Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 567/2018

Αριθμός     567/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Νομίμως φέρεται προς αυτεπάγγελτη επανασυζήτηση και έκδοση απόφασης κατά τις διατάξεις των άρθρων 254 και 307 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την προσθήκη σε αυτό του τελευταίου εδαφίου του με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3327/2005 και την αντικατάστασή του με το άρθρο 81 του ν. 3659/2008, κατόπιν της υπ’ αρ. 55/2018 πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς (αρ. έκθ. καταθ. ………..), με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο και ορίστηκε νέα δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης, η από 15-9-2014 (………) έφεση,  η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί αρχικά κατά τη δικάσιμο στις 3-12- 2015 και μετ’ αναβολή κατά τη δικάσιμο στις 22-9-2016, χωρίς να εκδοθεί επ’ αυτής απόφαση λόγω ανυπέρβλητου κωλύματος της Δικαστή που συγκρότησε το Δικαστήριο τούτο κατά την ως άνω δικάσιμο.                                                                                                                                                                                                                                                                             ΙΙ. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 4375/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των  εργατικών διαφορών, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7-1-2015, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας  από την δημοσίευση  της εκκαλουμένης  απόφασης στις 27-10-2014  δεδομένου ότι  δεν προέκυψε ούτε άλλωστε επικαλούνται ο διάδικοι επίδοση αυτής (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).  ΙΙΙ. Με την υπό κρίση από 12-8-2013 (αρθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων και ήδη  εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών  έγγραφων και προφορικών  συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου και αορίστου χρόνου, που συνήψε στη Σαλαμίνα  με την εναγομένη εταιρία, που έχει ως αντικείμενο τις ναυτιλιακές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες,  προσλήφθηκε αρχικά στις 6-9-2010, προκειμένου να εργαστεί επί πενθήμερο, εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή και για επτά ώρες ημερησίως,  με την ειδικότητα του  βοηθού ελασματουργού. Ότι οι συμβάσεις του αυτές υπαγόταν στην ισχύουσα κάθε φορά ΣΣΕ «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά- Αττικής και Νήσων, καθώς και των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν υπεργολαβίες στα ναυπηγεία Ελευσίνας-Σκαραμαγκά, ανεξαρτήτως εάν η έδρα τους είναι εκτός της Περιφέρειας Πειραιά». Ότι απασχολήθηκε ανελλιπώς από την εναγόμενη από 6-9-2010 έως 7-11-2010, ως βοηθός ελασματουργού και από 8-11-2010 έως 14-5-2012 ως τεχνίτης ελασματουργός σε επισκευαστικό συνεργείο αυτής, καθόσον διέθετε την απαιτούμενη προϋπηρεσία ως βοηθός ελασματουργού, εργαζόμενος από Δευτέρα ως Παρασκευή επί οκτώ ώρες καθώς και Σάββατα και Κυριακές κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Ότι σε όλη τη διάρκεια της εργασιακής του σύμβασης αμειβόταν ως βοηθός ελασματουργού και όχι τεχνίτη ελασματουργού, όπως ήταν η ειδικότητα του από 8-11-2010 και εφεξής ,και  γι` αυτό διατηρεί κατά της εναγομένης αξιώσεις για διαφορές ημερομισθίων, επιδομάτων εορτών και αδείας, αποζημίωσης αδείας,  καθώς και για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, και υπερωριακή αμοιβή, τόσο για την απασχόλησή του κατά τις καθημερινές πέραν του νομίμου ωραρίου, όσο και κατά τα Σάββατα τις Κυριακές, συνολικού ποσού, 82.389,01 ευρώ, όπως οι επιμέρους οφειλές ειδικότερα προσδιορίζονται στο δικόγραφο της κρινομένης αγωγής.  Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε, κυρίως με τις διατάξεις περί συμβάσεως και επικουρικά με εκείνες περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ύστερα από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό (ΚΠολΔ 223 εδ. β`), (α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των  29.616,54 ευρώ και ειδικότερα για διαφορές  δεδουλευμένων ημερομισθίων, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, το συνολικό ποσό των 5.920 ευρώ για το έκτο ημερομίσθιο της εβδομάδας, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, το συνολικό ποσό των 7.967,04 ευρώ και για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, το συνολικό ποσό των 15.729,50 ευρώ και (β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 52.772,47 ευρώ για  διαφορές αμοιβής για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του καθώς και διαφορές αναλογίας επιδομάτων, αποδοχών αδείας και εορτών, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας αλλά και επιδικίας για μεν τα ποσά, των οποίων ζητείται η καταψήφιση από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, διαφορετικά από την επομένη της αποχώρησης του από την εργασία του, στις 14-5-2012, διαφορετικά από την όχληση της εναγόμενης να παραστεί στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας στις 12-9-2012, για δε τα ποσά, για τα οποία ζητείται να αναγνωρισθεί ότι  οφείλονται    από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του,  έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κατά την κύρια βάση της ως ουσιαστικά βάσιμη και αφενός υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 27.605,92 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, έκτο ημερομίσθιο ανά εβδομάδα εργασίας και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, κατά τις ειδικότερες επιμέρους διακρίσεις,  με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, δηλαδή κατά την τελευταία ημέρα κάθε μήνα,  και αφετέρου αναγνώρισε ότι αυτή οφείλει το ποσό των 27.598,63 ευρώ για εργασία κατά τα Σάββατα, και διαφορές επιδομάτων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την παρέλευση της δήλης ημέρας καταβολής τους, κατά τα  ειδικότερες διακρίσεις. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται  η εναγόμενη  με τις  υπό κρίση έφεσή της, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, έτσι ώστε  να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.IV. Η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο ορθώς  κρίθηκε ότι είναι επαρκώς ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη-εκκαλούσα, δεδομένου ότι  ο ενάγων επικαλείται ότι είχε την απαιτούμενη προϋπηρεσία ως βοηθός ελασματουργού χωρίς να είναι αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής η επίκληση του ακριβή χρόνου απασχόλησης του και τα στοιχεία του εκάστοτε εργοδότη του, δεδομένου ότι αυτά δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις, ενώ για την απασχόληση του κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές δεν απαιτείται να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής ποιες ήταν οι ανάγκες της εναγόμενης που επέβαλαν την παροχή εργασίας του ενάγοντος κατά τις ημέρες αυτές, το πρόσωπο που του έδινε  την σχετική εντολή και  τα ειδικότερα καθήκοντα του. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχτηκε τα ίδια και απέρριψε την ανωτέρω ένσταση αοριστίας της εναγομένης εταιρίας, ορθά το νόμο εφάρμοσε και δεν έσφαλε. Περαιτέρω, στην αγωγή αναφέρεται ρητώς ότι εργοδότρια του ενάγοντος ήταν η εναγόμενη, με την οποία είχε καταρτίσει τις σχετικές συμβάσεις εργασίας, ενώ ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι εργάστηκε σε άλλον εργοδότη στα πλαίσια σύμβασης δανεισμού εργαζομένου, και συνεπώς η  τελευταία νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της  εν λόγω αγωγής. Κατόπιν τούτου ο έβδομος  λόγος της  εφέσεως, με τον οποίο η εναγόμενη-εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. V. Περαιτέρω, η επικαλούμενη από τον ενάγοντα με ημερομηνία 30-4-2009 συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εργατοτεχνιτών και Υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά – Αττικής και Νήσων, έχει κηρυχθεί γενικώς υποχρεωτική από τις 4-5-2009, δυνάμει της με αριθμό ΥΑ 19738/1575/11-6-2009 απόφασης του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ Β 1208/19.6.2009) και εφαρμόζεται έκτοτε σε όλες τις ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις, που έχουν την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα με εκείνες που συμβλήθηκαν κατά την κατάρτισή της, χωρίς να απαιτείται τα διάδικα μέρη (εργαζόμενος και εργοδότης) να είναι μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που τις κατήρτισαν ή υπήχθησαν σε διαιτησία (πρβλ. ΑΠ 1561/2011, 1133/2010 και 1710/2007 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 74/2009 ΔΕΕ 2010-599, ΑΠ 1143/2004 ΕΕργΔ 2005-288, ΕφΛαμ 100/2011 ο.