Αριθμός 401/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αθανάσιο Ψάλτη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………, 2) ……….., 3) ……….., 4) …………, και 5) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Τρισεύγενη Θεοδωροπούλου.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 177/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγων και ήδη εκκαλών με την από 8.5.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2022- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 16η.3.2023, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμος.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η με αριθμό κατάθεσης στην γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς …………./2022 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 177/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την (νέα) τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 17-1-2022 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 9-5-2022 δίχως να προηγηθεί επίδοση της απόφασης (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με αριθμό e – παράβολο ……./2022 παράβολο).
Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση ο ενάγων ο οποίος τυγχάνει πολιτικός μηχανικός και εργολάβος οικοδομών ιστορούσε ότι δυνάμει εγγράφου συμφωνίας που συνήψε με τους εναγόμενους ανέλαβε με το σύστημα της αντιπαροχής, την κατασκευή σε οικόπεδο συγκυριότητας τους εξαώροφης οικοδομής με δώμα. Ωστόσο, δεν παρέδωσε τις συμφωνηθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες στους εναγόμενους κατά το χρόνο που είχε οριστεί εξ αρχής για το λόγο ότι αφενός μεν κατατέθηκε αίτηση ακυρώσεως της οικοδομικής αδείας από ιδιοκτήτη παρακείμενου οικοπέδου, αφετέρου δε, προέβη κατ΄εντολή των εναγομένων σε επιπρόσθετες της αρχικής συμφωνίας εργασίες στις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους με συνέπεια την ανάλογη επιμήκυνση του χρόνου παράδοσης του έργου. Παρ΄όλα αυτά οι εναγόμενοι αδιαφορώντας για τις ανωτέρω αιτίες κήρυξαν τον ενάγοντα έκπτωτο με σχετική δήλωσή τους την οποία επέδωσαν σ΄αυτόν στις 4-6-2009. Ως εκ τούτου έκτοτε καταργήθηκε η μεταξύ τους σύμβαση από της καταρτίσεώς της και επήλθε απόσβεση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων, καθώς και υποχρέωση των εναγομένων για απόδοση στον ενάγοντα α) της ωφέλειας που αποκόμισαν από την κατασκευή του έργου, η οποία ανέρχεται σε 1375,42 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο καθώς το κατασκευαστικό κόστος των τμημάτων της οικοδομής που ανήγειρε ο ενάγων εμβαδού 981,67 τμ ανέρχεται 1.350.220,28 ευρώ και β) της ωφέλειας που αποκόμισαν από την εκτέλεση των πρόσθετων εργασιών στις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους. Ζήτησε δε, ν΄αναγνωριστεί, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε αναγνωριστικό, ότι υποχρεούνται οι εναγόμενοι να καταβάλουν σ΄αυτόν το ποσό των 1350.220,28 ευρώ κατά το ποσοστό που αναλογεί στις οριζόντιες ιδιοκτησίες καθενός εξ αυτών, καθώς και το κόστος των πρόσθετων εργασιών που πραγματοποιήθηκαν στις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους και συνολικά η πρώτη εναγόμενη το ποσό των 136.078,81 ευρώ, η δεύτερη εναγόμενη το ποσό των 136.902,88 ευρώ, η τρίτη εναγόμενη το ποσό των 134.753,41 ευρώ και καθένας εκ των λοιπών (τέταρτη και πέμπτος των εναγομένων) ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως επικαρπώτρια η τέταρτη και ψιλός κύριος ο πέμπτος το ποσό των 134.822,48 ευρώ με το νόμιμο τόκο άπαντα τα ποσά από της κηρύξεως του ενάγοντος εκπτώτου (4-6-2010), άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος, ζήτησε την καταδίκη των εναγομένων στα δικαστικά του έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα αρμόδια και παραδεκτά εισήχθη η αγωγή ενώπιον του καθ΄υλην και κατά τόπο αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (άρθρα 14παρ 2 και 33, 37 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 383,384,385, 686, 904, 912, 346ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη η αγωγή με την αιτιολογία ότι θεμελιώνεται στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις (άρθρα 904 ΑΚ επ) ενώ ο ενάγων δικαιουται βάσει της συμβάσεως εργολαβίας (άρθρο 694 ΑΚ) την αμοιβή που συμφωνήθηκε μέχρι το στάδιο κατασκευής της οικοδομής, λόγω δεδικασμένου, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει, συνεπώς, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί η αγωγή κατ΄ουσίαν μη απαιτουμένου δικαστικού ενσήμου ενόψει του αναγνωριστικού χαρακτηρα αυτής.