Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 393/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αριθμός Απόφασης 393/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Μαριάννα Μπέη, Εφέτη- Εισηγήτρια, που ορίστηκαν απ’ τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση :

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της πτωχεύσασας ανώνυμης  εταιρίας με την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στον Δήμο … στο ………, με ΑΦΜ …….., νομίμως εκπροσωπουμένης απ’ το σύνδικο της πτώχευσης, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ευάγγελου Τρανώρη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ ……….) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α) και ήδη e-ΕΦΚΑ, που εδρεύει στην Αθήνα, …………, και εκπροσωπείται νόμιμα απ’ τον Διοικητή του, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) δυνάμει των άρθρων 51, 53, 70 παρ. 1 και 9 του Ν. 4387/2016 παρ. Η και Θ, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Απόστολου Συμιακού του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά  (ΑΜ ΔΣΠ ………) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών ζητά να γίνει δεκτή η από 1-2-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2023 έφεσή του κατά της 166/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας), αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δι-κηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν νομότυπα με δηλώσεις κατ’ άρ. 242 παρ. 2 και 764 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπό κρίση έφεση ο εκκαλών στρέφεται κατά της 166/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά,  που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Ο εκκαλών, ο οποίος παραστάθηκε κανονικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, μετά από κλήτευσή του κατ’ άρ. 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει απ’ την ……/31-12-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………………, έχοντας καταστεί διάδικος, άσκησε νομότυπα  και παραδεκτά την ένδικη έφεση κατ’ άρ. 131 ΠτΚ (Ν. 4738/2020), 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517, 741, 761 ΚΠολΔ, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και την καταβολή του σχετικού παραβόλου με αριθμό ……………. (495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (518 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού απ’ το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, που δημοσιεύθηκε στις 18-1-2023, η δε έφεση κατατέθηκε στις 10-2-2023 σύμφωνα με την οικεία πράξη κατάθεσης. Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρ. 19 ΚΠολΔ), η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην συνέχεια ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία όπως και πρωτοδίκως (535 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 192 παρ. 1 του Ν. 4738/2020 «Με την επιφύλαξη της παρ. 2, ο οφειλέτης, φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του αν έχουν αναγγελθεί ή όχι, τριάντα έξι (36) μήνες από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή την καταχώρηση της παρ. 4 του άρθρου 77, εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του. Η απαλλαγή έχει ως συνέπεια και την παύση των στερήσεων δικαιωμάτων τις οποίες συνεπάγεται η πτώχευση», ενώ στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 193 του ίδιου ως άνω νόμου προβλέπεται η δυνατότητα προσφυγής κατά της αυτοδίκαιης απαλλαγής του οφειλέτη και ειδικότερα στην παρ. 1, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 21 του Ν. 4818/2021, προβλέπεται ότι «1. Η προσφυγή κατά της απαλλαγής ασκείται παραδεκτά στο πτωχευτικό δικαστήριο εφόσον, ο προσφεύγων επικαλείται ότι η αδυναμία εκπλήρωσης την οποία διαπιστώνει η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη ή ότι ο οφειλέτης δεν επέδειξε καλή πίστη είτε κατά την κήρυξη της πτώχευσης είτε και κατά τη διάρκεια της, δεν έχει υπάρξει συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, έχει δολίως αποκρύψει εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή ότι είτε εκκρεμεί ποινική δίωξη κατά του οφειλέτη για κάποια από τις πράξεις του Ενάτου Μέρους του Δεύτερου Βιβλίου ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας, ή για το αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών ή ότι έχει καταδικαστεί για κάποια