ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 446 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(2Ο Τμήμα)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Αναγνωστόπουλο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<…………….>> και το διακριτικό τίτλο <<…………>> που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, πρώην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία <<…………..>> που μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 67 παρ.1 του κ.ν. 2190/20 και των άρθρων 1-5 ν.2166/1993 (ΦΕΚ τ. ΑΕ &ΕΠΕ 57/8.1.2014) που εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αντωνία Τσίκα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών άσκησε την από 13.3.2020 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023) έφεσή του κατά της με αριθμό 2084/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο της οποίας η συζήτηση ορίστηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 2084/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλίαν κατά την τακτική διαδικασία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση αυτής που έλαβε χώρα την 2.5.201, δεδομένου ότι το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19.5.2020 λαβανομένης υπ’ όψη της αναστολής των δικονομικών προθεσμιών κατά την αργία των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας Covid – 19 από 13.3.2020 έως 31.5.2020 [(άρθρα 495, 511,513 παρ.1, περ β, 516 παρ.1 και 518 παρ.2 του ΚΠολΔ)]. Επομένως η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την προαναφερόμενη διαδικασία, ενόψει του ότι για το παραδεκτό αυτής κατατέθηκε το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό ευρώ (100,00) ευρώ (βλ. σχετικά την έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το με αριθμ. …… .. /2020 ηλεκτρονικό παράβολο και το σχετικό έγγραφο εξόφλησης αυτού).
IΙ. Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με τη με αριθμό κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2015 αγωγή της τακτικής διαδικασίας την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζητούσε την καταβολή αποζημίωσης για την προκληθείσα σ’ αυτήν περιουσιακή ζημία καθώς και τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης εκ της σε βάρος της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου, συνισταμένη: α) στην, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας και παραπλάνηση του αρμοδίου Δικαστή, επίτευξη έκδοσης της υπ’ αριθμ. ………../2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά αυτής (ενάγουσας), με την εν γνώσει του υποβολή ψευδούς περιεχομένου αίτησης χωρίς να έχει δικαστικά επιδιώξιμη αξίωση, με αποτέλεσμα την εμπλοκή της ενάγουσας σε μακροχρόνιους και δικαστικούς αγώνες για την ακύρωσή της και β) στην εν συνεχεία επανειλημμένη χρήση της άνω διαταγής πληρωμής ως αυτοδύναμου τίτλου για την επιβολή διαδοχικών συντηρητικών κατασχέσεων εις χείρας τρίτων (Τραπεζών) και τη δέσμευση των εταιρικών τραπεζικών λογαριασμών για χρονικό διάστημα 1,5 έτους έως την εν τελεί δικαστική ανάκλησή τους, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, χωρίς έννομο συμφέρον, με σκοπό τη δόλια πρόκληση ζημίας σ’ αυτήν και την επίτευξη παράνομου περιουσιακού οφέλους. Ζητούσε δε, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, για τους λόγους και κατά, τις ειδικότερες διακρίσεις του εισαγωγικού δικογράφου, όπως αυτό διορθώθηκε και όπως το αίτημα περιορίσθηκε, με τις έγγραφες προτάσεις της και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, νομίμως καταχωρημένης στα οικεία πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή του ποσού των 142.928,00 ευρώ ως αποζημίωση για την περιουσιακή της ζημία, αναλυόμενη σε: α) ποσό 33.395,00 ευρώ, που αντιστοιχούν στα διαφυγόντα κέρδη των ετών 2011 και 2012, β) ποσό 1.033.00 ευρώ που αντιστοιχεί στη δαπάνη μίσθωσης εξοπλισμού λόγω αναβολής αγοράς δικού της εξοπλισμού εξαιτίας της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών, γ) ποσό 8.422,88 ευρώ ως δαπάνη για δικηγορικές αμοιβές για την κάλυψη των πολλαπλών δικαστικών αγώνων, που ανοίχθηκαν και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, εκ ποσού 100.000.00 ευρώ, άπαντα τα ανωτέρω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση. Επιπλέον, ζητεί να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσου έμμεσης εκτελέσεως της εκδοθησόμενης αποφάσεως καθώς και την καταδίκη του στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Με αυτά ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή κρίθηκε νόμιμη ως ερειδόμενη στις των άρθρων 914, 919. 920. 932. 57, 59, 297, 298. 299. 281, 345, 346 ΑΚ. 116. 176. 907 επ., 1047 ΚΠολΔ. πλην του υπό στοιχ. α κονδυλίου των διαφυγόντων κερδών, το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στη ενάγουσα το ποσό των 24.455,88 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και καταδίκασε αυτόν σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της τελευταίας από ευρώ 1.800. Ήδη με την κρινόμενη έφεση, ο εκκαλών παραπονείται κατά της εκκαλούμενης απόφασης για λόγους που ειδικότερα εκτίθενται, συνιστάμενοι το μεν σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, το δε σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί στο σύνολό της η ασκηθείσα με αριθμ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018 αγωγή και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΙΙΙ. Όπως από το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, θεωρείται τετελεσμένη η απάτη επί δικαστηρίου, όταν -δια της εν γνώσει υποβολής ψευδών ισχυρισμών, επικλήσεως και προσκομίσεως πλαστών ή ανακριβών αποδεικτικών στοιχείων- εκδίδεται από το πολιτικό δικαστήριο οριστική απόφαση και γίνονται δεκτά τα προβαλλόμενα και συνιστώντα το περιεχόμενο του ισχυρισμού του δράστη της απάτης σε βάρος του αντιδίκου του, εφόσον πείσθηκε το δικαστήριο για την αλήθεια αυτή των ισχυρισμών με ψευδή αποδεικτικά στοιχεία και με την εκδοθείσα οριστική απόφαση επήλθε βλάβη στον διάδικο, που είναι αντίδικος του δράστη. Η παρασιώπηση αποτελεί έναν από τους τρόπους τελέσεως του εγκλήματος της απάτης, ως προϋπόθεση έχει την υποχρέωση προς ανακοίνωση της αλήθειας είτε από το νόμο, είτε