ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 441/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
(Α) Της εκκαλούσας – εναγόμενης: …………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Βασιλική Κεφαλοπούλου ( με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Των εφεσιβλήτων – εναγόντων: 1) ………., 2) ………, 3) …….. και 4) …………, οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Νίκη Ρουσή.
(Β) Των εκκαλούντων – εναγόντων: 1) …….., 2) …………., 3) ………….και 4) ……………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τους έχοντες τη γονική του μέριμνα ως άνω γονείς του, οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Νίκη Ρουσή.
Της εφεσίβλητης – εναγόμενης: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Βασιλική Κεφαλοπούλου ( με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 12.3.2013 και με αριθμό κατάθεσης …./26.3.2013 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 97/2020 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσβάλλουν: (Α) η εναγόμενη με την από 21.7.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2021 και ειδικό …/2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2023 και ειδικό …./2023, για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετ’ αναβολή για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και (Β) οι ενάγοντες με την από 30.7.2021 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2021 και ειδικό …./2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./_ και ειδικό ……/2021, για τη δικάσιμο της 20.10.2022 και μετ’ αναβολή για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 21.7.2021 και 30.7.2021, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 97/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.
Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 97/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από12.3.2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη – εκκαλούσα – εναγόμενη την 30.6.2021 (βλ. την υπ’ αριθ…../30.6.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………), ενώ η κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 21.7.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 30.7.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./_και ειδικό …./2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, και η κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 30.7.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 30.7.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/_ και ειδικό ……/30.7.2021 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα – εναγόμενη και από τους εκκαλούντες – ενάγοντες τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Οι ενάγοντες με την από 12.3.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……./2013 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθεταν ότι με την υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγοντες, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται από το Δικαστήριο και μετά το νομότυπο περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, από το ποσό των 25.000,00 ευρώ στο ποσό των 5.000,00 ευρώ για τον πρώτο και δεύτερη και από 15.000,00 σε 2.500,00 για τον τρίτο και τέταρτο των εναγόντων, περιορισμός που έλαβε χώρα τόσο με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας τους δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, όσο και με το δικόγραφο των προτάσεών τους (άρθρα 223, 294, 295 § 1 και 297 ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα το αίτημα της αγωγής να διατηρεί τον καταψηφιστικό του χαρακτήρα μόνο μέχρι το ύψος των ποσών αυτών, εκθέτουν ότι ο πρώτος είναι ο επικαρπωτής και ο τρίτος ψιλός κύριος της αναφερόμενης στην αγωγή οικίας (ισογείου διαμερίσματος) σε πολυκατοικία που βρίσκεται στο Κερατσίνι Αττικής, επί της οποίας η εναγομένη αδερφή του πρώτου εναγομένου και συγγενής, αντίστοιχα, των άλλων εναγόντων διατηρεί διαμέρισμα στον πρώτο όροφο της ίδιας οικοδομής. Ότι, από την εγκατάσταση του ενάγοντος στην οικία αυτή, το Σεπτέμβριο του 2010, η εναγομένη ξεκίνησε επεισόδια και εντάσεις σε βάρος τους. Ότι, από το Νοέμβριο του έτους 2011, όταν προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το χώρο της ταράτσας της εν λόγω πολυκατοικίας, τοποθετώντας συστήματα φωτοβολταϊκών συστημάτων προς ίδιον αποκλειστικά όφελος και, εισπράττοντας την αρνητική απάντηση του πρώτου ενάγοντος του οποίου η συναίνεση απαιτούταν προς τούτο, ξεκίνησε επεισόδια σε βάρος των εναγόντων και, συγκεκριμένα και κατά πρώτον, από το Νοέμβριο του 2011 μέχρι και το τέλος του 2012 απέστελνε, στον πρώτο ενάγοντα, υβριστικά μηνύματα για τον ίδιο και την δεύτερη ενάγουσα σύζυγο του. Ότι, κατά δεύτερον, την 29.3.2012, προέβη σε ψευδή καταγγελία σε βάρος του πρώτου και τρίτου ενάγοντος, στην Πολεοδομική Υπηρεσία του Δήμου Κερατσινίου, με την οποία τους κατηγορούσε για ανυπόστατες πολεοδομικές παραβάσεις στην αυλή του ισογείου όπου είναι η οικία τους και της οποία η αποκλειστική χρήση ανήκει στην οριζόντια ιδιοκτησία του ισογείου ορόφου που διαμένουν οι ενάγοντες. Ότι, κατά τρίτον, την 31.7.2012 η εναγομένη έκαμε νέα καταγγελία στην ίδια υπηρεσία, αλλά και στο ΙΚΑ Κερατσινίου, όπου τους κατηγόρησε ψευδώς για παράνομες οικοδομικές εργασίες εντός της οικίας τους, πράγμα που ήταν ψευδές. Ότι, κατά τέταρτον, την 27.9.2012, κάλεσε την Αστυνομία με αίτημα να της επιτραπεί η παράδοση του κλειδιού της θύρας που οδηγεί στην αυλή της ισόγειας κατοικίας των εναγόντων, ισχυριζόμενη στους αστυνομικούς που έφτασαν με το περιπολικό, ότι παρανόμως οι ενάγοντες δεν της το επιτρέπουν, ενώ την ίδια εκείνη ημέρα έλαβε χώρα περιστατικό ένεκα του οποίου η δεύτερη ενάγουσα υποχρεώθηκε να παραμείνει στην οικία της προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη κατόπιν, ψευδούς, όπως αναφέρεται, καταγγελίας της εναγομένης. Ότι, κατά πέμπτον, την 30.10.2012, ενώ οι ενάγοντες είχαν κάνει όλες τις νόμιμες διαδικασίες για ένωση της οικοδομής με το φυσικό αέριο Αττικής, η εναγομένη κάλεσε την Αστυνομία, κατηγορώντας και πάλι ψευδώς τους δύο πρώτους ενάγοντες, ότι κάνουν παράνομες οικοδομικές εργασίες πράγμα που δεν διαπιστώθηκε, ενώ, ένεκα ψευδών ισχυρισμών της εναγομένης, υπήρξε καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου. Ότι, κατά έκτον, όταν επιχείρησαν οι ενάγοντες να συνεχίσουν τις εργασίες αυτές, τη 02.11.2012, η εναγομένη ξανακάλεσε την αστυνομία, με την πρόφαση ότι συνεχίζονται οι δήθεν «παράνομες» οικοδομικές εργασίες της 30 Οκτωβρίου 2012, χωρίς και πάλι να διαπιστωθεί κάποια παρανομία. Κατά έβδομον, ότι την 07.11.2012 και ενώ είχαν έρθει οι τεχνικοί της ΕΠΑ να τοποθετήσουν τον μετρητή, πάλι η εναγομένη, προσπάθησε να τους εμποδίσει, λέγοντας ότι αυτό που κάνουν είναι παράνομο. Κατά όγδοον, ότι τη 13.11.2012, η εναγομένη τους κοινοποίησε την από 08.11.2012 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων εναντίον τους, με αιτήματα που αφορούσαν : 1. στην ελεύθερη χρήση από αυτήν της αυλής του ισογείου ορόφου και 2. στη διακοπή των εργασιών και την απεγκατάσταση του μηχανισμού του φυσικού αερίου, με τον ψευδή ισχυρισμό ότι δήθεν ήταν παράνομος και επικίνδυνος για την υγεία των ενοίκων της πολυκατοικίας και της στατικότητας αυτής, αίτηση η οποία απορρίφθηκε. Ότι, κατά ένατον, τη 13.12.2012, η εναγομένη τους κοινοποίησε την από 08.11.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……./2012 αγωγή της με ημερομηνία δικασίμου την 10.01.2013, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με το ίδιο ψευδές, όπως αναφέρεται, περιεχόμενο και αιτήματα της ως άνω αίτησής της ασφαλιστικών μέτρων και, κατά δέκατον, ότι την 23.12.2012, ο σύζυγος της εναγομένης ………… είχε έρθει έξω από το παράθυρο της οικίας των εναγόντων και τους παρενοχλούσε, φωνάζοντας ότι η εγκατάσταση φυσικού αερίου που οι ενάγοντες είχαν ήταν παράνομη και στη συνέχεια ακολούθησε επεισόδιο στο οποίο η εναγομένη εξύβριζε τους δύο πρώτους εναγομένους, αλλά και τρίτα πρόσωπα με χυδαίους χαρακτηρισμούς και ενώ τα παιδιά τους έπαιζαν έξω στο πεζοδρόμιο με άλλα παιδιά της γειτονιάς ηλικίας από 8 έως 12 ετών, όπως στην αγωγή παρατίθεται. Με βάση τα ανωτέρω και όσα ακόμα στην αγωγή εκτίθενται οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί με την απειλή χρηματικής ποινής 5.500 ευρώ προς τον καθένα από αυτούς, για κάθε νέα προσβολή της προσωπικότητάς τους και ψευδή καταγγελία ή μήνυση εναντίον τους, να καταβάλει το ποσό των 5.000,00 ευρώ σε καθένα από τους δύο πρώτους των εναγόντων και το ποσό των 2.500,00 ευρώ, σε καθένα από τους τρίτο και τέταρτο των εναγόντων και αντίστοιχα να αναγνωριστεί ότι οφείλει το ποσό των 20.000,00 ευρώ σε καθένα από τους δύο πρώτους των εναγόντων και το ποσό των 12.500,00 ευρώ, σε καθένα από τους τρίτο και τέταρτο των εναγόντων, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αναφέρουν ότι υπέστησαν από την προσβολή της προσωπικότητάς τους, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Παρεπομένως, ζητείται η απαγγελία, κατά της εναγομένης, προσωπικής κράτησης ενός έτους ως μέσου εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί, η κήρυξη προσωρινά εκτελεστής της απόφασης που θα εκδοθεί, πλην της περί προσωπικής κρατήσεως διατάξεως αυτής και η καταδίκη της εναγομένης στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη και στην αμοιβή της πληρεξούσιας τους δικηγόρου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 97/2020 οριστική απόφασή του αποφάνθηκε για την καθ’ ‘ύλην αναρμοδιότητα του για το αίτημα της αγωγής που αφορούσε την παράλειψη της προσβολής της προσωπικότητας του στο μέλλον διαχώρισε την αγωγή ως προς αυτό και παρέπεμψε την εκδίκαση του κεφαλαίου αυτού της αγωγής να εκδικαστεί στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ακολούθως διακράτησε το μέρος της αγωγής που αφορούσε την επιδίκαση χρηματικής αποζημίωσης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τη προσβολή της προσωπικότητας τους, απέρριψε την αγωγή ως προς τον τρίτο και τέταρτο των εναγόντων, ενώ δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως προς τον πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σε έκαστο των ανωτέρω εναγόντων το ποσό των 1.500 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και συμψήφισε μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) η εκκαλούσα – εναγομένη με την από 21.7.2021 έφεσή της και (Β) οι εκκαλούντες – ενάγοντες με την από 30.7.2021 έφεσή τους, για τους περιεχόμενους στις εφέσεις λόγους, που ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου, η μεν εκκαλούσα – εναγόμενη της υπό στοιχείο Α’ από 21.7.2021 έφεσης να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή των αντιδίκων της, οι δε εκκαλούντες – ενάγοντες της υπό στοιχείο Β’ από 30.7.2021 έφεσης να γίνει δεκτή η αγωγή τους κατά το μέρος που αφορά την επιδίκαση χρηματικής αποζημίωσης λόγω ηθικής τους βλάβης.
Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Ειδικότερα, ως προς τις αξιώσεις που κατά τα ανωτέρω γεννώνται από την προσβολή της προσωπικότητας, γίνεται δεκτό ότι ως άρση της προσβολής νοείται ο άμεσος παραμερισμός της πράξης που συνιστά την προσβολή, ώστε να επανέλθει η προηγούμενη κατάσταση. Η άρση επομένως προϋποθέτει ότι η πράξη της προσβολής είναι παρούσα και ενεργή. Αν η πράξη έχει συντελεστεί και παραμένουν τα αποτελέσματα της προσβολής , δεν νοείται άρση της προσβολής με την έννοια του άρθρου 57 ΑΚ, αλλά γεννώνται αξιώσεις με αποκαταστατικό χαρακτήρα (ικανοποίηση ηθικής βλάβης, αποζημίωση). Τα μέσα για την άρση της προσβολής εξαρτώνται από το είδος της προσβολής και το αγαθό που προσβάλλεται και μπορούν να καθορίζονται από το δικαστήριο, με την εκτέλεση να γίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 945 – 946 ΑΚ. Εξάλλου η απόφαση που διατάσσει την παράλειψη της προσβολής εκτελείται σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 947 ΚΠολΔ. Οι αξιώσεις αυτές για άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον δεν είναι αποτιμητές σε χρήμα και οι σχετικές δίκες υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 218 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ που ορίζει ότι περισσότερες αιτήσεις του ιδίου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αν στο σύνολο τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται, υπονοεί ότι πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κρίνεται στο ποσό. Από την εφαρμογή αυτών των διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης δύο αγωγών, όταν από την έρευνα της φύσης των αξιώσεων, οι οποίες αθροιστικώς σωρεύονται, προκύπτει ότι και στις δύο ή μία από αυτές δεν μπορεί να γίνει συνυπολογισμός, προκειμένου να κριθεί η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, τότε το δικαστήριο πρέπει να εξετάσει, την αρμοδιότητα του αυτοτελώς ως προς κάθε σωρευόμενη αξίωση και αν μεν είναι αρμόδιο ως προς κάθε μία από τις αθροιστικώς σωρευόμενες αξιώσεις τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Εάν όχι, τότε θα πρέπει να εξετάσει τον χωρισμό των υποθέσεων κατ’ άρθρο 218 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως θα κρατήσει την υπόθεση για την οποία είναι καθ’ ύλην αρμόδιο και θα παραπέμψει την άλλη υπόθεση στο μετά τον χωρισμό καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 47 ΚΠολΔ. Η ύπαρξη καθ’ ύλην αρμοδιότητας ως προς μία από τις σωρευόμενες αξιώσεις δεν καθιδρύει αρμοδιότητα και για τις άλλες (ΕφΑθ 6197/2009 ΕλλΔνη 2010. 512, ΕφΑθ 922/2008 ΕφΑΔ 2009. 196, Κ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ Ι, 218 αριθ. 10, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ Ι, εκδ. 2012, 218 αριθ. 5). Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και τον πέμπτο λόγο της υπό στοιχείο Β’ Έφεσης οι εκκαλούντες και των δύο εφέσεων διατείνονται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κράτησε και εκδίκασε την υπό κρίση αγωγή των αντιδίκων της που αφορούσε κατά τη σωρευόμενη δεύτερη ιστορική της βάση σε αξίωση αποζημίωσης ως ικανοποίηση ηθικής βλάβης και παρέπεμψε την πρώτη από αυτές που αφορούσε την εκ του άρθρου 57 ΑΚ προσβολή της προσωπικότητας στο ιεραρχικά ανώτερο Πολυμελές Πρωτοδικείο ενώ έπρεπε κατά την εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α έφεσης να παραπέμψει εξ ολοκλήρου την υπόθεση στο τελευταίο τούτο Δικαστήριο λόγω συνάφειας κατ’ άρθρο 31 ΚΠολΔ, κατά δε τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β έφεσης να θεωρήσει ότι υφίσταται παραδεκτή και νόμιμη σώρευση περισσότερων αγωγών και να δικάσει στο σύνολό της την αγωγή. Ωστόσο απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν τυγχάνουν αμφότεροι οι λόγοι των δύο εφέσεων, καθώς σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη, ορθά η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε σχετικά με την έλλειψη δυνατότητας αφενός αντικειμενικής σώρευσης των αγωγικών βάσεων, αφετέρου εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 31 ΚΠοΛΔ, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή κατά το κύριο αίτημά της, που αφορούσε την αξίωση της παράλειψης των διαταρακτικών της προσωπικότητας προσβολών στο μέλλον και είναι και το καθοριστικό για τον προσδιορισμό της καθ` ύλην αρμοδιότητας, υπαγόταν στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, οπότε και δεν υπήρχε στάση δίκης στο τελευταίο δικαστήριο ώστε να συνεφέλξει την αποζημιωτική αξίωση και επομένως παραδεκτά και νόμιμα διακράτησε την αγωγή και εκδίκασε αυτή κατά την τελευταία τούτη αγωγική βάση.
Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων το Δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο σε ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων τούτων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα (ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2007 ΕλλΔνη 2008. 200, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2007. 500, ΑΠ 408/2007 ΔΕΕ 2007. 1218, ΕφΑθ 377/2007 ΕΦΑΔ 2008. 64). Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ, εξύβριση διαπράττει όποιος με λόγο ή έργο ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο προσβάλει την τιμή άλλου (ΑΠ 855/2022 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας) (ΑΠ 587/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1452/2007 ΕλλΔνη 2009. 479). Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειες, όταν στην τελευταία αυτή περίπτωση ο υπαίτιος είναι υποχρεωμένος είτε από διάταξη νόμου, είτε από γενική αρχή του δικαίου, οι οποίες επιτάσσουν να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια, να την παραλείπει. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι δε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακολούθως, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσης. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006. 757, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005. 394, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008. 67, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007. 885, ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα. Ειδικότεροι, όμως, προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης η εκκαλούσα – εναγόμενη μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθόσον έκρινε, ως επαρκώς ορισμένη την ένδικη αγωγή των εναγόντων, ενώ όφειλε να την απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, και τούτο διότι, δεν εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο ουσιώδη και κρίσιμα για το ορισμένο της στοιχεία αναφορικά με: 1) γενική και αόριστη επίκληση υβριστικών μηνυμάτων που δήθεν αυτή απέστελνε στον πρώτο και δεύτερη των εναγόντων μέχρι τα τέλη του 2012, χωρίς να εξειδικεύουν το περιεχόμενο τους, 2) την καταγγελία προς την πολεοδομία περί ψευδών πολεοδομικών παραβάσεων και οικοδομικών εργασιών, και 3) τον προσδιορισμό των προσβλητικών της τιμής και της υπόληψής τους πραγματικών περιστατικών, την υπαιτιότητα της και την περιγραφή του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς της και της ελθούσας ζημίας τους. Εν προκειμένω, με το ως άνω περιεχόμενό της, η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων ΑΚ, 118 και 216 ΚΠολΔ, αφού περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο [άρθρα 57,59,297,298,299, 914 και 932 ΑΚ] και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τους ενάγοντες κατά της εναγομένης και συγκεκριμένα, σύμφωνα μ’ όσα αναλυτικά εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε όμοια ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και συνεπώς, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με το σχετικό δεύτερο ως άνω λόγο έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Ηλεκτρονικό έγγραφο συνιστά «το σύνολο των δεδομένων τα οποία, αφού εγγραφούν στο μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ και γίνουν αντικείμενο ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα, αποτυπώνονται εν συνεχεία, με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη του μηχανήματος είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή» [Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, σελ. 138. Τον ακολουθούν οι Νικολόπουλος Γ., Το δίκαιο της αποδείξεως, σελ. 337 επ., Καράκωστας Γ., Δίκαιο και Internet: νομικά ζητήματα του διαδικτύου, σελ.191 (νεότερη έκδοση), Σιδηρόπουλος Θ., Το δίκαιο του διαδικτύου, σελ. 75-76 (νεότερη έκδοση), Μιχαηλίδου X., Το πρόβλημα της ηλεκτρονικής υπογραφής, Δ. 31 (2000), 1190], Ηλεκτρονικό έγγραφο είναι δηλαδή το κείμενο που εμφανίζεται στην οθόνη του Η/Υ ή που εκτυπώνεται στον εκτυπωτή (print – out) καθώς και το κείμενο που συντάσσει κάποιος στον υπολογιστή του και το στέλνει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε κάποιον αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια το εμφανίζει στην οθόνη του υπολογιστή του ή το εκτυπώνει. Αποτελεί δε απεικόνιση της εγγραφής που έχει καταχωρηθεί στη μαγνητική επιφάνεια του