Αριθμός 403/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Κιαουλιά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαργαρίτα Πετράκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2425/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή στο σύνολό της.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 23.9.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η δικάσιμος της 18.4.2024 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προ κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με ειδικό αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …../2023 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 2425/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη δημοσιεύτηκε στις 21.7.2023, επιδόθηκε στις 9.11.2023 (βλ υπ΄αριθμόν …./9.11.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 26.9.2023 (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ), ήτοι προ πάσης επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή ως άνω διαδικασία δοθέντος ότι έχει κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο άσκησης έφεσης (βλ παράβολο με κωδικό ………….).
Με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, κατ εκτίμηση του περιεχομένου και του αιτήματος του δικογράφου εξέθετε ότι οι διάδικοι είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριοι, κατ ισομοιρία, των λεπτομερώς περιγραφόμενων στην αγωγή ακινήτων, κείμενων στον Πειραιά Αττικής, βάσει των αναφερόμενων στην αγωγή τίτλων, τη χρήση του οποίου παράνομα στερεί ο εναγόμενος από τον ενάγοντα, κάνοντας εκείνος αποκλειστικά χρήση του κοινού ακινήτου, με αποτέλεσμα να ωφελείται του ποσού των 400 ευρώ μηνιαίως που αποτελεί τη συμμετοχή του ενάγοντα στα ωφελήματα του παραπάνω ακινήτου, κατά το ποσοστό της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας του επί του ακινήτου, δεδομένου ότι, με κριτήριο τις προσφορές που διαμορφώνονται με τις επικρατούσες συνθήκες και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του επίδικου ακινήτου, η μηνιαία μισθωτική αξία του ανέρχεται στο ποσό των 800 ευρώ. Επικουρικά, δε, ισχυρίζεται ο ενάγων ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού καθώς κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία και σε βάρος του ενάγοντα. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζητούσε: α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 28.800 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την 1.1.2016 μέχρι και την 29.12.2021 (400 ευρώ επί 72 μήνες), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, ως την ωφέλεια του που αντιστοιχεί στη συμμετοχή του ενάγοντα στα ωφελήματα των επίδικων ακινήτων, άλλως, επικουρικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, β) να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή, γ) να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντα.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792§2, 961, 962 και 1113 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν απ` αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού (ΑΠ 1121/2017, ΑΠ 2191/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν εκ των κοινωνών, δεν αποκλείεται όμως να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα άρθρα 914 ή και 1099 ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς (ΑΠ 362/2010, δημοσιευμένη στη Νόμος) ή πολύ περισσότερο αν τους απέβαλε από τη συννομή του κοινού (ΑΠ 1121/2017, όπ.α, ΑΠ 767/2014, δημοσιευμένη στη Νόμος). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 802/2017, ΑΠ 187/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος). Κατά τα λοιπά ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του το κοινό πράγμα είναι κατ` αρχήν αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή προκειμένου για ακίνητο διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον με τον τρόπο αυτό αποκλείει στην πράξη τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 767/2014, όπ.α). Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημιώσεως, καθώς και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που θα εκδοθεί, αρκεί, για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής, να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η επ` αυτού μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε κατά τον επίδικο χρόνο αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και επίσης, το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία προκειμένου περί αστικού ακινήτου ταυτίζεται με την μισθωτική αξία του μεριδίου του εκτός χρήσεως κοινωνού, της οποίας, συνεπώς αρκεί η αναφορά (ΑΠ 187/2015, ΑΠ 362/2010, όπ.