Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 449/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 449/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης : Του …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Πάτση (ΑΜΔΣΑ : ………….).

Των εφεσίβλητων – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης : 1) Του ……………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (ΑΜΔΣΠ :  …) με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, 2) …………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (ΑΜΔΣΠ : ………) και 3) Της ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ ……. (ΑΜΔΣΠ : ……….).

Β) Του εκκαλούντος : ……………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (ΑΜΔΣΠ : ……….) με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου : …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Πάτση (ΑΜΔΣΑ : ……….).

Γ) Των εκκαλούντων : 1) …………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (ΑΜΔΣΠ : ………) και 2) Της …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ …….. (ΑΜΔΣΠ : …….).

Του εφεσίβλητου : ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Πάτση (ΑΜΔΣΑ : …………).

Ο ενάγων . …………….. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 24-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό. …/2017 και ειδικό …/2017 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με τη με αριθμό 2602/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή πρόσβαλαν : Α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών . …………….. με την από 24-9-2019 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …../2019 για τη δικάσιμο της 6ης Φεβρουαρίου 2020, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 18ης Φεβρουαρίου 2021, Β) ο πρώτος των εναγόμενων και ήδη εκκαλών ……… με την από 27-9-2019 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …/2019 για τη δικάσιμο της 6ης Φεβρουαρίου 2020, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 18ης Φεβρουαρίου 2021, και Γ) ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντες ……… και .. …………….. με την από 26-9-2019 έφεσή τους, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 για τη δικάσιμο της 6ης Φεβρουαρίου 2020, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 18ης Φεβρουαρίου 2021.

Ακολούθως, επειδή στη δικάσιμο αυτή (18-2-2021) η συζήτηση των άνω υποθέσεων ματαιώθηκε λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως δικάσιμος προς συζήτηση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς η 13η Ιανουαρίου 2022 δυνάμει της με αριθμό …../20-4-2021 Πράξης της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Ισιδώρας Πόγκα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021.

Στη συνέχεια, ο εκκαλών . …………….. άσκησε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς κατά των εφεσίβλητων, τους από 13-12-2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021 του παρόντος Δικαστηρίου πρόσθετους λόγους έφεσης, οι οποίοι προσδιορίστηκαν να συζητηθούν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 13ης Ιανουαρίου 2022.

Στη δικάσιμο αυτή (13-1-2022) οι υποθέσεις συζητήθηκαν και κατόπιν εκδόθηκε η με αριθμό 315/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (σε Συμβούλιο), με την οποία έγινε δεκτή δήλωση αποχής της Εφέτη Πειραιώς Ιωάννας Μάμαλη, που είχε οριστεί Εισηγήτρια από τον Πρόεδρο του 2ου Πολιτικού Τμήματος του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς για την εκδίκασή τους. Δυνάμει δε της με αριθμό …./9-6-2022 Πράξης της Προέδρου Εφετών Πειραιώς Αγγελικής Κόφφα έλαβε χώρα αυτεπάγγελτος επαναπροσδιορισμός προς συζήτηση των άνω υποθέσεων και ορίστηκε ημερομηνία συζήτησης των πιο πάνω εφέσεων η 21η Σεπτεμβρίου 2023. Επειδή στη δικάσιμο αυτή (21-9-2023) οι υποθέσεις δεν εισήχθησαν προς συζήτηση λόγω συμμετοχής των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, δυνάμει της με αριθμό …./27-9-2023 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Ιωάννη Αποστολόπουλου, Προέδρου Εφετών, έλαβε χώρα αυτεπάγγελτος επαναπροσδιορισμός προς συζήτηση των άνω υποθέσεων και ορίστηκε ημερομηνία συζήτησης των πιο πάνω εφέσεων η 11η Ιανουαρίου 2024.

