Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 433/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως    433/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,  που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της    εκκαλούσας: ………….,  η οποία   στο ακροατήριο  εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο  δικηγορο, Ελευθέριο Κιούκη, βάσει δηλώσεως.

Της   εφεσίβλητης: Της ανώνυμης   εταιρείας  με την επωνυμία «……………..» και τον διακριτικό τίτλο «………….»  που εδρεύει στο ……… Αττικής, η οποία, από 30-8-2019 αποτελεί την νέα επωνυμία της ανώνυμης εταιρείας «………….» και τον διακριτικο τίτλο «……….» (στην οποία μεταχηματισθηκε λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση η εταιρεία  «…………..» με διακριτικό τίτλο «………….» – Ανακοινωση Γ.Ε.ΜΗ. με αριθμ. πρωτ. ……../31-8-2016) η οποία αλλαγή επωνυμίας εγκρίθηκε με την με αριθμο 6557/2019 απόφαση του Αντιπεριφερειαρχη ΠΕ Βόρειου Τομέα Αθηνών και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ την 30-8-2019 με αριθμ. πρωτ. ………..), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε  στο ακροατήριο  από  τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Ρουμελιώτη, βάσει δηλώσεως.

Η  ανακόπτουσα  και ήδη  εκκαλούσα άσκησε   ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 18-6-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./19-6-2014 ανακοπή  κατά  της  καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσιβλητης,  και ζήτησε  να γίνει δεκτή. Επί της  ανωτέρω ανακοπής,  εκδόθηκε η υπ’  αριθμ. 3458/2020  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου   η ανακόπτουσα   με την  από 3-11-2021 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2021 έφεσή της,   αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……../20232 και  προσδιορίσθηκε  για την δικάσιμο της 27-4-2023 και μετ’ αναβολή για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση    έφεση της ανακοπτουσας κατά της υπ’ αριθ. 3458/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την  από 18-6-2014 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης 34410/4042/19-6-2014   ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ , έχει ασκηθεί νομοτύπως   και εμπροθέσμως (άρθρα   495 παρ. 1, 2 , 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517,  518  ΚΠολΔ), αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις  11-10-2021 και η έφεση κατατέθηκε  στις 8-11-2021,   αρμοδίως δε φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής  …………/2017 παράβολο) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ.3 του άρθρου  495  του ΚΠολΔ. Είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την τακτική   διαδικασία (με τις αποκλίσεις των άρθρων 643 και 591 παρ.1 α` ΚΠολΔ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 4055/2012 και πριν την τροποποίηση του από το Ν. 4335/2015).

Με την  από 18-6-2014 ( με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………../19-6-2014)  ανακοπή  η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα  ζητούσε, για τους  λόγους που αναφέρει, να ακυρωθεί  η υπ’ αριθμ. ………./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε για απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης  σε βάρος της, συνολικού ποσού 203.662,59  ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, από τη μεταξύ της   καθ’ης η ανακοπή    και της ανακόπτουσας σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και υπομισθώσεως δυνάμει της οποίας η καθ’ης προμήθευε με καύσιμα την ανακόπτουσα, καθώς επίσης και να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική της δαπάνη.   Επί της ανωτέρω ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ,  εξεδόθη η εκκαλουμένη, δια της οποίας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή.  Κατά της απόφασης  αυτής παραπονείται η  ανακόπτουσα   με την υπό κρίση  έφεσή της  για τους αναφερόμενους  σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και  πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και διώκει την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της.             Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, προκύπτει ότι αλληλόχρεος λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από της καταχωρήσεως τους την αυτοτέλεια τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο που προκύπτει, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (Ολ. ΑΠ 31/1997, ΑΠ 248/2014, ΑΠ 1352/2011). Με τη σύμβαση δηλαδή του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές (αμοιβαίος αλληλόχρεος λογαριασμός) ή μόνο από τη μία (απλός ή ετεροσκελής αλληλόχρεος λογαριασμός) – (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 715/2009). Πάντως όμως η δυνατότητα αποστολών και από τις δύο πλευρές των συμβαλλόμενων μερών αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο στοιχείο για να χαρακτηριστεί μια σύμβαση ως αλληλόχρεος λογαριασμός. Έτσι, αν δεν συντρέχει η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση, μόνη η συμφωνία των συμβαλλομένων δεν μπορεί να προσδώσει σε κάποια σύμβαση τον εν λόγω νομικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη απλώς της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο αν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκεια του αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν μόνο το ένα από τα μέρη έκανε αποστολές (ΑΠ 1524/1991, ΑΠ 79/1995). Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, κάθε εξάμηνο και οριστικώς με καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ) χωρίς να αποκλείεται να έχει εγκύρως συμφωνηθεί ότι κάποιο από τα μέρη μπορεί να τον κλείνει μονομερώς οποτεδήποτε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή καταγγελία. Πάντως το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει τη λήξη της σχετικής με αυτόν σύμβασης, ούτε δημιουργεί απαίτηση για απόδοση του προκύπτοντος από αυτό καταλοίπου, το οποίο μπορεί προς λογιστική τακτοποίηση να αναγνωριστεί, κατά τους όρους του άρθρου 873 Κ.Πολ.Δ ή με την έννοια επιβεβαιωτικής σύμβασης ή παροχής αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το από το περιοδικό κλείσιμο κατάλοιπο αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, έτσι ώστε, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο που αφορά η αναγνώριση που έγινε. Μόνον δε μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου,  ενώ το καθένα από τα συμβληθέντα μέρη μπορεί οποτεδήποτε με καταγγελία του να θεωρήσει πως ο αλληλόχρεος λογαριασμός έκλεισε οριστικά, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως (άρθ. 112 εδ. γ` ΕισΝΑΚ). Η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού διαφοροποιείται από την έννοια του απλού δοσοληπτικού λογαριασμού, η τήρησή του οποίου απλώς απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής και προς παρακολούθηση των δοσοληψιών μεταξύ δύο προσώπων, τις εκατέρωθεν οφειλόμενες παροχές, χωρίς να έχει προβλεφθεί και συμφωνηθεί ότι οι καταχωρούμενες σε αυτό τον λογαριασμό χρεοπιστώσεις θα χάνουν την αυτοτέλειά τους και ότι η αξίωση του δανειστή- δικαιούχου του καταλοίπου που προκύπτει θα γεννάται, μόνο, μετά από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού (ΑΠ 754/2021). Επομένως επί απλού δοσοληπτικού λογαριασμού δεν απαιτείται να χωρήσει καταγγελία για να απαιτηθούν ακόμη και μεμονωμένες απαιτήσεις καταχωρούμενες σ` αυτόν ή το προκύπτον από τις καταχωρίσεις υπόλοιπο σε περίπτωση εκκαθάρισης των οφειλομένων είτε με συμφωνία των μερών ή και με πρωτοβουλία ενός από αυτά,  ενώ και σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αναγνωρισθεί από τα μέρη το υπόλοιπο αυτό είτε δι` αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, είτε δι` αιτιώδους κατ` άρθρο 361 ΑΚ αναγνώρισης χρέους. (ΑΠ 253/2022, ΑΠ 999/2022, ΑΠ 754/2021 ΑΠ 1049/2020, ΑΠ 1087/2019 ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρωτο  λόγο ανακοπής (ο οποίος επαναφέρεται με τον πρώτο  λόγο εφέσεως) η    ανακόπτουσα  ισχυρίζεται   ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, διότι η επίδικη απαίτηση απαίτηση απορρέουσα από τα αναφερόμενα τιμολόγια δεν δύναται να επιδιωχθεί δικαστικώς, αφού τα επίδικα τιμολόγια καταχωρήθηκαν στον