Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 439/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως  439 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,  που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των  εκκαλούντων: 1) ………., 2) …………,  οι  οποίοι  στο ακροατήριο  εκπροσωπήθηκαν από  τον πληρεξούσιο  δικηγόρο Αντώνιο Σεμετίκολο , βάσει δηλώσεως .

Της  εφεσίβλητης: ……….., ως καθολικού διαδοχου, (δυνάμει της από 10.7.2018 ιδιόγραφης διαθήκης που δημοσιεύθηκε νομίμως στο Ειρηνοδικείο Κυθήρων,  αρ. πρακτικού …./2021-συνεδρίαση 20.5.2021) του αποβιώσαντος  στις 22.12.2020 αρχικώς ενάγοντος  …………, κατοίκου εν ζωή ……… Αττικής,   η οποία   εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο  δικηγόρο  Δημήτριο Λουράντο, βάσει δηλώσεως.

Ο αρχικώς ενάγων …………..     άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς    την από 3-5-2018 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………./2018 αγωγή του  κατά  των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων  επί της οποίας εκδόθηκε αρχικώς  η με αριθμο  1769/2019 μη οριστικη  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου  διά της οποίας ανεβλήθη η έκδοση οριστικής αποφάσεως και διετάχθη η επαναληψη της συζητήσεως προκειμένου  να προσκομισθούν τα αναφερόμενα πιστοποιητικά και να διενεργηθεί  πραγματογνωμοσύνη  και ακολούθως η οριστική με αριθμό 134/2021 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, δια της οποιας έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή.

Τις αποφάσεις αυτές  προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενοι  και ήδη εκκαλούντες  με την από 29-3-2022 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2022 έφεσή τους,   αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………./2022, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο της 16-2-2023 οπότε ματαιώθηκε. Ήδη επαναφέρθηκε με την από 22-2-2023 κλήση αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης  ………../2023  και προσδιορίσθηκε  για την δικάσιμο της 11-1-2024 και μετ’ αναβολή για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση έφεση των εναγομένων   κατά της υπ’ αριθμ. 134/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (και κατά της μετ’ αυτής συνεκκαλουμένης υπ’ αριθμ. 1769/2019 μη οριστικής αποφάσεως), που  εκδόθηκε   κατά την τακτική διαδικασία  και   δέχθηκε εν μέρει    την εναντίον τους    από 3-5-2018 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………../2018)  αγωγή του αρχικώς ενάγοντος ……………,  κατ’ ουσίαν,  έχει ασκηθεί νομοτύπως   και εμπροθέσμως (άρθρα   495 παρ. 1, 2 , 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517,  518  ΚΠολΔ), αφού δεν προκυπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ εξάλλου δεν έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευσή της,  αρμοδίως δε φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής  ……………./2022 παράβολο) σύμφωνα με το  άρθρο  495 παρ. 3   του ΚΠολΔ. Επομένως,  είναι   τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειούται ότι στις 22.12.2020 απεβίωσε ο αρχικώς ενάγων  ………….., ο οποίος δυνάμει της από 10.7.2018 ιδιόγραφης διαθήκης του που δημοσιεύθηκε νομίμως από το Ειρηνοδικείο Κυθήρων (αρ. πρακτικού …/2021 – συνεδρίαση 20.5.2021) εγκατέστησε κληρονόμο του, όσον αφορά την επίδικη  απαίτησή του  κατά των εναγομένων, την  θυγατέρα του, ήδη εφεσίβλητη, ……………..,   η οποία συνεχίζει την δίκη.

