ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 409/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και το Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>, εδρεύουσας στις …………, στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, νομίμως εκπροσωπούμενης η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ …. ΤΙΜΑΓΕΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΜ ΔΣΠ ……….).
Των εφεσιβλήτων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, εδρεύουσας στη ……….., στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο και 2) Του αρμόδιου για τον πλειστηριασμό υπαλλήλου συμβολαιογράφου Πειραιά ………, κατοίκου Πειραιά, οδός …….., με ΑΦΜ ………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο.
Κοινοποιούμενη προς: Την εταιρεία με την επωνυμία <<……………..>>, με έδρα στο ……………. στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, νόμιμα εκπροσωπούμενης.
Β) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<……………..>>, με έδρα στο ……………., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αννα Πανάγου (ΑΜ ΔΣΠ ………), που κατέθεσε την από 17-04-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Των εφεσιβλήτων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, εδρεύουσας κατά το καταστατικό της στο ……… όπως εκπροσωπείται νόμιμα, στερούμενης ΑΦΜ στην Ελλάδα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Τιμαγένη (ΑΜ ΔΣΠ … ΤΙΜΑΓΕΝΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΜ ΔΣΠ ….), 2) Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία <<….. ……….>> με έδρα στη ……………. νομίμως εκπροσωπουμένη, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο και 3) Του Συμβολαιογράφου και κατοίκου Πειραιά (…………..) …………, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο.
Η ανακόπτουσα, εταιρεία με την επωνυμία <<…………>> άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9-12-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../9-12-2021 ανακοπή, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επίσης η εταιρεία με την επωνυμία <<……………..>> άσκησε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου την από 19-01-2022 και με αριθμό κατάθεσης …………./03-02-2022 κύρια παρέμβαση, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο συνεκδικάζοντας την ανακοπή και την κύρια παρέμβαση, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εξέδωσε την υπ’αριθ. 3138/2022 οριστική απόφαση με την οποία απέρριψε αυτές. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν α) η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α) έφεσης με την από 14-06-2023 έφεση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης …/15-06-2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ……../15-06-2023 και με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……./15-06-2023 πράξη ορισμού συζήτησης του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και β) η κυρίως παρεμβαίνουσα και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β) έφεσης με την από 07-12-2022 έφεση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης …./16-01-2023 και ειδικό αριθμό κατάθεσης ………./16-01-2023 και με την υπ’αριθ. έκθ. κατάθ. ………/19-10-2023 πράξη ορισμού συζήτησης του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται, ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 14-06-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/15-06-2023 και ειδ. αριθ.καταθ. …/15-06-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./15-06-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../15-06-2023) έφεση και β) η από 07-12-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ…../16-01-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./16-01-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./19-10-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../19-10-2023) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 3138/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).
Από τις υπ’ αριθμ. ……/21-06-2023 και ………/21-06-2023 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………., που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α) έφεσης, αποδεικνύεται ότι, αντίγραφο της από 14-06-2023 έφεσης με κλήση προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε στον αντίκλητο κατ’άρθρο 924 ΚΠολΔ, δικηγόρο της πρώτης εφεσίβλητης Δημήτριο Δημητρίου [βλ.σχετικά τη με αριθμό …./19-11-2021 πρόσκληση δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., στην οποία ο ανωτέρω δικηγόρος αναφέρεται ως αντίκλητος της εταιρείας <<…………….>> (πρώτης εφεσίβλητης) σε συνδυασμό με το άρθρο 972 ΚΠολΔ, κατά το οποίο «1. Οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους. Η αναγγελία επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει: (α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, στον οποίον μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και προσφορές που αφορούν την εκτέλεση και αν δεν οριστεί αντίκλητος, αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που τυχόν υπέγραψε την αναγγελία» (ΑΠ 1249/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)] και στον δεύτερο εφεσίβλητο. Επομένως, πρέπει, παρά την απουσία των ανωτέρω να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α και 591 παρ. 1 ΚπολΔ).
Επίσης από τις υπ’ αριθμ………/24-10-2023 και ……./24-10-2023 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………, που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α) έφεσης, επισπεύδουσα τη συζήτηση της υπό στοιχ/Β) έφεσης, αποδεικνύεται ότι, αντίγραφο της από 07-12-2022 έφεσης με κλήση προς συζήτηση, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε στον αντίκλητο κατ’άρθρο 924 ΚΠολΔ, δικηγόρο της δεύτερης εφεσίβλητης Δημήτριο Δημητρίου [βλ.σχετικά τη με αριθμό ……./19-11-2021 πρόσκληση δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., στην οποία ο ανωτέρω δικηγόρος αναφέρεται ως αντίκλητος της εταιρείας <<………….>> (δεύτερης εφεσίβλητης) σε συνδυασμό με το άρθρο 972 ΚΠολΔ, κατά το οποίο «1. Οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους. Η αναγγελία επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει: (α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, στον οποίον μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και προσφορές που αφορούν την εκτέλεση και αν δεν οριστεί αντίκλητος, αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που τυχόν υπέγραψε την αναγγελία» (ΑΠ 1249/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)] και στον τρίτο εφεσίβλητο. Επομένως, πρέπει, παρά την απουσία των ανωτέρω να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α και 591 παρ. 1 ΚπολΔ).