π.). Επιπλέον, επειδή αυτή ήταν αόριστης διάρκειας, δεδομένου ότι δεν καθοριζόταν ρητά ο χρόνος λήξης της (βλ. Κεφάλαιο ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, άρθρο 5 παρ. 10 της συλλογικής σύμβασης), η διάρκειά της περιορίστηκε έως τις 14-2-2013, πλέον ενός τριμήνου ως χρόνου υποχρεωτικής μετενέργειάς της, με τελικό χρόνο λήξης της, τις 14-5-2013 [άρθρο 1 παρ. 6 Ν. 4046/2012 σε συνδυασμό με άρθρο 2 παρ. 2 και 4 ΠΥΣ 6/2012 ΦΕΚ Α 38/28-2-2012)], (βλ και ΜονΕφΠειρ. 124/2017, προσκομιζόμενη και ΜονΕφΠειρ 396/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),επομένως οι ρυθμίσεις της, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή καταλαμβάνουν όλες τις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος, και ο πρώτος λόγος της έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα  πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.  VΙ. Από την προσήκουσα επανεκτίμηση και αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ενός για κάθε διάδικο μέρος), που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον ενάγοντα -εφεσίβλητο με αριθμούς  …….. και ………  ένορκες βεβαιώσεις, των ……… και …….., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθησαν νομίμως με την επιμέλεια του, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης (βλ. τη με αριθμό …….. του δικ. επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών, ……..) καθώς και την με αριθμό ….. ένορκη βεβαίωση του …… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς μετά από νόμιμη κλήτευση της εναγόμενης με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και λαμβάνεται υπόψη για αντίκρουση των ισχυρισμών της εναγόμενης που προτάθηκαν για πρώτη φορά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την εναγόμενη-εκκαλούσα με αριθμούς …….. και ….. ένορκες βεβαιώσεις των .. … και .. .. αντίστοιχα, που ελήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, …… μετά από νομότυπη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. τη με αριθμό ……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….)  καθώς και από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δεν μνημονεύεται ρητά παρακάτω, (ενώ η εφεσίβλητη δεν  επικαλείται εκ νέου τις με αριθμό …… και ……  ένορκες βεβαιώσεις   των ….. και ……, αντίστοιχα,  που λήφθηκαν με πρωτοβουλία της, ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου Σαλαμίνας  και οι οποίες δεν είχαν ληφθεί υπόψη πρωτοδίκως, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι δεν προσκομίστηκαν προς αντίκρουση ισχυρισμού του ενάγοντος που προτάθηκε για πρώτη φορά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αφού ο τελευταίος δεν προέβαλε κανένα νέο ισχυρισμό, αλλά προς ανταπόδειξη της κρινομένης αγωγής και απόδειξη των ισχυρισμών της εναγομένης, ΑΠ 411/2008, ΑΠ 1704/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 659/2007 ΝοΒ 2007-1823), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η εναγομένη εταιρεία, που εδρεύει στη ……., δραστηριοποιείται στον τομέα ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών και συγκεκριμένα σε επισκευές και   συντηρήσεις πλωτών μέσων, εκμεταλλευόμενη οργανωμένο ναυπηγείο στη περιοχή ……..στη ….., όπου και εδρεύει. Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψε ο ενάγων με την εναγόμενη, δια του νομίμου εκπροσώπου αυτής,   στην έδρα της, προσλήφθηκε στις 6-9-2010 για να απασχοληθεί από την τελευταία σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες με την ειδικότητα του βοηθού ελασματουργού κατά τα χρονικά διαστήματα από 6-9-2010 έως 5-11-2010, από 8-11-2010 έως 22-12-2010, από 3-1-2011 έως 28-2-2011 από 1-3-2011 έως 19-4-2011, από 26-4-2011 έως 17-6-2011, από 20-6-2011 έως 10-1-2012 και από 2-2-2012 έως 31-5-2012. Κατά τον χρόνο της πρόσληψης του αυτός διέθετε την προβλεπόμενη από τα άρθρα 3 του Κεφ.Α και 3 του Κεφ.Ε της προαναφερομένης συλλογικής σύμβασης εργασίας «για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται σε ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες Ν. Πειραιά- Αττικής και Νήσων» προϋπηρεσία έξι ετών, ως βοηθός ελασματουργού, γεγονός που η εναγόμενη γνώριζε κατά την πρόσληψη του, καθόσον ο ενάγων της είχε προσκομίσει   αναλυτική κατάσταση ενσήμων από προηγουμένους εργοδότες, από την οποία προέκυπτε η απασχόληση του με την ειδικότητα αυτή, και ειδικότερα ότι είχε πραγματοποιήσει 270 ημερομίσθια το έτος 2007, 260 ημερομίσθια το έτος 2008, 164 ημερομίσθια το έτος 2009 και 40 ημερομίσθια το έτος 2010, δηλαδή συνολικά 734 ημερομίσθια, που αντιστοιχούν σε 6,12 έτη προϋπηρεσίας (734: 120 ημερομίσθια, που θεωρούνται ένα έτος προϋπηρεσίας σύμφωνα με την προαναφερόμενη από 30-4-2009 συλλογική σύμβαση εργασίας, Κεφ.Ε άρθρο 3 παρ.1). Η εναγόμενη γνωρίζοντας τα ανωτέρω απασχόλησε τον ενάγοντα ως βοηθό ελασματουργού στο πλαίσιο της πρώτης σύμβασης εργασίας του, ακολούθως, όμως, από 8-11-2010 και εφεξής ως τεχνίτη ελασματουργό, όπως σχετικά βεβαιώνουν και οι συνάδελφοι του …….. και …. .. στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους. Επομένως όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη -εκκαλούσα με τον σχετικό πρώτο λόγο (κατά το πρώτο σκέλος αυτού) της  έφεσης της, κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα κατ΄ ουσίαν. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε με τις ανωτέρω ειδικότητες  επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή και οκτώ ώρες ημερησίως, από ώρα 07.00 έως 15.00, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και 7.30 έως 15.30 κατά τους χειμερινούς μήνες, έναντι των νομίμων αποδοχών του βοηθού ελασματουργού. Επιπλέον αυτός απασχολείτο κατά μέσο όρο δύο Σάββατα την εβδομάδα, κάθε μήνα, επί οκτώ ώρες, σύμφωνα και με τα εμφαινόμενα στην αναλυτική κατάσταση ασφαλιστικών εισφορών του ΙΚΑ σε συνδυασμό  και με τη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο  του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που κάνει λόγο και για εργασία κατά τα Σάββατα. Συνεπώς, ο ενάγων με βάσει την προαναφερόμενη συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω, επειδή οι διάδικοι θα μπορούσαν να είναι μέλη των συνδικαλιστών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη της, δικαιούταν για την εργασία που παρείχε στην εναγομένη τα κάτωθι ποσά: (Α) Για διαφορές δεδουλευμένων ημερομίσθιων ως τεχνίτης ελασματουργός από 8-11-2010 έως 14-5-2012 και επί 354 καθημερινές  (17 ημερομίσθια το μήνα Νοέμβριο 2010, 16 ημερομίσθια το μήνα Δεκέμβριο 2010, 20 ημερομίσθια το μήνα Ιανουάριο 2011, 20 ημερομίσθια το μήνα Φεβρουάριο 2011, 22 ημερομίσθια το μήνα Μάρτιο 2011, 17 ημερομίσθια το μήνα Απρίλιο 2011, 22 ημερομίσθια το μήνα Μάιο 2011, 22 ημερομίσθια το μήνα Ιούνιο 2011, 21 ημερομίσθια το μήνα Ιούλιο 2011, 22 ημερομίσθια το μήνα Αύγουστο 2011, 22 ημερομίσθια το μήνα Σεπτέμβριο 2011, 20 ημερομίσθια το μήνα Σεπτέμβριο 2011, 20 ημερομίσθια το μήνα Οκτώβριο 2011, 22 ημερομίσθια το μήνα Νοέμβριο 2011, 21 ημερομίσθια το μήνα Δεκέμβριο 2011, 19 ημερομίσθια το μήνα Φεβρουάριο 2012, 22 ημερομίσθια το μήνα Μάρτιο 2012, 20 ημερομίσθια το μήνα Απρίλιο 2012, 9 ημερομίσθια το μήνα Μάιο 2012), 33.984 ευρώ (96 ευρώ ημερομίσθιο τεχνίτη ελασματουργού χ 354), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 29.600, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 4.384 ευρώ . (Β) Για έκτο ημερομίσθιο για κάθε εβδομάδας εργασίας 5 ημερών  α) κατά τη διάρκεια της πρώτης σύμβασης εργασίας του, από 6-9-2010 έως 5-11-2010 ως βοηθός ελασματουργού, αυτός εργάστηκε 8,71 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των  