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 του ΑΚ προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου, δηλαδή ο εργολάβος, κατ’ εξαίρεση όσων με τις γενικές διατάξεις ορίζονται για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, υποχρεούται σε προεκπλήρωση της κύριας παροχής του, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όπως συμβαίνει όταν ορίσθηκε τμηματική παράδοση του έργου με αντίστοιχη τμηματική καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής, αφού η υποχρέωση της προεκπληρώσεως αποτελεί ρύθμιση ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 1069/2009. Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της συμβάσεως, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρεώσεως του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσιάσεως του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρο 694 ΑΚ της συμφωνημένης αμοιβής του (ΑΠ 346/2010), η οποία μπορεί κατά την κατάρτιση της συμβάσεως να ορισθεί κατ` αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, σε ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της, οπότε θα προσδιορισθεί κατά τα άρθρα 371 – 373 ΑΚ (ΑΠ 1110/2021, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 883/2011).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του 686 εδ. β` ΑΚ, η οποία ορίζει ότι, όταν υπάρχει υπερημερία εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της, προκύπτει ότι αν έχει παρέλθει ο συμβατικός χρόνος παράδοσης και ο εργολάβος έχει περιέλθει σε υπερημερία, ο εργοδότης έχει τα δικαιώματα των άρθρων 383 ως 385 ΑΚ. Από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 330, 341 και 342 ΑΚ συνάγεται ότι, αν για την εκπλήρωση της παροχής του εργολάβου, συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, αυτός ως οφειλέτης, γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής (ΑΠ 692/2020, ΑΠ 1026/2020, ΑΠ 1623/2014, ΑΠ 352/2011, ΑΠ 1489/2009). Μετά την πάροδο του χρόνου παράδοσης του έργου, δεν εφαρμόζεται η 686 ΑΚ, αλλά η ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής ή υπερημερία του εργολάβου και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του τελευταίου κρίνονται με τις γενικές διατάξεις (Α.Π.464/2022, ΑΠ 1623/2014). Συγκεκριμένα, κατά τις εφαρμοζόμενες στην περίπτωση αυτή διατάξεις των άρθρων 686 εδ. τελευταίο, 343 παρ. 1 και 383 επ. ΑΚ, ο εργοδότης, σε περίπτωση υπερημερίας του εργολάβου περί την εκτέλεση και παράδοση του έργου, μπορεί: α) να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής (εκτέλεση και παράδοση του έργου) και ακόμη αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστη από τη μη περάτωση του έργου μέσα στη συμφωνηθείσα προθεσμία (άρθρο 343 παρ. 1 ΑΚ) ή β) να τάξει, κατά το άρθρο 383 ΑΚ, στον εργολάβο εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση δηλώνοντας συνάμα, ότι μετά την πάροδό της αποκρούσει την παροχή, οπότε, σε περίπτωση που η προθεσμία θα παρέλθει άπρακτη (ή που δεν θα απαιτείται να ταχθεί λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 385 ΑΚ), μπορεί περαιτέρω, επιλεκτικά, ή να ζητήσει πλήρη αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και να αξιώσει, τότε, μόνο εύλογη αποζημίωση κατά το άρθρο 387 ΑΚ. Ό,τι ισχύει στην ολική ισχύει και στη μερική υπερημερία του εργολάβου ύστερα από ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 383 και 385 ΑΚ. Συνεπώς, και στη μερική υπερημερία του εργολάβου μπορεί ο εργοδότης, ως προς το καθυστερούμενο μέρος της παροχής, να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχονται από το άρθρο 343 παρ. 1 ΑΚ ή σε περίπτωση συνδρομής των όρων των άρθρων 383 και 385 ΑΚ, να ζητήσει (αποκρούοντας πάντοτε το μη εκπληρωθέν μέρος της παροχής) αποζημίωση ή να προβεί σε μερική υπαναχώρηση και να ζητήσει εύλογη αποζημίωση, εκτός αν αυτός, λόγω της καθυστέρησης του μέρους, δεν έχει πλέον συμφέρον, ούτε στη γενόμενη μερική εκπλήρωση, οπότε, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 384 και 386 ΑΚ, του παρέχονται ευρύτερα δικαιώματα (ΑΠ 1047/2023, Α.