Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 404/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης     404 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

(Α) Της εκκαλούσας – ενάγουσας: ……………., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Του εφεσίβλητου – εναγομένου: ……….., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

) Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ………….., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Της εφεσίβλητης  – εναγόμενης: ………….., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 23.1.2020 και με αριθμό κατάθεσης ………./202020 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1764/2022 οριστική απόφασή του, αφού δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσβάλλουν: (Α) η ενάγουσα με την από 26.6.2022 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../- και …../28.6.2022  και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../- και ειδικό …../28.6.2022, για τη δικάσιμο της 16.2.2023 και μετ’ αναβολή για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και (Β) ο εναγόμενος  με την από 30.6.2022 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/_ και ειδικό ……/1.7.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./_ και ειδικό ……/1.7.2022, για τη δικάσιμο της 16.2.2023 και μετ’ αναβολή για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι ως δικηγόροι αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν οι από 26.6.2022 και από 30.6.2022, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 1764/2022  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.

Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 1764/2-22 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 23.1.2020 και με αριθμό κατάθεσης ………./2020 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εφεσίβλητο – εκκαλούντα – εναγόμενο την 5.7.2022 (βλ. την υπ’ αριθ. ……./5.7.2022  έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά …………….), ενώ η κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 26.6.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και την έναρξη της προθεσμίας των τριάντα ημερών, ήτοι την 28.6.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……./_και ειδικό ……./28.6.2022 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, και η κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 30.6.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πριν την επίδοση της εκκαλουμένης και την έναρξη της προθεσμίας των τριάντα ημερών, ήτοι την 1.7.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……./_ και ειδικό ……./1.7.20222 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα και από τον εκκαλούντα – εναγόμενο τα παράβολα των 100,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα στην από 23.1.202020 και με αριθμό κατάθεσης ……./2020 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι  δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/1997 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., νομίμως μεταγεγραμμένου, η ίδια και ο εναγόμενος απέκτησαν σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος την επικαρπία της με αριθμό 2 οριζόντιας ιδιοκτησίας-γραφείου του εβδόμου πάνω από το ισόγειο σε εσοχή ορόφου (Γ εσοχή), που βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή στον Πειραιά, κείμενης επί της διασταύρωσης της οδού ……………. με την …………, στην οποία φέρει τον αριθμό 81, επιφάνειας 90,20 τμ. Ότι δυνάμει του ίδιου ως άνω συμβολαίου την ψιλή κυριότητα της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας απέκτησαν τα τέκνα τους ……….. και ……….., σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος. Ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../2007 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου, ο υιός των διαδίκων μεταβίβασε στην ενάγουσα λόγω δωρεάς εν ζωή το ½ εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας. Ότι το ως άνω γραφείο αποτελούσε την κοινή επαγγελματική στέγη των διαδίκων, οι οποίοι υπήρξαν σύζυγοι, το οποίο ανακαίνισαν το έτος 2001, συστεγάστηκαν δε σ’ αυτό, εργαζόμενοι ως δικηγόροι, από τον Οκτώβριο του έτους 2007 έως τον Νοέμβριο του έτους 2003, οπότε και επήλθε διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους και διακοπή της επαγγελματικής τους συνεργασίας, με την αποχώρηση από της ενάγουσας από την επαγγελματική στέγη και την αποκλειστική χρήση του ως άνω γραφείου από τον εναγόμενο, έκτοτε ανελλιπώς έως και σήμερα. Ότι το έτος 2001 προέβησαν από κοινού σε ανακαίνιση της ως άνω ιδιοκτησίας που περιλάμβανε ξύλινα πατώματα, ψευδοροφές, εξαερισμό και κλιματισμό, πόρτες και αλουμίνια είδη υγιεινής και συναγερμό, καθώς και σε εξοπλισμό της με έπιπλα γραφείου, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, βιβλιοθήκες, τηλεφωνικό κέντρο, φαξ, σαλόνι υποδοχής. Ότι η ενάγουσα στερείται της χρήσης αυτού ως επαγγελματικής στέγης, στερείται δε οιασδήποτε προσόδου ή άλλου ανταλλάγματος. Ότι ο εναγόμενος δεν καταβάλει στην ενάγουσα κανένα αντάλλαγμα για την χρήση του ακινήτου, οποιαδήποτε δε προσπάθεια για τον καθορισμό, δια κοινής απόφασης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης της ως άνω ιδιοκτησίας απέβη άκαρπη. Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα ζητεί ανάλογη μερίδα από το όφελος που ο εναγόμενος απεκόμισε είτε χρησιμοποιώντας είτε μισθώνοντάς την σε τρίτους, συνιστάμενη στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεώς του, μισθωτική αξία της μερίδας της. Ότι η μισθωτική αξία της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένου και του εξοπλισμού, ανέρχεται από 30.1.2015 έως 31.12.2017 σε 2.700 ευρώ μηνιαίως και από 1.1.2018 έως 31.1.2020 σε 3000 ευρώ μηνιαίως. Ότι το όφελος αυτό από την 30.1.2015 έως και την 31.1.2020 ανέρχεται κατά τους, στην αγωγή εκτιθέμενους μαθηματικούς υπολογισμούς σε 169.500 ευρώ, το δε αναλογούν σε αυτή ποσό αντιστοιχεί σε 84.750 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ζητεί, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, στο σύνολό του, που έγινε με τις προτάσεις της, να αναγνωρισθεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλλει το ποσό των 84.750 ευρώ, κυρίως με βάση τις διατάξεις περί κοινωνίας, ως αποζημίωση χρήσης και κατά την επικουρική βάση της αγωγής με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να της καταβάλει το προκύπτον οικονομικό αντάλλαγμα και για όλους τους επόμενους μήνες που θα συνεχίσει να κάνει μόνος του χρήση του ως άνω ακινήτου συνιδιοκτησίας τους και συγκεκριμένα για όσους μήνες από 1ης.2.2020 και εφεξής συνεχίσει ο εναγόμενος να χρησιμοποιεί το δικό της ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του ως άνω ακινήτου να αναγνωριστεί ότι οφείλει να της καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 1.500 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1.2.2020 έως 31.1.2021 και για κάθε επόμενο έτος προσαυξημένο κατά ποσοστό 