τηρούμενο λογαριασμό , ο οποίος έχει χαρακτήρα αλληλοχρέου και ως εκ τούτου απώλεσαν  την αυτοτέλειά τους και ότι η καθ’ης  έπρεπε αφενός να καταγγείλει την μεταξύ τους σύμβαση χορήγησης εμπορευματικής πίστωσης και αφετερου να αιτηθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής, με βάση το κατάλοιπο του τηρηθέντος μεταξύ των διαδίκων αλληλοχρέου λογαριασμού, προσκομίζοντας και τα αντίστοιχα αποσπάσματα  από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι νόμιμος ,σύμφωνα με την προεκτεθέντα στην μείζονα της παρούσας σκέψεις  και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων  που επικαλούνται  και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ),

 

σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά  περιστατικα:  Δυνάμει του από 10-11-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας και υπομισθώσεως που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, η καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη  ως μισθώτρια ενός σταθμού εξυπηρέτησης αυτοκινήτων  επί της …………..  στο …………. Αττικής  υπεκμίσθωσε στην ανακόπτουσα (πρατηριούχο) και ήδη εκκαλούσα   το ως άνω μίσθιο με τους όρους που μνημονεύονται στο άνω σύμφωνητικό, και παράλληλα η ανακόπτουσα ανέλαβε την υποχρέωση να αγοράζει  για μεταπώληση αποκλειστικά  από την καθ’ης ή από τρίτον που θα καθοριζε η τελευταία,  πετρελαιοειδή προϊόντα (βενζίνη σουπερ, σούπερ αμόλυβδη, αμόλυβδη απλή, πετρέλαιο) καθώς επίσης και κάθε άλλο είδος καυσίμου που η καθ’ης εμπορεύεται στην Ελλάδα. Στα πλαίσια αυτής της εμπορικής συνεργασίας περί τους μήνες  Οκτώβριο και Νοέμβριο  του 2013 η καθ’ ης πώλησε στην ανακόπτουσα  καύσιμα συνολικού ποσού  223.962,43 ευρώ, τα οποία η καθ’ης παρέλαβε ανεπιφύλακτα και για τα οποία  εκδόθηκαν τα παρακάτω τιμολόγια : 1) το υπ’ αριθμ. ………./19-10-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης συνολικού ποσού 44.521,88 ευρώ, 2)  το υπ’ αριθμ. ………/26-10-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης συνολικού ποσού 44.524,03 ευρώ, 3) το υπ’ αριθμ. ……../2-11-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης συνολικού ποσού 45.017,89  ευρώ, 4) το υπ’ αριθμ. ………../9-11-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης συνολικού ποσού 45.095,86 ευρώ, 5) το υπ’ αριθμ. ………./16-11-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης συνολικού ποσού 44.802,77 ευρώ, το δε οφειλόμενο  ποσό  ήταν πληρωτέο  την επομένη της ημερομηνίας εκδόσεως εκάστου  δελτίου αποστολής – τιμολογίου πώλησης,  («με έμβασμα ημέρας» όπως αναφέρεται επί του σώματος των τιμολογίων).  Λόγω μη τηρήσεως των όρων της σύμβασης κατόπιν  της από 2-4-2014 αιτήσεως της καθ’ης η ανακοπή  εκδόθηκε με βάση τα προαναφερθεντα τιμολόγια  η υπ’ αριθμ. ……./2014 διαταγή πληρωμης του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς, δυνάμει της οποίας η ανακόπτουσα υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ης  για οφειλόμενο κεφάλαιο το συνολικό ποσό των 203.662,59 ευρώ και δη 1) το ποσό των 24.222,04 ευρώ για το πρώτο υπ’ αριθμ. ………./19-10-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης λόγω μερικής εξοφλήσεως ποσού 20.299,84 ευρώ (44.521,88-20.299,84), όπως  αναφέρεται στην διαταγή πληρωμής, 2) το ποσό των 44.524,03 ευρώ  για το δεύτερο υπ’ αριθμ. ………../26-10-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης, 3) το ποσό των 45.017,89  ευρώ από το τρίτο  υπ’ αριθμ. …………./2-11-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης, 4) το ποσό των 45.095,86 ευρώ από το τέταρτο  υπ’ αριθμ. …………./9-11-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης και 5) το ποσό των  44.802,77 ευρώ από το υπ’ αριθμ. …………/16-11-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης, πλέον νομιμων τόκων από  την επομένη της ημέρας, που το ποσο του κάθε επιμέρους τιμολογίου κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητο,ήτοι από την επομένη ημέρα από την ημερομηνία εκδόσεώς του και δικαστικών εξόδων 3.500 ευρώ.  Κατ’ αυτής (διαταγής προς πληρωμή) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως η εφ’ ης εξεδόθη η εκκαλουμένη ανακοπή.