Οι κρινόμενες από 14.06.2023 (υπό στοιχ. Α) έφεση και από 07.12.2022 (υπό στοιχ.Β) έφεση, που στρέφονται κατά της υπ’αριθ. 3138/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 επ ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 979 παρ.2 εδ.α’ ΚΠολΔ), επί α) της από 9-12-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./9-12-2021 ανακοπής της εκκαλούσας της υπό στοιχ. Α) έφεσης και β) της από 19-01-2022 και με αριθμό κατάθεσης ………./03-02-2022 κύριας παρέμβασης της εκκαλούσας της υπό στοιχ.Β) έφεσης, έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης σε αυτούς, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 14.10.2022, μέχρι την κατέθεση των εφέσεων στις 15.06.2023 και 16.01.2023 αντίστοιχα, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β. 516 § 1, 517, και 518 § 2 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτές (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτών έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο παράβολο [βλ. το με αριθμό ………/2023 ηλεκτρονικό παράβολο για την υπό στοιχ. Α) έφεση και το με αριθμό …………/2022 ηλεκτρονικό παράβολο για την υπό στοιχ. Β) έφεση].
Η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης είναι ειδική μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, την οποία και αποκλείει, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται η επικουρική εφαρμογή του άρθρου 585 ΚΠολΔ (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, «Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως II – Ειδικό Μέρος» εκδ. 2001, § 63, V2α, αριθ. περιθ. 126, σελ. 635). Επομένως, ναι μεν αποκλείεται η απρόθεσμη ανακοπή του άρθρου 583 επ. ΚΠολΔ, αλλά οι διατάξεις αυτές (των άρθ. 583 επ. ΚΠολΔ) εφαρμόζονται επικουρικώς και επί της προκειμένης ανακοπής, εφόσον δεν αντιφάσκουν, άλλως συμβιβάζονται, προς το σύστημα και τις διατάξεις των άρθ. 979 – 980 ΚΠολΔ (βλ. I. Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσις», Τόμος δεύτερος, Β` εκδ., υπό άρθρο 979, § 430 II, σελ. 1162). Ο σκοπός της συνίσταται στην αναγνώριση της δυνατότητας στον κάθε θιγόμενο από τον πίνακα κατάταξης (ΑΠ 485/1997, ΕλλΔ/νη 1998/350), πράξης από τη φύση της σύνθετης ως προς το περιεχόμενο, να προβεί στην προσβολή του και να προστατεύσει το δικαίωμα του. Με την ανακοπή του άρθρου 979 προσβάλλεται δηλαδή αποκλειστικά η διαδικασία της κατάταξης, και όχι οι πράξεις της διαδικασίας της εκτέλεσης που διενεργήθηκαν ως τον πλειστηριασμό (ΑΠ 485/1997, ΕλλΔ/νη 1998/350, ΑΠ 1355/1998, ΕλλΔ/νη 1999/287, ΕφΑθ 10137/1995, ΕλλΔ/νη 1996/1632, βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π., § 63, V2a, αριθ. περιθ. 126, σελ. 635, Βαθρακοκοίλη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση», έκδ. 1997, Τόμος Ε`, υπό άρθρο 979, αριθ. 38, σελ. 983). Ο σκοπός που αυτή επιδιώκει προσδίδει κατ’ ανάγκη στην ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης σύνθετο και πολύμορφο χαρακτήρα. Σύνθετο, γιατί η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης δεν είναι μόνο μέσο, όπως η γενική ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ, αλλά πάντοτε έχει και επιθετικό χαρακτήρα, αφού το αίτημά της δεν είναι μόνο να ακυρωθεί ο πίνακας κατάταξης που προσβάλλεται, αλλά και να καταταγεί ο ανακόπτων (βλ. Μπρίνια, ό.π. υπό άρθρο 979, § 430 IV, σελ. 1163). Πολύμορφο, γιατί το αντικείμενο της μπορεί να είναι ποικίλο, ώστε η ειδικότερη μορφή της ανακοπής να κρίνεται αποκλειστικά από αυτό (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, V2a, αριθ. περιθ. 126, σελ. 635). Αν και στρέφεται κατά πράξης που ρυθμίζει την ικανοποίηση περισσοτέρων δανειστών, η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης έχει ατομικιστικό χαρακτήρα (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, V2α, αριθ. περιθ. 127 σελ. 636 και υποσημ. 324). Σκοπός της είναι μόνον η προστασία του ανακόπτοντος- και όχι η αποκατάσταση από το Δικαστήριο της αντικειμενικής ορθότητας του πίνακα κατάταξης. Η πρόθεση αυτή του νομοθέτη, να περιορίσει δηλαδή την κρίση του Δικαστηρίου μόνο στις σχέσεις του ανακόπτοντος και (των κατατάξεων) των δανειστών που τον βλάπτουν, εκδηλώνεται με σαφήνεια στη ρητή διάταξη του άρθρου 979 § 2 εδ. γ` ΚΠολΔ (βλ. Μπρίνια, ό.π. υπό άρθρο 979, § 432β, σελ. 1171 επ.). Σύμφωνα με αυτήν, η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, ν2β, αριθ. περιθ. 128 σελ. 637 και υποσημ. 326 – 327). Γι` αυτό η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία (δηλαδή με έναν πίνακα κατάταξης), όχι όμως και αδιαίρετη, αφού μπορεί η κατάταξη να τεμαχισθεί και να αποτελέσει, ως προς τα διάφορα κεφάλαια του πίνακα κατάταξης, αντικείμενο διαφορετικών ανακοπών. Η δε ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές (ΑΠ 189/2016, ΑΠ 1227/2014, ΑΠ 1851/2014, ΕΠολΔ 2015/111, βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, V2β, αριθ. περιθ. 128 σελ. 637 και υποσημ. 326 – 327). Συνέπεια της ρύθμισης του άρθρου 979 § 2 εδ. γ` ΚΠολΔ είναι η υποκειμενική ενέργεια της ανακοπής υπέρ του ανακόπτοντος. Η απόφαση που την κάνει δεκτή δεν οδηγεί στη σύνταξη νέου, συμπληρωματικού, πίνακα κατάταξης, ώστε να ικανοποιηθούν από το πλειστηρίασμα που είναι πλέον διαθέσιμο με τη νόμιμη σειρά όσοι δανειστές δεν ικανοποιήθηκαν με τον αρχικό πίνακα. Η απόφαση αυτή διατάσσει μόνο την ικανοποίηση του ανακόπτοντος στο μέτρο που έγινε δεκτό το αίτημα του [(βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή, ό.π. § 63, V2β, αριθ. περιθ. 128, σελ. 637 και υποσημ. 328), Εφ.