από αυτές τις πράξεις.», στην παρ. 2 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση προσφυγής, το πτωχευτικό δικαστήριο, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφασίζει περί της απαλλαγής. Εάν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής, δύναται με αιτιολογημένη απόφαση του, να θέσει προθεσμία στον οφειλέτη για την ικανοποίηση τους, να περιορίσει την απαλλαγή ως προς ορισμένα μόνο χρέη ή να ορίσει εξαιρετικά μεγαλύτερη προθεσμία απαλλαγής, παρέχοντας σε κάθε περίπτωση δέουσα αιτιολόγηση τυχόν παρεκκλίσεων από την προβλεπόμενη προθεσμία γενικής απαλλαγής της παρ. 1 του άρθρου 192» και στην παρ. 3 προβλέπεται ότι «Αν η προσφυγή επικαλείται ποινική δίωξη ή καταδίκη για κάποια από τις πράξεις της παρ. 1, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την απόφαση του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας». Ακολούθως, στη διάταξη του άρθρου 194 του Ν. 4738/2020 ορίζεται ότι «1. Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης (σε περίπτωση χρεών προς το Δημόσιο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος στον οποίο ανάγεται η υποχρέωση και όχι ο χρόνος δημιουργίας του νόμιμου τίτλου) και οφειλές από δόλο ή βαρεία αμέλεια, που προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη προσώπου, οφειλές από τα αδικήματα του Ν. 4557/2018 και οφειλές διατροφής» και «2. Σε περίπτωση που μετά την απαλλαγή οφειλέτη αποδειχθεί ότι παρέλειψε δολίως ή από βαριά αμέλεια την αποκάλυψη της οικονομικής και περιουσιακής του κατάστασης κατά την διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας ή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το σχέδιο πληρωμών της παρ. 2 του άρθρου 92, το πτωχευτικό δικαστήριο εντός τριετίας από την επέλευση της απαλλαγής, μπορεί μετά από αίτημα πιστωτή να ανακαλέσει την απαλλαγή εν όλω ή εν μέρει ή να θέσει προϋποθέσεις της απαλλαγής, όπως την εξόφληση των οφειλομένων από το σχέδιο πληρωμών». Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 195 του Ν. 4738/2020 προβλέπεται η απαλλαγή των εκπροσώπων των νομικών προσώπων, ήτοι κυρίως εταιρειών, από οφειλές για τις οποίες έχουν εκ του νόμου αλληλέγγυα ευθύνη και συγκεκριμένα στην παρ. 1, όπως αυτή τροποποιήθηκε από το άρθρο 35 παρ. 23 του Ν.4818/2021, ορίζεται ότι «1. Φυσικό πρόσωπο που εκ του νόμου έχει αλληλέγγυα ευθύνη λόγω της εκπροσωπευτικής ή διοικητικής του σχέσης με οφειλέτη νομικό πρόσωπο, απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για οφειλές του οφειλέτη, που προέκυψαν εντός της ύποπτης περιόδου ή και εντός των τριάντα έξι (36) μηνών που προηγήθηκαν της ύποπτης περιόδου, με την πάροδο τριάντα έξι (36) μηνών από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, ή είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης ή την καταχώρηση της παρ. 4 του άρθρου 77, όποιο από τα δύο προηγηθεί χρονικά, εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του. Ως ύποπτη περίοδος νοείται η οριζόμενη στο άρθρο 116 ή η τεκμαιρόμενη ύποπτη περίοδος του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 81 σε περίπτωση καταχώρησης της παρ. 4 του άρθρου 77, κατά περίπτωση», ενώ στην παρ. 2 προβλέπεται ότι «2. Σε περίπτωση προσφυγής, το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφαίνεται υπέρ της απαλλαγής, εάν το φυσικό πρόσωπο επιδεικνύει καλή πίστη τόσο κατά την κήρυξη της πτώχευσης όσο και κατά τη διάρκεια της, είναι συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, δεν ευθύνεται για πράξη ή παράλειψη του άρθρου 127 και η πτώχευση δεν οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του. Δεν απαλλάσσονται πλήρως αυτοί που καταδικάστηκαν για κάποια από τις πράξεις του Ενάτου Μέρους του Δεύτερου Βιβλίου του παρόντος ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα. Αν υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη ή αστική αγωγή για κάποια από αυτές τις πράξεις ή παραλείψεις, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την απόφαση του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της διαδικασίας. Η απόφαση ανακαλείται, αν επέλθει μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση εντός τριετίας από την επέλευση της απαλλαγής». Τέτοια απαλλασσόμενα φυσικά πρόσωπα είναι οι διαχειριστές ως εκπρόσωποι (και οι εκκαθαριστές κατά περίπτωση) ή τα μέλη διοικητικού οργάνου