Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 415/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης    415 /2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Κωνσταντίνα Λέκκου Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Της αλλοδαπής και δη εδρεύουσας στις ……… εταιρίας με την επωνυμία «…………..» (……….), η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της αλλοδαπής και δη εδρεύουσας στη ….. ……… εταιρίας με την επωνυμία «………..» (………), η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, 3) της αλλοδαπής και δη εδρεύουσας στις …… εταιρίας με την επωνυμία «………..» (…………), η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και 4) του …………, κατοίκου Πειραιώς, οι οποίοι, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Μαρία Τζώρτζη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ανδριόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Οι ήδη εκκαλούντες, ήγειραν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 30.12.2016 (με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./16.5.2018) αγωγή τους, σε βάρος της ήδη εφεσίβλητης, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης, αντιμωλία των διαδίκων, την 20.11.2018, εξεδόθη, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμό 1410/2019 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η ανωτέρω αγωγή απορρίφθηκε.

Την ανωτέρω με αριθμό 1410/2019 απόφαση προσέβαλαν οι ενάγοντες, με την ένδικη από 7.4.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../13-4-2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………../5.4.2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

[Ι] Η κρινόμενη από 7.4.2021 και με αύξοντα αριθμό εκθέσεως καταθέσεως  ενδίκου μέσου ……./13-4-2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./5.4.2023 έφεση των εκκαλούντων – εναγόντων, που στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 1410/17.04.2019 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 30.12.2016 (με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/16.5.2018) αγωγής των ήδη εκκαλούντων, εναντίον της εναγομένης και ήδη εφεσιβλήτου, η οποία απέρριψε την αγωγή, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία εξεδόθη την 17.04.2019, η δε έφεση κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13-4-2021, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν με αριθμό ……… παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

