Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 568/2018

Αριθμός     568/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 209/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των  διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν τη τροποποίηση του με το άρθρο 1 άρθρου τέταρτου ν. 4335/2015), παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22-5-2017, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας  από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στις 24-4-2017 (βλ. το νομίμως προσκομιζόμενο επιδοθέν στον εκκαλούντα αντίγραφο, που φέρει την από 24-4-2017 ημεροχρονολογία επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό   ./. e-παράβολο). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 6-4-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …….. ανακοπή του  ο ανακόπτων  και ήδη εκκαλών ζητούσε την ακύρωση της με αριθμό ……… διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθής η ανακοπή τράπεζα το ποσό των 31.520,39 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, επειδή  η σύμβαση πίστωσης, που αποτέλεσε την αιτία για την οποία εκδόθηκε σε βάρος του η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, περιέχει όρους προδιατυπωμένους, οι οποίοι δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα. Επί της  ως άνω ανακοπής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε ως   αβάσιμη και επικυρώθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται  ο ανακόπτων  με την ένδικη έφεση του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων  ζητεί  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό   να  γίνει  δεκτή η  ανακοπή του.ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του  ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. (ΟλΑΠ 13/2015 ΧρΙΔ 2015.675, ΑΠ 1463/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του ως άνω νόμου  οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ.7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών. Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσω­μάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 § 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι: «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανά­μεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας: «Τα Κράτη – Μέλη μπο­ρούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγα­λύτερη προστασία στον καταναλωτή». Η ρύθμιση της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώμα­τος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβα­τική ελευθερία. Η παραπάνω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώ­σεων των συμβαλλομένων αποκλίνοντας φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 § 1 της ανωτέρω Οδηγίας, η οποία ομιλεί για σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Με τους ΓΟΣ είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Δεν απαγορεύεται όμως η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη του ενδοτικού δικαίου αλλά μόνον από εκείνες που φέρουν καθοδηγητικό χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και της διατήρησης της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Κατα­χρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Ελέγχε­ται, επίσης, για καταχρηστικότητα η ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται η ματαίωση του σκοπού της. Για να κριθεί αν ένας ΓΟΣ διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία και συνεπώς είναι άκυρος ως καταχρηστικός γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγα­θών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισής τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 1495/2006). Έτσι κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αυτός είναι αντίθετος με κάποια απαγορευτική ρήτρα που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκε­κριμένων ΓΟΣ που θεωρούνται «per se» καταχρηστικοί και άρα άκυροι, δηλαδή χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η ύπαρξη των προαναφερόμενων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσον ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου δηλαδή η καταχρηστικότητα θα κριθεί με βάση τα κριτήρια των εδαφίων α` και β` της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 (ΑΠ 1219/2001, ΑΠ 296/2001). Περαιτέρω, η ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΑΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι, συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο αυτής. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία – λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτα μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα, του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βούλησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014, ΕφΛαρ 17/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος,  το δίκαιο των ΓΟΣ διέπεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία διατυπώ­νεται ρητά και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης όπως η διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντι­παροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δε λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εντούτοις, σύμ­φωνα με το άρθρο 4 § 2 της Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΑΠ 561/2014,430/2005).