α, ΑΠ 1761/2008, δημοσιευμένη στη Νόμος). Άλλο στοιχείο δεν απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή και ειδικότερα άλλη έννομη σχέση, βάσει της οποίας ο εναγόμενος συγκοινωνός κάνει χρήση του κοινού πράγματος και κατά τη μερίδα του ενάγοντος, αλλά εναπόκειται στον εναγόμενο η προβολή ισχυρισμού (ενστάσεως), ότι κατέχει το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας του ποσοστό βάσει ορισμένης έννομης σχέσης και ότι, συνακόλουθα, δεν υποχρεούται στην καταβολή της αξιούμενης με την αγωγή αποζημιώσεως (ΑΠ 852/2019, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 187/2015, όπ.α).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από οποιοδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. ΑΠ 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων από τα παραπάνω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 561/2008, ΑΠ 655/2005, αμφ. δημ. στην Η.Τ.Ν.Π.-ΝΟΜΟΣ) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, (ΑΠ 154/1992, ΕλλΔνη 33-814, ΑΠ 796/1983, ΕλλΔνη 1983.1398, ΕφΑθ 9440/1986, ΕλλΔνη 1986,869), από την επανεκτίμηση της με αριθμό ……../2022 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και της με αριθμό …../2022 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίες δόθηκαν επιμελεία του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων (άρθρο 422 παρ 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του ν 4335/2015), εκτιμώμενες ανάλογα με τη γνώση και αξιοπιστία των ενόρκως βεβαιωσάντων και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τυγχάνουν εξ αδιαιρέτου συγκύριοι των κάτωθι ακινήτων, χωρίς η συγκυριότητα αυτών να αμφισβητείται από κανένα από αυτούς, οι οποίοι μάλιστα συνομολογούν το ιδανικό μερίδιο συγκυριότητας του άλλου. Ειδικότερα είναι συγκύριοι του υπό στοιχεία Ε-1 διαμερίσματος του πέμπτου ορόφου, επιφάνειας 102 τμ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 113/1000 εξ αδιαιρέτου, αποτελούμενο από σαλόνι, κουζίνα, διάδρομο, τρία δωμάτια ύπνου, λουτρό, wc με εξώστες προς την οδό ……. και προς τον ακάλυπτο χώρο, το οποίο βρίσκεται σε πολυκατοικία, εντός οικοπέδου στον Πειραιά, στη θέση «. …», στο συνοικισμό της ……… στο I οικοδομικό τετράγωνο και διακρίνεται με τον αριθμό 21 και, συγκεκριμένα, επί της οδού ……….. Στο διαμέρισμα αυτό ανήκει κατ’ αποκλειστική χρήση ο υπ αρ. (2) χώρος στάθμευσης αυτοκινήτου, ο οποίος βρίσκεται στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, επιφανείας 13 τμ. Το ανωτέρω διαμέρισμα μετά του χώρου στάθμευσης έχει λάβει στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιά ΚΑΕΚ ………….., 2. της υπό στοιχεία 1-7 αποθήκης ισογείου-πυλωτής της ίδιας πολυκατοικίας επιφανείας 7,00 τμ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1/1οοο εξ αδιαιρέτου, η οποία έχει λάβει στα βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Πειραιά ΚΑΕΚ …………… Ο εναγόμενος, όπως και ο ίδιος συνομολογεί, διαμένει και κάνει αποκλειστική χρήση των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών από τις 24-6- 2002, όταν επήλθε η διακοπή της έγγαμης σχέσης του με την αποθανούσα στις 7-5-2008 αδελφή του ενάγοντα ………… Επομένως, εφόσον ο εναγόμενος-εκκαλών, όπως ο ίδιος άλλωστε συνομολογεί, έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου τουλάχιστον έως και τον ένδικο στην αγωγή χρόνο, ήτοι από 1.1.2016 έως και 29.12.2021, ο ενάγων έχει ανάλογη, προς το ποσοστό του δικαιώματός του, μερίδα από το όφελος, που ο εναγόμενος αποκόμισε και αντίστοιχα εξοικονόμησε, με την αποφυγή ισόποσης δαπάνης για την εκμίσθωση της ανάλογης μερίδας του ενάγοντος, για το ανωτέρω επίδικο χρονικό διάστημα. Το όφελος δε που ο εναγόμενος απεκόμισε και δικαιούται ο ενάγων συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας του, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα ως αποζημίωση ωφέλεια και εξοικονόμηση δαπάνης μίσθωσης της μερίδας του ενάγοντος. Περαιτέρω, από το σύνολο του εισφερόμενου στο Δικαστήριο ως άνω αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε ότι η επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία κατασκευάστηκε το έτος 1993, έχει εμβαδό 102 τμ, ο χώρος στάθμευσης 13 τμ και 7 τμ ο χώρος αποθήκης, διέθετε όλες τις ανέσεις μιας σύγχρονης κατοικίας, έχει μεγάλη βεράντα, βρίσκεται σε εξαιρετική τοποθεσία στον Πειραιά και δη σε οικιστική περιοχή, στην οποία υπάρχουν καταστήματα, αλλά και πλησίον της θάλασσας κοντά στην ………… και στην παραλία της ………….. Η μισθωτική αξία της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας, του χώρου στάθμευσης και της αποθήκης κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, ήτοι από 