Στην τελευταία αυτή δικάσιμο (11-1-2024) οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης – εφεσίβλητου . …………….. δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ο εφεσίβλητος – καθ’ ου οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης  – εκκαλών ……………… δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά αυτοπροσώπως ως δικηγόρος προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται και ο εφεσίβλητος – καθ’ ου οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης  – εκκαλών ……. παραστάθηκε στο ακροατήριο αυτοπροσώπως ως δικηγόρος και ως πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης  – καθ’ ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης – εκκαλούσας . …………….., και αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή νόμιμα επανεισάγονται οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με τη με αριθμό …/27-9-2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Ιωάννη Αποστολόπουλου, Προέδρου Εφετών, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης (11-1-2024), μετά τη ματαίωση της συζήτησής τους κατά τη δικάσιμο της 21ης Σεπτεμβρίου 2023 λόγω συμμετοχής των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία (άρθρο 260 παρ. 4 ΚΠολΔ), Α) η από 24-9-2019 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2019 και ειδικό …/2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019, Β) οι από 13-12-2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021 του παρόντος Δικαστηρίου πρόσθετοι λόγοι έφεσης, Γ) η από 27-9-2019 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 και Δ) η από 26-9-2019 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019, πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αφού αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια τακτική διαδικασία και στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλουμένης απόφασης (2602/2019) και γιατί έτσι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 1 και 3, 246, 520 παρ. 2, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι η συζήτηση διεξάγεται κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, καθότι στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, όπως η προκείμενη, μετά την έκδοση της με αριθμό 315/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς (σε Συμβούλιο), δυνάμει της οποίας έγινε δεκτή δήλωση αποχής της Εφέτη Πειραιώς Ιωάννας Μάμαλη, που είχε οριστεί Εισηγήτρια από τον Πρόεδρο του 2ου Πολιτικού Τμήματος του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς για την εκδίκασή τους κατά την αρχική δικάσιμο της 13ης Ιανουαρίου 2022, ο διάδικος που παρίσταται νόμιμα σε ένα από τα δύο στάδια, ενώ απουσιάζει από το άλλο, δικάζεται κατ’ αντιμωλίαν και ως εκ τούτου, νόμιμα ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων – εκκαλούντων – εφεσίβλητων κατέθεσαν προτάσεις στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης (11-1-2024), μολονότι δεν είχαν καταθέσει προτάσεις στην αρχική συζήτηση της υπόθεσης (13-1-2022), παρά τα αντίθετα, αβασίμως προβαλλόμενα, από τον ενάγοντα – εκκαλούντα – εφεσίβλητο (ΑΠ 420/1983 ΕλλΔνη 1983. 462, ΕφΑθ 476/1986, ΤριμΕφΠειρ 206/2016 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Η υπό στοιχεία Α έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος Ε. …………….. και ήδη εκκαλούντος κατά των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 2602/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 27-9-2019, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στους εναγόμενους, που έλαβε χώρα την 30-7-2019 με επιμέλεια του ενάγοντος, όπως προκύπτει από τις με αριθμό …. Ε/30-7-2019 και ….. Ε/30-7-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……., ακριβούς αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης προς τον πρώτο εναγόμενο . …………….., πρωτοδίκως παριστάμενο αυτοπροσώπως ως δικηγόρο (ΑΜΔΣΠ : …..) και προς τον . …………….. ως πληρεξούσιο δικηγόρο πρωτοδίκως (ΑΜΔΣΑ : ….) και ως εκ της ιδιότητάς του αυτής νόμιμο αντίκλητο των λοιπών εναγόμενων . …………….. και . …………….. (άρθρο 143 ΚΠολΔ), τις οποίες (εκθέσεις επίδοσης) επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 128 παρ. 4 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι α) η προαναφερόμενη προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, που αρχίζει από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, τρέχει εναντίον και εκείνου με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση και άρα εν προκειμένω και εναντίον του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος (άρθρο 144 παρ. 2 ΚΠολΔ) και β) το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ………./27-9-2019 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με μνεία στο με αριθμό …………/2019 e – παράβολο ποσού 150,00 ευρώ). Περαιτέρω, ο εκκαλών, με το από 13-12-2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021 του παρόντος Δικαστηρίου ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε παραδεκτά πρόσθετους λόγους έφεσης που αφορούν κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης που έχουν ήδη προσβληθεί με την ένδικη έφεση και το οποίο (δικόγραφο) κοινοποιήθηκε εμπροθέσμως στους εφεσίβλητους – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από την αρχική συζήτηση της ένδικης έφεσης (άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ), την 13-12-2021, όπως προκύπτει από τις με αριθμό … ΣΤ/13-12-2021, …. ΣΤ/13-12-2021 και …. ΣΤ/13-12-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, τις οποίες (εκθέσεις επίδοσης) επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών – ασκών πρόσθετους λόγους έφεσης (άρθρο 128 παρ. 4 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτοί (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η υπό στοιχεία Α έφεση και οι υπό στοιχεία Β πρόσθετοι λόγοι αυτής και να ερευνηθούν περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες με τις λοιπές εφέσεις, κατά τα προεκτεθέντα.