696,80 ευρώ (80 € Χ 8,71), β) κατά τη διάρκεια της δεύτερης σύμβασης εργασίας του, από 8-11-2010 έως 22-12-2010 ως τεχνίτης ελασματουργός, αυτός εργάστηκε 6,42 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των  616,32 ευρώ (96 € Χ 6,42), γ) κατά τη διάρκεια της τρίτης σύμβασης εργασίας του, από 3-1-2011 έως 28-2-2011, αυτός εργάστηκε  8 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των 768 ευρώ (96 € Χ 8), δ) κατά τη διάρκεια της τέταρτης σύμβασης εργασίας του, από 1-3-2011 έως 19-4-2011  αυτός εργάστηκε  8,28 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των   794,88 ευρώ (96 € Χ  8,28),  ε) κατά τη διάρκεια της πέμπτης σύμβασης εργασίας του, από 26-4-2011 έως 17-6-2011  ,αυτός εργάστηκε 7,57 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των  726,72  ευρώ (96 € Χ 7,57 ), στ) κατά τη διάρκεια της έκτης σύμβασης εργασίας του, από 20-6-2011 έως 10-1-2012, αυτός εργάστηκε 29,29 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των  2811,84  ευρώ (96 € Χ 29,29) και  ζ) κατά τη διάρκεια της έβδομης σύμβασης εργασίας του, από 2-2-2012 έως 14-5-2012, αυτός εργάστηκε 14,71 εβδομάδες, το συνολικό ποσό των   1412,16 ευρώ (96 € Χ 14,71), και συνολικά αυτός δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 7826,72 ευρώ, που δεν του έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα. (Γ) Για αμοιβή του λόγω υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές, δηλαδή την 8η ώρα ημερησίως (Κεφ. Γ άρθρα 1 και 2 της ως άνω ΣΣΕ) α) κατά τη διάρκεια της πρώτης σύμβασης εργασίας του, που απασχολήθηκε ως βοηθός ελασματουργού  πραγματοποίησε 44 ώρες υπερωρία (19 ημερομίσθια το μήνα Σεπτέμβριο, 20 ημερομίσθια το μήνα Οκτώβριο και 5 ημερομίσθια το μήνα Νοέμβριο) 2010) και συνεπώς δικαιούται το συνολικό ποσό των 1447,60 ευρώ (80 ευρώ + 16 ευρώ αναλογία έκτου ημερομίσθιου =96 ευρώ χ 6 : 35=16,45 ευρώ, αξία ωρομισθίου πλέον 100% προσαύξηση =32,90 ευρώ χ 44 ώρες), και κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων συμβάσεων εργασίας του, με την ειδικότητα του τεχνίτη ελασματουργού 354 ώρες υπερωρίας (βλ. σύμφωνα με τα προαναφερόμενα υπό στοιχείο Β) και συνεπώς δικαιούται το συνολικό ποσό των 13.947,60   ευρώ (96 ευρώ + 19,20  ευρώ αναλογία έκτου ημερομίσθιου  =115,20 ευρώ χ 6 : 35=19,70 ευρώ, αξία ωρομισθίου πλέον 100% προσαύξηση =39,40 ευρώ χ 354 ώρες, (για  τον τρόπο εξεύρεσης και υπολογισμού της αμοιβής υπερωριακής εργασίας βλ. και ΜονΕφΠειρ 396/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και συνολικά αυτός δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 15395,20 ευρώ, που δεν του έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα. Δ) για την απασχόληση του κατά την ημέρα του Σαββάτου επί οκτάωρο ανά ημέρα, και δύο Σάββατα κατά μέσο όρο το μήνα κατά τη διάρκεια της πρώτης σύμβασης εργασίας από 6-9-2010 έως 5-11-2010 αυτός εργάστηκε επί 2,03 μήνες, το συνολικό ποσό των 1068,59 ευρώ (2 Σάββατα χ 8 ώρες χ 2,03=32,48 ώρες απασχόλησης χ 32,90 ευρώ αξία ωρομίσθιου με προσαύξηση 100%, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 324,80 ευρώ (32,48 ώρες χ10 ευρώ), εναπομείναντος οφειλόμενου ποσού 743,79 ευρώ και κατά τη διάρκεια των υπολοίπων συμβάσεων εργασίας του από 8-11-2010 και μετά αυτός εργάστηκε συνολικά 17 μήνες, το συνολικό ποσό των 10716,80 ευρώ (2 Σάββατα χ 8 ώρες χ 17 μήνες=272 ώρες απασχόλησης χ 39,40 ευρώ αξία ωρομίσθιου με προσαύξηση 100%, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 2720 ευρώ (272 χ 10), και συνεχίζει να του οφείλεται το ποσό των 7996,80 ευρώ, Συνολικά δε του οφείλεται για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 8740,59 ευρώ, που δεν του έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα.   