Π. 1353/2018). Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση μερικής υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργολάβο αμοιβή αντίστοιχη με το μέρος του έργου που αυτός εκτέλεσε και παρέδωσε (ΑΠ 1110/2021).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση πολιτικού δικαστηρίου αποτελεί, μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και, συνακόλουθα, το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση, από την οποία αυτό έχει παραχθεί, δεν επιτρέπεται να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης. Η απαγόρευση αυτή λειτουργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωμα που κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως παρεμπίπτον ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο (ΑΠ 693/2022, ΑΠ 58/2019, ΑΠ 1708/2014). Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. Έννομη σχέση, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή αποσόβησαν τις έννομες συνέπειες. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠ 1327/2019).
Επιπρόσθετα, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα, η ιεραρχικά ανώτερο του καθ΄ύλην αρμοδίου Δικαστηρίου για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα (ΑΠ 1661/2017, ΝΟΜΟΣ). Ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ` αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, όπως συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ` αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΟλΑΠ 10/2002). Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί κάθε τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνον με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο. Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 324 και 332 ΚΠολ (σχετ. ΑΠ 242/2024, ΑΠ 533/2024).
Από τις υπ΄αριθμούς …/2020 και …/2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς οι οποίες δόθηκαν επιμελεία του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων (βλ υπ΄αριθμόν ……/2-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή . ….), τις υπ΄αριθμούς …/2020 και …/2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά οι οποίες δόθηκαν επιμελεία των εναγομένων κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ υπ΄αριθμόν ……./23-6-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ……..) και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλην των αναφερομένων στις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Προτάσεις του εκκαλούντος με αριθμούς 9,10,11,12,13,14,15, 18,19,20,22,24 Α-Ζ, 25 Α-Ζ, 25 Α-Ζ, 26,27,28,29,30 και 31 έγγραφων, τα οποία δεν προσκομίστηκαν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τυγχάνει πολιτικός μηχανικός και εργολάβος οικοδομών και στα πλαίσια της επαγγελματικής δραστηριότητας του συνήψε με τους εναγόμενους με το σύστημα της αντιπαροχής σύμβαση κατασκευής πολυώροφης οικοδομής με δώμα επί οικοπέδου συνιδιοκτησίας τους, κειμένου στην …. Αττικής και επί της οδού …………. Προς τούτο οι διάδικοι συνυπέγραψαν το υπ΄αριθμόν …../2002 προσύμφωνο μεταβιβάσεως ποσοστών οικοπέδου στο οποίο περιλαμβάνεται και η εργολαβική σύμβαση δυνάμει της οποίας ο ενάγων ανέλαβε την κατασκευή οικοδομής αποτελουμένης από υπόγειο, ισόγειο, εξ (6) πάνω από το ισόγειο ορόφους και δώμα με δικές του δαπάνες, οικονομικά και τεχνικά μέσα και ως αμοιβή θα ελάμβανε οριζόντιες ιδιοκτησίες στις οποίες αντιστοιχεί συνολικό ποσοστό συγκυριότητας στο οικόπεδο 632/1000, ενώ οι εναγόμενοι θα παρακρατούσαν οριζόντιες ιδιοκτησίες στις οποίες αντιστοιχεί το υπόλοιπο ποσοστό συγκυριότητας στο οικόπεδο ανερχομένου σε 368/1000. Ο τρόπος εκτελέσεως και κατασκευής της όλης πολυκατοικίας ρυθμίστηκε με την από Μάϊο 2002 Γενική Συγγραφή Υποχρεώσεων και την από 23-5-2002 Ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων που συνυπογράφηκε μεταξύ τους. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη θα ελάμβανε την υπό στοιχεία ΑΠ-4 αποθήκη του υπογείου επιφανείας 5,01 τμ, το υπό στοιχεία Γ-1 διαμέρισμα του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου επιφανείας 88,59 τμ και την με στοιχεία ΑΧΣ1 ανοικτή θέση στάθμευσης, η δεύτερη εναγόμενη θα ελάμβανε την υπό στοιχεία ΑΠ-5 αποθήκη του υπογείου επιφανείας 5,01 τμ, το υπό στοιχείο Γ-2 διαμέρισμα του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου επιφανείας 88,22 τμ και την υπό στοιχεία ΑΧΣ2 ανοικτή θέση στάθμευσης, η τρίτη εναγόμενη θα ελάμβανε την υπό στοιχεία ΑΠ -1 αποθήκη του υπογείου επιφανείας 5,31 τμ, το υπό στοιχεία Β-1 διαμέρισμα του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου επιφανείας 88,59 τμ και την υπό στοιχεία 1 (ΚΧΣ1) θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, η τέταρτη των εναγομένων ως επικαρπώτρια και ο πέμπτος των εναγομένων ως ψιλός κύριος θα ελάμβαναν την υπό στοιχεία ΑΠ-2 αποθήκη του υπογείου επιφανείας 5,31 τμ, το υπό στοιχεία Β-2 διαμέρισμα του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου επιφανείας 88,22 τμ και την υπό στοιχεία ΚΧΣ1 θέση στάθμευσης. Όλες οι λοιπές οριζόντιες ιδιοκτησίες και θέσεις στάθμευσης θα περιέρχονταν στον ενάγοντα. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι ο ενάγων είχε υποχρέωση παράδοσης των οριζόντιων ιδιοκτησιών στους οικοπεδούχους εντός 24 μηνών από της λήψεως της οικοδομικής άδειας και των κοινόχρηστων χώρων εντός 26 μηνών από της λήψεως αυτής. Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε ότι ο ενάγων είχε υποχρέωση να κατασκευάσει α) την εξ οπλισμένου σκυροδέματος πλάκα επικαλύψεώς της οροφής του πρώτου ορόφου εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από της εκδόσεως της οικοδομικής άδειας, β) τον εξ οπλισμένου σκυροδέματος σκελετό ολοκλήρου της οικοδομής εντός προθεσμίας τεσσάρων (μηνών), γ) τις εξωτερικές οπτοπλινθοδομές ολοκλήρου της οικοδομής ως και τις εσωτερικές διαχωριστικές των αντιπαρεχομένων ιδιοκτησιών εντός περαιτέρω τεσσάρων μηνών, δ) τα επιχρίσματα (χονδρά) και τις υδραυλικές και ηλεκτρικές σωληνώσεις των αντιπαρεχομένων ιδιοκτησιών εντός περαιτέρω τεσσάρων μηνών, ε) τα πάσης φύσεως δάπεδα των αντιπαρεχομένων ιδιοκτησιών εντός περαιτέρω τεσσάρων μηνών. Συμφωνήθηκε, επίσης, να έχει τοποθετήσει τα είδη υγιεινής των οριζόντιων ιδιοκτησιών των εναγομένων και να παραδώσει αυτές πλήρως αποπερατωμένες εντός περαιτέρω τεσσάρων μηνών, καθώς και να παραδώσει στους οικοπεδούχους τα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής εντός περαιτέρω προθεσμίας δύο (2) μηνών. Σε περίπτωση δε, που ο ενάγων υπερέβαινε αδικαιολογήτως τις ανωτέρω προθεσμίες για χρονικό διάστημα 100 εργασίμων ημερών από της προβλεπομένης λήξεως αυτών οι εναγόμενοι είχαν το δικαίωμα να τον καλέσουν να αποπερατώσει τις εργασίες εντός 60 ημερών, ενώ ορίστηκε ποινική ρήτρα 9 ευρώ μηνιαίως ανά τετραγωνικό μέτρο μη περαιωθέντος διαμερίσματος και 3 ευρώ ημερησίως επί καθυστέρησης παράδοσης των κοινόχρηστων χώρων. Επίσης, σε περίπτωση που η υπαίτια καθυστέρηση παραδόσεως υπερέβαινε τις 160 ημέρες ή παρερχόταν άπρακτη η ως άνω προθεσμία των ανωτέρω 60 ημερών, συμφωνήθηκε ότι οι εναγόμενοι είχαν το δικαίωμα να κηρύξουν τον ενάγοντα με μονομερή δήλωσή τους κοινοποιούμενη σ΄αυτόν, έκπτωτο και να συνεχίσουν οι ίδιοι την αποπεράτωση της οικοδομής. Περαν των ανωτέρω συμφωνήθηκε ότι το ποσοστό των 632/1000 υποχρεούνταν οι εναγόμενοι οικοπεδούχοι να μεταβιβάσουν στον ενάγοντα εργολήπτη ή στα τρίτα πρόσωπα που θα υποδεικνύε αυτός αναλόγως της προόδου κατασκευής της οικοδομής και συγκεκριμένα α) τα 50/1000 εξ αδιαιρέτου με την έκδοση της οικοδομικής αδείας β) τα 80/1000 εξ αδιαιρέτου με την τοποθέτηση της πλάκας οροφής του πρώτου ορόφου, γ)τα 70/1000 εξ αδιαιρέτου με την αποπεράτωση του εκ μπετόν αρμέ σκελετού της οικοδομής, δ) τα 130/1000 εξ αδιαιρέτου με την ολοκλήρωση των χονδρών επιχρισμάτων και την τοποθέτηση των υδραυλικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, ε)τα 100/1000 εξ αδιαιρέτου με την τοποθέτηση των δαπέδων, ειδών υγιεινής και