[ΙΙ] Με την ένδικη αγωγή και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, οι ενάγοντες, ισχυρίσθηκαν ότι, την 8.11.2006 καταρτίσθηκε στον Πειραιά, σύμβαση δανείου, μεταξύ της εφεσίβλητης – εναγομένης τραπεζικής εταιρείας και των στη, δανειακή σύμβαση, αντισυμβαλλομένων της και δη της πρώτης ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία ……….., πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Παναμά πλοίου DI, της δεύτερης ενάγουσας αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία ……….. και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία ………, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου INI. Με  τη  σύμβαση αυτή, η εφεσίβλητη Τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση, να χορηγήσει στις ανωτέρω αντισυμβαλλόμενές της εταιρείες  το  ποσό  των  16.628.750  δολλαρίων  ΗΠΑ, το οποίο θα τους κατέβαλε σε δύο δόσεις και δη αρχικώς το ποσό των 4.566.250 δολ. ΗΠΑ και ακολούθως το ποσό των 12.062.500 δολ. ΗΠΑ. Την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των ανωτέρω δανειοληπτριών εταιρειών  από  τη  δανειακή  αυτή σύμβαση,  έναντι  της  δανείστριας – εναγομένης τραπεζικής εταιρείας,  εγγυήθηκαν,  η τρίτη των εναγουσών αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία ……….., διαχειρίστρια των ανωτέρω πλοίων, καθώς επίσης και ο τέταρτος ενάγων, ………….., νόμιμος εκπρόσωπος της τρίτης ενάγουσας εταιρείας, αναλαμβάνοντας τοιουτοτρόπως την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή την οποία ανέλαβαν, έναντι της δανείστριας εναγομένης εταιρείας, οι ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρείες. Το εν λόγω δάνειο,  κατά  τα  αναφερόμενα  στην  αγωγή, χορηγήθηκε για να ικανοποιηθούν οι εξής ανάγκες: (α) το ποσό των 4.566.250 δολλαρίων ΗΠΑ για τη χρηματοδότηση της εκ μέρους της δεύτερης ενάγουσας αγοράς πλοίου αφορώσα, η χρηματοδότηση, ποσοστό 65% του τιμήματος αγοράς αυτού και (β) το ποσό των 12.062.500 δολ. ΗΠΑ για την αναχρηματοδότηση οφειλών, αντίστοιχου ύψους της πρώτης ενάγουσας και της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία ……………., έναντι της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας. Το  δάνειο  αυτό ορίστηκε  ότι  θα  εξοφληθεί,  σε  δόσεις  και  δη: α) σε δέκα τέσσερις [14] διαδοχικές τριμηνιαίες δόσεις ποσού 1.150.000 δολ. ΗΠΑ εκάστη, η 1η έως και 4η, ποσού 900.000 δολ. ΗΠΑ η 5η έως και 8η, ποσού 575.000 δολ. ΗΠΑ η 9η έως και 14η, και (β) δια της καταβολής επιπλέον, ομού μετά της τελευταίας των ανωτέρω δόσεων του ποσού των 4.978.750 δολ. ΗΠΑ. Συμφωνήθηκε δε ότι η πρώτη των ανωτέρω δόσεων αποπληρωμής του εν λόγω δανείου θα καταβάλλονταν μετά παρέλευση τριών μηνών από της εκταμιεύσεως της πρώτης δόσης του δανείου, ήτοι του ποσού των 4.566.250  δολ. ΗΠΑ, η οποία έλαβε χώρα την 22.11.2006, ήτοι έπρεπε να καταβληθεί [η πρώτη δόση αποπληρωμής του εν λόγω δανείου] την 22.2.2007. Προς  εξασφάλιση  των  απαιτήσεων  της  εφεσίβλητης  Τράπεζας  από το  ως  άνω  δάνειο,  ενεγράφη πρώτη προτιμώμενη υποθήκη αρχικώς στα ανωτέρω πλοία DI και  INI και ακολούθως και στο πλοίο PRΙ, πλοιοκτησίας της δεύτερης ενάγουσας. Κατά την αγωγή, με την ένδικη σύμβαση δανείου, συμφωνήθηκε επιπλέον ότι, για την πώληση των ανωτέρω πλοίων, απαιτείτο η προηγούμενη συναίνεση της εναγομένης τραπεζικής εταιρεία. Με όρο δε της ίδιας συμβάσεως, το περιεχόμενο του οποίου δεν εκτίθεται, συμφωνήθηκε ότι,  θα  καθιστούσε υπερήμερες τις δανειολήπτριες εταιρείες και θα παρείχε δικαίωμα καταγγελίας της εν λόγω σύμβασης στην εναγομένη εταιρεία, τυχόν απαγόρευση απόπλου ή συντηρητική κατάσχεση των πλοίων των δανειοληπτριών εταιρειών από τρίτους. Τέλος, κατά την αγωγή, ήδη από την κατάρτιση της ανωτέρω συμβάσεως δανείου, συμφωνήθηκε μεταξύ των εναγόντων και της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, ότι η τελευταία (εναγομένη), όφειλε να χορηγήσει στις αντισυμβαλλόμενές της στην, από 8.11.2006, σύμβαση δανείου εταιρείες, σε χρόνο που θα κρίνονταν κατάλληλος, κάποιο κεφάλαιο κίνησης, προκειμένου τα ανωτέρω πλοία DI και INI, πλοιοκτησίας της πρώτης και δεύτερης των εναγόντων εταιρειών, αντίστοιχα, μετασκευασθούν από μονού σε διπλού τοιχώματος σε ναυπηγείο στην Κίνα και ακολούθως πωληθούν σε τρίτους. Μάλιστα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εν λόγω μετασκευή των ανωτέρω πλοίων και ακολούθως η μεταπώλησή τους, εντάσσονταν σε επιχειρηματικό σχέδιο των εναγόντων, το οποίο αρχικώς χρηματοδότησε η εναγομένη, διότι δια της αύξησης της εμπορικής αξίας των ανωτέρω πλοίων με τη μετασκευή τους, για την οποία αυτοί [ενάγοντες] είχαν την τεχνογνωσία και ακολούθως την πώλησή τους, σε συνδυασμό με τα έσοδα από τα ναύλα των ανωτέρω πλοίων, θα αποπληρώνονταν ευχερώς οι απαιτήσεις της εναγομένης από το ανωτέρω δάνειο. Πράγματι, το ανωτέρω συνομολογηθέν την 8.11.2006 δάνειο εκταμιεύθηκε και πράγματι η δεύτερη ενάγουσα, με τη χρηματοδότηση της εναγομένης απέκτησε κατά κυριότητα το πλοίο PRΙ, τη διαχείριση του οποίου ανέλαβε η τρίτη ενάγουσα εταιρεία, η οποία είχε ήδη τη διαχείριση και του ανωτέρω πλοίου DI. Ενώ κατά την αγωγή, οι ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρείες όφειλαν να καταβάλουν στην εναγομένη την πρώτη δόση αποπληρωμής του ανωτέρω δανείου την 22.2.2007, την προηγουμένη ημέρα και δη την 21.2.2007, οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι στην ανωτέρω σύμβαση δανείου, προέβησαν σε τροποποίηση αυτής ως προς τους όρους αποπληρωμής του ανωτέρω δανείου, οπότε συμφωνήθηκε ότι η πρώτη δόση αποπληρωμής αυτού δεν θα καταβάλλονταν κατά την αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία, ήτοι την 22.2.2007, αλλά ότι αυτή (πρώτη δόση του δανείου) θα καταβάλλονταν ομού μετά της τελευταίας δόσης αποπληρωμής αυτού. Ακολούθως, την 10.4.2007, μεταξύ της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας και των ανωτέρω τριών δανειοληπτριών εταιρειών, καταρτίσθηκε νέα σύμβαση δανείου με την οποία η εναγομένη εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση, να χορηγήσει στις ανωτέρω αντισυμβαλλόμενές της – δανειολήπτριες εταιρείες, ως δάνειο το  ποσό  των  1.500.000  δολλαρίων  ΗΠΑ, προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα μετατροπής του ανωτέρω δεξαμενόπλοιου INI σε διπλού τοιχώματος. Πράγματι, το εν λόγω δάνειο κατεβλήθη στις ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρείες και την 10.4.2007 τροποποιήθηκε και η σύμβαση του αρχικού (χορηγηθέντος την 8.11.2006) δανείου, οπότε προβλέφθηκε ότι, τυχόν καταγγελία της δεύτερης (από 10.4.2007) δανειακής σύμβασης, θα έδιδε το δικαίωμα στην εναγομένη να καταγγείλει και την αρχική (από 8.11.2006) δανειακή σύμβαση. Με την ολοκλήρωση των εργασιών μετασκευής του ανωτέρω πλοίου, αποφασίσθηκε η πώληση αυτού σε τρίτους, πώληση μετά από σχετική έγκριση της εναγομένης κατά τα οριζόμενα στον όρο 6.3 της από 8.11.2006 σύμβασης δανείου (σελ. 3 ένδικης αγωγής). Το εκ ποσού 11.500.000 δολ. ΗΠΑ τίμημα από την εν λόγω πώληση, οι ενάγοντες δεσμεύθηκαν έναντι της εναγομένης να διαθέσουν κατόπιν οδηγιών αυτής (εναγομένης) [σχετ. σελ. 7 ένδικης αγωγής], στην αποπληρωμή του από 10.4.2007 εκ ποσού 1.500.000 δολ. ΗΠΑ δανείου, στην αποπληρωμή μέρους του από 8.11.2006 δανείου (που οι ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρείες είχαν λάβει από την εναγομένη), το υπόλοιπο δε του τιμήματος, κατ’ απαίτηση της εναγομένης (σελ. 6 ένδικης αγωγής), για την εξόφληση προμηθευτών – πιστωτών των δανειοληπτριών εταιρειών. Προκειμένου και για την πραγματοποίηση της εν λόγω πώλησης, ενόψει του ότι το εν λόγω πλοίο είχε οφειλές έναντι τρίτων, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος κατάσχεσης αυτού και κατά συνέπεια ματαίωσης της πωλήσεώς του, η εναγομένη απέστειλε κατά περίπτωση «υποσχετικές» κατά την αγωγή επιστολές ή ηλεκτρονικά μηνύματα προς τους προμηθευτές του εν λόγω πλοίου, με τις οποίες αυτή (εναγομένη) διαβεβαίωνε αυτούς (προμηθευτές) ότι είχε λάβει ανέκκλητες εντολές από τους ενάγοντες για την αποπληρωμή των απαιτήσεών τους, από το τίμημα της πώλησης του ανωτέρω πλοίου INI. Εν τέλει η πώληση ολοκληρώθηκε την 9.5.2008 και από το εκ ποσού 11.500.000 δολ. ΗΠΑ τίμημα (από την πώληση του ανωτέρω πλοίου), ποσό 1.500.000 δολ. ΗΠΑ κατεβλήθη στην εναγομένη για την αποπληρωμή του δεύτερου (από 10.4.2007) ανωτέρω δανείου, ποσό 4.978.750 κατεβλήθη στην εναγομένη προς μερική εξόφληση του πρώτου (από 8.11.2006) ανωτέρω δανείου και με το υπόλοιπο ποσό των 5.021.250 δολ. ΗΠΑ, αποπληρώθηκαν οι, στην αγωγή αναφερόμενες, εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 1.265.928,94 απαιτήσεις πιστωτών του ανωτέρω πωληθέντος πλοίου, καθώς επίσης, κατ’ απαίτηση της εναγομένης (σελ. 6 ένδικης αγωγής) απαιτήσεις ετέρων, μη αναφερομένων στην αγωγή, πιστωτών και των τριών δανειοληπτριών εταιρειών. Μετά την πώληση του ανωτέρω πλοίου INI και ενώ το ύψος του οφειλομένου υπολοίπου του ανωτέρω (από 8.11.2006) δανείου ανήρχετο στο ποσό των 8.200.000 δολ. ΗΠΑ, μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων στην ανωτέρω σύμβαση δανείου υπεγράφη έγγραφη τροποποίηση της εν λόγω συμβάσεως δανείου, αφορώσα τον τρόπο αποπληρωμής του εν λόγω δανείου, οπότε συμφωνήθηκε ότι το ανωτέρω υπόλοιπο δανείου  θα  εξοφληθεί,  κατά  δόσεις  και  δη σε ένδεκα [11] διαδοχικές τριμηνιαίες δόσεις ποσού 340.000 δολ. ΗΠΑ εκάστη, της πρώτης καταβλητέας την 9.11.2008 και της τελευταίας καταβλητέας την 9.5.2011, οπότε προβλέφθηκε ότι θα καταβάλλονταν και το υπόλοιπο ποσό των 4.460.000 δολ. ΗΠΑ του εν λόγω δανείου. Περαιτέρω, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, αφού είχε ολοκληρωθεί η μετασκευή και είχε αποφασισθεί η πώληση του ανωτέρω πλοίου INI, πριν όμως την ολοκλήρωση της πώλησης αυτού, ενόψει του γεγονότος ότι οι ενάγοντες δεν διέθεταν τα αναγκαία για τη μετασκευή αυτού χρηματικά ποσά, το δε τίμημα από την πώληση του ανωτέρω πλοίου INI, οι ενάγοντες είχαν δεσμευθεί έναντι της εναγομένης ότι θα το διέθεταν ως ανωτέρω και μάλιστα κατόπιν οδηγιών, άλλως απαιτήσεως της εναγομένης ως ανωτέρω εκτίθεται, αυτοί (ενάγοντες) αξίωσαν από την εναγομένη τη χορήγηση νέου δανείου, «κεφαλαίου κίνησης» κατά την ακριβή διατύπωση της αγωγής, ποσού 1.500.000 δολ. ΗΠΑ, προκειμένου να προβούν σε μετασκευή και του πλοίου DI, πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας και αφού τοιουτοτρόπως, αυξηθεί η εμπορική του αξία, ακολούθως να πωλήσουν και αυτό. Εν τούτοις, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, αν και οι ενάγοντες, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες της εναγομένης είχαν δεσμευθεί να διαθέσουν το τίμημα από την πώληση του πλοίου INI ως ανωτέρω και επιπλέον είχε αποδειχθεί ότι η μετασκευή του πλοίου αυτού είχε προσδώσει στο πλοίο μεγάλη εμπορική αξία και επομένως ήταν εξασφαλισμένο το κέρδος αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών με τη μετασκευή και του πλοίου DI, η εναγομένη αρνήθηκε να χορηγήσει δάνειο για την εν λόγω μετασκευή, γεγονός που γνωστοποίησε στον τέταρτο των εναγόντων, περί τα μέσα του μηνός Απριλίου 2008. Ακολούθως, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, την 7.5.2008, ήτοι δύο μόλις ημέρες προ της ολοκληρώσεως της πώλησης του ανωτέρω πλοίου INI, στο πλοίο DI, το οποίο ευρίσκετο έμφορτο κατόπιν ναυλώσεως αυτού, στο λιμάνι Γάνδης του Βελγίου, επεβλήθη απαγόρευση απόπλου από τις αρχές του ανωτέρω λιμένα, λόγω «παρατηρήσεων» που εντοπίστηκαν σε αυτό (πλοίο DI) κατά τη διάρκεια ελέγχου του. Ενόψει των εν λόγω παρατηρήσεων, ξεκίνησαν επισκευές στο εν λόγω πλοίο, κατά τη διάρκεια των οποίων, εν τούτοις, επεβλήθη απαγόρευση απόπλου στο εν λόγω πλοίο (σελ. 7 ένδικης αγωγής) καθώς επίσης επεβλήθησαν και συντηρητικές κατασχέσεις σε βάρος του (σελ.15 ένδικης αγωγής), από τρίτους – προμηθευτές του εν λόγω πλοίου και τη ναυλώτρια του εν λόγω πλοίου εταιρεία, καθώς επίσης απαγόρευση απόπλου για απαιτήσεις του Οργανισμού Λιμένος Γάνδης για το συνολικό ποσό των 1.636.160,11 δολ. ΗΠΑ και των 131.150,15 ευρώ. Η εναγομένη, την 13.6.2008, απέστειλε επιστολή στους ενάγοντες με την οποία προειδοποιούσε αυτούς, ότι θα προβεί σε καταγγελία της ανωτέρω από 8.11.2006 συμβάσεως δανείου σε περίπτωση που δεν θεραπεύονταν υπό των εναγόντων το γεγονός υπηρημερίας που συνιστούσε, κατά τη σύμβαση δανείου, η απαγόρευση απόπλου του ανωτέρω πλοίου. Τότε, η πρώτη ενάγουσα, επεδίωξε να πωλήσει το ανωτέρω πλοίο και μάλιστα ανηύρε και αγοραστή, ο οποίος της προσέφερε ως τίμημα το ποσό των ευρώ 6.600.000 δολ. ΗΠΑ με πρόβλεψη ότι η παράδοση θα γινόταν στην Κίνα, κατά το χρονικό διάστημα από 15.7.2008 έως 20.8.2008. Κατά τη δέουσα εκτίμηση της ένδικης αγωγής, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, από το ανωτέρω τίμημα, σκόπευαν να καταβάλουν (κατά την ακριβή διατύπωση της αγωγής «Από τα έσοδα αγοραπωλησίας του ανωτέρω πλοίου επρόκειτο να αχθεί έναντι της οφειλής μας προς την αντίδικη ….»), ποσό 5.500.000 δολ. ΗΠΑ στην εναγομένη έναντι του οφειλομένου υπολοίπου του από 8.11.2006 δανείου και το υπόλοιπο ποσό των 1.100.000 δολ. ΗΠΑ για την εξόφληση απαιτήσεων των προμηθευτών του εν λόγω πλοίου, οι οποίοι είχαν επιβάλλει απαγόρευση απόπλου και συντηρητική κατάσχεση σε αυτό. Κατά την αγωγή, οι εν λόγω πιστωτές θα εξοφλούντο συμβιβαστικά και θα ελάμβαναν υποσχετικές επιστολές της εναγομένης, όπως ακριβώς είχε γίνει και με το ανωτέρω πλοίο INI, προκειμένου αυτοί να συναινέσουν στην άρση των κατασχέσεων που είχαν επιβάλει προκειμένου να επιτραπεί ο απόπλους του πλοίου από το ανωτέρω λιμάνι και να παραδοθεί αυτό στην Κίνα, στην αγοράστρια εταιρεία. Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι ενάγοντες ανέμεναν ότι η εναγομένη θα συναινούσε στο να λάβει και λιγότερο ποσό από αυτό των 5.500.000 δολ. ΗΠΑ, ώστε να εξοφληθούν οι προμηθευτές και να πωληθεί το πλοίο. Με την ανωτέρω διευθέτηση, το υπόλοιπο της οφειλής τους προς την εναγομένη θα μειώνονταν σε 2.700.000 δολ. ΗΠΑ, το οποίο θα εξασφαλίζονταν με την πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του πλοίου PRΙ, πλοιοκτησίας της δεύτερης ενάγουσας, η αξία του οποίου, κατ΄ εκείνο το χρόνο, ανήρχετο στο ποσό των 7.500.000 δολ. ΗΠΑ και το οποίο επιπλέον ήταν ναυλωμένο έναντι ημερησίου ναύλου εκ ποσού 12.000 δολ. ΗΠΑ. Μάλιστα, οι ενάγοντες αναφέρουν (σελ. 8 ένδικης αγωγής) ότι «την αμέσως ανωτέρω διευθέτηση» πρότεινε και η ίδια εναγομένη εταιρεία, δια του εκπροσώπου της που μετείχε στις εν λόγω «συνεννοήσεις» και οι ενάγοντες αποδέχθηκαν την πρόταση αυτή, προς αμοιβαίο συμφέρον αμφοτέρων, εφόσον θα εξοφλείτο το μεγαλύτερο μέρος του δανείου κατά 3,5 χρόνια νωρίτερα. Κατόπιν των ανωτέρω «συνεννοήσεων» που είχαν με την εναγομένη εταιρεία, η πρώτη ενάγουσα υπέγραψε με τη μέλλουσα αγοράστρια του εν λόγω πλοίου το από 26.6.2008 Μνημόνιο Συμφωνίας αγοραπωλησίας. Εν τούτοις, την 3.7.2008 οι ενάγοντες έλαβαν μήνυμα από την εναγομένη, η οποία επιβεβαίωνε τις μέχρι τότε συζητήσεις και «την πώληση του πλοίου» κατά την ακριβή διατύπωση της αγωγής, πλην όμως, η εναγομένη διατηρούσε επιφυλάξεις ως προς τη διάθεση του τιμήματος από την πώληση του εν λόγω πλοίου για πρώτη φορά, διεκδικώντας ολόκληρο το τίμημα να δοθεί στην ίδια (εναγομένη). Τοιουτοτρόπως, παρά τις προηγούμενες ανωτέρω συνεννοήσεις τους, η εναγομένη αναιτιολόγητα και εναντίον «κάθε εποικοδομητικής προσέγγισης και συνετής επιχειρηματικής διαχείρισης», αρνήθηκε να χορηγήσει τη συναίνεσή της στην πώληση του ανωτέρω πλοίου D.I, με αποτέλεσμα τη ματαίωση της πώλησης αυτού και την εκπλειστηρίασή του, χωρίς αναφορά με επίσπευση ποίου έγινε η εκπλειστηρίαση αυτού και πάντως χωρίς να αναφέρεται ότι εκπλειστηριάσθηκε με επίσπευση της εναγομένης,. Το εκπλειστηρίασμα που επιτεύχθηκε ανήλθε μόλις στο ποσό των 1.000.000 δολ. ΗΠΑ, το οποίο έλαβε η εναγομένη. Ακολούθως, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, η ναυλώτρια του ανωτέρω πλοίου DI, ενόψει του ότι δεν εκτελέστηκε η μεταφορά του φορτίου της από το ανωτέρω πλοίο, προέβαλε αξιώσεις για τη μεταφόρτωση του φορτίου της από το ανωτέρω πλοίο και τη μεταφορά του με έτερο πλοίο. Ενόσω το πλοίο DI τελούσε υπό κατάσχεση και αφού η πώληση αυτού του πλοίου είχε ματαιωθεί, η εν λόγω ναυλώτρια εταιρεία επέτυχε την κατάσχεση του ναύλου του πλοίου PRΙ, πλοιοκτησίας της δεύτερης ενάγουσας, στη Νέα Υόρκη έως του ποσού των 900.000 δολ. ΗΠΑ, κατάσχοντας ναύλα του εν λόγω πλοίου ύψους 550.000 δολ. ΗΠΑ μέσω του τραπεζικού συστήματος της Νέας Υόρκης, απ’ όπου περνούσαν τα εμβάσματα δολ. ΗΠΑ της δεύτερης ενάγουσας που κατευθύνονταν εκτός τις ΗΠΑ. Η κατάσχεση του ανωτέρω ναύλου οδήγησε, κατά την αγωγή, σε «οικονομική ασφυξία» τη δεύτερη ενάγουσα, η οποία λόγω της κατάσχεσης του ναύλου δεν ηδύνατο πλέον να πραγματοποιήσει οιαδήποτε πληρωμή για τη διέλευση του πλοίου από τη Χιλή στις ΗΠΑ μέσω διώρυγας, την αμοιβή του πληρώματος, τα πετρέλαια και τα τέλη λιμένος στις ΗΠΑ και άλλους προμηθευτές, διότι οι πληρωμής οφείλονταν σε δολ. ΗΠΑ και οιοδήποτε έμβασμα αυτής που τυχόν απέστελνε, θα κατάσχονταν. Τότε, η δεύτερη ενάγουσα εζήτησε από την εναγομένη να εκδώσει «υποσχετική επιστολή» προς τους ναυλωτές που είχαν κατάσχει το ναύλο, προκειμένου «να απελευθερωθεί» το πλοίο PΙ και μέσω της εκμετάλλευσής του να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις της. Εν τούτοις, η εναγομένη αρνήθηκε την έκδοση σχετικής υποσχετικής επιστολής. Μάλιστα, η εναγομένη, επέβαλε κατάσχεση στο ανωτέρω πλοίο καθόν χρόνο αυτό ευρίσκετο στον Παναμά, το οποίο εκπλειστηριάσθηκε την 20.8.2009, όπως παραδεκτώς η εν λόγω ημερομηνία διορθώθηκε από τους ενάγοντες με τις προτάσεις που κατέθεσαν κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αντί του ποσού των 101.000 δολ. ΗΠΑ, αν και εκείνη την περίοδο η αξία του εν λόγω πλοίου ανήρχετο στο ποσό των 7.500.000 δολ. ΗΠΑ. Των γεγονότων αυτών, κατά την αγωγή, επακολούθησαν σειρά έτερων γεγονότων και δη η εναγομένη, επικαλούμενη ως γεγονός υπερημερίας τη συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου DI από τρίτους, κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση δανείου και εξέδωσε διαταγή πληρωμής σε βάρος της τρίτης και του τετάρτου των εναγόντων. Οι ενάγοντες ακολούθως αναφέρουν ότι, μετά και την εκποίηση του του πλοίου PRΙ, η τρίτη ενάγουσα, διαχειρίστρια και των τριών πλοίων των δανειοληπτριών εταιρειών, αλλοδαπή εταιρεία και νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, δεν είχε πλέον τη διαχείριση κανενός πλοίου, με συνέπεια να στερηθεί τη δυνατότητα εκπλήρωσης της υποχρέωσής της εισαγωγής στην Ελλάδα, του ποσού των 50.000 δολ. ΗΠΑ ετησίως. Κατόπιν τούτου, της ανακλήθηκε η άδεια εγκατάστασης από το αρμόδιο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και κατέπεσε η δοθείσα υπ’ αυτής εγγυητική επιστολή εκ ποσού 10.000 δολ. ΗΠΑ. Άπαντες οι ενάγοντες, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οδηγήθηκαν σε οικονομική κατάρρευση, με αποτέλεσμα την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις πάσης φύσεως υποχρεώσεις τους έναντι τρίτων, με αποτέλεσμα να εγερθούν σε βάρος τους αγωγές και μηνύσεις, οι οποίες εκκρεμούν, όπως επίσης εξεδόθησαν διαταγές πληρωμής με τις οποίες οι πιστωτές τους αξιώνουν τις απαιτήσεις τους. Ενδεικτικά, στην ένδικη αγωγή αναφέρεται ότι, σε βάρος (α) της πρώτης ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία ………, ηγέρθη αγωγή από την εταιρεία ……… με την οποία η εν λόγω εταιρεία αξίωσε το ποσό των 405.462,83 δολ. ΗΠΑ, (β) σε βάρος της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία …………, ηγέρθη αγωγή από την εταιρεία …….., με την οποία η εν λόγω εταιρεία αξίωσε το ποσό των 277.345,56 δολ. ΗΠΑ, (γ) σε βάρος της τρίτης ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία ……….. ηγέρθησαν δύο αγωγές από την εταιρεία …………, με τις οποίες η τελευταία εταιρεία αξιώνει τα ποσά των 277.345,56 δολ. ΗΠΑ και 405.462,83 δολ. ΗΠΑ, μία αγωγή από την εταιρεία με την επωνυμία «.……….», με την οποία η εν λόγω εταιρεία αξίωσε το ποσό των ευρώ 8.272,55, αγωγή  από την εταιρεία με την επωνυμία «………..» για το ποσό των ευρώ 7.000, αγωγή από την εταιρεία με την επωνυμία «…….» για το ποσό των δολ. ΗΠΑ 16.995,00, αγωγή  από τις εταιρείες με την επωνυμία «……………», «……….» και «…..» για το ποσό των ευρώ 2.237,20, πλέον δολ. ΗΠΑ 3.142,59 και 8.407,63, αντίστοιχα, αγωγή από την ……… για το ποσό των ευρώ 7.162,50, αγωγή  από την . ………. για το ποσό των ευρώ 4.820,00 και αγωγή από τον …… για το ποσό των ευρώ 10.183,75, επιπλέον εξεδόθησαν σε βάρος της διαταγές πληρωμής κατόπιν αιτήσεως της εταιρείας με την επωνυμία ……….., για το ποσό των ευρώ 16.063,83 πλέον ποσού ευρώ 928 για δικαστική δαπάνη, κατόπιν αιτήσεως του …….., για το ποσό των ευρώ 4.022,20 πλέον ποσού ευρώ 130 για δικαστική δαπάνη, απαίτηση για την οποία ο ίδιος ήγειρε και αγωγή κατά της τρίτης εναγουσας αξιώνοντας επιπλέον το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατόπιν αιτήσεως της εταιρείας με την επωνυμία «……», για το ποσό των ευρώ 8.100,00, ενώ σε βάρος της (τρίτης ενάγουσας) εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 5204/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ……….. το ποσό των ευρώ 45.400,00 και η υπ’ αριθμ. 5203/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στον . ……….. το ποσό των ευρώ 20.983,33, ήτοι επιδιώκονται δικαστικά σε βάρος τους από τις ανωτέρω δικαστικές ενέργειες, απαιτήσεις για το συνολικό ποσό των ευρώ 134.375,36 και των δολ. ΗΠΑ 711.353,61 και (δ) σε βάρος του τετάρτου ενάγοντος, νομίμου εκπροσώπου της τρίτης  ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία ……………, ηγέρθη αγωγή από την εταιρεία με την επωνυμία ……. για το ποσό των δολ. ΗΠΑ 405.462,83 πλέον του ποσού των ευρώ 80.000 ως χρηματική της ικανοποίηση, από την εταιρεία με την επωνυμία ……, με την οποία (αγωγή) που ήγειρε η εν λόγω εταιρεία ενήγαγε τον τέταρτο ενάγοντα υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της τρίτης ενάγουσας, για οφειλές από προμήθειες των πλοίων DI, PRI, SI και INI για το ποσό των δολ. ΗΠΑ 37.724,13, πλέον του ποσού των 15.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και μάλιστα από την ίδια εταιρεία ασκήθηκε και μήνυση σε βάρος του τετάρτου ενάγοντος, την εταιρεία με την επωνυμία «………….» για το ποσό των ευρώ 19.439,19, από την εταιρεία με την επωνυμία «……..» για το ποσό των ευρώ 7.000, από τον ………., για το ποσό των ευρώ 4.022,20 πλέον του ποσού των 2.000 ευρώ ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από τις εταιρείες με την επωνυμία «……..», «…………» και «…………..» για το ποσό των ευρώ 2.237,20, πλέον δολ. ΗΠΑ 3.142,59 και 8.407,63, αντίστοιχα, από την ……………. για το ποσό των ευρώ 7.162,50 και από την ………… για το ποσό των ευρώ 4.820,00, υπεβλήθη σε βάρος του μήνυση από την εταιρεία με την επωνυμία «……….», για απαίτηση για την οποία εξεδόθη σε βάρος της τρίτης ενάγουσας, από την ίδια εταιρεία, διαταγή πληρωμής και εξεδόθη σε βάρος του διαταγή πληρωμής κατόπιν αιτήσεως του . ….., για το ποσό των ευρώ 4.000,00 πλέον ποσού ευρώ 120 για δικαστική δαπάνη και συνολικά ηγέρθησαν σε βάρος του αγωγές και η ανωτέρω διαταγή πληρωμής με την οποία τρίτοι – πιστωτές αξιώνουν το ποσό των ευρώ 145.801,09 και επιπλέον το ποσό των δολ. ΗΠΑ 454.737,18. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, δεν αναφέρεται η αιτία των εν λόγω απαιτήσεων [πλην της αγωγής που ηγέρθη σε βάρος του τετάρτου ενάγοντος από την εταιρεία ……., στην οποία αναφέρεται μόνον ότι αυτή ηγέρθη κατ’ αυτού, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της τρίτης ενάγουσας, για οφειλές από προμήθειες των πλοίων DI, PRI, SI και INI για το ποσό των δολ. ΗΠΑ 37.724,13, πλέον του ποσού των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης] όπως δεν αναφέρεται και ο χρόνος γένεσης των αξιούμενων απαιτήσεων. Πλην όμως αναφέρεται στην αγωγή ως προς τις εν λόγω απαιτήσεις «η κατάρρευση στην οποία οδηγηθήκαμε είχε σαν αποτέλεσμα την αδυναμία μας να ανταποκριθούμε στις πάσης φύσεως υποχρεώσεις μας και στην άσκηση σωρείας αγωγών και μηνύσεων σε βάρος μας» (σελ. 11-12 ένδικης αγωγής), αναφέρεται δηλαδή ότι οι εν λόγω απαιτήσεις αφορούν απαιτήσεις τρίτων πιστωτών των εναγόντων, τις οποίες αυτοί (ενάγοντες) δεν κατάφεραν να αποπληρώσουν λόγω της οικονομικής αδυναμίας στην οποία περιήλθαν κατόπιν των ανωτέρω. Οι ενάγοντες ακολούθως, ισχυρίσθηκαν ότι: (1) η εναγομένη, καταχρηστικά προέβη στην, έστω και ανυπόστατη [άνευ προσδιορισμού του χρόνου] καταγγελία της ένδικης σύμβασης δανείου, αφού η άρση των όποιων γεγονότων υπερημερίας, θα ελάμβανε χώρα με την πώληση του πλοίου DI. Επιπροσθέτως δε ότι (2) η εναγομένη, εγνώριζε τη ζημία που θα προκαλούσε στους ενάγοντες με την ανωτέρω μεθόδευση και την αποδέχτηκε, προέβη δε στην καταγγελία της ανωτέρω συμβάσεως δανείου, παρά το γεγονός ότι δεν διέτρεχε κίνδυνο η απαίτησή της, επιδεικνύοντας συμπεριφορά που αντίκειται στις θεμελιώδεις, γενικώς παραδεκτές στον χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενο κοινωνικό άνθρωπο που δραστηριοποιείται στο χώρο της ναυτιλίας και της χρηματοδότησης, αρχές και αξίες. Μάλιστα, αναφέρουν ότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι καταβολές έναντι του ενδίκου από 8.11.2006 δάνειου ήταν πολύ περισσότερες από τις προγραμματισμένες, αν και επήλθαν πράγματι γεγονότα υπερημερίας και συγκεκριμένα η συντηρητική κατάσχεση του πλοίου DI, υπολαμβάνοντας ότι στην ένδικη σύμβαση δανείου είχε συμβατικά προβλεφθεί ότι τυχόν συντηρητική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου, θα γεννούσε για την εναγομένη δικαίωμα καταγγελίας της ανωτερω από 8.11.2006 σύμβασης δανείου, εν τούτοις, κατά τους ενάγοντες η άρση του λόγου αυτού υπερημερίας ήταν δυνατή με την πώληση του πλοίου DI, όπως προηγούμενα συνέβη με το πλοίο INI το οποίο είχε χρηματοδοτηθεί «κάτω από την ίδια ένδικη σύμβαση» (σελ. 15 ένδικης αγωγής). Εν τούτοις, η εναγομένη δεν έστερξε στην πώληση αυτή, αλλά με τη συμπεριφορά της αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει το πλοίο DI να γίνει διπλού τοιχώματος και να ωφεληθεί τόσο η ιδία όσο και οι ενάγοντες, ακολούθως «άφησε» το πλοίο DI να οδηγηθεί σε πλειστηριασμό έναντι ευτελούς ποσού, το οποίο δεν ανταποκρινόταν στην αξία του και το οποίο δεν οδήγησε στην περαιτέρω μείωση του οφειλόμενου ποσού του ένδικου δανείου και στην εξόφληση των προμηθευτών των εναγόντων. (3) Η εναγομένη εγνώριζε ότι στον πλειστηριασμό το ένδικο πλοίο δε θα επωλείτο στην τιμή που οι ενάγοντες είχαν επιτύχει στην ελεύθερη αγορά, πλην όμως επέλεξε να μη συνδράμει στην ολοκλήρωση της πώλησης, γνωρίζοντας και αποδεχόμενη την οικονομική κατάρρευση των εναγόντων. (4) Η εναγομένη, ενεργώντας πέρα από κάθε καλόπιστη εκτέλεση της μεταξύ τους σύμβασης, εκτός πλαισίων συναλλακτικών ηθών και σε ευθεία αντίθεση προς τα κρατούντα χρηστά ήθη, δεν έστερξε στην πώληση του ανωτέρω πλοίου DI της πρώτης των εναγόντων, ενώ το ένδικο από 8.11.2006 δάνειο όχι μόνο εξυπηρετείτο κανονικά, αλλά οι πληρωμές κάλυπταν δόσεις μεταγενέστερες και μη εισέτι ληξιπρόθεσμες. Η προοπτική του ένδικου δανείου ήταν να απομειωθεί περαιτέρω η οφειλή με την ανωτέρω πώληση στην οποία δεν έστερξε η εναγομένη. Επιπλέον, (5) η εναγομένη, έτι περαιτέρω, κατήγγειλε την ως άνω μεταξύ τους σύμβαση δανείου, ενεργώντας πέρα από κάθε καλόπιστη εκτέλεση αυτής, εκτός των πλαισίων των συναλλακτικών ηθών και σε ευθεία αντίθεση προς τα κρατούντα χρηστά ήθη και ενεργώντας όλως καταχρηστικά, (6) η εναγομένη ενήργησε με πρόθεση βλάβης των εναγόντων, γνωρίζοντας και αποδεχόμενη τη ζημία που θα υφίσταντο αυτοί και αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Επικουρικά, ότι (7) η εναγομένη είχε πλήρη επίγνωση της καταστροφικής ζημίας που θα προκαλούσε στους ενάγοντες η συμπεριφορά της που οδήγησε στον πλειστηριασμό του πλοίου DI και ακολούθως στην κατάρρευση των εναγόντων, ενώ η ίδια (εναγομένη) είχε ήδη θετική εμπειρία της συνέπειας των εναγόντων, ενόψει της αντίστοιχης συναλλαγής τους με την αγοραπωλησία του πλοίου INI της συνοφειλέτιδός τους ………, οπότε το τίμημα της ανωτέρω αγοραπωλησίας ήχθη έναντι προπληρωμής μέρους του ένδικου δανείου και εξόφλησης των προμηθευτών των εναγουσών. Αντί η εναγομένη να πράξει το ίδιο και στην περίπτωση του πλοίου DI, επέλεξε να ματαιώσει την πώλησή του έναντι τιμήματος που θα εξοφλούσε τους προμηθευτές αυτού και θα προεξοφλούσε μέρος της οφειλής των εναγόντων προς αυτήν, ενόψει μάλιστα του ότι το ένδικο δάνειο όχι μόνον εξυπηρετείτο, αλλά είχαν προεξοφληθεί και δόσεις δανείου μη ληξιπρόθεσμες, επιπλέον δε, μετά βεβαιότητος θα εξοφλείτο εντός των συμβατικών πλαισίων, με βάση τον προγραμματισμό και τα σχέδια που οι ενάγοντες είχαν προτείνει στην εναγομένη και αυτή αρχικώς είχε αποδεχθεί. Συνεπεία της ανωτέρω συμπεριφοράς της εναγομένης, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν ζημία και δη: (α) η πρώτη ενάγουσα, υπέστη ζημία ανερχομένη (ι) στο ποσό των 5.600.000 δολ. ΗΠΑ, που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που θα εισέπραττε από την πώληση του ανωτέρω πλοίου της D.I, ήτοι του ποσού των 6.600.000 δολ. ΗΠΑ και του εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη κατά την αναγκαστική αυτού εκποίηση, ήτοι του ποσού των 1.000.000 δολ. ΗΠΑ και (ιι) στο ποσό των 8.424.000 δολ. ΗΠΑ, που αποτελεί το ποσό το οποίο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, θα αποκέρδιζε η ίδια (πρώτη ενάγουσα) μετά πιθανότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από την εκναύλωση του ανωτέρω πλοίου σε τρίτους (κατόπιν της αφαίρεσης των εξόδων λειτουργίας του πλοίου) κατά το χρονικό διάστημα από την 20.8.2008, ήτοι την απώτατη ημερομηνία παράδοσης του εν λόγω πλοίου στην αγοράστρια εταιρεία ……. στην Κίνα, έως την 9.5.2011, οπότε κατά τους όρους της ένδικης δανειακής σύμβασης, όπως η σύμβαση αυτή διαμορφώθηκε μετά την από 14/05/2008 τροποποίησή της, θα εξοφλείτο το δάνειο και το πλοίο θα ελευθερωνόταν από οιοδήποτε ενυπόθηκο βάρος υπέρ της εναγόμενης, εάν δεν μεσολαβούσε ο ως άνω πλειστηριασμός του πλοίου και (β) η δεύτερη ενάγουσα, υπέστη ζημία ανερχομένη (ι) στο ποσό των 7.399.000 δολ. ΗΠΑ, που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ της εμπορικής, εκ ποσού 7.500.000 δολ. ΗΠΑ αξίας του ανωτέρω πλοίου της PRI κατά το χρόνο που αυτό εκποιήθηκε αναγκαστικώς κατόπιν πλειστηριασμού (ενόψει της κατάσχεσης αυτού από την εναγομένη) και του εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη κατά την αναγκαστική αυτού εκποίηση, ήτοι του ποσού των 101.000 δολ. ΗΠΑ και (ιι) στο ποσό των 5.515.000 δολ. ΗΠΑ, που αποτελεί το ποσό το οποίο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, θα αποκέρδιζε η ίδια (δεύτερη ενάγουσα) μετά πιθανότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από την εκναύλωση του ανωτέρω πλοίου σε τρίτους (κατόπιν της αφαίρεσης των εξόδων λειτουργίας του πλοίου) κατά το χρονικό διάστημα από την 20.8.2009 (ημέρα κατά την οποία εκπλειστηριάσθηκε το ανωτέρω πλοίο της PRI) έως την 9.5.2011, οπότε κατά τους όρους της ένδικης δανειακής σύμβασης, όπως η σύμβαση αυτή διαμορφώθηκε μετά την από 14/05/2008 τροποποίησή της, θα εξοφλείτο το δάνειο και το πλοίο θα ελευθερωνόταν από οιοδήποτε ενυπόθηκο βάρος υπέρ της εναγόμενης, εάν δεν μεσολαβούσε ο ως άνω πλειστηριασμός αυτού (πλοίου). Περαιτέρω, (γ) η τρίτη ενάγουσα, υπέστη ζημία ανερχομένη (ι) στο ποσό των 10.000 δολ. ΗΠΑ, από την κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής και την ανάκληση της άδειας εγκατάστασής της και (ιι) στο ποσό των 891.212,07 ευρώ, καθώς επίσης και το ποσό των 11.550,22 δολλ. ΗΠΑ κατά κεφάλαιο, που αξιώνεται σε βάρος της από τρίτους, που έχουν εγείρει σε βάρος της αγωγές και για μέρος αυτών έχουν εκδοθεί διαταγές πληρωμής και τα οποία ποσά μετά βεβαιότητος θα κληθεί να καταβάλει, μετά την τελεσιδικία των αποφάσεων επί των αγωγών και ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής που εκκρεμούν, προς αποκατάσταση της ζημίας που αναμένεται να υποστεί και (δ) ο τέταρτος των εναγόντων, νόμιμος εκπρόσωπος της τρίτης ενάγουσας, διαχειρίστριας των ανωτέρω πλοίων εταιρείας το ποσό των 891.212,07 ευρώ καθώς επίσης και το ποσό των 11.550,22 δολλ. ΗΠΑ κατά κεφάλαιο, που αξιώνεται από τρίτους, που έχουν εγείρει σε βάρος του αγωγές και για μέρος αυτών έχουν εκδοθεί διαταγές πληρωμής και τα οποία ποσά μετά βεβαιότητος θα κληθεί να καταβάλει, μετά την τελεσιδικία των αποφάσεων επί των αγωγών και ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής που εκκρεμούν, προς αποκατάσταση της ζημίας που αναμένεται να υποστεί. Επιπλέον των ανωτέρω, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, συνεπεία της ανωτέρω συμπεριφοράς της εναγομένης ετρώθη η φήμη τους, αμαυρώθηκε το όνομα τους στο χώρο της ναυτιλίας και της αγοράς εν γένει και η υπόληψή τους, με έτι περαιτέρω αποτέλεσμα να απολεσθεί η εμπιστοσύνη που υπήρχε στο πρόσωπό τους από πλευράς πιστωτών, προμηθευτών, Τραπεζών, συναλλασσόμενων στη ναυτιλία εν γένει, να θεωρούνται πλέον ανυπόληπτα και αφερέγγυα πρόσωπα και να οδηγηθούν σε ατέρμονους δικαστικούς αγώνες για οφειλές που δεν ηδύναντο πλέον να εξυπηρετήσουν, με αποτέλεσμα, εκ του λόγου τούτου να δικαιούνται χρηματικής ικανοποίησης εκ ποσού 150.000 ευρώ, έκαστος εξ αυτών. Ακολούθως, οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι κατά της εναγομένης έχουν εγείρει προηγούμενη και δη την από 9.10.2015 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ …./2015 και ΑΚ …../2015, αγωγή τους, χωρίς αναφορά στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ήγειραν αυτή, το αίτημα της οποίας περιόρισαν και δη (α) όσον αφορά στις ανωτέρω απαιτήσεις της πρώτης ενάγουσας, όσον αφορά (ι) στην εκ ποσού 5.600.000 δολ. ΗΠΑ, αξίωση αυτής προς αποζημίωση, που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του τιμήματος που θα εισέπραττε από την πώληση του ανωτέρω πλοίου της D.I, ήτοι του ποσού των 6.600.000 δολ. ΗΠΑ και του εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη κατά την αναγκαστική αυτού εκποίηση, ήτοι του ποσού των 1.000.000 δολ. ΗΠΑ, στο ποσό των 30.000 δολλ ΗΠΑ, με αποτέλεσμα  με την ένδικη αγωγή να τυγχάνει επίδικο το υπόλοιπο (ισόποσο σε ευρώ κατά την αγωγή) ποσό των 5.570.000 Δολλ. ΗΠΑ, (ιι) στην εκ ποσού 8.424.000 δολ. ΗΠΑ, που αποτελεί το ποσό το οποίο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή,  θα αποκέρδιζε η ίδια (πρώτη ενάγουσα) μετά πιθανότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από την εκναύλωση του ανωτέρω πλοίου σε τρίτους (κατόπιν της αφαίρεσης των εξόδων λειτουργίας του πλοίου) κατά το χρονικό διάστημα από την 20.8.2008, ήτοι την απώτατη ημερομηνία παράδοσης του εν λόγω πλοίου στην αγοράστρια εταιρεία ……………, έως την 9.5.2011, οπότε κατά τους όρους της ένδικης δανειακής σύμβασης, όπως η σύμβαση αυτή διαμορφώθηκε μετά την από 14/05/2008 τροποποίησή της, θα εξοφλείτο το δάνειο και το πλοίο θα ελευθερωνόταν από οιοδήποτε ενυπόθηκο βάρος υπέρ της εναγόμενης, εάν δεν μεσολαβούσε ο ως άνω πλειστηριασμός του πλοίου, στο ποσό των 40.000 δολλ ΗΠΑ, με αποτέλεσμα  με την ένδικη αγωγή να τυγχάνει επίδικο το υπόλοιπο (ισόποσο σε ευρώ κατά την αγωγή) ποσό των 8.384.000 Δολλ. ΗΠΑ και (ιιι) στην εκ ποσού 150.000 ευρώ απαίτησή της, που αποτελεί το ποσό το οποίο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη σε βάρος της αδικοπραξία, στο ποσό των 10.000 ευρώ, με αποτέλεσμα με την ένδικη αγωγή να τυγχάνει επίδικο το υπόλοιπο ποσό των 140.000 ευρώ, (β) όσον αφορά στις ανωτέρω απαιτήσεις της δεύτερης ενάγουσας, όσον αφορά (ι) στην εκ ποσού 7.399.000 δολ. ΗΠΑ απαίτησή της, που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ της εμπορικής αξίας, εκ ποσού 7.500.000 δολ. ΗΠΑ του ανωτέρω πλοίου της PRI κατά το χρόνο που αυτό εκποιήθηκε αναγκαστικώς κατόπιν πλειστηριασμού (ενόψει της κατάσχεσης αυτού από την εναγομένη) και του εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη κατά την αναγκαστική αυτού εκποίηση, ήτοι του ποσού των 101.000 δολ. ΗΠΑ, στο ποσό των 30.000 δολλ ΗΠΑ, με αποτέλεσμα  με την ένδικη αγωγή να τυγχάνει επίδικο το υπόλοιπο (ισόποσο σε ευρώ κατά την αγωγή) ποσό των 7.369.000 Δολλ. ΗΠΑ, (ιι) στην εκ ποσού 5.515.000 δολ. ΗΠΑ απαίτησή της, που αποτελεί το ποσό το οποίο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, θα αποκέρδιζε η ίδια (δεύτερη ενάγουσα) μετά πιθανότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από την εκναύλωση του ανωτέρω πλοίου σε τρίτους (κατόπιν της αφαίρεσης των εξόδων λειτουργίας του πλοίου) κατά το χρονικό διάστημα από την 20.8.2009 (ημέρα κατά την οποία εκπλειστηριάσθηκε το ανωτέρω πλοίο της PRI) έως την 9.5.2011, οπότε κατά τους όρους της ένδικης δανειακής σύμβασης, όπως η σύμβαση αυτή διαμορφώθηκε μετά την από 14/05/2008 τροποποίησή της, θα εξοφλείτο το δάνειο και το πλοίο θα ελευθερωνόταν από οιοδήποτε ενυπόθηκο βάρος υπέρ της εναγόμενης, εάν δεν μεσολαβούσε ο ως άνω πλειστηριασμός του πλοίου, στο ποσό των 40.000 δολλ. ΗΠΑ, με αποτέλεσμα με την ένδικη αγωγή να τυγχάνει επίδικο το υπόλοιπο (ισόποσο σε ευρώ κατά την αγωγή) ποσό των 5.475.000 Δολλ. ΗΠΑ και (ιιι) στην εκ ποσού 150.000 ευρώ απαίτησή της, που αποτελεί το ποσό το οποίο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τη σε βάρος της αδικοπραξία, στο ποσό των 10.000 ευρώ, με αποτέλεσμα με την ένδικη αγωγή να τυγχάνει επίδικο το υπόλοιπο ποσό των 140.000 ευρώ, (γ) όσον αφορά στις ανωτέρω απαιτήσεις της τρίτης ενάγουσας, όσον αφορά (ι) στην εκ ποσού 891.212,07 ευρώ κατά κεφάλαιο απαίτησή της, που αξιώνεται σε βάρος της από τρίτους, που έχουν εγείρει σε βάρος της αγωγές και για μέρος αυτών έχουν εκδοθεί διαταγές πληρωμής και το οποίο ποσό μετά βεβαιότητος θα κληθεί να καταβάλει, μετά την τελεσιδικία των αποφάσεων επί των αγωγών και ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής που εκκρεμούν, προς αποκατάσταση της ζημίας που αναμένεται να υποστεί, στο ποσό των 60.000 ευρώ, με αποτέλεσμα  με την ένδικη αγωγή να τυγχάνει επίδικο το υπόλοιπο ποσό των 831.212,07 ευρώ και (ιι) στην εκ ποσού 150.000 ευρώ απαίτησή της, που αποτελεί το ποσό το οποίο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη σε βάρος της αδικοπραξία, στο ποσό των 10.000 ευρώ, με αποτέλεσμα  με την ένδικη αγωγή να τυγχάνει επίδικο το υπόλοιπο ποσό των 140.000 ευρώ και δ) όσον αφορά στις ανωτέρω απαιτήσεις του τετάρτου ενάγοντος, όσον αφορά (ι) στην εκ ποσού 891.212,07 ευρώ κατά κεφάλαιο απαίτησή του, που αξιώνεται από τρίτους, που έχουν εγείρει σε βάρος του αγωγές και για μέρος αυτών έχουν εκδοθεί διαταγές πληρωμής και το οποίο ποσό μετά βεβαιότητος θα κληθεί να καταβάλει, μετά την τελεσιδικία των αποφάσεων επί των αγωγών και ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής που εκκρεμούν, προς αποκατάσταση της ζημίας που αναμένεται να υποστεί, στο ποσό των 60.000 ευρώ, με αποτέλεσμα  με την ένδικη αγωγή να τυγχάνει επίδικο το υπόλοιπο ποσό των 831.212,07 ευρώ και (ιι) στην εκ ποσού 150.000 ευρώ απαίτησή του, που αποτελεί το ποσό το οποίο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση του λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τη σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, στο ποσό των 10.000 ευρώ, με αποτέλεσμα  με την ένδικη αγωγή να τυγχάνει επίδικο το υπόλοιπο ποσό των 140.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενοι επικουρικώς και τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, οι ενάγοντες ζήτησαν, όπως δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστή, αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη, για τις προαναφερόμενες αιτίες, οφείλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των ευρώ 140.000 ως χρηματική της ικανοποίηση και το ισόποσο σε ευρώ των 13.994.000 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο εξόφλησης, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των ευρώ 140.000 ως χρηματική της ικανοποίηση και το ισόποσο σε ευρώ των 12.844.000 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο εξόφλησης, στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των ευρώ 971.212,07 και στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των ευρώ 971.212,07, νομιμοτόκως από την 20.8.2008, άλλως από την 10.7.2013 ημερομηνία επίδοσης της από 2.7.2013 αγωγής τους κατά της εναγομένης, άλλως από την 4.4.2014, ημερομηνία επίδοσης της από 31.3.2014 αγωγής τους κατά της εναγομένης, με την οποία παραιτήθηκαν από την πρώτη ως άνω αγωγή τους, άλλως από την 12.10.2015, ημερομηνία επίδοσης της από 9.10.2015 αγωγής τους – όχλησης κατά της εναγομένης, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Τέλος, ζήτησαν όπως υποχρεωθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, καθώς επίσης ότι εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο και αφού απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την περί εκκρεμοδικίας ένσταση της εναγομένης από την, υπό των εναγόντων, έγερση της από 19.5.2017 και με αριθμ. κατ. ………/2017 προγενέστερης αγωγής τους σε βάρος της εναγομένης, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ακολούθως απέρριψε ως αόριστη, την επικουρική βάση της ένδικης αγωγής, ήτοι καθό μέρος οι ενάγοντες επεχείρησαν όπως θεμελιώσουν αυτή (ένδικη αγωγή) στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, εκ του λόγου ότι στην ένδικη αγωγή αναφέρεται ως ωφέλεια την οποία αποκόμισε η εναγόμενη από την επικαλούμενη στην αγωγή αδικοπραξία «όλα τα επικαλούμενα στην αγωγή ποσά ως ζημία της», χωρίς καμία έτερη αναφορά σε κάποιο περιστατικό πλουτισμού της εναγομένης (θετική επαύξηση ή αποφυγή ελάττωσης της περιουσίας της εκ της επικαλούμενης ζημίας) εκ της επικαλούμενης στην αγωγή «θετικής — αποθετικής αδικοπραξίας» κατά την ακριβή διατύπωση της εκκαλουμένης αποφάσεως και χωρίς καμία έτερη αναφορά στις λοιπές προϋποθέσεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και δη στην επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του ετέρου, στην αιτιώδη συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και στην έλλειψη νόμιμης αιτίας, καθόσον, όπως έκρινε, ως τέτοια δεν νοείται η ωφέλεια από την παραγραφή της αδικοπραξίας ενόψει του ότι η παραγραφή αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, αφού εκτιμήθηκε ότι θεμελιώνεται στις περί αδικοπραξίας διατάξεις [όπως άλλωστε και οι ενάγοντες ανέφεραν στις έγγραφες προτάσεις τους, εφόσον ανέφεραν «… Η αδικοπρακτική ευθύνη της αντιδίκου… (σελ. 3)… Πέραν της συνολικά αποτιμούμενης ως αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αντιδίκου … (σελ. 6)… Πρέπει λοιπόν να διαγνωσθεί η υπαιτιότητά της και η αδικοπρακτική της ευθύνη… (σελ. 6)…»], απορρίφθηκε ως μη νόμιμη (α) καθό μέρος ηγέρθη, υπό της πρώτης και δεύτερης των εναγόντων και με αυτήν, επιχειρούμενη όπως θεμελιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 919 ΑΚ, ζητείται, για τις αναφερόμενες σε αυτή αιτίες, από την πρώτη ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ των 13.994.000 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο εξόφλησης και από τη δεύτερη ενάγουσα το ισόποσο σε ευρώ των 12.844.000 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο εξόφλησης, καθώς κρίθηκε ότι για τον υπολογισμό της ζημιάς που αφορούν τα εν λόγω κονδύλια των δύο πρώτων εναγουσών και άρα για τον καθορισμό της οφειλομένης αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών και όχι κατά την εξόφληση, όπως αιτούνται οι δύο πρώτες ενάγουσες με την ένδικη αγωγή τους, (β) όσον αφορά στο ποσό των 10.000 δολαρίων ΗΠΑ από τη συνολική απαίτηση της τρίτης ενάγουσας, που αντιστοιχεί στην κατάπτωση εγγυητικής επιστολής συνεπεία ανάκλησης της άδειας εγκατάστασής της στην ημεδαπή, καθώς η ζημία αυτή της εν λόγω (τρίτης) ενάγουσας δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, (γ) ως προς το παρεπόμενο αίτημα κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, διότι το αίτημα της αγωγής είναι αναγνωριστικό και (δ) ως προς το αίτημα περί επιδίκασης τόκων από τον επικαλούμενο χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας, ήτοι από την 20.8.2008, διότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται προηγούμενη, της εγέρσεως της από 2.7.2013 αγωγής τους, όχληση της εναγμένης. Κατά τα λοιπά, ήτοι καθό μέρος αξιώνεται το ποσό των ευρώ 140.000 από έκαστο των εναγόντων ως χρηματική ικανοποίηση για την επικαλούμενη ηθική βλάβη που έκαστος εξ αυτών υπέστη, καθώς επίσης και όσον αφορά στην αιτούμενη από έκαστο των τρίτης και τετάρτου των εναγόντων εκ ποσού ευρώ 831.212,07 αποζημίωση, η ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 919, 914, 932 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Ακολούθως, η ένδικη αγωγή καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη, απερρίφθη, ως αβάσιμη στην ουσία της, κατόπιν παραδοχής ως βάσιμης στην ουσία της της περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης των εναγόντων, ένστασης της εναγομένης, καθόσον κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, η περιγραφόμενη, όπως αυτή εκτιμήθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, στην αγωγή, συμπεριφορά της εναγομένης και δη η μη συναίνεση αυτής στην πώληση του πλοίου “DI” και η δια πλειστηριασμού πώληση του πλοίου “DI”, καθώς επίσης και η δια πλειστηριασμού πώληση του πλοίου “PRI”, έλαβαν χώρα την 3.7.2008 και την 20.8.2008, αντίστοιχα, έως δε της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας, αφού απορρίφθηκε ως αβάσιμος στην ουσία του ισχυρισμός των εναγόντων περί διακοπής της παραγραφής των ενδίκων αξιώσεών τους που κρίθηκαν νόμιμες. Ειδικότερα, με την εκκαλουμένη απόφαση, κρίθηκε ότι (α) με την έγερση υπό των εναγόντων αρχικώς της από 2.7.2013 (αρ. κατάθ. ……./2013) αγωγής, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη την 10.7.2013, επήλθε διακοπή της παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων των εναγόντων (άρθρο 261 ΑΚ), (β) ακολούθως, οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από την αγωγή αυτή με την έγερση της 31.3.2014 (ΓΑΚ …/2014, ΕΑΚ …/2014) νέας αγωγής τους, (επιδοθείσα στην εναγομένη την 4.4.2014), με αποτέλεσμα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 263 ΑΚ, η παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων των εναγόντων να θεωρείται ότι είχε διακοπεί με την πρώτη αγωγή, (γ) ακολούθως, οι ενάγοντες ήγειραν νέα (τρίτη) αγωγή και δη την από 9.10.2015 (ΓΑΚ …./2015, ΕΑΚ …./2015) αγωγή τους, με την ίδια ιστορική και νομική βάση με τις προηγούμενες, με την οποία παραιτήθηκαν από την αμέσως προηγούμενη (δεύτερη αγωγή τους), πλην όμως η εν λόγω [από 9.10.2015 (ΓΑΚ …./2015, ΕΑΚ …../2015)] αγωγή τους, αφορούσε μόνον μέρος των αξιώσεων των εναγόντων, μη επιδίκων με την ένδικη αγωγή και (δ) ακολούθως, οι ενάγοντες παραιτήθηκαν και από την από 9.10.2015 αγωγή τους (που αφορούσε το μη με την ένδικη αγωγή τους μέρος της απαίτησης τους) ασκώντας την από 19.5.2017 αγωγή τους με όμοιο αίτημα (αφορώσα το μη επίδικο εν προκειμένω μέρος της απαίτησής του), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 818/2018 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Κατά την εκκαλουμένη απόφαση, οι ένδικες απαιτήσεις των εναγόντων, επανασκήθηκαν υπ’ αυτών, με την υπό κρίση αγωγή, που επιδόθηκε στην εναγόμενη την  27-3-2018, με αποτέλεσμα να μην συντρέχει ο διακοπτικός της παραγραφής, εκ του άρθρου 263 ΑΚ, λόγος, αφού από την παραίτηση των εναγόντων από τις ένδικες αξιώσεις, με το δικόγραφο της προαναφερομένης από 9.10.2015 και με αριθμ. κατ. ……/2015 αγωγής τους, έως την επίδοση της ένδικης αγωγής, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, διάστημα που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 263 ΑΚ. Την εκκαλουμένη με αριθμό 1410/2019 απόφαση, προσβάλλουν με την ένδικη έφεσή τους οι ενάγοντες, ως έχοντες έννομο συμφέρον, που προκύπτει από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως για λόγους που ανάγονται, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της ένδικης εφέσεως, σε εσφαλμένη εκτίμηση των εκτιθέμενων με την αγωγή πραγματικών περιστατικών, σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, εσφαλμένη λήψη υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν, κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη αιτιολογία, ως ειδικότερα αναλύονται οι επιμέρους λόγοι έφεσης κατωτέρω και ζητούν την εξαφάνισή της (εκκαλουμένης αποφάσεως) επί τω τέλει όπως γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή τους, άλλως ζητούν τη μεταρρύθμιση αυτής (ανωτέρω εκκαλουμένης αποφάσεως), έστω κι αν από παραδρομή που διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αναφέρεται ότι ζητείται η εξαφάνιση της με αριθμό 2519/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εφόσον δεν καταλείπεται αμφιβολία από το όλο περιεχόμενο της ένδικης έφεσης ότι με αυτή πλήττεται η προμνημονευθείσα με αριθμό 1410/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα) που εξεδόθη, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 30.12.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ …../2018 και ΕΑΚ …./2018 αγωγής των εναγόντων σε βάρος της εφεσίβλητης – εναγόμενης. Με την ένδικη έφεση, εν τούτοις, δεν πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση καθό μέρος με αυτή απορρίφθηκε (α) ως αόριστη η ένδικη αγωγή ως προς την επικουρική της βάση, ήτοι καθό μέρος θεμελιώνεται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις και (β) ως μη νόμιμη η εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 10.000 απαίτηση της τρίτης ενάγουσας (αφορώσα το ποσό της εγγυητικής επιστολής που κατέπεσε σε βάρος της λόγω ανακλήσεως της άδειας εγκατάστασης της στην ημεδαπή), εφόσον κανείς εκ των τεσσάρων λόγων της ένδικης έφεσης δεν πλήττει τις ανωτέρω απορριπτικές διατάξεις της εκκαλουμένης αποφάσεως.