Ε) για επιδόματα εορτών, για τον υπολογισμό των οποίων  συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος η αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και τα Σάββατα, επειδή η απασχόληση του κατά τις ημέρες αυτές ήταν νόμιμη, τακτική και σταθερή (ως προς τη νομιμότητα της παρεχόμενης υπερωριακής απασχόλησης κατά τις  εργάσιμες ημέρες και τα Σάββατα  εφόσον δεν απαιτείται για την εκτέλεσή της η τήρηση των διατυπώσεων του Ν 435/1976, βλ. και την ΕΦΠειρ 1101/2003ΔΕΕ 2004,689) ο ενάγων δικαιούται: α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2010  το συνολικό ποσό των 1824,30 ευρώ (για το χρονικό διάστημα απασχόλησης από 6-9-2010 έως 5-11-2010),  το ποσό των 979,18 ευρώ (61 ημέρες  ή 6,42 ημερομίσθια χ 146,42 ευρώ (80 ευρώ αξία ημερομίσθιου + 16 ευρώ αναλογία έκτου ημερομίσθιου + 32,90 ευρώ αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 17,52 ευρώ αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα = 940,02 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 39,16 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 8-11-2010 έως 22-12-2010, το ποσό των 845,12 ευρώ (44 ημέρες ή 4,62 ημερομίσθια χ 175,61ευρώ (96 ευρώ αξία ημερομίσθιου + 19,20 ευρώ αναλογία έκτου ημερομίσθιου + 39,40 ευρώ αξία υπερωρίας μιας ώρας ανά καθημερινή + 21,01  ευρώ αναλογία υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα = 811,32  ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 33,80 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 416,66 ευρώ κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, και απέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο ποσού 1407,64 ευρώ, β) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2011 το συνολικό ποσό των 2538,09 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 3-1-2011 έως 28-2-2011, το ποσό των 1280,48 ευρώ (56 ημέρες ή 7 ημερομίσθια χ 175,61ευρώ  =  1229,27 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 51,21  ευρώ,   για το χρονικό διάστημα από 1-3-2011 έως 19-4-2011 το ποσό των 1143,28 ευρώ (50 ημέρες ή 6,25 ημερομίσθια χ 175,61ευρώ  = 1097,56 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 45,72  ευρώ, και για το χρονικό διάστημα από 26-4-2011 έως 30-4-2011 το ποσό των 114,33  ευρώ (5 ημέρες ή 0,625 ημερομίσθια χ 175,61ευρώ  =  109,76 ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 4,57  ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 823,33  ευρώ κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, και απέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο ποσού 1714,76 ευρώ, για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2011 το συνολικό ποσό των 4675,58 ευρώ (για το χρονικό διάστημα από 1-5-2011 έως 17-6-2011, το ποσό των 921,24 ευρώ (48 ημέρες ή 5,04 ημερομίσθια χ 175,61ευρώ  = 885,07  ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 36,87  ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 20-6-2011 έως 3-12-2011 το ποσό των 3753,64 ευρώ (195 ημέρες ή 20,52 ημερομίσθια χ 175,61ευρώ  = 3603,52  ευρώ + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 150,12   ευρώ,  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 745,14  ευρώ κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, και απέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο ποσού 3930,44  ευρώ, και δ) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2012 το συνολικό ποσό των 2012,18 ευρώ,  (για το χρονικό διάστημα από 2-2-2012 έως 30-4-2012, το ποσό των 1280,48 ευρώ (88 ημέρες ή 11 ημερομίσθια χ 175,61ευρώ  = 1931,71 ευρώ  + προσαύξηση 0,04166 συντελεστής συνυπολογισμού επιδόματος αδείας, ποσού 80,47 ευρώ,  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 782,05  ευρώ κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, και απέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο ποσού 1230,13  ευρώ. Δηλαδή συνολικά για την ανωτέρω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 8282,97 ευρώ. ΣΤ) για αναλογία αποδοχών αδείας ο ενάγων δικαιούται : α) για το έτος 2010 ,δεδομένου ότι  εργάστηκε : επί 2,03 μήνες ως βοηθός ελασματουργού, το ποσό των 594,47 ευρώ (146,52 ευρώ αξία ημερομισθίου χ 2 ημερομίσθιε χ 2,03 μήνες= 594,47 ευρώ και   επί 1,46 μήνες ως τεχνίτης ελασματουργός ,το ποσό των 512,78 ευρώ (175,61 αξία ημερομισθίου χ 2 ημερομίσθια χ 1,46 μήνες =512,78 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 1107,25 ευρώ, β) για το έτος 