ΙV. Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, που ο ανακόπτων παραδεκτά επαναφέρει προς κρίση με την ένδικη  έφεση του, ισχυρίζεται ότι η καθής η ανακοπή, τράπεζα, παράνομα του καταλογίζει σε ετήσια βάση δαπάνες επαναξιολόγησης της σύμβασης πίστωσης, ποσού 180 ευρώ κάθε φορά, διότι στη σύμβαση υπήρχε πρόβλεψη, μόνον για καταβολή εφάπαξ  του ποσού αυτού ως δαπάνη προέγκρισης. Αναφορικά με τον λόγο αυτό, λεκτεά τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την πράξη 2501/2002 του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία άρχισε να ισχύει από 01.01.2003 και κατήργησε την προγενέστερη αυτής υπ` αριθμ. 1969/1991 όμοια, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν κάποια ελάχιστα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε οι συναλλασόμενοι με αυτά να σχηματίζουν πριν από τη σύναψη της σύμβασης σαφή εικόνα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα όταν αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, ειδικότερα, δε, ως προς τις χορηγήσεις, το ύψος των αμοιβών για τυχόν παρεπόμενες ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπανών, καθώς και των εξόδων υπέρ τρίτων που εισπράττουν. Περαιτέρω, κατά την ίδια πράξη δεν επιτρέπεται η είσπραξη προμήθειας στις πάσης φύσεως χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Στην έννοια των πάσης φύσεως προμηθειών δεν περιλαμβάνονται οι αμοιβές για τις παρεχόμενες τυχόν ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω και δεδομένου ότι από την προαναφερόμενη πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος δεν απαγορεύεται η επιβολή δαπάνης προέγκρισης ούτε επαναξιολόγησης  εφόσον παρέχεται επαρκής ενημέρωση στον πιστούχο, ο σχετικός όρος μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας.  Εν προκειμένω δε, η επιβάρυνση του οφειλέτη πιστούχου –ανακόπτοντος με δαπάνη επαναξιολόγησης κατ’έτος, ισόποση με το ποσό της προέγκρισης, 180 ευρώ, προβλέπεται ρητά στο όρο 11.04 της μεταξύ τους ως άνω σύμβασης πίστωσης, όπου περαιτέρω αναφέρεται ότι η εν λόγω δαπάνη προβλέπεται στο τιμολόγιο της τράπεζας για δάνεια Επαγγελματικής Πίστης, και ο οφειλέτης έχει ενημερωθεί σχετικά. Συνεπώς, έχει τηρηθεί η υποχρέωση διαφάνειας. Επομένως,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς απέρριψε τον ερευνώμενο λόγο  της ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα και οι σχετικοί λόγοι της έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

  1. V. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, τον οποίο ο ανακόπτων ομοίως παραδεκτώς επαναφέρει προς κρίση με την έφεση του, αυτός  ισχυρίζεται ότι η σύμβαση πίστωσης, που αποτέλεσε την αιτία για την οποία εκδόθηκε σε βάρος του η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, περιέχει όρους προδιατυπωμένους, οι οποίοι δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι οποίοι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί, για τους λόγους για τους οποίους ειδικότερα εξειδικεύονται παρακάτω, με αποτέλεσμα η απαίτηση που ενσωματώνουν οι προσβαλλόμενες πράξεις να είναι παράνομη και μη εκκαθαρισμένη. Συγκεκριμένα, εκθέτει ότι άκυρος ως καταχρηστικός είναι ο όρος 5.01, με τον οποίο η τράπεζα επιφυλάσσει στον εαυτό της τo δικαίωμα του μονομερούς καθορισμού του συμβατικού επιτοκίου χωρίς να έχει θέσει εκ των προτέρων εύλογα κριτήρια για τον οφειλέτη ως αντικείμενος στο άρθρο 2 παρ. 6 και 7ια του ν. 2251/1994, αφού αφήνει το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, επιτρέποντας τον καθορισμό του επιτοκίου ακόμα και καθ’ υπέρβαση των ανωτάτων ορίων των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε ως μη νόμιμος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επειδή η ακυρότητα του όρου αυτού δεν οδηγεί στην ακυρότητα όλης της σύμβασης, αλλά θα πρέπει ο ανακόπτων να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη απέδωσαν κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας τέτοια σημασία στο άκυρο μέρος της, ώστε αν γνώριζαν τότε την ακυρότητα του μέρους αυτού δεν θα προχωρούσαν στη κατάρτιση της. Ωστόσο, ο ανακόπτων με την  ένδικη ανακοπή του  αναφέρει συγκεκριμένα  τα ποσά, που αυτός επιβαρύνθηκε παράνομα, δηλαδή συνδέει την ακυρότητα του ανωτέρω όρου κατά ορισμένο τρόπο με τη διαμόρφωση του ύψους της απαίτησης,  ώστε σε περίπτωση που κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του, να δύναται αυτό, κατά μερική παραδοχή της ανακοπής, να αφαιρεθεί  από το συνολικό ποσό της απαίτησης που επιδικάζεται με  την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, της τελευταίας ακυρούμενης κατά το αντίστοιχο μέρος της. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απορρίπτοντας ως μη νόμιμο τον λόγο αυτό της ανακοπής, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού τρίτου λόγου της έφεσης, και κατ’ορθή εκτίμηση αυτού,  και συνακόλουθα  η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή αντιστοίχως ως βάσιμη κατ` ουσίαν  και να εξαφανιστεί  η εκκαλούμενη απόφαση κατά το αντίστοιχο μέρος της, στη συνέχεια δε, αφού κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το  Δικαστήριο τούτο, να κριθεί ο λόγος αυτός νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου  2 παρ.7 ια ν. 2251/1994 και να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία του.