από υπάρχουσα σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργεια του δράστη της απάτης (ΑΠ 1310/1989). Η πράξη της απάτης στο δικαστήριο είναι δυνατό να τελεσθεί και με την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση πλαστά ή ψευδή κατά περιεχόμενο αξιόγραφα ή άλλα ιδιωτικά έγγραφα, που περιέχουν δικαιοπρακτική δήλωση ή μαρτυρία αυτών, που το υπογράφουν, για ενσωματούμενη σε τέτοια έγγραφα χρηματική απαίτηση, καθώς ο δικαστής, που επιλήφθηκε της αιτήσεως, παραπλανήθηκε από τα προσκομισθέντα από τον αιτούντα έγγραφα και εξέδωσε, βλαπτική για τα συμφέροντα του καθού η αίτηση, διαταγή πληρωμής, εξ αιτίας της οποίας επέρχεται βλάβη στην περιουσία του ή και απειλή κατά της περιουσίας, όταν αυτή δημιουργεί χειροτέρευση της παρούσας περιουσιακής καταστάσεως του αντιδίκου του δράστη, δεδομένου ότι αποτελεί κατά τα άρθρα 631 και 904 ΚΠολΔ τίτλο εκτελεστό (ΑΠ 626/2010, ΑΠ 1626/2008). Περαιτέρω, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ αποτελεί και η απάτη ενώπιον του δικαστηρίου δια της επικλήσεως και χρήσεως, εν γνώσει, νοθευμένων ή ανακριβών κατά περιεχόμενο αποδεικτικών εγγράφων, εξ αιτίας της οποίας το δικαστήριο παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση υπέρ του δράστη της απάτης και σε βάρος της περιουσίας τρίτου προσώπου, το οποίο και ζημιώνεται (ΑΠ 991/2010). Πέραν τούτων, σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Η διάταξη αυτή που αποσκοπεί στον περιορισμό της καταχρήσεως των δικονομικών δυνατοτήτων επιβάλλει στο διάδικο την τήρηση, κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως. Επίσης, καθιερώνει ως γνήσια υποχρέωση (και όχι απλώς ως δικονομικό βάρος) την τήρηση του καθήκοντος αληθείας. Τούτο απαγορεύει στα ανωτέρω πρόσωπα να προβάλλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν, και αφετέρου να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς. Δηλαδή, η παράβαση του καθήκοντος αυτού προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος. Περαιτέρω, η παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν πληροί και τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της απάτης, συνεπάγεται και υποχρέωση προς αποζημίωση του αντιδίκου (άρθρα 914, 919 ΑΚ) αν δεν αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση που τελικά εκδόθηκε, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν η αγωγή που ασκήθηκε κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Στην περίπτωση αυτή, όποιος βλάφτηκε από την παράβαση του καθήκοντος αληθείας του αντιδίκου του, μπορεί να αξιώσει από τον παραβάτη αποζημίωση για περιουσιακή ζημία που έπαθε (επί πλέον εκείνης που καλύφθηκε από τη δικαστική δαπάνη), εφόσον η ζημιά του τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράβαση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και γενικά για ηθική βλάβη, αφού μία τέτοια αγωγή (για αποζημίωση ή ηθική βλάβη) δεν αντιμάχεται το ουσιαστικό δεδικασμένο, αλλά συμπορεύεται μ’ αυτό (ΑΠ 1480/2017).
IV. Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, ο οποίος τιτλοφορείται ως <<Ένσταση Απαραδέκτου>> ο εκκαλών υπό την πολλαπλή θεμελίωση του κατά τα αμέσως κατωτέρω αναφερόμενα διώκει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για τους εξής λόγους: Κατά το πρώτο σκέλος αυτού διότι: α) η κρινόμενη αγωγή ερείδεται στις διατάξεις των άρθρων 914 και 281 ΑΚ, η οποία όμως τελευταία διάταξη στο πεδίο του δικονομικού δικαίου είναι ανεφάρμοστη καθώς αυτή αναφέρεται σε ιδιωτικά δικαιώματα, β) με βάση τα προπαρατεθέντα πραγματικά περιστατικά η ένδικη αγωγή προσιδιάζει στην αγωγή κακοδικίας που θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 73 Εισ. Ν. ΚπολΔ καθώς επικαλείται μη αποδεκτές δικονομικές ενέργειες εκ μέρους του εναγομένου οι οποίες επιχειρήθηκαν όχι από τον ίδιο αλλά τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, γ) η εκκαλουμένη απόφαση μολονότι εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ δεν εφάρμοσε τη δικονομική πρόβλεψη της παράβασης του καθήκοντος αληθείας και τις συνέπειες της παραβάσεώς της και ανεπίτρεπτα μετέτρεψε αυτή σε αξίωση του ουσιαστικού δικαίου. Απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν τυγχάνει το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου της έφεσης καθώς: 1) όσον αφορά την άνω υπό στοιχείο <<α>> περίπτωση, πέραν της ρητής αναφοράς της συγκεκριμένης διάταξης του άρθρου 116 ΚΠολΔ στο δικόγραφο της αγωγής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με βάση την κυριαρχική από αυτό εκτίμηση του τελευταίου της αγωγής από αυτό (ΑΠ 120/2015, ΑΠ 529/2015) υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής στους προμνησθέντες κανόνες δίκαιου κρίνοντας επί της νομικής βασιμότητας της αγωγής, 2) όσον αφορά την υπό στοιχείο <<β>> περίπτωση ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε το πλέγμα τις προαναφερθείσες νομικές διατάξεις θεωρώντας ότι στοιχειοθετείται κατά νόμο η περιγραφόμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου ατομικά ως εντολέως του πληρεξουσίου του δικηγόρου και όχι κατά του τελευταίου καθώς αντικείμενο της παρούσας δίκης δεν αποτελεί η αστική ευθύνη του δικηγόρου του εν λόγω διαδίκου για τις διαδικαστικές πράξεις που επιχείρησε στο πλαίσιο του επιβαλλόμενου καθήκοντος αληθείας και αλλά η ευθύνη του ίδιου του εναγομένου ως διαδίκου στο πρόσωπο του οποίου άλλωστε αντανακλά η πταισματική συμπεριφορά του πληρεξουσίου του και ως εκ τούτου η υπό κρίση αγωγή δε μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να κριθεί ως αγωγή κακοδικίας και 3) όσον αφορά την υπό στοιχείο <<γ>> περίπτωση, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη η παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας όταν πληροί μ και τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της απάτης, συνεπάγεται και υποχρέωση προς αποζημίωση του αντιδίκου (άρθρα 914, 919 ΑΚ), οι δε προβλεπόμενες στον ΚΠολΔ ποινές τάξης αποτελούν δικονομικές κυρώσεις οι οποίες μπορούν να επιβληθούν στον παραβάτη του καθήκοντος αληθείας εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα (106 ΚΠολΔ) κάτι το οποίο δεν ζητήθηκε από την ενάγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής.
V. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ “Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθέμενη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων, που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες, που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Για την κατάφαση της καταχρηστικότητας δεν είναι απαραίτητο η άσκηση του δικαιώματος να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον υπόχρεο, θέτοντας σε κίνδυνο την οικονομική του υπόσταση, αλλά αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 2/2019, ΑΠ 60/2023, ΑΠ8/2018). Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορούν να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (Ολ ΑΠ 10/2012, ΑΠ 686/2022, 172/2019). Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης ο εκκαλών διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά ψευδή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρρθου 281 ΑΚ απέρριψε ως νόμω αβάσιμη την πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασή του περί καταχρηστικής ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής συνιστάμενη επιγραμματικά στη προσπάθεια της ενάγουσας με κάθε δυνατό μέσο να αποφύγει άλλως να καθυστερήσει την καταβολή της εταιρικής του μερίδας που του όφειλε, η οποία μάλιστα ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη αποκλειστικά από δικό της πταίσμα. Η υπό κρίση ένσταση με αυτά τα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορεί να κριθεί νόμιμη διότι η επικαλούμενη καθυστέρηση άλλως αποφυγή καταβολής της αξίας της εταιρικής του μερίδας συνεπεία εξόδου του από το νομικό πρόσωπο δεν συνοδεύεται με την περιγραφή άλλων πράξεων της ενάγουσας που να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του εναγόμενου, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως έτσι ώστε η άσκηση του υπό κρίση αγωγικού δικαιώματος να παρίσταται επαχθής για τα οικονομικά συμφέροντα του εναγόμενου. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την ως άνω ένσταση ως μη νόμιμη δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και ως εκ τούτου το δεύτερος σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο.
VI. Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης ο εκκαλών διατείνεται ότι παρά το νόμο η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την πρωτοδίκως υποβληθείσα ένσταση του περί αοριστίας της υπό κρίση αγωγής ισχυριζόμενος ότι η ενάγουσα στην αγωγή της ουδεμία εκ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την εφαρμογή των προαναφερομένων κανόνων δικαίου επικαλέστηκε ενώ εξίσου αόριστη είναι και η θεμελίωση των αγωγικών της αξιώσεων καθώς τα αιτούμενα αγωγικά κονδύλια δεν αποτελούν άμεση αλλά έμμεση ζημία της που προέκυψε από τις δικές της επιλογές. Η αγωγή με βάση τα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν ανωτέρω σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην αρχική μείζονα σκέψη, είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την επιστήριξη του αιτήματος αναγνώρισης της ένδικης αποζημιωτικής αξίωσης συνιστάμενης τόσο στην αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας όσο και της ηθικής της βλάβης που προέκυψε από την προσβολή της εμπορικής της πίστης και της εν γένει φήμης στις συναλλαγές. Ειδικότερα στην αγωγή αναφέρονται όλες οι συνθήκες τέλεσης της αποδιδόμενης στον εναγόμενο αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, το πταίσμα του τελευταίου, η οικονομική- επαγγελματική κατάσταση των μερών καθώς και η βαρύτητα και έκταση της βλάβης της ενάγουσας, η υλική υπόσταση της οποίας προσδιορίζεται, αφού αυτή επικαλείται στην αγωγή της. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή δεν παρέλειψε παρά τον νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, το δε τρίτο σκέλος του άνω πρώτου λόγου της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο.