νομικού προσώπου ή το μονομελές διοικητικό όργανο, ενώ περίπτωση που εκ του νόμου δημιουργείται αλληλέγγυα προς το εκπροσωπούμενο νομικό πρόσωπο ευθύνη των άνω προσώπων είναι, μεταξύ άλλων, για οφειλές του εκπροσωπούμενου απ’ αυτά νομικού προσώπου προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης. Η αλληλέγγυα αυτή ευθύνη αφορά στην υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων που οφείλονται απ’ τα εκπροσωπούμενα νομικά πρόσωπα προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ανεξάρτητα απ’ το χρόνο βεβαίωσής τους υπό τους όρους του άρ. 31 του ν. 4321/2015. Κατά τα λοιπά, επί της ασκηθείσας προσφυγής κατά της προδιαγεγραμμένης αυτόματης απαλλαγής των παραπάνω προσώπων απ’ την αλληλέγγυα ευθύνη τους, για τις οφειλές του νομικού προσώπου, που εκπροσωπούσαν, επέρχονται οι ίδιες συνέπειες σε σχέση με την απαλλαγή του ίδιου του οφειλέτη, φυσικού προσώπου. Η απαλλαγή δεν επέρχεται δηλαδή με την απλή παρέλευση των προβλεπόμενων χρονικών διαστημάτων, αλλά θα επέλθει μόνο, όταν και στο μέτρο που τυχόν θα τη διατάξει η απόφαση επί της ασκηθείσας προσφυγής. Επί της προσφυγής δε αυτής το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία πρέπει να έχουν καταχωριστεί και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει το σύνδικο, αποφαίνεται υπέρ της απαλλαγής, εάν το φυσικό πρόσωπο (εκπρόσωπος) α) έχει επιδείξει καλή πίστη, τόσο κατά την κήρυξη της πτώχευσης όσο και κατά τη διάρκειά της, β) ήταν και είναι συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης, γ) δεν βαρύνεται με ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις πρόκλησης ή παρέλκυσης της πτώχευσης (κατά το άρ. 127 ΠτΚ) και δ) η πτώχευση δεν οφείλεται σε δόλιες ενέργειές του. Οι ανωτέρω προϋποθέσεις (αρνητικές και θετικές) πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Η εν θέματι προσφυγή σημαίνει την αίτηση ή αγωγή αμφισβήτησης του νόμιμου υπέρ του οφειλέτη, πτωχού, αλλά υπολανθάνοντος –εμμέσως, συναγόμενου– τεκμηρίου ότι ο οφειλέτης, πτωχός, έχοντας περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, χωρίς δόλο και χωρίς να βαρύνεται με δίωξη ή καταδίκη για διάπραξη οικονομικών εγκλημάτων, επέδειξε, κατά την ακολουθούσα διαδικασία, καλή πίστη και διάθεση συνεργασίας, εμφανίζοντας και όλα τα περιουσιακά του στοιχεία. Με την προσφυγή του, επομένως, ο προσφεύγων, που έχει έννομο, προς τούτο, συμφέρον (πιστωτής ή ο σύνδικος ή και ο Εισαγγελέας), οφείλει να ισχυριστεί και να αποδείξει τα αντίθετα των ανωτέρω, ανατρέποντας το τεκμήριο και ζητώντας από το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης πτωχευτικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκεί την προσφυγή, να αναγνωρίσει, την εκ του λόγου αυτού αδυναμία επέλευσης της απαλλαγής, την οποία προβλέπει ο νόμος ως αυτοδίκαιη συνέπεια της παρόδου απλώς της ορισμένης προθεσμίας (ΠΠΧίου 18/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατρ 395/2022 ΤΝΠ Ισοκράτης, Ψυχομάνη Σ., Πτωχευτικό Δίκαιο, 9η έκδοση, 2021, σ. 572 επ.). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 263 του Ν. 4738/2020, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 38 παρ. 4 του Ν.4818/2021 «Τα άρθρα 195 και 196 εφαρμόζονται και για την απαλλαγή των εκπροσώπων νομικού προσώπου για οφειλές νομικού προσώπου, του οποίου η αίτηση πτώχευσης ή η κήρυξη σε πτώχευση προηγήθηκε της θέσης του παρόντος νόμου σε ισχύ ή του οποίου η αίτηση απορρίφθηκε, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 3588/2007. Σε περίπτωση που η προθεσμία, που αφορά την απαλλαγή των εκπροσώπων της παρ. 1 του άρθρου 195 λήξει οποτεδήποτε πριν τις 31.12.2021, τότε η απαλλαγή επέρχεται την 1η. 1.2022, ενώ τυχόν προσφυγή μπορεί να ασκηθεί μέχρι τις 31.12.2021».