VII. Κατά την με αριθμ. 178/19.7.2004 απόφαση της ΕΤΠθ/ΤΕ [ΦΕΚ 1872/τ.α726-27.12.2006], η οποία, κατά τις ενδιαφέρουσες αιτιολογίες της, αφού έλαβε υπόψη, δ) τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ε) την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, σε συνδυασμό με την ΠΔ/ΤΕ 1216/1987, καθώς και τις ΠΔ/ΤΕ 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994 που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην ελεύθερη διαμόρφωση των επιτοκίων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, στ) την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 σχετικά με την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, ζ) το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων εκάστη των οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετικά κριτήρια, υποκείμενες, για το λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις (άρθρο 2 παρ. 3 ν.δ. 588/48 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 ν. 1266/82, όπως ισχύει και το άρθρο 15 παρ. 5 ν. 876/1979 αντίστοιχα), η) το γεγονός ότι κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, θ) την ανάγκη διευκρίνισης ορισμένων διατάξεων των προαναφερόμενων ΠΔ/ΤΕ, ώστε να διασφαλισθεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή τους, χάριν της ευχερέστερης επίτευξης των σκοπών τους, ι) το έγγραφο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών με αριθμό 865/23.6.2004 με αίτημα την ερμηνεία των σχετικών με τη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων, ια) το από 23.5.2002 έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών  επί αναλόγου αιτήματός της, με το οποίο επεξηγήθηκε αναλυτικά, με αντίστοιχη νομική θεμελίωση, το ως άνω ζήτημα, αποφάσισε: να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ. Α΄, τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β΄, παρ. 1 εδ. στ΄, παρ. 2 εδ. α΄ (χν), (ν1), παρ. 3, Κεφ. Γ΄ παρ. 1 εδ. ε΄, παρ. 2 και Κεφ. ΣΤ΄, ως εξής: 1) Δεν είναι συμβατός προς τις αναφερόμενες παραπάνω, υπό στοιχεία (ζ) και (η), αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανώτατου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. 2α] Η παράγραφος 2 εδ. α΄ (ίν) του κεφαλαίου Β` της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 περί κυμαινόμενου επιτοκίου, κατά την οποία «η ελάχιστη ενημέρωση, που οφείλουν να παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στους συναλλασσόμενους, πριν από τη σύναψη κάποιας σύμβασης και συγκεκριμένα ως προς τις δανειακές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, αφορά το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και την πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντιστοίχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)» είναι σύμφωνη με την ως άνω αρχή και αποβλέπει στην εξασφάλιση πλήρους διαφάνειας και αποτελεσματικής ενημέρωσης των συναλλασσομένων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται το αρχικά καθορισμένο επιτόκιο της δανειακής σύμβασης, β) Η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, euribor, απόδοση ομολόγων, βραχυπρόθεσμων τίτλων, κτλ., οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ρητά στη σύμβαση. Στη σύμβαση προσδιορίζεται επίσης ρητά ο τρόπος προσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου, ως εξής: i) ως ανώτατο πολλαπλάσιο της εκάστοτε μεταβολής του επιτοκιακού δείκτη, ή ii) ως το εκάστοτε προκύπτον άθροισμα του ύψους του επιτοκιακού δείκτη πλέον ενός περιθωρίου καθοριζομένου μέχρι ενός ανωτάτου ορίου. Σε περίπτωση που επιλεγούν περισσότεροι του ενός από τους ως άνω δείκτες πρέπει επίσης να σταθμίζεται στη σύμβαση η συμμετοχή του κάθε δείκτη στη συνολική διαμόρφωση της μεταβολής του κυμαινόμενου επιτοκίου, γ) Η έννοια της διάταξης της παραγράφου 2 εδ. α΄ (iv) του Κεφ. Β` ‘’… καθώς και … αντίστοιχου δανείου’’, αφορά αποκλειστικά την προσυμβατική πληροφόρηση σχετικά με τους λοιπούς, μη επιτοκιακού χαρακτήρα, παράγοντες, που ενδέχεται να επηρεάσουν την εξέλιξη του εκάστοτε συμφωνούμενου επιτοκίου αναφοράς. Τα στοιχεία, περί των οποίων η ως άνω πρόσθετη πληροφόρηση, δεν μπορούν να αποτελέσουν καθεαυτό παράγοντες προσδιορισμού του συμβατικού επιτοκίου. 5β) Η πρόβλεψη στη σύμβαση δυνατότητας μονομερούς τροποποίησης της από τo πιστωτικό ίδρυμα (Κεφ. Γ` .. παρ. 1 εδ. ε` της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) οφείλει να συνοδεύεται από τον καθορισμό ειδικών και ευλόγων κριτηρίων (ΑΠ 652/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ).