2011 δεδομένου ότι  εργάστηκε : επί 1,87 μήνες  δυνάμει της από 3-1-2011 σύμβασης εργασίας  το ποσό των 656,78 ευρώ (175,61 αξία ημερομισθίου χ 2 ημερομίσθια χ 1,87 μήνες),  επί 1,67 μήνες  δυνάμει της από 1-3-2011 σύμβασης εργασίας το ποσό των 586,54  ευρώ (175,61 αξία ημερομισθίου χ 2 ημερομίσθια χ 1,67 μήνες), επί 1,77 μήνες  δυνάμει της από 26-4-2011 σύμβασης εργασίας  το ποσό των 621,66 ευρώ (175,61 αξία ημερομισθίου χ 2 ημερομίσθια χ 1,77 μήνες), και   επί 6,5  μήνες  δυνάμει της από 20-6-2011 σύμβασης εργασίας το ποσό των 2282,93   ευρώ (175,61 αξία ημερομισθίου χ 2 ημερομίσθια χ 6,5  μήνες), και συνολικά το ποσό των 4147,91, για το έτος 2012  δεδομένου ότι εργάστηκε επι 3,4 μήνες   δυνάμει της από 2-2-2012 σύμβασης εργασίας  το ποσό των 1194,15  ευρώ (175,61 αξία ημερομισθίου χ 2 ημερομίσθια χ 3,4  μήνες). Δηλαδή συνολικά οφείλεται στον ενάγοντα για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 6449,31 ευρώ, που δεν του έχει καταβληθεί.. ΣΤ) για αναλογία επιδόματος αδείας ο ενάγων δικαιούται :α)   για το έτος 2010, δεδομένου ότι  εργάστηκε : επι 2,03 μήνες ως βοηθός ελασματουργού, το ποσό των 594,47 ευρώ   και   επι 1,46 μήνες ως τεχνίτης ελασματουργός, το ποσό των 512,78 ευρώ, έναντι του οποίου του έχει καταβληθεί το ποσό των 288 ευρώ, όπως αναφέρεται και στην αγωγή εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 224,78 ευρώ, δηλαδή του οφείλεται συνολικά 819,25 ευρώ, β)    για το έτος 2011 δεδομένου ότι  εργάστηκε : επι 1,87 μήνες  δυνάμει της από 3-1-2011 σύμβασης εργασίας  το ποσό των 656,78 ευρώ,  επι 1,67 μήνες  δυνάμει της από 1-3-2011 σύμβασης εργασίας το ποσό των 586,54  ευρώ    και    επι 1,77 μήνες  δυνάμει της από 26-4-2011 σύμβασης εργασίας  το ποσό των 621,66 ευρώ, και  επι 6,5 μήνες  δυνάμει της από 20-6-2011 σύμβασης εργασίας το ποσό των 2282,93   ευρώ    και συνολικά το ποσό των 4147,91,   έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 276,80  ευρώ κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, και απέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο ποσού 3871,11  ευρώ, από το οποίο είναι επιδικαστέο το αιτούμενο ποσό των 2392,88 ευρώ, γ) για το έτος 2012 δεδομένου ότι  εργάστηκε : επι 3,4  μήνες  δυνάμει της από 2-2-2012 σύμβασης εργασίας  το ποσό των 1194,15  ευρώ,  έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 280,52   ευρώ κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, και απέμεινε οφειλόμενο υπόλοιπο ποσού 913,63  ευρώ. Δηλαδή συνολικά οφείλεται στον ενάγοντα για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 4125,76  ευρώ, που δεν του έχει καταβληθεί. Επομένως, για  τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο ενάγων απασχολήθηκε στην εναγομένη οφείλεται σε αυτόν το συνολικό ποσό των  55204,55 ευρώ (4384 € για διαφορές ημερομισθίων + 7.826,72  € για έκτο ημερομίσθιο + 15395,20 € για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές + 8740,59  € για αμοιβή εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου + 8282,97  € για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα + 6449,31  € για διαφορές αποδοχών αδείας + 4125,76 € για διαφορές επιδόματος αδείας), από το οποίο μέρος αυτού ύψους 27605,92  ευρώ, που αντιστοιχεί σε διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων, στο έκτο ημερομίσθιο ανά πενθήμερο εργασίας, και την υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ,και μέρος αυτού ύψους 27598,63  ευρώ, που αντιστοιχεί σε αμοιβή για εργασία κατά τα Σάββατα, διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, διαφορές αποδοχών αδείας και διαφορές επιδόματος αδείας, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως ως προς τα προαναφερόμενα κεφάλαια και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή ως προς αυτά, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο,   και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από την εναγόμενη -εκκαλούσα με τους σχετικούς  δεύτερο, τρίτο, τέταρτο , πέμπτο και έκτο λόγους της  έφεσης της, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.

