β) το επιτόκιο CHF LIBOR διάρκειας τριών μηνών από το ανατοκιζόμενο επιτόκιο SARON διάρκειας 3 μηνών, όπως αυτό παρατηρείται κατά την διάρκεια της περιόδου 3 μήνών που προηγείται της περιόδου επιτοκίου, γ) το επιτόκιο CHF LIBOR διάρκειας 6 μηνών από το ανατοκιζόμενο επιτόκιο SARON διάρκειας 3 μηνών, όπως αυτό παρατηρείται κατά την διάρκεια της περιόδου 3 μηνών που προηγείται της περιόδου επιτοκίου, δ) το επιτόκιο CHF LIBOR διάρκειας 12 μηνών από το ανατοκιζόμενο επιτόκιο SARON διάρκειας 3 μηνών, όπως αυτό παρατηρείται κατά την διάρκεια της περιόδου 3 μηνών που προηγείται της περιόδου επιτοκίου. Στον Κανονισμό αυτό, επισης, ορίζεται ότι στα ανωτέρω επιτόκια αντικατάστασης προστίθεται σταθερή προσαρμογή για τη διαφορά η οποία ισοδυναμεί με την διαφορά που δημοσιεύεται για κάθε σχετική διάρκεια ισχύος και υπολογίζεται στις 5 Μαρτίου 2021 ως ιστορική διάμεση διαφορά μεταξύ του οικειου CHF LIBOR και του αντίστοιχου SARON, ανατοκισμένου για προγενέστερη πενταετή περίοδο για κάθε επιμέρους διάρκεια. Ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται από την 1-1-2022. Έκτοτε παύει να δημοσιεύεται το LIBOR και ισχύουν τα ανωτέρω επιτόκια. Ως εκ τούτου κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η επίδοση της καταγγελίας στους ανακόπτοντες (29-11-2021) δεν είχε ακόμη επέλθει αντικατάσταση του επιτοκίου CHF LIBOR με το επιτόκιο SARON, η οποία έλαβε χώρα από 1-1-2022 και εντεύθεν. Πρέπει, επίσης να επισημανθεί ότι τόσο στην διαταγή πληρωμής όσο και στην επιταγή προς πληρωμή αναγράφεται ότι το συνολικά οφειλόμενο ισόποσο σε ευρώ κατά τον χρόνο εξόφλησης με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου των 266.683,55 CHF, ποσό, οφείλεται έντοκο με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την 3-12-2021(επομένη επίδοσης καταγγελίας) και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, πλέον εξόδων και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, όπως ορίζεται στο νόμο και τους όρους της σύμβασης. Ως εκ τούτου εφόσον το επιτόκιο υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζεται στο νόμο και στους όρους σύμβασης καθίσταται σαφές ότι τυγχάνει εφαρμογής ο ανωτέρω Κανονισμός ο οποίος ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Ο ισχυρισμός δε των ανακοπτόντων ότι ο προσδιορισμός του τόκου απαιτείται να γίνει λόγω της αντικατάστασης του επιτοκίου CHF LIBOR με το επιτόκιο SARON με στοιχεία εκτός εκείνων που προσκομίστηκαν για την έκδοση της εκτελούμενης διαταγής πληρωμής κρίνεται αβάσιμος καθόσον ο ανωτέρω Κανονισμός ο οποίος έχει γενική και άμεση ισχύ στα κράτη μέλη, ως νόμος, δεν τυγχάνει απόδειξης και επομένως για την εφαρμογή του δεν απαιτούνται επιπλέον στοιχεία εκείνων που προσκομίστηκαν για την έκδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής. Κατόπιν αυτών ο τέταρτος πρόσθετος λόγος ανακοπής κρίνεται απορριπτέος στο σύνολό του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον λόγο αυτό με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής κατ΄άρθρο 534 ΚΠολΔ, ορθά κατ΄αποτέλεσμα έκρινε και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με το σχετικό λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Με τον έβδομο λόγο έφεσης οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη τον έκτο πρόσθετο λόγο ανακοπής με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι η εταιρεία «…………….» υπολόγισε, όλως αδιαφανώς και κατά τρόπο κεκαλυμμένο του τόκους κάνοντας χρήση έτους εκτοκισμού 360 ημερών με συνέπεια να δημιουργηθεί πρόσθετη κεκαλυμμένη επιτοκιακή επιβάρυνση ύψους 1,3889% ημερησίως και η κατά τρόπο κεκαλυμμένο