VΙΙΙ. Από τα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Με την υπ’αριθμ.  ……… σύμβαση πίστωσης, που καταρτίστηκε στις 27-10-2006  μεταξύ των διαδίκων χορηγήθηκε στον ανακόπτοντα πιστούχο πίστωση 30.000 ευρώ, για τις ανάγκες της επιχείρησης του (βιβλιοχαρτοπωλείο  στο … Αττικής). Η σύμβαση αυτή λειτούργησε μέχρι τις 5-11-2014, οπότε καταγγέλθηκε εγγράφως από τη πιστώτρια  τράπεζα (βλ. την με αριθμό …… έκθεση επίδοσης της δικ.επιμελήτριας στο πρωτοδικείο Αθηνών …..). Κατά την ανωτέρω ημερομηνία  το οφειλόμενο στην καθής η ανακοπή υπόλοιπο ανερχόταν στο ποσό των 31.520,39 ευρώ, για το οποίο αυτή ακολούθως ζήτησε και πέτυχε την έκδοση σε βάρος του ανακόπτοντος της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής.  Σύμφωνα με τον υπ’αριθμ. 1.5 όρο της επίδικης σύμβασης πίστωσης  το βασικό επιτόκιο συμφωνήθηκε να αποτελείται από το βασικό επιτόκιο κεφαλαίου κίνησης επαγγελματιών [Β.Ε.Κ.Κ.Ε] 7,90%, πλέον περιθωρίου 1,00% + εισφορά 0,6% του ν. 128/1975. Περαιτέρω, με τον όρο 5.1 συμφωνήθηκε ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλλει τόκο με βάση κυμαινόμενο συμβατικό επιτόκιο ίσο προς το βασικό επιτόκιο που αναφέρεται στον όρο 1.5 και ισχύει κάθε φορά προσαυξημένο με το περιθώριο που επίσης αναγράφεται στον ίδιο όρο. Η Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλει το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο, οποτεδήποτε μεταβάλλεται το Βασικό Παρεμβατικό Επιτόκιο για Πράξεις Κυρίας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και μέχρι του 100% του ποσού της διαφοράς μεταξύ του προηγούμενου και του νέου ως άνω παρεμβατικού επιτοκίου. Η  Τράπεζα σταθμίζοντας τον ειδικό και συνολικό κίνδυνο που αναλαμβάνει και τις συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού, διατηρεί το δικαίωμα, είτε να μην μεταβάλλει τα  επιτόκια σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού Επιτοκίου, είτε να μην εξαντλήσει το ως άνω ανώτατο όριο μεταβολής. Η κάθε περί μεταβολής απόφαση της Τράπεζας ουδέποτε αποτελεί πρόκριμα η δέσμευση, για  τη διαμόρφωση της απόφασης της, σε περίπτωση επόμενης μεταβολής ανεξαρτήτως του χρόνου που μεσολαβεί μεταξύ των δύο μεταβολών. Το εκάστοτε νέο βασικό επιτόκιο ανακοινώνεται στα καταστήματα της τράπεζας και δημοσιεύεται στον τύπο, ισχύει δε και εφαρμόζεται και όσον αφορά την παρούσα σύμβαση από την ημερομηνία δημοσίευσης. Ο οφειλέτης οφείλει να ενημερώνεται και να παρακολουθεί καθημερινά το ύψος του βασικού επιτοκίου που ανακοινώνεται από την τράπεζα και δημοσιεύεται στον τύπο». Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο  ερευνώμενος ως άνω λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ,αφενός οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό (ΑΠ 652/2010 ο.