ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 367 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΚΑΘ’ΟΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΚΑΘ’ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ : Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», που εδρεύει στην Αθήνα (…………..) και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή του, ως καθολικού διαδόχου του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Σεβαστή Πειραντάκου.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) – ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ : ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………», που εδρεύει στην Αθήνα (…………) νόμιμα εκπροσωπούμενης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Γεώργιο Σπηλιόπουλο, με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και 2) – ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ : ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», νόμιμα εκπροσωπούμενης, που εδρεύει στην Αθήνα (………….) και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο και
ΤΗΣ ΕΚΟΥΣΙΩΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ – ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ : ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» και τον διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων (………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………» και τον διακριτικό τίτλο «…………..» που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων και εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα νομίμως από την …………. δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και ενεργεί με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, α) ως πληρεξούσια και διαχειρίστρια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “………….” με έδρα το ….. Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και β) ως πληρεξούσια και διαχειρίστρια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…………» (………..), που εδρεύει στο ……… Ιρλανδίας και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της νέας εταιρείας – Πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία «……….», βάσει των διατάξεων του άρθρου 16 του Ν.2515/1997 ως και των άρθρων 54 παρ. 3, 57παρ. 3, 59 έως 74 και 140 παρ.3 του Ν.4601/2019 καθώς και του άρθρου 145 του Ν.4261/2014 όπως ισχύουν, (η οποία, με τη σειρά της, υποκαταστάθηκε δυνάμει καθολικής διαδοχής κατ’ εφαρμογή του νόμου, συνεπεία διάσπασης διά απόσχισης κλάδου, στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, εννόμων σχέσεων και εν γένει δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα), κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, δυνάμει της από 16.03.21 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπομένης από τα άρθρα 10 και 14 του ν. 3156/2003 και των άρθρων 455 επ. ΑΚ, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Αναστάσιο Ανδρικογιαννόπουλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και
Β) ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………..» και το διακριτικό τίτλο «………….», πρώην με την επωνυμία «…………….» (………………..) και διακριτικό τίτλο «…………….» (………………..), η οποία εδρεύει στο ……… Αττικής (……………..), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον ν.4354/2015, η οποία ενεργεί με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………» (…………), που εδρεύει στο …………. της Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εταιρεία ειδικού σκοπού, κατέστη ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «……………» και το διακριτικό τίτλο «………..», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003, καθολικός διάδοχος της οποίας κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην Αθήνα (………….), όπως νομίμως εκπροσωπείται, λόγω διασπάσεως της με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ως άνω νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Γεώργιο Σπηλιόπουλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ,
ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα (………), νόμιμα εκπροσωπούμενη, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και
ΤΩΝ ΚΑΘ’ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», που εδρεύει στην Αθήνα (……) και εκπροσωπείται νόμιμα από το Διοικητή του, ως καθολικού διαδόχου του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Σεβαστή Πειραντάκου, 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων (………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και τον διακριτικό τίτλο «………….» που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων και εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και ενεργεί με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, α) ως πληρεξούσια και διαχειρίστρια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “… ……….” με έδρα το …… Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και β) ως πληρεξούσια και διαχειρίστρια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…………» (………..), που εδρεύει στο ….. Ιρλανδίας και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της νέας εταιρείας – Πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία «…………», βάσει των διατάξεων του άρθρου 16 του Ν.2515/1997 ως και των άρθρων 54 παρ. 3, 57παρ. 3, 59 έως 74 και 140 παρ.3 του Ν.4601/2019 καθώς και του άρθρου 145 του Ν.4261/2014 όπως ισχύουν, (η οποία, με τη σειρά της, υποκαταστάθηκε δυνάμει καθολικής διαδοχής κατ’ εφαρμογή του νόμου, συνεπεία διάσπασης διά απόσχισης κλάδου, στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, εννόμων σχέσεων και εν γένει δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα), κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, δυνάμει της από 16.03.21 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπομένης από τα άρθρα 10 και 14 του ν. 3156/2003 και των άρθρων 455 επ. ΑΚ, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Αναστάσιο Ανδρικογιαννόπουλο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», νόμιμα εκπροσωπούμενης, που εδρεύει στην Αθήνα (…………) και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
ο εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.1.2019 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ………./14.1.2019 ανακοπή επί της οποίας, κατά συνεκδίκαση, με την από 7.1.2019 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ………../8.1.2019 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2453/2019 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τις απέρριψε.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ηττηθέν ανακόπτον και ήδη εκκαλούν με την από 23.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/25.6.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../25.6.2020 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την δικάσιμο 7.10.2021. Περαιτέρω, ασκήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 12.8.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/14.9.2021 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων και εκπροσωπείται νόμιμα, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την ίδια δικάσιμο. Επ’αυτών συνεκδικαζομένων εκδόθηκε η υπ’αριθμ.75/2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και ανέβαλε τη συζήτηση της έφεσης προς συνεκδίκαση με αυτήν.
Ήδη φέρονται για συζήτηση με την από 9.9.2022 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./16.9.2022 κλήση, που προσδιορίστηκε στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Επιπλέον, ασκήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η από 9.9.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../16.9.2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στο ……… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά την ίδια δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Εισάγονται νόμιμα για συζήτηση : A) Με την από 9.9.2022 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/16.9.2022 κλήση : α) η κρινόμενη από 23.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../25.6.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/25.6.2020 έφεση, του ανακόπτοντος, ήδη εκκαλούντος, Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2453/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 979, 933επ. και 591 ΚΠολΔ, επί της από 11.1.2019 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ………../14.1.2019 ανακοπής του, σε συνεκδίκαση, με την από 7.1.2019 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ……../8.1.2019 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, κατά του υπ’αριθμ………./2018 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., που τις απέρριψε και β) η από 12.8.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../14.9.2021 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχοι τυγχάνουν, αφενός η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…………..” με έδρα το ………. Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», καθ’ης η ανακοπή, εφσίβλητης, δυνάμει μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και αφετέρου, η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…………» (………….), που εδρεύει ομοίως στο ….. Ιρλανδίας, νομίμως εκπροσωπουμένη, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της νέας εταιρείας – πιστωτικού Ιδρύματος με την επωνυμία «………..», λόγω μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων, κατόπιν έκδοσης της υπ’αριθμ.75/2022 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που κήρυξε απαράδεκτη την συζήτηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και ανέβαλε τη συζήτηση της έφεσης προς συνεκδίκαση με αυτήν και Β) η από 9.9.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/16.9.2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στο ………. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» (………….), που εδρεύει στο …. της Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………..», καθ’ης η ανακοπή, εφεσίβλητης, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003, καθολικός διάδοχος της οποίας κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «…………….», υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της υπαγωγής τους στην ίδια διαδικασία και της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρα 31, 80επ., 246, 524 § 1 εδ.α΄ και 591 § 1 ΚΠολΔ).
Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 εδαφ.α΄, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) παραβόλου, αφού στο άρθρο 28§4 ν. 2579/1998 ορίζεται ότι: «4. Οι διατάξεις των άρθρων 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26 Ιουνίου -10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” και 22 παρ. 4 του ν.1868/1989 (ΦΕΚ Α` 230), έχουν εφαρμογή και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.). Τα πρόσωπα αυτά απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος, ή για τη διενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης, ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών.». Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης «……….» και υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση της «………….» καθόσον, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……../3.8.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………., που προσκομίζει και επικαλείται η καλούσα-εφεσίβλητη, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ως άνω από 9.9.2022 κλήσης, με την πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτήν, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο τούτη, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα [άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν.3994/2011 και η συγκεκριμένη παράγραφος εξακολουθεί να ισχύει υπό τον Ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 α΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), που εφαρμόζονται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)]. Επειδή όμως, μεταξύ της κυρίας διαδίκου ως άνω τραπεζικής εταιρείας και της αυτοτελώς υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρείας διαχείρισης, «……………», δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, όπως αναλύεται κατωτέρω, η απολειπομένη εφεσίβλητη – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση «………..», εφόσον κλητεύθηκε νομίμως, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την παρισταμένη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτοτελώς προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα, αναγκαία ομόδικο της, «………………», κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ.