[ΙΙΙ] Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 § 1 του Ν. 5422/1932, η τελευταία εκ των οποίων διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 20 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι, η χρηματική οφειλή εκ συμβάσεως που είναι πληρωτέα στην ημεδαπή, ακόμα και σε όσες περιπτώσεις μπορεί εγκύρως να συνομολογηθεί σε αλλοδαπό νόμισμα, όπως, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 2 του Ν. 740/1977 (ΦΕΚ Α 308/13.10.1977), συμβαίνει με τις πιστωτικές συμβάσεις σε συνάλλαγμα που αφορούν τη χρηματοδότηση της ναυπήγησης, της αγοράς ή της λειτουργίας εμπορικών πλοίων που αποφέρουν έσοδα σε συνάλλαγμα (ΑΠ 1307/2009, ΕΤρΑξΧρΔ 2010/476, Γ. Καλλιμόπουλος, Το Δίκαιο του Χρήματος, 1993, σελ. 284 επομ.), είναι πάντοτε εξοφλητέα στο ημεδαπό νόμισμα (σε δραχμές και μετά το άρθρο 1 του Ν. 2842/2000 [ΦΕΚ Α 207/27.9.2000] σε ευρώ), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και στις (πρωτογενείς) αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο (ΑΠ 477/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως συμβαίνει και με την αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στην περίπτωση που η υποχρέωση του λήπτη της ωφέλειας συνιστά οφειλή σε ξένο νόμισμα (ΑΠ 698/2006, ΝοΒ 2007/2061). Κατά μία γνώμη (ΑΠ 497/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 481/2014, Δνη 2015/770, ΤριμΕφΠειρ. 432/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 773/1999, Δνη 1999/1192, 1201) οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται και στις δευτερογενείς (αποζημιωτικές) αξιώσεις που παράγονται από την αθέτηση της συμβάσεως, όμως, κατά την ορθότερη άποψη (ΑΠ 343/2019, ΧρΙΔ 2020/199, ΑΠ 686/2015, www.areiospagos.gr, ΑΠ 536/2004, Δνη 2006/480, ΜονΕφΠειρ. 541/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ηλ. Κρίσπης, Η χρηματική οφειλή κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, 1964, § 20, σελ. 182), την οποία ακολουθεί και το παρόν Δικαστήριο, οι αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις διέπονται, όπως και οι αδικοπρακτικές, από το άρθρο 297 ΑΚ, κατά το οποίο, όμως, η αποκαταστατέα ζημία προσδιορίζεται και πάλι σε ευρώ (ΟλΑΠ 14/1997, ΝοΒ 1998/43, ΟλΑΠ 15/1996, ΝοΒ 1997/433), κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων είτε κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας είτε κατά το χρόνο της συζητήσεως της αγωγής, ανάλογα με το αν η ζημία αυτή αποκαταστάθηκε πριν την έγερση της αγωγής ή όχι (ΑΠ 922/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 388/2015, ΧρΙΔ 2015/531). Σε περίπτωση δε απώλειας κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος, κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών (Ολ. ΑΠ 14/1997, Ολ. ΑΠ 15/1996, Ολ. ΑΠ 9/1995, ΑΠ 388/2015, ΑΠ 232/2002, ΑΠ 1595/2001, ΑΠ 698/2006). Διαφορετική εκδοχή, ότι δηλαδή θα ληφθεί υπόψη η ισοτιμία κατά την ημέρα της καταψήφισης ή της εξόφλησης, είναι ασυμβίβαστη με τον εξαρχής καθορισμό της ζημίας στο εθνικό νόμισμα και, επιπλέον, θα κατέληγε στο άτοπο να τελούν υπό τιμαριθμική ρήτρα ξένου νομίσματος οι οφειλές αποζημίωσης από τη μη εκπλήρωση ή τη μη προσήκουσα εκτέλεση της συμβάσεως, όταν ο δικαιούχος είναι αλλοδαπός ή κατοικεί στην αλλοδαπή ή συνέβη στην αλλοδαπή η απώλεια των χρημάτων, ενώ τέτοια ειδική μεταχείριση, εξ αιτίας των συγκυριακών αυτών περιστάσεων, δεν δικαιολογείται (ΤριμΕφΠειρ. 390/2014, 6/2013, 88/2013, 383/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ ΟλΑΠ 14/1997, ο.π. ΟλΑΠ 15/1996, ΝοΒ 1997/433, ΟλΑΠ 9/1995, ΝοΒ 1996/487). Ενόψει των ανωτέρω, είναι χωρίς έννομη επιρροή το γεγονός ότι η αγωγή του δικαιούχου αποζημίωσης έχει μόνον αναγνωριστικό της οφειλής αίτημα, αφού και η αναγνωριστική απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την έκταση και την ύπαρξη της απαίτησης, η οποία, όταν πρόκειται για απαίτηση αποζημίωσης, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 297 ΑΚ, αναγκαίως συνδέεται, κατά την αναγνωριστική επιδίκαση της, με το νόμισμα στο οποίο ανάγεται [ΑΠ 686/2015 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Από όσα προαναφέρθηκαν, συνάγεται περαιτέρω ότι, όταν με την αγωγή αξιώνεται αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα, η απορριπτική αυτής, ως νομικά αβάσιμης, απόφαση παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο, το οποίο καλύπτει μόνον την ανυπαρξία του δικαιώματος του ενάγοντος να λάβει αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα και δεν εκτείνεται στο νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης από την οποία η αξίωσή του απέρρευσε (οφειλή από σύμβαση, πρωτογενής ή δευτερογενής ή από αδικοπραξία ή από άλλη ex lege ενοχή), διότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι, κατά τη δομή του δικανικού συλλογισμού, αναγκαίος για τη στήριξη του διατακτικού της απορριπτικής απόφασης αφού, υπό οποιαδήποτε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή, δεν παράγεται η έννομη συνέπεια που αντιστοιχεί στο αίτημά της, δηλαδή δεν γεννάται απαίτηση σε ξένο νόμισμα, είτε προς εκπλήρωση χρηματικής ενοχής που συνομολογήθηκε εγκύρως σε αλλοδαπό νόμισμα, είτε προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο δανειστή από την ανώμαλη εξέλιξή της, είτε ως αποζημίωση από αδικοπραξία ή ως αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγομένου. Αν, δε, τέτοιος χαρακτηρισμός γίνει, η κρίση του δικαστηρίου θα είναι πλεοναστική και δεν θα καλύπτεται από το δεδικασμένο της απορρίψεως (ΑΠ 1018/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης).

