ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 392/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος : Του Ιδρύματος με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ : ……….., το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Του εφεσίβλητου : Του Δήμου Πειραιά, που εδρεύει στον Πειραιά (……….), ΑΦΜ : ………. Δ.Ο.Υ. Α΄ Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Γούλα (ΑΜΔΣΠ : ……..).
Το ενάγον ζήτησε να γίνει δεκτή η από 1-9-2020 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2020 και ειδικό …/2020 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με τη με αριθμό 2233/2022 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει το ενάγον και ήδη εκκαλούν με την από 27-10-2022 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2023 και ειδικό …/2023 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από την από 12-5-2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …………. στο ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, το οποίο προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο εφεσίβλητος Δήμος, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την ορισθείσα δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης (21-3-2024), επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με επιμέλεια του εκκαλούντος, που επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, στον εφεσίβλητο Δήμο (άρθρο 126 παρ. 1 στοιχ. γ ΚΠολΔ). Στη δικάσιμο αυτή (21-3-2024), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο εφεσίβλητος Δήμος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του ………. (ΑΜΔΣΠ : ….), ενώ το εκκαλούν δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε υποβλήθηκε δήλωση από πληρεξούσιο δικηγόρο του κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ ότι επιθυμεί να δικαστεί χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου. Ενόψει του ότι το εκκαλούν είναι ο απολειπόμενος διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση της ένδικης έφεσης, πρέπει το τελευταίο (εκκαλούν) να δικαστεί ερήμην.
ΙΙ. Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά του εναγόμενου Δήμου και ήδη εφεσίβλητου και κατά της με αριθμό 2233/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 23-3-2023, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 7-7-2022, το γεγονός δε αυτό δεν αμφισβητείται από τον παριστάμενο εφεσίβλητο και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από το εκκαλούν, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/23-3-2023 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …………. e – παράβολο). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση (άρθρο 532 ΚΠολΔ).
ΙΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την από 1-9-2020 με γενικό αριθμό κατάθεσης …./2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2020 αγωγή του το ενάγον Ίδρυμα εξέθετε ότι είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα, διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Κοινωφελών Περιουσιών και επιδιώκει αποδεδειγμένα φιλανθρωπικό, κοινωφελή σκοπό, καθώς και ότι λειτουργεί ήδη από το έτος 1891, έχον σκοπό κατά το καταστατικό του την παροχή φροντίδας σε ανθρώπους της τρίτης ηλικίας στον Πειραιά και δραστηριοποιείται νόμιμα ως Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων ήδη από την ίδρυσή του σε ιδιόκτητο ακίνητο, που βρίσκεται στον Πειραιά και στην οδό …………, όπου φιλοξενεί, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 172 τροφίμους, απασχολώντας 79 μισθωτούς ως μόνιμο προσωπικό. Περαιτέρω, ιστορούσε ότι το ίδιο προήλθε από τη συνένωση δύο ιδρυμάτων, ήτοι του ιδρύματος με την επωνυμία «………….» και του μικρού «…… ………….», εκ των οποίων το πρώτο από τα δύο ιδρύματα με την επωνυμία «…………» ανεγέρθη με δαπάνες του ……… και η ίδρυσή του εγκρίθηκε δυνάμει του από 2 Οκτωβρίου 1891 Βασιλικού Διατάγματος (ΦΕΚ 276/5-10-1891), ενώ το έτερο ίδρυμα με την επωνυμία «…………» είχε ιδρυθεί στον Πειραιά ήδη από το έτος 1877 από τον Αρχιμανδρίτη ………… Ακόμα, ιστορούσε ότι δυνάμει του με αριθμό ……../1896 ψηφίσματος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πειραιά εγκρίθηκε η συναφθείσα μεταξύ των Εφόρων του «………» και του Δήμου Πειραιά σύμβαση, βάσει της οποίας αποφασίστηκε η συνένωση του ως άνω Ασύλου με το ………., καθώς και ο Κανονισμός λειτουργίας του, ότι ειδικότερα o Κανονισμός του ενάγοντος εγκρίθηκε δια του από 5 Δεκεμβρίου 1895 Βασιλικού Διατάγματος και επικυρώθηκε από την αρμόδια Νομαρχία δυνάμει της με αριθμό ………../1896 πράξης, ενώ συντάχθηκε και το με αριθμό ……../10-8-1900 καταστατικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ………. για την έγκριση του οποίου εκδόθηκε το από 7-9-1900 Βασιλικό Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύτηκε στο με αριθμό 53 τεύχος Β/22-9-1900 Φύλλο της Κυβέρνησης, καθώς και ότι αποτελεί μέχρι και σήμερα τον ισχύοντα Κανονισμό, που διέπει τη λειτουργία αυτού. Επίσης, ανέφερε ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτόν το ενάγον έχει, όπως προαναφέρθηκε, ως σκοπό την παροχή ασύλου στους έχοντας ανάγκη περίθαλψης πένητες γέροντες του Πειραιά, αναλόγως των πόρων αυτών, ότι διοικείται από την Εφορεία του Ιδρύματος, ήτοι ένα Συμβούλιο 7 μελών, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό πόροι του ενάγοντος αποτελούν, μεταξύ άλλων, και η υποχρεωτική συνδρομή του Δήμου, που ορίστηκε τότε (έτος 1896) στο ποσό των 5.000 δραχμών ετησίως και ομοίως σύμφωνα με τον Κανονισμό το …….. εγκαταστάθηκε εντός του Ασύλου ως τμήμα αυτού, υπό την επωνυμία «………….», έχοντας πάντα είκοσι (20) τροφίμους, για τους οποίους ο εναγόμενος Δήμος ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει αντίστοιχη χορηγία, λόγω δηλαδή της προρρηθείσας συγχώνευσης των άνω ιδρυμάτων προβλέφθηκε ρητά ότι ο Δήμος Πειραιά θα κατέβαλε τη δαπάνη παραμονής στο Ίδρυμα 20 γερόντων, αξία που ορίστηκε κατά το έτος 1896 στο ποσό των 8.000 δραχμών ετησίως. Στη συνέχεια, εξέθετε ότι πράγματι το ενάγον Ίδρυμα ξεκίνησε από το έτος 1896 να λειτουργεί, διατηρώντας έκτοτε και κατά τρόπο υποδειγματικό Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων και ότι το ………. ενσωματώθηκε πλήρως και πλέον ουδεμία διάκριση γίνεται μεταξύ των τροφίμων και ότι τηρείται απόλυτα ο εν ισχύ Κανονισμός, σε αντίθεση με τον εναγόμενο Δήμο, ο οποίος, αν και οφείλει να καταβάλει κάθε χρόνο στο ενάγον Ίδρυμα υποχρεωτική συνδρομή για τη συντήρηση και διατροφή σταθερά 20 τροφίμων, εντούτοις αρνείται να καταβάλει τα οφειλόμενα, με αποτέλεσμα το ενάγον να επωμίζεται εξ ολοκλήρου την κάλυψη των εξόδων των τροφίμων, αδυνατώντας να ανταποκριθεί στα ολοένα και αυξανόμενα έξοδα για τη συντήρησή του. Επιπλέον, ισχυριζόταν ότι είναι αδύνατη η αντιστοίχιση της τιμής της ως άνω χορηγίας εκ ποσού, κατά το έτος 1896, 8.000 δραχμών ετησίως, σε σημερινές τιμές, μέσω της αναγωγής σε κάποια σταθερή αξία, όπως αυτή της χρυσής λίρας Αγγλίας, καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση, η οφειλόμενη από τον εναγόμενο Δήμο χορηγία θα πρέπει να καλύπτει την ετήσια δαπάνη φιλοξενίας 20 τροφίμων και με βάση αυτόν τον όρο θα πρέπει να υπολογιστούν τα οφειλόμενα από τον εναγόμενο Δήμο ποσά. Συγκεκριμένα, ισχυριζόταν ότι για τα έτη 2015 έως και 2019 το κόστος φιλοξενίας 20 τροφίμων ανήλθε ως εξής : α) για το έτος 2015, εφόσον σύμφωνα με τον απολογισμό εσόδων – εξόδων για τη χρήση 2015 τα τακτικά έξοδα ανήλθαν στο ποσό των 2.244.724,87 ευρώ, όπως ανά έξοδα διοίκησης, συντήρησης περιουσίας και εκτέλεσης σκοπού εξειδικεύονται στην αγωγή, και εφόσον ο μέσος όρος αριθμού τροφίμων που διέμεινε στο Γηροκομείο το ίδιο έτος ανήλθε στους 188, η δαπάνη διαβίωσης ενός τροφίμου ανήλθε στο ποσό των 11.940,03 ευρώ (2.244.724,87 : 188) και η δαπάνη διαβίωσης 20 τροφίμων στο ποσό των 238.800,60 ευρώ (11.940,03 Χ 20), β) για το έτος 2016, εφόσον σύμφωνα με τον απολογισμό εσόδων – εξόδων για τη χρήση 2016 τα τακτικά έξοδα ανήλθαν στο ποσό των 2.349.334,05 ευρώ, όπως ανά έξοδα διοίκησης, συντήρησης περιουσίας και εκτέλεσης σκοπού εξειδικεύονται στην αγωγή, και εφόσον ο μέσος όρος αριθμού τροφίμων που διέμεινε στο Γηροκομείο το ίδιο έτος ανήλθε στους 180, η δαπάνη διαβίωσης ενός τροφίμου ανήλθε στο ποσό των 13.051,86 ευρώ (2.349.334,05 : 180) και η δαπάνη διαβίωσης 20 τροφίμων στο ποσό των 261.037,12 ευρώ (13.051,86 Χ 20), γ) για το έτος 