Πατρ.295/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 § 1, 585, 933 και 979 § 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών στην αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου, που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου Κώδικα, και τους λόγους της ανακοπής που αποτελούν την ιστορική της βάση. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να αφορούν είτε (α) την ύπαρξη της ίδιας της απαίτησης του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, στην περίπτωση που αυτή δεν κατατάχθηκε καθόλου ή ως προνομιακή στον προσβαλλόμενο πίνακα, οπότε ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει στην ανακοπή του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτησή του ή το προνόμιό της, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου της ανακοπής του και η άμυνα του καθ` ου, δεν επιτρέπεται δε η συμπλήρωση των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της απαίτησής του περιστατικών με τις προτάσεις του ή με άλλα έγγραφα και μάλιστα με το περιεχόμενο της αναγγελίας και των εγγράφων που κατατίθενται μέσα στην ίδια με την επίδοση αυτής προθεσμία και αποδεικνύουν την απαίτηση, είτε (β) σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της απαίτησης του καθ` ου, που κατατάχθηκε στον προσβαλλόμενο πίνακα, είτε (γ) σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της καταταχθείσας απαίτησης του καθ` ου ή του προνομίου της, οπότε ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλεσθεί με τις προτάσεις του και να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του ή του προνομίου της πραγματικά περιστατικά, αρκεί δε στην περίπτωση αυτή μόνη η άρνηση της απαίτησης του καθ` ου από τον ανακόπτοντα για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος της ανακοπής του, αφού ο καθ` ου βαρύνεται πλέον αυτός να αποδείξει την ύπαρξη, το μέγεθος και τον τυχόν προνομιακό χαρακτήρα της απαίτησής του. Όμως, ακόμη και όταν ο λόγος της ανακοπής δεν αφορά την απαίτηση του ανακόπτοντος ή του προνομίου της, υποχρεούται αυτός να προσδιορίσει με την ανακοπή του την απαίτησή του κατά το είδος, το ποσό και τα θεμελιωτικά αυτής πραγματικά περιστατικά, διότι η ύπαρξη απαίτησής του είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για τη θεμελίωση του έννομου συμφέροντός του και κατ` επέκταση της ενεργητικής νομιμοποίησής του για την άσκηση της ανακοπής (ΑΠ 1311/2021, ΑΠ 1312/2012. ΑΠ 1281/2011 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 972 και 974 έως 980 ΚΠολΔ προκύπτουν μεταξύ των άλλων και το ότι η διαδικασία της κατάταξης των πιστωτών, η οποία ακολουθεί και συναρτάται με τον πλειστηριασμό, αποτελεί ιδιαίτερο και το τελευταίο στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, με κύριο όργανο τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, του οποίου οι πράξεις υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Προς τούτο, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, μετά την σύνταξη του πίνακα κατάταξης, καλεί με έγγραφο εκείνον, υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση, καθώς και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του σχετικού πίνακα κατάταξης, έτσι ώστε όποιος έχει έννομο συμφέρον, να ασκήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατ’ αυτού. Ειδικότερα, η διαδικασία της κατάταξης που απολήγει στην σύνταξη του πίνακα κατάταξης, αφετηρία έχει τις αναγγελίες των δανειστών, τις οποίες συνοδεύει η κατάθεση των νομιμοποιητικών των απαιτήσεων εγγράφων, συνεχίζεται με την σύνταξη του πίνακα και τις κατ’ αυτού ανακοπές και λήγει με την πληρωμή των δανειστών. Η κατάταξη των δανειστών, ανεξάρτητα αν πρόκειται για προνομιούχους ή όχι, μπορεί να είναι οριστική, αν από τα στοιχεία που έχει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αποδεικνύεται πλήρως η απαίτηση του δανειστή ή τυχαία, αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αίρεση (αναβλητική ή διαλυτική) ή κριθεί ως αμφίβολη (δηλαδή όχι πλήρως αποδεικνυόμενη) ή επικουρική (άρθρο 978 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση που θα ματαιωθεί η ικανοποίηση του δανειστή, ο οποίος είχε καταταγεί τυχαία, οπότε καθορίζεται ο τρόπος διανομής του ποσού που αναλογεί στην απαίτηση αυτή. Συνακόλουθα τούτων, ο συμβολαιογράφος, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, κύριο όργανο της διαδικασίας κατάταξης, προβαίνει σε νομική και ουσιαστική αξιολόγηση των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν, ενώ το δικαστήριο ελέγχει τις ενέργειές του, μετά από άσκηση σχετικής ανακοπής και χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης, ως οιονεί όργανο εκτέλεσης, προβαίνει στην διόρθωση του πίνακα και δεν αναπέμπει την υπόθεση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Έτσι, η διαδικασία κατάταξης διαχωρίζεται σε δύο στάδια, το ένα ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και το άλλο ενώπιον του δικαστηρίου. Η σύνταξη του πίνακα κατάταξης ανήκει κατά το νόμο, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, ο οποίος δεν δικαιοδοτεί, αλλά ενεργεί ως όργανο της εκτέλεσης, με βάση τα αναγγελτήρια, τα επιστηρίζοντα αυτά έγγραφα και τις τυχόν εκατέρωθεν παρατηρήσεις. Έργο του είναι η σύνταξη του πίνακα κατάταξης (άρθρο 974 ΚΠολΔ) και με αυτόν η κατάταξη με την σειρά, το ποσοστό και τους όρους ικανοποίησης των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών, μετά από προηγούμενη αιτιολογημένη αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης. Ο πίνακας κατάταξης προσομοιάζει, αλλά δεν αποτελεί δικαστική απόφαση, ούτε ενέχει διάγνωση της απαίτησης που αναγγέλθηκε, καθόσον ο συντάκτης του, υπάλληλος του