Εν προκειμένω, η ένδικη αγωγή, καθό μέρος ηγέρθη υπό της πρώτης και δεύτερης εναγούσης και με αυτήν αξιώνεται όπως αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει ως αποζημίωση [α] στην πρώτη εξ αυτών «το ισόποσο σε ευρώ των 13.994.000 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο εξόφλησης» εκ των οποίων ποσό δολ. ΗΠΑ 5.570.000 ως μέρος της διαφοράς της αξίας του ανωτέρω πλοίου DI εάν αυτό επωλείτο αντί του τιμήματος των 6.600.000 δολ. ΗΠΑ και δεν εκπλειστηριάζετο, συνεπεία της αποδιδομένης στην εναγομένη συμπεριφοράς, αντί του ποσού των 1.000.000 δολ. ΗΠΑ (για το υπόλοιπο ποσό της διαφοράς εκ ποσού 30.000 δολ. ΗΠΑ η πρώτη ενάγουσα έχει εγείρει έτερη αγωγή), ήτοι για θετική ζημία που δεν αποκαταστάθηκε, καθώς επίσης και ποσό δολ. ΗΠΑ 8.384.000, ως μέρος των διαφυγόντων κερδών το οποίο η ιδία (πρώτη ενάγουσα) θα απεκόμιζε, μετά πιθανότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εκμετάλλευση του ανωτέρω πλοίου εάν αυτό δεν επωλείτο αναγκαστικώς δια πλειστηριασμού (απώλεια εισοδήματος), για το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα και [β] στη δεύτερη ενάγουσα «το ισόποσο σε ευρώ των 12.844.000 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο εξόφλησης», εκ των οποίων ποσό δολ. ΗΠΑ 7.369.000 ως μέρος της διαφοράς της πραγματικής εμπορικής αξίας του ανωτέρω πλοίου PRI προ της εκπλειστηριάσεώς του, συνεπεία της περιγραφόμενης στην αγωγή συμπεριφοράς της εναγομένης, η οποία (εμπορική αξία) ανήρχετο στο ποσό των 7.500.000 και του ποσού του εκπλειστηριάσματος που επετεύχθη  από την εκπλειστηρίασή του, το οποίο (εκπλειστηρίασμα) ανήρχετο στο ποσό των 101.000 δολ. ΗΠΑ (για το υπόλοιπο ποσό της διαφοράς εκ ποσού 30.000 δολ. ΗΠΑ η δεύτερη ενάγουσα έχει εγείρει έτερη αγωγή), ήτοι για θετική ζημία που δεν αποκαταστάθηκε, καθώς επίσης και ποσό δολ. ΗΠΑ 5.475.000 ως μέρος των διαφυγόντων κερδών το οποίο η ίδια (δεύτερη ενάγουσας) μετά πιθανότητος και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα απεκόμιζε από την εκμετάλλευση του ανωτέρω πλοίου, εάν αυτό δεν επωλείτο αναγκαστικώς δια πλειστηριασμού (απώλεια εισοδήματος), για το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, κρίθηκε ως μη νόμιμη και ως τέτοια απερρίφθη, καθώς κρίθηκε ότι για τον υπολογισμό της ζημιάς που αφορούν τα εν λόγω κονδύλια των δύο πρώτων εναγουσών και άρα για τον καθορισμό της υπό της εναγομένης οφειλομένης αποζημίωσης αυτών, λαμβάνεται υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών και όχι κατά την εξόφληση, όπως αιτούνται οι δύο πρώτες ενάγουσες με την ένδικη αγωγή τους. Ήδη, η πρώτη και η δεύτερη των εναγόντων, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση, διότι εσφαλμένως υπ’ αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) εκτιμήθηκε ότι η ένδικη αγωγή τους, όσον αφορά τις ανωτέρω απαιτήσεις τους, θεμελιώνεται μόνον στις περί αδικοπραξίας διατάξεις, ενώ έπρεπε, κατ’ ορθή εκτίμηση της ένδικης αγωγής τους, να δεχθεί ότι οι εν λόγω (πρώτη και δεύτερη) ενάγουσες εταιρείες, την ένδικη αποζημίωσή τους αιτούνται όπως τους επιδικασθεί αναγνωριστικώς και συνεπεία της ενδοσυμβατικής έναντι αυτών ευθύνης της εναγομένης. Εν τούτοις, η ένδικη αγωγή, όπως εκτιμήθηκε υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, ότι δηλαδή επεχειρήθη όπως θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξίας διατάξεις [όπως άλλωστε ανέφεραν και οι ενάγοντες με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εφόσον ανέφεραν «… Η αδικοπρακτική ευθύνη της αντιδίκου… (σελ. 3)… Πέραν της συνολικά αποτιμούμενης ως αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αντιδίκου … (σελ. 6)… Πρέπει λοιπόν να διαγνωσθεί η υπαιτιότητά της και η αδικοπρακτική της ευθύνη… (σελ. 6)…», όπως εκτίθεται και ανωτέρω], καθώς επίσης και υπό την εκδοχή ότι αυτή θεμελιώνεται και στην παραβίαση της επικαλούμενης στην αγωγή συμβάσεως, αυτή τυγχάνει μη νόμιμη και ως τέτοια ορθώς απερρίφθη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, εφόσον οι εν λόγω (πρώτη και δεύτερη) ενάγουσες αξιώνουν όπως αναγνωρισθεί ότι τους οφείλεται υπό της εναγομένης, το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής ποσό των 13.994.000 και 12.844.000 δολ. ΗΠΑ, αντίστοιχα, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν, από την εκτιθέμενη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγομένης, αντί να αξιώσουν, όσον αφορά τη θετική τους ζημία με το ισόποσο σε ευρώ των ανωτέρω δολλαρίων ΗΠΑ κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εφόσον κατά την αγωγή αυτή δεν αποκαταστάθηκε, όσον αφορά δε την αιτούμενη ως αποζημίωση απώλεια εισοδήματος αυτών, με το ισόποσο σε ευρώ των ανωτέρω δολλαρίων ΗΠΑ με βάση το χρόνο απωλείας. Τούτο διότι, όπως προελέχθη, η επικαλούμενη με την αγωγή, υπό της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας ζημία, πρέπει από 1-1-2002 και εντεύθεν, να προσδιορίζεται και να επιδιώκεται η επιδίκασή της σε ευρώ, εφόσον, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 297 εδ. α` του ΑΚ, η θετική ή αποθετική ζημία αποτιμάται και εκφράζεται εξαρχής, δηλαδή από τον χρόνο επέλευσή της, σε χρήμα ως μέτρο αξίας και αποκαθίσταται σε χρήμα (εθνικό νόμισμα) ως μέσο εξόφλησης. Η σχετική δε αποζημιωτική ενοχή, είτε προέρχεται από αδικοπραξία, είτε από σύμβαση, κατά την ορθότερη άποψη και άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, ως αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, έχει εξαρχής από τη γέννηση της ως περιεχόμενο την οφειλή – παροχή χρηματικής ποσότητας εθνικού νομίσματος. Κατά συνέπεια, αν προ της εγέρσεως της αγωγής η προξενηθείσα ζημία αποκαταστάθηκε με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον υπολογισμό της ζημίας και άρα για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών. Αντίθετα, σε όσες περιπτώσεις δεν έχει μεσολαβήσει αποκατάσταση της θετικής ζημίας, όπως εν προκειμένω, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης είναι αυτός της παροχής έννομης προστασίας και ως εκ τούτου για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης ο υπολογισμός σε ευρώ της αξίας του αλλοδαπού νομίσματος γίνεται κατά το χρόνο της επ` ακροατηρίω συζήτησης της αγωγής. Εξάλλου, το αίτημα της αγωγής αυτής, περί επιδικάσεως του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ με την, κατά το χρόνο της πληρωμής, συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων, δεν είναι “μείζον” και δεν νοείται, ως εκ τούτου, ότι συμπεριλαμβάνεται σ` αυτό, ως “έλασσον”, το αίτημα, περί επιδικάσεως του αλλοδαπού νομίσματος με βάση την ισοτιμία του, με το ευρώ, κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής σε περίπτωση θετικής ζημίας που δεν αποκαταστάθηκε ή κατά το χρόνο απώλειας του εισοδήματος. Και τούτο, διότι, ενόψει της διακυμάνσεως της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού και του αλλοδαπού νομίσματος, η αξία του τελευταίου σε ευρώ μπορεί κατά το πρώτο χρονικό σημείο (απώλειας ή πρώτη συζήτησης της αγωγής, κατά περίπτωση) να είναι όχι μόνο μεγαλύτερη αλλά και μικρότερη απ` ό,τι κατά το δεύτερο χρονικό σημείο (της πληρωμής), με συνέπεια, στην τελευταία περίπτωση, να μεταπίπτει το κρίσιμο αίτημα από “μείζον” σε “έλασσον” [ΑΠ 497/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Εκ του λόγου δε τούτου, ήτοι ενόψει του ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του αιτουμένου αλλοδαπού νομίσματος προς το ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής δεν αποτελεί το “μείζον”, ώστε να περιλαμβάνεται σ` αυτό, ως “έλασσον”, εκείνη του χρόνου επαγωγής της επικαλούμενης ζημίας, δεν τίθεται ζήτημα απόρριψης της αγωγής ως αόριστης [ΑΠ 497/2021 ο.π.]. Τα ανωτέρω δε, όπως αναφέρεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ισχύουν έστω κι αν η αγωγή έχει αναγνωριστικό αίτημα. Σημειωτέον ότι οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 του Ν.5422/1932 και 10 παρ.4 του Ν.489/1976, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι “επί χρηματικής οφειλής σε ξένο νόμισμα, πληρωτέας εις την ημεδαπή, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό σε δραχμές βάσει της επίσημης ισοτιμίας του ξένου νομίσματος κατά τον χρόνο της πληρωμής”, και “εάν το ζημιωθέν πρόσωπο είναι μόνιμος κάτοικος αλλοδαπής επιτρέπεται η καταβολή του ασφαλίσματος στο νόμισμα της χώρας, όπου βρίσκεται η μόνιμη κατοικία του δικαιούχου”, αναφέρονται σε ρυθμίσεις επί διαφορετικών ζητημάτων από εκείνα που καταλαμβάνουν τα υπό κρίση, και συνεπώς δεν δύνανται να οδηγήσουν σε άλλη ερμηνευτική άποψη ως προς την έννοια της διάταξης του άρθρου 297 εδ. α΄ ΑΚ. Αληθώς, οι άνω διατάξεις δεν αφορούν τις ενοχές αποζημιώσεως, αλλά η μεν πρώτη διάταξη προϋποθέτει ότι υπάρχει έγκυρη συμβατική οφειλή σε ξένο νόμισμα και ρυθμίζει τον τρόπο εξοφλήσεώς της στην Ελλάδα, η δε δεύτερη ορίζει το νόμισμα στο οποίο επιτρέπεται να καταβληθεί το ασφάλισμα και όχι το νόμισμα στο οποίο θα αποτιμηθεί η ζημία (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 1997.1036, ΟλΑΠ 15/1996, ΟλΑΠ 9/1995 ΝοΒ 44.176). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ζήτημα εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης εκ του λόγου ότι με αυτή δεν εκτιμήθηκε ότι, η πρώτη και η δεύτερη των εναγόντων, ζήτησαν με την ένδικη αγωγή τους όπως αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει σε αυτές (πρώτη και δεύτερη ενάγουσα) το ισόποσο σε ευρώ, 13.994.000 και 12.844.000 δολ. ΗΠΑ, αντίστοιχα, με την ισοτιμία σε ευρώ των ανωτέρω δολλαρίων ΗΠΑ κατά το χρόνο εξόφλησης, ως αποζημίωση, συνεπεία των επικαλούμενων με την αγωγή επιμέρους αντισυμβατικών συμπεριφορών της εναγομένης, δεν τίθεται, καθόσον, όπως αναφέρεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, η απορριπτική της αγωγής της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας, κατά το ανωτέρω σκέλος της, ως νομικά αβάσιμης, διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως παράγει ουσιαστικό δεδικασμένο, το οποίο καλύπτει μόνον την ανυπαρξία του δικαιώματος αυτών να λάβουν αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα και δεν εκτείνεται και στον νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης από την οποία η αξίωσή τους απέρρευσε (οφειλή από σύμβαση, πρωτογενής ή δευτερογενής ή από αδικοπραξία ή από άλλη ex lege ενοχή), διότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι, κατά τη δομή του δικανικού συλλογισμού, αναγκαίος για τη στήριξη του διατακτικού της απορριπτικής απόφασης, αφού υπό οποιαδήποτε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή δεν παράγεται η έννομη συνέπεια που αντιστοιχεί στο αίτημά της, δηλαδή δεν γεννάται απαίτηση σε ξένο νόμισμα είτε προς εκπλήρωση χρηματικής ενοχής που συνομολογήθηκε εγκύρως σε αλλοδαπό νόμισμα είτε προς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο δανειστή από την ανώμαλη εξέλιξή της είτε ως αποζημίωση από αδικοπραξία ή ως αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγομένου. Αν, δε, τέτοιος χαρακτηρισμός γίνει, η κρίση του δικαστηρίου θα είναι πλεοναστική και δεν θα καλύπτεται από το δεδικασμένο της απορρίψεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη την ένδικη αγωγή της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας κατά το σκέλος που αυτές ζητούν όπως αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη τους οφείλει ως αποζημίωση το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής ποσό των 13.994.000 και 12.844.000 δολ. ΗΠΑ, αντίστοιχα, ως ανωτέρω αναλύεται, ορθά ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και απέρριψε κατά τούτο την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) απορριπτομένου κατά τούτο του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την ανωτέρω απορριπτική της διάταξη για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έλλειψη νομίμου βάσεως και πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην ένδικη αγωγή, ως αβασίμου στην ουσία του. Όμοια απορριπτέος, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ως αβάσιμος στην ουσία του τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος έφεσης των εναγόντων, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, εσφαλμένη αιτιολογία καθώς επίσης και ως στερούμενη νομικής βάσεως, εκ του λόγου ότι, κατά τον υπό κρίση (δεύτερο) λόγο έφεσης, εσφαλμένως υπ’ αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως), δεν εκτιμήθηκε ότι το αίτημα της αγωγής της πρώτης και δεύτερης των εναγόντων περί επιδίκασης (αναγνωριστικώς) του ισοπόσου σε ευρώ των αναφερομένων στο αίτημα της αγωγής δολλαρίων ΗΠΑ, περιέχει εμμέσως άλλως σιωπηρώς το νόμιμο έλασσον αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας του ευρώ και του δολαρίου ΗΠΑ σε προγενέστερο χρόνο, είτε αυτό της πρώτης συζήτησης, είτε αυτό της δαπάνης και απώλειας, αφήνοντας αδίκαστο τοιουτοτρόπως το εμμέσως άλλως σιωπηρός κατά τις ενάγουσες αγωγικό τους αίτημα, διότι, όπως προελέχθη, το ανωτέρω αίτημα της αγωγής με το οποίο οι εν λόγω (πρώτη και δεύτερη) ενάγουσες ζητούν να τους επιδικασθεί αναγνωριστικώς το ισότιμο σε ευρώ των ανωτέρω δολλαρίων ΗΠΑ κατά το χρόνο πληρωμής δεν είναι “μείζον” και δεν νοείται, ως εκ τούτου, ότι συμπεριλαμβάνεται σ` αυτό, ως “έλασσον”, το αίτημα, περί επιδικάσεως του αλλοδαπού νομίσματος με βάση την ισοτιμία του, με το ευρώ, κατά το χρόνο της απώλειας του εισοδήματος, καθώς επίσης όσον αφορά στη θετική τους ζημία που δεν αποκαταστάθηκε, με βάση την ισοτιμία του με το ευρώ κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Και τούτο, διότι, ενόψει της διακυμάνσεως της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού και του αλλοδαπού νομίσματος, η αξία του τελευταίου σε ευρώ μπορεί κατά το πρώτο χρονικό σημείο (απώλειας του εισοδήματος ή στην περίπτωση της θετικής ζημίας που κατά την αγωγή δεν έχει αποκατασταθεί τον χρόνο συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) να είναι όχι μόνο μεγαλύτερη αλλά και μικρότερη απ` ό,τι κατά το δεύτερο χρονικό σημείο (της πληρωμής), με συνέπεια, στην τελευταία περίπτωση, να μεταπίπτει το κρίσιμο αίτημα από “μείζον” σε “έλασσον”. Εκ του λόγου δε τούτου, ήτοι ενόψει του ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του αιτουμένου αλλοδαπού νομίσματος προς το ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής δεν αποτελεί το “μείζον”, ώστε να περιλαμβάνεται σ` αυτό, ως “έλασσον”, εκείνη του χρόνου επαγωγής της επικαλούμενης ζημίας ή σε περίπτωση μη αποκατασταθείσας θετικής ζημίας της συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του ο ίδιος (δεύτερος) λόγος έφεσης της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας καθό μέρος αυτές (πρώτη και δεύτερη των εναγόντων) ισχυρίζονται ότι εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως το ανωτέρω αίτημα της αγωγής τους, όπως δηλαδή αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει ως αποζημίωση στην πρώτη εξ αυτών «το ισόποσο σε ευρώ των 13.994.000 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο εξόφλησης» και στη δεύτερη ενάγουσα «το ισόποσο σε ευρώ των 12.844.000 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο εξόφλησης», απερρίφθη ως μη νόμιμο και όχι ως αόριστο [όμοια ΑΠ 497/2021 ο.π.]. Η πρώτη και δεύτερη των εναγόντων, με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, ισχυρίζονται ότι, η εκκαλουμένη απόφαση, εσφαλμένα και κατά πλημμελή εκτίμηση των ειδικών περιστάσεων της ένδικης διαφοράς, όπως αυτές εκτίθενται στην ένδικη έφεση, δεν εφάρμοσε, ως είχε δυνατότητα, το εδ. β του άρθρου 297 του ΑΚ, το οποίο εισάγει εξαίρεση από την αρχή της χρηματικής αποζημίωσης, διατάσσοντας την αυτούσια αποκατάσταση της ζημίας που η πρώτη και δεύτερη των εναγόντων υπέστησαν από την περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγομένης δια της επιδικάσεως του ισοτίμου της οφειλής σε ξένο νόμισμα κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής που στην πραγματικότητα είναι ο χρόνος πραγματικής πληρωμής, κατά τον υπό κρίση (τρίτο) λόγο έφεσης, ή κατά το χρόνο εξόφλησης, όπως αναφέρουν οι ίδιες ενάγουσες με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (σελ. 20), εφόσον, κατά τον ίδιο ισχυρισμό, η αποζημίωση, με τον τρόπο αυτό, δεν θα προσέκρουε στα συμφέροντά τους, κατά τη διάταξη του άρθρου 297 εδ.β ΑΚ, επικουρικώς δε, διότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν εξέτασε την ένδικη διαφορά με το πνεύμα της εύνοιας του δανειστή υπέρ του οποίου έχει τεθεί η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 297 ΑΚ, με συνέπεια, εφόσον η επιδίκαση χρηματικής αποζημίωσης ήταν επιζήμια γι’ αυτές (πρώτη και δεύτερη ενάγουσα) ως δικαιούχων αποζημίωσης για ειδικούς λόγους «η παραδοχή της αυτούσιας αποκατάστασης της ζημίας τους θα απέτρεπε την ανεπιεική λύση» (σχετικά σελ. 14 ένδικης έφεσης). Εν τούτοις και ο λόγος αυτός έφεσης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Τούτο διότι, η αποζημιωτική ενοχή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 297 εδ. β΄ ΑΚ, ώστε να δύναται να διαταχθεί από το δικάζον δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του δικαιούχου αυτής [αίτημα το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν υπεβλήθη στην προκειμένη υπόθεση], η επιδίκαση χρηματικής οφειλής ξένου νομίσματος ως αυτούσια αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, δηλαδή η επιδίκαση του ισότιμου της οφειλής του ξένου νομίσματος σε εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής ή κατά το χρόνο απώλειας εισοδήματος ή σε περίπτωση μη αποκατάστασης της ζημίας κατά τη συζήτηση της αγωγής, ή κατά το χρόνο εξόφλησης, όπως οι ενάγουσες αναφέρουν με τις έγγραφες προτάσεις τους (σελ. 20), εφόσον κατάσταση αποζημιωτικής ενοχής με αντικείμενο την οφειλή ξένου νομίσματος μεταξύ των διαδίκων δεν προϋπήρξε (για να είναι νοητή η αποκατάστασή της), ενώ, όπως προαναφέρθηκε, η χρηματική αποζημίωση είναι εξ αρχής καθοριστέα, αλλά και πάντοτε εκπληρωτέα, σε εθνικό νόμισμα [AΠ 343/2019 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Αποτέλεσμα της ειδικής αυτής ρύθμισης της αποζημίωσης είναι το, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και με οποιοδήποτε τρόπο, αμετάβλητο του διαφέροντος, όπως αυτό έχει νομοθετικά προκαθοριστεί, το οποίο επιτυγχάνεται με την εφαρμογή του διεθνώς αναγνωρισμένου μηχανισμού της ισοτιμίας μεταξύ των νομισμάτων των διαφόρων χωρών σε δεδομένο χρόνο (πρβλ. ΕφΠειρ 1565/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για τους ανωτέρω λόγους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης.

[IV] Οι ενάγοντες, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, πλήττουν το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, καθό μέρος με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού η ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 919, 914, 932 και 176 ΚΠολΔ, απορρίφθηκε ακολούθως ως αβάσιμη στην ουσία της, κατόπιν παραδοχής ως βάσιμης στην ουσία της της περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης των εναγόντων, ένστασης της εναγομένης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 937 ΑΚ και απόρριψης ως αβάσιμης στην ουσία της της περί διακοπής της παραγραφής αυτών, συνεπεία άσκησης προγενέστερων αγωγών, αντένστασης των εναγόντων, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου. Ειδικότερα, κατά τον υπό κρίση τέταρτο λόγο έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, έλαβε ως πραγματικό της περί παραγραφής ενστάσεως της εναγομένης, έτερα από τα προταθέντα υπό της εναγομένης πραγματικά περιστατικά, αφού η εναγομένη, με την περί παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων των εναγόντων ένστασή της, ισχυρίσθηκε ότι, παρήλθε πενταετία από τον μήνα Απρίλιο του έτους 2008 έως την 10.7.2013, όταν και ασκήθηκε η πρώτη αγωγή των εναγόντων σε βάρος της, πλην όμως η εκκαλουμένη απόφαση αφενός μεν εδέχθη έτερο και μάλιστα μεταγενέστερο από τον προταθέντα με τον περί παραγραφής ισχυρισμό της εναγομένης, χρόνο έναρξης της παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων των εναγόντων και δη τον μήνα Ιούνιο του έτους 2008, αφ’ ετέρου δε έλαβε υπόψη της το άρθρο 263 ΑΚ και το πέρας του προβλεπομένου στην εν λόγω διάταξη δικονομικού εξαμήνου, δεχόμενη ότι επήλθε η πενταετής παραγραφή. Με το σκέλος αυτό του τετάρτου λόγου έφεσης, οι ενάγοντες πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση, διότι έλαβε υπόψη της ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν υπό της εναγομένης. Παράλληλα, στα πλαίσια του ιδίου λόγου έφεσης, οι ενάγοντες πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση και εκ του λόγου ότι, κατά το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος αυτής περί της ουσιαστικής βασιμότητας της υπό της εναγομένης προβληθείσας ενστάσεως παραγραφής, έλαβε υπόψη της, αποδείξεις που δεν επικαλέσθηκε η εναγομένη και δη τις αγωγές που από το έτος 2013 έως της εγέρσεως της ένδικης αγωγής οι ενάγοντες ήγειραν κατ’ αυτής (εναγομένης). Κατά το τρίτος σκέλος του, με τον ίδιο λόγο έφεσης, οι ενάγοντες πλήττουν το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως και εκ του λόγου ότι αυτή (εκκαλουμένη απόφαση) εδέχθη ότι οι ένδικες απαιτήσεις τους υπάγονται στην πενταετή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 937 ΑΚ, παραγραφή, ενώ εάν εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις και εφάρμοζε ορθά την ανωτέρω διάταξη, έπρεπε να δεχθεί ότι οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων υπάγονται στην εικοσαετή παραγραφή από την τέλεση της ένδικης αδικοπραξίας, εκ του λόγου ότι, οι ενάγοντες δεν είχαν γνώση όλων των πραγματικών περιστατικών και δεν ηδύναντο, ενόψει τούτου, να ασκήσουν ορισμένη αγωγή σε βάρος της εναγομένης. Ειδικότερα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, αγνοούσαν πλήρως τις απρόβλεπτες και απροσδόκητες συνέπειες από τις παράνομες και υπαίτιες παραλείψεις και πράξεις της εναγομένης, διότι θεωρούσαν ότι θα καταφέρουν να αποπληρώσουν τις δανειακές υποχρεώσεις τους, αφού η εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου PRI ήταν απόλυτα επικερδής, Εν τούτοις, η εναγομένη ενεργούσα ως έχουσα θέσει ως σκοπό της την επιχειρηματική και οικονομική καταστροφή των εναγόντων, αρχικά αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει τη μετασκευή και ακολούθως να συναινέσει στην πώληση του πλοίου DI, ακολούθως δε κατήσχε το ανωτέρω πλοίο PRI και επέσπευσε την εκπλειστήριαση αυτού ένα χρόνο μετά και κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση δανείου, ενώ εγνώριζε ότι ήδη από την αρχή στόχος των εναγόντων ήταν η μετασκευή των πλοίων και η μετέπειτα πώληση αυτών με υψηλή κερδοφορία. Κατά το αφετήριο σημείο παραγραφής το οποίο η εναγομένη ανέφερε στην περί παραγραφής ένστασή της και δη την άρνησή της στη μετασκευή του ανωτέρω πλοίου DI, με τον υπό κρίση λόγο έφεσης οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, ουδεμία γνώση των συνεπειών αυτοί (ενάγοντες) είχαν, αλλά ούτε μπορούσαν να έχουν, καθώς ακολούθως θα προχωρούσαν στο εναλλακτικό σχέδιο της πώλησης αυτού, οπότε η μόνη ζημία τους θα ήταν η απώλεια της υπεραξίας του πλοίου από τη μη μετασκευή του. Η εναγομένη, εν τούτοις, πέραν της άρνησής της στη χρηματοδότηση της εν λόγω μετασκευής, προχώρησε ακολούθως σε έτι περαιτέρω αδικοπρακτικές ενέργειες και δη δεν συνήνεσε στην πώληση του ανωτέρω πλοίου, ακολούθως δε, προέβη στην καταγγελία της σύμβασης δανείου και στην κατάσχεση του πλοίου PRI, εξέδωσε διαταγή πληρωμής σε βάρος τους, η οποία έχει ήδη ακυρωθεί σε πρώτο βαθμό, αυτής δε επακολούθησαν η έγερση αγωγών, μηνύσεων αλλά και δικαστικών και εξωδίκων ενεργειών σε βάρος τους (εναγόντων) από τη ναυτιλιακή αγορά που δεν «προοιωνίζονταν». Κατά τους ενάγοντες, ακόμα και μετά την απώλεια του πλοίου DI, υπήρχε η εξασφάλιση της εναγομένης από το πλοίο PRI το οποίο ήταν κερδοφόρο και εκάλυπτε όχι μόνον τις προς αυτήν (εναγομένη) υποχρεώσεις, αλλά και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις που είχε (εξυπονοώντας έναντι τρίτων), αλλά και τις οφειλές από το πλοίο DI. Οι ενάγοντες στα πλαίσια του ιδίου λόγου έφεσης, ισχυρίζονται ότι, ακόμη και μετά την κατάσχεση του πλοίου PRI από την εναγομένη και πάλι ανέμεναν ότι η τελευταία θα αφήσει ελεύθερο το εν λόγω πλοίο «μετά από διαπραγματεύσεις», προκειμένου αυτό να συνεχίσει να αποφέρει κέρδη δια της μεταφοράς χημικών φορτίων και να αποπληρώσει τις οφειλές του. Δεν ανέμεναν ότι η εναγομένη θα άφηνε αυτό έμφορτο με τοξικό φορτίο επί ένα έτος, με αποτέλεσμα να απαξιωθεί πλήρως και να εκπλειστηριασθεί αντί εκπλειστηριάσματος που δεν ανταποκρίνονταν ούτε στο ελάχιστο στην αξία του. Οι ενάγοντες επικαλούμενοι περαιτέρω ότι η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης δεν αφορά άπαξ τελεσθείσα παράνομη και υπαίτια πράξη, αλλά περισσότερες επιμέρους παράνομες και υπαίτιες πράξεις, επικαλούμενοι μάλιστα διαρκή υπαίτια παράλειψη αυτής να προβεί σε άρση της αδικοπραξίας (παράνομης παράλειψης), καθώς επίσης ότι αυτοί (ενάγοντες) δεν ηδύναντο να διαγνώσουν τις συνέπειες που θα επέρχονταν σε κάποιο από τα επιμέρους χρονικά διαστήματα κατά τα οποία η εναγομένη αδικοπρακτούσε, ισχυρίζονται ότι δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση η πενταετής παραγραφή, αλλά η εικοσαετής τοιαύτη του άρθρου 937 εδ. β του ΑΚ. Κατά το τέταρτο σκέλος του ιδίου (τετάρτου) λόγου έφεσης, οι ενάγοντες πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση με την οποία έγινε δεκτός ο περί παραγραφής ισχυρισμός των ενδίκων αξιώσεών τους, που προέβαλε η εναγομένη, εκ του λόγου ότι αυτή (εναγομένη) δεν απέδειξε  ως όφειλε, προκειμένου να ισχύσει η διάταξη του άρθρου 937 εδ.α ΑΚ, ήτοι η περί πενταετούς διάρκειας παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων, ότι οι ενάγοντες – παθόντες εγνώριζαν σε ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο, ενόψει μάλιστα του ότι η εναγομένη δεν κατάφερε να αποκρούσει τον ισχυρισμό τους περί εικοσαετούς παραγραφής. Επί του λόγου αυτού εφέσεως, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:

[Α] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 του ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, (μόνο) κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια. Το Εφετείο επιλαμβανόμενο της διαφοράς εξετάζει εάν, κατ` ορθή εφαρμογή του νόμου, το κατώτερο δικαστήριο αποφάσισε προσηκόντως ή όχι, τηρώντας την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διαδικασία. Συνεπώς έχει ως προς την αγωγή (εισαγωγικό δικόγραφο), την αυτή όπως και εκείνο εξουσία, δυνάμενο και χωρίς υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει οίκοθεν το ορισμένο και το νόμω βάσιμο αυτής και να την απορρίψει αν ελλείπουν τα, κατά το νόμο, απαιτούμενα για την θεμελίωσή της. Έτσι, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονείται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι` αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 του κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 489/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 91/2019 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου).

[Β] Κατά το άρθρο 806 του Α.Κ. “με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας”. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, η σύμβαση δανείου, η οποία είναι ετεροβαρής, καταρτίζεται με τη μεταβίβαση της κυριότητος του δανείσματος στον οφειλέτη (re καταρτιζόμενη). Η διάταξη, όμως, αυτή δεν είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς με βάση την αρχή της ελευθερίας των συναλλαγών (άρθρο 361 ΑΚ) οι συμβαλλόμενοι μπορούν να καταρτίσουν το δάνειο με μόνη τη συναίνεσή τους (solo consensu), οπότε στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για σύμβαση υποσχετική δανείου (άρθρο 809 ΑΚ., ΑΠ 788/2023, ΑΠ 529/2022, ΑΠ 917/2020 άπασες δημοσιευθείσες στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Στα πλαίσια της εν λόγω συμβάσεως (υποσχετικής δανείου) γεννώνται υποχρεώσεις σε βάρος αμφοτέρων των συμβαλλομένων και δη σε βάρος μεν του δανείζοντος η υποχρέωση προς παροχή του δανείσματος, σε βάρος δε του δανειζομένου η υποχρέωση προς απόδοση αυτού, η οποία, όμως, τελεί υπό την αναβλητική (νομική) αίρεση της δόσεως τούτου υπό του δανείζοντος. Για να θεωρηθεί, όμως, καταρτισμένη η σύμβαση αυτή, ειδικότερα αν πρόκειται για σύμβαση μεταξύ τράπεζας και φυσικού ή νομικού προσώπου, πρέπει, εκτός από το ύψος του δανειζόμενου ποσού, να συμφωνηθεί ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής του (ποσού) από την τράπεζα, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται η χρήση της πίστωσης από τον πιστούχο (πράξεις παραχώρησης πίστωσης), ο τρόπος και ο χρόνος αποπληρωμής, το ύψος του οφειλομένου επιτοκίου και τα επιμέρους δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων (ΑΠ 917/2020, ο.π.). Ουδόλως αποκλείεται η πίστωση να έχει, ουσιαστικά, το χαρακτήρα σύμβασης πλαισίου, χωρίς να προβλέπονται συμφωνίες που αφορούν τις μορφές χορηγήσεων (κεφάλαιο κίνησης, πάγιες εγκαταστάσεις κλπ), το ύψος του επιτοκίου κλπ, οπότε τα στοιχεία αυτά καθορίζονται ακολούθως με πρόσθετες συμφωνίες (πράξεις), με δυνατότητα της τράπεζας, στην περίπτωση αυτή, να εγκρίνει ή να απορρίπτει τη σχετική αίτηση του πιστούχου ή, συνήθως, να εγκρίνει αυτή με τροποποιήσεις. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση πλαίσιο αποτελεί την αιτία επιμέρους πιστωτικών συμβάσεων, η δε έγκριση της τράπεζας αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο, καθόσον συνιστά απαραίτητο στοιχείο για την ολοκλήρωση της πρόσθετης πράξης, η οποία αποτελεί συμπλήρωμα της αρχικής σύμβασης που καλύπτει τη συγκεκριμένη χορήγηση. Κατά συνέπεια, οι ειδικότερες συμφωνίες που τίθενται σε αυτή από τους συμβαλλομένους είναι εκείνες που καθορίζουν, κατά τα λοιπά, το περιεχόμενο και τη μορφή της εν λόγω σύμβασης, καθώς και τον τρόπο και τον χρόνο καταβολής της πίστωσης από την τράπεζα, και, συνακόλουθα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις που αφορούν την επιλεγείσα συμβατική μορφή. Στο πλαίσιο αυτό, η πίστωση μπορεί να συνίσταται είτε στην παροχή αυτουσίων χρημάτων (δάνειο) ή την εξόφληση από την Τράπεζα υποχρεώσεων του πιστούχου προς τρίτους ή προς την ίδια την Τράπεζα (άμεση πίστωση) είτε στην εκ μέρους της τράπεζας παροχή ή διάθεση υπέρ του πιστούχου πίστης (έμμεση πίστωση), όπως είναι η παροχή από την τράπεζα εγγυήσεων ή εγγυοδοσιών υπέρ του πιστούχου προς τρίτους, η αποδοχή εκ μέρους της τράπεζας συναλλαγματικών εις διαταγήν του πιστούχου κλπ, με τις οποίες ενισχύεται η φερεγγυότητα αυτού έναντι των τρίτων (ΑΠ 917/2020 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου).