Με την   από 3-5-2018 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……../2018) αγωγή, ο αρχικώς ενάγων, ………..   υπό την ιδιότητά του ως μοναδικός εξ αδιαθέτου  κληρονόμος του αποβιώσαντος στις 30-3-2017 πατρός του …………., εξέθετε, κατ’ ορθήν εκτίμηση του δικογράφου,  ότι ο δικαιοπάροχός του είχε συνάψει προφορικώς  με τους εναγομένους διαδοχικές   συμβάσεις ατόκων  δανείων, που  υλοποιήθηκαν και εκτελέσθηκαν   με διαδοχικές καταβολές των παρακάτω  χρηματικών ποσών   σε κοινό τραπεζικό τους λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και ειδικοτερα  ποσού 3.000 ευρώ την 3-3-2005, ποσού 13.000 ευρώ την 2-5-2011, ποσού 10.000 ευρώ την 13-5-2011, ποσού  14.000,00 ευρώ την 17-5-2011, ποσού 10.000 ευρώ την 23-5-2011, ποσού 6.000 ευρώ την 31-5-2011, ποσού 12.000 ευρώ την 3-6-2011, ποσού 5.000 την 8-6-2011, ποσού 2.000 ευρώ την 23-6-2011, ποσού 4.000 ευρώ την 12-7-2011, κατατεθέντων του πρώτου ποσού  στον υπ’ αριθμον ……… κοινό   τραπεζικο λογαριασμο της πρώτης και του δεύτερου των εναγομένων  και των λοιπών ποσών στον  υπ’ αριθμον ……… κοινό τραπεζικό λογαριασμό των δύο εναγομένων  και της μητέρας της πρώτης (…………..) .Ότι συνολικά έλαβαν  ως δάνειο από τον  δικαιοπάροχό του το ποσό των 79.000,00 ευρώ, για την αντιμετώπιση άμεσων οικονομικών αναγκών των εναγομένων. Ότι το μεγαλύτερο ποσό του δανείου  (με εξαίρεση την χρονικά πρώτη κατάθεση –δανειο)  χορηγήθηκε  εντος δύο μηνών  του έτους 2011 όπου οι εναγόμενοι αντιμετώπιζαν  τα σημαντικότερα οικονομικά προβλήματα για την άμεση καλυψη των αναγκών τους. Ότι οι εναγόμενοι υπόσχοντο την  εξόφληση του δανείου άμεσα, μετά ένα έτος περίπου, με χρήματα που θα εξασφάλιζαν από την πώληση ακινήτων ή αλλού.  Ότι   παρά  την ρητή αναγνώριση  της οφειλής τους και τις αρχικές διαβεβαιώσεις τους προς τον δικαιοπάροχό του  αρχικως ενάγοντος   ότι θα κατέβαλαν τα οφειλόμενα άμεσα, μετά τον θάνατο του τελευταίου,  όταν τους όχλησε ο αρχικώς ενάγων για την καταβολή των  οφειλομένων αρνήθηκαν να καταβάλουν οιοδήποτε ποσό, ισχυριζόμενοι ότι είχαν εξοφλήσει τις οφειλές τους. Ότι οι εναγόμενοι είναι εις  ολόκληρον υπόχρεοι για την καταβολή του οφειλομένου συνολικού ποσου των 79.000,00 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν νομίμου και παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό  σε αναγνωριστικό με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προκατατεθείσες προτάσεις του    (άρθρα 223, 224, 295 παρ. 1 εδ β ΚΠολΔ), ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι  υποχρεούνται, εις ολόκληρον  έκαστος, να καταβάλουν σε αυτόν,  υπό την ιδιότητα του ως εξ αδιαθέτου  μοναδικός κληρονόμος  του αποβιώσαντος  δανειστή,  το ως άνω οφειλόμενο από τις επίδικες δανειακές συμβάσεις συνολικο ποσό των 79.000 ευρώ,  νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, επικουρικώς δε ζητούσε  να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεουντο να του καταβάλουν το ως άνω ποσό, εις ολόκληρον έκαστος, κατά τις διατάξεις  περί αδικαιολογήτου πλουτισμού.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε αρχικώς την  υπ’  αριθμον  1769/2023 μη οριστικη  απόφασή του   διά της οποίας έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση αυτής (ενώ απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά την  επικουρική βάση αυτής ) και περαιτέρω  ανεβαλε την  έκδοση οριστικής αποφάσεως και διεταξε την  επαναληψη της συζητήσεως προκειμένου αφενός   να προσκομισθούν  πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του  …………. καθώς επίσης και πιστοποιητικό  περί μη  δημοσιεύσεως   διαθήκης αυτού και αφετέρου να διενεργηθεί  πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να διαπιστωθεί η γνησιότητα  της από 10-11-2011 εγγράφου αποδείξεως  που προσκομίσθηκε από την  εναγομένη προς απόδειξη της ενστάσεως εξοφλήσεως που προέβαλε πρωτοδίκως και δη εάν η τιθέμενη σε  αυτήν υπογραφή του  δικαιοπάροχου του αρχικώς ενάγοντος είναι γνήσια. Ακολούθως, μετά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’  αριθμόν 134/2021 οριστική  απόφασή  του, δια της οποιας,  μετ’ εκτίμηση αποδείξεων και μετά μερική  παραδοχή  της ενστάσεως εξοφλήσεως,  δέχθηκε  εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι οι εναγομένοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολοκληρον στον αρχικώς ενάγοντα το ποσό των 32.000,00 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδοσεως της αγωγής.  Κατά της απόφασης αυτής (και κατά της μετ’ αυτής συμπροσβαλλομένης μη οριστικής)  παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλουντες,   με την υπό κρίση  έφεσή τους  για τους αναφερόμενους  σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και σε  πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την αγωγή και ως προς την παραδοχή μέρους μόνον της ενστάσεως εξοφλήσεως και για εσφαλμένη  κατανομή του βάρους της αποδείξεως, διότι η εκκαλουμένη την άρνηση του δευτέρου των  εναγομένων ότι δεν συνεβλήθη στις συμβασεις δανείου εσφαλμένως την εκτίμησε ως ένσταση και επέβαλε σε  αυτον το σχετικό βάρος αποδείξεως και διώκουν  την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να απορριφθεί  η αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου (ΑΠ 889/2010, ΑΠ 1598/2003). Για το ορισμένο της αγωγής αποδόσεώς του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012, ΑΠ 992/2010, ΑΠ 847/2009 ΝΟΜΟΣ). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξη της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποιήσεως του δανείσματος και δη με εξουσία αναλώσεώς του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία (ΑΠ 1802/2007 ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν  αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στο δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 1182/2019  Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, ο αρχικώς ενάγων  εξέθεσε σ` αυτό ότι “ο δικαιοπάροχός του συνήψε με τους εναγομένους ως δανειστης κατά τους ως άνω αναφερόμενους χρόνους προφορικώς διαδοχικές συμβάσεις  ατόκων δανείων, που αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση οικονομικών υποχρεώσεων των οφειλετών –εναγομένων με  δέκα (10)   καταβολές χρηματικών ποσών, οι οποίες ξεκίνησαν την 3-3-2005 και ολοκληρώθηκαν την 12-7-2011, ότι  κατέθεσε σε κοινό τους  τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούν οι εναγόμενοι στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος  το συνολικό ποσό των 79.000,00 ευρώ, ότι σύμφωνα με το περιεχόμενο των ατύπων συμβάσεων δανείου κατέβαλε και μεταβίβασε με διαδοχικές καταβολές  στους εναγομένους το παραπάνω χρηματικό ποσό”. Συνακόλουθα τούτων, η αγωγή αυτή περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να είναι ορισμένη, αφού αναφέρεται σ` αυτήν η κατάρτιση των διαδοχικών συμβάσεων  δανείου μεταξύ των διαδίκων με την παράδοση και μεταβίβαση κατά κυριότητα στους εναγομένους  ορισμένων χρηματικών ποσών. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητά στο δικόγραφο ότι η μεταβίβαση των χρημάτων έγινε κατά κυριότητα δεν καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο αφού το γεγονός αυτό ρητά υπονοείται από τις φράσεις ότι οι  δανειακές συμβάσεις αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση οικονομικών υποχρεώσεων των οφειλετών  και ότι οι σχετικές καταθέσεις έγιναν σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούν αυτοί  στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ωσαύτως δεν καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται το ύψος του δανείσματος που έλαβε έκαστος των εναγομένων για την κάλυψη των αναγκών του, διότι, υπό τα εκτιθέμενα, τα επιμέρους ποσά των δανείων ελήφθησαν από κοινού, κατ’ ορθήν εκτίμηση του δικογράφου, από αμφοτέρους τους εναγομένους, για την αντιμετώπιση κοινών οικονομικών τους  υποχρεώσεών τους, ούτε εξάλλου απαιτείται ο σκοπός για τον οποίο ο έκαστος των δανειζομένων στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο να χρησιμοποιήσει τα ποσά των δανείων. Επομένως, ο τρίτος  λόγος εφέσεως με τον  οποίον προβάλλεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της αγωγής λόγω αοριστίας της, κρινεται αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο εφέσεως παραπονείται ο δεύτερος των εναγόμενων για εσφαλμένη κατανομή του βάρους της αποδείξεως, διότι η εκκαλουμένη, την άρνησή του ότι δεν συνεβλήθη στις συμβάσεις  δανείου εσφαλμένως την εκτίμησε ως ένσταση και επέβαλε σε  αυτον το σχετικό βάρος αποδείξεως. Ως νομιμοποίηση των διαδίκων (άρθρο 68 ΚΠολΔ), η οποία συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Αντίθετα, δεν νοείται, ούτε παρέχεται τέτοια εξουσία απλώς για αναγνώριση πραγματικών περιστατικών ή για αναγνώριση προϋποθέσεων δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων (Ολ ΑΠ 18/2005). Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, η μη απόδειξη των οποίων συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης, αποτελεί άρνηση και όχι ένσταση. Η  εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών, που επικαλείται ο ενάγων για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αποτελεί  άρνηση της βάσεως  αγωγής και όχι ένσταση  και ο ενάγων φέρει προς τούτο το βάρος αποδείξεως (ΑΠ 75/2018, ΑΠ 1397/2006 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση  ο δεύτερος των εναγομένων προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν νομιμοποιείται παθητικά, διότι ουδέποτε δανεισθηκε χρήματα  από τον δικαιοπάροχο του αρχικώς ενάγοντος  και επομένως δεν ευθύνεται  για την πληρωμή του αιτούμενου ποσού. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά άρνηση της βάσεως της αγωγής και συνεπώς το βάρος αποδείξεως φέρει ο αρχικώς ενάγων. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που έκρινε τον ισχυρισμό αυτόν ένσταση και επέβαλε το βάρος αποδείξεως στον  εναγόμενο, έσφαλε  και ο δεύτερος λόγος εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.

Από  την προσήκουσα εκτίμηση της  νομίμως επικαλούμενης  και προσκομιζόμενης υπ’ αριθμ. ………../6-6-2018  ενορκης   ενώπιον της   Ειρηνοδίκη Πειραιώς, βεβαιώσεως, της …. συζύγου ………….., το γένος ………….- , η οποία ελήφθη  με πρωτοβουλία του αρχικως ενάγοντος  κατόπιν νομίμου  και εμπροθέσμου  κλητεύσεως των εναγομένων  (σχετ.  υπ’  αριθμ. … και …./18.5.2018 εκθέσεις  επιδόσεως της επιμελήτριας   των Δικαστηρίων του Ειρηνοδικείου  Κυθήρων ……….), μη λαμβανομένης υπόψη της  υπ’ αριθμ.  ………./6-6-2018  ενορκης   ενώπιον της   Ειρηνοδίκη Πειραιώς, βεβαιώσεως της θυγατέρας του  αρχικώς ενάγοντος, …………., διότι αυτή  έχει κατά τα προναφερόμενα καταστεί διάδικος, των   νομίμως επικαλούμενων  και προσκομιζόμενων  από τους  εναγομένους   στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο  τριών πρώτων κατά σειρά επίκλησης στις προτάσεις τους της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δίκης (σύμφωνα  με το άρθρο 422 παρ. 3 ΚΠολΔ,  δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων πλέον των τριών  για κάθε διάδικο και δύο για την αντίκρουση) υπ’ αριθμ. …, …, …. /13.9.2018  ενορκων   ενώπιον της   συμβολαιογράφου Κυθήρων  …………  , βεβαιώσεων των …………..,   ……….., ………… και, οι οποίες ελήφθησαν  με πρωτοβουλία των εναγομενων  κατόπιν νομοτύπου  και εμπροθέσμου κλητεύσεως του αρχικώς εναγοντος   (σχετ. η υπ’  αριθμ. ………../7.9.