ΙΙΙ. Οι υπό στοιχεία Γ και Δ εφέσεις των εν μέρει ηττηθέντων εναγόμενων …….. (υπό στοιχεία Γ) και … και Π. …………….. (υπό στοιχεία Δ) και ήδη εκκαλούντων κατά του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και κατά της με αριθμό 2602/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκαν δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση έκαστου ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 27-9-2019 και την 30-9-2019 αντίστοιχα, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στους εναγόμενους, που έλαβε χώρα την 30-7-2019 με επιμέλεια του ενάγοντος, όπως προκύπτει από τις με αριθμό … Ε/30-7-2019 και ….. Ε/30-7-2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., ακριβούς αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης προς τον πρώτο εναγόμενο. …………….., πρωτοδίκως παριστάμενο αυτοπροσώπως ως δικηγόρο (ΑΜΔΣΠ : …)  και προς τον . …………….. ως πληρεξούσιο δικηγόρο πρωτοδίκως (ΑΜΔΣΑ : ….) και ως εκ της ιδιότητάς του αυτής νόμιμο αντίκλητο των λοιπών εναγόμενων . …………….. και . …………….. (άρθρο 143 ΚΠολΔ), τις οποίες (εκθέσεις επίδοσης) επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών …………….. (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 128 παρ. 4 ΚΠολΔ), ενόψει του ότι το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό κάθε εφέσεως έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα και τους εκκαλούντες αντίστοιχα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : …………./27-9-2019 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με μνεία στο με αριθμό ………../2019 e – παράβολο ποσού 150,00 ευρώ και τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ……../30-9-2019 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με μνεία στο με αριθμό …………./2019 e – παράβολο ποσού 150,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) οι υπό στοιχεία Γ και Δ εφέσεις και να ερευνηθούν περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτές (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενες με την υπό στοιχεία Α έφεση και τους υπό στοιχεία Β πρόσθετους αυτής λόγους, κατά τα προεκτεθέντα.