Με την από 29-12-2021 προσφυγή του το προσφεύγον Ν.Π.Δ.Δ. εκθέτει ότι με την 1047/26-2-2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..», Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τύγχανε ο καθ’ ου η προσφυγή, και ότι ορίσθηκε ως ημέρα παύσης των πληρωμών η 1η-12-2012. Ότι το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)», που εντάχθηκε πλέον στο προσφεύγον ΝΠΔΔ, αναγγέλθηκε στην παραπάνω πτώχευση για οφειλές της πτωχής, ότι ο καθ’ ου η προσφυγή, που υπέχει εκ του νόμου αλληλέγγυα ευθύνη από κοινού με την πτωχεύσασα, δεν πρέπει να τύχει της απαλλαγής του άρ. 195 Ν. 4738/2020, καθώς αφενός μεν η πτώχευση της άνω εταιρίας, την οποία εκπροσωπούσε, οφείλεται σε δόλιες ενέργειές του, και συγκεκριμένα,  σε ό,τι αφορά στο ίδιο, στη μη απόδοση των εργατικών εισφορών που παρακράτησε σε χρόνους πριν την ημερομηνία παύσης των πληρωμών και, ακολούθως, στην απώλεια των ρυθμίσεων στις οποίες είχε προβεί, με αποτέλεσμα να διογκωθεί υπέρμετρα η οφειλή, αφετέρου δε δεν υπέβαλε έγκαιρα  την αίτηση πτώχευσης και ευθύνεται αστικά κατ’ άρ. 127 Ν. 4738/2020 για τη δημιουργία οφειλών της πτωχής για την περίοδο απ’ την 30η ημέρα μετά την παύση πληρωμών μέχρι την επόμενη της υποβολής της αίτησης πτώχευσης. Με βάση το ιστορικό αυτό, το προσφεύγον Ν.Π.Δ.Δ., επικαλούμενο έννομο συμφέρον ως πιστωτής της πτωχεύσασας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………..», ζητά να διαταχθεί η μη απαλλαγή του καθ’ ου η προσφυγή από τα πτωχευτικά χρέη του προς το ίδιο, άλλως να περιοριστεί η απαλλαγή του στο μέγιστο δυνατό, να διαταχθεί η δημοσίευση της απόφασης στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών και να καταδικασθεί ο καθ’ ου στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την προσφυγή αντιμωλία των διαδίκων, αφού ο καθ’ ου παραστάθηκε κανονικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, μετά από κλήτευσή του κατ’ άρ. 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει απ’ την …………./31-12-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, ………., έχοντας αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου, με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, και δέχθηκε ότι η προσφυγή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και παραδεκτά με την κοινοποίησή της στο σύνδικο και την προσκόμιση της έκθεσης της Εισηγήτριας Πτωχεύσεων Πειραιά, αφού δεν απαιτείτο κοινοποίησή της στην Επιτροπή ή τη Συνέλευση των Πιστωτών. Ακολούθως, αφού έκρινε την προσφυγή αρκούντως ορισμένη και νόμιμη κατά τα άρθρα 31 ν. 4321/2015 και 195 παρ. 1 και 2 και 263 παρ. 6 του ν. 4738/2020, την έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και αποφάνθηκε περί της μη απαλλαγής του καθ’ ου απ’ τα πτωχευτικά χρέη για τα οποία έχει εκ του νόμου αλληλέγγυα ευθύνη λόγω της εκπροσωπευτικής του θέσης στην πτωχεύσασα εταιρία. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ηττηθείς καθ’ ου η αίτηση-εκκαλών για τους λόγους που εκθέτει αναλυτικά στο εφετήριο δικόγραφο, οι οποίοι πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά τους.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η προσφυγή είναι ορισμένη, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, διότι ο προσφεύγων αρκέστηκε να αναφέρει σ’ αυτή τις προϋποθέσεις περί της απαλλαγής του οφειλέτη χωρίς να εξειδικεύει εάν αυτές πληρούνται ή όχι με την έκθεση συγκεκριμένων στοιχείων ή πραγματικών περιστατικών. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς η υπό κρίση προσφυγή είναι επαρκώς ορισμένη και περιέχει τα κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ απαιτούμενα για τη νομική της θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση στοιχεία, όπως αυτά περιλαμβάνονται στην άνω νομική σκέψη, και δη το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος, που θεμελιώνεται στη διάταξη του άρ. 31 του ν. 4321/2015 και συνίσταται στην αλληλέγγυα ευθύνη του καθ’ ου η προσφυγή για τις απαιτήσεις του (του ΕΦΚΑ) σε βάρος του πτωχεύσαντος νομικού προσώπου, και τη μη πλήρωση των προβλεπόμενων στη διάταξη του άρθρου 195 ν. 4738/2020 προϋποθέσεων για την απαλλαγή του καθ’ ου απ’ τα πτωχευτικά χρέη, αφού η αδυναμία εκπλήρωσης, την οποία διαπίστωσε η απόφαση που κήρυξε την πτώχευση, οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του οφειλέτη καθ’ ου, ως εκπροσώπου του νομικού προσώπου, και δη στη μη απόδοση των εργατικών εισφορών που παρακράτησε, για τις οποίες προέβη σε συνεχείς ρυθμίσεις που απώλεσε, με αποτέλεσμα την υπέρμετρη διόγκωση της οφειλής, σε χρονικές περιόδους ασφάλισης προγενέστερες της ημερομηνίας παύσης των πληρωμών.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε και ερμήνευσε εσφαλμένα το νόμο και έκανε δεκτή ως παραδεκτή την προσφυγή, την οποία έπρεπε να απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω μη κλήτευσης των πιστωτών της πτωχής εταιρίας. Ο λόγος αυτός τυγχάνει, επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς στο νόμο δεν τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της ασκηθείσας προσφυγής ή της συζήτησης αυτής η κοινοποίησή της στην Επιτροπή ή τη Συνέλευση των πιστωτών.