αποπεράτωσης των ψιλών επιχρισμάτων, στ) τα 80/1000 εξ αδιαιρέτου με την τοποθέτηση κουφωμάτων, αλουμινίων και σιδηρουργικών, ι) τα 72/1000 εξ αδιαιρέτου με την ολοκλήρωση των ελαιοχρωματισμών και την τοποθέτηση ντουλαπιών, πριζών και διακοπτών και ια) τα 50/1000 εξ αδιαιρέτου με την παράδοση των κοινοχρήστων χώρων. Μετά δε, την ολοκλήρωση εκάστης των ανωτέρω σταδιακών εργασιών σύμφωνα με τα σχέδια, τη συγγραφή υποχρεώσεων και εν γένει τις διατάξεις και συμφωνίες της εργολαβικής συμβάσεως ο ενάγων είχε το δικαίωμα να ζητήσει από τους οικοπεδούχους την μεταβίβαση σ΄αυτόν ή τα καθ΄υπόδειξή του τρίτα πρόσωπα των αντιστοίχων προς τις εκτελεσθείσες οικοδομικές εργασίες ποσοστών οικοπέδου αφού προηγουμένως καλούσε αυτούς προ πέντε ημερών να μεταβούν στον συμβολαιογράφο για την υπογραφή των δηλώσεων φόρου μεταβίβασης και προ τριών ημερών για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων ο ενάγων υπέβαλε στην Διεύθυνση Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος Πειραιά τα απαιτούμενα έγγραφα και εξεδόθη η υπ΄αριθμόν …/12-1-2005 οικοδομική άδεια για την κατασκευή της συμφωνηθείσας οικοδομής. Ακολούθως, υπεβλήθη αίτηση ακυρώσεως της οικοδομικής αδείας από ιδιοκτήτες παρακείμενων ακινήτων και στις 3-2-2005 διατάχθηκε η διακοπή των οικοδομικών εργασιών τόσο με το υπ΄αριθμόν πρωτ. ………/……./3-2-2005 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος Πειραιά, όσο και με την υπ΄αριθμόν 89/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Κατόπιν εκδόσεως της υπ΄αριθμόν 147/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως της οικοδομικής αδείας επιτράπηκε η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών με το υπ΄αριθμόν Π …………/1-11-2006 έγγραφο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος Πειραιά. Η δικαστική διαμάχη, ωστόσο, έληξε οριστικά στις 30-4-2007 με την έκδοση της υπ΄αριθμόν 756/2007 αποφάσεως του Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά με την οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα η υποβληθείσα αίτηση ακυρώσεως της οικοδομικής αδείας και από 1-5-2007 μπορούσαν πλέον να συνεχισθούν απρόσκοπτα οικοδομικές εργασίες. Eν τω μεταξύ οι ανωτέρω οικοπεδούχοι και ο ενάγων εργολήπτης προέβησαν σε σύσταση και διανομή, κατ΄εφαρμογή των νόμων 3741/1929 και 1024/1971, των οριζόντιων ιδιοκτησιών στην οικοδομή που επρόκειτο να κατασκευάσει ο ενάγων δυνάμει της υπ΄αριθμόν …/2007 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, όπως τροποποιήθηκε αρχικά με την υπ΄αριθμόν …./25-5-2007 πράξη και ακολούθως, με την υπ΄αριθμόν …./28-5-2009 πράξη της αυτής συμβολαιογράφου οι οποιες ενεγράφησαν στα κτηματολογικά βιβλία του αρμοδίου Κτηματολογικού Γραφείου (βλ υπ΄αριθμούς πρωτ. …./2012 πιστοποιητικά εγγραπτέας πράξης). Ωστοσο, στις 24-11-2008 οι τέσσερις πρώτες των εναγομένων επέδωσαν στον ενάγοντα την από 18-11-2008 εξώδικη διαμαρτυρία με την οποία διαμαρτυρήθηκαν για την μη ολοκλήρωση των εργασιών στις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους και τους εξωτερικούς χώρους της πολυκατοικίας επισημαίνοντας ότι μέχρις εκδόσεως της υπ΄αριθμόν 756/2007 αποφάσεως είχαν ανασταλεί οι προθεσμίες παράδοσης των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους και των κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής, ακολούθως, όμως, συνεχίστηκαν οι οικοδομικές εργασίες και ως εκ τούτου όφειλε ο ενάγων να τις είχε αποπερατώσει και παραδώσει σ΄αυτούς. Πέντε μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 15-4-2009 άπαντες οι εναγόμενοι επέδωσαν στον ενάγοντα την από 13-4-2009 εξώδικη διαμαρτυρία στην οποία ανέφεραν ότι οι οικοδομικές εργασίες μετά την διακοπή τους που έλαβε χώρα στις 1-11-2006 δυνάμει του προαναφερόμενου εγγράφου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος Πειραιά συνεχίστηκαν στις 1-11-2006 (μολονότι στην προηγούμενη εξώδικό τους είχαν αναφέρει ότι συνεχίστηκαν στις 1-5-2007 κατόπιν εκδόσεως της υπ΄αριθμόν 756/2007 αποφάσεως του Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά) καθώς είχε επιτραπεί η συνέχιση αυτών με το ως άνω υπ΄αριθμόν Π ………../1-11-2006 έγγραφο της