1.1.2016 έως 29.12.2021, με βάση τις μισθωτικές συνθήκες, που επικρατούσαν κατά τον ως άνω χρόνο της χρήσεως, μεταξύ των οποίων και η από το έτος 2011 αρξάμενη ημεδαπή οικονομική κρίση, που επηρέασε καίρια το ύψος των μισθωμάτων, λαμβάνοντας προσέτι υπόψη την περιοχή όπου βρίσκεται αυτό ανήλθε για τα έτη 2016 και 2017 στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, για τα έτη 2018 και 2019 στο ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως, για τα έτη 2020 και 2021 στο ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα σημειώθηκαν σημαντικές αυξομοιώσεις στην κτηματαγορά που κείται το ένδικο ακίνητο καθώς διήλθε από τη σοβαρή οικονομική κρίση στην οποία περιήλθε η χώρα μας μέχρι και την αντιστροφή του αρνητικού τούτου φαινομένου που οδήγησε σε αύξηση των μισθωτικών αξιών στην οποία συνέτεινε και η αύξηση της ζήτησης οικογενειακής στέγης σε συνδυασμό με τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών και συνθηκών της περιοχής του Πειραιά. Κατά συνέπεια, ενόψει όλων των ανωτέρω, το ύψος της αποζημίωσης που δικαιούται ο ενάγων από το όφελος που αποκόμισε ο εναγόμενος-εκκαλών από την αποκλειστική χρήση του επικοίνου για το αιτούμενο στην αγωγή ως άνω διάστημα ανέρχεται: α) για τα έτη 2016 και 2017 στο ποσό των (24 μήνες Χ 500=) 12.000 ευρώ, β) για τα έτη 2018 και 2019 στο ποσό των (24 μήνες Χ 600 ευρώ=) 14.400 και γ) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 29.12.2021, ήτοι για χρονικό διάστημα 24 μηνών στο ποσό των (24 μήνες Χ 700 ευρώ=) 16.800 ευρώ και συνολικά το ποσό των (12.000 +14.400 + 16.800=) 32.400 Χ ½= 16.200 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Κατόπιν τούτων, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Να σημειωθεί ότι ο εκκαλών – εναγόμενος προς απόδειξη του χαμηλού ύψους του μηνιαίου μισθώματος του ένδικου ακινήτου επικαλείται αφενός την αντικειμενική αξία του επιδίκου, αφετέρου συγκριτικά μισθώματα όμορων ιδιοκτησιών, όπου αναγράφονται στη φορολογική αρχή μισθώματα μεταξύ των 250 έως 350 ευρώ μηνιαίως. Πλην όμως από τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα δεν δύνανται να εξαχθούν ασφαλείς ενδείξεις που να τεκμηριώνουν τη μισθωτική αξία του ακινήτου δεδομένου ότι αφενός οι εμπορικές αξίες είναι αυτές που διαμορφώνουν τη μισθωτική αξία κάθε ακινήτου, αφετέρου τα συγκριτικά στοιχεία όμορων κατοικιών δεν μπορεί να προσδώσουν μια σαφή και έγκυρη εικόνα της μισθωτικής αξίας του επιδίκου, δεδομένου ότι η διακύμανση αυτών προσδιορίζεται αφενός από τη χρονική διάρκεια της συνολικής μίσθωσης ενός εκάστου εξ αυτών σε συνδυασμό με το μίσθωμα που καταβαλλόταν κατά το πρώτο μισθωτικό έτος , αφετέρου από την ενδεχόμενη διάθεση των συμβαλλομένων μερών για απόκρυψη του καταβαλλόμενου μισθώματος στη φορολογική αρχή. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκαμε δεκτή την αγωγή στο σύνολό της και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, ήτοι για την χρήση απ’ αυτόν του επικοίνου ακινήτου, το ποσό των 28.800 ευρώ αντί του ποσού των 16.200 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου της έφεσης ως βάσιμου κατ’ ουσίαν.
Κατά συνέπεια το παρόν Δικαστήριο αφού εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, θα κρατήσει και θα δικάσει την αγωγή, (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), την οποία δέχεται ως βάσιμη κατ’ ουσίαν εν μέρει κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας αναφερόμενα. Τέλος, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και ως προς την περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επανακαθορισθούν, ο δε εναγόμενος – εκκαλών να καταδικασθεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εφεσιβλήτου και για τους δύο βαθμούς ανάλογο με την έκταση της νίκης των τελευταίων (άρθρα 183, 178, 191.2 Κ.Πολ.Δ). Περαιτέρω κατ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔ όπως, αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του νόμου 4055/2012 και ισχύει από 2-4-2012, ενόψει της μερικής νίκης της εκκαλούσης πρέπει να του επιστραφεί το κατατεθέν από αυτόν παράβολο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 2425/2023 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου υπέρ Δημοσίου, που μνημονεύεται στο σκεπτικό.
Κρατεί και δικάζει την από 28.12.2021 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων διακοσίων (16.200) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και ως ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Καταδικάζει τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 16 Αυγούστου 2024 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