5% ετησίως, όλα δε τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης και τέλος να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1764/2022 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 346, 785, 786, 787, 792, 961, 962 και 1113 ΑΚ, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 69, 70 και 176 ΚΠολΔ εκτός α) της επικουρικής βάσης της αγωγής, περί αδικαιολογήτου πλουτισμού την οποία απέρριψε  ως μη νόμιμη και β) του αιτήματος περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα αποζημίωση για την αποκλειστική χρήση του επίκοινου ακινήτου, για χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της συζήτησης της αγωγής, εφόσον το δικαστήριο δεν μπορούσε να στηρίξει την κρίση του σε στοιχεία που θα επέλθουν σε μελλοντικό χρονικό σημείο, στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 72.183,96 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) η εκκαλούσα  – ενάγουσα με την από 26.6.2022 έφεσή της και (Β) ο εκκαλών – εναγόμενος με την από 30.6.2022 έφεσή του, για τους περιεχόμενους στις εφέσεις λόγους, που ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου, η μεν εκκαλούσα – ενάγουσα  της υπό στοιχείο Α’ από 26.6.2022 έφεσης να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή της και ο δε εκκαλών – εναγόμενος της υπό στοιχείο Β’ από 30.6.2022 έφεσης να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792§2, 961, 962 και 1113 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν απ` αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού (ΑΠ 1121/2017, ΑΠ 2191/2007). Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν εκ των κοινωνών, δεν αποκλείεται όμως να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα άρθρα 914 ή και 1099 ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς (ΑΠ 362/2010) ή πολύ περισσότερο αν τους απέβαλε από τη συννομή του κοινού (ΑΠ 1121/2017, ΑΠ 767/2014). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 802/2017, ΑΠ 187/2015). Κατά τα λοιπά ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του το κοινό πράγμα είναι κατ` αρχήν αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή προκειμένου για ακίνητο διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον με τον τρόπο αυτό αποκλείει στην πράξη τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 276/2016, ΑΠ 767/2014). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ δεδικασμένο, το οποίο κατ` άρθρο 332 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες και κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνον το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει ως ενιαίο όλο ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση. Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό. Εξάλλου κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα, ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ` αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, όπως συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ` αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί κάθε τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνον με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο. Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολ) (βλ. ΕφΑθ 2825/2007, ΕΦΑΔ 2008, σ.697, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία). Έτσι δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση παράγεται και όταν το αντικείμενο της διεξαγόμενης δίκης είναι διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με το ήδη κριθέν στην προηγούμενη απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο που δίκασε είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα να αποφασίσει για το παρεμπίπτον ζήτημα (ΕφΑαρ 441/2006, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2006, σ.519). Τέλος από τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ που ρυθμίζουν το συμψηφισμό ορίζουν το μεν πρώτο ότι «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτο­νται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμε­νο και ληξιπρόθεσμες», το δε δεύτερο ότι «Συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει από­σβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τις διατά­ξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτη­ση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο κα­λύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκεί­νον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρί­ζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης (άρ­θρο 442 ΑΚ). Πρόταση συμψηφισμού που γίνεται πριν από τη δίκη ή κατά τη διάρκειά της με εξώδικη δήλωση προς τον αντίδικο του συμψηφίζοντος επιφέρει την απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσε­ων από τότε που συνυπήρξαν. Μεταγε­νέστερη σε δίκη επίκληση του εξώδικου συμψηφισμού δεν αποτελεί προβολή της ομώνυμης ενστάσεως αλλά διαδικαστι­κή πράξη, με την οποία ανακοινώνεται στο δικαστήριο ότι η επίδικη απαίτηση έχει αποσβεσθεί. Ουσιαστικώς πρόκειται περί ενστάσεως εξοφλήσεως της επίδικης απαιτήσεως που επήλθε με το συμψηφι­σμό (ΑΠ 486/2016, ΑΠ 633/2015 Νόμος, ΑΠ 435/2015 Νόμος, ΑΠ 294/2014 Αρμ 2014. 1306, ΑΠ 782/2014 Νόμος, ΑΠ 450/2013 ΧρΙΔ 2013. 583, ΑΠ 936/2013 ΝοΒ 2014. 33, ΑΠ 840/2012 ΧρΙΔ 2013. 27, ΑΠ 1460/2012 ΕπισκΕμπΔ 2013. 324). Ως συνύπαρξη των απαιτήσεων κατά την έννοια των διατάξεων 440 και 441 ΑΚ νοείται η παράλληλη ύπαρξη των δύο απαιτήσεων σε κατάσταση ώρι­μη προς συμψηφισμό αμφοτέρων (ΑΠ 1617/2009, ΑΠ 1626/2006). Δηλαδή, το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγ­μή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφι­σμού, θα συνυπάρξουν (ΑΠ 363/2014, ΑΠ 2111/2014, ΑΠ 942/2010, ΑΠ 943/2010, ΑΠ 980/2009). Η πρόταση της ένστασης συμψηφισμού δημιουργεί, σύμφωνα με το άρθρο 221 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκκρεμοδι­κία. Έτσι, αν μετά την πρόταση συμψη­φισμού σε δίκη ασκηθεί σε οποιοδήποτε δικαστήριο αγωγή, ανταγωγή, κύρια πα­ρέμβαση ή προβληθεί ένσταση συμψη­φισμού, που στηρίζεται στην ίδια απαί­τηση ή αν έχει προηγηθεί αγωγή κλπ και ακολουθήσει η σχετική ένσταση συμψη­φισμού σε οποιοδήποτε δικαστήριο, θα ανασταλεί αυτεπάγγελτα η εκδίκαση της μεταγενέστερης αίτησης μέχρι την περάτωση της πρώτης δίκης. Κατά συνέπεια, η έλλειψη εκκρεμοδικίας αποτελεί αρνη­τική διαδικαστική προϋπόθεση, που υπαγορεύεται από λόγους διαφύλαξης της αυθεντίας των δικαιοδοτικών οργάνων από την έκδοση αντιφατικών αποφάσε­ων. Η εκκρεμοδικία έχει ως αποτέλεσμα όχι την απόρριψη, αλλά την αναστολή της εκδίκασης, έως ότου περατωθεί η πρώτη δίκη της νέας αγωγής, ανταγωγής, κύρι­ας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφι­σμού, διατάσσεται δε, όχι μόνα μετά από ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως, γιατί η διάταξη του άρθρου 222 ΚΠολΔ έχει τεθεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος (Εφ Λαμ 42.468 Δνη 42. 468).