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικο του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 ΚΠολΔ. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης, ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικο του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικο του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού, κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος, με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεση του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1260/2019, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Λόγω δε της ως άνω δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας για τους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΕφΛαρ 212/2015Αρμ. 2003/840, Β.Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τομ. Α’, άρθρο 76 σελ. 523, παρ. 33, Κεραμέα -Κονδύλη – Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. 1ος, άρθρο 83, σελ. 193, παρ. 1 και άρθρο 76, σελ. 178, παρ. 7).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» προκύπτει ότι σε ανώνυμες εταιρίες, που εδρεύουν στην Ελλάδα, στους σκοπούς των οποίων συμπεριλαμβάνεται η διαχείριση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις, αφού λάβουν ειδική προς τούτο άδεια, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, μπορεί να ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων, οι οποίες δεν εξυπηρετούνται για διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών. Οι μεταβιβαζόμενες αυτές απαιτήσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβαση τους, οι δε εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες ως άνω απαιτήσεις. Στην περίπτωση αυτή οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να εγείρουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου, όπως είναι η παράσταση τους σε εκκρεμή δίκη προς διασφάλιση της απαίτησης που διαχειρίζονται κατ’ ανάθεση, οπότε δεν ενεργούν ως αντιπρόσωποι ή εκπρόσωποι της αναθέτουσας τράπεζας, αλλά «ιδίω ονόματι». Άλλωστε, κατά την αυτή ως άνω διάταξη του άρθρου 2 παρ. Ν.4354/2015, η κύρια διάδικος Τράπεζα δεν υποκαθίσταται αυτοδικαίως από την εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων στις εκκρεμείς δίκες, ούτε αντιπροσωπεύεται από αυτήν. Εφόσον, δε, ο νόμος δεν ορίζει τον τρόπο με τον οποίο η τελευταία εισέρχεται στη δίκη, εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ. Επομένως, για να εισέλθει η εταιρεία διαχείρισης στην εκκρεμή ήδη μεταξύ του οφειλέτη και της δανείστριας τραπεζικής εταιρείας δίκη και να μετάσχει σε αυτήν, ως μη δικαιούχος διάδικος, πρέπει να ασκήσει παρέμβαση, η οποία έχει το χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, κατά τα ανωτέρω. Συνεπώς, ασκείται με αυτοτελές δικόγραφο, που πρέπει να κατατεθεί και να επιδοθεί σε όλους τους υπόλοιπους διαδίκους, άρα και στην υπέρ ης κύρια διάδικο, εντός της νόμιμης προθεσμίας πριν από τη συζήτηση, άλλως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη. Μεταξύ δε της κυρίας διαδίκου τραπεζικής εταιρείας και της αυτοτελώς υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρείας διαχείρισης, δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, όπως ήδη αναλύθηκε ανωτέρω (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 64/2017, ΕφΠειρ 658/2023, ΕφΠειρ 436/2022).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εδρεύουσα στο ………… Αττικής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………………”, με το από 9.9.2022 ιδιαίτερο δικόγραφο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……………./16.9.2022, άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, κατ’άρθρο 83 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι έχει έννομο συμφέρον, υπό την ιδιότητα της μη δικαιούχου διαδίκου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» (………..), που εδρεύει στο …. της Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο «………….», καθ’ης η ανακοπή – εφεσίβλητης, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις Ν.3156/2003, μεταξύ άλλων και των ένδικων απαιτήσεων, καθολικός διάδοχος της οποίας κατέστη η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «…………….», εφεσίβλητη – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, δεδομένου ότι το δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και διαπλαστική ενέργεια της εκδοθησομένης απόφασης καταλαμβάνουν και την ως άνω ειδική διάδοχο αυτής και ζητεί την απόρριψη της ένδικης έφεσης του «ΕΦΚΑ» και της από 12.8.2021 αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης της «…………….»
Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα σχετικά έγγραφα προκύπτει, ότι η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία “……………”, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, ενεργεί με την ιδιότητα της μη δικαιούχου διαδίκου, ως εταιρεία διαχείρισης των απαιτήσεων της δικαιούχου αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, με την επωνυμία «…………….» (…………), που εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας, με αριθμό μητρώου ……, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 24.6.2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 και 15 του Ν.3156/2003, αρχικά στην «…………..», περίληψη της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στις 24.6.2019 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …../24.6.2019 (τόμος ….. /αύξ.αριθμ. …..), όπως αυτή τροποποιήθηκε, δυνάμει της με αριθμό πρωτ. ……/29.4.2020 (τόμος ….. αυξ. Αρ. … ) καταχώρησης, κατόπιν μεταβολής του προσώπου της διαχειρίστριας, λόγω διάσπασης της ανωτέρω τράπεζας και σύστασης νέου πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «…………», που κατέστη καθολική διάδοχος της και περαιτέρω, με την αριθμ. πρωτ. ……/29.4.2020 (τόμος ….. αυξ. αρ. ……) καταχώρηση, λόγω μεταβολής στο πρόσωπο του διαχειριστή, καθισταμένης διαχειρίστριας των τιτλοποιημένων απαιτήσεων της αυτοτελώς παρεμβαίνουσας εταιρείας με την τότε επωνυμία «…………..» και ήδη “………….”. Η ανωτέρω δικαιούχος των επίδικων απαιτήσεων αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη ειδική διάδοχος της επισπεύδουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», κατόπιν μεταβίβασης σ΄ αυτήν, μεταξύ άλλων και των αναγγελθεισών δια της από 16.4.2018 αναγγελίας της δικαιοπαρόχου τράπεζας, ενώπιον της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, επίδικων απαιτήσεων της, στα πλαίσια της τιτλοποίησης των απαιτήσεων αυτής από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, δυνάμει της από 24.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./24.6.2019 (τόμος ….. /αύξ. αριθμ……). Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς τον χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, αφού η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικο του, είναι παραδεκτή, εφόσον ασκήθηκε τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν την συζήτηση της κύριας υπόθεσης (591 παρ.1 στοιχ.β ΚΠολΔ) και νόμιμη, κατ’ άρθρα 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου, πρώτης εφεσίβλητης τράπεζας «……” και της προσθέτως υπέρ αυτής αυτοτελώς παρεμβαίνουσας “………….», διαχειρίστριας εταιρείας των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου αυτής, να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, καθόσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο και η διαπλαστική της ενέργεια, καταλαμβάνει και την ως άνω ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία (ΟλΑΠ 1/2023) και συνεπώς, η υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση τραπεζική εταιρεία «……», που δεν εμφανίστηκε όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, κατά την παρούσα δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν και κλητεύθηκε νομότυπα, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ……/3.8.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., που προσκομίζει και επικαλείται η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, αφού ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ως άνω από 9.9.2022 αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, με την πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης,επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτήν, αντιπροσωπεύεται από την παρισταμένη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτοτελώς προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα, “………….», κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ…../3.8.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….., που προσκομίζει και επικαλείται η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα “…………..”, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ως άνω από 9.9.2022 αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης της, με την πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη τραπεζική εταιρεία «…………..», τρίτη των καθ’ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πλην όμως αυτή δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο τούτη, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην (άρθρο 274 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επειδή όμως, μεταξύ της κυρίας διαδίκου ως άνω απολειπομένης τραπεζικής εταιρείας και της αυτοτελώς υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνουσας εταιρείας διαχείρισης «………..», δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, όπως αναλύεται ανωτέρω, αυτή, εφόσον κλητεύθηκε νομίμως, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την παρισταμένη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτοτελώς προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα, αναγκαία ομόδικο της, «………………», κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ.