πλειστηριασμού, δεν δικαιοδοτεί, αλλά ενεργεί ως όργανο της εκτέλεσης. Αποτελεί απλώς διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που καθορίζει την σειρά, το ποσοστό και τους όρους ικανοποίησης των απαιτήσεων του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών, παράγει τις συνέπειες του από την έκδοσή του και την καταχώρησή του στο οικείο βιβλίο του συμβολαιογράφου και τελεί υπό την αίρεση της μη εμπρόθεσμης προσβολής του με ανακοπή (άρθρο 979 ΚΠοΛΔ) ή της μη ανατροπής του με την απόφαση του δικαστηρίου, που θα εκδοθεί επί της ανακοπής αυτής. Ωστόσο, μετά την σύνταξη και καταχώρηση στο βιβλίο εκθέσεων του πίνακα κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού απεκδύεται κάθε περαιτέρω εξουσία, δεν μπορεί αυτεπαγγέλτως να ανακαλέσει, τροποποιήσει ή διορθώσει αυτόν, αλλά ούτε μπορεί, παρακάμπτοντας τον ήδη συνταχθέντα πίνακα, να συντάξει νέο, προκειμένου να κατατάξει ορθότερα, κατά την κρίση του, τους δανειστές που έχουν αναγγελθεί. Τυχόν νέος πίνακας, διορθωτικός ή τροποποιητικός του αρχικού, που συντάχθηκε από το συμβολαιογράφο, πάσχει από ακυρότητα και ως διαδικαστική πράξη μπορεί να προσβληθεί στην προθεσμία του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, αναλογικά εφαρμοζομένου, με ανακοπή του άρθρου 933 του ίδιου Κώδικα και όχι αυτή του άρθρου 979, αφού η τελευταία ανακοπή παρέχεται μόνο για την μεταρρύθμιση και όχι για την ακύρωση του πίνακα. Αντίθετα, νέος συμπληρωματικός πίνακας, χωρίς τροποποίηση του αρχικού, συντάσσεται μόνον από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, όταν κάποιος δανειστής εξοφλήθηκε από τον οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή επιτεύχθηκε αναπλειστηρίασμα μεγαλύτερο και γενικά, όταν ανέκυψε “νέο” ποσό για διανομή. Αυτός ο συμπληρωματικός πίνακας θα είναι συνέχεια του αρχικού και δεν επιτρέπεται διόρθωση του αρχικού πίνακα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνον μέσω της ανακοπής του άρθρου 979 ΚΠολΔ κατ’ αυτού (ΑΠ 399/2019). Σφάλματα του συμβολαιογράφου κατά την σύνταξη του πίνακα κατάταξης προσβάλλονται με ανακοπή, οπότε εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 979 ΚΠολΔ. Από αυτή καθώς και από εκείνες των άρθρων 972 § 1 και 974 έως 979 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την ανακοπή, που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στην γένεση ή στην ύπαρξη της απαίτησης του καθού η ανακοπή, η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και αναφέρονται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατατάχθηκε στον πίνακα και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στην θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (άρθρο 979 § 2 εδ. β’ ΚΠολΔ). Το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθού η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής, που δεν άσκησε ανακοπή. Κατά συνέπειαν, όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταχθέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (74 ΚΠολΔ), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθών η ανακοπή και για την ταυτότητα του νομικού λόγου ως αναιρεσίβλητοι, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (74 ΚΠολΔ) και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός της χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς καθένα από τους καθ’ ών, χωρίς να επηρεάζονται από αυτό οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ’ ών, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ τους ως προς τις απαιτήσεις τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν. Επομένως, υπαρχούσης μεταξύ των διαδίκων απλής ομοδικίας, σφάλματα του συμβολαιογράφου κατά τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης προσβάλλονται με ανακοπή, οπότε εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 979 ΚΠολΔ (ΑΠ 2117/2014). Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 979 § 2 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από την παρ. 2 του άρθρου 8 του Ν. 4335/2015 και έχει εν προκειμένω εφαρμογή λόγω του χρόνου ασκήσεως της ως άνω από 20-12-2010 ανακοπής), κατά την οποία “Μέσα σε δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παραγράφου 1 οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία, και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Κατά της απόφασης που εκδίδεται επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Η συζήτηση προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της, αν ο δανειστής είναι κάτοικος ημεδαπής ή μέσα σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες από την κατάθεσή της, αν ο δανειστής είναι κάτοικος αλλοδαπής”, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 985 έως 980 του ίδιου Κώδικα, όταν το εκπλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθούν ο υπέρ ου η εκτέλεση και όλοι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, η κατάταξη των δανειστών για την διανομή του γίνεται με ενιαία πράξη ως προς όλους, πλην όμως η διαδικασία της κατάταξης δεν είναι αδιαίρετη. Γι’ αυτό όπως ήδη αναφέρθηκε, κάθε δανειστής ασκεί δική του αυτοτελή ανακοπή και την στρέφει εναντίον εκείνων μόνον από τους δανειστές, κατά των οποίων επιδιώκει να εξέλθει νικητής και όχι εναντίον όλων των δανειστών που αναγγέλθηκαν. Έτσι, μεταξύ των δανειστών που μετέχουν στη σχετική δίκη δεν υφίσταται αναγκαστική ομοδικία κατά την έννοια του άρθρου 76 ΚΠολΔ και δεν ωφελείται ο ένας δανειστής από την ανακοπή που άσκησε άλλος δανειστής, ούτε βλάπτεται από την ανακοπή που απευθύνθηκε κατά άλλου δανειστή (ΑΠ 1521/2022, δημ. στην ιστοσελίδα areiospagos.gr).