αυτής Διεύθυνσης και ως εκ τούτου, όφειλε ο ενάγων εργολήπτης να είχε περαιώσει και παραδώσει τις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους έως 10-10-2008 και τους κοινόχρηστους χώρους έως 10-12-2008. Λόγω της καθυστέρησης αυτής ζήτησαν με την εξώδικη αυτή διαμαρτυρία την καταβολή βάσει της περιεχόμενης στην εργολαβική σύμβαση ποινικής ρήτρας, των παρακάτω ποσών για τα διαμερίσματα τους για το χρονικό διάστημα από 10-10-2008 έως 10-4-2009 και για τους κοινόχρηστους χώρους για το χρονικό διάστημα από 10-12-2008 έως 10-4-2009 και συγκεκριμένα στην πρώτη εναγόμενη του ποσού των 5.155,86 ευρώ, στην δεύτερη εναγόμενη του ποσού των 5.135,88 ευρώ, στην τρίτη εναγόμενη του ποσού των 5.155,86 ευρώ και στην τέταρτη εναγόμενη και πέμπτο εναγόμενο του ποσού των 5.135,88 ευρώ. Ταυτόχρονα δε, κάλεσαν τον ενάγοντα να τους παραδώσει άμεσα τα διαμερίσματά τους και τους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής πλήρως περαιωμένους. Σε απάντηση της εξωδίκου αυτής ο ενάγων επέδωσε στους εναγόμενους τέλη Απριλίου 2009 την από 27-4-2009 εξώδικη διαμαρτυρία στην οποία ανέφερε ότι οι οικοδομικές εργασίες δεν συνεχίστηκαν στις 1-11-2006, αλλά στις 1-5-2007 με την έκδοση της υπ΄αριθμόν 756/2007 απόφασης του Ακυρωτικού Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα η αίτηση ακύρωσης της υπ΄αριθμόν …../12-1-2005 οικοδομικής άδειας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας και Περιβάλλοντος Πειραιά και ως εκ τούτου η προθεσμία παράδοσης των οριζόντιων ιδιοκτησιών δεν είχε ληξει ακόμη αλλά θα έληγε την 30-4-2009. Επιπρόσθετα, επεσήμανε σ΄αυτούς ότι ο χρόνος παράδοσης των οριζόντιων ιδιοκτησιών παρατάθηκε λόγω των πρόσθετων εργασιών που απαίτησαν οι εναγόμενοι και για όσο χρονικό διάστημα οι εναγόμενοι καθυστέρησαν τον εφοδιασμό του με τα υλικά για την εκτέλεση αυτών, αλλά και μέχρι την καταβολή του κόστους των πρόσθετων αυτών εργασιών αναφέροντας συγκεκριμένες ημερομηνίες κατά τις οποίες οι εναγόμενοι είτε απαίτησαν πρόσθετες εργασίες είτε παρέδωσαν σ΄αυτόν τα υλικά που ήθελαν να τοποθετήσουν στα διαμερίσματά τους. Επιπλέον δε, ζήτησε από καθένα εξ αυτών την καταβολή της δαπάνης για την εκτέλεση των πρόσθετων αυτών εργασιών και συγκεκριμένα το επιπλέον κόστος κατασκευής της θέρμανσης από την αύξηση των ανοιγμάτων των διαμερισμάτων τους ανερχόμενο σε 3.147,96 ευρώ για καθένα από τα Β1 και Γ1 διαμερίσματα και σε 5348,33 ευρώ για καθένα από τα Β2 και Γ2 διαμερίσματα καθώς και το κόστος για την αύξηση των επιφανειών κατασκευής υαλοπετασμάτων (αλουμινίων και τζαμιών) ανερχόμενο σε 1452 ευρώ για καθένα από τα Β1 και Γ1 διαμερίσματα και σε 1880 ευρώ για καθένα από τα Β2 και Γ2 διαμερίσματα. Πέραν των ανωτέρω, ο ενάγων ζήτησε το κόστος για την αλλαγή διαρρυθμίσεων για καθένα από διαμερίσματα των εναγομένων, το κόστος από την διαφορά τοποθέτησης θερμιδομετρητών αντί ωρομετρητών για την δικαιότερη κατανομή των δαπανών λειτουργίας της θέρμανσης, το κόστος κατασκευής κιγκλιδωμάτων στις αρχιτεκτονικές προεξοχές προς τον ακάλυπτο χώρο των διαμερισμάτων καθώς είχε ζητηθεί από τους εναγόμενους η μετατροπή των παραθύρων σε μπαλκονόπορτες, το κόστος της θυρεοτηλεόρασης, κεντρικής κεραίας ΤV, δορυφορικής κεραίας SAT, την δαπάνη για τους κήπους καθώς και την δαπάνη για την τοποθέτηση δύο μεταλλικών θυρών στους χώρους αποκλειστικής χρήσης του ισογείου των διαμερισμάτων Γ1 και Γ2. Περαιτέρω, αμφισβήτησε τις επικαλούμενες από τους εναγομένους κακοτεχνίες και ελλείψεις και δήλωσε στους εναγόμενους ότι οι οριζόντιες ιδιοκτησίες τους έχουν αποπερατωθεί και είναι έτοιμες προς παράδοση και τους κάλεσε να μεταβιβάσουν στις 8-5-2009 στον ίδιο ή σε υποδεικνυόμενο απ΄αυτόν αγοραστή ποσοστό 159/1000 εξ αδιαιρέτου επί όλου του οικοπέδου και των κοινόχρηστων και κοινόκτητων μερών και εγκαταστάσεων της οικοδομής υπογράφοντας το οριστικό συμβόλαιο πώλησης ενώπιον της συμβολαιογραφου Πειραιώς …………. Σε απάντηση της ανωτέρω εξωδίκου στις 8-5-2009 οι εναγόμενοι επέδωσαν στον ενάγοντα την από 7-5-2009 εξώδικη δήλωσή τους με την οποία εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους για την μεταβίβαση