2017, εφόσον σύμφωνα με τον απολογισμό εσόδων – εξόδων για τη χρήση 2017 τα τακτικά έξοδα ανήλθαν στο ποσό των 2.251.775,29 ευρώ, όπως ανά έξοδα διοίκησης, συντήρησης περιουσίας και εκτέλεσης σκοπού εξειδικεύονται στην αγωγή, και εφόσον ο μέσος όρος αριθμού τροφίμων που διέμεινε στο Γηροκομείο το ίδιο έτος ανήλθε στους 177, η δαπάνη διαβίωσης ενός τροφίμου ανήλθε στο ποσό των 12.721,89 ευρώ (2.251.775,29 : 177) και η δαπάνη διαβίωσης 20 τροφίμων στο ποσό των 254.437,89 ευρώ (12.721,89 Χ 20), δ) για το έτος 2018, εφόσον σύμφωνα με τον απολογισμό εσόδων – εξόδων για τη χρήση 2018 τα τακτικά έξοδα ανήλθαν στο ποσό των 2.169.934,45 ευρώ, όπως ανά έξοδα διοίκησης, συντήρησης περιουσίας και εκτέλεσης σκοπού εξειδικεύονται στην αγωγή, και εφόσον ο μέσος όρος αριθμού τροφίμων που διέμεινε στο Γηροκομείο το ίδιο έτος ανήλθε στους 190, η δαπάνη διαβίωσης ενός τροφίμου ανήλθε στο ποσό των 11.420,70 ευρώ (2.169.934,45 : 190) και η δαπάνη διαβίωσης 20 τροφίμων στο ποσό των 228.414,15 ευρώ (11.420,70 Χ 20) και ε) για το έτος 2019, εφόσον σύμφωνα με τον απολογισμό εσόδων – εξόδων για τη χρήση 2019 τα τακτικά έξοδα ανήλθαν στο ποσό των 2.533.192,31 ευρώ, όπως ανά έξοδα διοίκησης, συντήρησης περιουσίας και εκτέλεσης σκοπού εξειδικεύονται στην αγωγή, και εφόσον ο μέσος όρος αριθμού τροφίμων που διέμεινε στο Γηροκομείο το ίδιο έτος ανήλθε στους 180, η δαπάνη διαβίωσης ενός τροφίμου ανήλθε στο ποσό των 14.073,30 ευρώ (2.533.192,31 : 180) και η δαπάνη διαβίωσης 20 τροφίμων στο ποσό των 281.465,81 ευρώ (14.073,30 Χ 20). Τέλος, υποστήριζε ότι ο εναγόμενος Δήμος για το επίδικο χρονικό διάστημα των ετών 2015 – 2019 και για την παραπάνω αιτία οφείλει στο ενάγον το συνολικό ποσό των 1.264.155,49 ευρώ (238.800,52 + 261.037,12 + 254.437,89 + 228.414,15 + 281.465,81 ευρώ), για την καταβολή του οποίου ο εναγόμενος έχει επανειλημμένως οχληθεί. Με βάση αυτό το ιστορικό, το ενάγον ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.264.155,49 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και επιδικίας από την ημέρα που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο αντίδικος του στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία την προσβαλλόμενη με αριθμό 2233/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού έκρινε την αγωγή εν μέρει νόμιμη, απορρίπτοντας ως μη νόμιμα α) το αίτημα περί τοκοφορίας από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό και κατά το υπερβαίνον το ποσοστό 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής, όπως και β) το αίτημα περί της προσωρινής εκτελεστότητας, απέρριψε αυτήν (αγωγή), κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται το ενάγον και ήδη εκκαλούν, με την υπό κρίση έφεσή του, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του. Η έφεση αυτή είναι επαρκώς ορισμένη και κατά τα λοιπά παραδεκτή, όπως τούτο εξετάζεται πλέον από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατ’ άρθρο 524 παρ. 3 εδ. α ΚΠολΔ, ακόμη και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος (ΤριμΕφΔωδ 50/2022, με αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4842/2021, Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, πρέπει η υπό κρίση έφεση, ερευνώμενη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, να απορριφθεί στην ουσία της λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 28 του Ν. 4842/2021. Εξάλλου, πρέπει να καθοριστεί το προκαταβλητέο παράβολο για την περίπτωση άσκησης εκ μέρους του εκκαλούντος ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς επίσης, και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από το εκκαλούν για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../23-3-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, καθότι απορρίφθηκε η ένδικη έφεση, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εκκαλούντος.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατά της με αριθμό 2233/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) κατ’ ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 14-6-2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 8 -8-2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