σκληρού δίσκου του Η/Υ. Ως εκ τούτου αποτελεί μηχανική απεικόνιση κατά την έννοια του άρθρου 444 § 1γ ΚΠολΔ (ΑΠ 1628/2003,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Περαιτέρω, το γραπτό μήνυμα, άλλως ShortMessageService γνωστό και ως SMS, είναι υπηρεσία της κινητής τηλεφωνίας, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποστείλει ή να παραλάβει σύντομο γραπτό μήνυμα από άλλους χρήστες, στην οθόνη του κινητού του τηλεφώνου. Ηδη δε, τα κινητά τηλέφωνα από της εμφάνισής τους, πολύ δε περισσότερο σήμερα, ακολουθούν την αρχιτεκτονική των ηλεκτρονικών υπολογιστών και πρέπει να θεωρούνται όχι ως τηλέφωνα, αλλά ως ηλεκτρονικοί υπολογιστές με δυνατότητα, μεταξύ άλλων, τηλεφωνικών κλήσεων, σύνταξης ηλεκτρονικών εγγράφων παντός τύπου, πλοήγησης στο διαδίκτυο κλπ. Το δε γραπτό μήνυμα, σύμφωνα και με όσα μνημονεύτηκαν στην νομική σκέψη που προηγήθηκε αποτελεί ηλεκτρονικό έγγραφο, εφόσον αποτελεί σύνολο δεδομένων τα οποία ενεγράφησαν στον μαγνητικό δίσκο της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου, έτυχαν ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα και εν συνεχεία αποτυπώθηκαν με βάση τις εντολές του προγράμματος κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο στην οθόνη του μηχανήματος. Ακολούθως δε, στάλθηκαν με χρήση της κινητής τηλεφωνίας σε κάποιον αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια τα εμφανίζει στην οθόνη του κινητού του. Ο εκάστοτε συντάκτης όμως των συγκεκριμένων εγγράφων (sms) αποδέχεται και επιδιώκει να καταγραφούν αυτά με σταθερό τρόπο σε κάποια από τις “μακροπρόθεσμες” μνήμες του κινητού τηλεφώνου του παραλήπτη (σκληρός δίσκος ή μνήμη SIM), ώστε ο τελευταίος, όχι μόνο να προβεί στην άπαξ προβολή αυτών και να λάβει έτσι γνώση του περιεχομένου τους, αλλά επιπροσθέτως, να δύναται στο μέλλον και σε κάθε στιγμή να τα ανασύρει, ώστε να τα αναγνώσει ξανά, καθιστάμενος διαρκής κάτοχος του ηλεκτρονικού εγγράφου. Η δυνατότητα δε αυτή που παρέχεται στον παραλήπτη του sms τελεί σε γνώση του αποστολέα, αφού και ο τελευταίος με τον ίδιο τρόπο πράττει. Πρέπει να γίνει δεκτό, συνεπώς, ότι υπάρχει τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κοινωνό και άρα νόμιμο κάτοχο του μηνύματος sms. Δικονομικά δε, τα γραπτά μηνύματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όπως οι επιστολές, αφού σε αμφότερες τις μορφές αυτού του είδους της επικοινωνίας συνυπάρχουν τα στοιχεία της αποτυπωμένης σε αναγνώσιμη μορφή επικοινωνίας από απόσταση, ενώ η μετάβαση από την κυριαρχία της επιστολής στην κυριαρχία του sms, έγινε κυρίως λόγω του εκσυγχρονισμού της διαθέσιμης τεχνολογίας. Ο τρόπος με τον οποίο τα SMS προσκομίζονται ως αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο είναι αδιάφορος. Αν προσκομίζονται, λοιπόν, φωτογραφίες που απεικονίζουν την οθόνη του κινητού με τα SMS ή αν προσκομίζονται στο δικαστήριο φωτοαντίγραφα που απεικονίζουν SMS με τη χρήση της δυνατότητας «screenshot» (με την ελληνική ορολογία «στιγμιότυπο» ή «ψηφιακή φωτογραφία οθόνης κινήτού»), εφαρμόζεται και στις δύο περιπτώσεις η § 2 του άρθρου 444 ΚΠολΔ. Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή, κάποιος βγάζει φωτογραφία με μια άλλη συσκευή την οθόνη του κινητού που δείχνει τα SMS, ενώ στην δεύτερη περίπτωση προσκομίζει φωτοτυπίες των «screenshots» που μέσω του ίδιου του κινητού που έχει αυτή τη δυνατότητα μπορούν αυτά τα «screenshots» να προωθηθούν σε υπολογιστή με ψηφιακή μορφή και δύνανται έτσι να εκτυπωθούν. Είναι άνευ σημασίας ο τρόπος που εισάγονται στη δίκη τα μηνύματα κινητού καθώς και στις δύο περιπτώσεις συνιστούν μηχανικές απεικονίσεις. Θα ήταν μάλιστα παράδοξο να θεωρηθεί ότι, εάν ο διάδικος επιλέξει να φωτογραφίσει την οθόνη ενός κινητού που αποτυπώνει SMS (επομένως να προσκομίσει τα SMS δια μέσω της φωτογραφίας), θα τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 444 § 1 γ. Και αυτό γιατί η αποδεικτική δύναμη των περιπτώσεων της 444 § 1 γ (ήτοι και της φωτογραφίας) ρυθμίζεται ειδικά από την § 2 του άρθρου 448 ΚΠολΔ, ενώ η αποδεικτική δύναμη των στοιχείων της § 2 του άρθρου 444 ΚΠολΔ ρυθμίζεται και αυτή ειδικά από την § 3 του άρθρου 448 ΚΠολΔ, όπου στην πρώτη περίπτωση τα έγγραφα της παραγράφου 444 § 1 γ αποτελούν πλήρη απόδειξη, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη, ενώ στην δεύτερη περίπτωση τα έγγραφα της § 2 του άρθρου 444 αποτελούν πλήρη απόδειξη με την επιφύλαξη και τις προϋποθέσεις του άρθρου 445 ΚΠολΔ. Ακολούθως το ΠΔ 47/2005 στο άρθρο 3 με τίτλο «Είδη Επικοινωνίας» στην παράγραφο 1 και 2 ορίζει τα εξής: § 1: «Η άρση του απορρήτου δεν αφορά την δια ζώσης επικοινωνία, αλλά κάθε είδους επικοινωνία, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών και την οποία χρησιμοποιεί ο συνδρομητής ή χρήστης κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της άρσης. § 2: «Τα είδη και οι μορφές επικοινωνίας, που υπόκεινται στην άρση του απορρήτου, είναι ιδίως τα ακόλουθα: … III. Τα Γραπτά μηνύματα (SMS/MMS)». Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι τα γραπτά μηνύματα κινητού (SMS/MMS) εντάσσονται στις περιπτώσεις και είδη επικοινωνίας που προστατεύονται νομοθετικά. Στη διάταξη του άρθρου 370Α § 1 εδ`α ΠΚ ορίζεται: «Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.» Στην έννοια της παραπάνω διατάξεως δεν υπάγονται τα SMS/MMS καθώς η διάταξη κάνει λόγο για τηλεφωνική συνδιάλεξη και έτσι αναφέρεται μόνο στην προφορική συνομιλία και όχι στη συνομιλία μέσω γραπτών μηνυμάτων. Επίσης, είναι εμφανές ότι και το ΠΔ 47/2005 αφορά τα SMS/MMS στις περιπτώσεις όμως που κάποιος παρεμβαίνει σε SMS/MMS σε συνομιλία τρίτων. Δηλαδή, όταν διαθέτει μηχανισμό να υποκλέπτει και να αποθηκεύει γραπτά μηνύματα τρίτων και όχι δικών του με τον συνομιλητή του. Επιπλέον, η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ. β` του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος. Εφόσον αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλομΑΠ 1/2001, ΕλλΔνη 2001.374, ΑΠ 981/2009, ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007, ΝοΒ 2007. 2390). Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι τα sms δεν πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και πως δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντίδικους και συνάμα συνομιλούντες μέσω sms στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης. Αντιθέτως, όταν τρίτος προσκομίζει sms που αφορά ξεχωριστούς από αυτόν συνομιλούντες τότε θα πρέπει να θεωρείται παράνομο αποδεικτικό μέσο, εκτός και αν ο επικαλούμενος τα sms διάδικος δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών, οπότε όμως σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να γίνει στάθμιση με βάση την αρχή της αναλογικότητας. (ΕφΠειρ 529/2021 δημ. στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης των μαρτύρων οι οποίοι νόμιμα και με όρκο εξετάστηκαν στο ακροατήριο (η κάθε πλευρά προσήγαγε και εξέτασε ένα μάρτυρα) και των οποίων οι καταθέσεις εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων απόδειξη, συμπεριλαμβανομένων και των ενόρκων βεβαιώσεων που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο άλλων δικών, πλην της παρούσης), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 457 ΚΠολΔ) καθώς και τις προσκομιζόμενες με επίκληση εκτυπώσεις ηλεκτρονικών τηλεφωνικών μηνυμάτων (SMS) με τις συνομιλίες που έλαβαν χώρα μεταξύ του πρώτου των εναγόντων και της εναγομένης, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως απεικονίσεις γραπτών μηνυμάτων, τα οποία εμπίπτουν στην έννοια της μηχανικής απεικόνισης του άρθρου 444 αριθ. 3 ΚΠολΔ και συνακόλουθα εξομοιώνονται με ιδιωτικά έγγραφα παρότι τούτα δεν φέρουν υπογραφή με τη κλασσική του όρου έννοια (άρθρα 444 παρ.1 περ. γ’, 448 παρ.2, 457 παρ.4 ΚΠολΔ), καθώς κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου θεωρούνται νόμιμα αποδεικτικά μέσα χωρίς να προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, αφού προσκομίζονται από τους διαδίκους και αφορούν μεταξύ τους συνομιλίες στο πλαίσιο της δικαστικής μεταξύ τους ένδικης διένεξης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η αποδεικτική δύναμη των οποίων κρίνεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 445 ΚΠολΔ, ήτοι αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι οι δηλώσεις που περιέχονται σε αυτά προέρχονται από τον εκδότη τους με την επισήμανση ότι: α) η εναγομένη – εκκαλούσα ούτε πρωτοβαθμίως ούτε και στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας αμφισβήτησε τόσο το διανοητικό περιεχόμενο των μηνυμάτων αυτών, όσο και τον αποστολέα αυτών δεδομένου ότι είναι επιτρεπτή κατά την ίδια ως άνω διάταξη η περί του αντιθέτου απόδειξη (ανταπόδειξη) σχετικά με την κατάρτιση και αποστολή των ένδικων μηνυμάτων στον παραλήπτη ενάγοντα και β) από την προσκομιζόμενη εκτύπωση εκ του κινητού τηλεφώνου του ενάγοντος προκύπτει αφενός ο αριθμός του τηλεφώνου αποστολής των μηνυμάτων που ανήκει στην εκκαλούσα – εναγομένη, η ημερομηνία αποστολής αυτού και το περιεχόμενο καθενός από