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση της κατάθεσης του συνδίκου της πτώχευσης, ……………..,  που λήφθηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου, της …../2-3-2022 έκθεσης της Εισηγήτριας Πτωχεύσεων Πειραιά και όλων των εγγράφων, που νόμιμα και εμπρόθεσμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, δίχως  η ρητή αναφορά  ορισμένων εξ αυτών να προσδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται ανεξαιρέτως για το σχηματισμό δικανικής κρίσης (ΑΠ 1628/2003, ΕλλΔνη 2004.723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο καθ’ ου η προσφυγή-εκκαλών τύγχανε νόμιμος εκπρόσωπος, Πρόεδρος του ΔΣ και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………..», με έδρα το Δήμο …………, που συστάθηκε το 2005, είχε ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση ναυπηγικών εργασιών, μεσιτεία, εκμετάλλευση, εφοδιασμό και επάνδρωση πλοίων και μετοχικό κεφάλαιο 350.000 ευρώ. Αρχικά, η επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρίας ήταν επιτυχής, απ’ το 2008, όμως, άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα λόγω της γενικής κρίσης που παρατηρήθηκε στο χώρο της ναυτιλίας.  Τον Δεκέμβριο του 2012 η εταιρία περιήλθε σε μόνιμη και γενική αδυναμία να αντιμετωπίσει τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά εμπορικά χρέη της και με την υπ’ αριθμ. 1047/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά την από 2-1-2013 αίτηση του καθ’ ου, με βάση το από 2-1-2013 πρακτικό του ΔΣ της εταιρίας, που κατατέθηκε  στο άνω Δικαστήριο στις 3-1-2013,  η εταιρία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, ορίστηκε ημερομηνία παύσης πληρωμών η 1η-12-2012 και σύνδικος της πτώχευσης ο ……………, δικηγόρος Πειραιά, διατάχθηκε η σφράγιση του καταστήματος και της υπόλοιπης περιουσίας της πτωχής και ορίστηκε ημερομηνία συνέλευσης των πιστωτών. Μεταξύ των χρεών της ανώνυμης περιλαμβάνονταν και ληξιπρόθεσμα χρέη της προς το τότε ΙΚΑ για το χρονικό διάστημα από 19-3-2009 έως 31-12-2012 ποσού 2.726.605,03 ευρώ και φορολογικές οφειλές από 21-4-2010 έως 29-6-2012 ποσού 1.292.008,51 ευρώ, οφειλές προς τη ΔΟΥ ΦΑΕΕ Πειραιά συνολικού ποσού 1.421.886,67 ευρώ, οφειλές από απλήρωτες επιταγές και συναλλαγματικές ποσού 1.120.880,3 ευρώ, οφειλές προς το εργαζόμενο προσωπικό ποσού 716.531,50 ευρώ, οφειλές προς προμηθευτές ποσού 421.461,12 ευρώ και προς τράπεζες συνολικού ποσού 3.528.227,41 ευρώ. Το Δικαστήριο που κήρυξε την πτώχευση έκρινε ότι η περιουσία της εταιρίας, ως σύνολο των υπαρχόντων και μελλοντικά άμεσα ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων, επαρκούσε για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας, δεδομένου ότι η εταιρία διέθετε ακίνητα και εξοπλισμό συνολικής αξίας 2.030.400,21 ευρώ, στα οποία περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, και ένα γήπεδο στο βιομηχανικό πάρκο Σχιστού, με εκτιμώμενη αξία απ’ τη ΔΟΥ 672.966,96 ευρώ. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, σχηματίστηκε σε βάρος του καθ’ ου, νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας,  αυτεπαγγέλτως, ποινική δικογραφία με ΑΒΜ ……. προς διερεύνηση της τυχόν τέλεσης απ’ αυτόν αξιόποινης πράξης, ιδίως της δόλιας χρεωκοπίας κατά παράβαση του άρ. 398 παρ. α ΠΚ σε συνδυασμό με το άρ. 171 παρ. 1,2,4 του Ν. 3588/2007, η οποία όμως τέθηκε στο αρχείο κατ’ άρ. 43 ΚΠΔ απ’ τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, διότι, κατά το σκεπτικό του,  δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του, αφού είχε προκύψει ότι  ο καθ’ ου τέθηκε στη διάθεση του συνδίκου της πτώχευσης, για να καταγράψει τις διαπιστώσεις του στην από 20-10-2014 αναφορά του, και δεν είχε διαπιστωθεί η σύναψη επιβλαβών δικαιοπραξιών ούτε υπαίτια πρόκληση παύσης πληρωμών μέχρι εκείνο το στάδιο   της πτωχευτικής διαδικασίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με την από 10-12-2014 αναφορά-έκθεση κατ’ άρ. 70 Ν. 3588/2007 που συνέταξε ο ορισθείς σύνδικος της πτώχευσης, ο καθ’ ου υπήρξε συνεργάσιμος και του παρέδωσε τα κλειδιά της εισόδου του καταστήματος της εταιρίας και ενός οχήματος-φορτηγού για την ολοκλήρωση