III. Οι ανακόπτοντες, αφενός, το Ελληνικό Δημόσιο, μη διάδικος στην παρούσα δίκη και αφετέρου, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)», ήδη εκκαλούν, με τις από 7.1.2019 και 11.1.2019 ανακοπές τους αντίστοιχα, ζήτησαν, για τον μοναδικό ταυτόσημο λόγο, που εκτίθεται σε αυτές και συνίσταται στην εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ για την κατάταξη των δανειστών, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 8 του άρθρου 1 Ν.4335/2015, την μεταρρύθμιση του υπ’ αριθμ. ……/11.12.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, για την διανομή του πλειστηριάσματος ύψους 281.451 ευρώ, που επετεύχθη από τον πλειστηριασμό του κατασχεθέντος με την υπ’αριθμ……./2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …………….., ακίνητου της οφειλέτριας εταιρείας με την επωνυμία «……………», που διενεργήθηκε ηλεκτρονικά στις 30.5.2018 συντασσομένης της υπ’αριθμ………../30.5.2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της ανωτέρω συμβολαιογράφου, κατόπιν επίσπευσης της πρώτης των καθ’ ων ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», ήδη «……………», εφεσίβλητη, ώστε, να καταταγούν αυτοί (ανακόπτοντες), προνομιακά και οριστικά, το μεν ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, πέραν του ποσού των 3.397,61 ευρώ, που κατετάγη και στο υπόλοιπο ποσό των 170.301,91 ευρώ, προς ολοσχερή εξόφληση των εκ ΦΠΑ προερχόμενων απαιτήσεων του, καθώς επίσης στο ποσό των 35.917,16 ευρώ, προς μερική ικανοποίηση των λοιπών απαιτήσεων του, το δε ανακόπτον ΕΦΚΑ, πέραν του ποσού των 66.965,14 ευρώ, που κατετάγη και στο ποσό 211.088,25 ευρώ, με αντίστοιχη αποβολή των καθ’ ων σε έκαστη των ανακοπών, κατά τα ειδικώς εκεί εκτιθέμενα, προς μερική ικανοποίηση των αναφερομένων αναγγελθεισών προνομιακών και μη καταταγεισών απαιτήσεων τους.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον μοναδικό λόγο των ανακοπών, περί εσφαλμένης εφαρμογής, ως προς την κατάταξη των απαιτήσεων των αναγγελθέντων δανειστών στον επίμαχο πλειστηριασμό, με βάση τα άρθρα 975 και 977 § 3 εδ. α’ ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν.4335/2015, αντί για τα άρθρα 975 και 977 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν μετά το ν.4055/2012 και πριν το ν. 4335/2015, επειδή η πρώτη επίδοση επιταγής δυνάμει της οποίας εκκίνησε η σχετική αναγκαστική εκτέλεση είχε κοινοποιηθεί με την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ήτοι πριν την 1.1.2016, ως μη νόμιμο.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του το ηττηθέν ανακόπτον ν.π.δ.δ για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της ανακοπής του από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.
IV. Με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3 του ν. 4335/2015 “Μεταβατικές και άλλες διατάξεις” ορίζεται ότι “οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος…) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος”. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, το οποίο φέρει τον τίτλο “Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις”, ορίζεται στο εδ. α` αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β` ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη (ΑΠ 1457/2022, ΑΠ 1820/2022, ΑΠ 224/2022), το προϊσχύσαν δίκαιο εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1.1.2016. Ως επιταγή δε νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 739/2023, ΑΠ 224/2022 δημ.ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1151/2021, δημ.ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 658/2023, ΕφΠειρ 47/2022, ΕφΠειρ 231/2022, ΕφΠειρ 139/2022, ΕφΠατρ 32/2022 δημ.ΤΝΠ Νόμος).
V. Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η προκείμενη αναγκαστική εκτέλεση άρχισε με την επίδοση στις 3.1.2013 από την επισπεύδουσα τραπεζική εταιρεία «…………», ήδη «……….», εφεσίβλητη, στην καθ’ης η εκτέλεση οφειλέτιδα εταιρεία με την επωνυμία «…………….», της από 20.11.2012 πρώτης επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ………../2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πλην όμως δε επακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης και η ως άνω επιταγή προς πληρωμή ουσιαστικά απώλεσε την ισχύ της και δεν μπορούσε να στηρίξει την περαιτέρω εκτελεστική διαδικασία. Γι’αυτό η επισπεύδουσα ως άνω τραπεζική εταιρεία προέβη στην επίδοση, στις 5.9.2017, στην καθ’ης η εκτέλεση, της από 8.7.2016 δεύτερης επιταγής προς πληρωμή κάτωθι του ως άνω απογράφου του εκτελεστού τίτλου και μετά την μη συμμόρφωση της προς εξόφληση του επιτασσόμενου ποσού, επέβαλε κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία της, συντασσομένης της υπ’αριθμ…./27.10.2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……… και με την με αριθμό …/3.11.2017 περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης εκτέθηκε σε πλειστηριασμό και εκπλειστηριάστηκε το περιγραφόμενο κατασχεθέν ακίνητο συντασσομένης της υπ’αριθμ……../30.5.2018 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….., αντί πλειστηριάσματος ύψους 289.751 ευρώ, που δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση των αναγγελθέντων δανειστών και για την διανομή του συντάχθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης της ανωτέρω συμβολαιογράφου.
Επομένως, κρίσιμη επιταγή προς εκτέλεση στη συγκεκριμένη περίπτωση για το ζήτημα της ισχύος των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ και γενικότερα του διαχρονικού δικαίου των προνομίων ως προς τον ένδικο πίνακα κατάταξης, είναι αυτή που επιδόθηκε στις 5.9.2017 και βάσει αυτής επακολούθησε η επιβληθείσα κατάσχεση, που κατέληξε στον επίμαχο πλειστηριασμό, όπως αναφέρεται στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης. Ενόψει τούτων, εφόσον η κρίσιμη επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στην παρούσα περίπτωση διενεργήθηκε μετά την 1.1.2016, παρά την ισχύ της ως άνω διάταξης του άρθρου 43 του Ν.4715/2020, η οποία είναι γνήσια ερμηνευτική με αναδρομική δύναμη και ως προς το ζήτημα της κατάταξης των δανειστών, τυγχάνουν εφαρμογής, κατά τη σύνταξη του ένδικου πίνακα κατάταξης, οι ως άνω διατάξεις, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και όχι κατά το προϊσχύσαν δίκαιο. Κατά συνέπεια, ορθά η υπάλληλος επί του πλειστηριασμού, κατά την κατάταξη των δανειστών για την διανομή του πλειστηριάσματος, εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το ως άνω άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση του, έκρινε όμοια και απέρριψε τον κρινόμενο λόγο της ανακοπής, ως μη νόμιμο, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά κατ’αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 975 και 977 § 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το ν.4335/2015, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή και συνεπώς, οι διαλαμβανόμενες στην ένδικη έφεση αιτιάσεις, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, κρίνονται αβάσιμες και ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν.
VI. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, μη υπάρχοντος έτερου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί, κατ’ουσίαν, η έφεση του ανακόπτοντος – εκκαλούντος ν.π.δ.δ «ΕΦΚΑ» και να γίνουν δεκτές οι αυτοτελείς πρόσθετες, υπέρ των εφεσιβλήτων, παρεμβάσεις, να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα της παρισταμένης πρώτης εφεσιβλήτου και των αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαινουσών, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος τους, στο ηττηθέν εκκαλούν, λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 180, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 και την υπ’ αρ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20-11-1993), σε συνδυασμό με το άρθρο 62 παρ. 3 περ. Θ΄ του Ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του Ν. 4445/2016, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσιβλήτου με την επωνυμία «………..» – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας «………..», αντιπροσωπευομένης από την αυτοτελώς προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα, ερήμην της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρείας “………..», τράπεζας «……….”, αντιπροσωπευομένης από την αυτοτελώς προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσα και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την ένδικη έφεση και τις αυτοτελείς υπέρ των εφεσιβλήτων αντίστοιχα πρόσθετες παρεμβάσεις.
Δέχεται την έφεση και τις αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις τυπικά.
Δέχεται τις αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις.
Απορρίπτει την έφεση κατ’ουσίαν.
Επιβάλλει στο εκκαλούν τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσιβλήτου και των αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαινουσών, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για έκαστο τούτων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 22 Ιουλίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