αυτά, αφετέρου η εναγόμενη είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση της εκτύπωσης αυτής μετά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και να προβάλλει τους ισχυρισμούς της εντός της προβλεπομένης τότε τριήμερης προθεσμίας προσθήκης – αντίκρουσης με συνέπεια να μην θίγεται το δικονομικό της δικαίωμα περί ανταπόδειξης του εν λόγω αγωγικού ισχυρισμού, οπότε ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις και δέχθηκε τα μηνύματα αυτά ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένων ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν των τρίτου και του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο Α έφεσης, μετά ταύτα αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος ενάγων είναι έγγαμος με την δεύτερη ενάγουσα, γάμο από τον οποίο έχουν αποκτήσει δύο άρρενα τέκνα, τον τρίτο και τέταρτο των εναγόντων εκ των οποίων ο τρίτος έχει ήδη ενηλικιωθεί και ο τέταρτος είναι εισέτι ανήλικος, άπαντες οι ανωτέρω τυγχάνουν ήδη εφεσίβλητοι της υπό στοιχείο Α έφεσης και εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β έφεσης. Περαιτέρω, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης και εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Β’ έφεσης είναι αμφιθαλής αδερφή του πρώτου ενάγοντος. Περαιτέρω, ο τρίτος ενάγων ο οποίος μετά την ενηλικίωσή του, συνεχίζει τη δίκη με το δικό του όνομα είναι ψιλός κύριος και ο πρώτος ενάγων επικαρπωτής του διαμερίσματος υπό στοιχεία Άλφα κεφαλαίο ένα (Α-1) του ισογείου ορόφου και επί οριζόντιας ιδιοκτησίας του ισογείου ορόφου με την ένδειξη «ΛΕΒΗΤΟΣΤΑΣΙΟ», επί οικοδομής, κειμένης στο Κερατσίνι Πειραιά, στη θέση «…» ή «….» και «….», (συμβολή των οδών …………. και ……., ήδη ……….), που αποτελείται από ισόγειο, α΄ και β΄ όροφο πάνω από το ισόγειο η οποία έχει υπαχθεί στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………../1967 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Πειραιά …….., που έχει μεταγραφεί νόμιμα, όπως συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθμ. …./22.10.1992 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας-γονική παροχή εξ αδιαιρέτου ποσοστών και κανονισμού της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …. και αριθμός ….). Αντίστοιχα, η εναγομένη είναι πλήρης κυρία της οριζόντιας ιδιοκτησίας με στοιχεία Βήτα κεφαλαίο ένα (Β-1) του β΄ ορόφου της ίδιας οικοδομής. Ο παραπάνω διαληφθείς τίτλος τροποποιήθηκε, κατά πρώτον, με την υπ’ αριθμ. …./08.4.1994 πράξη τροποποίησης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και γονικής παροχής εξ αδιαιρέτου ποσοστών οικοπέδου της ίδιας Συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά (τόμος …. και αριθμός ….), κατά δεύτερον, με την υπ’ αριθμ. …./30.6.1999 πράξη της ίδιας Συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά και, κατά τρίτον, με την υπ’ αριθμ. …./16.7.2007 τροποποίηση σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας της ίδιας Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά με αριθμό καταχώρησης …../2007. Στο ανωτέρω υπ’ αριθμ. ……/1992 συμβολαιογραφικό έγγραφο, περιλαμβάνεται και ο υφιστάμενος κανονισμός της ένδικης οικοδομής, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτού, είναι υποχρεωτικός για τους συμβαλλομένους και τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους τους. Επίσης, η εναγομένη κατέστη πλήρης κυρία της οριζόντιας ιδιοκτησίας με στοιχεία Βήτα κεφαλαίο ένα (Β-1) του β΄ ορόφου δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../22.10.1992 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας-γονικής παροχής εξ αδιαιρέτου ποσοστών και κανονισμού πολυκατοικίας της ίδιας Συμβολαιογράφου για την οποία έγινε λόγος και ανωτέρω και δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/08.4.1994 ως άνω συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου και, συγκεκριμένα, με το ως άνω υπ’ αριθμ. ………./1992 συμβόλαιο, η μητέρα της εναγομένης ……….., σύζυγος …….. και ο πατέρας της …………… προέβησαν σε συμπλήρωση της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και όρισαν ότι το ακίνητό τους θα αποτελείται από ισόγειο όροφο και δη από κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους και από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες με τα στοιχεία I1 διαμέρισμα εμβαδού 16,90 μ2, Ι2 κατάστημα εμβαδού 22,00 μ2 και Ι3 διαμέρισμα εμβαδού 85,20 μ2, από τον πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο, αποτελούμενο από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες με τα στοιχεία Α-1 διαμέρισμα εμβαδού 80,50 μ2 και το Α-2 διαμέρισμα εμβαδού 59,80 μ2 και από τον μελλοντικά ανεγερθησόμενο, δεύτερο πάνω από το ισόγειο όροφο. Περαιτέρω, οι γονείς της εναγομένης μεταβίβασαν σε εκείνη, με γονική παροχή, τα 300/000 εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, τα οποία αντιστοιχούσαν στο δικαίωμα ανέγερσης μελλοντικά οριζόντιας ιδιοκτησίας του β΄ ορόφου, κατά το ποσοστό τους έκαστος, ενώ εκείνη, ακολούθως, ανήγειρε το β΄ όροφο της ως οικοδομής. Στη συνέχεια, η ………… δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../1994 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου, συνέστησε υπέρ της εναγομένης, συμπληρωματική γονική παροχή και μεταβίβασε σε αυτήν επιπλέον 24,40 μ2, τα οποία αφαιρέθηκαν από το 1-3 διαμέρισμα του ισογείου και προστέθηκαν στο δεύτερο όροφο της οριζόντιας ιδιοκτησίας της, με τα αντιστοιχούντα σε αυτά 25/000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, με αποτέλεσμα να έχει, εφεξής, η ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία, υπό στοιχεία Β-1, επιφάνεια 141,00 μ2. Παράλληλα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./1999 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου, η …………. και ο ………. τροποποίησαν τον κανονισμό της εν λόγω πολυκατοικίας, συνιστώντας οριζόντια ιδιοκτησία με την ένδειξη «λεβητοστάσιο» στον ισόγειο όροφο και, ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………./16.7.2007 τροποποίησης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της ίδιας Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, η μητέρα της εναγομένης και του πρώτου ενάγοντος ………, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. ……./19.3.2007 άδεια οικοδομής αλλαγής χρήσης της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του δήμου Κερατσινίου, προέβη σε τροποποίηση της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, αναφορικά με τις υπό στοιχεία 1-1,1-2 και 1-3 ιδιοκτησίες, σε αλλαγή χρήσης του υπό στοιχεία 1-2 καταστήματος, συνενώνοντας τις υπ’ αριθμ. 1-1, 1-2 και 1-3 οριζόντιες ιδιοκτησίες σε μία ενιαία οριζόντια ιδιοκτησία, με τα στοιχεία άλφα κεφαλαίο ένα (Α-1) του ισογείου ορόφου επιφάνειας 88,90 μ2. Τέλος, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./31.10.2007 συμβολαίου της ίδιας Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, η ως άνω μητέρα των δύο αυτών διαδίκων μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, τις κάτωθι οριζόντιες ιδιοκτησίες και συγκεκριμένα : α) τη νέα ιδιοκτησία υπό στοιχεία Α-1 του ισογείου που δημιουργήθηκε με συνένωση των ως άνω αναφερομένων οριζοντίων ιδιοκτησιών και β) την οριζόντια ιδιοκτησία-διαμέρισμα του ισογείου με την ένδειξη «λεβητοστάσιο» και, κατά την ψιλή κυριότητα, στον τρίτο ενάγοντα, τότε, ανήλικο εγγονό της και, κατ’ επικαρπία, στον πρώτο ενάγοντα υιό της και, περαιτέρω, οι δύο αυτοί ενάγοντες δήλωσαν ότι έλαβαν γνώση της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, την οποία αποδέχθηκαν και προσχώρησαν σε αυτήν ανεπιφύλακτα, αναλαμβάνοντας όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σχετικά με τα ανωτέρω ακίνητα, αποδεχόμενοι και όλα τα παραπάνω, όπως συμφωνήθηκαν. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού που περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθμ. ………/1992 συμβολαιογραφική πράξη για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω, υπό τον τίτλο «Κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι, πράγματα και εγκαταστάσεις» αναφέρονται τα εξής : «Κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι -χώροι πράγματα και εγκαταστάσεις είναι ενδεικτικά : Το οικόπεδο κατά την καλυμμένη από την οικοδομή επιφάνειά του και κατά την ακάλυπτη (αυλή, φωταγωγοί), οι θεμελιώσεις της οικοδομής, οι εξωτερικοί τοίχοι, οι μεσότοιχοι που χωρίζουν αυτοτελείς ιδιοκτησίες από άλλες ή από κοινόκτητους χώρους, οι μανδρότοιχοι, η από σκυρόδεμα κατασκευή της οικοδομής, το μηχανοστάσιο, το λεβητοστάσιο, η δεξαμενή για τα καύσιμα, η καπνοδόχος, ο καπνοσυλλέκτης, η κεντρική σκάλα, τα πλατύσκαλα και το σκέπαστρο της σκάλας στην ταράτσα, η ταράτσα (δώμα) κατά την ακάλυπτη επιφάνεια της, η κεντρική είσοδος, οι διάδρομοι που οδηγούν από τα πλατύσκαλα στις οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμερίσματα, γραφεία κλπ.), οι ανελκυστήρες με το χώρο κίνησής τους και οι εγκαταστάσεις τους γενικά, οι φωταγωγοί και κάθε χώρος που δεν αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι γενικές εγκαταστάσεις για το νερό και το ηλεκτρικό ρεύμα, το σύστημα ύδρευσης, φωτισμού και θέρμανσης στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα, η μηχανολογική και η ηλεκτρική εγκατάσταση των ανελκυστήρων με το μετρητή της, οι αγωγοί σύνδεσης των αποχετεύσεων της οικοδομής με το αποχετευτικό δίκτυο της πόλης, οι βόθροι, τα εξωτερικά επιχρίσματα και οι διακοσμήσεις και, γενικά, η εξωτερική όψη της οικοδομής με τα εξωτερικά κουφώματα προς τους δρόμους ή προς τους φωταγωγούς και προς τις γειτονικές ιδιοκτησίες και, γενικά, κάθε άλλο έργο, πράγμα ή εγκατάσταση που είναι από το νόμο αδιαίρετο, κοινόκτητο και κοινόχρηστο και προορίζεται να εξυπηρετήσει περισσότερες από μία οριζόντιες ιδιοκτησίες ή όλες τις οριζόντιες ιδιοκτησίες της οικοδομής και ακόμα που έχει σχέση με την ασφάλεια, στερεότητα και εμφάνιση της οικοδομής.» Περαιτέρω στο άρθρο 3 του κανονισμού ορίζεται ότι «1) Κάθε ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει όλα τα δικαιώματα στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα που ο νόμος ορίζει για τους συνιδιοκτήτες ανάλογα με το είδος και τον προορισμό τους με τον όρο να μην εμποδίζει τη χρήση τους από τους άλλους δικαιούχους συνιδιοκτήτες. 