της απογραφής της περιουσίας της πτωχεύσασας εταιρίας. Στη συνέχεια, σε βάρος του καθ’ ου ασκήθηκε ποινική δίωξη κατόπιν της με αρ. ……./29-3-2017 Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης για την φερόμενη ως τελεσθείσα στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 30-7-2015 αξιόποινη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο άρ. 25 ν. 1882/1990) από υπαίτιο που ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά με το 470/2019 βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του καθ’ ου, δεχόμενο ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι ο τελευταίος αύξησε παρανόμως το ενεργητικό της περιουσίας του ούτε ότι μετά την τέλεση του βασικού αδικήματος της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2010 έως 1-6-2013, για την οποία καταδικάστηκε τελεσίδικα με το ελαφρυντικό του 84 παρ. 2 β ΠΚ περί ώθησης στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια, κατείχε περιουσία ανερχόμενη στο ποσό που είχε παραλείψει να καταβάλει. Με το ίδιο δε ως άνω βούλευμα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά δέχθηκε ότι το ακίνητο εμβαδού 4.798 τ.μ. που βρισκόταν στο ………. στη θέση «…..» του Δήμου …… και είχε δεσμευθεί με την προαναφερθείσα Διάταξη του Προέδρου της Αρχής, είχε περιέλθει αρχικά στην κυριότητα του κατηγορουμένου το 2004 και μεταβιβάστηκε το 2006 στη μετέπειτα πτωχεύσασα ανώνυμη εταιρία εκπροσώπησής του, ήτοι σε χρόνο πολύ προγενέστερο της βεβαίωσης των χρεών, έτι δε περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε μετατρέψει ή μεταβιβάσει περιουσία, κατά την έννοια των διατάξεων του Ν. 3691/2008 και μετέπειτα 4557/2018, προερχόμενη από εγκληματικές δραστηριότητες ούτε  απέκρυψε ή συγκάλυψε την αλήθεια όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας ή στον τόπο όπου αυτή αποκτήθηκε ή βρίσκεται ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών μ’ αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες ή απέκτησε, κατείχε, διαχειρίστηκε ή χρησιμοποίησε περιουσία, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης ή της διαχείρισης του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες. Με την ένδικη προσφυγή το προσφεύγον νομικό πρόσωπο ισχυρίζεται ότι ο καθ’ ου, εκπροσωπώντας την πτωχεύσασα εταιρία, προκάλεσε με δόλιες ενέργειές του την αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων αυτής, παρακρατώντας και μη αποδίδοντας σ’ αυτόν, ως όφειλε,  στο ακέραιο τις εργοδοτικές και εργατικές εισφορές σε χρονικό διάστημα σημαντικά προγενέστερο απ’ την ημερομηνία παύσης των πληρωμών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί με τον τρόπο αυτό μεγάλη οφειλή του. Επ’ αυτού και σε συνέχεια των ανωτέρω αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Μετά την κήρυξη της πτώχευσης,  το Ταμείο Είσπραξης Εσόδων ΙΚΑ Πειραιά με την υπ’ αρ………./13-3-2014 αναγγελία του ανήγγειλε τις απαιτήσεις του από ασφαλιστικές παροχές για συνολικό ποσό 3.309.379,08 ευρώ μέχρι 31-12-2012 κατά της πτωχής εταιρίας και των κατά νόμο υπεύθυνων αυτής. Ακολούθως το ΙΚΑ Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά προέβη σε νέα σε αντικατάσταση αναγγελία με αρ. ………./20-4-2015 για συνολικό ποσό 3.496.479,97 ευρώ λόγω νέων οφειλών που βεβαιώθηκαν μεταγενέστερα της αρχικής αναγγελίας και αφορούσαν σε πτωχευτικά χρέη της εν λόγω εταιρίας. Στη συνέχεια το ΙΚΑ Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά προέβη σε νέα σε αντικατάσταση αναγγελία με αρ. …………/19-9-2016 για ποσό 3.802.756,26 ευρώ. Σύμφωνα με τον εκδοθέντα απ’ το Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά-Ταμειακή Υπηρεσία από 27-12-2021 πίνακα ληξιπρόθεσμων χρεών οφειλέτη της άνω εταιρίας, που ενσωματώθηκε στην υπό κρίση προσφυγή,  η συνολική οφειλή της εταιρίας για το χρονικό διάστημα από 1-3-2006 έως 31-12-2014 ανερχόταν στο ποσό των 4.852.974,48 ευρώ και περιλάμβανε κύριες εισφορές ύψους 2.507.522,39 ευρώ και πρόσθετα τέλη ύψους 2.345.452,09 ευρώ, αφορούσε δε μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, εργοδοτικές και εργατικές, που παρακρατήθηκαν και δεν αποδόθηκαν. Όσον αφορά δε συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα έως την ημέρα παύσης των πληρωμών και δη από την 1η-3-2006 έως την 1η -12-2012,  η οφειλή κύριων εισφορών (χωρίς πρόσθετα τέλη) ανερχόταν στο ποσό των 