προσαύξηση του επιτοκίου προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας αφού χωρίς λόγο το επιτόκιο ήταν ανα ημέρα κατά 1,3889% ανώτερο του επιτοκίου σε περίπτωση που εκτοκισμός λάβαινε χώρα επί τη βάσει 365 ημερών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας καθόσον οι ανακόπτοντες δεν προσέβαλαν συγκεκριμένα κονδύλια του τηρηθέντος για την σύμβαση αυτή λογαριασμού και δεν προσδιόρισαν το επιπλέον ποσό με το οποίο παράνομα, όπως ισχυρίστηκαν, επιβαρύνθηκε η οφειλή τους δοθέντος ότι αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου ανακοπής επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, μερική θα είναι και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής αφού η μερική ακύρωση δεν καθιστά ανεκκαθάριστη την απαίτηση. Ως εκ τούτου όφειλαν οι ανακόπτοντες να προσδιορίσουν το ποσό κατά το οποίο επιβαρύνθηκε η απορρέουσα από την υπ΄αριθμόν …………../2006 σύμβαση και τις πρόσθετες αυτής πράξεις οφειλή τους εξαιτίας του άκυρου αυτού ΓΟΣ ως προς το οποίο (ποσό) και μόνον είχαν δικαίωμα να ζητήσουν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και εντεύθεν των πράξεων εκτελέσεως και όχι στο σύνολό τους, από δε τα παρατιθέμενα στην ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους ανακοπής στοιχεία δεν καθίσταται δυνατόν να εξάγει το Δικαστήριο με μαθηματικούς υπολογισμούς το αμφισβητούμενο ποσό (ΑΠ 633/2023 ,ΑΠ 123/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον πρόσθετο αυτό λόγο της ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με το σχετικό λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Με τον όγδοο λόγο της έφεσης οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη τον όγδοο πρόσθετο λόγο της ανακοπής με τον οποία ισχυρίστηκαν ότι η αίτηση επι της οποίας εξεδοθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής στερείται εκθέσεως κατάθεσης και ως εκ τούτου είναι άκυρη και απορριπτέα ως απαράδεκτη και επομένως τυγχάνει ακυρωτέα και η βάσει αυτής εκδοθείσα διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός ο οποίος είναι νόμιμος (άρθρο 625,626,118, 111 ΚΠολΔ) πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον εκ του σώματος της αίτησης επί της οποίας εξεδόθη η διαταγή πληρωμής της οποίας η εκτέλεση επισπεύδεται με τις ανακοπτόμενες πράξεις εκτέλεσης, αποδεικνύεται ότι στην σελίδα 14 αυτής υφίσταται πράξη κατάθεσης αυτής εκ της οποίας προκύπτει ότι η αίτηση κατατέθηκε στις 21-2-2022 στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από τον υπογράψαντα αυτήν δικηγόρο ……. και έλαβε τον αριθμό …../ 21-2-2022. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον πρόσθετο αυτό λόγο με την αυτή αιτιολογία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και χωρίς πλημμέλεια εκτίμησε τις αποδείξεις και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγος έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Με τον ένατο λόγο της έφεσης οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε με την εκκαλουμένη τον ένατο πρόσθετο λόγο ανακοπής με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι αρχικά η «……………» και στη συνέχεια η καθ΄ης η ανακοπή (ήδη εφεσίβλητη) ελάμβαναν σε κάθε δόση μέσω της μετατροπή των ελβετικών φράγκων σε ευρώ ως κεκαλυμμένη, ενσωματωμένη στο ποσό της εκάστοτε καταβολής προμήθεια περιθωρίου 2,3% πλέον της τιμής του Δελτίου Ισοτιμιών Αναφοράς της ΕΚΤ καθώς η δική της ισοτιμία πώλησης ήταν ανωτέρα της ισοτιμίας της αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά το ανωτέρω ποσοστό και επομένως, πρόκειται για πρόσθετες κεκαλυμμένες ετήσιες και γενικές στο