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από οποιοδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. ΑΠ 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων από τα παραπάνω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 561/2008, ΑΠ 655/2005, αμφ. δη μ. στην Η.Τ.Ν.Π.-ΝΟΜΟΣ) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 395 Κ.Πολ.Δ, (ΑΠ 154/1992, ΕλλΔνη 33-814, ΑΠ 796/1983, ΕλλΔνη 1983.1398, ΕφΑθ 9440/1986, ΕλλΔνη 1986,869), την υπ’ αριθ ……/2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος …………….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης του εναγομένου (σχετ. ……..΄/18.9.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …………….) προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, της υπ’ αριθ. ………/12.10.2020 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος …………, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κοζάνης ………… και της υπ’ αριθ. ………/12.10.2020 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος …………., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης του εναγομένου (σχετ. …….΄/7.10.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …………….,   εκτιμώμενες ανάλογα με τη γνώση και αξιοπιστία των ενόρκως βεβαιωσάντων και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 παρ. 4 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) {Ν. Παισίδου: Τα δικαστικά τεκμήρια, 1991, σελ. 230 κα σημ. 86, πρβλ. Στ. Κουσούλη στην Ερμηνεία Κ. Πολ.Δ. Κεραμέως/ Κονδύλη/ Νίκα, Ι (2000) άρθρο 231, αριθ. 5), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/1997 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιά ……………., που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Πειραιά, στον τόμο …… και με αριθμό ……., η ενάγουσα και ο εναγόμενος απέκτησαν κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία, δηλαδή κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, με αγορά από τον ………………, την επικαρπία της με αριθμό 2 οριζόντιας ιδιοκτησίας-γραφείου του 7ου επάνω από το ισόγειο σε εσοχή ορόφου (Γ’ εσοχή), επιφάνειας 90,20τ.μ., που περιλαμβάνει τρεις (3) αίθουσες γραφείων και τουαλέτα (WC) και βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή στον Πειραιά και συγκεκριμένα επί της διασταυρώσεως της οδού ………. με την ……….., στην οποία φέρει τον αριθμό ….. Δυνάμει του ιδίου ως άνω συμβολαίου με αριθμό ……/1997 ο πωλητής …………… μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα της ως άνω με αριθμό 2 οριζόντιας ιδιοκτησίας-γραφείου του 7ου επάνω από το ισόγειο σε εσοχή ορόφου (Γ’ εσοχή) στα κοινά τέκνα των διαδίκων ………… και ……….. κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία. Ακολούθως, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/08-08-2007 συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Πειραιά, στον τόμο …… και με αριθμό ……, ο υιός των διαδίκων ………….. μεταβίβασε στην ενάγουσα, λόγω δωρεάς εν ζωή, το 1/2 της ψιλής κυριότητας του προαναφερόμενου γραφείου, οπότε και περιήλθε στην ενάγουσα το 1/2 της πλήρους κυριότητας επ’ αυτού. Ενόψει των ανωτέρω, υφίσταται κοινωνία δικαιώματος επικαρπίας του επιδίκου γραφείου μεταξύ των διαδίκων, το οποίο ανήκει σε αμφοτέρους κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία, ήτοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Το προαναφερόμενο γραφείο αποτελούσε την κοινή επαγγελματική στέγη των διαδίκων, οι οποίοι στο παρελθόν υπήρξαν σύζυγοι, τελέσαντες θρησκευτικό γάμο στις 16-12-1978 στον Ιερό Ναό ……….. στο ………… και ο οποίος λύθηκε το έτος 2012, στο γραφείο δε αυτό συστεγάστηκαν ασχολούμενοι ως δικηγόροι κατά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του έτους 1997 έως τον Σεπτέμβριο του έτους 2002, οπότε μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων και της έντασης που είχε ήδη προκληθεί στις μεταξύ τους σχέσεις η ενάγουσα αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την κοινή έως τότε επαγγελματική στέγη κατ’ απαίτηση του εναγομένου, ο οποίος είχε ήδη αποχωρήσει από την οικογενειακή στέγη. Μάλιστα το έτος 2010 η ενάγουσα άσκησε την από 14-07-2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/14-07-2010 αγωγή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά του εναγομένου ως προς το επίδικο ακίνητο, η οποία μετά από αναβολές και ματαιώσεις επρόκειτο να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 8-4-2020, πλην όμως κατά τη δικάσιμο αυτή εκ νέου ματαιώθηκε λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας, με την οποία ζήτησε να καθοριστεί από το Δικαστήριο ως πρόσφορος τρόπος διοίκησης και χρησιμοποίησης του επίδικου ακινήτου για χρονικό διάστημα 8 ετών από την επίδοση της αγωγής η χρήση ολόκληρου του γραφείου από τον εναγόμενο με την παράλληλη υποχρέωσή του προς καταβολή ανταλλάγματος ανάλογου προς την μερίδα της και της ωφέλειάς του από τη χρήση αυτή, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αιτητικό της ως άνω αγωγής. Το έτος 2014 και ενώ η επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν πολύ δύσκολη, ακόμη και για τα ζητήματα, που αφορούσαν τα τέκνα τους, οι διάδικοι επιχείρησαν να επιλύσουν τις μεταξύ τους διαφορές και συγκεκριμένα συνήψαν το από 28-05-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό. Με αυτό, ενόψει των ακινήτων, που είχαν αποκτήσει κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, και ειδικότερα:  (α) ενός αστικού ακινήτου-κατοικίας στην Αθήνα, στην οδό ……., στην περιοχή ………, και συγκεκριμένα μίας διώροφης οικοδομής-μονοκατοικίας με υπόγειο, πυλωτή και δώμα, συνολικής επιφανείας 333,00 τ.μ., που οικοδομήθηκε σε οικόπεδο έκτασης 178,00 τ.μ., έναντι πλατείας, (β) ενός συγκροτήματος δεκαοκτώ (18) ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων, που βρίσκεται στην περιοχή … στην …. της . ….., συνολικής επιφανείας των τεσσάρων (4) κτισμάτων 957,30 τ.μ., ανεγερθέντων σε τρία (3) συνεχόμενα οικόπεδα συνολικής επιφανείας αυτών 8.806,50 τ.μ., που βρίσκεται σε λόφο σε απόσταση 700 μέτρων από τη θάλασσα και διαθέτει πισίνα, ανοιχτό μπαρ και υπαίθριο γκαράζ, (γ) ενός ακινήτου-κατοικίας, που βρίσκεται στην …… …, τόπο καταγωγής του εναγομένου, επιφανείας 144,00 τ.μ., οικοδομημένου επί οικοπέδου 1.600,00 τ.μ., και (δ) του επίδικου γραφείου επί της ……….. στον Πειραιά, και τα οποία είχαν αποκτήσει κοινά, αδιαίρετα και κατ’ ισομοιρία, δηλαδή κατά το ήμισυ (1/2) εξ αδιαιρέτου ο καθένας, οι διάδικοι, αφού αρχικά δήλωσαν ότι διατηρούν αξιώσεις κατ’ αλλήλων, η μεν ενάγουσα για τις δαπάνες διοίκησης και συντήρησης που υποβλήθηκε για το συγκρότημα που βρίσκεται στην …….. και για το ακίνητο στην οδό ………. στην Αθήνα, ο δε εναγόμενος για τις δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε για τη συντήρηση και πλήρη ανακαίνιση του επίδικου γραφείου επί της ………. στον Πειραιά και για τη συντήρηση του ακινήτου στην …………, όπως και για τη διοίκηση και χρησιμοποίηση των επίκοινων ακινήτων, επιπροσθέτως δε αξιώσεις από την αποκλειστική εκμετάλλευση του συγκροτήματος στην ………. και χρήση του από την πλευρά της ενάγουσας και από την αποκλειστική χρήση της οικοδομής επί της οδού ………… στην Αθήνα από την πλευρά της ενάγουσας, δηλώσεις, που καταδεικνύουν την ανυπαρξία οποιασδήποτε συμφωνίας εκ μέρους των διαδίκων σε σχέση με τα επίκοινα ακίνητα, μεταξύ αυτών και του επίδικου γραφείου επί της ………..   