2) Οι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι, πράγματα και εγκαταστάσεις πρέπει να είναι πάντοτε ελεύθεροι και να μην γίνεται κατάχρηση χρόνου χρήση τους από τους δικαιούχους συνιδιοκτήτες. Απαγορεύεται σε κάθε δικαιούχο συνιδιοκτήτη να αφήνει στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα έπιπλα, κιβώτια και άλλα κινητά πράγματα και ζώα που εμποδίζουν άλλους συνιδιοκτήτες ή ενοίκους και να προκαλεί θορύβους και άλλες ενοχλήσεις σε αυτούς. Επίσης έχει υποχρέωση να φροντίζει για την καλή συντήρηση και κανονική και απρόσκοπτη χρήση των κοινόκτητων και κοινοχρήστων της οικοδομής… Επίσης, ο ιδιοκτήτης του 1-3 διαμερίσματος του ισογείου, δικαιούται να κάνει μόνο αυτός χρήση του ακάλυπτου χώρου στο ισόγειο του ακινήτου αποκλειστικά για άπλωμα ή τίναγμα ρούχων και χαλιών». Επιπροσθέτως, στην § 5 του ίδιου άρθρου (4) ορίζεται ότι «ο κύριος οριζόντιας ιδιοκτησίας μπορεί και δικαιούται να μεταρρυθμίζει εσωτερικά στην ιδιοκτησία του κατά την κρίση του, αλλά μόνο μετά από γνωμάτευση αρχιτέκτονα ή άλλου ειδήμονα πτυχιούχου μηχανικού και από άδεια της δημόσιας αρχής και υπό τον όρο, ότι τα έργα αυτά δεν θα θίγουν τους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, εγκαταστάσεις και πράγματα, τους εξωτερικούς τοίχους της ιδιοκτησίας του, την από σιδηρομπετόν κατασκευή της ιδιοκτησίας του και του όλου κτιρίου και κάθε γενικά στατικό στοιχείο της οικοδομής ως και την ασφάλεια, αντοχή και τη στερεότητα της οικοδομής. Κάθε ζημία ή φθορά στη συνιδιοκτησία ή σε αυτοτελή ιδιοκτησία από τις πιο πάνω μεταρρυθμίσεις βαρύνει αυτόν που τις προκαλεί κι αν ακόμα οι εργασίες της μεταρρύθμισης έγιναν με άδεια του Πολεοδομικού Γραφείου και με την επίβλεψη μηχανικού». Περαιτέρω, κατά την § 7 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι : «Απαγορεύεται σε κάθε συνιδιοκτήτη η μεταρρύθμιση, η μεταβολή ή επισκευή εξωτερικά της πρόσοψης της ιδιοκτησίας του, των φωταγωγών, των διαδρόμων, της κεντρικής σκάλας ή άλλων κοινόκτητων και κοινοχρήστων της πολυκατοικίας. Επίσης, απαγορεύεται να ανοίξει τρύπες στους εξωτερικούς τοίχους της ιδιοκτησίας του (εκτός αν αυτό χρειάζεται για την εγκατάσταση κλιματισμών) ή στους εξωτερικούς τοίχους του κτιρίου και στα παράθυρα και γενικά απαγορεύεται κάθε μεταβολή, μετάθεση ή αντικατάσταση που θίγει οριζόντιο ή κάθετο δίκτυο αποχέτευσης, σωληνώσεις και αγωγούς της κεντρικής θέρμανσης και ύδρευσης που περνάει οριζόντια ή κάθετα από την ιδιοκτησία του. Απαγορεύεται, επίσης, ο χρωματισμός, από τον συνιδιοκτήτη, των εξωτερικών τοίχων της ιδιοκτησίας του και σε όλη τους την επιφάνεια ή σε τμήμα αυτής και η αλλαγή του εξωτερικού χρωματισμού των παραθύρων και παραθυρόφυλλων, των εξωτερικών διακοσμήσεων και γενικά κάθε μεταβολή της εξωτερικής εμφάνισης της πολυκατοικίας ή των κοινόκτητων και κοινόχρηστων.». Τέλος, με το άρθρο 20 του κανονισμού ορίζεται ότι «Συμφωνείται ότι οι πρώτοι συμβαλλόμενοι στο παρόν ………… και ……….. ., και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι αυτών, δικαιούνται οποτεδήποτε να προβαίνουν μονομερώς σε τροποποίηση της παρούσας πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, των σχεδίων και του πίνακα που προσαρτώνται σε αυτήν καθώς και σε τροποποιήσεις των τροποποιητικών αυτής πράξεων. Οι τροποποιήσεις αυτές θα αφορούν τις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους και δεν θα θίγουν τις διηρημένες ιδιοκτησίες άλλων συνιδιοκτητών και τους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους της πολυκατοικίας. Με τις τροποποιήσεις οι ιδιοκτήτες μπορούν και δικαιούνται να ενώνουν δύο ή περισσότερες, από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, κατά τους όρους του πιο πάνω προσυμφώνου και εργολαβικού συμβολαίου σε μία. Επίσης, μπορούν να διαιρούν μια οριζόντια ιδιοκτησία τους σε περισσότερες και να αποσπούν τμήμα από τη μία ή από περισσότερες ιδιοκτησίες τους και να τα ενώνουν με άλλη ιδιοκτησία τους σε τρόπο ώστε να διαμορφώνεται ιδιοκτησία μεγαλύτερη ή μικρότερη. Ακόμα μπορούν να ανακατανέμουν κατά την απόλυτη κρίση τους τα ποσοστά συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο που τους ανήκουν καθώς και τον όγκο, την αναλογία στις δαπάνες και τις ψήφους μεταξύ των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους που έχουν ήδη κατασκευαστεί και εκείνων που θα ανεγερθούν μελλοντικά». Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, οι πρώτος και ο τρίτος των εναγόντων, επικαρπωτής και ψιλός κύριος, αντίστοιχα, των οριζοντίων ιδιοκτησιών υπό στοιχεία Α1 διαμέρισμα και με την ένδειξη «Λεβητοστάσιο» δεσμεύονται από τον προαναφερόμενο κανονισμό που περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθμ. ……/1992 προαναφερθείσα συμβολαιογραφική πράξη, διότι όπως προαναφέρθηκε αποτελούν ειδικούς διαδόχους της αρχικής συμβαλλόμενης σε αυτόν …………., εφόσον ο κανονισμός έχει μεταγραφεί πριν τη διαδοχή, (οράτε ΑΠ 303/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 947/1997 ΝοΒ 46 σ. 344) και, έτι περαιτέρω, επειδή προσχώρησαν στις ρυθμίσεις αυτού εκ των υστέρων, καθώς δυνάμει του υπ’ αριθμ. …../2007 συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου, κατά τη μεταβίβαση σε αυτούς των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους λόγω γονικής παροχής, οι ίδιοι αυτοί ενάγοντες, δήλωσαν ότι έλαβαν γνώση της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, την οποία αποδέχονται και προσχωρούν σε αυτή ανεπιφύλακτα και ότι αναλαμβάνουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σχετικά με τα ανωτέρω ακίνητα και ότι αποδέχονται όλα τα παραπάνω, όπως συμφωνήθηκαν. Τα παραπάνω έχουν κριθεί με ισχύ δεσμευτικού – για το παρόν Δικαστήριο – δεδικασμένου, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 269/2015 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 327/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία, με τη σειρά της, επικυρώθηκε και κατέστη αμετάκλητη με την υπ’ αριθμ. 273/2018 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η οικογένεια του πρώτου ενάγοντες απαρτιζόνενη από αυτόν και τους λοιπούς ενάγοντες εγκαταστάθηκε στη προπεριγραφείσα οικογενειακή οικοδομή στον ισόγειο όροφο αυτής το έτος 2010. Η συγκατοίκηση, ωστόσο των αδερφών στην ίδια οικογενειακή πολυκατοικία δεν εξελίχθηκε αρμονικά αφού σύντομα ανέκυψαν μεταξύ τους διαφορές με αφορμή τους κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους της εν λόγω οικοδομής. Υπό τις συνθήκες αυτές η μεταξύ των αδερφών αντιδικία πυροδοτήθηκε το Νοέμβριο του 2011, όταν η εναγομένη εκδήλωσε ενδιαφέρον για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων στην κοινόχρηστη ταράτσα της ίδιας οικοδομής. Ειδικότερα με βάση τα οριζόμενα στη τεχνική νομοθεσία για την εγκατάσταση τέτοιων συστημάτων η ΔΕΗ ζήτησε, από την εναγομένη την προσκόμιση υπευθύνων δηλώσεων από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες της εν λόγω οικοδομής σύμφωνα με τις οποίες θα δήλωναν τη συναίνεσή τους για την εγκατάσταση του συστήματος αυτού. Ο πρώτος ενάγων πράγματι έδωσε τη συγκατάθεση του για την εγκατάσταση του συστήματος αυτού και χορήγησε στην εναγόμενη την από 08.11.2011 υπεύθυνη δήλωσή του υπό τον όρο όμως να μην μετακινηθεί ο ηλιακός θερμοσίφωνας που βρίσκεται στη στέγη αυτή και εξυπηρετεί το διαμέρισμά του. Η εναγόμενη όμως, η οποία επιθυμούσε την άνευ όρων και περιορισμών χορήγηση της συγκατάθεσης του ενάγοντος αδερφού της εξοργίστηκε και του απέστειλε μηνύματα στο κινητό του τηλέφωνο με ονειδιστικό και απειλητικό περιεχόμενο από το κινητό της τηλέφωνο με αριθμό ……. και συγκεκριμένα, την 17.11.2011 και ώρα 10:08:27 : «ΟΣΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΤΗ ΘΕΡΜΑΝΣΗ ΣΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΣΤΗ ΞΗΛΩΣΩ, ΗΔΟΝΙΖΟΜΑΙ. ΧΑ ΧΑΧΑ», την 22.11.2011 και 14:32:07 : «ΕΜΑΘΑ ΟΤΙ ΠΗΓΕΣ ΣΤΟ ΠΑΤΕΡΟΥΛΗ ΣΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΕΘΕΙΣ ΚΟΤΟΥΛΑ! ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΥΠΟΓΡΑΨΕΙΣ ΑΛΛΗ ΔΗΛΩΣΗ, ΑΛΛΙΩΣ ΜΑΥΡΟ ΦΙΔΙ ΠΟΥ ΣΕ ΔΑΓΚΩΣΕ ΓΎΝΑΙΚΩΤΟ, ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΑ», 22.11.2011 και ώρα 14:32:11 : «ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΣΟΥ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΙ ΟΧΙ ΣΕ ΑΣΧΕΤΟΥΣ. Η ΖΗΜΙΑ Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΗΔΑΜΙΝΗ ΜΠΡΟΣΤΑ Σ’ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΘΕΙΣ ΕΣΥ ΘΕΛΕΙΣ ΠΟΛΕΜΟ? ΘΑ ΤΟΝ ΕΧΕΙΣ. ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΝΙΚΑΩ», 22.11.2011 και ώρα 14:32:13 : «ΕΓΩ» και την 24.11.2011 και ώρα 20:53:52 «ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΘΕΙΣ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΚΑΙ ΜΗΝΥΣΕΙΣ. ΣΥΝΤΟΜΑ ΘΑ ΕΧΕΙΣ ΝΕΑ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΜΟΥ. ΨΑΞΕ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΑΛΛΟ ΣΠΙΤΙ». Με βάση τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα ανωτέρω μηνύματα έχουν εξυβριστικό για τον πρώτο ενάγοντα περιεχόμενο αφού ευθέως προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψή του και αναμφίβολα στοιχειοθετούν την έννοια της αδικοπραξίας και της εν γένει προσβολής της προσωπικότητας κατά τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η εναγόμενη τόσο πρωτοδίκως όσο και στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας ισχυρίζεται ότι η ματαίωση της εγκατάστασης του φωτοβολταϊκού συστήματος οφείλεται στη μεταβολή της άποψης περί του οικονομικού οφέλους του εγχειρήματός της, πλην όμως από το περιεχόμενο των ανωτέρω μηνυμάτων προκύπτει το αντίθετο με την επισήμανση βέβαια ότι είναι αδιάφορα στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής τα παραγωγικά αίτια της βούλησής της να μην προβεί στην εγκατάσταση του εν λόγω συστήματος. Ακολούθως οι ενάγοντες στην υπό στοιχείο β περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης διατείνονται ότι την 29.3.2012 υπέβαλε ψευδή καταγγελία της, σε βάρος του πρώτου ενάγοντος, προς την Πολεοδομική Υπηρεσία του Δήμου Κερατσινίου, με την οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, τον κατηγορούσε για ανυπόστατες πολεοδομικές παραβάσεις και η οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα επίσης στην αγωγή αποδείχτηκε ψευδής, κατόπιν αυτοψίας της ανωτέρω υπηρεσίας. Επί της καταγγελίας αυτής πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Η εναγομένη στο πλαίσιο της αντιδικίας της με τον πρώτο ενάγοντα σχετικά με την πολεοδομική τακτοποίηση των θεμάτων που αφορούσαν τους κοινόχρηστους χώρους της προαναφερόμενης οικογενειακής οικοδομής απέστειλε την από 15.3.2012 εξώδικη δήλωση της προ τον τελευταίο την οποία μάλιστα απηύθυνε προς την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή του Δήμου Πειραιώς προκειμένου να προβεί στην καθαίρεση των φερομένων ως παρανόμων κατασκευών στους κοινοχρήστους χώρους της οικοδομής. Παράλληλα η εναγόμενη υπέβαλε την ίδια αίτηση της και στο Δήμο Κερατσινίου, όπου και παρελήφθη από το αρμόδιο τμήμα πολεοδομίας με αριθ. Πρωτ. ….. και ημερομηνία 4.4.2012. Να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της κείμενης πολεοδομικής νομοθεσίας οι παλαιότερες αυτόνομες υπηρεσίες Πολεοδομίας έχουν διοικητικά υπαχθεί στην τοπική αρμοδιότητα του εκάστοτε Ο.Τ.Α. που κείται το ακίνητο και στη προκειμένη περίπτωση αρμόδιο γραφείο για να επιληφθεί των πολεοδομικών θεμάτων της εν λόγω οικοδομής ήταν το τμήμα Πολεοδομίας Δήμου Κερατσινίου και όχι το αντίστοιχο του Δήμου Πειραιώς. Ακολούθως η αρμόδια υπηρεσία Πολεοδομίας του Δήμου Κερατσινίου πραγματοποίησε αυτοψία (αρ. πρωτ. ……/2012) στις 30.7.2012, όπου εκεί διαπιστώθηκε ότι στον ισόγειο ακάλυπτο χώρο δεν υπήρχε λεβητοστάσιο, καμινάδα και αποθήκη καυσίμων ενώ υπήρχαν ίχνη αποξήλωσης εγκατάστασης (σωλήνες). Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η πραγματική κατάσταση του επίδικου κοινοχρήστου χώρου δεν ήταν η ίδια με αυτή που περιγράφεται με την άνω αυτοψία, η οποία έλαβε χώρα την 30.7.2012 καθώς όπως προκύπτει από το απόσπασμα ημερησίου δελτίου οχήματος του υπ’ αριθ. ………. της 2.11.2012 το οποίο επελήφθη μετά από σχετική καταγγελία της εναγομένης για εκτέλεση παράνομων οικοδομικών εργασιών διαπιστώνει ότι στο κοινόχρηστο χώρο υπήρχε μια παλιά καμινάδα και κάποιες μικρές σωλήνες που ενώνονται. Επιπλέον το περιεχόμενο της ένδικης καταγγελίας κρίθηκε ενώπιον των αστικών δικαστηρίων με την προαναφερθείσα αμετάκλητη πλέον υπ’ αριθ. 269/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία μεταξύ άλλων υποχρέωσε τον πρώτο ενάγοντα να καθαιρέσει την καμινάδα που ήταν εγκατεστημένη στην κοινόχρηστη αυλή της πολυκατοικίας, να αποξηλώσει τη γυάλινη πόρτα που οδηγεί στον κοινόχρηστο χώρο της αυλής και να απομακρύνει από τη κοινόχρηστη είσοδο της πολυώροφης οικοδομής την ξύλινη ντουλάπα, τα υφιστάμενα κινητά πράγματα ιδιοκτησίας του και τις σωληνώσεις. Απ’ όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά το χρόνιο της υποβολής της σχετικής καταγγελίας η πραγματική κατάσταση που επικρατούσε στον επίμαχο κοινόχρηστο χώρο ήταν αυτή που αναφερόταν σε αυτήν και μεταβλήθηκε μεταγενεστέρως όπως διαπιστώθηκε από την προαναφερόμενη έκθεση αυτοψίας. Κατά συνέπεια εφόσον δεν αποδείχθηκε ψευδές το καταγγελλόμενο γεγονός δεν στοιχειοθετείται οιαδήποτε μορφή αδικοπραξίας και ως εκ τούτου το κεφάλαιο αυτό της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, ως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη με άλλη όμως αιτιολογία, η οποία πρέπει να αντικατασταθεί με την παρούσα κατά τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα. Περαιτέρω οι ενάγοντες στο υπό στοιχείο γ΄ κεφάλαιο της αγωγής ισχυρίζονται ότι τον Ιούλιο του 2012, η εναγομένη προχώρησε σε καταγγελία τόσο προς το ΙΚΑ Δραπετσώνας (Τμήμα Οικοδομών), την 19.7.2012, όσο και προς την Πολεοδομική Υπηρεσία του Δήμου Κερατσινίου (αριθμός πρωτοκόλλου ……/31.7.2012), οι οποίες αμφότερες αποδείχθηκαν ψευδείς μετά τον έλεγχο που διενήργησαν οι ανωτέρω υπηρεσίες. Ειδικότερα με την πρώτη από τις ανωτέρω καταγγελίες, ζητούσε να ελεγχθεί επειγόντως, για διαφυγή εσόδων, ενσήμων οικοδομών στην οικία του πρώτου ενάγοντος και να ελεγχθούν, αν είναι πληρωμένα, στο σύνολό τους τα ένσημα προς το ΙΚΑ, για ημϊυπαίθριο χώρο 25,00 μ2, ενώ τόνισε την ανάγκη να ελεγχθεί και ο χώρος του λεβητοστασίου ιδιωτικής χρήσης του πρώτου ενάγοντος για το οποίο ανέφερε ότι δεν έχουν καταβληθεί ένσημα, καθώς επίσης και για κάθε άλλη ατασθαλία που είχε γίνει στην ανωτέρω οικοδομή. Με τη δεύτερη από τις αμέσως ανωτέρω αναφερόμενες καταγγελίες, η εναγομένη ζήτησε από την Πολεοδομική Υπηρεσία του Δήμου Κερατσινίου, να διενεργήσει κατεπείγοντα έλεγχο στην ισόγεια οικεία του πρώτου ενάγοντος, επικαλούμενη ότι από την Κυριακή που προηγήθηκε της καταγγελίας εκείνης, γίνονται οικοδομικές εργασίες, ότι έχει ειδοποιήσει την Άμεσο Δράση η οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στην ίδια καταγγελία, είχε καταγράψει το συμβάν της Κυριακής εκείνης, καθώς και το ΙΚΑ. Ζήτησε, επίσης, να γίνει πλήρης έλεγχος για την ύπαρξη ή μη άδειας και να προβεί η ίδια υπηρεσία σε κάθε δέουσα ενέργεια, απευθυνόμενη και στον Εισαγγελέα, σε περίπτωση που δεν έχουν τηρηθεί οι νόμιμοι κανόνες, δηλαδή σε περίπτωση που δεν ακολουθήθηκε η αυτόφωρη διαδικασία σε βάρος του ιδιοκτήτη. Επί των καταγγελιών αυτών πρέπει να ειπωθούν τα εξής: Όσον αφορά την πρώτη καταγγελία ενώπιον του ΙΚΑ αυτή δεν αποδείχθηκε βάσιμη καθώς όπως προκύπτει από το από 05.3.2013 έγγραφο αυτού δεν έχουν προκύψει διαφορές, κατόπιν επιτόπιας αυτοψίας και με βάση τα σχετικά έγγραφα που είχαν προσκομιστεί στην υπηρεσία. Όσον αφορά ην δεύτερη καταγγελία και πάλι, κατόπιν γενόμενης αυτοψίας, δεν διαπιστώθηκε η εκτέλεση οικοδομικών εργασιών. Η εναγόμενη με τον έκτο λόγο της έφεσης της διατείνεται οι ανωτέρω βεβαιώσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την αλήθεια των καταγγελιών της και εσφαλμένως ελήφθησαν υπόψη από την εκκαλουμένη καθώς συντάχθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της καταγγελίας, ήτοι δύο (2) ημέρες αργότερα από την επικαλούμενη παράνομη εκτέλεση εργασιών (29.7.2012). Ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος κατ’ ουσίαν αφού τα επιληφθέντα όργανα των ανωτέρω δύο υπηρεσιών έχουν υπηρεσιακό καθήκον να πιστοποιούν πραγματικά γεγονότα για τα οποία έχουν άμεση αντίληψη, οπότε και αυτό έπραξαν στο πλαίσιο των ένδικων δύο καταγγελιών. Εξάλλου οι απαντήσεις που δόθηκαν στην εναγόμενη δεν αποσκοπούσαν στην απόκτηση αποδεικτικού μέσου της τελευταίας προκειμένου αυτές να χρησιμοποιηθούν στη μεταξύ των διαδίκων αστική διαφορά αλλά στην εκ του νόμου προβλεπόμενη υποχρέωση της διοίκησης να απαντά στις αιτήσεις των πολιτών. Επιπλέον με τον ίδιο λόγο έφεσης διατείνεται ότι στην εγγραφή του ημερήσιου δελτίου οχήματος της αστυνομίας της 29.7.2012, το οποίο προσήλθε μετά από κλήση της εναγομένης για παράνομες εργασίες εμφανίστηκε ως ιδιοκτήτης της οικίας ο ……………, ο οποίος τυγχάνει αδερφός της δεύτερης ενάγουσας με σκοπό να αποτρέψει τη διενέργεια ελέγχου από την αστυνομία. Ωστόσο η αμφισβήτηση του διανοητικού περιεχόμενου του εν λόγω εγγράφου, το οποίο φέρει το χαρακτήρα του δημοσίου εγγράφου, αφού συντάχθηκε κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο, δεν έλαβε χώρα κατά το νόμιμο τρόπο όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 438 ΚΠολΔ, ήτοι με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού με συνέπεια η βεβαίωση αυτή να αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς όλους για όσα βεβαιώνονται σε αυτό, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της έφεσης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω εφόσον δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ένδικών δύο καταγγελιών δεν στοιχειοθετείται η αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης σε βάρος του πρώτου ενάγοντος και ακολούθως η προσβολή προσωπικότητας του τελευταίου, ως ορθά εδέχθη και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του περί του αντιθέτου λόγου έφεση της υποστοιχείο Β’ έφεσης των εναγόντων. Στη συνέχεια στο υπό στοιχείο δ κεφάλαιο της αγωγής γίνεται λόγος σχετικά με επεισόδιο που εκτυλίχθηκε μεταξύ της εναγομένης και της δεύτερης ενάγουσας την 27.9.20212 στην ίδια ένδικη οικοδομή. Ειδικότερα από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προέκυψε ότι δύο περίπου μήνες αργότερα από το προηγούμενο συμβάν και δη κατά την προαναφερόμενη ημεροχρονολογία η εναγομένη κάλεσε την Αστυνομία, έχοντας προηγουμένως εισπράξει την άρνηση της πλευράς των εναγόντων, να της δώσουν το κλειδί της πόρτας που οδηγεί στην αυλή της ισόγειας οικίας τους, καίτοι τέτοιο δικαίωμα εκείνοι δεν είχαν, εφόσον είχε κριθεί αμετάκλητα, πλέον, έστω και εκ των υστέρων, με τις δύο αποφάσεις των πολιτικών Δικαστηρίων της ουσίας για τις οποίες έγινε λόγος και παραπάνω, ήτοι ότι η γυάλινη πόρτα που οδηγεί στην κοινόχρηστη αυτή αυλή είχε τοποθετηθεί στο παρελθόν, αλλά επί της πόρτας αυτής υπήρχε κλειδί, ώστε να δύνανται οι συνιδιοκτήτες να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στην αυλή, αλλά πλέον η πλευρά των εναγόντων είχε κλειδώσει τη γυάλινη πόρτα που οδηγεί στην κοινόχρηστη αυλή και είχε αφαιρέσει το κλειδί από την πόρτα. Οι ενέργειες αυτές των εναγόντων ήταν αντικανονικές και παραβίαζαν ευθέως τα όσα είχαν οριστεί στο άρθρο 3 του κανονισμού της οικοδομής, τον οποίο άπαντες οι συνιδιοκτήτες είχαν αποδεχθεί και όφειλαν να τηρήσουν, σύμφωνα με το οποίο ο ιδιοκτήτης του 1-3 διαμερίσματος του ισογείου, δικαιούται μεν να κάμνει μόνο αυτός χρήση του ακάλυπτου χώρου στο ισόγειο του ακινήτου, αποκλειστικά όμως για άπλωμα ή τίναγμα ρούχων και χαλιών και ότι έτσι συνιστάται δουλεία, κατ’ άρθρο 13 § 3 του Ν. 3741/1929, χρήσης της αυλής, αποκλειστικά για άπλωμα και τίναγμα ρούχων και χαλιών, για τον εκάστοτε ιδιοκτήτη του 1-3 διαμερίσματος και ήδη περιλαμβανόμενου, κατόπιν συνένωσής, στο υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα. Αντανακλαστική συνέπεια της άρνησης αυτής των εναγόντων να παραχωρήσουν στην εναγομένη κλειδί για τη γυάλινη πόρτα που οδηγεί στην κοινόχρηστη αυλή, κατά παράβαση των αναφερομένων στον κανονισμό, αποτελεί ο εν γένει αποκλεισμός της πρόσβασης της τελευταίας στον εν λόγω κοινόχρηστο χώρο γεγονός το οποίο πυροδότησε την αντίδραση αυτής με την κλήση της αστυνομικής αρχής για τη προάσπιση των πληττομένων εννόμων συμφερόντων της. Όταν, λοιπόν προσήλθαν οι Αστυνομικοί της Άμεσης Δράσης έλαβε χώρα διαπληκτισμός μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας και της εναγομένης, ο οποίος κατέληξε με τη προσαγωγή αμφοτέρων στο οικείο Α.Τ. . Εκεί στο πλαίσιο της εξεύρεσης μιας συμβιβαστικής λύσης για την αποφυγή υποβολής εγκλήσεως η δεύτερη ενάγουσα δέχθηκε να παραδώσει το κλειδί της επίδικης πόρτας στην εναγόμενη. Ωστόσο ουδέποτε η πρώτη παρέδωσε το κλειδί στη δεύτερη με συνέπεια η τελευταία να επιστρέψει στο οικείο ΑΤ και να υποβάλει σε βάρος της δεύτερης ενάγουσας έγκληση για το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης κατ’ άρθρο 808 παρ.1 ΠΚ, οπότε συνελήφθη και ακολουθήθηκε η αυτόφωρη διαδικασία, μετά δε από αναβολή η εν λόγω ποινική υπόθεση εκδικάστηκε στο ακροατήριο του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά την 15.2.2017, όπου η δεύτερη ενάγουσα κρίθηκε αθώα λόγω αμφιβολιών με την ΑΜ 1317/3017 απόφαση του άνω Δικαστηρίου. Υπό τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η εναγόμενη τέλεσε σε βάρος της δεύτερης ενάγουσας το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης το οποίο συνιστά αδικοπραξία και ως εκ τούτου αποτελεί προσβλητικό της προσωπικότητας της τελευταίας πραγματικό γεγονός. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη που δέχθηκε τα αντίθετα και απόρριψε το σχετικό κεφάλαιο της αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει επομένως να γίνει τούτο δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν κατά τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα, κατά παραδοχή της ουσιαστικής βασιμότητας του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης. Επιπλέον στην αγωγή στα υπό στοιχείο ε, στ και ζ κεφάλαια αυτής γίνεται λόγος για έτερα επεισόδια που έλαβαν χώρα μεταξύ των ίδιων ως άνω διαδίκων την 30.10.2012, 2.11.2012 και 7.11.2012 τα οποία θα εξεταστούν από κοινού καθώς αφορούν το ίδιο βιοτικό γεγονός, ήτοι την εγκατάσταση των σωληνώσεων της ένδικης οικοδομής και της σύνδεσης αυτής με το δίκτυο φυσικού αερίου, για τα οποία πρέπει να λεχθούν τα εξής: Την 30.10.2012 οι ενάγοντες άρχισαν τις εργασίες εγκατάστασης του δικτύου σωληνώσεων φυσικού αερίου στην ένδικη οικοδομή. Το έργο αυτό είχε αναλάβει τεχνικό συνεργείο με επικεφαλής τον εγκαταστάτη …….., ο οποίος μάλιστα ήταν παρών κατά την εκτέλεση των σχετικών εργασιών. Η εναγομένη αμελλητί κάλεσε την Αστυνομία καταγγέλοντας τους δύο πρώτους ενάγοντες ότι έκαμναν παράνομες εργασίες εγκατάστασης της σύνδεσης φυσικού αερίου και οικοδομικές εργασίες, ενώ η εναγομένη διαμαρτυρήθηκε και πάλι για το γεγονός ότι η πλευρά των εναγόντων δεν της επέτρεπε την είσοδο στην κοινόχρηστη αυλή του ισογείου. Ακολούθως δόθηκαν εξηγήσεις στο επιληφθέν αστυνομικό όργανο σχετικά με τη νομιμότητα των εργασιών που ελάμβαναν χώρα, πλην όμως επέβαλε τη προσωρινή παύση των εργασιών και στη συνέχεια ενεχείρησε τη σχετική μελέτη στον Αξιωματικό Υπηρεσίας του οικείου Α.Τ. Εκεί αφού δόθηκαν οι σχετικές εξηγήσεις, οι ανωτέρω ενάγοντες ανέλαβαν τη σχετική μελέτη και την 2.11.2012 ξεκίνησαν εκ νέου τις σχετικές εργασίες, όπου για δεύτερη φορά η εναγομένη υπέβαλε νέα καταγγελία με αντικείμενο τη συνέχιση των παρανόμων εργασιών που είχαν αρχίσει την 30.10.2012. Πράγματι προσήλθε στο χώρο των εργασιών αρμόδιο αστυνομικό όργανο το οποίο κατόπιν ελέγχου και των εξηγήσεων που έλαβε από τον ανωτέρω υπεύθυνο τεχνικό εγκαταστάτη αποχώρησε. Τέλος στις 7.11.2012 η εναγόμενη, χωρίς ωστόσο να προβεί σε νέα καταγγελία ενώπιον αστυνομικού οργάνου, προσπάθησε να απωθήσει φραστικά τους τεχνικούς της ΕΠΑ που θα εγκαθιστούσαν το μετρητή, ισχυριζόμενη το παράνομο των εργασιών που είχαν λάβει χώρα μέχρι τότε. Σχετικά με το ερειδόμενο ζήτημα της νομιμότητας της εγκατάστασης του δικτύου φυσικού αερίου από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προκύπτει ότι τελούσαν σε απόλυτη τάξη και αρμονία, τόσο στο νομικό σκέλος της αδειοδοτήσεως, όσο και στο τεχνικό σκέλος της εγκατάστασης της στο χώρο καθώς από την υπ‘ αριθ. πρωτ. ……/27.10.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος που διενεργήθηκε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ουδέποτε είχε ανακύψει κάποιος λόγος μη σύνδεσης της παροχής φυσικού αερίου με την οικία των ανωτέρω εναγόντων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω οι δύο καταγγελίες της εναγομένης ενώπιον του Α.