[Γ] Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι, προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: (α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), (β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, (γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, (δ) πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας, η οποία συντρέχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, η συμπεριφορά αυτή στον χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη, ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, ήτοι τη συναλλακτική ευθύτητα και εντιμότητα που επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Επίσης, για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης, που επιβάλλει την υποχρέωση να μην εξέρχεται κάποιος με τις πράξεις του από τα όρια που ορίζονται κάθε φορά από τα συναλλακτικά χρηστά ήθη. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης, ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της παραληφθείσας θετικής ενέργειας, η οποία (υποχρέωση) μπορεί να απορρέει από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη, τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και συναλλακτικές αντιλήψεις, από προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 και 919 ΑΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος από πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, υποχρεώνεται να τον αποζημιώσει. Η ανωτέρω διάταξη, κατά την οποία αποτελεί αυτοτελή αδικοπραξία και γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, όταν η εναντίον των χρηστών ηθών συμπεριφορά γίνεται από πρόθεση και προκαλεί ζημία, είναι συμπληρωματική της ΑΚ 914, επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη, όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή έννομα προστατευόμενου συμφέροντος, ούτε παραβίαση διάταξης νόμου, αλλά το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας. Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι οι εξής: 1. Συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος), που αντίκειται στα χρηστά ήθη, τέτοια δε συμπεριφορά υπάρχει, όταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, η συγκεκριμένη συμπεριφορά του δράστη αντίκειται στην κοινωνική ηθική και στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, πάνω στις οποίες στηρίζεται το θετικό δίκαιο. 2. Η συμπεριφορά να συνοδεύεται από πρόθεση, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, προξενήσεως ζημιάς, ήτοι δεν είναι απαραίτητο ο δράστης να προέβη στη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη με μόνο σκοπό τη ζημιά του άλλου, αλλ’ αρκεί να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατή η επέλευση ζημιάς στον άλλο και παρά ταύτα αυτός δεν θέλησε να αποστεί από αυτήν. 3. Να προκλήθηκε όντως ζημιά σε άλλον. 4. Να υπάρχει μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε, αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, υπό την έννοια, ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επελεύσεως της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, από μόνη της αντικειμενικά λαμβανόμενη, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, η επαρκή αιτία της ζημίας (ΑΠ 137/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, κύριο χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης αδικοπραξίας του 919 ΑΚ είναι η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική και εξετάζεται αντικειμενικά, σύμφωνα με την αντίληψη του υγιώς, κατά το δίκαιο και κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου ανθρώπου (Ολ.Α.Π. 10/1991), σε συνδυασμό με το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού, έστω και θεμιτού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων (ΟλΑΠ 396/1975). Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, η συμπεριφορά του δράστη, σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στην συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του ζημιωθέντος, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική, αναλογική σχέση. Επιπλέον, στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Περίπτωση που εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, είναι και εκείνη, κατά την οποία κάποιος, με πρόθεση και κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, ματαιώνει την ελπίδα ή την πιθανότητα άλλου για την απόκτηση δικαιώματος ή κάποιου αγαθού, ενώ δικαιούχος της αποζημιώσεως δεν είναι ο οποιοσδήποτε που ζημιώθηκε από την «από πρόθεση» ανήθικη συμπεριφορά του δράστη, αλλά μόνο εκείνος, έναντι ακριβώς του (ή και του) οποίου η συμπεριφορά του ζημιώσαντος αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο οποίος έτσι είναι και ο αμέσως ζημιωθείς. Έτσι, προκειμένου να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς, υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας), συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (ΟλΑΠ 398/75). Ωστόσο, η εφαρμογή της ΑΚ 919 δεν εμποδίζεται, όταν στην αγωγή η πρόκληση της ζημίας δεν χαρακτηρίζεται ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, αλλά για την κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ πληρότητα της σχετικής αγωγής πρέπει αυτή να περιέχει, κατά τρόπο σαφή, τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία καλύπτουν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αληθή υποτιθέμενα, καταφάσκουν προς το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ και συγκεκριμένα θα πρέπει στο αγωγικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται προς δικαστική κρίση η σχετική αξίωση, να αναφέρονται τα κίνητρα και ο σκοπός του υποκειμένου, τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού αυτού, καθώς και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς του (ΑΠ 1027/2021 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Σε συνάφεια προς τα ανωτέρω, η εκ μέρους τραπεζικού οργανισμού παραβίαση της υποχρέωσής αυτού, που απορρέει από σύμβαση υποσχετική δανείου, προς παροχή του αναγκαίου δανείσματος στο χρονικό διάστημα που είχε συμφωνηθεί, στοιχειοθετεί κατ’ αρχήν καταχρηστική συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη και, συνακόλουθα, αδικοπραξία, η οποία ιδρύει ευθύνη του τραπεζικού οργανισμού προς περιουσιακή αποζημίωση, καθώς και προς χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που προξένησε στον παθόντα η εν λόγω συμπεριφορά [ΑΠ 917/2020 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), με την προϋπόθεση ότι η υπόσχεση δανείου έχει προσλάβει συγκεκριμένο περιεχόμενο και δη έχει ορισθεί το ποσό του δανείου, ο χρόνος και τρόπος δανειοδότησης, ο χρόνος και τρόπο αποπληρωμής του δανείου και το ύψος του επιτοκίου [ΑΠ 878/2011, ΑΠ 1734/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

[Δ] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 197 ΑΚ «Κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη», κατά δε την αμέσως επομένη διάταξη του άρθρου 198 του ίδιου Κώδικα «Όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλον ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίσθηκε. Για την παραγραφή της αξίωσης αυτής εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη για την παραγραφή των απαιτήσεων από την αδικοπραξία». Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι, συμπεριφορά των μερών σύμφωνη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά την έννοια της πρώτης των παραπάνω διατάξεων είναι η επιβαλλόμενη στα μέρη συναλλακτική ευθύτητα κατά την αντίληψη του έμφρονος συναλλασσομένου, η τήρηση δηλαδή από τα μέρη των τρόπων ενέργειας που γενικώς ακολουθούνται στις εντίμως διεξαγόμενες συναλλαγές. Η σύμφωνη με το άρθρο 197 του ΑΚ συναλλακτική συμπεριφορά, πλέον των υποχρεώσεων α) διαφωτίσεως του άλλου μέρους για τους πραγματικούς και νομικούς όρους της σχεδιαζόμενης συμβάσεως και β) προστασίας του άλλου μέρους με τη δημιουργία συνθηκών ασφάλειάς του, καλύπτει και την υποχρέωση για σοβαρή και ταχεία προώθηση των διαπραγματεύσεων μέχρι την κατάρτιση έγκυρης συμβάσεως και για ταχεία αναγγελία της τυχόν αποφάσεως του ετέρου μέρους για διακοπή αυτών. Κατά τη γενικότερη αρχή της συμβατικής ελευθερίας και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 187 του ΑΚ που ορίζει ότι η πρόταση για τη σύναψη συμβάσεως αποσβήνεται αν αποκρούστηκε ή αν δεν έγινε αποδεκτή έγκαιρα, η διακοπή των διαπραγματεύσεων και η μη αποδοχή της προτάσεως προς κατάρτιση συμβάσεως, αποτελεί δικαίωμα του διαπραγματευόμενου μέρους. Αυθαίρετη δε και αδικαιολόγητη, δηλονότι χωρίς σπουδαίο λόγο ματαίωση της καταρτίσεως της συμβάσεως είναι, για το λόγο αυτό, αντίθετη στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη μόνο αν είχε επέλθει συμφωνία επί όλων των αφορώντων τη σύμβαση σημείων και απέμεινε η τήρηση του τύπου που απαιτείται από το νόμο ή τη συμφωνία των μερών ή σημειώθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση της αρνητικής απαντήσεως υπό συνθήκες που παρείχαν την εντύπωση στο άλλο μέρος ότι θα ακολουθούσε αποδοχή [ΑΠ 1100/2020, 1232/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Στην περίπτωση αυτή, ο υπαίτιος της ματαιώσεως της σύμβασης είναι υπόχρεος να αποζημιώσει τον άλλον, στον οποίο δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση περί βεβαίας συνάψεως της σύμβασης, με συνέπεια να πιστέψει ως επικείμενη την κατάρτισή της. Ως ζημία νοείται το καλούμενο αρνητικό της σύμβασης διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης, δηλ. η ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος, επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα είχε αποφύγει, αν από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση και όχι το διαφέρον εκπλήρωσης της σύμβασης, αφού τα μέρη δεν είχαν νομική υποχρέωση για τη σύναψή της. Αποκαθίσταται ιδίως η ζημία που αυτός υπέστη, διότι, πιστεύοντας δικαιολογημένα ότι επίκειται κατάρτιση της σύμβασης, υποβλήθηκε σε δαπάνες ή απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με τους αυτούς ή ευνοϊκότερους όρους. Η ζημία δε αυτή πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή την αντίθετη συμπεριφορά του άλλου προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και η υπαίτια συμπεριφορά που προκάλεσε τη ζημία να εκδηλώνεται κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων [ΑΠ 1100/2020, ο.π.]. Ωστόσο, κατά την κρατούσα άποψη, η έννοια της ζημίας στο πλαίσιο της προσυμβατικής ευθύνης δεν καταλαμβάνει την ηθική βλάβη, η οποία δεν αποκαθίσταται (ΑΠ 211/1980 ΝοΒ 28 1483, ΕφΔωδ 30/2004 δημοσιευθείσα εις Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών « ΝΟΜΟΣ », ΕφΠειρ 1219/2000 ΠειρΝ 2001 86, Μ. Καράσης, Η προσυμβατική ευθύνη κατ’ ΑΚ 197 – 198 ΧρΙδΔ 2005 769 – contra και ορθώς ΕφΠατρ 988/2004 ΑχΝομ 2005 23, Γ. Κουμάντος, εις ΕρμΑΚ 197 – 198 αριθ. 84). Η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις διαφοροποιείται από την αδικοπρακτική ευθύνη (άρθρα 914 επ., 919 ΑΚ), πλην όμως δεν αποκλείεται συρροή αυτών, εάν ένα από τα μέρη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων επιδείξει συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, τότε παραλλήλως προς την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, θεμελιώνεται κατ’ αυτού και αξίωση από αδικοπραξία, εφ’ όσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις των άρθρων 914 επ. και 919 ΑΚ (ΟλΑΠ 10/1991 ΑρχΝ 1991 652, ΑΠ 223/2016, ΑΠ 1435/2015, ΑΠ 1302/2010 δημοσιευθείσες εις Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών « ΝΟΜΟΣ »).

[Ε] Από τη διάταξη του άρθρου 177 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι “Δικαιοπραξία που περιορίζει την εξουσία διάθεσης απαλλοτριωτού δικαιώματος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει κάτι άλλο, έχει ενοχική μόνο ενέργεια και δεν επιδρά στο κύρος της διάθεσης”, προκύπτει ότι, είναι δυνατό να ταχθεί από την ιδιωτική βούληση, δηλαδή με σύμβαση ή με μονομερή δήλωση βούλησης, απαγόρευση διάθεσης για οποιοδήποτε δικαίωμα δεκτικό απαλλοτριώσεως, όπως είναι η κυριότητα επί ακινήτου πράγματος. Η απαγόρευση αυτή έχει, κατ` αρχήν, ενοχική μόνο ενέργεια και θεμελιώνει, στην περίπτωση της παράβασης του σχετικού όρου, αγωγή του δανειστή της αξίωσης για παράλειψη της διάθεσης για παροχή σ` αυτόν του διαφέροντος, αλλά δεν επιδρά στο κύρος της διάθεσης και αν ακόμη ο τρίτος γνώριζε την απαγόρευση (ΑΠ 494/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παράλληλα, η παρά την απαγόρευση γενομένη διάθεση, εφ` όσον δεν συντρέχει έτερος λόγος ακυρότητας, είναι ισχυρή ακόμη και εάν ο τρίτος αποκτήσας τελούσε σε γνώση της απαγορεύσεως. Ο εκ της απαγορεύσεως όμως έχων συμφέρον δικαιούται να απαίτηση αποζημίωση κατά του αθετήσαντος την υπόσχεσή του, ενώ ο εν γνώσει της εκποιήσεως αποκτών τρίτος ευθύνεται, συντρεχόντων των όρων του άρθρου 919 ΑΚ. Επομένως, όρος σε σύμβαση δανείου με τον οποίο ο δανειολήπτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μη μεταβιβάσει σε τρίτο πρόσωπο οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο χωρίς τη συναίνεση του δανειστή, για όσο χρονικό διάστημα αυτός (δανειστής) διατηρεί χρηματικές αξιώσεις εναντίον του, είναι προφανές ότι λειτουργεί εξασφαλιστικά υπέρ του δανειστή, έχει δηλαδή την έννοια ότι εάν ο οφειλέτης δεν του καταβάλει το χρέος του, θα μπορέσει – με την προϋπόθεση ότι θα ακολου­θήσει τη νόμιμη διαδικασία (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ σε συνδυ­ασμό με 175, 176 και 177 ΑΚ) – να κατάσχει περιουσιακά του στοιχεία, τα οποία θα καθίσταντο ακατάσχετα στην περίπτωση που ο οφειλέτης τα μεταβίβαζε σε τρίτους [ΕφΚρ 37/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

[ΣΤ] Η υποσχετική επιστολή αποτελεί εμπορικό χρεωστικό ομόλογο, το οποίο εκδίδεται από έμπορο και περιέχει υπόσχεση προς τον λήπτη για την παροχή χρημάτων, χρεογράφων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων. Το χρεωστικό ομόλογο συνιστά αφηρημένη υπόσχεση χρέους [Ευα. Περάκης/Νικ. Ρόκας, Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου – Αξιόγραφα, εκδ. 2η, σελ. 441].               [Ζ] Με τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ κατά την οποία «με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή», αποδίδεται η έννοια της εγγυήσεως, περιεχόμενο της οποίας είναι η ανάληψη από τον εγγυητή της υποχρεώσεως απέναντι στο δανειστή να εκπληρώσει την παροχή του πρωτοφειλέτη, αν δεν το πράξει ο τελευταίος. Η εγγύηση είναι σύμβαση συναινετική, ετεροβαρής και έχει, κατά βάση, επικουρικό χαρακτήρα [ΑΠ 243/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].                [Η] Με την διάταξη του άρθρου 940 ΚΠολΔ, ορίζονται τα εξής:” Αν εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί απόφαση που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, και εκτελέστηκε, εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση, έχει δικαίωμα, εκτός από την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 914, να ζητήσει από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημίες που προξενήθηκαν από την εκτέλεση, μόνον αν αυτός ήξερε ή αγνοούσε από βαριά του αμέλεια ότι το δικαίωμα δεν υπήρχε. (§1). Αν εξαφανιστεί, ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου, τελεσίδικη απόφαση που εκτελέστηκε, εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση, έχει δικαίωμα, εκτός από την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 914, να ζητήσει από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημίες που προήλθαν από την εκτέλεση, μόνο αν αυτός είχε δόλο ως προς τη μη ύπαρξη του δικαιώματος. (§2). Αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Αστικού Κώδικα. (§3)”. Κατά την αληθή, έννοια της διατάξεως του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, ερμηνευόμενη και υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης και παροχής ουσιαστικής έννομης προστασίας και των ταυτόσημων διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3, 5 παρ. 1 και 2 και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (κυρ. ν. 2462/1997), οι διατάξεις των οποίων κατοχυρώνουν, ταυτόσημα με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, δικαιώματα για πρόσβαση στα δικαστήρια και δίκαιη δίκη, αλλά και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται η έγερση, και πέραν της παρεχομένης από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ αξίωσης αποζημίωσης, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξ αιτίας άδικης εκτέλεσης και η παρεμπίπτουσα κρίση κατά τη σχετική τακτική δίκη περί ακυρότητας οποιασδήποτε πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, εναντίον της οποίας δεν ασκήθηκε ανακοπή, προκειμένου να θεμελιωθεί το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα αποζημίωσης του καθ’ ου η εκτέλεση [ΑΠ 2044/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1329/2014 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου].

[Ι] Εν προκειμένω υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά, η τρίτη και ο τέταρτος των εναγόντων, δυνάμει συμβάσεων εγγυήσεως που κατήρτισαν με την εναγομένη τραπεζική εταιρεία, ανέλαβαν έναντι της τελευταίας την υποχρέωση να εξοφλήσουν το, από 8.11.2006, δάνειο των ανωτέρω δανειοληπτριών εταιρειών, στην περίπτωση κατά την οποία αυτές (δανειολήπτριες εταιρείες) δεν το πράξουν. Περαιτέρω, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνεπεία και της εκπλειστηριάσεως του πλοίου PRI πλοιοκτησίας της δεύτερης ενάγουσας, η τρίτη των εναγόντων διαχειρίστρια των πλοίων της πρώτης και δεύτερης των εναγουσών, δεν είχε πλέον υπό τη διαχείρισή της πλοία, γεγονός που την οδήγησε σε διακοπή των δραστηριοτήτων της, κατόπιν ανάκλησης της αδείας της, από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές. Ακολούθως, οι εν λόγω (τρίτη και τέταρτος) των εναγόντων, αναφέρουν με την ένδικη αγωγή τους ότι, κατόπιν αυτών οδηγήθηκαν σε οικονομική «κατάρρευση», με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις πάσης φύσεως υποχρεώσεις τους έναντι τρίτων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εγερθούν σε βάρος τους αγωγές και να εκδοθούν σε βάρος τους διαταγές πληρωμής και δικαστικές αποφάσεις από τρίτους. Μέρος αυτής της ζημίας τους και δη το ποσό των ευρώ 831.212,07 εκ της συνολικά, κατά την αγωγή, ανερχόμενης στο ποσό των ευρώ 891.212,07, αξιώνουν οι εν λόγω (τρίτη και τέταρτος) ενάγοντες όπως αναγνωρισθεί ότι τους οφείλει η εναγομένη, διότι οι ίδιοι αναφέρουν ότι το ανωτέρω ποσό αποτελεί το ποσό για το οποίο έκαστος εξ αυτών (τρίτη και τέταρτο των εναγόντων) έχει εναχθεί από τρίτους πιστωτές τους ή κατά περίπτωση για το οποίο τρίτοι πιστωτές τους έχουν εκδώσει διαταγές πληρωμής και δικαστικές αποφάσεις σε βάρος τους, αναφέροντας ενδεικτικά στην αγωγή τους, σε βάρος τους εγερθείσες αγωγές και σε βάρος τους εκδοθείσες διαταγές πληρωμής και δικαστικές αποφάσεις, ως ανωτέρω αναλύεται. Μάλιστα, επικαλούμενοι την, εκ του λόγου τούτου, οικονομική τους αδυναμία να ανταποκριθούν στις έναντι τρίτων υποχρεώσεις τους και την εκ του λόγου τούτου τρώση της φήμης τους στην αγορά, αξιώνουν όπως αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει, εις έναν έκαστον εξ αυτών, το ποσό των 140.000 ευρώ, ως χρηματική τους ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν. Υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή επομένως ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η τρίτη και ο τέταρτος των εναγόντων, συνδέουν την επέλευση της οικονομικής τους αδυναμίας να ανταποκριθούν στις προς τρίτους υποχρεώσεις τους, όχι στην αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης έναντι αυτών (τρίτης και τετάρτου των εναγόντων) κατά τη λειτουργία της συμβάσεως εγγυήσεως ή στην επίσπευση σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης από την εναγομένη τραπεζική εταιρεία υπό την ιδιότητά τους ως εγγυητών του από 8.11.2006 ενδίκου δανείου της πρώτης και δεύτερης των εναγόντων και τη συνεπεία της αναγκαστικής σε βάρος τους εκτέλεσης περιέλευση αυτών σε οικονομική αδυναμία, αλλά στην παύση της διαχείρισης των πλοίων των δύο πρώτων εναγουσών εταιρειών, από την πρώτη ενάγουσα, συνεπεία της αναγκαστικής εκποίησης των πλοίων αυτών, λόγω της επικαλούμενης στην αγωγή παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης. Εν τούτοις, και υπό την εκδοχή ότι αυτοί πράγματι υπέστησαν ζημία από τη διακοπή της διαχείρισης των πλοίων των δύο πρώτων εναγουσών εταιρειών, από την τρίτη ενάγουσα διαχειρίστρια εταιρεία [κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή και ιδίως εκ της φράσεως «… η κατάρρευση στην οποία οδηγηθήκαμε είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία μας να ανταποκριθούμε στις πάσης φύσεως υποχρεώσεις μας και στην άσκηση σωρείας αγωγών και μηνύσεων σε βάρος μας…» οι εν λόγω απαιτήσεις των τρίτων σε βάρος τους προϋπήρχαν της παύσεως της διαχείρισης των ανωτέρω πλοίων υπό της τρίτης των εναγόντων με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να μην επικαλούνται ουσιαστικά μείωση της περιουσίας τους συνεπεία της συμπεριφοράς της εναγομένης] εφόσον οι εν λόγω (τρίτη και τέταρτος) των εναγόντων δεν επικαλούνται ότι η εναγομένη είχε με οιονδήποτε τρόπο συμβατικά αναλάβει την υποχρέωση, έναντι αυτών (τρίτης και τετάρτου των εναγόντων), όπως αυτοί θα έχουν σε κάθε περίπτωση τη διαχείριση των ανωτέρω πλοίων, οι εν λόγω τρίτη και τέταρτος των εναγόντων, τυγχάνουν έμμεσα ζημιωθέντες της επικαλούμενης στην αγωγή συμπεριφοράς της εναγομένης σε βάρος της πρώτης και δεύτερης των εναγόντων, διότι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ζημία που επικαλούνται ότι υπέστησαν εμφανίζεται ως συνέπεια όχι της ζημιογόνου συμπεριφοράς της εναγομένης σε βάρος τους, αλλά ως συνέπεια της ζημίας που προκάλεσαν τα ζημιογόνα, κατά την αγωγή, γεγονότα σε βάρος της πρώτης και δεύτερης των εναγόντων, τρίτα πρόσωπα – θύματα (άμεσα ζημιωθέντα), οι οποίες ήσαν πλοιοκτήτριες των εν λόγω πλοίων. Πρόκειται δηλαδή για αντανακλαστικές συνέπειες της ζημίας της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας, οι οποίες στερήθηκαν τα πλοία τους και εκ του λόγου τούτου έπαυσε η σύμβαση διαχείρισης των πλοίων τους με την τρίτη των εναγόντων. Κατά συνέπεια, φέροντες οι εν λόγω τρίτη και τέταρτη των εναγόντων την ιδιότητα του εμμέσως ζημιωθέντος, δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά προς έγερση της ένδικης αγωγής αποκατάστασης της επικαλούμενης ζημίας τους [ΑΠ 656/2019 Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία αφού δέχθηκε την ενεργητική νομιμοποίηση της τρίτης και του τετάρτου των εναγόντων προς έγερση της ένδικης αγωγής, ακολούθως απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως αβάσιμη στην ουσία της, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της τρίτης και του τετάρτου των εναγόντων. Κατόπιν αυτών, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, εφόσον οι τρίτη και τέταρτος των εκκαλούντων – εναγόντων, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής τους διαμαρτύρονται για την ουσιαστική απόρριψη της αγωγής τους, πρέπει, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως την ενεργητική νομιμοποίηση της τρίτης και του τετάρτου των εναγόντων προς έγερση της ένδικης αγωγής, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο, κρατήσει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να απορρίψει την ένδικη αγωγή όσον αφορά στην τρίτη και τέταρτο των εναγόντων, ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης αυτών (της πρώτης και τρίτου των εναγόντων), δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τους ανωτέρω τρίτη και τέταρτο των εκκαλούντων από την εκκληθείσα.

Περαιτέρω, [ΙΙ] η πρώτη και η δεύτερη των εναγόντων, με την ένδικη αγωγή τους και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, επικαλούμενες την περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγομένης, ισχυρίζονται ότι, αυτή η συμπεριφορά, η οποία οδήγησε στην αναγκαστική εκποίηση των πλοίων τους, τυγχάνει παράνομη και υπαίτια και [πέραν της αποζημιώσεως που αξίωσαν όπως τους επιδικασθεί αναγνωριστικώς, αίτημα το οποίο ορθώς απερρίφθη ως μη νόμιμο υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, όπως αναλύεται ειδικότερα ανωτέρω] είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική τους αδυναμία να εξυπηρετήσουν τις, προς τρίτους, υποχρεώσεις τους. Συνεπεία τούτου, εμφανίσθηκαν έναντι τρίτων ως οικονομικά αφερέγγυες και τοιουτοτρόπως επλήγη η φήμη τους στην αγορά, με αποτέλεσμα να υποστούν ηθική βλάβη, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας αξιώνουν όπως τους επιδικασθεί (αναγνωριστικώς) στο ποσό των 140.000 ευρώ. Προς θεμελίωση της εν λόγω απαιτήσεώς τους, με την ένδικη αγωγή τους, όπως η ιστορική βάση της ένδικης αγωγής οριοθετείται με την επέλευση της εκκρεμοδικίας και δεν επιτρέπεται έκτοτε η μεταβολή της με τη προσθήκη σε άλλο δικόγραφο της πρώτης ή μεταγενεστέρων συζητήσεων νέων πραγματικών περιστατικών (άρθρα 221 και 224 ΚΠολΔ), οι εναγόμενες επικαλούνται διάφορες επιμέρους συμπεριφορές της εναγομένης που κατά την αγωγή τυγχάνουν συμπεριφορές παράνομες και υπαίτιες και οι οποίες οδήγησαν στην οικονομική τους αδυναμία. Συγκεκριμένα:

[α] Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, οι εν λόγω ενάγουσες, ισχυρίζονται κατά πρώτον ότι, μεταξύ των ανωτέρω δανειοληπτριών εταιρειών και της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, την 8.11.2006 καταρτίσθηκε μία σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας η εναγομένη ανέλαβε να τους χορηγήσει και πράγματι τους χορήγησε, κατά τα συμφωνηθέντα, δάνειο, ύψους 16.628.750 δολ. ΗΠΑ, προκειμένου, αφενός μεν να χρηματοδοτηθεί η αγορά από την δεύτερη ενάγουσα του ανωτέρω πλοίου της, αφ’ ετέρου δε να αναχρηματοδοτηθούν προγενέστερες οφειλές της πρώτης ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την …………. προς την εναγομένη. Επιπροσθέτως, πλέον της ανωτέρω συμβάσεως δανείου, δια της αναφοράς στη σελίδα 3 της ένδικης αγωγής «… Το ίδιο επρόκειτο και είχε συμφωνηθεί κατ’ αρχήν με την αντίδικο να γίνει και με το αδελφό πλοίο του INI, το DI, δηλαδή να μας δοθεί κάποιο κεφάλαιο κίνησης σε χρόνο που θα κρίνονταν κατάλληλος, ώστε να μετασκευάσουμε και το πλοίο DI  σε διπλού τοιχώματος από μονό, σε Ναυπηγείο της Κίνας, και εν συνεχεία να το πουλήσουμε με αντίστοιχο μεγάλο κέρδος όπως έγινε και με το πλοίο INI. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που η Τράπεζα Πειραιώς χρηματοδότησε αρχικώς το επιχειρηματικό μας σχέδιο, διότι εκτός από την πορεία της ναυλαγοράς και τα έσοδα από τη ναύλωση των πλοίων μας, επειδή είχαμε τεχνογνωσία, μπορούσαμε ένα δεξαμενόπλοιο μονού τοιχώματος να το μετασκευάσουμε σε διπλού και να κερδίσουμε την υπεραξία στην τιμή πώλησης. Έτσι θα αποπληρωνόταν ευχερώς η αντίδικος….», ισχυρίσθηκαν ότι, μεταξύ των ανωτέρω δανειοληπτριών εταιρειών και της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας [πέραν της ανωτέρω συμβάσεως δανείου του ποσού των 16.628.750 δολ. ΗΠΑ], συμφωνήθηκε ότι, η εναγομένη τραπεζική εταιρεία, προκειμένου και για την υποστήριξη των επιχειρηματικών σχεδίων των δανειοληπτριών εταιρειών, αλλά και προκειμένου να εξοφληθεί ευχερώς το ανωτέρω από 8.11.2006 χορηγηθέν υπ’ αυτής, στις ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρίες, δάνειο, αυτή (εναγομένη) είχε αναλάβει, «σε χρόνο που θα κρίνονταν κατάλληλος», να χρηματοδοτήσει τη μετασκευή του ανωτέρω πλοίου DI, πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας. Παρά ταύτα, όπως οι ίδιες περαιτέρω ισχυρίζονται, όταν ο τέταρτος ενάγων, εζήτησε από την εναγομένη, περί τα μέσα του μηνός Απριλίου 2008 να του χορηγήσει κεφάλαιο κίνησης εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 1.500.000 για τη μετασκευή του ανωτέρω πλοίου DI, αυτή αρνήθηκε, παρά το γεγονός ότι (α) το κέρδος και των δύο πλευρών θα ήταν εξασφαλισμένο, (β) αυτή (εναγομένη) είχε χορηγήσει προηγούμενα και δη την 10.4.2007 σχετικό δάνειο, ποσού 1.500.000 δολ. ΗΠΑ, για τη μετασκευή του πλοίου INI, πλοιοκτησίας της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη δανειολήπτριας εταιρείας με την επωνυμία …….., το οποίο με τη δική της συγκατάθεση επωλήθη σε τρίτους και (γ) οι ενάγοντες δεν ηδύναντο να καλύψουν μια τέτοια δαπάνη με ίδια μέσα, διότι, ακολουθώντας οδηγίες της εναγομένης, όλο το τίμημα από την πώληση του πλοίου INI [το οποίο είχαν ήδη αποφασίσει ότι θα πωληθεί σε τρίτους όπως και πράγματι επωλήθη ακολούθως την 9.5.2008], θα διετίθετο προς εξόφληση του από 10.4.2007 δανείου, προς μερική εξόφληση του από 8.11.2006 δανείου και το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος προς εξόφληση προμηθευτών και πιστωτών των τριών δανειοληπτριών εταιρειών, κατ’ απαίτηση της εναγομένης (σελ. 6 ένδικης αγωγής). Εν τούτοις, και αληθή υποτιθέμενα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά όπως αυτά εκτίθενται στην ένδικη αγωγή, εφόσον η εναγομένη δεν είχε συμβατικά αναλάβει δυνάμει υποσχετικής συμβάσεως δανείου την υποχρέωση χορήγησης του εν λόγω δανείου μετασκευής του ανωτέρω πλοίου, έναντι της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται στην ένδικη αγωγή, κατά τα εκτθέμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας ότι, ήδη από την 8.11.2006, οπότε υπεγράφη η ανωτέρω σύμβαση δανείου και πάντως έως της αρνήσεως της εναγομένης να χορηγήσει το εν λόγω δάνειο, είχε συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πρώτων εναγουσών – δανειοληπτριών εταιρειών και της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας το ύψος του δανειζόμενου ποσού που η τελευταία (εναγομένη) θα κατέβαλε στην πρώτη ενάγουσα για τη μετασκευή του ανωτέρω πλοίου της, αντίθετα κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή (σελ. 3-4), από την αρχή οι ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρείες και η εναγομένη τραπεζική εταιρεία είχαν συμφωνήσει ότι η τελευταία (εναγομένη) θα χορηγούσε στις ανωτέρω εταιρείες «κάποιο κεφάλαιο κίνησης», το ποσό δε των δολ. ΗΠΑ 1.500.000 κατά την αγωγή (σελ. 6) εζήτησε από την εναγομένη, προκειμένου και για την εν λόγω επισκευή, ο τέταρτος ενάγων, όπως επίσης δεν είχε συμφωνηθεί ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής του ποσού του δανείου από την εναγομένη σε αυτήν (πρώτη ενάγουσα), εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ότι τούτο θα χορηγούσε η εναγομένη «σε χρόνο που θα κρίνονταν κατάλληλος» (σελ. 4 της ένδικης αγωγής), όπως επίσης δεν είχε συμφωνηθεί ο τρόπος και ο χρόνος αποπληρωμής του εν λόγω δανείου, το ύψος του οφειλομένου επιτοκίου και τα επιμέρους δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων από την εν λόγω δανειοδότηση. Κατά τα εκτιθέμενα επομένως στην αγωγή και παρά την αναφορά στη σελίδα 15 της ένδικης αγωγής «… Όμως η επίλυση αυτών ήταν ορατή με μία δοκιμασμένη λύση: Την πώληση του πλοίου DI, ακολουθώντας την πεπατημένη που είχε δοκιμαστεί στο έτερο πλοίο που είχε χρηματοδοτηθεί κάτω από την ίδια ένδικη σύμβαση…», η εναγομένη δεν είχε αναλάβει συμβατικά την υποχρέωση καταβολής δανείου για την εν λόγω μετασκευή. Περαιτέρω, ενόψει του ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 361 ΑΚ, για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, στην περίπτωση που ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κάθε πρόσωπο, που έχει την ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας, έχει την εξουσία, με τη μορφή της φυσικής ευχέρειας, να συνάπτει ενοχικές, εμπράγματες ή άλλου είδους συμβάσεις με τρίτους ή να μη συνάπτει τέτοιες συμβάσεις ή και να αποκρούει τη σύναψή τους. Η εξουσία αυτή αποτελεί έκφανση του, κατ` άρθρο 5 παρ. 1, του Συντάγματος, ατομικού δικαιώματος ανάπτυξης της προσωπικότητας με ελεύθερη επαγγελματική και κοινωνική δράση και από τη φύση της δεν υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, το οποίο άρθρο προϋποθέτει άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος που παρέχεται στο δικαιούχο από θετική διάταξη του δικαίου και αποσκοπεί στην προστασία του ιδιωτικού του συμφέροντος (ΑΠ 167/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η απόκρουση της πρότασης προς κατάρτιση σύμβασης ως συμπεριφορά, δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, η άρνηση της εναγομένης να συναινέσει στη δανειοδότηση των δανειοληπτριών, της από 8.11.2006 δανειακής σύμβασης, εταιρειών, προκειμένου η πρώτη ενάγουσα να προβεί στη μετασκευή του πλοίου της, αποτελούσε φυσική ευχέρεια αυτής (εναγομένης). Μάλιστα, κατά την αγωγή, όταν ο τέταρτος των εναγόντων εζήτησε τη χορήγηση του εν λόγω δανείου η εναγομένη αρνήθηκε τη χορήγηση αυτού, καμία δε αναφορά στην ένδικη αγωγή δεν γίνεται σε προφορικές διαβεβαιώσεις της εναγομένης έναντι της πρώτης και δεύτερης των εναγόντων ότι θα τους χορηγήσει σχετικό δάνειο για τη μετασκευή του ανωτέρω πλοίου. Τέτοια αναφορά, απαραδέκτως (άρθρο 224 ΚΠολΔ) για πρώτη φορά γίνεται στην προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσαν οι ενάγοντες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 23), οπότε για πρώτη φορά ισχυρίσθηκαν «… καθώς επίσης ως προς τις αρχικές προφορικές διαβεβαιώσεις από την αντίδικο ότι δήθεν, θα μας χορηγούσε τη χρηματοδότηση για τη μετασκευή του DI …». Ως εκ τούτου, η άρνηση της εναγομένης να καταρτίσει την, υπό των πρώτης και δεύτερης των εναγόντων, αιτούμενη σύμβαση δανείου, δεν εμπίπτει στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ και κατά συνέπεια δεν συνιστά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, κατά τους ορισμούς του άρθρου 914 ΑΚ. Περαιτέρω, υπό τις εκτιθέμενες στην αγωγή περιστάσεις, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης και δη η άσκηση της φυσικής της ευχέρειας μη κατάρτισης συμβάσεως δανείου μετασκευής του πλοίου της πρώτης ενάγουσας, δεν τυγχάνει ούτε αντίθετη στα χρηστά ήθη, δηλαδή αντίθετη στις αντιλήψεις του, κατά τη γενική αντίληψη, χρηστώς και με φρόνηση σκεπτομένου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, η οποία μάλιστα θα μπορούσε να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και συνεπώς πρόσφορη αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, την οικονομική «κατάρρευση» κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς της πρώτης και δεύτερης των εναγουσών, ενόψει και των αναφερομένων στην αγωγή ακολούθως πραγματικών περιστατικών και δη την κατάσχεση και την απαγόρευση απόπλου του πλοίου της πρώτης ενάγουσας και ακολούθως την κατάσχεση του ναύλου του πλοίου της δεύτερης ενάγουσας. Σε διαφορετική κρίση δεν δύνανται να οδηγήσουν οι αναφορές των εναγόντων στην αγωγή τους ότι (α) η εναγομένη προηγούμενα και δη την 10.4.2007, είχε χορηγήσει δάνειο στις ενάγουσες δανειολήπτριες εταιρείες, καθώς και στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία ……………, για τη μετασκευή του πλοίου INI, πλοιοκτησίας της τελευταίας ως άνω εταιρείας …………, (β) το κέρδος και των δύο πλευρών θα ήταν εξασφαλισμένο και (γ) οι ενάγοντες, δεν ηδύναντο να καλύψουν μια τέτοια δαπάνη με ίδια μέσα, διότι κατά πρόταση (σελ. 7 ένδικης αγωγής) άλλως κατ’ απαίτηση (σελ.6 ένδικης αγωγής) της εναγομένης, όλο το τίμημα από την πώληση του πλοίου INI, θα διέθετε η πλοικτήτρια αυτού εταιρεία κατά ένα μέρος για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων των ανωτέρω δανειοληπτριών εταιρειών έναντι της εναγομένης και κατά τα λοιπά για την εξόφληση οφειλών των τριών δανειοληπτριών εταιρειών έναντι τρίτων πιστωτών τους, εφόσον η πρώτη και η δεύτερη των εναγόντων δεν αναφέρουν ότι αποδέχθηκαν τις προτάσεις, άλλως απαιτήσεις της εναγομένης και διέθεσαν το ανωτέρω τίμημα, ως ανωτέρω, εκ του λόγου ότι αυτή (εναγομένη) τους είχε υποσχεθεί ότι εφόσον ενεργήσουν κατά τις απαιτήσεις της αυτή θα τους χορηγούσε σχετικό δάνειο μετασκευής και του πλοίου της πρώτης ενάγουσας. Η άρνηση της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, να προβεί σε κατάρτιση νέας σύμβασης δανείου με τις ανωτέρω δανειολήπτριες εταιρείες, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστά συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας ως παρέχουσα υπηρεσίες, όπως οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν με την προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 23) εφόσον εν προκειμένω, η άρνηση της εναγομένης να χορηγήσει δάνειο για τη μετασκευή του ανωτέρω πλοίου της πρώτης ενάγουσας τυγχάνει άρνηση προς κατάρτιση δικαιοπραξίας και όχι παραβίαση υποχρεώσεων πρόνοιας και ασφάλειας στα πλαίσια καταρτισθείσας σύμβασης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω ενάγουσες, προκειμένου να θεμελιώσουν παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, απαραδέκτως, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ανέφεραν για πρώτη φορά ότι, η εναγομένη είχε «μονοπωλιακή και εξουσιαστική θέση» έναντι αυτών και δη ανέφεραν «… εκμεταλλευόμενη τη μονοπωλιακή και εξουσιαστική θέση της απέναντί μας, αρνήθηκε να συμπράξει εκ νέου σε δοκιμασμένη πρακτική που είχε ακολουθηθεί με τη χρηματοδότηση, μετασκευή και πώληση του πλοίου INI…», επανέλαβε δε τον εν λόγω ισχυρισμό απαραδέκτως (άρθρο 224 ΚΠολΔ) και με την ένδικη έφεσή της (σελ. 12).  Επομένως, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η άρνηση της εναγομένης να χορηγήσει δάνειο για τη μετασκευή του πλοίου της πρώτης ενάγουσας, δεν αποτελεί παράνομη συμπεριφορά, εφόσον στη χορήγηση του εν λόγω δανείου η εναγομένη  δεν υποχρεούτο ούτε από το νόμο, ούτε από δικαιοπραξία, ούτε από την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, αλλά ούτε από προηγούμενη συμπεριφορά της ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 και 919 ΑΚ. Κατά συνέπεια, η ένδικη αγωγή όσον αφορά στην πρώτη και δεύτερη των εναγόντων, δανειολήπτριες εταιρείες, καθό μέρος αυτές επιχειρούν να θεμελιώσουν την αξίωσή τους προς χρηματική ικανοποίηση, συνεπεία της τρώσης της φήμης τους στην αγορά λόγω της αδυναμίας τους να εξοφλήσουν τις προς τρίτους υποχρεώσεις τους, συνεπεία της οικονομικής τους αδυναμίας, μετά την αναγκαστική εκποίηση των πλοίων τους, τυγχάνει μη νόμιμη καθό μέρος αυτές (πρώτη και δεύτερη ενάγουσα) επικαλούνται ότι η εναγομένη ενήργησε παράνομα και υπαίτια αρνούμενη να χρηματοδοτήσει τη μετασκευή του πλοίου της πρώτης ενάγουσας. Επομένως, ως προς την αμέσως ανωτέρω περιγραφόμενη στην αγωγή ως παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως νόμιμη και δη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 932 ΑΚ και ακολούθως απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως αβάσιμη στην ουσία της, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη, ως ειδικότερα αναλύεται ανωτέρω. Κατόπιν αυτών, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, εφόσον η πρώτη και δεύτερη των εκκαλούντων – εναγόντων, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής τους διαμαρτύρονται για την ουσιαστική απόρριψη της αγωγής τους, πρέπει, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της ένδικης αγωγής, κατά τούτο, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο, κρατήσει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να απορρίψει την ένδικη αγωγή της πρώτης και δεύτερης των εναγόντων, καθό μέρος επιχειρείται όπως θεμελιωθεί η αξίωση αυτών προς χρηματική ικανοποίηση στην αμέσως ανωτέρω επικαλούμενη συμπεριφορά της εναγομένης (μη χρηματοδότηση της μετασκευής του πλοίου DI πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας) ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τις ανωτέρω πρώτη και δεύτερη των εναγόντων – εκκαλούντων από την εκκληθείσα 536 του ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, [β] δια της αναφοράς (ι) στη σελίδα 3 της ένδικης αγωγής ότι «… Έτσι, η ανωτέρω ………., μετά σχετική έγκριση της αντιδίκου κατά τα οριζόμενα στην ένδικη δανειακή σύμβαση στον όρο 6.3 αυτής, επώλησε την  9.5.2008 το πλοίο IN …», (ιι) στη σελίδα 9 της ένδικης αγωγής «… αρνήθηκε να χορηγήσει τη συναίνεσή της προς πώληση του ανωτέρω πλοίου DI….» και (ιιι) στη σελίδα 17 της ένδικης αγωγής «… εξαιτίας της μη χορήγησης εκ μέρους της ως ενυπόθηκης δανείστριας της απαιτούμενης συναίνεσης προς πώληση του πλοίου DΙ…», εκτιμάται ότι οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, στα πλαίσια της από 8.11.2006, καταρτισθείσας μεταξύ της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας και της πρώτης ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του πλοίου DI εταιρείας, δανειακής συμβάσεως, προβλέφθηκε ότι, προκειμένου η πρώτη ενάγουσα να πωλήσει το πλοίο DI, πλοιοκτησίας της, όφειλε να λάβει τη συγκατάθεση της εναγομένης. Ακολούθως, εκτίθεται στην αγωγή ότι, την 7.5.2008, καθόν χρόνο το πλοίο της πρώτης ενάγουσας, ευρίσκετο ακινητοποιημένο στο λιμάνι της Γάνδης του Βελγίου και σε αυτό διενεργούντο επισκευές προκειμένου και για τη συμμόρφωσή του στις «παρατηρήσεις» των ανωτέρω λιμενικών αρχών, επεβλήθησαν σε αυτό (πλοίο DI) απαγορεύσεις απόπλου (σελ. 7) και συντηρητική κατάσχεση (σελ. 15) από τους προμηθευτές του, τις αλλοδαπές λιμενικές αρχές και τη ναυλώτρια του εν λόγω πλοίου εταιρεία, για συνολικές απαιτήσεις εκ ποσού 1.636.160,11 δολ. ΗΠΑ και επιπλέον για το ποσό των 131.150,17 ευρώ. Συνεπεία τούτου, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, η εναγομένη γνωστοποίησε στους ενάγοντες, ότι συνέτρεχε λόγος υπερημερίας των δανειοληπτριών εταιρειών εφόσον είχε επιβληθεί στο ανωτέρω πλοίο απαγόρευση απόπλου και τους προειδοποιούσε ότι θα προέβαινε σε καταγγελία της ανωτέρω από 8.11.2008 συμβάσεως δανείου, εάν δεν προέβαιναν σε θεραπεία του λόγου υπερημερίας τους. Τότε, κατά την αγωγή, η πρώτη ενάγουσα, επεδίωξε να πωλήσει το ανωτέρω πλοίο DI και ανηύρε αγοραστή του εν λόγω πλοίου, ο οποίος της προσέφερε ως τίμημα το ποσό των ευρώ 6.600.000 δολ. ΗΠΑ, με τη συμφωνία ότι η  παράδοση του ανωτέρω πλοίου θα πραγματοποιείτο στην Κίνα, μεταξύ του χρονικού διαστήματος από 15.7.2008 έως 20.8.2008. Κατά τους ενάγοντες, από τα έσοδα της εν λόγω αγοραπωλησίας, ποσό 5.500.000 δολ. ΗΠΑ θα κατέβαλαν στην ενάγουσα έναντι της οφειλής τους από την από 8.11.2006 σύμβαση δανείου και με το υπόλοιπο ποσό των 1.100.000 δολ. ΗΠΑ θα εξοφλούσαν συμβιβαστικά τους προμηθευτές του εν λόγω πλοίου που είχαν επιβάλλει κατάσχεση σε αυτό και οι οποίοι θα ελάμβαναν υποσχετικές επιστολές της εναγομένης, όπως αντίστοιχα είχε προηγούμενα συμβεί και με το πλοίο INI, προκειμένου αυτοί (κατασχόντες το εν λόγω πλοίο) να συναινέσουν στην άρση των κατασχέσεων και να επιτραπεί ο απόπλους του ανωτέρω πλοίου, ώστε αυτό να αποπλεύσει από το ανωτέρω λιμάνι με προορισμό το λιμάνι παράδοσης. Μάλιστα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται (σελ. 8 ένδικης αγωγής) ότι, κατά τις εκτιμήσεις τους, η εναγομένη θα συναινούσε ώστε να λάβει από το τίμημα λιγότερο και από το ποσό των 5.500.000 δολ. ΗΠΑ, προκειμένου να εξοφληθούν οι προμηθευτές και να πωληθεί το ανωτέρω πλοίο προς όφελός της, ενόψει αφενός μεν του γεγονότος ότι ήδη είχε αποπληρωθεί, εκ του ανωτέρω από 8.11.2008 δανείου, μεγαλύτερο ποσό εκ του αρχικώς προγραμματισμένου, αφ’ ετέρου δε λόγω και της προηγούμενης εμπειρίας της από την πώληση του πλοίου INI. Ακολούθως, οι ενάγοντες εκθέτουν στην αγωγή τους ότι, ήρθαν σε επαφή με την εναγομένη εταιρεία και της εζήτησαν να συναινέσει στην εν λόγω πώληση. Κατά τη δέουσα εκτίμηση των αναφερομένων στην αγωγή, στο στάδιο των διαπραγματεύσεων που διεξήχθη μεταξύ των εναγόντων και της εναγομένης, η τελευταία (εναγομένη) κατ’ αρχήν, δια του προστηθέντος υπαλλήλου της, κατά τις προφορικές διαπραγματεύσεις, δέχθηκε να χορηγήσει τη συναίνεσή της για την πώληση του εν λόγω πλοίου υπό τον όρο ότι εκ του συνομολογηθέντος τιμήματος πώλησης του ανωτέρω πλοίου θα της καταβάλλονταν το ποσό των 5.500.000 δολ. ΗΠΑ. Μάλιστα, κατά την αγωγή, η ίδια η εναγομένη πρότεινε όπως λάβει το εν λόγω ποσό δια του μετέχοντος για λογαριασμό της στις εν λόγω διαπραγματεύσεις υπαλλήλου της. Με βάση τις εν λόγω διαπραγματεύσεις, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, ακολούθως, η πρώτη ενάγουσα προέβη την 26.6.2008 στην κατάρτιση Μνημονίου Συμφωνίας Αγοραπωλησίας του εν λόγω πλοίου με τη μέλλουσα αγοράστρια εταιρεία …………. Ακολούθως εν τούτοις, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, η εναγομένη την 3.7.2008, με έγγραφο μήνυμα που απέστειλε στους ενάγοντες, κατά την ακριβή διατύπωση της αγωγής «επιβεβαίωνε τις μέχρι τότε συζητήσεις μας και την πώληση του πλοίου, κρατούσε επιφύλαξη όμως ως προς τη διάθεση του τιμήματος για πρώτη φορά, διεκδικώντας το αυτούσιο για την Τράπεζα». Τοιουτοτρόπως κατά τους ενάγοντες, παρά τις ανωτέρω «συνεννοήσεις τους», η εναγομένη αναιτιολόγητα και εναντίον κάθε εποικοδομητικής προσέγγισης και συνετούς επιχειρηματικής διαχείρισης, αρνήθηκε να χορηγήσει τη συναίνεσή της προς πώληση του ανωτέρω πλοίου, με αποτέλεσμα τη ματαίωση της πώλησης αυτού. Κατ’ ορθή εκτίμηση της ένδικης αγωγής, οι ενάγοντες ισχυρίζονται επομένως ότι η εναγομένη, αν και αρχικώς, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων προσφέρθηκε να συναινέσει στην εν λόγω πώληση υπό τον όρο ότι θα λάβει μόνον το ποσό των 5.500.000 δολ. ΗΠΑ από την εν λόγω πώληση, γεγονός που ικανοποιούσε τις δύο πρώτες ενάγουσες και ιδίως την πρώτη εξ αυτών, ακολούθως εγγράφως προσφέρθηκε να συναινέσει στην εν λόγω πώληση, αλλά με διαφορετικούς όρους και δη με υπό τον όρο να λάβει το σύνολο του τιμήματος από την εκποίηση του εν λόγω πλοίου, γεγονός που δεν εξυπηρετούσε την πρώτη ενάγουσα. Οι ίδιοι βεβαία οι ενάγοντες, απαραδέκτως κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, με τις έγγραφες προτάσεις τους που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σχετικά σελίδα 9 των εν λόγω προτάσεών τους), μετέβαλαν τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην αγωγή, καθόσον ανέφεραν ότι, με την επιστολή της 3ης.7.2008, η εναγομένη εξέφρασε την πρόθεσή της να συμπράξει και στην πώληση του πλοίου DI, πλην όμως τελικά δεν το έπραξε, δημιουργώντας στους ενάγοντες ζημία, υπολαμβάνοντας ότι αν και οι ίδιοι (ενάγοντες) αποδεχόμενοι να καταβάλλουν στην ενάγουσα πράγματι όλο το τίμημα από την πώληση του εν λόγω πλοίου που αξίωνε η εναγομένη με το ανωτέρω ηλεκτρονικό μήνυμα, εν τέλει η εναγομένη δεν έδωσε τη συναίνεσή της στην εν λόγω πώληση. Το ίδιο πράττουν οι ενάγοντες και στη σελίδα 7 της ένδικης έφεσής τους όπου, αφού παραθέτουν το περιεχόμενο του όρου 6.3. της δανειακής σύμβασης, αναφέροντας, κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο, ότι κατά τον εν λόγω όρο «(α) Στην περίπτωση που οιοδήποτε Πλοίο πωληθεί (για την οποία πώληση σε κάθε περίπτωση απαιτείται η προηγούμενη άδεια της Τράπεζας)…», ακολούθως αναφέρουν ότι «… η εφεσίβλητη σε εκτέλεση του ιδίου ως άνω όρου και των συμφωνιών και συνεννοήσεών μας, εξέφρασε την πρόθεσή της να συμπράξει στην εν λόγω πώληση με την έγγραφη άδειά της, στο από 3.7.2008 τηλεμοιοτυπικό μήνυμά της. Αργότερα, όμως, παντελώς αναιτιολόγητα και αντισυμβατικά, η εφεσίβλητη δεν το έπραξε, δημιουργώντας έτσι σε εμάς τις εκκαλούσες καταστροφικές ζημίες…». Το πραγματικό περιεχόμενο της αποδιδόμενης στην εναγομένη συμπεριφοράς αυτής (εναγόμενης) κατά την αγωγή είναι το γεγονός ότι, με το από 3.7.2008 έγγραφο μήνυμά της η εναγομένη απαιτούσε όλο το τίμημα της εν λόγω πώλησης να λάβει η ίδια. Αυτό άλλωστε επαναλαμβάνουν οι ενάγοντες στις σελίδες 9 και 10 της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όπου αναφέρουν «Στην από 30.6.2008 ηλεκτρονική επιστολή μας προς την αντίδικο … την ενημερώνουμε … έχοντας όλη την καλή διάθεση και τη θέληση να είμαστε συνεπείς στην αποπληρωμή της μεταξύ μας σύμβασης δανείου ότι είμαστε διατεθειμένοι να εκποιήσουμε δύο πλοία … Της γνωστοποιούμε μάλιστα ότι για το πλοίο M/T DI  έχουν βρεθεί αγοραστές από την Κίνα και έχει υπογραφεί ΜοΑ (το οποίο της παραθέτουμε) με τιμή πώλησης … Αυτό που ζητούσαμε από την Τράπεζα ήταν επειδή το πλοίο ήταν ακατασχεμένο στο Βέλγιο, να μας επιτρέψει να αφαιρέσουμε από το αντίτιμο του πλοίου … τα κεφάλαια κάλυψης των υποχρεώσεων των πιστωτών που προχώρησαν σε κατάσχεση, αφού έπρεπε να εξοφληθούν προκειμένου το πλοίο να είναι σε θέση να αποπλεύσει από το Βέλγιο …». Εξάλλου, υπό την εκδοχή ότι οι δύο πρώτες ενάγουσες ως παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης εκθέτουν στην αγωγή τους ότι εγγράφως και δη δια του από 3.7.2008 ηλεκτρονικού της μηνύματος η εναγομένης συνήνεσε στην πώληση του εν λόγω πλοίου υπό τον όρο ότι θα ελάμβανε όλο το τίμημα της εν λόγω πωλήσεως, γεγονός που αποδέχονταν και η πρώτη ενάγουσα (εφόσον η συμφωνία απαγόρευσης διάθεσης του ανωτέρω πλοίου μόνον την πλοιοκτήτρια αυτού και έχουσα εξουσία διάθεσης ηδύνατο να δεσμεύσει) δεν δύναται να θεμελιωθεί παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους της εναγομένης. Τούτο διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τη συναίνεση της εναγομένης για την εκποίηση του πλοίου της η εναγομένη αξίωνε λόγω του ανωτέρω όρου (6.3) της δανειακής σύμβασης. Όπως ανωτέρω αναφέρεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας και όπως εκτίθεται και κατωτέρω, ο εν λόγω όρος, ως σύμβαση του άρθρου 177 ΑΚ, όπως εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ενοχικές υποχρεώσεις παρήγαγε μόνον για την πρώτη ενάγουσα έναντι της εναγομένης. Εφόσον η τελευταία συγκατατίθετο στην εν λόγω πώληση δεν απαιτείτο έτερη πράξη αυτής προκειμένου και για την πλήρωση του όρου 6.3 της ανωτέρω δανειακής σύμβασης. Υπό τα εκτιμέθεμενα, επομένως, στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά δεόντως εκτιμήθηκαν, η πώληση του εν λόγω πλοίου δεν πραγματοποιήθηκε, διότι η πρώτη εναγομένη δεν ήθελε, διότι δεν τη συνέφερε, να καταβάλει στην ενάγουσα όλο το τίμημα της εν λόγω πωλήσεως. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα, η εν λόγω πώληση του πλοίου να μην πραγματοποιηθεί και το πλοίο να εκπλειστηριασθεί, χωρίς να αναφέρεται ότι τούτο έλαβε χώρα με επίσπευση της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας. Το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα ανήλθε μόλις στο ποσό του ποσού των 1.000.000 δολ. ΗΠΑ, το οποίο εισέπραξε η εναγομένη τραπεζική εταιρεία. Εν τούτοις, στην ένδικη αγωγή δεν αναφέρεται και μάλιστα σαφώς ότι η εναγομένη τραπεζική εταιρεία ήταν υποχρεωμένη, κατά τη σύμβαση δανείου, να συναινέσει στην πώληση του εν λόγω πλοίου. Αντίθετα, αναφέρεται ότι, με τον όρο 6.3 της σύμβασης δανείου [η ακριβής διατύπωση του όρου δεν παρατίθεται στην ένδικη αγωγή] για την πώληση του ανωτέρω πλοίου DI από την πρώτη ενάγουσα, απαιτείτο η συγκατάθεση της εναγομένης. Κατά τα εκτιθέμενα δηλαδή στην αγωγή, η πρώτη ενάγουσα δανειολήπτρια εταιρεία, με τον ανωτέρω όρο 6.3 της σύμβασης δανείου, όπως το περιεχόμενο αυτού εκτίθεται στην αγωγή, ανέλαβε έναντι της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας την υποχρέωση να μη μεταβιβάσει το ανωτέρω πλοίο της, σε τρίτο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση της εναγομένης. Κατά το ελληνικό δίκαιο, το οποίο κρίθηκε εφαρμοστέο με την εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται υπό της ενδίκου εφέσεως και το οποίο (ελληνικό δίκαιο) τυγχάνει εφαρμοστέο εν προκειμένω και κατά τους ενάγοντες, η ανωτέρω συμφωνία που περιελήφθη στη δανειακή σύμβαση, όπως το περιεχόμενό της εκτίθεται στην ένδικη αγωγή, κατά την οποία για την πώληση του εν λόγω πλοίου απαιτείτο η συγκατάθεση της εναγομένης, αποτελεί περίπτωση δικαιοπρακτικού περιορισμού της εξουσίας διάθεσης του ανωτέρω πλοίου DI από την πλοιοκτήτρια αυτού – πρώτη ενάγουσα και εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 177 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο «Δικαιοπραξία που περιορίζει την εξουσία διάθεσης απαλλοτριωτού δικαιώματος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει κάτι άλλο, έχει ενοχική μόνο ενέργεια και δεν επιδρά στο κύρος της διάθεσης». Ο όρος αυτός, όπως περιγράφεται στην ένδικη αγωγή, διασφάλιζε επομένως την εναγομένη τραπεζική εταιρεία, υπό την έννοια ότι, αν οι δανειολήπτριες εταιρείες δεν της αποπλήρωναν το ποσό του ανωτέρω δάνειου που τους είχε χορηγήσει με την από 8.11.2006 σύμβαση δανείου, αυτή (εναγομένη) θα ηδύνατο -με την προϋπόθεση ότι θα ακολου­θούσε τη νόμιμη διαδικασία (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ σε συνδυ­ασμό με 175, 176 και 177 ΑΚ) να κατάσχει το ανωτέρω περιουσιακό στοιχείο και δη το πλοίο της πρώτης ενάγουσας DI, το οποίο άλλως θα καθίστατο ακατάσχετο στην περίπτωση που η πρώτη ενάγουσα – δανειολήπτρια εταιρεία μεταβίβαζε αυτό σε τρίτους (άρθρα 361 και 177 ΑΚ, βλ. γενικά για την εξασφαλιστική αυτή σύμβαση Αρχανιωτάκη Γ., Σύγχρονοι τρόποι ενοχικής εξασφάλισης απαιτήσεων στο: Σύγχρονα ζη­τήματα ενοχικού δικαίου στην εθνική και την ευρωπαϊκή τους διάσταση, εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 69 επ., ιδίως σελ. 70, πρβλ. και τις ΑΠ 1736/2009, ΑΠ 494/2009 και ΑΠ 1261/2004 Νόμος). Η εν λόγω απαγόρευση διάθεσης, αποτελεί σύγχρονο τρόπο προληπτικής ενοχικής εξασφάλισης απαιτήσεων, που στόχο έχει την αποτροπή της αφερεγγυότητας του οφειλέτη με τελικό στόχο την επίτευξη μιας καρποφόρας αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά τα εκτιθέμενα επομένως στην αγωγή, τα συμβαλλόμενα μέρη συνέδεσαν τη φερεγγυότητα της πρώτης των εναγόντων με τη διατήρηση της κυριότητος του ανωτέρω πλοίου DI υπ’ αυτής, η διάθεση του οποίου συμφωνήθηκε ότι θα επέρχεται μόνον κατόπιν συγκαταθέσεως της εναγομένης. Επιπροσθέτως, στην αγωγή δεν αναφέρεται ότι κατά τη συμφωνία της πρώτης ενάγουσας, πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου και της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας, η τελευταία (εναγομένη) όφειλε υπό όρους να δώσει τη συναίνεσή της στην εκποίηση του εν λόγω πλοίου. Επομένως, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εναγομένη καμία υποχρέωση να συναινέσει στην πώληση του εν λόγω πλοίου δεν ανέλαβε. Κατά συνέπεια, ζήτημα αντισυμβατικής και εκ του λόγου τούτου παράνομης συμπεριφοράς της εναγομένης, συνεπεία του γεγονότος ότι, έδιδε τη συναίνεσή της στην εν λόγω πώληση, εφόσον στη αγωγή αναφέρεται «… Την 3.7.2008, λάβαμε από την αντίδικο τηλεμοιοτυπικό μήνυμα το οποίο επιβεβαίωνε τις μέχρι τότε συζητήσεις μας και την πώληση του πλοίου, κρατούσε επιφύλαξη όμως ως προς τη διάθεση του τιμήματος για πρώτη φορά, διεκδικώντας το αυτούσια για την Τράπεζα….», αλλά με όρους που δεν ικανοποιούσαν τις ενάγουσες, δεν τίθεται. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εγκυρότητα του ανωτέρω όρου της δανειακής σύμβασης περί απαγόρευσης διάθεσης του εν λόγω πλοίου, χωρίς τη συγκατάθεση της εναγομένης, δεν προσβάλλεται με την ένδικη αγωγή. Αντίθετα, η πρώτη ενάγουσα θεωρώντας έγκυρη την ανωτέρω συμβατική της δέσμευση, αξίωσε από την εναγομένη προ της πωλήσεως του εν λόγω πλοίου τη συναίνεσή της. Εξάλλου έτι περαιτέρω, η συναίνεση της εναγομένης στην εν λόγω πώληση υπό τους ανωτέρω όρους, δεν στοιχειοθετεί παράνομη πράξη  υπό την έννοια ότι αντίκειται είτε σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου είτε στις επιταγές της εννόμου τάξεως, ούτε πρόκειται για συμπεριφορά καταχρηστική, ως ενέχουσα προφανή υπέρβαση των τιθέμενων από το άρθρο 281 ΑΚ ορίων, ούτε αντίθετη στα χρηστά ήθη, δηλαδή αντίθετη στις αντιλήψεις του, κατά τη γενική αντίληψη, χρηστώς και με φρόνηση σκεπτομένου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που μπορούσε να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και συνεπώς πρόσφορη αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επικαλούμενο στην αγωγή ζημιογόνο αποτέλεσμα και δη την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου της πρώτης ενάγουσας. Τούτο διότι, με τον όρο 6.3 της ανωτέρω δανειακής σύμβασης, όπως το περιεχόμενο του εν λόγω όρου εκτίθεται στην αγωγή, μόνον η πρώτη ενάγουσα ανέλαβε υποχρεώσεις και δη περιόρισε το δικαίωμα διάθεσης του ανωτέρω περιουσιακού της στοιχείου, με στόχο τη διασφάλιση των απαιτήσεων της εναγομένης προς απόδοση του ανωτέρω δανείου. Επομένως, εφόσον η εναγομένη είχε την ευχέρεια να μην συναινέσει στην εν λόγω πώληση που αποτελεί το μείζον, η προσφορά της σε συναίνεση υπό όρους, έστω κι αν αυτοί δεν ικανοποιούσαν την πρώτη ενάγουσα, που αποτελεί το έλασσον, δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως παράνομη, είτε κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, είτε κατά τις διατάξεις του άρθρου 919 ΑΚ. Τυχόν δε αντίθετη παραδοχή, θα συνιστούσε ουσιαστικά κατάργηση της ανωτέρω συμφωνίας που είχε καταρτισθεί μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της εναγομένης (περιορισμός της εξουσίας της πρώτης ενάγουσας στη διάθεση της περιουσίας της), το κύρος της οποίας εν τούτοις δεν πλήττεται με την ένδικη αγωγή. Και υπό την εκδοχή ωστόσο ότι η συναίνεση της εναγομένης στην εκποίηση του εν λόγω πλοίου, αλλά με όρους διαφορετικούς από αυτούς που ικανοποιούσαν την πρώτη ενάγουσα, τους οποίους κατά την αγωγή αρχικά η εναγομένη αποδέχθηκε [καθόσον κατά την αγωγή, αρχικά η εναγομένη δέχθηκε να συναινέσει λαμβάνοντας μόνον το ποσό των 5.500.000 δολ. ΗΠΑ εκ του συνομολογηθέντος τιμήματος της εν λόγω πώλησης και ακολούθως εζήτησε το σύνολο του τιμήματος], συνιστά συμπεριφορά καταχρηστική, ως ενέχουσα προφανή υπέρβαση των τιθέμενων από το άρθρο 281 ΑΚ ορίων ή έστω αντίθετη στα χρηστά ήθη, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και συνεπώς πρόσφορη αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επικαλούμενο στην αγωγή ζημιογόνο αποτέλεσμα και δη την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου της πρώτης ενάγουσας. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή η αναγκαστική εκποίηση του εν λόγω πλοίου δεν έγινε με επίσπευση της εναγομένης, δεδομένου ότι στη σελίδα 15 της ένδικης αγωγής αναφέρεται ότι η εναγομένη «… άφησε το πλοίο DI να οδηγηθεί στον πλειστηριασμό…». Επιπροσθέτως, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εάν πράγματι η εναγομένη συναινούσε στους όρους που ικανοποιούσαν την πρώτη ενάγουσα και δη δεχόταν να αναλάβει εκ του τιμήματος πώλησης του εν λόγω πλοίου που κατά τα άνω ανήρχετο στο ποσό των 6.600.000 δολ. ΗΠΑ μόνον το ποσό των 5.500.000, απέμενε προς εξόφληση των πιστωτών του εν λόγω πλοίου ποσό δολ. ΗΠΑ 1.100.000. Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, προκειμένου και για την πώληση του εν λόγω πλοίου, κατά τα συμφωνηθέντα μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της υποψήφιας αγοράστριας του εν λόγω πλοίου, αυτό έπρεπε να παραδοθεί στην Κίνα και μάλιστα εντός του χρονικού διαστήματος από 15.7.2008 έως 20.8.2008. Κατά την αγωγή επίσης, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η παράδοση του ανωτέρω πλοίου, θα έπρεπε να αρθούν οι απαγορεύσεις απόπλου αυτού που είχαν επιβάλει οι τρίτοι προμηθευτές στο ανωτέρω πλοίο. Αυτό, κατά την αγωγή θα επιτυγχάνετο με τη συμβιβαστική εξόφληση των προμηθευτών που είχαν ήδη κατάσχει το πλοίο και μάλιστα, αφού αυτοί (τρίτοι προμηθευτές που είχαν κατασχέσει το ανωτέρω πλοίο) ελάμβαναν υποσχετικές επιστολές από την εναγομένη. Συγκεκριμένα, στις σελίδες 7 – 8 της ένδικης αγωγής αναφέρεται «… Τότε η πρώτη από εμάς επιδίωξε να πωλήσει το ανωτέρω πλοίο, ώστε να προβεί σε τμηματική αποπληρωμή του ένδικου δανείου και να ικανοποιήσει τους προμηθευτές αυτού. Πράγματι, η πρώτη από εμάς επέτυχε να βρει αγοραστή για το ένδικο πλοίο έναντι ποσού 6.600.000 δολ. ΗΠΑ. … Προς καταγραφή της επιτευχθείσης συμφωνίας υπεγράφη μεταξύ της πρώτης από εμάς και των αγοραστών ……….. Κίνας το από 26-6-2008 Μνημόνιο Συμφωνίας αγοραπωλησίας πλοίου, το οποίο προέβλεπε ότι το πλοίο θα παρεδίδετο στην Κίνα μεταξύ 15-7-2008 και 20-8-2008. Από τα έσοδα αγοραπωλησίας του ανωτέρω πλοίου επρόκειτο να αχθεί έναντι της οφειλής μας προς την αντίδικο ποσό 5.500.000 δολ. ΗΠΑ, ενώ με το εναπομένον ποσό 1.100.000 δολ. ΗΠΑ θα εξοφλούντο συμβιβαστικά οι προμηθευτές που είχαν ήδη κατάσχει το πλοίο στη Γάνδη και οι οποίοι θα ελάμβαναν υποσχετικές επιστολές της αντιδίκου, όπως είχε ήδη γίνει με το ανωτέρω πλοίο INI, ώστε να συναινέσουν στην άρση αυτών και να επιτραπεί ο απόπλους του πλοίου DI προς το λιμένα παράδοσης. Σε κάθε περίπτωση και με δεδομένη την αποπληρωμή μεγαλύτερων ποσών από τα προγραμματισμένα έναντι του δανείου, καθώς και την προηγούμενη θετική εμπειρία του INI, αναμέναμε ευλόγως ότι η αντίδικος θα συναινούσε να λάβει και λιγότερα από τα 5.500.000$ ώστε να εξοφληθούν οι προμηθευτές και να πωληθεί το πλοίο DI με όφελος της. Με την ανωτέρω διευθέτηση, το υπόλοιπο της οφειλής μας προς την αντίδικο θα μειωνόταν σε 2.700.000 δολ. ΗΠΑ., δηλαδή θα προεξοφλούντο και οι ανωτέρω έντεκα τριμηνιαίες δόσεις εκ δολ. ΗΠΑ 340.000 εκάστη, συνολικά δηλαδή 3.740.000 δολ. ΗΠΑ, ενώ από την εφάπαξ καταβολή των δολ. ΗΠΑ 4.460.000 θα αφαιρούντο 1.760.000 δολ. ΗΠΑ, απομένοντος έτσι υπολοίπου 2.700.000 δολ. ΗΠΑ οφειλής μας προς την αντίδικο, το οποίο εξασφαλιζόταν με πρώτη προτιμώμενη υποθήκη επί του πλοίου PI, πλοιοκτησίας της δεύτερης από εμάς. Τη διευθέτηση αυτή πρότεινε η ίδια η αντίδικος κατά τις μεταξύ μας συνεννοήσεις, εμείς δε την αποδεχτήκαμε καθώς εξυπηρετούσε τον προγραμματισμό μας και οδηγούσε στον απεγκλωβισμό του πλοίου DI προς αμοιβαίο όφελος. Δηλαδή, θα εξοφλείτο το μεγαλύτερο μέρος του δανείου 3,5 χρόνια πριν την προγραμματισμένη εξόφλησή του, ενώ η εξόφληση του εναπομένοντος υπολοίπου θα μπορούσε να προγραμματιστεί σε τριμηνιαίες δόσεις ή να παραμείνει σαν εφάπαξ καταβολή κατ’ επιλογήν της αντιδίκου. Στις συνεννοήσεις με την αντίδικο, την τελευταία εκπροσωπούσε το στέλεχος της κος ……….. Η στάση της αντιδίκου μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν εποικοδομητική, όπως ήταν και κατά την πώληση του πλοίου INI. Σημειώνομε ότι η αξία του εναπομένοντος πλοίου PI, ανήρχετο εκείνη την περίοδο σε ποσό 7.500.000 δολ. ΗΠΑ, υπερκαλύπτοντας το ύψος της οφειλής που θα απέμενε, ενώ ήταν χρονοναυλωμένο στην εταιρεία … έναντι ημερησίου ναύλου 12.000 δολ. ΗΠΑ. Κατά την περίοδο εκείνη είχε μετονομαστεί σε HE κατόπιν απαίτησης των χρονοναυλωτών. Με βάση τις ανωτέρω συνεννοήσεις, υπογράψαμε το από 26.6.2008 μνημόνιο αγοραπωλησίας πλοίου με τους ανωτέρω αγοραστές …….. Κίνας για το DI. Την 3.7.2008, λάβαμε από την αντίδικο τηλεομοιοτυπικό μήνυμα, το οποίο επιβεβαίωνε τις μέχρι τότε συζητήσεις μας και την πώληση του πλοίου, κρατούσε επιφύλαξη όμως ως προς τη διάθεση του τιμήματος για πρώτη φορά, διεκδικώντας το αυτούσιο για την Τράπεζα. Ενώ λοιπόν οι συνεννοήσεις μας με την αντίδικο ευρίσκοντο στην ανωτέρω κατεύθυνση, αυτή αναιτιολόγητα και εναντίον κάθε εποικοδομητικής προσέγγισης και συνετής επιχειρηματικής διαχείρισης, αρνήθηκε να χορηγήσει τη συναίνεσή της προς πώληση του ανωτέρω πλοίου DI. Η άρνηση αυτή οδήγησε στη ματαίωση της συμφωνηθείσης αγοραπωλησίας. Περαιτέρω, οδήγησε σε πλειστηριασμό το ως άνω πλοίο μας έναντι ποσού 1.000.000 δολ. ΗΠΑ, δηλαδή 5.600.000 δολ. ΗΠΑ λιγότερα από το επιτευχθέν ως ανωτέρω τίμημα!…». Εν τούτοις, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, απαγόρευση απόπλου στο εν λόγω πλοίο είχαν επιβάλει πιστωτές για απαιτήσεις ανερχόμενες στο ποσό των 1.636.160,11 δολ. ΗΠΑ και επιπλέον στο ποσό των 131.150,17 ευρώ εκ των οποίων, ποσό δολ. ΗΠΑ 437.520,72 αφορούσαν απαιτήσεις της ναυλώτριας του εν λόγω πλοίου εταιρείας ………. Μάλιστα, η εν λόγω εταιρεία ακολούθως, προ της εκπλειστηριάσεως του εν πλοίου της πρώτης ενάγουσας, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, επέβαλε κατάσχεση στο ναύλο του πλοίου της δεύτερης ενάγουσας έως του ποσού των δολ. ΗΠΑ 900.000, επικαλούμενη απαίτησή της για έξοδα ναυλώσεως ετέρου πλοίου για τη μεταφορά του φορτίου που μετέφερε το ανωτέρω πλοίο της πρώτης ενάγουσας και έξοδα μεταφόρτωσης αυτού και κατήσχε, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ναύλα, εκ ποσού 550.000 δολ. ΗΠΑ, του πλοίου της δεύτερης ενάγουσας. Οι ενάγοντες, εν τούτοις, δεν αναφέρουν στην αγωγή τους ότι πράγματι οι ανωτέρω πιστωτές που είχαν επιβάλει απαγόρευση απόπλου στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης είχαν δεχθεί να λάβουν προς εξόφλησή τους συμβιβαστικά για απαιτήσεις συνολικού ποσού 1.636.160,11 δολ. ΗΠΑ και 131.150,17 ευρώ, μόνον το ποσό των δολ. ΗΠΑ 1.100.000 και περαιτέρω δεν αναφέρουν ότι είχαν δεχθεί να άρουν την επιβληθείσα υπ’ αυτών απαγόρευση απόπλου, αφού η εναγομένη τους παρέδιδε υποσχετικές επιστολές κατά τις αναφορές της αγωγής, για το ποσό αυτό. Επιπλέον, δεν αναφέρουν και μάλιστα σαφώς στην ένδικη αγωγή τους ότι, η εναγομένη τραπεζική εταιρεία, στο στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη χορήγηση της συναίνεσής της στην εν λόγω πώληση, είχε αναλάβει και τη χορήγηση υποσχετικών επιστολών προς τους τρίτους πιστωτές που είχαν επιβάλει απαγόρευση απόπλου – συντηρητική κατάσχεση στο εν λόγω πλοίου. Αντίθετα, η παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, περιορίζεται στη μη χορήγηση της συναίνεσης αυτής στην πώληση του εν λόγω πλοίου με τους όρους που επιθυμούσε η πρώτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια αυτού κατόπιν επίκλησης του όρου 6.3 της δανειακής σύμβασης που κατά το περιεχόμενο αυτού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, αποτελούσε ενοχική συμφωνία εξασφαλιστική των απαιτήσεων της εναγομένης, όπως αναλύθηκε ανωτέρω. Οι ενάγοντες, απαραδέκτως κατά τις διατάξεις του άρθρου 224 ΚΠολΔ, για πρώτη φορά με τις προτάσεις που κατέθεσαν στα πλαίσια της συζήτησης της ένδικης αγωγής τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι, η εναγομένη, κατά παράβαση της υποχρέωσης πίστεως προς αυτούς, δεν προστάτεψε τη συνέχιση της εμπορικής δραστηριότητας των εναγόντων αναφέροντας ειδικότερα ότι δεν χορήγησε υποσχετικές επιστολές στους πιστωτές του ανωτέρω πλοίου προκειμένου αυτοί να άρουν την υπ’ αυτών επιβληθείσα απαγόρευση απόπλου και να καταστεί εφικτή η παράδοση του πλοίου στον νέο αγοραστή σε λιμάνι της Κίνας. Συγκεκριμένα, στη σελίδα 6 των ανωτέρω προτάσεών τους ανέφεραν «Περαιτέρω, η αντίδικος παραβίασε την υποχρέωση πίστης που είχε προς εμάς, αφού δεν προστάτεψε τη συνέχιση της εμπορικής μας δραστηριότητας, επικερδούς κυρίως για την ίδια μέχρι την καταστροφή μας. Γιατί αν είχε συναινέσει στην πώληση του DI και είχε παράσχει και σ’ αυτή τη συναλλαγή τις υποσχετικές επιστολές που είχε ήδη εκδώσει για το INI, δεν θα μας είχε φέρει σ’ αυτή τη θέση και θα είχε και η ίδια εξοφληθεί. Πέραν της συνολικά αποτιμούμενης ως αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αντιδίκου, συγκεκριμένες πράξεις της συνέβαλαν προς την καταστροφή μας. Ενδεικτικά, η άρνησή της να συνάψει σύμβαση χρηματοδότησης μετασκευής του πλοίου DI, η άρνηση να συναινέσει στην πώληση του ανωτέρω πλοίου όπως στο ιστορικό αναφέρεται, η άρνησή της να χορηγήσει υποσχετικές επιστολές στους πιστωτές του προς άρση των απαγορεύσεων απόπλου και της συνακόλουθης ματαίωσης της πώλησής του … αποτελούν πράξεις αδικοπρακτικές, των οποίων τις συνέπειες η αντίδικος επιδίωξε, άλλως εγνώριζε και αποδέχθηκε….». Με τις ανωτέρω αναφορές, καθώς επίσης δια της αναφοράς στη σελίδα 10 της προσθήκης επί των προτάσεων των εναγόντων που κατέθεσαν κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου διαδικασία, όπου οι ενάγοντες αναφέρουν «Είναι λοιπόν σαφές ότι … στη συγκεκριμένη περίπτωση η αντίδικος έπρεπε και να συναινέσει αλλά και να συμπράξει ώστε να ολοκληρωθεί η πώληση, πράγμα που αρνήθηκε να κάμει…», οι ενάγοντες προσάπτουν στην εναγομένη έτερη, επιπλέον των αναφερομένων στην αγωγή, παράνομη συμπεριφορά και δη παράλειψη αυτής, συνιστάμενη στην άρνηση της εναγομένης να συναινέσει στη χορήγηση υποσχετικών επιστολών προς τους τρίτους πιστωτές που είχαν επιβάλει κατασχέσεις στο ανωτέρω πλοίο της πρώτης ενάγουσας. Εν τούτοις, τέτοιες αναφορές στην ένδικη αγωγή δεν γίνονται υπό των εναγόντων, καθόσον δεν αναφέρεται ότι η εναγομένη έστω και προφορικά είχε αναλάβει έναντι της πρώτης και δεύτερης των εναγουσών, να χορηγήσει υποσχετικές επιστολές προς τους τρίτους πιστωτές του εν λόγω πλοίου και ακολούθως παρά τις εν λόγω προφορικές υποσχέσεις της, αρνήθηκε να χορηγήσει τις εν λόγω υποσχετικές επιστολές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στην περίπτωση του παράνομου της συμπεριφοράς λόγω παράλειψης οφειλόμενης νομικής υποχρέωσης, ο ενάγων πρέπει να επικαλεστεί με την αγωγή του, εκτός των άλλων, τη συγκεκριμένη νομική υποχρέωση που παρέλειψε ο εναγόμενος, ήτοι τη θετική ενέργεια στην οποία όφειλε να προβεί, καθώς και τη βάση στην οποία κατ` αυτόν θεμελιώνεται η υποχρέωση να προβεί σ` αυτήν (νόμος, δικαιοπραξία, καλή πίστη κλπ) [ΑΠ 10/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, οι ενάγοντες, απαραδέκτως κατά τις διατάξεις του άρθρου 224 ΚΠολΔ για πρώτη φορά με την προσθήκη των προτάσεων που οι ενάγοντες κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 8) αναφέρουν  ότι η εναγομένη όφειλε να συναινέσει όχι μόνον στην εκποίηση του εν λόγω πλοίου, ενόψει του όρου 6.3 της ανωτέρω δανειακής συμβάσεως που επικαλούνται με την ένδικη αγωγή, αλλά απαιτείτο η συναίνεσή της και στην εξάλειψη της υποθήκης του εν λόγω πλοίου που αυτή διατηρούσε επ’ αυτού, καθόσον ανέφεραν «… Πλην όμως η Τράπεζα τυγχάνει ενυπόθηκη δανείστρια, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει και όπως συνέβαινε στην ένδικη περίπτωση, η συναίνεσή της ήταν απαραίτητη. Τι θα συμβεί αν η Τράπεζα αρνηθεί να εξαλείψει την υποθήκη της; Θα έχομε την τελευταία στιγμή, κι ενώ όλα θα έχουν προχωρήσει, αδυναμία μεταβίβασης τίτλου προς τον αγοραστή, αφού το νηολόγιο δε θα προχωρήσει στη διαγραφή του πλοίου αν δεν εξαλειφθεί η υποθήκη επ’ αυτού. … Είναι λοιπόν προφανές, αλλά και πάγια ναυτιλιακή πρακτική, να χορηγεί η τράπεζα τη συναίνεσή της σε περιπτώσεις πώλησης πλοίου επί του οποίου έχει εγγράψει υποθήκη… ζητήσαμε τη συναίνεσή της και τη συνεργασία της προς ολοκλήρωση της συναλλαγής, την οποία τελικά αρνήθηκε με τα γνωστά αποτελέσματα ….». Εν τούτοις, με δεδομένο ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1290 εδ.β ΑΚ αντικείμενο απαγορεύσεως είναι μόνον η εξουσία περαιτέρω υποθηκεύσεως εφόσον η εν λόγω συμφωνία έχει μεταγραφεί, και πάντως όχι γενικά η εξουσία διαθέσεως του κυρίου που παραμένει άθικτη (Παπανικολάου, εις Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, κατ’ άρθρο ερμηνεία τόμος VI, υπό το άρθρο 1290, σελ. 537-538, παρ.5), οι ενάγουσες δανειολήπτριες εταιρείες και ιδίως η πρώτη εξ αυτών, απαραδέκτως κατά τις διατάξεις του άρθρου 224 ΚΠολΔ, για πρώτη φορά με την προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επιχειρούν να θεμελιώσουν την ευθύνη της εναγομένης και στην άρνηση αυτής να συναινέσει στην εξάλειψη της υποθήκης που είχε εγγράψει αυτή (εναγομένη) στο ανωτέρω πλοίο DI, πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας, διότι στην ένδικη αγωγή δεν αναφέρεται ότι, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη χορήγηση της συναίνεσης της εναγομένης στην εκποίηση του εν λόγω πλοίου αυτή αρχικά δεσμεύθηκε ότι θα συναινέσει στην εξάλειψη της υποθήκης που είχε εγγράψει επί του ανωτέρω πλοίου με τον όρο να λάβει μόνον το ποσό των 5.500.000 δολ. ΗΠΑ και ακολούθως προκειμένου να συμπράξει στην εν λόγω εξάλειψη αξίωσε το ποσό των 6.600.000 δολ. ΗΠΑ. Επομένως, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και συνεπώς πρόσφορη αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επικαλούμενο στην αγωγή ζημιογόνο αποτέλεσμα και δη την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου της πρώτης ενάγουσας. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι, οι ενάγοντες, δια της προσθήκης των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 9-10), απαραδέκτως κατά τις διατάξεις του άρθρου 224 ΚΠολΔ, ισχυρίσθηκαν για πρώτη φορά ότι, μετά την επικαλούμενη με την αγωγή ματαίωση της πώλησης του πλοίου  DI στην ανωτέρω αγοράστρια εταιρεία, η πρώτη ενάγουσα ανηύρε νέο αγοραστή του εν λόγω πλοίου ο οποίος της προσέφερε ως τίμημα το ποσό των 5.050.000 δολ. ΗΠΑ, πλην όμως και η εν λόγω πώληση του πλοίου δεν ολοκληρώθηκε διότι η εναγομένη δεν συνεργάσθηκε στην εν λόγω πώληση, παρέχοντας υποσχετική επιστολή στους πιστωτές του εν λόγω πλοίου. Επομένως, ως προς την αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη στην αγωγή και περιγραφόμενη αμέσως ανωτέρω υπό στοιχείο [β] ως παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης (άρνηση συναίνεσής της στην πώληση του εν λόγω πλοίου), έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε την ένδικη αγωγή, καθό μέρος η πρώτη και δεύτερη ενάγουσα επικαλούμενες αυτή τη συμπεριφορά αξίωσαν χρηματική ικανοποίηση, ως νόμιμη και δη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 932 ΑΚ και ακολούθως απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως αβάσιμη στην ουσία της, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη, κατά τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα. Πρέπει, επομένως, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον οι ενάγοντες διαμαρτύρονται με τον τέταρτο λόγο έφεσής τους για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της ένδικης αγωγής τους με την εκκαλουμένη απόφαση, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της ένδικης αγωγής, κατά τούτο, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο, κρατήσει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να απορρίψει την ένδικη αγωγή της πρώτης και δεύτερης των εναγόντων, καθό μέρος επιχειρείται όπως θεμελιωθεί στην αμέσως ανωτέρω επικαλούμενη με την αγωγή παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τις ανωτέρω πρώτη και δεύτερη των εναγόντων – εκκαλούντων από την εκκληθείσα.