στον Πειραιά, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την αποχώρηση της ενάγουσας από το επίδικο μέχρι και το έτος 2014, αφού εάν είχε υπάρξει οποιαδήποτε σχετική συμφωνία ασφαλώς και θα γινόταν ρητή μνεία αυτής στο από 28-5-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, οι δε διάδικοι θα στηρίζονταν στην συμφωνία αυτή και δεν θα επιφυλάσσονταν ρητά όλων των νομίμων δικαιωμάτων τους σε σχέση με τα επίκοινα ακίνητα, όλες δε τις ανωτέρω δηλώσεις και ισχυρισμούς οι διάδικοι και ήδη συμβαλλόμενοι στο από 28-05-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό δήλωσαν ότι αποκρούουν και δεν συνομολογούν, αλλά προς αποφυγή περαιτέρω δικαστικών διενέξεων, απασχολήσεων και εξόδων συμφώνησαν να προβούν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και σε συμβιβαστική επίλυση και ρύθμιση των μεταξύ τους διαφορών, ως εξής: (α) συμβίβασαν τις όποιες ασκηθείσες ή μη αξιώσεις τους με τη διατήρηση της κατά 50% κυριότητας καθενός στα προαναφερόμενα ακίνητα, (β) ρητά δήλωσαν ότι δεν έχουν καμιά άλλη αξίωση μεταξύ τους από τις αναφερόμενες ή άλλες αιτίες, καθώς και για τα αποκτήματα του γάμου και από την αποκλειστική χρήση των ακινήτων εκ μέρους ενός εκάστου, (γ) στα πλαίσια της συνολικής συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών τους και της διανομής των ακινήτων τους στα παιδιά τους, ο εναγόμενος δήλωσε ότι προτίθεται να μεταβιβάσει λόγω γονικής παροχής στο τέκνο τους    …………. το ποσοστό συγκυριότητας 50%, το οποίο του ανήκει επί των τριών αγροτεμαχίων στην περιοχή …….., στα οποία είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριος με την ενάγουσα, καθώς και ότι προτίθεται να μεταβιβάσει λόγω γονικής παροχής στο τέκνο τους ……… ο ποσοστό συγκυριότητας 50%, το οποίο του ανήκει στην οικοδομή στην οδό …….. στην περιοχή ………. Αθηνών, (δ) η ενάγουσα δήλωσε ότι προτίθεται να μεταβιβάσει λόγω γονικής παροχής στο τέκνο τους  …..   το ποσοστό συγκυριότητας 50%, το οποίο της ανήκει επί του ακινήτου, που βρίσκεται στην περιοχή ………, στο οποίο είναι εξ αδιαιρέτου συγκύρια με τον εναγόμενο, καθώς και ότι προτίθεται να μεταβιβάσει λόγω γονικής παροχής στο τέκνο τους …….. το ποσοστό συγκυριότητας 50%, το οποίο της ανήκει στο επίδικο γραφείο στην ………. στον Πειραιά. Αμφότεροι οι διάδικοι δήλωσαν ότι οι ανωτέρω μεταβιβάσεις θα πραγματοποιούνταν εντός έτους από τη σύναψη του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού, πλην αυτής του εναγομένου προς το τέκνο τους …….., η οποία θα πραγματοποιούνταν εντός μηνός από τη σύναψή του, εκτός εάν προέκυπταν γραφειοκρατικές διαδικασίες, περαιτέρω δε, οι διάδικοι δήλωσαν ότι υπό τον όρο των ανωτέρω μεταβιβάσεων δεν έχουν ή διατηρούν κανένα δικαίωμα κατ’ αλλήλων άλλως ρητά παραιτούνται από αυτά. Ακολούθως, ο εναγόμενος μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής προς το τέκνο τους …….. το ποσοστό συγκυριότητας 50%, το οποίο του ανήκε επί του συγκροτήματος στην …………., όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμόν ……../19-03-2015 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. και συνομολογούν αμφότεροι οι διάδικοι, σε ανάλογη δε ενέργεια προέβη και η ενάγουσα, και συγκεκριμένα μεταβίβασε το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας των έντεκα (11) από τα δεκαοκτώ (18) διαμερίσματα λόγω γονικής παροχής προς το τέκνο τους …….., παρακρατώντας την επικαρπία τους και την πλήρη κυριότητα των υπόλοιπων επτά (7) διαμερισμάτων, χωρίς να υπέχει σχετική υποχρέωση, με βάση το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, κάτι, που δεν  αμφισβητήθηκε ειδικά από την ενάγουσα, ωστόσο οι λοιπές τρεις (3) μεταβιβάσεις, που προβλέπονταν με βάση το από 28-05-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό και μάλιστα εντός έτους από τη σύναψη του δεν πραγματοποιήθηκαν και ενώ σε αυτό οι συμβαλλόμενοι ρητά δήλωσαν ότι μόνον και με τον όρο των παραπάνω μεταβιβάσεων δεν έχουν ή διατηρούν οποιοδήποτε δικαίωμα ο ένας σε βάρος του άλλου, διαφορετικά παραιτούνται ρητά από αυτά. Οι διάδικοι διατείνονται ότι η αθέτηση των όρων οφειλόταν σε υπαιτιότητα του άλλου μέρους- αντισυμβαλλόμενου. Πλέον συγκεκριμένα, η ενάγουσα μέμφεται τον εναγόμενο ότι αυτός ήταν εκείνος, ο οποίος δεν προέβη σε έναρξη των αναγκαίων εκείνων διαδικασιών για τις μεταβιβαστικές πράξεις, όπως ανάθεση εντολής σε Πολιτικό- Μηχανικό για την έκδοση βεβαίωσης ως προς την έλλειψη αυθαιρεσιών στα ακίνητα, που εκείνος χρησιμοποιούσε αποκλειστικά, μεταξύ αυτών και του επίδικου γραφείου στον Πειραιά, και δεν χορηγούσε τη συναίνεσή του, προκειμένου να δοθεί εντολή για το ακίνητο επί της οδού ………… στην Αθήνα, που χρησιμοποιούσε η θυγατέρα τους …………, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της προσκομίζει με επίκληση τα από 18-02-2016 και 10-05-2018 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mails) που απέστειλε στον εναγόμενο, καθώς και την από 12-12-2019 εξώδικη δήλωσή της, η οποία επιδόθηκε σε αυτόν την επόμενη ημέρα (13-12-2019), ο τελευταίος δε μετά την επίδοση της ένδικης αγωγής σε αυτόν, την 30-07-2020, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ………../30-07-2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), προέβη στην από 03-08-2020 εξώδικη δήλωσή του προς την ενάγουσα της, επιδοθείσα σε αυτήν την επόμενη ημέρα (04-08-2020), καταγγέλλοντας αθέτηση των όρων του από 28-05-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού και δηλώνοντας ότι επιθυμεί τη λύση της μεταξύ τους κοινωνίας και τη διανομή του κοινού ακινήτου τους, το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων, στην οδό ………….  Πέραν τούτων η ενάγουσα άσκησε σε βάρος του εναγομένου και την υπό κρίση αγωγή με αίτημα να της καταβάλει ως οικονομικό αντάλλαγμα για την αποκλειστική από την πλευρά του χρήση του επίδικου γραφείου για το χρονικό διάστημα από 30-01-2015 έως και 30-1-2020 το συνολικό χρηματικό ποσό των 84.750,00 ευρώ, επιπρόσθετα δε άσκησε την από 30-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2020 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας (Τακτική Διαδικασία), με αίτημα να της καταβάλει, ως οικονομικό αντάλλαγμα για την αποκλειστική από την πλευρά του χρήση του ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή ……….. για το χρονικό διάστημα από 01-09-2015 έως και 31-07-2020, το συνολικό χρηματικό ποσό των 33.620,16 ευρώ, καθώς επίσης άσκησε και την από 30-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/ 2020 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας (Τακτική Διαδικασία), με αίτημα τη δικαστική διανομή του ακινήτου με πλειστηριασμό. Εξάλλου σε αντίθεση με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ο εναγόμενος επικαλείται ύπαρξη συμφωνίας με την ενάγουσα για χρήση του επίκοινου ως προς την επικαρπία του γραφείου. Πλέον συγκεκριμένα, αυτός διατείνεται ότι η διοίκηση και χρησιμοποίηση του κοινού πράγματος καθορίσθηκε με κοινή συμφωνία τους ήδη από το έτος 2000, όταν κατά τον ίδιο άρχισαν οι εργασίες συνένωσης και ανακαίνισης του επίδικου γραφείου, επιβεβαιώθηκε προφορικά τον Ιανουάριο του έτους 2002, οπότε και αποχώρησε από την οικογενειακή στέγη τους, επιβεβαιώθηκε και πάλι προφορικά τον Ιανουάριο του έτους 2003, όταν η ενάγουσα αποχώρησε από το επίδικο γραφείο, επιβεβαιώθηκε και εγγράφως το έτος 2014 με την σύναψη του από 28-05-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως επίσης και το έτος 2017 με τη χορήγηση της από 23-04-2017 έγγραφης εξουσιοδότησης της ενάγουσας σε εκείνον για τη μεταφορά στο όνομά του της με αριθμό .