των ανωτέρω ποσοστών στον ενάγοντα ή σε υποδεικνυόμενο απ΄αυτόν αγοραστή επικαλούμενοι ότι προέβη: α) σε αυθαίρετες κατασκευές μεταξύ των οποίων η μετατροπή δύο θέσεων στάθμευσης σε χώρο κύριας χρήσης και η αυθαίρετη τοποθέτηση ηλιακών θερμοσιφώνων στο χώρο του δώματος και δη στο στεγασμένο χώρο της απόληξης του κλιμακοστασίου καθώς και η τοποθέτηση σιδηροκατασκευής στο χώρο του δώματος αποκλειστικής χρήσης του ενάγοντος. Επιπρόσθετα δε, διαμαρτυρήθηκαν για την μη τοποθέτηση των θυρών στις ντουλάπες των υπνοδωματίων καθώς και για το υλικό στα πορτάκια των ντουλαπιών της κουζίνας των διαμερισμάτων τους τα οποία δεν ήταν από βακελίτη αλλά από βακελιτικό υλικό, ενώ δεν είχαν ολοκληρωθεί ούτε οι ελαιοχρωματισμοί στις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους Κάλεσαν δε, τον ενάγοντα να απομακρύνει τις αυθαίρετες κατασκευές και να αποπερατώσει τις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους κατά τα συμφωνηθέντα προκειμένου να συνυπογράψουν την μεταβίβαση σ΄αυτόν ή σε τριτο υποδεικνυόμενο απ΄αυτόν πρόσωπο των ανωτέρω ποσοστών εξ αδιαιρέτου του ακινήτου τους. Ένα χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα στις 4-6-2010 οι εναγόμενοι επέδωσαν στον ενάγοντα την από 25-5-2010 δήλωσή τους με την οποία αφού διαμαρτυρήθηκαν α) για την μη παράδοση των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους, β) για τις αυθαίρετες κατασκευές και προσθήκες στους χώρους της οικοδομής και γ) για την μεταβίβαση με αυτοσύμβαση των 158/1000 εξ αδιαιρέτου της αντιπαροχής του, κήρυξαν αυτόν, κατ΄εφαρμογή του άρθρου 14 του προσυμφώνου μεταβιβάσεως ποσοστών οικοπέδου και της εργολαβικής σύμβασης, έκπτωτο. Στη συνέχεια, ο ενάγων άσκησε την με αριθμό καταθ. ……./2010 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζητώντας ν΄αναγνωριστεί άκυρη η δήλωση κήρυξής του εκπτώτου και εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 1855/2017 απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων άσκησε έφεση επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 747/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά με την οποία απορρίφθηκε η έφεση ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό από το Τριμελές Εφετείο ότι με την από 25-5-2020 δήλωσή των εναγομένων που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 4-6-2010 οι εναγόμενοι υπαναχώρησαν νόμιμα από την σύμβαση ως προς το μη εκτελεσθέν τμήμα του έργου, καθώς και ότι η υπαναχώρηση αυτή λειτουργεί εν προκειμένω ως καταγγελία της σύμβασης διότι ενεργεί για το μέλλον και δεν θίγει την σύμβαση σε σχέση με το μέρος του έργου που εκτελέστηκε έως την άσκησή της, το οποίο (εκτελεσθέν μέρος του έργου) παραμένει προς όφελος του ενάγοντος εργολάβου σύμφωνα με το άρθρο 15 του εργολαβικού. Ως εκ τούτου έχει κριθεί τελεσίδικα ότι η ανωτέρω δήλωση των εναγομένων περί έκπτωσης του ενάγοντος είναι νόμιμη, ενεργεί για το μέλλον (ex nunc) και ισχύει ως προς το μη εκτελεσθέν τμήμα του έργου ενώ δεν καταργεί την εργολαβική σύμβαση από την στιγμή της κατάρτισής της (ex tunc) ώστε να επέλθει απόσβεση όλων των υποχρεώσεων για παροχή που πηγάζουν από την σύμβαση αυτή και να δημιουργηθεί υποχρέωση προς απόδοση της ωφέλειας που έλαβε κάθε συμβαλλόμενο μέρος κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ), αλλά δημιουργεί υποχρέωση προς καταβολή της αμοιβής που δικαιούται ο ενάγων για το εκτελεσθέν μέρος του έργου. Η κρίση αυτή του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο ως προς το κριθέν ζήτημα του χαρακτήρα της δηλώσεως εκπτώσεως και των συνεπειών αυτής και επομένως, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να κρίνει εκ νέου τα θέματα αυτά ως προς τα οποία υφίσταται δεδικασμένο καθόσον πρόκειται για διαφορά μεταξύ των αυτών προσώπων, με την αυτή ιδιότητα, την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το αυτό εν μέρει αντικείμενο αφού αντικείμενο της αγωγής επί της οποίας εξεδόθη η ανωτέρω απόφαση αποτέλεσε η εγκυρότητα της δήλωσης κήρυξης του ενάγοντος εκπτώτου η διάγνωση της οποίας προϋποθέτει την διάγνωση του χαρακτήρα της δήλωσης αυτής ως ολικής ή μερικής υπαναχώρησης