π.), αφετέρου με βάση τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν. 2251/1994 (που εφαρμόζεται εν προκειμένω, διότι ο ανακόπτων είναι τελικός αποδέκτης των  υπηρεσιών –παροχών της καθής, τράπεζας, τις οποίες  χρησιμοποιεί  για την ικανοποίηση επιχειρηματικών  του αναγκών, και τις αναλώνει  αμέσως ο ίδιος στο πλαίσιο της τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους) και της παραπάνω απόφασης της ΕΤΠΘ/ΤΕ, κρίνεται ότι κατά τρόπο ορισμένο ορίζεται η δυνατότητα με όρο τραπεζικής σύμβασης μεταβολής του συνομολογηθέντος κυμαινόμενου επιτοκίου σε περίπτωση μεταβολής του Βασικού Παρεμβατικού επιτοκίου για Πράξεις Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, οικονομικό μέγεθος που δικαιολογεί τη συμβατική αυτή ρύθμιση, ενώ περαιτέρω, τα παράλληλα προσδιοριζόμενα κριτήρια μεταβολής του κυμαινόμενου συμβατικού επιτοκίου [“κίνδυνο που αναλαμβάνει» “συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού”], συνδυαζόμενα πάντοτε με την προϋπόθεση μεταβολής του Βασικού Παρεμβατικού Επιτοκίου, αξιολογούνται ως εύλογα και δικαιολογούν τη συμβατική αυτή ρύθμιση, ως αναφερόμενα σε σημαντικά οικονομικά στοιχεία, χωρίς παράλληλα να είναι δυνατός ο περαιτέρω ειδικός προσδιορισμός τους, ώστε να καταλείπονται περιθώρια αξιολόγησής τους ως αορίστων (βλ. ΑΠ 652/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, που έκρινε το συγκεκριμένο όρο ως μη καταχρηστικό, ΕφΘεσ16/2016, Εφ Θεσ1271/2015, ΕφΠειρ 638/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος,  αναφορικά με το ποσό των 1379,43 ευρώ, που ο ανακόπτων διατείνεται με τον ίδιο λόγο ανακοπής ότι η καθής σε κάθε περίπτωση του χρέωσε  αντισυμβατικά για τόκους κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αυτός εσφαλμένα το υπολογίζει λαμβάνοντας ως βάση σταθερό επιτόκιο 9,5% καθ’όλη τη διάρκεια λειτουργίας της πίστωσης,  ενώ το συνολικό ενδεικτικό επιτόκιο βάση μεταβολών  κατά τα αναφερόμενα στην ίδια την ανακοπή ανερχόταν κατά διαστήματα σε 9,75% έως 10,50%.  Ως εκ τούτου δεν προέκυψε ότι η καθής επιβάρυνε τον ανακόπτοντα με επιπλέον τόκους  κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων ως άνω όρων. Μετά ταύτα και  ο πρώτος λόγος της ανακοπής  πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο του ως αβάσιμος. Κατόπιν τούτου, επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της ανακοπής προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο  σύνολο της και η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να επικυρωθεί. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους λόγω του η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 εδβ ΚΠολΔ) ενώ για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που ο εκκαλών προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως του ,   πρέπει να διαταχθεί η   απόδοση του σε αυτόν  (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση κατά της με αριθμό 209/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα του με αριθμό  ……./…….. e-παραβόλου. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 209/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  κατά το μέρος που έκρινε  επί του  πρώτου λόγου της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……….  ανακοπής.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την ανακοπή κατά το αντίστοιχο μέρος της.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την ανακοπή.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό …….. διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα  και των δύο βαθμών  δικαιοδοσίας  μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