-…… παροχής της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.). Ειδικότερα, ο εναγόμενος διατείνεται ότι η απόκτηση με αγοραπωλησία όμορου προς το επίδικο και επίκοινο γραφείο περί το μήνα Οκτώβριο του έτους 2000 με δαπάνες του, ενόσω είχε λάβει χώρα ο διαχωρισμός των κοινά αποκτηθέντων χρημάτων και με την απόλυτη γνώση και πλήρη συναίνεση της ενάγουσας ότι μετά την απόκτηση αυτού, ο εναγόμενος θα προέβαινε σε συνένωση των δύο οριζόντιων ιδιοκτησιών, όπως είχε προσυμφωνηθεί ανάμεσα στους διάδικους, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ο νέος ενιαίος χώρος αποκλειστικά από τον εναγόμενο, ως χώρος γραφείων αλλά και κατοικίας του ίδιου, ήτοι, προς κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης του με την ενάγουσα, συναινούσας στην αποχώρησή της από το εν λόγω γραφείο, επικαλείται δε προς τούτο την από 21.10.2000 απόδειξη του ……….,  σύμφωνα με την οποία: <<….έλαβα από το ………… το ποσό των διακοσίων χιλιάδων δραχμών έναντι των συμφωνηθέντων εργασιών κατεδάφισης και οικοδόμησης τοίχων του γραφείου της ……… συνολικού κόστους οκτακοσίων χιλιάδων δραχμών, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται υλικά, Φ.Π.Α., Ι.Κ.Α. απασχολούμενων προσώπων και γενικά οτιδήποτε απαιτείται για την ολοκλήρωση του έργου, όπως προβλέπεται στο σχεδιάγραμμα της αρχιτέκτονα ……….>>. Μάλιστα, ο ίδιος διατείνεται ότι οι εργασίες συνένωσης των δύο (2) όμορων ιδιοκτησιών έλαβαν χώρα από την 21.10.2000, οπότε άρχισε να υλοποιείται η αρχιτεκτονική μελέτη για τη συνένωση και δια μόρφωση των δύο (2) ιδιοκτησιών σε ενιαίο χώρο. Προς τούτο βέβαια συντείνει και η υπ’ αριθμόν ………/2020 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος …………, κατοίκου ……….., κατά την οποία: << …Το έτος 2001 έγινε επέκταση και μεγάλη ανακαίνιση του γραφείου. Τοποθετήθηκαν κουφώματα αλουμινίου πολύ καλής ποιότητας με επένδυση ξύλου, έγινε ψευδοροφή, μπήκε μηχανισμός εξαερισμού και κλιματισμού, αλλάχτηκαν τα είδη υγιεινής κ.λ.π. Το γραφείο επιπλώθηκε με πολύ καλά έπιπλα και σύγχρονα ηλεκτρονικά μηχανήματα>>. Πλέον συγκεκριμένα, αυτός διατείνεται ότι οι εργασίες ενοποίησης και διαμόρφωσης των ακινήτων σε ενιαίο χώρο πραγματοποιήθηκαν άμεσα με την κατεδάφιση της μεσοτοιχίας, ώστε να δημιουργηθεί ενιαίος λειτουργικά και αισθητικά χώρος και ειδικότερα να διαμορφωθεί νέος ενιαίος χώρος εισόδου, τρεις νέοι χώροι  γραφείων για συνεργάτες και χώρος κουζίνας, υπνοδωμάτιο και νέα τουαλέτα, ως χώρος της κατοικίας του. Επίσης, διατείνεται ότι ο εργασίες διάρκεσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενόσω μάλιστα η ενάγουσα είχε φυσική παρουσία και μάλιστα σε καθημερινή βάση, αφού συνέχιζε να χρησιμοποιεί το επίκοινο γραφείο σε καθημερινή βάση για τις επαγγελματικές της και μάλιστα αδιάκοπα, ήτοι, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών και τριών (3) μηνών μετά τη συνένωση των ιδιοκτησιών, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε διαμαρτυρία, μολονότι τα γραφεία είχαν μετατραπεί σε εργοτάξιο, αφού και στα δύο συνενωθέντα ακίνητα άλλαξαν όλα τα κουφώματά τους, εσωτερικά και εξωτερικά, τοποθετήθηκαν ψευδοροφή και κλιματιστικά οροφής σε όλους τους χώρους, ξύλινο πάτωμα, επίσης σε όλους τους χώρους με εξαίρεση τις δύο (2) τουαλέτες και νέες υδραυλικές συνδέσεις υποδαπέδιες. Επίσης διατείνεται ότι δεν ήταν αυτόβουλη η συνένωση των δύο (2) ακινήτων και δεν πραγματοποιήθηκε το έτος 2003, αλλά αποτέλεσε αντικείμενο της μεταξύ των διαδίκων δικαιοπρακτικής ρύθμισης και για το λόγο αυτό, ο ενάγων προέβη σε κάλυψη της σχετικής δαπάνης για την αγορά του ακινήτου και για τη συνολική ανακαίνιση και των δύο (2) ακινήτων. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Στο υπ’ αριθμόν ……/06-10-1997 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., αμφότεροι οι διάδικοι φέρονται, ως κάτοικοι Αθηνών, επί της οδού ……. Ακολούθως, στο με αριθμό ……../13.10.2000 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς  ……….., ο εναγόμενος φέρεται, ως κάτοικος Πειραιώς, στην …….., ήδη από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2000. Επιπλέον, από τα δικόγραφα των αγωγών και κλήσεων ο ενάγων φέρεται, ως κάτοικος Πειραιώς στην ίδια διεύθυνση. Ωστόσο, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν …….././2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ληφθείσα με επιμέλεια του εναγόμενου: <<….  ο ………..  προγραμμάτιζε να αγοράσει το γειτονικό στο γραφείο τους διαμέρισμα, που θα χρησιμοποιούνταν από τους ιδιοκτήτες του, το οποίο εκτός από επαγγελματικός χώρος έλεγε ότι θα διαμόρφωνε και θα το χρησιμοποιούσε και για κατοικία του. Πράγματι, το 2000 το αγόρασε και τι συνένωσε με τα παλαιά γραφεία και ανακαίνισε πλήρως και τα παλιά και τα νέα γραφεία με αποκλειστικά δικά του χρήματα και επιλογές χωρίς καμία απολύτως οικονομική συμμετοχή της …… ούτε καν σε επίπεδο αισθητικής ή λειτουργικής. Λίγες ημέρες μετά την αγορά του διπλανού ακινήτου ο ……. κατεδάφισε τη μεσοτοιχία των δύο όμορων ακινήτων και ακολούθησαν οι εργασίες συνένωσης και διαμόρφωσης των δύο γραφείων σε ενιαίο χώρο και πλήρους ανακαίνισης και των δύο γραφείων σε ενιαίο χώρο και πλήρους ανακαίνισης και των δύο γραφείων… >>.  Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι το επίδικο γραφείο, μολονότι συνενώθηκε με την όμορη ιδιοκτησία- διαμέρισμα, το οποίο απόκτησε με αγορά ο εναγόμενος και προέκυψε εξ αυτού του λόγου λειτουργική ενότητα των δύο (2) οριζόντιων ιδιοκτησιών, δεν απέβαλλε το χαρακτήρα του, ως γραφείο, όπως και οι υπόλοιποι χώροι, διαμορφωθέντες σε γραφεία με παράλληλη διαμόρφωση όμως ειδικού χώρου κατάλληλου για την ικανοποίηση των στεγαστικών αναγκών του εναγόμενου. Δηλαδή, δεν προέκυψε ότι το επίδικο γραφείο έπαυσε να λειτουργεί, ως τέτοιο, και διαμορφώθηκε σε χώρο κατοικίας του εναγόμενου, στον οποίο παραχωρήθηκε, με τη συναίνεση της ενάγουσας, όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται, δεδομένου ότι οι εργασίες συνένωσης άρχισαν να υλοποιούνται ενόσω χρησιμοποιούσε αυτό και η ενάγουσα, μέχρι την αποχώρησή της, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος. Όμως, εάν όντως ήταν βάσιμος  ένας τέτοιος ισχυρισμός, δεν ήταν συμβατή με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής η παραμονή της ενάγουσας σε ένα χώρο, που σταδιακά μετατρεπόταν σε κατοικία και η παράλληλη χρησιμοποίηση του για την άσκηση της επαγγελματικής της δραστηριότητας. Για το λόγο αυτό δε νοείται συμφωνία των διαδίκων με αντικείμενο τη χρήση του επίδικου γραφείου και ως κατοικία του εναγόμενου. Τούτο προκύπτει και από την υπ’ αριθμόν ……../21-12-2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……………, συνεργάτη της ενάγουσας για τις εξωτερικές εργασίες του γραφείου της. Έτσι, δεν προέκυψε η σύναψη οποιασδήποτε σχετικής συμφωνίας ανάμεσα στους διάδικους. Αντίθετα, οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων παρέμειναν τεταμένες και κατά τα επόμενα έτη. Περαιτέρω, όταν κατά το έτος 2014, ενώ η επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων ήταν πολύ δύσκολη, ακόμη και για τα ζητήματα, που αφορούσαν τα τέκνα τους, οι διάδικοι επιχείρησαν να επιλύσουν τις μεταξύ τους διαφορές με την σύναψη του από 08-05-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, οι δηλώσεις στις οποίες προέβησαν για όλες τις αξιώσεις, τις οποίες διατηρούσε το κάθε μέρος έναντι του άλλου, καταδεικνύουν την ανυπαρξία οποιοσδήποτε συμφωνίας μεταξύ τους αναφορικά με τα επίκοινα ακίνητα, συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου γραφείου, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την αποχώρηση της ενάγουσας από αυτό μέχρι και την 28-05-2014, αφού, εάν είχε υπάρξει οποιαδήποτε σχετική συμφωνία, αυτή θα αποτυπωνόταν στο από 28-5-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, οι δε διάδικοι θα στηρίζονταν στην συμφωνία αυτή και δεν θα επιφυλάσσονταν ρητά όλων των νομίμων δικαιωμάτων τους σε σχέση με τα επίκοινα ακίνητα. Στο εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό αναγράφονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: <<…… Με τις πιο πάνω αγωγές η αφενός συμβαλλόμενη ζητεί αντίστοιχα: (α) τον καθορισμό του πλέον πρόσφορου τρόπου διοίκησης και χρησιμοποίησης του στην αγωγή περιγραφόμενου επίκοινου ακινήτου (του με αριθμό 2 γραφείου του εβδόμου ορόφου της πολυκατοικίας, που βρίσκεται στην ……… στον Πειραιά, ήτοι, του περιγραφόμενου υπό στοιχείο ε του παρόντος) καθώς και την αποζημίωσή της από τον ανωτέρω συμβαλλόμενο για την αποκλειστική εκ μέρους του χρήση αυτού και για τα χρονικά διαστήματα, που αναφέρονται σ’ αυτήν>>. Τελικά,  η συμβιβαστική δε επίλυση και ρύθμιση των μεταξύ τους διαφορών, στην οποία προέβησαν με το από 28-05-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό εν τέλει δεν τηρήθηκε, αφού οι υπόλοιπες τρεις μεταβιβάσεις, που προβλέπονταν με το συμφωνητικό αυτό δεν πραγματοποιήθηκαν και ενώ οι συμβαλλόμενοι ρητά δήλωσαν ότι μόνον και με τον όρο των παραπάνω μεταβιβάσεων δεν έχουν ή διατηρούν κανένα δικαίωμα κατ’ αλλήλων. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί με βάση την από 23-1-2017 εξουσιοδότηση της ενάγουσας προς τον εναγόμενο για τη μεταφορά στο όνομά του της με αριθμό …….. παροχής της ΔΕΗ του επίδικου γραφείου, αφού αυτή αφορά στο ως άγω συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά και της όμοιας με αριθμό ……….. παροχής της ΔΕΗ του ακινήτου στην ………, ενώ δεν επιχειρείται αναφορά σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, μολονότι παρέμεναν αυτά εκκρεμή. Πέραν της ανυπαρξίας οποιασδήποτε συμφωνίας ανάμεσα στους διαδίκους αναφορικά με τη χρήση του επίδικου γραφείου αποκλειστικά και μόνον από τον εναγόμενο, επιπλέον δεν προέκυψε αδράνεια της ενάγουσας να ενασκήσει το δικαίωμά της να διεκδικήσει την αναλογούσα στη μερίδα της ωφέλεια και να αξιώσει το αναλογούν σε αυτήν χρηματικό ποσό, με την έννοια της παρόδου ικανού χρονικού διαστήματος άπρακτου, κατά το οποίο η ενάγουσα παρέλειψε να ασκήσει τα δικαιώματά της ή προκάλεσε στον εναγόμενο ότι δεν προτίθεται να ενασκήσει το περιουσιακό αυτής δικαίωμα. Όπως προεκτέθηκε, η ενάγουσα ήδη από το έτος 2010 άσκησε σε βάρος του εναγομένου την από 14-07–2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./14-07-2010 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησε να καθοριστεί, ως πρόσφορος τρόπος διοίκησης και χρησιμοποίησης του επίδικου ακινήτου για χρονικό διάστημα οκτώ (8) ετών από την επίδοση της αγωγής η χρήση ολόκληρου του γραφείου από τον εναγόμενο με την παράλληλη υποχρέωσή του προς καταβολή ανταλλάγματος ανάλογου προς την μερίδα της και της ωφέλειάς του από τη χρήση αυτή. Εξάλλου, στο από 28 Μαΐου του έτους 2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε ανάμεσα στους διάδικους. Δήλωσε ότι διατηρεί το δικαίωμά της να διεκδικήσει πλήρη από ζημίωση από τον εναγόμενο για την αποκλειστική χρήση του επίκοινου γραφείου. Άλλωστε, μετά την μη τήρηση των όσων αποτέλεσαν αντικείμενο της δικαιοπρακτικής ρύθμισης ανάμεσα στους τότε συμβαλλόμενους, η ενάγουσα αφού απέστειλε στον εναγόμενο τα από 18-02-2016 και 10-05-2018 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mails), καθώς και την από 12-12-2019 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε σε αυτόν την επόμενη ημέρα (13-12- 2019), ακολούθως άσκησε σε βάρος του την ένδικη αγωγή, καθώς και την από 23-01-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Γ.Α.Κ……../Ε.Α.Κ.Δ: ……./30-01-2020 υπό κρίση  αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), με αίτημα να της καταβάλει, ως οικονομικό αντάλλαγμα για την αποκλειστική από την πλευρά  του χρήση του επίδικου γραφείου για το χρονικό διάστημα από 30-01-2015 έως και 30-01-2020 το συνολικό χρηματικό ποσό των ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (84.750,00) Ευρώ (Ε), στις παραπάνω δε ενέργειες η ενάγουσα προέβη αφού αρχικά κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματα της ήδη από το έτος 2010, στη συνέχεια συμφώνησε να προβεί σε αμοιβαίες υποχωρήσεις και σε συμβιβαστική επίλυση και ρύθμιση των μεταξύ τους διαφορών με το από 28-05-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό και ανέμενε ικανό χρόνο για την τήρηση των συμφωνηθέντων. Συνεπώς, η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, την οποία είχε προτείνει ο εναγόμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τυγχάνει απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Πάντες οι ανωτέρω εκατέρωθεν προβληθέντες ισχυρισμοί προέκυψαν αφενός από τα προσαγόμενα με επίκληση αποδεικτικά μέσα των διαδίκων, αφετέρου δε τα ίδια πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν ανωτέρω προβλήθηκαν και έγιναν πανομοιότυπα δεκτά στο πλαίσιο της ασκηθείσας από την εδώ ενάγουσα από 28.7.2020 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ………/29.7.2020 αγωγής της με αντικείμενο το δικαστικό καθορισμό του τρόπου διοίκησης του επίκοινου ένδικου επί της . …….  