2.309.806,83 ευρώ, αφού οι κύριες εισφορές χρονικής περιόδου από 1-3-2006 έως 31-12-2014 ανέρχονταν σε 2.507.522,39 ευρώ και αυτές της περιόδου από 1-12-2012 έως 31-12-2014 σε 197.715,55 ευρώ. Σύμφωνα με το άρ. 25 του ΑΝ 1846/1951 ως ίσχυε κατά την περίοδο της επίμαχης οφειλής (από 1-3-2006 έως 1-12-2012), οι δι’ εκάστη ημέρα εργασίας ασφαλιστικές εισφορές προς το ΙΚΑ υπέρ εκάστου κλάδου ασφαλίσεως (αναπηρίας, γήρατος, θανάτου- συντάξεων-παροχών ασθενείας και μητρότητα, ασθενείας) κατανέμονται εις βάρος του εργοδότη και εις βάρος του ασφαλισμένου κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα ποσοστά. Με βάση τα ποσοστά αυτά από το συνολικό οφειλόμενο ποσό κύριων εισφορών ύψους 2.309.806,83 ευρώ για τη χρονική περίοδο οφειλής από 1-3-2006 έως 1-12-2012, ποσό 1.539.871,22 ευρώ αφορούσε στις εργοδοτικές εισφορές και ποσό 769.935,61 ευρώ αφορούσε στις εργατικές εισφορές που παρακρατήθηκαν απ’ τους μισθούς των εργαζομένων και δεν αποδόθηκαν. Η εταιρία, εκπροσωπουμένη απ’ τον καθ’ ου, πριν την κήρυξη της πτώχευσης, προέβη τρεις φορές σε ρύθμιση της άνω οφειλής της προς το ΙΚΑ, πλην, όμως, δεν τήρησε καμία από τις ρυθμίσεις, τις οποίες απώλεσε, αφού κατέβαλε μόνο την 1η δόση κάθε φορά και εγκατέλειπε τις λοιπές. Συγκεκριμένα με την …../31-8-2010 Απόφαση Διευθυντή ΤΕΕ Πειραιά η εταιρία προέβη σε ρύθμιση 36 δόσεων, που απωλέσθηκε την 1-11-2010 μετά την καταβολή της 1ης δόσης, με την …./31-5-2011 προέβη σε προσωρινό διακανονισμό 85 δόσεων, που απωλέσθηκε στις 4-7-2011 μετά την καταβολή της 1ης δόσης, με την …/31-5-2011 προέβη σε προσωρινό διακανονισμό 36 δόσεων, που απωλέσθηκε στις 4-7-2011 μετά την καταβολή της 1ης δόσης. Πέραν των άνω ρυθμίσεων, η εταιρία κατέβαλε έναντι της οφειλής της στο προσφεύγον σε διάφορα χρονικά διαστήματα  τα ακόλουθα χρηματικά ποσά : στις 5-9-2017 κατέβαλε 81.631,58 ευρώ, στις 28-9-2017 κατέβαλε 533,83 ευρώ, στις 9-4-2008 κατέβαλε 788 ευρώ, στις 29-7-2008 κατέβαλε 316,60 ευρώ, στις 22-9-2009 κατέβαλε 2.104,54 ευρώ, στις 29-4-2010 κατέβαλε 635,41 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 86.009,96 ευρώ. Για τις άνω οφειλές της εργοδότριας εταιρίας στο προσφεύγον ασκήθηκαν σε βάρος του καθ’ ου, νομίμου εκπροσώπου της, ποινικές διώξεις για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, αδίκημα τελούμενο από δόλο, και ο τελευταίος καταδικάστηκε επανειλημμένα για τα χρονικά διαστήματα 1-12-2008 έως 31-3-2009, 1-4-2010 έως 30-6-2010, 1-7-2010 έως 30-9-2010, 1-10-2010 έως 31-10-2010, 1-12-2010 έως 31-12-2010, 1-1-2011 έως 31-3-2011, 1-4-2011 έως 30-6-2011, 1-7-2011 έως 30-9-2011, 1-10-2011 έως 31-12-2011, 1-12-2011 έως 31-3-2012, 1-4-2012 έως 30-6-2012, 1-7-2012 έως 31-7-2012, 1-8-2012 έως 30-9-2012 και 1-10-2012 έως 31-1-2013 σε ποινές φυλάκισης, με την αναγνώριση του ελαφρυντικού των μη ταπεινών αιτίων κατ’ άρ. 84 παρ. 2 β ΠΚ σε πολλές περιπτώσεις, όπως και αυτού της έμπρακτης μετάνοιας κατ’ άρ. 84 παρ. 2 δ ΠΚ. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι μεταξύ των πράξεων της υπεξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ και αυτής που προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967 και αφορά στην υπεξαίρεση των παρακρατηθέντων ασφαλιστικών εισφορών, για την οποία καταδικάστηκε ο καθ’ ου, υπάρχει ειδοποιός διαφορά, καθόσον στην πρώτη περίπτωση υπάρχει μία από τις σχέσεις που αναφέρονται ενδεικτικά στην παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου (εντολοδόχου, διαχειριστή ξένης περιουσίας κλπ), ενώ στη δεύτερη περίπτωση για να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού πρέπει να υπάρχει σχέση εξαρτημένης εργασίας, έναντι αμοιβής και υποχρέωση εκ με ρους αυτών να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές τους προς τον Ασφαλιστικό Οργανισμό, η υπεξαίρεση δε του άρ. 1 παρ. 1 Α.