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή  του Εφετείου Αθηνών, ………..),  και όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), και από τις κάτωθι ειδικώς αναφερόμενες ομολογίες των διαδίκων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο δικαιοπάροχος του  αρχικώς ενάγοντος, …………… (ήδη αποβιώσας  στις 30-3-2017)  συνήψε με την πρώτη  των εναγομένων προφορικώς  διαδοχικές  συμβάσεις    ατοκων δανείων, που αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση οικονομικών υποχρεώσεών  της (από την λειτουργία της επιχείρησής της-ταβέρνα στα Λογοθετιάνικα Κυθήρων), δυνάμει των οποίων μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη το συνολικό ποσό των 79.000,00 ευρώ ,  με  δέκα (10)   καταβολές χρηματικών ποσών, οι οποίες ξεκίνησαν την 3-3-2005 και ολοκληρώθηκαν την 12-7-2011 , και δη   ποσού 3.000 ευρώ την 3-3-2005, ποσού 13.000 ευρώ την 2-5-2011, ποσού 10.000 ευρώ την 13-5-2011, ποσού  14.000,00 ευρώ την 17-5-2011, ποσού 10.000 ευρώ την 23-5-2011, ποσού 6.000 ευρώ την 31-5-2011, ποσού 12.000 ευρώ την 3-6-2011, ποσού 5.000 την 8-6-2011, ποσού 2.000 ευρώ την 23-6-2011, ποσού 4.000 ευρώ την 12-7-2011, κατατεθέντων των ως άνω επιμέρους ποσών,  κατά την συμφωνία των συμβαλλομένων, του πρώτου ποσού των 3.000 ευρώ στον υπ’ αριθμόν ……….  τραπεζικο λογαριασμο  στον οποίο η πρώτη εναγομένη ήταν δικαιούχος, με συνδικαιούχο τον δεύτερο εναγόμενο και των λοιπών ποσών στον  υπ’ αριθμόν …………. λογαριασμό στον  οποίο η πρώτη εναγομένη ήταν δικαιούχος, με συνδικαιούχους τον  εναγόμενο και την μητέρα της.   Ως προς την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα η κατάρτιση των συμβάσεων αποδεικνύεται  από δικαστική ομολογία η οποία προκύπτει από τις πρωτοδικες προτάσεις της, στις οποίες ρητώς αναφέρει (σελίδα 13 των προτάσεων)  «Η συμφωνία δανεισμού έγινε αποκλειστικά μεταξύ εμένα  και του …………  και ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν σε εμένα, για να εξυπηρετηθώ εγώ προσωπικά, ως προς τις ανάγκες της επιχείρησής μου και μόνο», οι επιμέρους δε χρονοι καταβολών αποδεικνύονται από τα προσκομισθέντα μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητη αποδεικτικά κατάθεσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ο ισχυρισμός της εναγομένης – εκκαλούσας ότι η κατάθεση του ποσού  των 3.000,00 ευρώ που έλαβε χώρα στις 3.3.2005, δεν αφορούσε δανειοδότησή του εκ μέρους του πατέρα του αρχικώς  εναγοντος, αλλά επιστροφή ποσού με τον οποίο  αυτή είχε διευκολύνει προσωρινά τον ………, δεν απεδείχθη κι ως εκ τούτου ο συναφής πέμπτος λόγος εφέσεως με τον οποίον επαναφέρεται ο ως άνω ισχυρισμος είναι αβάσιμος κι απορριπτέος. Περαιτέρω, ως προς τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα,  επαναφέρεται ο πρωτοδίκως προβληθείς αρνητικός ισχυρισμος (με τον πρώτο λόγο εφέσεως) ότι οι συμβάσεις δανείων καταρτίσθηκαν  αποκλειστικά μεταξύ της πρώτης των εναγομένων και του κληρονομούμενου πατρός του αρχικώς ενάγοντος και παππού της εφεσίβλητης και ότι ο δεύτερος των  εναγομένων ουδέποτε υπήρξε συμβαλλομενος. Ως προς τον  εναγόμενο, επειδή   το ποσό εκάστου επιμέρους  δανείου δεν   υπερβαίνει το εκ του άρθρου 393.1 ΑΚ  ποσό των 30.000 ευρώ, επιτρέπεται το