Περαιτέρω, [γ] η δεύτερη ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι,  η ναυλώτρια του πλοίου DI εταιρεία με την επωνυμία …………, προβάλλοντας αξιώσεις από τη μεταφόρτωση του φορτίου της από το ανωτέρω πλοίο DI σε έτερο πλοίο και τη μεταφορά του, επέτυχε την κατάσχεση του ναύλου του πλοίου PI της δεύτερης ενάγουσας έως του ποσού των 900.000 δολ. ΗΠΑ, και τοιουτοτρόπως κατά την ακριβή διατύπωση της αγωγής «… Έτσι, κατεσχέθη ναύλος ύψους 550.000 δολ. ΗΠΑ μέσω του τραπεζικού συστήματος στη Νέα Υόρκη, απ’ όπου περνούν τα εμβάσματα δολαρίων που κατευθύνονται εκτός ΗΠΑ. … Η κατάσχεση όμως του ναύλου ως ανωτέρω οδήγησε σε οικονομική ασφυξία τη δεύτερη από εμάς. Πράγματι, το PI ευρίσκετο τότε στον Παναμά, σε διάπλου της διώρυγας από Χιλή προς ΗΠΑ, στον κόλπο του Μεξικού, όπου θα εκφόρτωνε φορτίο θειικού οξέος που είχε παραλάβει στη Χιλή. Λόγω της κατάσχεσης του ναύλου, η εταιρεία βρέθηκε σε αδυναμία να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε πληρωμή για τη διέλευση περίπου 50.000 Δολ. ΗΠΑ, αλλά και τους μισθούς του πληρώματος, τα πετρέλαια, τα λιμανιατίκα στις ΗΠΑ όπου κατευθύνετο να παραδώσει το φορτίο του, και άλλους προμηθευτές, αφού ol πληρωμές οφείλονταν σε δολ. ΗΠΑ και οπουδήποτε έμβασμα που θα έστελνε θα κατασχόταν στη Νέα Υόρκη ως ανωτέρω…» Από το εν λόγω απόσπασμα, εκτιμάται ότι η δεύτερη ενάγουσα, ισχυρίζεται ότι, συνεπεία της κατάσχεσης του ναύλου αυτής μέσω του τραπεζικού συστήματος της Νέας Υόρκης από την ανωτέρω ναυλώτρια, αυτή (δεύτερη ενάγουσα) δεν ηδύνατο να καλύψει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της από τη λειτουργία του ανωτέρω πλοίου της με τη χρησιμοποίηση του τραπεζικού λογαριασμού στις ΗΠΑ. Τότε, κατά την αγωγή, αυτή (δεύτερη ενάγουσα) εζήτησε από την εναγομένη να εκδώσει «υποσχετική επιστολή» προς την ανωτέρω ναυλώτρια του πλοίου DI εταιρεία, προκειμένου κατά την ακριβή διατύπωση της αγωγής «… να απελευθερωθεί τουλάχιστον το PI και να μπορέσει μέσω της προσοδοφόρας εκμετάλλευσής του ως ανωτέρω να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις που είχαμε, πλην όμως αυτή αρνήθηκε….». Ενόψει του ότι η υποσχετική επιστολή, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, αποτελεί εμπορικό χρεωστικό ομόλογο, το οποίο εκδίδεται από έμπορο και περιέχει υπόσχεση προς τον λήπτη για την παροχή χρημάτων, χρεογράφων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, το δε χρεωστικό ομόλογο συνιστά αφηρημένη υπόσχεση χρέους, εκτιμάται ότι η δεύτερη ενάγουσα, ισχυρίζεται ότι εζήτησε από την εναγομένη τραπεζική εταιρεία να εκδώσει χρεωστικό ομόλογο με το οποίο αυτή (εναγομένη) να υπόσχεται προς την ανωτέρω ναυλώτρια την καταβολή του επικαλούμενου από αυτήν χρέους, για το οποίο είχε επιβάλει κατάσχεση. Εν τούτοις, τέτοια υποχρέωση η δεύτερη ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι η εναγομένη είχε αναλάβει συμβατικά. Η άρνηση εξάλλου την εναγομένης εταιρείας να χορηγήσει την αναφερομένη στην αγωγή υποσχετική επιστολή δεν στοιχειοθετεί ούτε παράνομη πράξη, υπό την έννοια ότι αντίκειται είτε σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου είτε στις επιταγές της εννόμου τάξεως, ούτε πρόκειται για συμπεριφορά καταχρηστική, ως ενέχουσα προφανή υπέρβαση των τιθέμενων από το άρθρο 281 ΑΚ ορίων, ή αντίθετη στα χρηστά ήθη, δηλαδή αντίθετη στις αντιλήψεις του, κατά τη γενική αντίληψη, χρηστώς και με φρόνηση σκεπτομένου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που μπορούσε να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και συνεπώς πρόσφορη αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το ζημιογόνο αποτέλεσμα.  Πράγματι, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 361 ΑΚ, για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Κάθε δε πρόσωπο, που έχει την ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας, έχει την εξουσία, με τη μορφή της φυσικής ευχέρειας, να συνάπτει ενοχικές, εμπράγματες ή άλλου είδους συμβάσεις με τρίτους ή να μη συνάπτει τέτοιες συμβάσεις ή και να αποκρούει τη σύναψή τους. Η εξουσία αυτή αποτελεί έκφανση του, κατ` άρθρο 5 παρ. 1, του Συντάγματος, ατομικού δικαιώματος ανάπτυξης της προσωπικότητας με ελεύθερη επαγγελματική και κοινωνική δράση και από τη φύση της δεν υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, το οποίο άρθρο προϋποθέτει άσκηση συγκεκριμένου δικαιώματος που παρέχεται στο δικαιούχο από θετική διάταξη του δικαίου και αποσκοπεί στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος (ΑΠ 167/1998 ο.π.). Η απόκρουση πρότασης κατάρτισης σύμβασης, δεν αποτελεί συμπεριφορά η οποία εμπίπτει στο άρθρο 281 ΑΚ και κατά συνέπεια δεν συνιστά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, κατά τους ορισμούς του άρθρου 914 ΑΚ. Εξάλλου, υπό τις εκτιθέμενες στην αγωγή περιστάσεις, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης και δη η άσκηση της φυσικής της ευχέρειας μη έκδοσης υποσχετικής επιστολής υπέρ της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, δεν τυγχάνει ούτε αντίθετη στα χρηστά ήθη, δηλαδή αντίθετη στις αντιλήψεις του, κατά τη γενική αντίληψη, χρηστώς και με φρόνηση σκεπτομένου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, μόνον εκ του λόγου ότι η εναγομένη είχε καταρτίσει με την εν λόγω (δεύτερη) ενάγουσα την από 8.11.2006 σύμβαση δανείου, χρηματοδοτώντας την εκ μέρους της αγορά του ανωτέρω πλοίου. Εξάλλου, η εναγομένη δεν ήταν αυτή που προκάλεσε τη γένεση των απαιτήσεων της ανωτέρω ναυλώτριας, διότι οι απαιτήσεις αυτές προέκυψαν από την αδυναμία του πλοίου DI, πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας, να εκτελέσει τη μεταφορά του φορτίου της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, συνεπεία απαγορεύσεως απόπλου που του επέβαλαν οι λιμενικές αρχές του λιμένος Γάνδης του Βελγίου και ακολούθως τρίτοι – πιστωτές του εν λόγω πλοίου. Επιπλέον, η κατάσχεση του ναύλου του πλοίου της δεύτερης ενάγουσας, έλαβε χώρα από την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία και όχι από την εναγομένη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, απαραδέκτως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 224 ΚΠολΔ, δια των εγγράφων προτάσεων που οι ενάγοντες κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αυτοί (ενάγοντες) αποδίδουν και έτερες παράνομες συμπεριφορές στην εναγομένη και δη άρνηση αυτής (εναγομένης) να παράσχει υποσχετική επιστολή και προς αποφυγή απαγόρευσης απόπλου και ακολούθως κατάσχεσης του πλοίου PI, υπολαμβάνοντας για πρώτη φορά ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία κατήσχε για την ανωτέρω απαίτησή της και το ανωτέρω πλοίο για την οποία κατάσχεση η δεύτερη ενάγουσα εζήτησε υπό της εναγομένης την έκδοση επιπλέον υποσχετικής επιστολής. Επιπλέον, δια της ένδικης εφέσεως (σελ. 12) απαραδέκτως (άρθρο 224 ΚΠολΔ) ισχυρίσθηκαν έτι περαιτέρω ότι η εναγομένη εκμεταλλευόμενη την μονοπωλιακή και εξουσιαστική θέση που είχε έναντι των εναγόντων αρνήθηκε να παράσχει υποσχετική επιστολή προς τους ανωτέρω ναυλωτές προκειμένου να ελευθερωθεί το ανωτέρω πλοίο της πρώτης ενάγουσας. Επομένως, ως προς την αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη στην αγωγή ως παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης (άρνηση έκδοσης υποσχετικής επιστολής υπέρ της ναυλώτριας του πλοίου DI εταιρείας), έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως νόμιμη και δη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 932 ΑΚ και ακολούθως απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως αβάσιμη στην ουσία της, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη, κατά τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα. Οι ανωτέρω περιγραφόμενες υπό στοιχεία [α], [β] και [γ] συμπεριφορές της εναγομένης, είτε αυτοτελώς ορώμενες είτε συνδυαστικά, δεν δύναται να θεμελιώσουν παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης σε βάρος της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας κατά τους ορισμούς των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, όπως αναλύεται ανωτέρω, η οποία (παράνομη συμπεριφορά) μάλιστα είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική κατάρρευση της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας. Ως εκ τούτου, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε ότι οι ανωτέρω υπό στοιχείο [α], [β] και [γ] συμπεριφορές της εναγομένης τυγχάνουν παράνομες και υπαίτιες και περαιτέρω έκρινε την ένδικη αγωγή, όσον αφορά στην πρώτη και δεύτερη ενάγουσα όσον αφορά στο ειδικότερο αίτημα αυτών περί επιδίκασης αναγνωριστικώς χρηματικής ικανοποίησης σε βάρος της εναγομένης, ως νόμιμη και δη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 932 ΑΚ και ακολούθως απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως αβάσιμη στην ουσία της, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη, κατά τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα. Πρέπει, επομένως, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εν λόγω ενάγουσες παραπονούνται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της ένδικης αγωγής τους, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της ένδικης αγωγής, κατά τούτο, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο, κρατήσει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να απορρίψει την ένδικη αγωγή της πρώτης και δεύτερης των εναγόντων, καθό μέρος επιχειρείται όπως κατά την ανωτέρω επικαλούμενη με την αγωγή παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (μη χρηματοδότηση της μετασκευής του πλοίου DI πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας, άρνηση συναίνεσης στην πώληση του ίδιου πλοίου στην αγοράστρια εταιρεία ……… και άρνηση έκδοσης υποσχετικής επιστολής προς τη ναυλώτρια του ίδιου πλοίου εταιρεία ……… κατόπιν αιτήσεως της δεύτερης ενάγουσας) ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τις ανωτέρω πρώτη και δεύτερη των εναγόντων – εκκαλούντων από την εκκληθείσα (άρθρο 536 του ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, [δ] οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι η εναγομένη προέβη σε καταγγελία της από 8.11.2006 συμβάσεως δανείου, η οποία κατά πρώτο λόγο, δια της αναφοράς στη σελίδα 11 της ένδικης αγωγής «…Η αντίδικος προέβη σε επίδοση εξωδίκου καταγγελίας της μεταξύ μας σύμβασης δανείου, δίχως όμως να προσδιορίζει ημερομηνία καταγγελίας, με αποτέλεσμα, αυτή να τυγχάνει ανυπόστατη…», υπολαμβάνοντας ότι δεν έλαβε χώρα πράγματι καταγγελία της ένδικης σύμβασης δανείου, επιπροσθέτως δε ότι σε κάθε περίπτωση η εν λόγω καταγγελία ήταν και καταχρηστική διότι, αν και συνέτρεχε λόγος υπερημερίας των δανειοληπτριών εταιρειών και συγκεκριμένα η συντηρητική κατάσχεση του πλοίου DI, το γεγονός αυτό υπερημερίας ηδύνατο να λυθεί και δη δια της πωλήσεως του ανωτέρω πλοίου, όπως είχε γίνει προηγούμενα με το πλοίο IΝI. Παρά ταύτα, η εναγομένη δεν χρηματοδότησε τη μετασκευή του πλοίου DI, και αν και εγνώριζε ότι με την εκπλειστηρίαση του πλοίου η τιμή πώληση θα ήταν κατώτερη από την τιμή που θα επιτυγχάνετο στην ελεύθερη αγορά αυτού, επέλεξε να μη συνδράμει στην ολοκλήρωση της πώλησης και αποδέχθηκε την οικονομική κατάρρευση των εναγόντων, προέβη δε και στην καταγγελία της σύμβασης δανείου παρόλο που η απαίτησή της δεν διέτρεχε κίνδυνο, επιδεικνύοντας συμπεριφορά που αντίκεινται στις θεμελιώδεις αρχές και αξίες που είναι γενικά παραδεκτές στο χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενο κοινωνικό άνθρωπο που δραστηριοποιείται στο χώρο της ναυτιλίας και της χρηματοδότησης ενόσω μάλιστα το ένδικο δάνειο εξυπηρετείτο κανονικά και οι πληρωμές που έως τότε είχαν λάβει χώρα εκάλυπταν δόσεις μεταγενέστερες και μη εισέτι ληξιπρόθεσμες. Εν τούτοις, η επικαλούμενη ζημία της πρώτης ενάγουσας κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν συνδέεται με τις επικαλούμενες με την αγωγή ακυρότητες της καταγγελίας της από 8.11.2006 συμβάσεως δανείου εκ μέρους της εναγομένης. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, η εκπλειστηρίαση του πλοίου DI, πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας και η εξ αυτού του λόγου στέρηση της περιουσίας της και δη του ανωτέρω πλοίου της όπως επίσης και η εξ αυτού του λόγου στέρηση της εκμετάλλευσης αυτού, προηγήθηκε χρονικά της εν λόγω καταγγελίας. Επιπροσθέτως δε, το εν λόγω πλοίο της πρώτης ενάγουσας, δεν εκπλειστηριάσθηκε με επίσπευση της εναγομένης. Επομένως, η τυχόν ακυρότητα της εν λόγω καταγγελίας δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επικαλούμενη με την αγωγή περιέλευση της πρώτης ενάγουσας σε οικονομική αδυναμία να ανταποκριθεί στις έναντι τρίτων υποχρεώσεις της. Εν τούτοις, όσον αφορά στη δεύτερη ενάγουσα, αυτή, αναφέρει στην ένδικη αγωγή, ότι η εναγομένη προέβη στην κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου της PI και ακολούθως στην αναγκαστική εκποίηση αυτού με ιδική της επίσπευση. Στην αγωγή ωστόσο δεν γίνεται αναφορά στον τίτλο, δυνάμει του οποίου, η εναγομένη προέβη σε εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της και δη του ανωτέρω πλοίου της PI. Και πράγματι η εν λόγω ενάγουσα επικαλείται ότι έλαβε χώρα ανυπόστατη, άλλως άκυρη καταγγελία εκ μέρους της εναγομένης της από 8.11.2006 σύμβασης δανείου, πλην όμως δεν αναφέρει περαιτέρω ότι η εναγομένη επικαλούμενη την εν λόγω καταγγελία προέβη σε έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της και με τίτλο την εν λόγω διαταγή πληρωμής επισπεύσθηκε σε βάρος της η ένδικη εκτέλεση. Για πρώτη φορά με την προσθήκη επί των προτάσεων που οι ενάγοντες κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 26) η δεύτερη ενάγουσα αναφέρει ότι « … η καταγγελία του ενδίκου δανείου και η κατάσχεση του PI , μας έφεραν ενώπιον μιας οφειλής προς την αντίδικο η οποία εξέδωσε διαταγή πληρωμής σε βάρος μας που ήδη έχομε ακυρώσει πρωτοδίκως…», πλην όμως ούτε από το εν λόγω απόσπασμα της προσθήκης επί των προτάσεων προκύπτει ο τίτλος δυνάμει του οποίου επισπεύσθηκε εκτέλεση σε βάρος της δεύτερης ενάγουσας. Επιπλέον, από την επισκόπηση των προσκομιζομένων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επικαλούμενων εγγράφων, δεν προκύπτει ο τίτλος δυνάμει του οποίου η εναγομένη κατήσχε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, το ανωτέρω πλοίο πλοιοκτησίας της δεύτερης ενάγουσας και ακολούθως με επίσπευσή της αυτό εκπλειστηριάσθηκε. Επομένως, καθό μέρος με την ένδικη αγωγή η δεύτερη ενάγουσα επικαλείται άδικη σε βάρος της εκτέλεση και δη κατάσχεση και ακολούθως εκπλειστηρίαση του ανωτέρω πλοίου της με επίσπευση της εναγομένης και παράλληλα ακυρότητα της σε βάρος της εκτέλεσης, η ένδικη αγωγή τυγχάνει αόριστη και ως τέτοια απορριπτέα, ενόψει του ότι αν και με την ένδικη αγωγή, προσάπτεται μεν στην εναγομένη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά εκ της κατασχέσεως υπ’ αυτής (εναγομένης) του ανωτέρω πλοίου PI και ακολούθως, της αναγκαστικής εκποίησης αυτού με επίσπευσή της, στο ελάχιστο περιεχόμενο της ένδικης αγωγής δεν αναφέρεται (α) ο τίτλος δυνάμει του οποίου η εναγομένη επέσπευσε εκτέλεση σε βάρος του πλοίου της δεύτερης ενάγουσας, (β) εάν ο εν λόγω τίτλος εξαφανίσθηκε ακολούθως κατόπιν ανακοπής σε βάρος του εκ μέρους της δεύτερης ενάγουσας, (γ) αν ακυρώθηκε αμετάκλητα η επισπευθείσα υπό της εναγομένης σε βάρος του πλοίου της δεύτερης ενάγουσας αναγκαστική εκτέλεση, (δ) η γνώση ή η από αμέλεια (και το είδος αυτής) άγνοια εκ μέρους της εναγομένης ότι επέσπευσε εκτέλεση για ανύπαρκτο δικαίωμα, εφόσον κατά την αγωγή δεν υπήρξε καταγγελία της ένδικης σύμβασης δανείου και τέλος (ε) οι τυχόν ακυρότητες της σε βάρος της (δεύτερης ενάγουσας) επισπευθείσας εκτέλεσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, απαραδέκτως για πρώτη φορά (άρθρο 224 ΚΠολΔ) η δεύτερη ενάγουσα, προσάπτει στην εναγομένη, επισπεύδουσα την εκτέλεση του ανωτέρω πλοίου της, ότι αυτή διατήρησε επί ένα έτος μετά την κατάσχεση του πλοίου το τοξικό φορτίο που αυτό μετέφερε στις δεξαμενές του, καθόν χρόνο αυτό κατασχέθηκε, με αποτέλεσμα τη φθορά αυτών και τη μείωση της αξίας του, ισχυρισμό που απαραδέκτως (άρθρο 224 ΚΠολΔ) επανέλαβε και με την ένδικη έφεση της (σελ. 13 και 19 ένδικης έφεσης). Επομένως, ως προς την αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη στην αγωγή και περιγραφόμενη αμέσως ανωτέρω υπό στοιχείο [δ] παράνομη σε βάρος της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας συμπεριφορά της εναγομένης (άκυρη καταγγελία και άδικη σε βάρος της δεύτερης ενάγουσας εκτέλεση), έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως νόμιμη και δη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 932 ΑΚ καθό μέρος με αυτήν αξιώνεται υπό της πρώτης και δεύτερης εναγούσης χρηματική ικανοποίηση και ακολούθως απέρριψε αυτή (ένδικη αγωγή) ως αβάσιμη στην ουσία της, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως μη νόμιμη κατά το μέρος που την εν λόγω συμπεριφορά επικαλείται η πρώτη ενάγουσα προς θεμελίωση την περί χρηματική της ικανοποίηση αξίωση και ως αόριστη κατά το μέρος που την εν λόγω συμπεριφορά επικαλείται η δεύτερη ενάγουσα προς θεμελίωση την περί χρηματική της ικανοποίηση αξίωση, κατά τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα. Ενόψει δε του ότι οι εν λόγω (πρώτη και δεύτερη) ενάγουσες, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής τους διαμαρτύρονται για την κατ’ ουσία απόρριψη της αγωγής τους πρέπει, το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και νόμιμο της ένδικης αγωγής ως προς την αμέσως ανωτέρω αναφερόμενη στην αγωγή και περιγραφόμενη αμέσως ανωτέρω υπό στοιχείο [δ] παράνομη σε βάρος της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας συμπεριφορά της εναγομένης (άκυρη καταγγελία και άδικη σε βάρος της δεύτερης ενάγουσας εκτέλεση) μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο, κρατήσει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) να απορρίψει την ένδικη αγωγή ως προς την πρώτη ενάγουσα ως μη νόμιμη και ως προς την δεύτερη των εναγόντων  ως αόριστη, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τις πρώτη και δεύτερη των εναγόντων – εκκαλούντων από την εκκληθείσα (άρθρο 536 του ΚΠολΔ).