VII. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από οποιοδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. ΑΠ 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων από τα παραπάνω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 561/2008, ΑΠ 655/2005)είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, (ΑΠ 154/1992, ΕλλΔνη 33-814, ΑΠ 796/1983, ΕλλΔνη 1983.1398, ΕφΑθ 9440/1986, ΕλλΔνη 1986,869), από την επανεκτίμηση της με αριθμό ……./12-1-2017 ένορκης βεβαίωσης, που νομίμως προσκομίζει ο εναγόμενος και η οποία ελήφθη κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της ενάγουσας, από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: H ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “………….. ” συστήθηκε αρχικώς ως ΕΠΕ με το υπ’ αριθμ. ……./20-12-1988 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που δημοσιεύθηκε νομίμως στα οικεία βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 4-1-1989 με μοναδικούς εταίρους και συνδιαχειριστές τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα και τους ……… και ……….. συμμετέχοντες κατά το 1/3 έκαστος, με μία μερίδα συμμετοχής, που αντιστοιχεί σε 9.333 εταιρικά μερίδια συνολικής αξίας 279.990 ευρώ επί εταιρικού κεφαλαίου ύφους 839.970.00 ευρώ. Μετετράπη δε σε ανώνυμη με την ως άνω επωνυμία, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 67 παρ. 1 του ν. 2190/1920 και των άρθρων 1-5 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 57/8-1-2014). Ως αντικείμενο δραστηριότητας της εταιρείας έχει οριστεί η κατασκευή, επισκευή, μεταποίηση και εμπορία θαλάσσιων σκαφών διαφόρων τύπων, καθώς και εξαρτημάτων πλοίων και γενικά Σιδηροκατασκευές, που περιλαμβάνουν τη συντήρηση συσκευών και μηχανισμών σωστικών μέσων σκαφών. Από το έτος 2006 ο εναγόμενος μαζί με τον υιό του ……. ο οποίος ήταν εργαζόμενος στην ενάγουσα απέκτησαν την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ” …….”, με έδρα τον Πειραιά, κατά ποσοστό 90% ο υιός και 10% ο πατέρας, ο οποίος ορίστηκε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, με λοιπά μέλη τους ………….. και ………, κόρη και σύζυγό του αντίστοιχα, ενώ διευθύνων σύμβουλος ορίστηκε ο υιός του. Η συμμετοχή του εναγομένου στην ως άνω εταιρεία συναφούς δραστηριότητας είχε γνωστοποιηθεί στην ενάγουσα συμφωνώντας από κοινού στην πώληση και παράδοση σ’ αυτήν μέρος του υπάρχοντος υλικοτεχνικού εξοπλισμού της …………, η οποία παρουσίαζε κατά το διάστημα εκείνο μείωση των εργασιών της. Ωστόσο η ίδρυση νέου νομικού προσώπου με ανταγωνιστικό προς την ενάγουσα αντικείμενο σε συνδυασμό με τις διαδόσεις που διοχέτευε προς τη πελατεία της τελευταίας ο εναγόμενος είχε ως αποτέλεσμα να κλονισθούν οι σχέσεις των εταίρων και αναπόφευκτα να οδηγηθούν σε αλλεπάλληλες δικαστικές διενέξεις στο πλαίσιο των οποίων εκδόθηκαν: α) η με αριθμό 7161/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με την οποία απαγορεύτηκε η είσοδος του εδώ εναγομένου στο εταιρικό κατάστημα και β) η με αριθμό 7162/2007 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την έξοδο του εδώ εναγομένου από το νομικό πρόσωπο της εδώ ενάγουσας δικάζοντας στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 33 ν. 3190/1955, προσδιορίζοντας παράλληλα την αξία της μερίδας συμμετοχής του αιτούντος στην εδώ ενάγουσα εταιρεία στο ποσό των 566.662 ευρώ, απορρίπτοντας το αίτημα που είχε υποβληθεί από τον εναγόμενο να του καταβληθεί η αξία της μερίδας του για το λόγο ότι δεν συνέτρεχαν οι κατά νόμο προϋποθέσεις της τροποποίησης του καταστατικού και της τήρησης των συνακόλουθών προϋποθέσεων δημοσιότητας αυτού. Ακολούθως κατά της τελευταίας αυτής απόφασης άπαντες οι διάδικοι άσκησαν έφεση ως προς το κεφάλαιο της απόφασης που αφορούσε τον προσδιορισμό της αξίας της εταιρικής μερίδας του εξερχόμενου εταίρου, μετά την συνεκδίκαση των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 909/2008 οριστική απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε αμφότερες τις εφέσεις και επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση. Με βάση το καθεστώς που διαμορφώθηκε από τη δικαστική διαπλαστική παρέμβαση στις σχέσεις μεταξύ των εταίρων αλλά και αυτών με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας κρίσιμο ζήτημα αποτελούσε η πραγμάτωση της κατά νόμο διαδικασίας εξόδου του εναγομένου από την ενάγουσα καθώς και η καταβολή της ορισθείσας αξίας συμμετοχής του πρώτου στο νομικό πρόσωπο της τελευταίας. Όπως αποδείχθηκε η διαδικασία εξόδου του εναγομένου από την ενάγουσα δεν αποτέλεσε μια συναινετική διαδικασία αλλά κατέληξε σε μια έντονη αντιδικία με πλείστες όσες εξώδικες και δικαστικές ενέργειες και από τα δύο διάδικα μέρη. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, στις 7 Μαΐου 2009, επέδωσε στην ενάγουσα και τους λοιπούς εταίρους τις ως άνω αποφάσεις ενώ με την από 4-5-2009 εξώδικη δήλωσή του τους κάλεσε στη διενέργεια όλων των εκ του νόμου ενεργειών προς ολοκλήρωση της διαδικασίας εξόδου του και καταβολής σ’ αυτόν της εταιρικής του μερίδας. Στη συνέχεια η ενάγουσα προέβη δις εντός της 15ήμερης προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 43 παρ. 2 του ν. 3190/1955 σε σύγκληση της γενικής συνελεύσεως των εταίρων της στις 18 Μαΐου 2009 και στις 22 Μαΐου 2009 και τη λήψη δύο ομοίου περιεχομένου αποφάσεων περί πραγματικής μειώσεως του εταιρικού της κεφαλαίου κατά το ποσό της αξίας της μερίδας του εξερχόμενου εταίρου-εναγομένου και ταυτόχρονης αυξήσεως του εταιρικού κεφαλαίου κατά το ποσό των 284.700,00 ευρώ, με αντίστοιχη τροποποίηση του καταστατικού και την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 42 του ιδίου ως άνω νόμου (βλ. τα από 18-5-2009 και 22-5-2009 πρακτικά έκτακτης γσ των εταίρων της ενάγουσας). Ωστόσο ο εναγόμενος στην πρώτη αυτές δεν κλητεύθηκε να συμμετάσχει, ενώ στη δεύτερη γσ επιδόθηκε σ’ αυτόν πρόσκληση δύο ημέρες πριν τη συνεδρίαση και όχι οκτώ τουλάχιστον ημέρες, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ιδίου ως άνω νόμου, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος, κατά την έναρξη της δεύτερης αυτής γς να υποβάλει έγγραφες αντιρρήσεις, αφορώσες αφενός μεν τη μη τήρηση της νόμιμης προθεσμίας πρόσκλησής του, αφετέρου δε τη διαφωνία του για τον τρόπο διατυπώσεως των θεμάτων της ημερήσιας διατάξεως, ήτοι για το ότι ενώ προτείνεται να ληφθεί απόφαση για τη μείωση του εταιρικού κεφαλαίου κατά το ποσό της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής, εντούτοις δεν προτείνεται να ληφθεί συγχρόνως απόφαση για την ισόποση αύξησή του, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, συνεπάγεται αδυναμία της εταιρείας προς απόδοση του ποσού στο οποίο έχει προσδιορισθεί η μερίδα του. Ακολούθως, η ενάγουσα στις 27-5-2009, κοινοποίησε στον εναγόμενο το περιεχόμενο της αποφάσεως που ελήφθη στην από 22-5-2009 γενική συνέλευση της, καλώντας τον, ταυτόχρονα, να συμπράξει στην ολοκλήρωση της διαδικασίας εξόδου του και στην τροποποίηση του καταστατικού της, προκειμένου να του αποδοθεί η αξία της εταιρικής μερίδας του, ενώ, περαιτέρω, προέβη και στις διατυπώσεις δημοσιότητας της ως άνω αποφάσεως. ούτως ώστε να λάβουν γνώση οι δανειστές της και να υποβάλλουν τυχόν αντιρρήσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 του ν. 3190/1955. Ο εναγόμενος όμως αρνήθηκε να συμπράξει στην τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας με αποτέλεσμα τη μη τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται στο ν.3190/1955 περί συμβολαιογραφικής τροποποιήσεως του καταστατικού και της νόμιμης δημοσιεύσεως αυτού στο Πρωτοδικείο της έδρας της ως άνω εταιρίας και στο ΦΕΚ, μολονότι είχε κληθεί να συμπράξει προς τούτο με την από 5-8-2009 εξώδικη δήλωση της εταιρείας προς αυτόν. Παράλληλα ο ίδιος άσκησε κατά της ενάγουσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2-6-2009 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/3-6-2009 αγωγή του με την οποία, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, ζητούσε τη λύση της ως άνω εταιρίας και τη θέση αυτής σε εκκαθάριση επικαλούμενος το δικαστικά μη επιδιώξιμο της απαίτησής τους λόγω της μη σύμπραξης των εταίρων στη συμβολαιογραφική τροποποίηση του καταστατικού και της τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας. Να σημειωθεί ότι η ευδοκίμηση της αγωγής του αυτής κατά νόμο θα επέφερε την προνομιακή ικανοποίηση της απαίτησής του για τη καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής από το προϊόν της εκκαθάρισης. Η ενάγουσα απαντώντας στην αγωγή αυτή με τις από 28.4.2010 προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε ότι αφενός δεν συντρέχει λόγος λύσεως του νομικού της προσώπου, αφετέρου ο ενάγων θα μπορούσε να ικανοποιήσει την αξίωση του για την καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής με την επίσπευση της διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής σε βάρος αυτής υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό εναλλακτικούς τρόπους ικανοποίησης της αξίωσης του εναγομένου με σκοπό την αποφυγή της λύσης του νομικού της προσώπου δεδομένου ότι όπως η ίδια αναφέρει στις προτάσεις της σοβαρή βούληση της ίδιας και των διαχειριστών της ήταν να καταβληθεί στον αντίδικο η αξία της εταιρικής του μερίδας. Ειδικότερα στη σελίδα 25 των προτάσεών της αναφέρει ότι <<……. από τη λήψη της απόφασης περί μειώσεως και της τήρησης των λοιπών διατυπώσεων ο εξερχόμενος εταίρος αποκτά αγώγιμη αξίωση εισπράξεως της αξίας της εταιρικής του μερίδας δι’ εκδόσεως καταψηφιστικής αποφάσεως ή διαταγής πληρωμής>>. Πράγματι ο εναγόμενος αμέσως μετά τη κατάθεση των προτάσεων της αντιδίκου στο άνω Δικαστήριο υπέβαλε την από 12.5.2010 με αριθ. κατ. ……./2010 αίτηση του ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για την έκδοση διαταγής πληρωμής προκειμένου να επιτύχει την είσπραξη της άνω απαίτησης του. Από την επισκόπηση του δικογράφου της άνω αίτησης προκύπτει ότι ο εναγόμενος προς απόδειξη της απαίτησης του με τίτλο τη προαναφερόμενη δικαστική απόφαση παρέθεσε με τα έγγραφα του τη μέχρι τότε εξώδικη και δικαστική διαμάχη με επίκληση μάλιστα των προαναφερθεισών προτάσεων της εδώ ενάγουσας αναφερόμενος στον υποδειχθέντα από την αντίδικό του τρόπο ικανοποίησης της απαίτησής του, χωρίς ωστόσο τούτο να παράγει κάποια μορφή εξώδικης ή δικαστικής ομολογίας κατά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου δεδομένου ότι η ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης του είχε αναγνωριστεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Ακολούθως η ενάγουσα μια ημέρα πριν τη συζήτηση της αγωγής περί λύσεως του νομικού της προσώπου άσκησε την από 12.5.2010 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αντικείμενο τη καταδίκη του εναγομένου σε δήλωση βουλήσεως προκειμένου να υποχρεωθεί να υπογράψει την τροποποίηση της εταιρικής συμβάσεως ώστε μετά την καταδίκη του να του καταβάλει την αξία της συμμετοχής του σε αυτή. Επιπρόσθετα πρέπει να αναφερθεί ότι πριν τη μετ΄ αναβολή συζήτηση της αγωγής για τη λύση της εταιρείας (30.1.13) εκδόθηκε η με αριθμό 1628/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία εξαφάνισε την άνω απόφαση του Εφετείου Πειραιά, το οποίο επανεκδίκασε την υπόθεση και εξέδωσε την 70/2012 απόφαση του με την οποία όρισε την αξία της συμμετοχής του εναγομένου σε μικρότερο ποσό και δη στο ποσό των 466.669 ευρώ. Στη συνέχεια ακολουθήθηκε η διαδικασία εξόδου του εναγομένου σύμφωνα με το προβλεπόμενα στο νόμο 3190/1955, καταβλήθηκε ο φόρος υπεραξίας από τον εναγόμενο, ο οποίος και έλαβε την αξία της συμμετοχής του. Υπό τα δεδομένα αυτά εξεδόθη βάσει της ως άνω τελεσίδικης υπ’ αριθμ. 