εμμάρτυρον. Επιτρεπομένου του εμμάρτυρου αποδεικτικού μέσου, για την απόδειξη των συμβάσεων αυτών, ο αρχικώς ενάγων προσεκόμισε μετ’ επικλησεως  την  υπ’ αριθμόν ……/6-6-2018  ενορκη   βεβαίωση, της …………, η οποία προσκομίζεται και πάλιν. Σε αυτήν η καταθέσασα- σύζυγος του αρχικώς ενάγοντος, ουδέν κατέθεσε  περί του εάν  ο εναγόμενος υπηρξε αντισυμβαλλόμενος στις συμβάσεις  δανείου αλλά απλώς γνώμη που εσχημάτισε επί τη βάσει διαφόρων εγγράφων του θανόντος των οποίων έλαβε αοριστως γνώση. Ειδικότερα  ουδέν σχετικό κατέθεσε εξ ιδίας αντιλήψεως ή κατόπιν πληροφοριών τρίτων. Ανεφέρθη, μόνον, στο γεγονός της κατάθεσης χρημάτων από τον ……….. σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό  των εναγομένων και της μητερας της πρώτης εξ αυτών, από κανένα, όμως, σημείο της καταθέσεώς της δεν αποδεκνύεται ότι ο ίδιος ο  δεύτερος των εναγομένων δανείσθηκε οποιοδήποτε ποσό από τον πατέρα του αρχικως ενάγοντος. Αντιθέτως οι εναγόμενοι ανταποδεικτικά  προσκομίζουν τις υπ’ αριθμ. …, …, …. /13.9.2018  ένορκες βεβαιώσεις  των   ……., ……… και ………..,  από τις οποιες σαφώς συνάγεται ότι στις επίδικες  συμβάσεις δανείου δεν συνεβλήθη ποτέ ο εναγόμενος, αλλά μόνον η εναγομένη.  Κατόπιν αυτού  ο αρχικως ενάγων, ο οποίος κατά τα προεκτεθέντα είχε το σχετικό βάρος αποδείξεως  δεν απέδειξε τις συμβασεις δανείου  ως προς τον δεύτερο των εναγομένων. Επομένως πρέπει η αγωγή να απορριφθεί  ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς τον δεύτερο των εναγομένων και ως εκ τούτου  ο πρώτος λόγος εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ουσίαν. Περαιτέρω η εναγομένη προβάλει την ένσταση εξοφλήσεως την οποία επαναφέρει με τον τέταρτο λόγο εφέσεως. Ισχυρίζεται ειδικότερα ότι, ενώ ορθώς η εκκαλουμένη εδέχθη ως βάσιμο τον ισχυρισμό της ότι έναντι της οφειλής  της   ποσό 50.000 ευρώ κατεβλήθη μετρητοίς  και έλαβε έγγραφη απόδειξη από τον ………….. για το ποσό αυτό, εν συνεχεία εσφαλμένως απέρριψε την ένσταση εξοφλήσεως και για  το υπόλοιπο ποσό των 32.000 ευρώ, παραπονούμενη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

Στην προσκομισθείσα από 10-11-2011 εγγραφη αποδειξη  η γνησιότης της οποίας απεδείχθη με την από 26.2.2020 δικαστική πραγματογνωμοσύνη ρητώς αναγράφεται «Σήμερα… εγώ   ο ………..…  έλαβα από την  …………. το ποσό των 50.000,00 ευρώ έναντι οφειλής της,  από δανειοδότησής της. Υπόλοιπο οφειλής 32.000 ευρώ…». Την εν λόγω απόδειξη υπέγραψαν αμφότεροι,  η εναγομένη και ο πατέρας του αρχικώς ενάγοντος ως  «πληρώτρια» και «λαβών» αντιστοίχως.  Από  την  εκτίμηση της ως άνω εγγράφου αποδείξεως   σαφως αποδεικνύεται   ότι η ενάγουσα κατέβαλε μόνη αυτή το ποσό των 50.000 ευρώ, έναντι οφειλής της από δανειοδότησή της  από τον πατέρα του αρχικώς ενάγοντος καθώς  και ότι το υπόλοιπο της οφειλής της ανήρχετο στο ποσό των 32.000,00 ευρω. Με την ως άνω απόδειξη, μάλιστα,  η εναγομένη αναγνώρισε το υπόλοιπο της  οφειλής  της, αλλά  ισχύει μόνον ως εξώδικη ομολογία, επειδή δεν  υπάρχει σχετική βάση  αναγνώρισης χρέους στην αγωγή.  Η εναγομένη προς απόδειξη του ισχυρισμού της  ότι εξόφλησε τον ενάγοντα και για  το υπόλοιπο ποσό  των δανείων, προσεκόμισε τις υπ’ αριθμ. …, …, …. /13.9.2018  ένορκες  βεβαιώσεις των   …….., ……., ………. . Ωστόσο, δεν απεδείχθη από τις  ως άνω  ένορκες βεβαιώσεις  ότι κατεβλήθη και το υπόλοιπο ποσό των δανείων, ύψους 29.000,00 ευρώ (79.000,00 – 50.000,00),  διότι οι καταθέσαντες σε αυτές μάρτυρες δεν είχαν ιδίαν αντίληψη, αλλά όσα κατέθεσαν, τα πληροφορήθηκαν από την ιδία την εναγομένη.  