Με την από 09-12-2021 ανακοπή, η ανακόπτουσα εξέθετε ότι, με επίσπευση της καθ’ης η ανακοπή, δανείστριας εταιρείας με την επωνυμία <<……………>, που εδρεύει στη ….., εκπλειστηριάστηκε στις 01-09-2021 ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, το υπό σημαία ……. (πρώην ……) πλοίο με την ονομασία <<MI>> και ΙΜΟ …… , πλοιοκτησίας της ίδιας (ανακόπτουσας). Οτι οι πιστωτές αναγγέλθηκαν έως την 16-09-2021 και ότι ο ανωτέρω συμβολαιογράφος, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, συνέταξε τον υπ’αριθ. …../19-11-2021 Πίνακα Κατάταξης Δανειστών, ενώ ακολούθως της επέδωσε την υπ’αριθ. …/2021 Πρόσκληση Δανειστών, με την οποία την καλούσε να λάβει γνώση του εν λόγω πίνακα, στον οποίο κατετάγησαν οι αναφερόμενοι στην ανακοπή δανειστές με τα προνόμια που εκεί αναφέρονται. Οτι το πλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε ανέρχεται στο ποσό των 17.000.000 δολαρίων ΗΠΑ. Οτι ο ανωτέρω συμβολαιογράφος κατέταξε την ίδια (ανακόπτουσα) στον προσβαλλόμενο πίνακα, τυχαίως και υπό την αίρεση της τελεσίδικης αναγνώρισης της κυριότητάς της επί του πλοίου, για το υπόλοιπο ποσό των 16.114.925,89 δολαρίων ΗΠΑ που απέμεινε μετά την ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών. Οτι ο λόγος για τον οποίο κατετάγη τυχαίως ήταν ότι η εταιρεία ………… (κυρίως παρεμβαίνουσα), με την από 14-09-2021 αναγγελία της αμφισβήτησε την κυριότητα της ανακόπτουσας και με βάση αυτή την αμφισβήτηση αναγγέλθηκε για την αξία του πλοίου και για ναύλους. Οτι ο συμβολαιογράφος δεν κατέταξε την εταιρεία ………. για αυτές τις απαιτήσεις, δοθέντος ότι η τελευταία δεν δύναται να αναγγελθεί ως δανείστρια εφόσον έχει προβάλλει δικαίωμα κυριότητας επί του πλοίου. Οτι η αμφισβήτηση της κυριότητάς της είναι αβάσιμη και ότι σε κάθε περίπτωση ο συμβολαιογράφος όφειλε να κατατάξει την ίδια (ενν.ανακόπτουσα) οριστικά, εφόσον μάλιστα απέρριψε ως απαράδεκτη την αναγγελία της εταιρείας ………… Οτι η ανωτέρω κατάταξή της είναι εσφαλμένη, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 978 ΚΠολΔ, τυχαία κατατάσσονται απαιτήσεις που εξαρτώνται από αίρεση ή είναι αμφίβολες, ενώ η ίδια δεν είναι δανείστρια του πλοίου ούτε είχε κάποια απαίτηση που ανήγγειλε στον πλειστηριασμό, αντίθετα είναι η καθ’ης η εκτέλεση στην οποία περιέρχεται το ποσό που απομένει από το πλειστηρίασμα του πλοίου και η κυριότητά της αποδεικνύεται από τα επικαλούμενα στην ανακοπή έγγραφα. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να τροποποιηθεί ο ανωτέρω Πίνακας Διανομής Εκπλειστηριάσματος και Κατάταξης Δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιά …………, ώστε να καταταγεί η ίδια οριστικά για το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος ήτοι για ποσό 16.114.925,89 δολαρίων ΗΠΑ καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η ανακοπή περί τροποποίησης του ένδικου πίνακα κατάταξης δανειστών, η οποία ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 979 ΚΠολΔ, στρεφόμενη κατά της εταιρείας …………., τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και τούτο διότι κατά το άρθρο 979 παρ. 2 εδ. δ ΚΠολΔ η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (ΑΠ 1521/2022, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα areiospagos.gr, ΑΠ 2010/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ωστόσο η καθ’ης η ανακοπή δεν έχει καταταγεί ως δανείστρια στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, όπως τούτο προκύπτει από την ιστορική βάση της κρινόμενης ανακοπής αλλά και από την επισκόπηση του ίδιου του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, αφού αντί αυτής έχει καταταγεί πραγματικά στον πίνακα η εταιρεία ……………, στην οποία μεταβιβάστηκε λόγω εκχώρησης, κατόπιν πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, η απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή, ποσού 22.000,00 ευρώ, πριν από τη σύνταξη του πίνακα. Σε κάθε δε περίπτωση, η ένδικη ανακοπή τυγχάνει μη νόμιμη, καθόσον η ανακόπτουσα, η οποία όπως εκθέτει στην ανακοπή, δεν είναι δανείστρια αλλά η καθ’ης η εκτέλεση, στρέφεται κατά της επισπεύδουσας, η οποία ως προελέχθη δεν κατετάγη στον προσβαλλόμενο πίνακα, χωρίς να προβάλλει ενστάσεις κατά της απαίτησης της τελευταίας ή να προβαίνει σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση της καταταχθείσας απαίτησης της καθ’ης ή του προνομίου της και χωρίς να απαιτεί την αποβολή της από τον πίνακα, αλλά ζητεί την τροποποίηση του πίνακα μόνο αναφορικά με τη δική της κατάταξη. Σύμφωνα όμως με όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω νομική σκέψη, η κρινόμενη ανακοπή με το αίτημα αυτό δεν δύναται να βασισθεί στη διάταξη του άρθρου 979 ΚΠολΔ. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε την ανακοπή, έστω με συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε στην κρίση του ως προς την ερμηνεία του νόμου και ο σχετικός (μοναδικός) λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης κατά τα ειδικότερα σκέλη αυτού, με τα οποία η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, όπως και η υπό στοιχ. Α) έφεση στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. …………./2023 παράβολου στο δημόσιο ταμείο λόγω της ήττας της εκκαλούσας (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα και στο διατακτικό, ενώ δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δεν θα επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας εφόσον οι εφεσίβλητοι λόγω της ερημοδικίας τους δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια.
Περαιτέρω η κυρία παρεμβαίνουσα, με την από 19-01-2022 κύρια παρέμβαση εξέθετε ότι άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 07-12-2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2021 ανακοπή εναντίον των καθ’ων η κυρία παρέμβαση, της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> (………..), εδρεύουσας στις Νήσους …, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………>> (………), που εδρεύει στην …, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>, που εδρεύει στη …. Αττικής, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία <<……….>>, που εδρεύει στον Πειραιά, του ………., ναυτικού πράκτορα, ο οποίος εδρεύει στον Πειραιά και της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> που εδρεύει στο ……. της Ολλανδίας, στην οποία (ανακοπή) εξέθετε ότι στις 01-09-2021 εκπλειστηριάστηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., με επίσπευση της όγδοης καθ’ης η ανακοπή (δεύτερης των καθ’ων η κύρια παρέμβαση) ήτοι της εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, το υπό σημαία Παναμά δεξαμενόπλοιο με την ονομασία <<MI>>, με ΙΜΟ ……….., φερόμενης κυριότητας της πρώτης των καθ’ων η ανακοπή και καθ’ης ο πλειστηριασμός (ήδη πρώτη των καθ’ων η κύρια παρέμβαση) εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> στην πραγματικότητα όμως δικής της κυριότητας. Οτι στον διενεργηθέντα ως άνω πλειστηριασμό, ανήγγειλε τις απαιτήσεις της ύψους α) 41.248.107,88 δολαρίων ΗΠΑ που αντιστοιχεί στην εμπορική αξία του πλοίου που εκπλειστηριάστηκε, β) 6.873.000 δολαρίων ΗΠΑ που αντιστοιχεί σε οφειλόμενους ναύλους και γ) 22.000,00 ευρώ που αντιστοιχεί σε εκχωρηθείσα απαίτηση της επισπεύδουσας, όπως οι απαιτήσεις αυτές αναλύονται στο δικόγραφο της ανακοπής, Οτι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, συμβολαιογάφος …………., συνέταξε τον υπ’αριθ. ………./19-11-2021 Πίνακα Κατάταξης Δανειστών, στον οποίο κατέταξε την ίδια (ανακόπτουσα) μόνο για την τρίτη ως άνω απαίτησή της, ήτοι αυτή των 22.000,00 ευρώ που προέρχεται από εκχωρηθείσα απαίτηση της επισπεύδουσας, ενώ απέρριψε κατά τα λοιπά τις αναγγελθείσες απαιτήσεις της με την αιτιολογία ότι αυτές δεν μπορούν να καταταγούν διότι η αναγγελόμενη εταιρεία προβάλει δικαίωμα κυριότητας στο πλοίο, ότι δηλαδή αυτή τυγχάνει η πραγματική πλοιοκτήτρια του πλοίου. Οτι η κρίση του, επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου είναι εσφαλμένη, ειδικότερα δε αναφορικά με την αναγγελθείσα απαίτησή της για τους οφειλόμενους ναύλους, η οποία στρέφεται κατά της πρώτης των καθ’ων – καθ’ης ο πλειστηριασμός, διότι αυτή δεν εξαρτάται από το δικαίωμα κυριότητάς της (της ανακόπτουσας) επί του πλοίου και θα έπρεπε να καταταγεί τυχαία, υπό την αίρεση της επιδίκασης των ναύλων από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η σχετική υπόθεση, ενώ ομοίως έπρεπε να καταταγεί και για την απαίτησή της που αντιστοιχεί στην αξία του πλοίου, για την οποία επίσης εκκρεμεί σχετική αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων του Παναμά. Οτι εσφαλμένα κατετάγησαν προνομιακά και οριστικά στον ανωτέρω πίνακα κατάταξης, στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων η τρίτη των καθ΄ων η ανακοπή και ομοίως προνομιακά και οριστικά η δεύτερη των καθ’ων και προνομιακά και οριστικά στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων η τέταρτη, πέμπτη, έκτος και έβδομη των καθ’ων, για τους εκτιθέμενους στην ανακοπή λόγους, οι οποίοι βασίζονται κυρίως στην έλλειψη κυριότητας της πρώτης των καθ’ων η ανακοπή – καθ’ης ο πλειστηριασμός, με την οποία συνήψαν συμβάσεις οι λοιποί των καθ’ων η ανακοπή, γεγονός που θα κριθεί από τα αρμόδια δικαστήρια του Παναμά. Επίσης ότι εσφαλμένα κατετάγη η ανακόπτουσα (πρώτη των καθ’ων η κύρια παρέμβαση) τυχαία για το υπολειπόμενο εκπλειστηρίασμα υπό την αίρεση της τελεσίδικης αναγνώρισης της κυριότητάς της. Με βάση το ιστορικό αυτό, η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητούσε να απορριφθεί η από 09-12-2021 ανακοπή της εταιρείας <<………….