ακινήτου επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3018/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σύμφωνα μ την οποία καθόρισε ως το πιο πρόσφορο και επωφελή για όλους τους κοινωνούς τρόπο διοίκησης και χρησιμοποίησης του ένδικου ακινήτου και δη τη ρύθμιση της χρήσης του έτσι ώστε να περιέλθει  εξ ολοκλήρου στον εναγόμενο στον οποίο επέβαλε την υποχρέωση καταβολής ανταλλάγματος ποσού 1.000 ευρώ ανά μήνα στην ενάγουσα το οποίο είναι ανάλογο προς τη μερίδα αυτής και της ωφέλειας του εναγομένου από τη χρήση αυτής. Η εν λόγω απόφαση μάλιστα έχει καταστεί τελεσίδικη, μετά την άσκηση εφέσεων και από τους δυο διαδίκους καθώς επικυρώθηκε από την 597/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες τις εφέσεις. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ο εναγόμενος άσκησε την από 23.11.2023 αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΓΑΚ/ΕΑΚ/ Εφετείου Πειρ. ………../2023 ), χωρίς ωστόσο να έχει προσδιορισθεί η συζήτηση αυτής. Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ανωτέρω 3018/2021 αμετάκλητη πλέον απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς παράγει δεσμευτικό για την υπό κρίση αγωγή δεδικασμένο καθώς τα πανομοιότυπα πραγματικά περιστατικά που κρίθηκαν στη δίκη εκείνη αποτελούν το αναγκαίο ιστορικό υπόβαθρο για την ευδοκίμηση ή μη των εκατέρωθεν προβληθέντων ισχυρισμών. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω στη προκειμένη περίπτωση ευρίσκει έδαφος εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 331 ΚΠολΔ κατά την οποία  το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, δεδομένου ότι συντρέχει και η τυπική προϋπόθεση της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου που αποφάσισε για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα. Σημειωτέον δε ότι η υπό κρίση αγωγή έχει  ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, ήτοι την έναντι ανταλλάγματος χρήση του επικοίνου από τον ένα κοινωνό,  όπως συμβαίνει και στην παρούσα δίκη που κατ’ αποτέλεσμα άγει στην επιδίκαση αποζημίωσης χρήσης υπέρ του μη ποιούντος τη χρήση αποβληθέντος συγκοινωνού για διαφορετικό χρονικό διάστημα από αυτό που κρίθηκε με την άνω απόφαση, οπότε και αντικείμενο της παρούσας αγωγής εδράζεται στην ίδια δικαιολογική σχέση που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση.  Ακολούθως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και δέχθηκε ως βασιμη κατ’ ουσίαν την ύπαρξη απαιτήσεως της ενάγουσας για την επιδίκαση υπέρ αυτής αποζημιώσεως από τη στέρηση της χρήσεως του επίκοινου ένδικου ακινήτου απορρίπτοντας τους αρνητικούς της αγωγής ιχυρισμούς του ενάγοντος δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της υπό στοιχείο Β έφεσης του εκκαλούντος – εναγόμενου. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο εναγόμενος  έχει την ακώλυτη και συνεχή χρήση του επιδίκου γραφείου επί της ………….. στον Πειραιά,  το οποίο αποτελεί την επαγγελματική στέγη του και χρησιμοποιεί αποκλειστικά τα τελευταία δεκαεννέα (19) έτη περίπου, μετά την αποχώρηση της ενάγουσας τον Σεπτέμβριο του έτους 2002. Η επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία ευρίσκεται στον 7ο υπέρ το ισόγειο σε εσοχή όροφο (Γ’ εσοχή), είναι δε γωνιακό, ρετιρέ, έχει επιφάνεια 90,20τ.μ. και περιλαμβάνει τρεις (3) αίθουσες γραφείων και τουαλέτα (WC), βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή στον Πειραιά και συγκεκριμένα επί της διασταυρώσεως της οδού …….. με την ………., στην οποία φέρει τον αριθμό 81, ήτοι σε κεντρική και προνομιούχο θέση, με άνετους χώρους και θέα το λιμάνι του Πειραιά, μπαλκόνι 70 τ.μ, κατασκευής έτους 1971, πλην όμως ανακαινίσθηκε πλήρως το έτος 2001, γεγονός το οποίο επιδρά σημαντικά στη μισθωτική αξία του ακινήτου. Η προαναφερόμενη 597/2023 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία επικύρωσε την πρωτοβάθμια ως άνω απόφαση δέχθηκε ότι η μισθωτική αξία του επίκοινου ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής για το δικαστικό καθορισμό του τρόπου διοίκησης αυτού (29.7.2020) ανερχόταν στο ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως  το οποίο θεώρησε ανάλογο προς τη μισθωτική αξία του επίδικου με βάση το έτος κατασκευής αυτού, την επιφάνεια, τον όροφο, τις εργασίες συντήρησης και ανακαίνισης και αντιστοίχως το αναλογούν στην ενάγουσα ποσό με βάση το ποσοστό επί της επικαρπίας 50% εξ αδιαιρέτου ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των 1.000 ευρώ μηνιαίως. Στο σημείο αυτό  πρέπει να αναφερθεί ότι το δεδικασμένο που παράγεται από την 3018/2021 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επηρεάζει εν μέρει την έκβαση της υπό κρίση αγωγής κατά την αιτούμενη αποζημίωση χρήσης του έτους 2020 ως προς το ύψος της μισθωτικής αξίας του επίκοινου, οπότε το δεδικασμένο της άνω απόφασης καταλαμβάνει το επίδικο με την υπό κρίση αγωγή χρονικό διάστημα που αφορά την επιδίκαση αποζημίωσης χρήσης για όλο το έτος 2020 και μέρος του 2021.  Περαιτέρω το παρόν Δικαστήριο για την ανεύρεση της μισθωτικής αξίας του επικοίνου ακινήτου κατά τα ένδικα έτη 2015 έως και 5/2021, οπότε συζητήθηκε αγωγή με έρεισμα για το έτος 2021 τη διάταξη του άρθρου 69 ΚΠολΔ, λαμβάνοντας υπόψη το δεδεδικασμένο που παράγεται με την 3018/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  δυνάμει του οποίου ορίσθηκε η μισθωτική αξία του επικοίνου για το έτος 2020 στο ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως, θα προσδιορίσει την μισθωτική αξία αυτού σε συνάρτηση με την αξία αυτή κατά το έτος αυτό, μειούμενο για κάθε προηγούμενο έτος σε ποσοστό 4% ετησίως λόγω της αναπροσαρμογής των μισθωτικών αξιών κάθε έτος. Κατά συνέπεια η μισθωτική μηνιαία αξία του επικοίνου για το έτος 2019 ανέρχεται σε (2.000 Χ 4%- = 80 = )1920 ευρώ, για το έτος 2018  σε (1920Χ 4%-= 76,8=) 1.843,20 ευρώ, για το έτος 2017 σε (1843,20 Χ4%-= 73,72=) 1.769,48 ευρώ, για το έτος 2016 σε (1.769,48 Χ 4%-= 70,77 =) 1698,71 ευρώ και για το 2015 σε (1.698,71 Χ 4%-= 67,94=)  1.630, 77 ευρώ. Επομένως η μισθωτική αξία του επικοίνου ανέρχεται κατά την κρίση του δικαστηρίου, για το χρονικό διάστημα από 30.1.2015 μέχρι 31.12.2015 στο ποσό των 1.630,77 μηνιαίως, και άρα ο εναγόμενος χρησιμοποιώντας αποκλειστικά το ανωτέρω ακίνητο επί 11 μήνες, απεκόμισε σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας για το έτος 2015 το ποσό των (1.630,77:2Χ11μήνες =) 8.969,23 ευρώ. Για το έτος 2016 η μισθωτική του αξία ανερχόταν σε (1698,71:2Χ12=) 10.192,26 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό που ο εναγόμενος απεκόμισε σε βάρος της ενάγουσας. Για το έτος 2017 η μισθωτική του μηνιαία ετήσια αξία ανερχόταν σε 1769,48 ευρώ και άρα ο εναγόμενος απεκόμισε σε βάρος της ενάγουσας, το ποσό των (1.769,48:2Χ12 μήνες)=10.616,88 ευρώ. Για το έτος 2018 η μισθωτική του ετήσια αξία ανερχόταν σε 1843,20 ευρώ, και άρα ο εναγόμενος απεκόμισε σε βάρος της ενάγουσας, το ποσό των (1.843,20 :2Χ12 μήνες)=11.059,20 ευρώ. Για το έτος 2019 η μισθωτική του αξία ανερχόταν σε 1920 ευρώ και άρα ο εναγόμενος απεκόμισε σε βάρος της ενάγουσας, το ποσό των (1.920:2Χ12 μήνες)=11. 