Η  εναγομένη  ουδέν έγγραφο αποδεικτικο  του ισχυρισμού της περί καταβολής και του υπολοίπου ποσού  προσεκόμισε, όπως αντιστοίχως προσεκόμισε για την καταβολή του ποσού των 50.000 ευρώ, ενώ ο ισχυρισμός της  ότι είχε λάβει  εξοφλητικη απόδειξη και για το υπόλοιπο ποσό, την οποία, όμως, απώλεσε λόγω της χαοτικής καταστάσεως που επικρατούσε στην επιχείρησή της συνεπεία των αλλεπάλληλων σφραγίσεων και αποσφραγίσεων δεν απεδείχθη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που  απέρριψε  την ένσταση εξοφλήσεως για το πέραν  των 50.000,00 ευρώ ποσό ορθώς εξετίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων, οσων περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον τέταρτο λόγο εφέσεως. Έσφαλε, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό ανέρχεται σε 32.000,00 ευρώ αντί του ποσού των 29.000,00 ευρώ, καθώς το αιτηθέν δια της αγωγής ποσό ανέρχεται στο ποσό των 79.000,00 ευρώ και όχι στο ποσό των 82.000, ευρώ , όπως εσφαλμένως έκρινε η εκκαλουμένη. Σημειουται ότι απαραδέκτως επεχειρηθη με τις προτάσεις του πρώτου βαθμού επέκταση του αιτήματος από το αρχικώς αιτηθέν  ύψους 79.000,00 ευρω σε 82.000,00 ευρώ. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου  223 ΚΠολΔ  όταν επέλθει  η εκκρεμοδικία, είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής,  κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις  ή με δήλωση στα πρακτικά  εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής  ή να ζητήσει 1)  τα περεπόμενα του κυρίου  αντικειμένου της αγωγής και 2) αντι γι’ αυτό που ζητήθηκε αρχικά  άλλο αντικείμενο  ή το διαφέρον εξαιτίας  μεταβολής που επήλθε, όχι όμως να επεκτείνει το αίτημα της αγωγής.   Περαιτέρω με τον έκτο  λόγο εφέσεως  η εναγομένη -εκκαλούσα επαναφέρει την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος  της αγωγής, ισχυριζόμενη ότι από τον χρόνο χορηγήσεως των δανείων από το 2005 για το ποσό των 3.000,00 ευρώ και από το 2011 για το υπόλοιπο ποσό μέχρι και τον χρόνο άσκησης  της αγωγής έχουν παρέλθει 13 χρόνια και επτά χρόνια αντίστοιχα, χωρίς ο πραγματικός δικαιούχος του δανείσματος  να εγείρει την παραμικρή αξίωση εις βάρος της,  και έτσι δημιούργησε την πεποίθηση  σε αυτήν ότι  δεν επρόκειτο να την ασκήσει, η άσκησή της δε παρίσταται καταχρηστική και η ενδεχόμενη αποδοχή της αγωγής θα επιβαρύνει ιδιαιτέρως την οικονομική της κατάσταση. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει και απλώς δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (Ολ ΑΠ 2/2019,  ΑΠ 45/2021). Στην προκειμένη περίπτωση ο ισχυρισμός  αυτός που τείνει να θεμελιωθεί στην διάταξη του άρθου 281 ΑΚ είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον η απλή αναφορα στην αδράνεια προς άσκηση του αγωγικού δικαιώματος και η γενικη αναφορά  του ότι η άσκηση αυτή θα επιβαρύνει ιδιαιτέρως την οικονομική της κατάσταση δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, αλλά απαιτείται να παρατίθενται και  επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, στοιχεία που  εν προκειμένω δεν παρατίθενται.Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  ορθώς τον νομο ερμηνευσε, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηριζονται με τον ως άνω λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Κατ’ ακολουθιαν των ανωτέρω η αγωγή θα πρεπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν ως προς τον δεύτερο των εναγομένων  και να γίνει εν μέρει δεκτή ως  κατ’ ουσίαν βάσιμη  ως προς την πρώτη των εναγομενων και να αναγνωρισθεί ότι η τελευταία  υποχρεούται να καταβάλει στην εφεσίβλητη το ποσό των 29.