909/2008 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, προ της εξαφανίσεώς της, σε βάρος της ενάγουσας, η υπ’ αριθμ. ……./2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διετάσσετο η ενάγουσα να καταβάλει στον εναγόμενο το ποσό των 566.662 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Περαιτέρω ο εναγόμενος με τίτλο τη προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής επέβαλε, αυτοδυνάμως, συντηρητική κατάσχεση: α) εις χείρας της Τράπεζας «….. ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.». ως τρίτης, δυνάμει του από 18-10-2010 κατασχετηρίου εγγράφου, παρά πόδας αντιγράφου εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, ένεκα του οποίου, η ανωτέρω Τράπεζα, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 712 ΚΠολΔ, προέβη στην υπ’ αριθμ. …./27-10-2010 οικεία δήλωση τρίτου και δέσμευσε τους εταιρικούς λογαριασμούς, που τηρούνται στο κατάστημα της στον Πειραιά (……., με κωδικό ….), ποσού 10.931,27 ευρώ και 876,01 δολαρίων Η.Π.Α, με κάθε επιφύλαξη, λόγω μη επιδόσεως του κατασχετηρίου στο ως άνω υποκατάστημά της, β) εις χείρας της Τράπεζας ….. ως τρίτης δυνάμει του από 24-11-2010 κατασχετηρίου εγγράφου, παρά πόδας αντιγράφου εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, ένεκα του οποίου, η ανωτέρω Τράπεζα, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 712 ΚΠολΔ, προέβη στην υπ’ αριθμ. …./2010 οικεία δήλωση τρίτου και δέσμευσε τον εταιρικό λογαριασμό. που τηρείται στο κατάστημα της. στον Πειραιά (. ………..), ποσού 11.400 ευρώ, και γ) εις χείρας της Τράπεζας ….., ως τρίτης, δυνάμει του από 13-12-2010 κατασχετηρίου εγγράφου, παρά πόδας αντιγράφου εξ απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, ένεκα του οποίου, η ανωτέρω Τράπεζα δέσμευσε τον εταιρικό λογαριασμό, που τηρείται στο ως άνω κατάστημα της. στον Πειραιά (………). Η ενάγουσα αμυνόμενη κατά της εκδοθείσας σε βάρος της με αριθμό …/2010 Διαταγής Πληρωμής άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22-7-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./2010 ανακοπή της και την από 22-7-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/2010 αίτηση αναστολής της εκτελέσεως της ως άνω διαταγής πληρωμής, επί της οποίας εξεδόθη η υπ ’ αριθμ. 5722/2010 απόφαση του άνω Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και ανεστάλη η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ασκηθείσας ανακοπής. Στη συνέχεια μετά την εξαφάνιση της 909/2008 του Εφετείου Πειραιώς εκδόθηκε η με αριθμό 5899/2011 απόφαση του Δικαστηρίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς το οποίο δίκασε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ανεστάλη η ενέργεια της υπ’ αριθμ. …../2010 διαταγής πληρωμής ως αυτοδυνάμου τίτλου για τη λήψη των ασφαλιστικών μέτρων της συντηρητικής κατάσχεσης και της προσημειώσεως και ανακλήθηκαν τα ήδη επιβληθέντα, βάσει των από 18-10-2010, 24-11-2010 και 13-12-2010 κατασχετηρίων, μέτρα της συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια τρίτων τραπεζικών λογαριασμών και απαιτήσεων της ενάγουσας που τηρούσε σε τραπεζικά ιδρύματα. Με βάση τα ανωτέρω πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα κατά τον κρίσιμο αγωγικό της ισχυρισμό διατείνεται ότι ο εναγόμενος στην αίτηση για την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής με σκοπό την παραπλάνηση του Δικαστή που θα εξέδιδε αυτή ισχυρίστηκε ότι με το δικόγραφο των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα είχε αναγνωρίσει τα δικαστικά επιδιώξιμο αυτής ισχυρισμό τον οποίο η εκκαλουμένη δέχθηκε ως βάσιμο κατ’ ουσίαν. Όπως, όμως, προέκυψε από την επισκόπηση του περιεχομένου των εν λόγω προτάσεών της η ενάγουσα ουδέποτε αναγνώρισε το δικαστικά επιδιώξιμο της απαίτησης του εναγόμενου, πλην όμως η παράσταση αυτή από μόνη της δεν ήταν ικανή να παραπλανήσει το Δικαστή που εξέδωσε την επίμαχη διαταγή πληρωμής, καθώς η απαίτηση του εναγόμενου στηριζόταν στο διατακτικό των δύο δικαστικών αποφάσεων και όχι στην δήθεν ομολογία της αντιδίκου του, οπότε η επίκληση του αποδεικτικού μέσου της ομολογίας αφενός ήταν περιττή, αφετέρου δεν ήταν πρόσφορη να επηρεάσει τον σχηματισμό της κρίσης του άνω Δικαστή. Ακολούθως ο εναγόμενος σε αντίκρουση του άνω ισχυρισμού με τις προτάσεις του στο πρώτο βαθμό αλλά και με τους σχετικούς λόγους της έφεσης του διατείνεται ότι η ενάγουσα με τις προαναφερθείσες προτάσεις της που κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς το πρώτον υπέδειξε σε αυτόν τον εναλλακτικό τούτο νόμιμο τρόπο διεκδίκησης της χρηματικής απαίτησης του εναγόμενου, το οποίο και έπραξε ο τελευταίος καθώς τούτο προκύπτει από μόνη την αντιπαραβολή των ημεροχρονολογιών κατάθεσης των δικογράφων αυτών. Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, όπως προέκυψε, δεν κρίνεται ουσιαστικά βάσιμος καθώς ο ίδιος γνώριζε το δικαστικά μη επιδιώξιμο της απαίτησης του αφού ήταν γνώστης της 7162/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αλλά και ο ίδιος είχε αποδεχθεί με την αγωγή του που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη λύση της ενάγουσας, όπου η επίκληση του δικαστικά μη επιδιώξιμου αυτής αποτελούσε νόμιμη προϋπόθεση για την άσκηση αυτής. Με βάση τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας προκύπτει ότι ο εναγόμενος, ενσυνείδητα, κατά παράβαση του επιβαλλόμενου καθήκοντος αληθείας και των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστης που οφείλει να τηρεί κατέθεσε αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής στην οποία αναληθώς εξέθετε ότι η αξίωσή του ήταν δικαστικά επιδιώξιμη προς παραπλάνηση του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από την έκδοση της οποίας επήλθε απειλή βλάβη της περιουσίας της καθώς αποτελούσε τίτλο προς επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία όμως ουδέποτε επισπεύσθηκε, απορριπτομένων ως αβάσιμων κατ΄ουσίαν των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου, οποίος διατείνεται ότι τα αποδεικτικά μέσα που προαποδεικτικά προσκόμισε ήταν αληθή και επιπλέον ο ίδιος Δικαστής έλαβε γνώση της προαναφερόμενης 7162/2007 απόφασης, κρίνοντας ότι συντρέχει νόμιμος λόγος έκδοσης διαταγής πληρωμής καθώς η αδικοπρακτική του ευθύνη εδράζεται στη δική του διαδικαστική συμπεριφορά στο πλαίσιο του επιβαλλόμενου καθήκοντος αληθείας το οποίο επιβάλλει την μη υποβολή αναληθών ισχυρισμών. Στη συνέχεια η επιβολή συντηρητικών κατασχέσεων εις χείρας των προαναφερόμενων τραπεζών με τίτλο την ανωτέρω διαταγή πληρωμής αποτελούσε αντανακλαστική προβλεπόμενη στο νόμο συνέπεια από την έκδοση της τελευταίας ως αυτοδύναμο ασφαλιστικό μέτρο για τη διασφάλιση της καταψηφισθείσας χρηματικής απαίτησης του εναγομένου. Να σημειωθεί ότι η ενάγουσα στο δικόγραφο τη αγωγή της συγχέει την επιβολή του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης με την επίσπευση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης όπου αποτελούν κατά νόμο διαφορετικές διαδικασίες που αποσκοπούν κατ’ αποτέλεσμα στη διασφάλιση διαφορετικών συμφερόντων του εναγομένου καθώς η επιβολή του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης σκοπεί στην εξασφάλιση της επισφαλούς απαίτησης του τελευταίου, η δε αναγκαστική κατάσχεση στα χέρια τρίτου την ικανοποίηση της απαίτησης του από το τρίτο πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε η δέσμευση που στην υπό κρίση περίπτωση ουδέποτε επιβλήθηκε εις χείρας των τρίτων ανωτέρω αναφερομένων τραπεζών. Συνεπώς δεν είναι νομικά ορθός ο χαρακτηρισμός της ενάγουσας περί επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση την άνω διαταγή πληρωμή καθώς επρόκειτο περί δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών της ενάγουσας στο πλαίσιο της επιβολής ασφαλιστικού μέτρου, την κυριότητα των οποίων ουδέποτε απώλεσε. Ωστόσο η ενέργεια της αυτή να επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας συντηρητική κατάσχεση με τίτλο που αποκτήθηκε με επιλήψιμο τρόπο συνιστά παράβαση του άρθρου 116 ΚΠολΔ καθώς ο εναγόμενος όφειλε να απόσχει από την επιβολή αυτής προς περιορισμό της καταχρήσεως των δικονομικών δυνατοτήτων διασφάλισης της καταψηφισθείσας ανυπόστατης απαίτησης του. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η ενάγουσα στερήθηκε τη χρήση των τραπεζικών της λογαριασμών από τον Οκτώβριο του έτους 2010 έως και τα τέλη Ιανουάριου 2012 οι τραπεζικοί λογαριασμοί της ενάγουσας με αποτέλεσμα την πρόκληση δυσκολιών στις καθημερινές της συναλλαγές της καθώς στερήθηκε τη συνακόλουθη χρήση των εργασιών και υπηρεσιών που παρέχει το τραπεζικό σύστημα αναγκαζόμενη να μετέλθει εναλλακτικών πεπαλαιωμένων πρακτικών μέσω εμβασμάτων επιβαρύνοντας με τον τρόπο αυτό τη συναλλακτική πρακτική της. Επιπλέον η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης στους τραπεζικούς της λογαριασμούς δημιουργεί μια εικόνα δυσπιστίας στην πελατεία της και ακολούθως διστακτικότητα στη σύναψη επαγγελματικών σχέσεων μαζί της. Επίσης η ενάγουσα διατείνεται ότι εξαιτίας της προπεριγραφείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, υπέστη υλική ζημία η οποία αναλύεται ως εξής: α) λόγω αναβολής στην εκτέλεση της συμβάσεως αγοράς 26 υδροσάκκων. αξίας 21.063 ευρώ, από εταιρεία εδρεύουσα στην Αγγλία, προς συμπλήρωση του αναγκαίου εξοπλισμού της που προκλήθηκε εξαιτίας της δέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών της και της αδυναμίας πρόσβασης αυτής στο τραπεζικό σύστημα, η οποία αγορά εντέλει καταρτίσθηκε στις 3-2-2011 με την πληρωμή του τιμήματος σε μετρητά, με έκδοση προτιμολογίου κι εμβάσματος, αναγκάσθηκε για το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του 2010 έως και Δεκέμβριο 2010 να μισθώσει υδροσάκκους για την κάλυψη των αναγκών της, δαπανώντας για μισθώματα το συνολικό ποσό των 1.033 ευρώ. Πλην όμως το κονδύλιο αυτό δεν κρίνεται ως βάσιμο κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι δε συνδέεται αιτιωδώς με την επικαλούμενη επιβολή αναγκαστικής κατασχέσεως καθώς όπως η ίδια συνομολογεί στο δικόγραφο της αγωγής διέθετε ενναλακτικούς τρόπους πληρωμής με τη χρήση εμβασμάτων, οπότε και δεν δικαιολογείτο η μετάθεση της εκτέλεσης της σύμβασης αγοράς των εν λόγω υδρόσακκων, αφού όπως η ίδια ισχυρίζεται είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η εκκαλουμένη, η οποία δέχθηκε τα