>> και να καταταγεί η ίδια επικουρικά και στο τμήμα του πλειστηριάσματος που κατετάγη η πρώτη των καθ’ων η κυρία παρέμβαση, υπό την αίρεση της προσκόμισης τελεσίδικης υπέρ της απόφασης με την οποία θα αναγνωρίζεται η κυριότητά της επί του πλοίου το οποίο εκπλειστηριάστηκε. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η κυρία παρέμβαση, η οποία ως εκ του αιτήματός της, με το οποίο ζητεί την κατάταξή της στο τμήμα του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών και την αποβολή των καθ’ων, εκτιμάται ως ανακοπή του άρθρου 979, κατά το μέρος αυτής που στρέφεται κατά της δεύτερης των καθ’ ων η κυρία παρέμβαση, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και τούτο διότι κατά το άρθρο 979 παρ. 2 εδ. δ ΚΠολΔ η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη (ΑΠ 1521/2022, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα areiospagos.gr, ΑΠ 2010/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ωστόσο η δεύτερη των καθ’ ων η κυρία παρέμβαση, δεν έχει καταταγεί ως δανείστρια στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, όπως τούτο προκύπτει από την ιστορική βάση της κρινόμενης ανακοπής αλλά και από την επισκόπηση του ίδιου του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, αφού αντί αυτής έχει καταταγεί πραγματικά στον πίνακα η ίδια η κυρίως παρεμβαίνουσα, στην οποία μεταβιβάστηκε λόγω εκχώρησης, κατόπιν πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, η απαίτηση της επισπεύδουσας (δεύτερης των καθ’ ων η κυρία παρέμβαση – όγδοης των καθ’ων η ανακοπή) κατά της καθ’ης ο πλειστηριασμός, ποσού 22.000,00 ευρώ, πριν από τη σύνταξη του πίνακα. Περαιτέρω η κυρία παρέμβαση τυγχάνει απαράδεκτη και λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης στο πρόσωπο της κυρίως παρεμβαίνουσας, η οποία δεν φέρει την ιδιότητα της δανείστριας, η οποία τίθεται ως προϋπόθεση από τις διατάξεις των άρθρων 972 και 979 ΚΠολΔ για την άσκηση της εν λόγω ανακοπής, δεδομένου ότι η ίδια προβάλει δικαίωμα κυριότητας επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου. Ειδικότερα, ως προς την αναγγελθείσα απαίτησή της, ύψους 41.248.107,88 δολαρίων ΗΠΑ που αντιστοιχεί στην εμπορική αξία του εκπλειστηριασθένος πλοίου, αυτή εδράζεται και συνέχεται άμεσα με την διεκδίκηση εκ μέρους της, της κυριότητας του ένδικου πλοίου, αφού το εν λόγω ποσό αφορά το ισάξιο του πλοίου, που ζητά να της επιδικαστεί από τα δικαστήρια του Παναμά, σε περίπτωση ευδοκίμησης της εκκρεμούσας αγωγής της, εφόσον κατά το χρόνο εκτέλεσης της απόφασης δεν θα είναι δυνατή η αυτούσια απόδοσή του. Ομοίως και η αναγγελθείσα απαίτησή της για τους οφειλόμενους ναύλους, στηρίζεται στην αμφισβήτηση της κυριότητας της ανακόπτουσας – πρώτης των καθ’ων η κυρία παρέμβαση επί του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, δια του ισχυρισμού της δικής της (ενν. της κυρίως παρεμβαίνουσας) κυριότητας, ήτοι προβάλει αξίωση για ναύλους εναντίον της πρώτης των καθ’ων η κυρία παρέμβαση επειδή, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν είναι αυτή (ενν. η εταιρεία …………..) κυρία του πλοίου, αλλά η ίδια η κυρίως παρεμβαίνουσα, η οποία έχει δικαίωμα στην είσπραξη των ναύλων του. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε την κύρια παρέμβαση, έστω με συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε στην κρίση του ως προς την ερμηνεία του νόμου και ο σχετικός πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β) έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά την έννοια του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι όχι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλ` απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, αν θεωρηθούν βάσιμοι, να άγουν σε εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης. Έτσι, αν η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έχει επάλληλη αιτιολογία, η προσβολή της κατά το ένα μόνο σκέλος δεν αρκεί, αφού το διατακτικό της στηρίζεται αυτοτελώς επί του άλλου (ΑΠ Ολ 25/1996 ΝοΒ 1996, σελ. 46, ΑΠ 1390/1988 ΕλλΔνη 31, σελ. 95, ΕφΘεσ 1312/2008 Αρμ 2009, σελ. 1181, ΑΠ 1530/1988 ΕλλΔνη 31, σελ. 518, ΑΠ 265/1989 ΕλλΔνη 31, σελ. 769 Σαμουήλ Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, παρ. 542, σελ. 221, ΕφΠειρ 540/2020, ΕφΠειρ 234/2010, ΠειρΝομ 2010, σελ. 404, ΜονΕφΠειρ 624/2018, ΕΝΔ 2018, σελ. 343).