520 ευρώ. Για το έτος 2020 η μισθωτική του αξία ανερχόταν σε 2.000 ευρώ, και άρα ο εναγόμενος απεκόμισε σε βάρος της ενάγουσας, το ποσό των (2.000:2Χ 7 μήνες=) 7.000 ευρώ. Για το έτος 2021, και μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής ήτοι μέχρι το μήνα Μάιο του έτους 2021 η μισθωτική του αξία ανέρχεται με  βάση το δεδικασμένο της 3018/2021 αμετάκλητης απόφασης που καταλαμβάνει και το αιτούμενο χρονικό διάστημα ανέρχόταν σε (2.000:2 =) 1000 ευρώ και άρα ο εναγόμενος απεκόμισε σε βάρος της ενάγουσας, το ποσό των 1.000Χ5 μήνες)=5.000 ευρώ. Με βάση τις ανωτέρω  σκέψεις για το επίδικο χρονικό διάστημα η αποδοτέα ωφέλεια στην ενάγουσα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (8.969,23 + 10.192,26 + 10.616,88 + 11.059,20 + 11.520 + 7.000 + 5.000=)  64.357,57 ευρώ. Επιπλέον ο εναγόμενος με τις προτάσεις του  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  πρότεινε παραδεκτά και νόμιμα σε συμψηφισμό ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση που έχει κατά της ενάγουσας ποσού 150.000 ευρώ, προερχόμενη από την μισθωτική αξία του μεριδίου του επί του ακινήτου που βρίσκεται στην οδό ………., στο λόφο του …….., μηνιαίας μισθωτικής αξίας 2.500 ευρώ, καθώς και ποσού 273.000 ευρώ, προερχόμενης από την μισθωτική αξία του μεριδίου του επί ενός διώροφου διαμερίσματος εκ των 18 του συγκροτήματος που βρίσκεται στην ………., επιφάνειας 110 τ.μ. στο οποίο διέμενε αποκλειστικά η ίδια, κατά την τουριστική περίοδο Απριλίου-Οκτωβρίου, μηνιαίας μισθωτικής αξίας 3.000 ευρώ, των οποίων ιδιοκτησιών την αποκλειστική χρήση και εκμετάλλευση, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε η ενάγουσα αδιάσπαστα, για το αστικό ακίνητο στη ………… από 30.1.2015 έως 30.1.2020 και για το διώροφο διαμέρισμα του συγκροτήματος στην ………. από 1.2.2002 έως 19.3.2015. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, όπως ορθά χαρακτήρισε η εκκαλουμένη απόφαση συνιστά τη νόμιμη ένσταση του συμψηφισμού. Ωστόσο η ένσταση αυτή με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε ανωτέρω και επαναλαμβάνεται προς κρίση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με σχετικό λόγο έφεσης προσκρούει εν μέρει στην  κατ’ άρθρο 222 ΚΠολΔ ένσταση εκκρεμοδικίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως καθώς για το ειδικότερο ακίνητο της οδού …….. στην Αθήνα ακίνητο ο εκκαλών – εναγόμενος είχε προβάλλει πονομοιότυπα τον ίδιο ισχυρισμό και μόνον για το ακίνητο της οδού ………  στο πλαίσιο της από 30.7.2020 αγωγής της αντιδίκου πρώην συζύγου του κατ’ αυτού ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας με αντικείμενο την επιδίκαση αποζημίωσης χρήσης για το επίκοινο ακίνητο των διαδίκων στη περιοχή ………… Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 113/2022 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία αναγνώρισε μεν την αξίωση της ενάγουσας για την καταβολή αποζημίωση χρήσης συνολικού ποσού 20.650 ευρώ, πλην όπως δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση συμψηφισμού που απέρρεε από την δική του αντίθετη απαίτηση για την καταβολή από την πλευρά της ενάγουσας αποζημίωσης χρήσης για το επίκοινο ακίνητο επί της οδού ……….  ύψους 88.500 ευρώ και ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Στη συνέχεια η ενάγουσα άσκησε κατ’ αυτής την από 11.11.2022 έφεσή της ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, η οποία προσδιορίστηκε να εκδικαστεί στο ακροατήριο του άνω Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 8.12.2023, πλην όμως από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει εάν μέχρι και τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης έχει εκδοθεί οριστική απόφαση επ΄αυτής. Απ’ όλα τα ανωτέρω προκύπτει, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ότι η προβαλλομένη στο πλαίσιο της υπό εξέταση αγωγής ένσταση συμψηφισμού προσκρούει εν μέρει στην εκκρεμοδικία που έχει  θεμελιωθεί με το δικόγραφο της αγωγής που εκκρεμεί σε δεύτερο πλέον βαθμό στο Μονομελές Εφετείο Λάρισας και περιορίζεται στην ανταπαίτηση του εναγομένου που διατηρεί επί του ακινήτου της οδού ……….. στην Αθήνα. Πλην όμως, μολονότι διατηρείται ακέραια προς εξέταση η ανταπαίτηση του εναγομένου που απορρέει από την διατεινόμενη υποχρέωση της ενάγουσας να του καταβάλει την αποζημίωση χρήσης που αντιστοιχεί στο διώροφο διαμέρισμα του επικοινου συγκροτήματος στην ……… για το χρονικό διάστημα από 1.2.2002 έως 19.3.2015.  Εντούτοις το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω ένσταση πρέπει να εξετασθεί στο σύνολο της όταν καταστεί ώριμη, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, προκειμένου να κριθεί οριστικά η ύπαρξη και το ύψος της ανταπαίτησης του εκκαλούντος – εναγομένου που απορρέει από τα προαναφερόμενα δύο επίκοινα ακίνητα. Κατά συνέπεια εφόσον στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής ευρίσκει έδαφος εφαρμογής η κατά το άρθρο 222 ΚΠολΔ ένσταση εκκρεμοδικίας που απορρέει από την προαναφερθείσα εκκρεμή σε δεύτερο βαθμό αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας με την επισήμανση ότι η ύπαρξη εκκρεμοδικίας ανέκυψε το πρώτον μετά την αναβίωση της εκκρεμοδικίας της παρούσας αγωγής σε δεύτερο βαθμό όπου τα αναγκαία για την παραδοχή της πραγματικά περιστατικά προβλήθηκαν από την εκκαλούσα – ενάγουσα με το κεφάλαιο της προσθήκης – αντίκρουσης των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια πρέπει, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 2 και 222 παρ. 2 ΚΠολΔ, να αναστείλει την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης επί της αγωγής της ενάγουσας. Ακολούθως, πρέπει να ανασταλεί η συζήτηση της έν­δικης αγωγής, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη  απόφαση επί της από 30.7.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/2020 που εκκρεμεί σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Τέλος, δεν τίθεται διάταξη για δικαστικά έξοδα, γιατί η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις : (Ι) από 26.6.2022   με αριθμό γενικό …./_και ειδικό …../28.6.2022 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και (ΙΙ)από 30.6.2022 έφεση με γενικό αριθμό …../_ και ειδικό ……/1.7.20222 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εφέσεις.

-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.

– ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη συζήτηση των ανωτέρω εφέσεων μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της από 30.7.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2020 αγωγής της οποίας η εκδίκαση εκκρεμεί σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.

-ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε  και δημοσιεύθηκε  σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων ως Δικηγόρων στον Πειραιά, την 16η Αυγούστου 2024.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