αντίθετα έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή του πρώτου σκέλους του όγδοου λόγου και δέκατου λόγου της υπό κρίση έφεσης ως βάσιμου κατ΄ουσίαν κατά τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα, β) στην αμοιβή της πληρεξούσιας της δικηγόρου για τις δικαστικές και εξώδικες ενέργειες που απαιτήθηκαν για την αποδέσμευση των τραπεζικών της λογαριασμών, την αναστολή, την ακύρωση της υπ’ αριθμ. ……./2010 διαταγής πληρωμής με την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που αναφέρθηκαν η ενάγουσα επιβαρύνθηκε το συνολικό ποσό των 8.422.88 ευρώ, επιπλέον αφαίρεσης των επιδικασθεισών δικαστικών εξόδων, το οποίο κατέβαλε στην πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Κούτη, ως προκύπτει από τις προσκομισθείσες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών και δη α) ποσό 843. 78 ευρώ, δυνάμει της …/27-8-2010 Δ.Α.Π.Υ. β) ποσό 1.864.68 ευρώ, δυνάμει της …./21-9-2010 Δ.Α.Π.Υ., γ) ποσό 1.600.00 ευρώ, δυνάμει της …./10-12-2 Δ.Α.Π.Υ., ε) ποσό 458,79 ευρώ, δυνάμει της … 76/31-1-2011 Δ.Α.Π.Υ., στ) ποσό 421,89 ευρώ, δυνάμει της …../1-4-2011 Δ.Α.Π.Υ., ζ) ποσό) 421.89 ευρώ). δυνάμει της …./9-5-2011 Δ.Α.Π.Υ., η) ποσό) 984,00 ευρώ, δυνάμει της …./31- 5-2011 Δ.Α.Π.Υ., 0) ποσό 4~2Δ-ΣΓζ ευρώ. δυνάμει της …./17-6-2011 Δ.Α.Π.Υ., ι) 7-6-2011 Δ.Α.Π.Υ., ια) ποσό 984,00 ευρώ. δυνάμει της …../15-11-2011 Δ.Α.Π.Υ. Η εκκαλούμενη απόφαση η οποία δέχθηκε τα ίδια δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει επομένως να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμος ο δέκατος λόγος της υπό κρίση έφεσης. Επιπλέον η δέσμευση των τραπεζικών λογαριασμών, η αδυναμία πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα για τη διενέργεια των καθημερινών τραπεζικών συναλλαγών της ενάγουσας, η καταφυγή σε δοσοληψίες αποκλειστικά με εναλλακτικούς τρόπους πληρωμής, η αρνητική φήμη που δημιουργήθηκε στις συναλλαγές της και η δυσπιστία για τη φερεγγυότητα αυτής στη πελατεία της είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί η φήμη της και η επαγγελματική της υπόληψη, με κίνδυνο την απώλεια πελατείας της. Επομένως, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη εκ της σε βάρος της προπεριγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου όγδοου λόγου της έφεσης ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Τέλος απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος τυγχάνει και ο ενδέκατος λόγος της υπό κρίση έφεσης με τον οποίο επαναλαμβάνεται η πρωτοδίκως προβληθεία με τις προτάσεις του εναγομένου ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας κατ’ άρθρο 300 ΑΚ ισχυριζόμενος ότι η τελευταία θα μπορούσε να αποφύγει τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους του αν είχε καταθέσει τα χρήματα που δικαιούταν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή να παράσχει εγγυοδοσία μετά την επιβολή του αυτοδύναμου μέτρου της συντηρητικής κατασχέσεως καθώς στη μεν πρώτη περίπτωση δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση δημόσιας κατάθεσης του ένδικου χρηματικού ποσού, στη δε δεύτερη περίπτωση η πεποίθηση της ενάγουσας περί του ανυποστάτου της επιβληθείσας συντηρητικής κατασχέσεως δεν δικαιολογούσε την επιλογή της αντικατάστασης του επιβληθέντος με άλλο ασφαλιστικό μέτρο αλλά την δικαστική επιδίωξη της κήρυξης του ανισχύρου της γενόμενης συντηρητικής κατασχέσεως, οπότε και η εκκαλούμενη δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και απέρριψε την ένσταση. Ακολούθως πρέπει αφού γίνει δεκτός ο λόγος της έφεσης που αναφέρθηκε ανωτέρω, αππορριπτομένων των λοιπών λόγων της έφεσης ως κατ΄ουσίαν αβασίμων, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη εν μέρει η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και κεφάλαια που δεν μεταρρυθμίστηκαν, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για να υπάρχει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (βλ. και Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, Ε΄ έκδοση, 2003, παρ. 1143, σελ. 430, 344, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26.642). Κατά συνέπεια το παρόν Δικαστήριο αφού εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, θα κρατήσει και θα δικάσει την αγωγή, (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), την οποία δέχεται ως βάσιμη κατ’ ουσίαν εν μέρει κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας αναφερόμενα. Τέλος, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και ως προς την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επανακαθορισθούν, ο δε εναγόμενος – εκκαλών να καταδικασθεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς ανάλογο με την έκταση της νίκης της τελευταίας (άρθρα 183, 178, 191.2 Κ.Πολ.Δ). Περαιτέρω κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔ όπως, αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και ισχύει από 2-4-2012, ενόψει της μερικής νίκης του εκκαλούντος πρέπει να του επιστραφεί το κατατεθέν από αυτόν παράβολο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 2084/2018 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου υπέρ Δημοσίου, που μνημονεύεται στο σκεπτικό.
Κρατεί και δικάζει την από 15.7.2015 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …./ …../2015 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι δύο και εξήντα οκτώ λεπτών (23.422,68) ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.
Καταδικάζει τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