Με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχ. Β) έφεσης, η εκκαλούσα αποδίδει σφάλμα στην εκκαλουμένη ως προς την αιτιολογία με την οποία απέρριψε την ανακοπή της ανακόπτουσας – πρώτης των καθ’ων η κυρία παρέμβαση και ειδικότερα βάλλει κατ’αυτής επειδή έκρινε ότι ο πίνακας κατάταξης είναι άκυρος ως διαδικαστική πράξη κατ’άρθρο 971 και 974 ΚΠολΔ ενόψει του ότι το πλειστηρίασμα επαρκούσε για την ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών με συνέπεια να μην έπρεπε να συνταχθεί, ενώ ορθά αν έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη και τις δικές της απαιτήσεις (ενν. της κυρίως παρεμβαίνουσας) που αναγγέλθηκαν νόμιμα, οι οποίες ήταν πολλαπλάσιες του πλειστηριάσματος και με βάση αυτές ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ορθά συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης εφόσον το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε ότι η ερειδόμενη στο άρθρο 979 ΚΠολΔ ανακοπή είναι μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι <<η ανακόπτουσα, η οποία σαφώς εκθέτει ότι δεν είναι δανείστρια αλλά η καθ’ης η εκτέλεση, στρέφεται κατά της επισπεύδουσας, χωρίς να προβάλλει ενστάσεις κατά της απαίτησης της τελευταίας ή να προβαίνει σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση της καταταχθείσας απαίτησης της καθ’ης ή του προνομίου της. Αντιθέτως αιτείται την τροποποίηση του πίνακα κατάταξης δανειστών μόνο αναφορικά με τη δική της κατάταξη. Σύμφωνα ωστόσο με τα ως άνω διαλαμβανόμενα, το αίτημα αυτό δεν δύναται να αποτελεί αίτημα της ερειδόμενης στο άρθρο 979 ΚΠολΔ ανακοπής>>. Εν συνεχεία το ίδιο Δικαστήριο διέλαβε δεύτερη, επάλληλη, απορριπτική της ανακοπής αιτιολογία με το ακόλουθο σκεπτικό: <<Πλέον δε τούτων, εκτίθεται στην κρινόμενη ανακοπή ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος, συνέταξε πίνακα κατάταξης δανειστών, καίτοι το επιτευχθέν πλειστηρίασμα επαρκούσε για την ικανοποίηση των δανειστών. Η μη επάρκεια του πλειστηριάσματος αποτελεί, σύμφωνα με το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 974 ΚΠολΔ, αναγκαία προϋπόθεση για τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης δανειστών, η δε έλλειψή της καθιστά τον παρά τα ανωτέρω συνταγέντα πίνακα κατάταξης, ελλατωματική διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της εκτελέσεως, η οποία μπορεί να ακυρωθεί με την κατ’άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή, εφόσον υπάρχει βλάβη του ανακόπτοντος μη επανορθώσιμη αλλιώς. Ως εκ τούτων, η ανακόπτουσα, εφόσον ισχυρίζεται ότι υφίσταται βλάβη εκ της σύνταξης του ανακοπτόμενου πίνακα, δύναται να προσβάλει αυτόν κατά τα ανωτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο, η υπό κρίση ανακοπή δεν δύναται να εκτιμηθεί ούτε ως ανακοπή κατ’άρθρο 933 ΚΠολΔ κατά του πίνακα κατάταξης ως διαδικαστικής πράξης, ελλείψει σχετικού αιτήματος αυτού.
Κατόπιν τούτων, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή, για τους ανωτέρω διαλαμβανόμενους λόγους, να απορριφθεί>>. Συνακόλουθα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη, επειδή με τον κρινόμενο λόγο έφεσης πλήττεται μόνο το ένα σκέλος της αιτιολογίας της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω ανακοπή, ο λόγος αυτός τυγχάνει απαράδεκτος ως αλυσιτελής καθώς και βάσιμος εάν κριθεί δεν άγει σε εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει να απορριφθεί όπως και η υπό στοιχ. Β) έφεση στο σύνολό της εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αυτής προς εξέταση. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. …………/2022 παράβολου στο δημόσιο ταμείο λόγω της ήττας της εκκαλούσας (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα και στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας της πρώτης εφεσίβλητης πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος που υποβλήθηκε με τις προτάσεις της, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. ενώ δικαστικά έξοδα δεν θα επιβληθούν σε βάρος της δεύτερης και του τρίτου των εφεσιβλήτων εφόσον αυτοί λόγω της ερημοδικίας τους δεν υποβλήθηκαν σε τέτοια.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει α) την από 14-06-2023 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../15-06-2023) έφεση ερήμην των εφεσιβλήτων και β) την από 07-12-2022 (υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../19-10-2023) έφεση ερήμην της δεύτερης και του τρίτου των εφεσιβλήτων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται την από 14-06-2023 έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του υπ.’ αριθ. ………../2023 παράβολου στο δημόσιο ταμείο.
Δέχεται την από 07-02-2022 έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του υπ.’ αριθ. …………../2022 παράβολου στο δημόσιο ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της πρώτης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ευρώ (700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 26 Αυγούστου 2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