Η ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο ανακοπής   ισχυρίζεται ότι καθ’ όλη την διάρκεια της εμπορικής συνεργασίας με την καθ’η η ανακοπή, υφίστατο αλληλόχρεος λογαριασμός, ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών να μην επιδιώκονται δικαστικώς ή να διατίθενται  μεμονωμένα οι εκατέρωθεν απαιτήσεις από τις μεταξύ τους  οικονομικές συναλλαγές,  αλλά να καταχωρούνται στον τρέχοντα λογαριασμό με την μορφή χρεωπιστωτικών κονδυλίων ,με αποτέλεσμα οι σχετικές απαιτήσεις  να έχουν χάσει την αυτοτέλειά τους.  Σύμφωνα με τον όρο Α.13 του  προδιαληφθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού ορίσθηκε ότι η ανακόπτουσα–πρατηριούχος έχει υποχρέωση να πληρώνει εμπρόθεσμα και μέσα στις καθοριζόμενες προθεσμίες όλες τις οφειλές της  προς την καθής. Ειδικότερα συμφωνήθηκε ότι στο τέλος κάθε διμήνου ή οποτεδήποτε άλλοτε κρίνει αυτή  σκόπιμο, η καθ’ης θα πληροφορεί την ανακόπτουσα για οποιοδηποτε χρεωστικό υπόλοιπο προς αυτήν  με αποστολή αντιγράφου της κινήσεως του λογαριασμού, που κατά κοινή ομολογία των συμβαλλομένων, δεν είναι αλληλόχρεος. Ρητώς συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση  παρελεύσεως 30 ημερών από της λήψεως του ως άνω αντιγράφου, χωρίς ο πρατηριούχος να προβάλλει εγγράφως αντίρρηση προσκομίζοντας στην Εταιρεία και κάθε σχετική απόδειξη, η συμπεριφορά του αυτή θα συνιστά ανεπιφύλακτη ομολογία του και αναγνώριση του χρεωστικού υπολοίπου, που περιέχεται  στους αποσταλέντες  σε αυτόν λογαριασμούς του και που θα επιβαρύνεται με τόκους κάθε φορά που θα είναι απαιτητό για οποιονδήποτε λόγο. Με τον ίδιος ως άνω όρο συμφωνήθηκε  ότι πλήρη απόδειξη της οφειλής και του ύψους της συμφωνείται ότι αποτελεί και το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της «Εταιρειας» τα οποία αυτή τηρεί ηλεκτρονικά και ότι έτσι με το απόσπασμα αυτό εξομοιούται  και η μηχανική απεικόνιση των δεδομένων στοιχειων του ηλεκτρονικού της υπολογιστη, θεωρημένο  για την γνησιότητα της εκτύπωσης από τον αρμόδιο υπάλληλο που την διενήργησε. Από τον ως άνω όρο προκύπτει, ανευ άναγκης   ερμηνείας, ότι σαφώς  συνεφωνήθη μεταξύ των διαδίκων  ότι ο τηρούμενος δοσοληπτικός λογαριασμός  δεν είναι αλληλόχρεος, πράγμα που σημαίνει ότι κι αν ακόμη έχει στοιχεία αλληλοχρέου λογαριασμού, εφόσον κατά την βούληση των συμβαλλομένων μερών είχε συμφωνηθεί  ρητώς ότι δεν είναι αλληλόχρεος, δεν δύναται να είναι αλληλόχρεος και συνεπώς κάθε κονδύλιο το οποίο εγγραφεται στον λογαριασμό αυτό διατηρει την αυτοτέλειά του. Είναι σαφής η αληθής βούληση των μερών, όπως αυτή αποτυπώθηκε  στον ανωτέρω όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού  και δεν υπάρχει δυνατότης προσφυγής στις εμμηνευτικές διατάξεις των  άρθρων 173 και  200 ΑΚ, καθώς δεν προκύπτουν κενα και αμφίβολα σημεία, τα οποία να χρήζουν ερμηνείας, διότι ρητώς συνεφωνήθη ότι ο τηρούμενος λογαριασμός δεν είναι αλληλόχρεος. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του  χαρακτηρισμού που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στον ανωτέρω λογαριασμό,  από το συνολικό περιεχόμενο του άνω ιδιωτικού συμφωνητικού δεν αποδεικνύεται ότι υφίστατο  συμφωνία περί   δημιουργίας αλληλοχρέου λογαριασμού, καθώς  δεν αποδεικνυεται  ότι υφίστανται εκατέρωθεν απαιτήσεις και οφειλές, κατά τέτοιο τρόπο ώστε  να μην είναι γνωστό  ποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι ο οφειλέτης και ποιος ο πιστωτής κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών. Αντιθέτως από το κείμενο του ιδιωτικού συμφωνητικού απεδεικνύεται ότι η καθ’ης έφερε πάντοτε  την ιδιότητα της πιστώτριας, η δε ανακόπτουσα την ιδιότητα της οφειλέτιδος, διότι   η καθ’ης  είχε αναλάβει  την υποχρέωση να πωλεί και να παραδίδει καύσιμα στην ανακόπτουσα, η δε τελευταία όφειλε να καταβάλει το συμφωνημενο τίμημα, ενώ δεν προβλεπεται στο ιδιωτικό συμφωνητικό ότι οι εκατέρωθεν χρεοπιστώσεις θα χάνουν την αυτοτέλειά τους και ότι η αξίωση της καθ’ης  θα γεννάται, μόνο, μετά το κλείσιμο του λογαριασμού και την αναγνώριση του προκύπτοντος καταλοίπου, όπως θα έπρεπε, εάν θα επρόκειτο για αλληλόχρεο λογαριασμό, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην παραπάνω νομική σκέψη.

Ο αναφερόμενος δε στον ως άνω όρο (Α13) της  συμβάσεως λογαριασμός, έχει την έννοια του απλού δοσοληπτικού λογαριασμού, αφού η τήρησή του απλώς απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές,  και ως εκ τούτου η μεταξύ τους εμπορική συνεργασία συνίστατο στην κατάρτιση μεμονωμένων διαδοχικών πωλήσεων.  Τούτο δε ενισχύεται και  από το ότι σύμφωνα με τον όρο 11 της ως άνω σύμβασης   είχε συμφωνηθεί  να εξοφλούνται οι παραγγελίες της ανακόπτουσας για κάθε ποσότητα οιουδήποτε είδους καυσίμου, που θα έχει παραλάβει, την ημερομηνία παραλαβής της επόμενης περαγγελθησομένης ποσότητος οποιουδήποτε είδους καυσίμου , μέχρι όμως του ποσού των 40.000,00 ευρώ με έμβασμα της ανακόπτουσας στον τραπεζικό λογαριασμό της καθ’ης οπωδήποτε προ της νέας παραδόσεως αυτής  και από το ότι σύμφωνα με τον όρο 12  της σύμβασης κάθε συναλλαγή, που θα ξεπερνά τα όρια του χρεωστικού υπολοίπου του όρου 11, θα γίνεται  με άμεση εξόφληση κατά την παράδοση της παραγγελίας, αλλως θα επιβαρύνεται με τόκο υπερημερίας. Αντιθέτως, σε περίπτωση που τα μέρη συμφωνούσαν την τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού και όχι (όπως εν προκειμένω) δοσοληπτικού λογαριασμού για την ευχερή παρακολούθηση της πορείας των συναλλαγών, δεν θα εξαρτούσαν την παράδοση του εμπορεύματος από την ταυτόχρονη καταβολή του τιμήματος του, αλλά από το χρεωστικό ή πιστωτικό υπόλοιπο του τηρουμένου αλληλόχρεου λογαριασμού. Εξάλλου, δεν  αποδεικνύεται από το κείμενο της εν λόγω σύμβασης ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλόμενων ότι οι εκατέρωθεν απαιτήσεις από τις συναλλαγές τους δεν θα επιδιώκονται μεμονωμένα αλλά θα φέρονται σε κοινό λογαριασμό προς απόσβεσή τους κατά το μέρος που καλύπτονται, ώστε τελικώς το κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο να αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ τους, παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η ανακόπτουσα.   Επιπροσθέτως, ουδεμία συμφωνία υπήρξε μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με τη δυνατότητα ύπαρξης πιστωτικού υπολοίπου στον εν λόγω λογαριασμό.  