Ν. 86/1967 δεν εμπίπτει στις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα, στις οποίες αναφέρεται η παρ. 2 του άρ. 195 Ν. 4738/2020. Απ’ τα παραπάνω σε συνδυασμό προκύπτει αφενός μεν ότι η παρακράτηση και μη απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών απ’ την εκπροσωπούμενη απ’ τον καθ’ ου εταιρία, ανάγεται σε χρονικό διάστημα πολύ προγενέστερο της παύσης των πληρωμών της και δη στο 2006 (1-3-2006), όταν από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι υπήρχε οικονομική δυσχέρεια στους κόλπους της επιχείρησης,  και διατηρήθηκε κατά τα επόμενα έτη συνεχώς αυξούμενη με αποτέλεσμα να ανέλθει, όπως προεκτέθηκε, την 1η -12-2012 σε 2.309.806,83 ευρώ, αφετέρου δε ότι ο καθ’ ου, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, παρότι προέβη επανειλημμένα σε ρύθμιση της οφειλής, εκτιμώντας προφανώς με βάση τα οικονομικά δεδομένα της εταιρίας ότι μπορεί να ανταποκριθεί στην καταβολή των δόσεων, παρά ταύτα κατέβαλε συστηματικά την 1η δόση της κάθε ρύθμισης και ακολούθως  την εγκατέλειπε, με αποτέλεσμα να διογκώνεται η οφειλή. Λαμβανομένου δε υπόψη του ύψους της σχετικής οφειλής στο προσφεύγον, που αφορά εργατικές εισφορές που παρακρατήθηκαν απ’ τους μισθούς των εργαζομένων και δεν αποδόθηκαν, του χρόνου δημιουργίας της και της κατά τα άνω συμπεριφοράς του καθ’ ου, ο οποίος καταδικάστηκε επανειλημμένα για το εκ δόλου τελούμενο αδίκημα, έστω και με την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπό του, συντρέχει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δόλια συμπεριφορά του καθ’ ου, λόγω της εκπροσωπευτικής του ιδιότητας, που οδήγησε στην αδυναμία εκπλήρωσης της σχετικής υποχρέωσης της εκπροσωπούμενης απ’ αυτόν εταιρίας και συνακόλουθα στην πτώχευσή της. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, δεν αναιρούνται ούτε απ’ την ποινική εξέλιξη της διερευνηθείσας  στο πρόσωπο του καθ’ ου χρεοκοπίας και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητά του, ούτε απ’ την από 2-3-2022 έκθεση της Εισηγήτριας της πτώχευσης, που υποβλήθηκε στα πλαίσια συζήτησης της επίδικης προσφυγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανεκτιμάται, σύμφωνα με την οποία, όσον αφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα,  η κήρυξη της πτώχευσης δεν οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του καθ’ ου, δίχως περαιτέρω αιτιολόγηση, ούτε απ’ την κατάθεση του συνδίκου της πτώχευσης, ο οποίος εξέθεσε γενικά ότι η οικονομική κατάσταση της εταιρίας επηρεάστηκε απ’ την γενικότερη οικονομική κρίση που έπληξε το χώρο της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης  μετά το  2007, 2008, χωρίς όμως να αναφέρεται ειδικά στο ζήτημα των παρακρατηθέντων και μη αποδοθέντων εργατικών εισφορών και στις προσπάθειες που κατέβαλε ο καθ’ ου για την διευθέτησή του. Κατόπιν των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η πτώχευση οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του ο καθ’ ου η προσφυγή, Προέδρου, Διευθύνοντα Συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της πτωχεύσασας ανώνυμης εταιρίας, όπως το προσφεύγον ΝΠΔΔ βάσιμα διατείνεται, ήτοι συντρέχουν εν προκειμένω οι αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 195 παρ. 2 του Ν. 4738/2020 προϋποθέσεις, προκειμένου το παρόν Δικαστήριο να αποφανθεί περί της μη αυτοδίκαιης απαλλαγής του παραπάνω φυσικού προσώπου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη στην αρχή της παρούσας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι η υπεξαίρεση απ’ την πλευρά του καθ’ ου του συνολικού ποσού των 769.935,61 ευρώ, που αφορά εργατικές εισφορές, που παρακρατήθηκαν απ’ τους μισθούς των εργαζομένων της πτωχής εταιρίας  και δεν αποδόθηκαν στον ασφαλιστικό τους φορέα (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), πράξη για την οποία ο καθ’ ου κηρύχθηκε ένοχος, συνιστά δόλια ενέργεια και συνακόλουθα δεν θα πρέπει ο τελευταίος να απαλλαγεί απ’ τα πτωχευτικά χρέη, για τα οποία έχει εκ του νόμου αλληλέγγυα ευθύνη λόγω της εκπροσωπευτικής του θέσης στην πτωχεύσασα εταιρία, ορθά εφάρμοσε το νόμο  και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, με αιτιολογία που συμπληρώνεται απ’ την παρούσα, απορριπτομένων ως αβάσιμων των συναφών τρίτου, τέταρτου, πέμπτου και έκτου λόγων της έφεσης.

Κατόπιν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (179, 741 ΚΠολΔ, 130 παρ. 1 ν. 4738/2020), και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό μέρος.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατ’ ουσία.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης με αρ.  ………………..  στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18 Ιουλίου 2024 και δημοσιεύθηκε στις 8,8,2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με παρούσα τη γραμματέα.  

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