Ενόψει των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει, γενομένης δεκτής της ένδικης έφεσης να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και ακολούθως, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και να απορρίψει αυτή (ένδικη αγωγή) (α) ως απαράδεκτη καθό μέρος ηγέρθη υπό της τρίτης και τετάρτου των εναγόντων και δη ελλείψει ενεργητικής αυτών νομιμοποίησης, (β) ως μη νόμιμη καθό μέρος ηγέρθη υπό της πρώτης των εναγόντων, (γ) ως μη νόμιμη καθό μέρος ηγέρθη υπό της δεύτερης εναγούσης, πλην του αιτήματος αυτής (δεύτερης εναγούσης) όπως της επιδικασθεί αναγνωριστικώς ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη το ποσό των 140.000 ευρώ, εκ της επικαλούμενης στην αγωγή ακυρότητας της καταγγελίας της ανωτέρω συμβάσεως δανείου και άδικης σε βάρος της (δεύτερης ενάγουσας) εκτέλεση υπό της εναγομένης [αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας υπό στοιχείο [δ] αποδιδόμενη στην εναγομένη παράνομη συμπεριφορά] ως προς το οποίο (αίτημα) η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω στο σκεπτικό της παρούσας. Εφόσον η ένδικη έφεση έγινε δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η  επιστροφή του παράβολου που καταβλήθηκε, κατά την κατάθεση της υπό κρίση εφέσεως, στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. δ`ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί, κατά τις διατάξεις του άρθρου 179 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και στην ουσία της την ένδικη έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος υπό των εκκαλούντων, κατά την έγερση της ένδικης έφεσης, παραβόλου σε αυτούς (εκκαλούντες).

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 1410/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 30.12.2016 (με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………./16.5.2018) αγωγή των ήδη εκκαλούντων – εναγόντων την οποία ήγειραν κατά της εναγομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απορρίπτει την ένδικη αγωγή, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε την 21η/06/2024 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στον Πειραιά, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων την  27/08/2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