ποσοστό του επιτοκίου Libor επιβαρύνσεις οι οποίες ουδέποτε γνωστοποιήθηκαν στους ανακόπτοντες και άγουν σε αναίτιο και αθέμιτο πλουτισμό κατά το ανωτέρω ποσοστό σε κάθε δόση που μετατρεπόταν σε ελβετικά φράγκα και αποτελεί όρο αδιαφανή και παραπλανητικό, ο οποίος καθιστά ανεκκαθάριστη την εκτελούμενη απαίτηση. Eπιπρόσθετα δε, ισχυρίστηκαν ότι για κάθε κεκαλυμμένη μετατροπή σύμφωνα με τον πίνακα προμηθειών της δανείστριας Τράπεζας η τελευταία καρπωνόταν το ποσό των 30 ευρώ και για τις συνολικά 170 καταβληθείσες δόσεις καρπώθηκε το συνολικό ποσό των 5000 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον με την με ημερομηνία 29-8-2007 Πρόσθετη Πράξη τροποποίησης της υπ΄αριθμόν …………./2006 σύμβασης στεγαστικού δανείου οι ανακόπτοντες αποδέχθηκαν την μετατροπή του οφειλόμενου κατά την ημερομηνία εκείνη ποσού σε ελβετικά φράγκα, ενώ με τον υπό στοιχείο 7 α περ. β΄ της ανωτέρω σύμβασης όρο συμφωνήθηκε ότι «εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα οι οφειλέτες υποχρεούνται να εκπληρώσουν τις εντεύθεν υποχρεώσεις τους προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης της ημέρας της καταβολής». Δηλαδή γνωστοποιήθηκε στους ανακοπτόντες ότι σε περίπτωση που καταβάλουν την μηνιαία δόση τους σε ευρώ το ποσό αυτής θα υπολογιστεί με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης της ημέρας της καταβολής. Ως εκ τούτου οι ανακοπτόντες γνωρίζουν ότι η καταβλητέα σε ευρώ μηνιαία δόση θα υπολογιστεί με την τιμή πώλησης του ελβετικού φράγκου που η δανείστρια Τράπεζα ανακοινώνει στο δίκτυο των καταστημάτων της, η οποία είναι ανώτερη της τιμής πώλησης που ανακοινώνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ακολούθως η Τράπεζα της Ελλάδος καθώς η τιμή που ανακοινώνει η Τράπεζα της Ελλάδος δεν δεσμεύει τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα. Ως εκ τούτου δεν πρόκειται για κεκαλυμμένη προμήθεια ή για παραπλανητική παράλειψη της δανείστριας Τράπεζας εφόσον γνωστοποιείται ο τρόπος μετατροπής και υπολογισμού των οφειλόμενων ελβετικών φράγκων σε ευρώ. Κατοπιν αυτών απορριπτέο κρίνεται και το αίτημα των ανακοπτόντων περί ακύρωσης της ανακοπτομένης επιταγής και ακολούθως της ανακοπτομένης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ως προς το ποσό των 5000 ευρώ το οποίο εισέπραξε η δανείστρια Τράπεζα ως προμήθεια κατά την από μέρους των ανακοπτόντων αγορά του ισότιμου σε ευρώ ποσού 170 μηνιαίων δόσεων σε ελβετικά φράγκα. Συνεπώς, ο σχετικός πρόσθετος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον πρόσθετο αυτό λόγο με διαφορετική αιτιολογία ορθά κατ΄αποτέλεσμα έκρινε. Πρέπει, επομένως, ν΄αντικατασταθεί η αιτιολογία με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής κατ΄άρθρο 534 ΚΠολΔ και ν΄απορριφθεί και ο ένατος λόγος της έφεσης ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών πρέπει ν΄απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της . Μετά ταύτα, δεν συντρέχει λόγος αναστολής της προόδου της εκτέλεσης που επισπεύδεται με την ανακοπτόμενη επιταγή και την ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης μέχρις εκδόσεως αποφάσεως επί της εφέσεως και επομένως η σωρευόμενη αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας πρέπει ν΄απορριφθει ελλείψει αντικειμένου. Τα δικαστικά του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει, λόγω της απόρριψης της έφεσης , να διαταχθεί κατ΄ άρθρο 495 παρ 3 περ Γ εδαφ γ ΚΠολΔ και η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση αναστολής εκτέλεσης
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 3 Ιουλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