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε εν μέρει  την αγωγή και ως προς τους δύο εναγομένους αναγνωρίζοντας ότι οφείλουν εις ολόκληρον στον αρχικως ενάγοντα το ποσό των 32.000,00 ευρώ, έσφαλε, και    και πρέπει,  αφού γίνουν   δεκτοί οι συναφείς λόγοι εφέσεως ως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για  να δικασθεί,  κατά τη διάταξη του άρθρου 535ΚΠολΔ, και κατ’ ουσίαν,   να απορριφθεί η αγωγή κατ’ ουσίαν ως προς τον δεύτερο των εναγομένων και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη των εναγομένων και να αναγνωρισθεί  ότι η εναγομένη   υποχρεούται να καταβάλει στην εφεσίβλητη, η οποία υπεισήλθε ως εκ διαθήκης κληρονόμος στην θέση του αρχικώς ενάγοντος για την επίδικη απαίτηση, το ποσό των 29.000,00 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Σημειούται ότι, ο ισχυρισμός  που επαναφέρεται με το   δευτερο σκέλος του  τεταρτου λόγου εφέσεως ότι  εσφαλμένως το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στήριξε την κρίση του περί υπάρξεως οφειλής ύψους 32.000,00 ευρώ, ως υπόλοιπο δανείου, στα επικληθέντα και προσκομισθέντα από τον αρχικώς ενάγοντα έγραφα, ήτοι την υπ’ αριθμ. 21/2012 απόφαση  του Ειρηνοδικείου Κυθήρων, τις υπ’ αριθμούς ../2012, …/2012 και …/2012 διαταγές πληρωμής του  Ειρηνοδικείου Κυθήρων  και το απόσπασμα της ………/16.4.2013 κατασχετήριας έκθεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Αθηνών . ………. περίληψη της οποίας  περιέχεται στην από 22.5.2013 ανακοπή της  εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδικειου Κυθήρων, διότι κτήθηκαν παρανόμως από τον αρχικώς ενάγοντα αφού  έχουν ως αντικείμενο τις περιουσιακές συναλλαγές της εναγομένης,  μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατέστη αλυσιτελής, σε κάθε δε περίπτωση, δεν ελήφθησαν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο.  Τέλος τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου-εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εφεσίβλητης λόγω της ήττας της  (176 ΚΠολΔ), ενώ  μέρος των  δικαστικών εξόδων  και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας της εφεσίβλητης  πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας   λόγω της εν μέρει ήττας και νίκης (178 ΚΠολΔ),  κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ μετά την αποδοχή της εφέσεως  πρέπει να διαταχθεί η απόδοση  του κατατεθέντος παραβόλου στους  εκκαλούντες  (495  παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει    αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται   τύποις και κατ’ ουσίαν  την έφεση.

Εξαφανίζει  την εκκαλουμένη  με αριθμό 134/2021  απόφαση του   Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), κατά το σκεπτικό.

Διατάσσει την απόδοση του εις το σκεπτικό  παραβόλου  στους εκκαλούντες.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει επί  της  από 3-5-2018 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………../2018   αγωγής.

Απορρίπτει την αγωγή ως προν το δεύτερο των εναγομένων και ήδη δεύτερο των εκκαλούντων.

Επιβάλλει εις βάρος της εφεσίβλητης  (η οποία υπεισήλθε στην θέση του αρχικώς ενάγοντος για την επίδικη απαίτηση) τα  δικαστικά έξοδα του  δευτερου των εναγομένων- εκκαλούντων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια εξακόσια    (1.600,00) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη των εναγομένων – εκκαλούντων.

Αναγνωρίζει ότι η  εναγομένη- εκκαλούσα υποχρεούται να καταβάλει στην εφεσίβλητη το  ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων (29.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης εις βάρος της  εναγομένης –εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά  σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 5-9-2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