VΙ. Αναφορικά δε με την παραδεκτά προβληθείσα, κατ΄άρθρα 262 παρ. 1 και 269 παρ. 1 ΚΠολΔ, ένσταση της εναγομένης-εκκαλούσας περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, για καταβολή των αιτούμενων κονδυλίων, την οποία επαναφέρει η εναγόμενη και ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, με τον σχετικό όγδοο λόγο της   εφέσεως της, ισχυριζόμενη ότι  αυτός ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του εξέφρασε διαφωνία ως προς το ύψος των αποδοχών που ελάμβανε, υπογράφοντας ανεπιφύλακτα τις οικείες αποδείξεις μισθοδοσίας,  δημιουργώντας σε αυτήν την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το σχετικό δικαίωμα του, ενώ περαιτέρω η ευδοκίμηση της αγωγής του θα επιφέρει δυσμενείς οικονομικές συνέπειες στην εναγόμενη ,που καλόπιστα θεωρούσε ότι εφάρμοζε τις ΣΣΕ, δεδομένου ότι και άλλοι εργαζόμενοι της εγείρουν παρόμοιες αξιώσεις με αυτές του ενάγοντος, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι ο ενάγων κοινοποίησε εντός ευλόγου  χρόνου τη πρόθεση του να εγείρει τις σχετικές αξιώσεις του με καταγγελία στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας τον Σεπτέμβριο του έτους 2012, τέσσερις μήνες μετά τη λύση της τελευταίας σύμβασης εργασίας του, ενώ το γεγονός ότι δεν διατύπωσε διαμαρτυρία για τις μικρότερες των νομίμων αποδοχές του οφειλόταν στη βούληση του να μην διαταράξει την εργασιακή του σχέση, καθόσον είχε συμφέρον να συνεχίζει να εργάζεται στην εναγόμενη, όπως αποδεικνύεται και από τη διαδοχική κατάρτιση των συμβάσεων του, ουδέποτε δε παραιτήθηκε ρητά από τις σχετικές αξιώσεις του. Περαιτέρω,  το γεγονός  ότι τρίτοι έχουν εγείρει σε βάρος της εναγόμενης αγωγές με παρόμοιες αξιώσεις δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση εκ μέρους του ενάγοντος των νομίμων αξιώσεων του. Τέλος, δεν αποδεικνύεται η πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων σε βάρος της εναγόμενης διότι δεν προσκομίζει σχετικά κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της οικονομικής της κατάστασης. Συνεπώς, αφού και η εκκαλουμένη, έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση αυτή, ορθώς τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε, και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις  ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα σχετικός όγδοος λόγος της υπό κρίση εφέσεως, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Ομοίως ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα τυγχάνει και η ένσταση μερικής εξόφλησης, που προέβαλε παραδεκτώς πρωτοδίκως η εναγόμενη και επαναφέρει ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, με τον σχετικό ένατο λόγο της   εφέσεως της. Ειδικότερα οι προσκομιζόμενες από τη τελευταία αναλυτικές καταστάσεις ασφαλιστικών εισφορών του ΙΚΑ δεν αποδεικνύουν και τη πραγματική καταβολή των οφειλόμενων ποσών στον ενάγοντα για δεδουλευμένα ημερομίσθιε ενώ δεν προσκομίζονται τυχόν υπογραμμένες από τον ίδιο αποδείξεις μισθοδοσίας για τους μήνες Μάρτιο 2011, Μάιο 2011, Ιούνιο 2011, Αύγουστο 2011, Νοέμβριο 2011, Μάρτιο 2012 και Απρίλιο 2012, είτε αποδεικτικά κατάθεσης των σχετικών ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό του, αλλά μόνον μηχανογραφημένη απόδειξη πληρωμής για το μήνα Νοέμβριο 2010, που δεν φέρει την υπογραφή του. Συνεπώς, αφού και η εκκαλουμένη, έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση αυτή, ορθώς τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε, και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις  ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα σχετικός ένατος λόγος της   υπο κρίση εφέσεως, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και τα  δικαστικά  έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της  εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

– Δικάζει με την παρουσία των διαδίκων.

– Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει  κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 4375/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

– Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας και καθορίζει αυτά στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