Επομένως απεδείχθη ότι η ένδικη συμβαση εμπορικής συνεργασίας, δεν περιείχε συμφωνία κατάρτισης αλληλόχρεου λογαριασμού και ο λογαριασμός που τηρείτο ήταν απλός δοσοληπτικός λογαριασμός, ώστε οι καταχωριζόμενες χρεώσεις να μην αποβάλουν την αυτοτέλειά τους, Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ανακοπής  θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη  απέρριψε τον πρώτο  λόγο ανακοπής ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν   με παρόμοιες  αιτιολογίες, οι οποίες, όπου κρίνεται αναγκαίο, συμπληρώνονται παραδεκτά, κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ, με την παρούσα, ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και ορθώς  εξετίμησε τις αποδείξεις, όσα δε περί  του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον ως άνω λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής, κατά το μέρος που αυτός  επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο εφέσεως, η ανακόπτουσα διώκει την εν μέρει ακύρωση της διαταγής πληρωμής προβάλλοντας την ένσταση μερικής εξοφλήσεως της  επίδικης απαιτήσεως της καθ’ης, ισχυριζόμενη ότι  α)στις 15-10-2013  προεβη σε καταβολή ποσού 45.000 ευρώ, δυνάμει της οποίας εξοφλήθηκε ολοσχερώς    το υπ’ αριθμ. ………./26-10-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης, β) στις 7-11-2013 προέβη σε καταβολή ποσού 45.000,00 ευρώ, δυνάμει της οποίας εξοφλήθηκε ολοσχερώς  το υπ’ αριθμ.  ………./2-11-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης  και γ) στις 19-11-2013 προέβη σε καταβολή  ποσού 45.000,00 ευρώ, δυνάμει της οποίας εξοφλήθηκε ολοσχερώς   το υπ’ αριθμ. …………/9-11-2013 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης και ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ακυρωθεί μερικώς  και ειδικότερα για τις απορρέουσες απαιτήσεις από τα ανωτέρω τρία δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης, ήτοι   για το συνολικό ποσό των 135.000 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος ερειδόμενος στην διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.   Σημειούται  ότι με το εφετήριο δεν εισάγεται  παράπονο κατά της εκκαλουμένης εν σχεσει με τις παραδοχές της όσον αφορά το πρώτο υπ’ αριθμ. …………./19-10-2013 δελτίο αποστολής -τιμολόγιο, οφειλής 24.222,04 ευρώ κατά την διαταγή πληρωμής   και συνεπώς το Εφετείο μη μεταβιβασθέντος του σχετικού κεφαλαίου  δεν μπορεί να ασχοληθεί με το κεφάλαιο αυτό.  Η καθ’ης ανακοπή παραδεκτώς με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης συνομολόγησε  τις ως άνω επικαλούμενες τρεις  καταβολές, προέβαλε, όμως, την ένσταση του αλλαχού καταλογισμού, ισχυριζόμενη ότι οι καταβολές αυτές κατελογίσθησαν σε προηγούμενα χρέη διά συμψηφισμού.   Από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα και δη από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως  από 3-6-2020 βεβαιωση – εκτύπωση- απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της καθής, τα οποία τηρούνται μηχανογραφικά  αποδεικνύεται ότι η οφειλή της ανακόπτουσας από τα πέντε ως άνω  τιμολόγια βάσει των οποίων εξεδόθη η διαταγή πληρωμής ανέρχεται στο ποσό των 203.662,59. Από την  ίδια ως άνω βεβαίωση αποδεικνύεται ότι η ανακόπτουσα πράγματι προέβη, ως άλλωστε συνομολογείται, στις ως άνω επικαλούμενες καταβολές  και δη: α) καταβολή ποσού 45.000 ευρώ στις 15-10-2013,  β) καταβολή ποσού 45.000 ευρώ στις 7-11-2013 και γ) καταβολή ποσού 45.000 ευρώ στις 19-11-2013, με τις καταβολές, όμως, αυτές δεν εξοφλήθησαν τα προαναφερθέντα τιμολόγια, αλλά αυτές  απετέλεσαν  μέρος συμψηφισμού με προγενεστερες απαιτήσεις  της καθ’ης, όπως  αποδεικνύεται από το επισυναπτόμενο στην άνω βεβαίωση παράρτημα  1 – ανάλυση συμψηφισμού  με   κωδικό συμψηφιστικής εγγραφής ………….., που αποτελεί γνήσια εκτύπωση- απόσπασμα των ηλεκτρονικά τηρούμενων  εμπορικών βιβλίων της καθ’ης (444 παρ. 1 και 448 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ,  ΑΠ 1488/1988,  ΕφΑθ 1140/2023 Νόμος), όπως βεβαιώνει ο διενεργήσας την εκτύπωση υπάλληλος της καθ’ης.   