Τ. του τόπου της κατοικίας των διαδίκων την 30.10.2012 και 2.11.2012 δεν αποδείχθηκαν αληθείς και ως εκ τούτου στοιχειοθετείται η αδικοπρακτική ευθύνη αυτής κατ’ άρθρο ΑΚ 914 στο μέτρο που κατεμήνυσε ψευδώς τους εν λόγω αντιδίκους της και ακολούθως η προσβολή της προσωπικότητας αυτών από τις καταγγελίες της αυτές. Να σημειωθεί ότι το υπό στοιχείο ζ κεφάλαιο της αγωγής που αναφέρεται στην φραστική απώθηση των εργατών της ΕΠΑ για τη τοποθέτηση του μετρητή δεν στοιχειοθετεί κάποια αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης και πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, ενώ αναφορικά με την στέρηση της δυνατότητας πρόσβασης στην ισόγεια αυλή, ισχύει ό,τι ακριβώς και ανωτέρω, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος για την τέλεση κάποιας αδικοπραξίας καθώς και ο ισχυρισμός ότι η εναγομένη είχε τότε ψευδώς υποστηρίξει ότι είχε εισαγγελική παραγγελία που να της επιτρέπει την πρόσβαση, καίτοι απρόσφορος να θεμελιώσει αδικοπραξία, εκ μέρους της, ουδόλως αποδείχθηκε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε τα αντίθετα και έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης κατά το μέρος που αφορά τη νομιμότητα της της διενέργειας των εργασιών εγκατάστασης του δικτύου φυσικού αερίου εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις κάθώς έπρεπε να δεχθεί αυτά ως ουσιαστικά βάσιμα, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης ως βάσιμου κατ’ ουσίαν κατά τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα. Τέλος στο υπό στοιχείο <<ι>> κεφάλαιο της αγωγής περιγράφεται νέο επεισόδιο μεταξύ των διαδίκων που έλαβε χώρα την 23.12.2012 για το οποίο πρέπει να λεχθούν τα εξής: Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ο μη διάδικος στη παρούσα αντιδικία …….., σύζυγος της εναγομένης, είχε έρθει έξω από το παράθυρο της οικίας των εναγόντων επί της οδού ……….. και τους φώναζε ότι η εγκατάσταση φυσικού αερίου που εκείνοι είχαν ήταν παράνομη. Την ίδια στιγμή στον ίδιο τόπο εμφανίστηκε ο πατέρας του πρώτου ενάγοντος και της εναγομένης, ……….., ο οποίος εξήλθε της οικίας του και άρχισε να λογομαχεί μαζί του. Ο ανωτέρω ………… μετά την εξέλιξη αυτή του επεισοδίου ειδοποίησε την σύζυγό του – εναγομένη, η οποία, με την εμφάνισή της, έξω από την πόρτα της οικίας των εναγόντων, άρχισε να εξυβρίζει τους δύο πρώτους ενάγοντες, χωρίς να υπολογίζει το γεγονός ότι, την ώρα εκείνη, τα ανήλικα ανίψια της (τρίτος και τέταρτος των εναγόντων), έπαιζαν έξω στο πεζοδρόμιο, με άλλα παιδιά της γειτονιάς, ηλικίας από 8 έως 12 ετών. Συγκεκριμένα, η εναγομένη απηύθυνε στον πρώτο ενάγοντα και εις επήκοον της δεύτερης εναγομένης, την ονειδιστική φράση : «άντε ρε μαλάκα, μάζεψε την πουτάνα σου που κάθε μέρα την μαζεύεις από τα μπάρ», προσβάλλοντας την τιμή αμφοτέρων. Αφού μεσολάβησε επεισόδιο μεταξύ της εναγομένης και του πατέρα της, σε πρώτη φάση και κατόπιν, μεταξύ της εναγομένης και της (μη διαδίκου) μισθώτριας του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου ………., στη συνέχεια, η εναγομένη και πάλι επιτέθηκε φραστικά στους δύο πρώτους ενάγοντες, απευθύνοντας στον πρώτο ενάγοντα, εις επήκοον της δεύτερης, την ονειδιστική φράση : «άντε ρε αρχίδι με την καριόλα σου, έλα μαλάκα να μετρηθούμε οι δύο μας, θα σας γαμήσω όλους.», κατά τη διάρκεια του οποίου επίσης όπως και ανωτέρω, οι τρίτος και τέταρτος των εναγόντων – προς τους οποίους πάντως δεν απευθύνθηκε η εναγομένη προσωπικά – σε ηλικία 9 και 12 ετών, που έπαιζαν στο δρόμο με τους φίλους τους από τη γειτονιά, είχαν έρθει στην αυλή τρομαγμένοι, αλλά και ντροπιασμένοι από τις φωνές και τις ύβρεις της εναγομένης που ακούγονταν και στο δρόμο, ενώ η εναγομένη συνέχισε να χτυπά με χέρια και με πόδια την πόρτα του διαμερίσματος της … ……., βρίζοντας τα παραπάνω εμπλεκόμενα πρόσωπα, όπως και παραπάνω και αποχώρησε μόνο όταν αντιλήφθηκε ότι θα ερχόταν η Αστυνομία. Η εναγομένη σε απάντηση επί του αγωγικού τούτου κεφαλαίου αρνείται την οποιαδήποτε συμμετοχή της και αναφέρεται στη διαμάχη μεταξύ του πρώτου ενάγοντος, του πατέρα της και του συζύγου της, η οποία κατέληξε στο ακροατήριο του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς το οποίο με την ΒΤ 4996/2016 απόφασή του έκρινε τον πρώτο ενάγοντα ένοχο για το αδίκημα της ενδοοικογενειακής απειλής και έπαυσε λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη για το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βλάβης. Πλην όμως ο ισχυρισμός της αυτός αναφέρεται στη πρώτη φάση του επεισοδίου που αποτέλεσε την αφορμή για την εμπλοκή της στη δεύτερη φάση αυτού, μολονότι η εναγόμενη αρνείται την παρουσία της στο χώρο γεγονός το οποίο όμως δεν αποδεικνύεται. Με βάση τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά το Δικαστήριο κρίνει ότι όσον αφορά: α) τους τρίτο και τέταρτο των εναγόντων, τέκνα των δυο πρώτων, δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης καθώς το επικαλούμενο αίσθημα ντροπής από το οποίο διακατέχονταν στο κοινωνικό τους περίγυρο αποτελεί παρεπόμενη (έμμεση) συνέπεια της συμπεριφοράς της εναγόμενης, η οποία δεν κρίνεται αποκαταστατέα στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, απορριπτομενου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης και β) τους πρώτο και δεύτερο των εναγόντων πληροί την νομοτυπική μορφή των αξιόποινων πράξεων της εξύβρισης και της απειλής σε βάρος τους, απορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του εβδόμου λόγου της υπό στοιχείο Α΄έφεσης. Μη υπάρχοντος άλλου κεφαλαίου της αγωγής προς εξέταση με την επισήμανση ότι τα υπό στοιχεία η και θ κεφάλαια της αγωγής, τα οποία πρωτοδίκως απορρίφθηκαν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν δεν προσβλήθηκαν με λόγο έφεσης και επομένως δεν μεταβιβάστηκαν προς κρίση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία συνίσταται στη τέλεση των αδικημάτων δε βάρος του πρώτου και δεύτερης των εναγόντων της εξυβρίσεως, συκοφαντικής δυσφημήσεως και ψευδούς καταμηνύσεως και αναφέρονται στα υπό στοιχεία α, δ, ε, στ, ζ και ι κεφάλαια της αγωγής με την επισήμανση ότι τα μεν υπό στοιχείο α και ι κεφάλααια της αγωγής έγιναν δεκτά ως βάσιμα κατ’ ουσίαν με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου λόγων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν, τα δε υπό στοιχεία δ, ε, στ, ζ και ι κεφάλαια της αγωγής από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά παραδοχή της ουσιαστικής βασιμότητας των σχετικών λόγων της υπό στοιχείο Β έφεσης. Απ’ όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό, αποδείχθηκε ότι οι πρώτος και δεύτερη των εναγόντων υπέστησαν ηθική βλάβη από την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά της εναγομένης, όπως αυτή αναλυτικά περιγράφηκε, για την ανόρθωση της οποίας πρέπει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, να τους επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των δύο (2.000) ευρώ για καθένα από αυτούς, τα οποία το παρόν Δικαστήριο κρίνει εύλογα, εφαρμοζομένης της αρχής της αναλογικότητας (άρ. 25 Συντάγματος), λαμβανομένου υπόψη του είδους, της έντασης, της επαναληπτικότητας και της διάρκειας της προσβολής, του μέσου τέλεσης αυτής, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, του βαθμού της υπαιτιότητας της εναγομένης, της επαγγελματικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των εναγόντων και της εναγομένης , κατά παραδοχή ως βάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού λόγου της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, απορριπτομένου ωστόσο ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του αντίστοιχου λόγου της υπό υπό στοιχείο Α’ έφεσης. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχείο Α’ έφεση της εναγομένης ως αβάσιμη στην ουσία της και να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της συγγενικής σχέσης των διαδίκων (αρ 183, 179 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Ακολούθως πρέπει αφού γίνουν δεκτοί όσοι εκ των λόγων της υπό στοιχ. Β έφεσης αναφέρθηκαν παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη εν μέρει η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και κεφάλαια που δεν μεταρρυθμίστηκαν, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (βλ. και Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, Ε΄ έκδοση, 2003, παρ. 1143, σελ. 430, 344, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26.642).Ακολούθως, πρέπει αφού κρατηθεί και δικασθεί από το παρόν δικαστήριο η υπό κρίση αγωγή να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο και δεύτερη των εναγόντων το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ σε καθένα από αυτούς με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων – εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων ως συγγενών (183, 179 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες της υπό στοιχείο Β έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 21.7.2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ (Πρωτοδικείου) ………/2021 και (Εφετείου) ………./2023 υπό στοιχείο Α έφεση και την από 30.7.2021 με ΓΑΚ/ ΕΑΚ (Πρωτοδικείου) ……../2021 και (Εφετείου) ………/2021 υπό στοιχείο Β έφεση.
Δέχεται τυπικά την από 21.7.2021 υπό στοιχείο Α΄ έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος υπ΄αριθμ. ………… παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Δέχεται τυπικά την από 30.7.2021 υπό στοιχείο Β’ έφεση των εναγόντων και εν μέρει και κατ΄ουσίαν.
Εξαφανίζει στο σύνολό της την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 97/202020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και Δικάζει την από 12.3.2013 με αριθ. κατ. ………../2013 αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς τους τρίτο και τέταρτο των εναγόντων.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τους λοιπούς.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.
Διατάσσει την απόδοση στους εκκαλούντες του παραβόλου του Δημοσίου με αριθμό ………………. ης υπό στοιχ. Β’ έφεσης.
Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 6 Σεπτεμβρίου 2024 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