και των συνεπειών αυτής (κατάργησης της εργολαβικής σύμβασης από την στιγμή της κατάρτισής της ή κατάργηση αυτής για το μέλλον ως προς το μη εκτελεσθέν τμήμα του έργου), ενώ αντικείμενο της κρινόμενης αγωγής αποτελεί προεχόντως η εγκυρότητα της δήλωσης κήρυξης του ενάγοντος εκπτώτου, η διάγνωση του χαρακτήρα της δήλωσης κήρυξης εκπτώτου ως μερικής ή ολικής και οι συνέπειες αυτής. Ως εκ τούτου το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να κρίνει εκ νέου τον χαρακτήρα της δήλωσης κήρυξης του ενάγοντος εκπτώτου, ούτε τις συνέπειες αυτής. Η απαγόρευση αυτή λειτουργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το παρόν δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανέκυψε το δικαίωμα που κρίθηκε εξ αφορμής της προηγούμενης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως παρεμπίπτον ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προέκυψε από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Εξάλλου, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση κατά τα αναφερόμενα στη μειζονα σκέψη της απόφασης. Κατόπιν αυτών και εφόσον κρίθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται της αμοιβής που του αναλογεί μέχρι το στάδιο της οικοδομής που κατασκεύασε βάσει της σύμβασης που περιέχεται στο υπ΄αριθμόν …./23-5-2002 προσύμφωνο μεταβιβάσεως ποσοστών οικοπέδου – εργολαβική σύμβαση της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….. δεν υποχρεούνται οι εναγόμενοι ν΄αποδώσουν την ωφέλεια που αποκόμισαν από την κατασκευή της οικοδομής μέχρι το στάδιο κηρύξεως του ενάγοντος εκπτώτου, αλλά την συμφωνηθείσα μέχρι το στάδιο αυτό αμοιβή. Επιπρόσθετα, οι εναγόμενοι οικοπεδούχοι για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν υποχρεούνται να καταβάλουν την ωφέλεια που αποκόμισαν από τις πρόσθετες εργασίες στις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους συνεπεία της ανατροπής των σχετικών συμβάσεων από της καταρτίσεώς τους (ex tunc) λόγω του παρακολουθηματικού της αρχικής συμβάσεως χαρακτήρα αυτών, αλλά την αμοιβή του ενάγοντος για την εκτέλεσή τους εφόσον συνήφθησαν μεταξύ των διαδίκων τέτοιες συμβάσεις και εφόσον ο ενάγων πραγματοποίησε τις συμφωνηθείσες πρόσθετες εργασίες. Κρίνεται δε απορριπτέος ο επικουρικός ισχυρισμός του ενάγοντος που περιέχεται το πρώτον στο δικόγραφο της εφέσεως ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα την ωφέλεια που αποκόμισαν και αν ακόμη η εργολαβική σύμβαση ανατράπηκε για το μέλλον και όχι από της καταρτίσεώς της για το λόγο ότι στο άρθρο 15 του εργολαβικού συμφωνήθηκε ότι «παν τυχόν απομένον υπόλοιπον και πάσα μη διατεθείσα ιδιοκτησία θα περιέλθει στον εργολήπτη δικαιουμένου να αξιώσει αυτά βάσει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού» καθόσον η πρόβλεψη αυτή συμφωνήθηκε σε περίπτωση που οι εναγόμενοι αφού είχαν προβεί σε κήρυξη του ενάγοντος εκπτώτου ακολούθως, πωλούσαν, προς εξεύρεση των αναγκαίων πόρων για την αποπεράτωση των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους και των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής, οποιαδήποτε εκ των οριζόντιων ιδιοκτησιών που θα περιέρχονταν στον ενάγοντα και απέμενε υπόλοιπο είτε σε χρήματα είτε σε οριζόντιες ιδιοκτησίες. Το υπόλοιπο αυτό θα είχε δικαίωμα ο ενάγων να αναζητήσει ως ωφέλεια βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ωστόσο, ο ενάγων δεν επικαλείται στην αγωγή του την συνδρομή τέτοιων περιστάσεων και επομένως ο ισχυρισμός του αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Κατόπιν αυτών η αγωγή πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί και η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στον εκκαλούντα λόγω της παραδοχής της εφέσεως (άρθρο 495 παρ 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ΄αριθμόν 177/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (νέα τακτική διαδικασία)
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό καταθ. …………./2019 αγωγή
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στον εκκαλούντα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Αυγούστου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