Η  ανακόπτουσα  προσκομίζει μετ’ επικλησεως το από 15-10-2013 δελτίο κατάθεσης ποσού 45.000,00 ευρώ, το από 7-11-2013 δελτίο κατάθεσης ποσού 45.000,00 ευρώ και το από  19-11-2013 δελτίο κατάθεσης ποσού 45.000,00 ευρώ,  από τα ως άνω έγγραφα, όμως  δεν αποδεικνυεται ότι οι γενόμενες στις 15-10-2013, 7-11-2013 και 19-11-2013 καταβολες  έλαβαν χώρα προς εξόφληση των επίδικων τριών τιμολογίων, -τα οποία μάλιστα, όπως αποδεικνύεται από το σώμα τους ήταν πληρωτέα με έμβασμα ημέρας-  αφού δεν  αποδεικνύεται ότι  ορίσθηκε από την  ανακόπτουσα κατά την διάταξη του άρθρου 422 ΑΚ  ότι οι ως άνω τμηματικές  καταβολές γίνονται προς εξόφληση των απαιτήσεων που απορρέουν από τα  τρία    επίδικα τιμολόγια.  Συνεπώς με τις προαναφερόμενες τμηματικές καταβολές δεν απεδείχθη ότι  εξόφληθησαν οι  απορρέουσες απαιτήσεις της καθ’ης  από τα ανωτέρω τρία δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης (υπ’ αριθμ.  ……./26-10-2013, ………./2-11-2013, ……../9-11-2013  )   και ως εκ τούτου    ο δεύτερος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη   απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής, κατά το μέρος που εκκαλείται, ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν   με παρόμοιες  αιτιολογίες, οι οποίες, όπου κρίνεται αναγκαίο, συμπληρώνονται παραδεκτά, κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ, με την παρούσα, ορθώς εξετίμησε τις αποδείξεις, όσα δε περί  του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον δεύτερο  εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα  των ανωτέρω, η ανακοπή  πρέπει να απορριφθεί.  Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς κατ`αποτέλεσμα με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται  εν μέρει κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους επί μέρους λόγους της υπό κρίση  εφέσεως της ανακοπτουσας, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, η υπό κρίση έφεση  πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, μετά μερική  συμπλήρωση αιτιολογιών. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος της, να επιβληθούν σε βάρος της ανακοπτουσας   – εκκαλούσας , λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176,  189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 65,  68 παρ. 1 και 63 αρ. 1 του Ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό,    μετά δε την απόρριψη της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση αντιμωλίαν των  διαδίκων.

Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσας την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποίαν καθορίζει σε  τρεις (3.000) χιλιάδες  ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά   σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  3-9-2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