IV. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 24-10-2017 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2017 και ειδικό …../2017 αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι ο πρώτος εναγόμενος περιέλαβε στα συνταχθέντα, τυπωθέντα με το δικηγορικό του λογότυπο, σφραγισθέντα με τη δικηγορική του σφραγίδα και υπογραφέντα από εκείνον, ως δικηγόρο και δη με την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου του δεύτερου εναγόμενου . …………….. δικόγραφα και συγκεκριμένα : α) στις από 27-1-2012 έγγραφες εξηγήσεις του δεύτερου εναγομένου προς το Πειθαρχικό Τμήμα του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς (ΔΣΠ), γνώση των οποίων έλαβε ο ενάγων μετά την 26-10-2012 και β) στο από 17-7-2012 απολογητικό υπόμνημα του δεύτερου εναγόμενου ενώπιον του Πταισματοδίκη του 8ου Τμήματος του Πταισματοδικείου Πειραιώς, τις αναφερόμενες στην αγωγή εξυβριστικές και απαξιωτικές εκφράσεις και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος του και ισχυρισμούς για ψευδή γεγονότα που αφορούν τον ίδιο, εν γνώσει του ότι ήταν ψευδή, τους οποίους διέδωσε ενώπιον των αναφερομένων στο δικόγραφο τρίτων προσώπων και οι οποίοι έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή του, καθώς και την προσωπικότητά του. Ακολούθως, ιστορούσε ότι την 7-2-2013, ενώ ανέμενε με συνήγορό του για να συζητηθούν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς αντίθετες εφέσεις και πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά της με αριθμό 4338/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του δεύτερου εναγομένου, ο πρώτος εναγόμενος τον πλησίασε και απευθύνθηκε προς αυτόν (ενάγοντα), με υβριστικές και μειωτικές λέξεις και φράσεις, που αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, εν γνώσει του ότι ενέχουν απαξία προς το πρόσωπό του, των οποίων έλαβαν γνώση τρίτοι και κατά τον τρόπο αυτό επήλθε βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς του. Επίσης, ισχυριζόταν ότι ο δεύτερος εναγόμενος α) την 22-11-2012 (εκ παραδρομής αναγράφεται 22-12-2012) κατέθεσε στον Πειραιά και επέδωσε προς τον ενάγοντα την από 20-11-2012 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …./2012 αναληθή αγωγή του ίδιου (……………..) κατά του ενάγοντος…………….. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για δήθεν ηθική του βλάβη, β) την 23-1-2013 κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις από 22-1-2013 ψευδείς προτάσεις του ως εναγόμενου στην ενώπιον του Δικαστηρίου εκείνου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2012 αγωγή του εδώ ενάγοντος και γ) την 23-1-2013 κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις από 22-1-2013 ψευδείς προτάσεις του ως ενάγοντος στην ενώπιον του Δικαστηρίου εκείνου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2009 αγωγή του ίδιου (……………..) κατά του εδώ ενάγοντος…………….., στα οποία (δικόγραφα αγωγής και προτάσεων) περιέχονται οι αναλυτικά αναφερόμενοι στην αγωγή ψευδείς και συκοφαντικοί ισχυρισμοί και εξυβριστικοί χαρακτηρισμοί για το πρόσωπο του ενάγοντος εν γνώσει της αναληθείας τους και της ηθικής απαξίας τους, των οποίων έλαβαν γνώση τα αναφερόμενα στην αγωγή τρίτα πρόσωπα, τελώντας ο δεύτερος εναγόμενος τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και της εξύβρισης σε βάρος του ενάγοντος, καθώς προκύπτει και σκοπός εξύβρισης από τις ανωτέρω φράσεις και κατά τον τρόπο αυτό επήλθε βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς του. Ακόμα, εξέθετε ότι την 7-2-2013 και στο προαναφερόμενο περιστατικό, που έλαβε χώρα αναμένοντας την εκδίκαση αστικών υποθέσεων από το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς και εντός του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιώς, είχε ενεργό συμμετοχή και ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος επιχείρησε να επιτεθεί εναντίον του ενάγοντος με πρόθεση να χειροδικήσει, αλλά και τον απείλησε φραστικά και απευθύνθηκε προς τον ενάγοντα με υβριστικές και μειωτικές λέξεις και φράσεις, που αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, εντελώς απρόκλητα και δημόσια, ενώπιον τρίτων και του παριστάμενου συνηγόρου του ενάγοντος και εν γνώσει του ότι ενέχουν απαξία προς το πρόσωπό του, των οποίων έλαβαν γνώση τρίτοι και κατά τον τρόπο αυτό επήλθε βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς του. Επιπρόσθετα, ισχυριζόταν ότι ο δεύτερος εναγόμενος τέλεσε τα αδικήματα της παραβίασης επαγγελματικής εχεμύθειας και της απιστίας δικηγόρου σε βάρος του ενάγοντος με την κατάθεση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 23-1-2013 των από 22-1-2013 προτάσεών του ως εναγόμενου στη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2012 αγωγή του εδώ ενάγοντος, στις οποίες αναφέρεται στην από 16-10-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του, την οποία ο ενάγων του είχε εμπιστευθεί σε σφραγισμένο φάκελο να την φυλάει και εκείνος ουδέποτε την επέστρεψε στον ενάγοντα, αν και του ζητήθηκε τούτο εγγράφως, αλλά αντίθετα την υπεξαίρεσε, παραβίασε το απόρρητό της και έκτοτε την εμφάνισε και την εμφανίζει σαν δικό του αποδεικτικό μέσο εναντίον του ενάγοντος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Επιπλέον, ισχυριζόταν ότι ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων κατέθεσαν την 23-1-2013 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις από 21-1-2013 κοινές προτάσεις τους ως εναγόμενων στην ενώπιον του Δικαστηρίου εκείνου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2009 αγωγή του εδώ ενάγοντος, στις οποίες (προτάσεις) περιέχονται οι αναλυτικά αναφερόμενοι στην αγωγή ψευδείς και συκοφαντικοί ισχυρισμοί και εξυβριστικοί χαρακτηρισμοί για το πρόσωπο του ενάγοντος εν γνώσει της αναληθείας τους και της ηθικής απαξίας τους, των οποίων έλαβαν γνώση τα αναφερόμενα στην αγωγή τρίτα πρόσωπα, τελώντας ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και της εξύβρισης σε βάρος του ενάγοντος, καθώς προκύπτει και σκοπός εξύβρισης από τις ανωτέρω φράσεις και κατά τον τρόπο αυτό επήλθε βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς του. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζήτησε 1) να αναγνωριστεί ότι έκαστος των εναγόμενων οφείλει να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την άσκηση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που του προκάλεσαν, 2) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απειλή προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός (1) έτους και χρηματικής ποινής ποσού 5.900 ευρώ για κάθε παράβαση, αφενός να άρουν το σύνολο της σε βάρος του επίδικης προσβολής με αίτηση έγγραφης συγγνώμης για καθεμία από τις επίδικες προσβλητικές φράσεις, αφετέρου να απόσχουν στο μέλλον από κάθε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, με χρήση όμοιων ή παρεμφερών οξέων εκφράσεων, χαρακτηρισμών και ισχυρισμών και με διενέργεια όμοιων, με τις επίμαχες, πράξεων και αναφορών τους, ιδιαίτερα δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παραλείπουν διατυπώσεις τους, που αναφέρονται στο πρόσωπο του ενάγοντος με ισχυρισμούς, λέξεις και φράσεις, όπως αυτές που αναλυτικά εκτίθενται στο αιτητικό της ένδικης αγωγής, καθώς και να καταδικαστούν οι αντίδικοί του στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης ανερχόμενης σύμφωνα με τις προτάσεις του και τον περιλαμβανόμενο σε αυτές κατάλογο εξόδων στο ποσό των 1.209 ευρώ πλέον της αμοιβής του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμό 2602/2019 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και Α) αναγνώρισε την υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επέβαλε σε βάρος του πρώτου εναγόμενου μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος ποσού 350,00 ευρώ, υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να παραλείπει κάθε μελλοντική προσβολή της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος και τη με οποιονδήποτε τρόπο υποστήριξη ή διάδοση ισχυρισμών ή γεγονότων όμοιου ή παρεμφερούς περιεχομένου με τους αναφερόμενους στο διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης και απείλησε κατά του πρώτου εναγόμενου χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών για κάθε σχετική παραβίαση της εκκαλουμένης απόφασης αναφορικά με την ανωτέρω διάταξή της, Β) αναγνώρισε την υποχρέωση του δεύτερου εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε το δεύτερο εναγόμενο να παραλείπει κάθε μελλοντική προσβολή της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος και τη με οποιονδήποτε τρόπο υποστήριξη ή διάδοση ισχυρισμών ή γεγονότων όμοιου ή παρεμφερούς περιεχομένου με τους αναφερόμενους στο διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης και απείλησε κατά του δεύτερου εναγόμενου χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών για κάθε σχετική παραβίαση της εκκαλουμένης απόφασης αναφορικά με την ανωτέρω διάταξή της, Γ) αναγνώρισε την υποχρέωση της τρίτης εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε την τρίτη εναγόμενη να παραλείπει κάθε μελλοντική προσβολή της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος και τη με οποιονδήποτε τρόπο υποστήριξη ή διάδοση ισχυρισμών ή γεγονότων όμοιου ή παρεμφερούς περιεχομένου με τους αναφερόμενους στο διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης και απείλησε κατά της τρίτης εναγόμενης χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών για κάθε σχετική παραβίαση της εκκαλουμένης απόφασης αναφορικά με την ανωτέρω διάταξή της, και επέβαλε σε βάρος του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των 600,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής (2602/2019) παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών – ασκών πρόσθετους λόγους έφεσης με την κρινόμενη υπό στοιχεία Α έφεσή του και τους υπό στοιχεία Β πρόσθετους αυτής λόγους, για τους περιεχόμενους σε αυτά (δικόγραφα) λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί τη μερική εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή του. Παράλληλα, κατά της ανωτέρω απόφασης (2602/2019) παραπονείται ο πρώτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη υπό στοιχεία Γ έφεσή του, για τους περιεχόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την ολική εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον του ασκηθείσα αγωγή. Τέλος, κατά της ανωτέρω απόφασης (2602/2019) παραπονούνται ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη υπό στοιχεία Δ έφεσή τους, για τους περιεχόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την ολική εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον τους ασκηθείσα αγωγή.

V. Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ όποιος προσβάλλεται παρανόμως στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται, κατά δε το άρθρο 59 ίδιου Κώδικα και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ “όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, κατά δε το άρθρο 932 ίδιου Κώδικα “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…”. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως απάτη, εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 386, 361, 362 και 363 του ΠΚ. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως, απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ιδίου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Όμως ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικώς και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτήν την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παρανόμως την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαιτίως αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον παθόντα και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ  περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως του τόσο ως ποινικού όσο και ως αστικού αδικήματος, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικώς για την ενότητα της εννόμου τάξεως και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Επομένως, αιρομένου του αδίκου χαρακτήρος των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 367 παρ. 2 του ΠΚ) αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (ΑΠ 149/2020, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 389/2016, ΑΠ 726/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Και στην περίπτωση όμως αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία, ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η ανωτέρω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν από τον τρόπο και από τις περιστάσεις που έγινε αυτή, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξυβρίσεως εμφαίνεται στον τρόπο εκδηλώσεως της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικώς αναγκαίος για την απόδοση της σκέψεως αυτού που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ο οποίος, παρά ταύτα, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 149/2020 ο.π., ΑΠ 15/2018, ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1078/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

VI. Από τη με αριθμό …………/1-2-2018 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων του (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις με αριθμό …/29-1-2018, …/29-1-2018 και …/29-1-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………., τις οποίες (ένορκη βεβαίωση και εκθέσεις επίδοσης) επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) και μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα και τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων, και οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων προγενέστερων μεταξύ τους δικών και οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1028/2013, ΑΠ 343/2000 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), από τις φωτογραφίες, που μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται από τον ενάγοντα και η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 στοιχ. γ, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων τυγχάνει επιχειρηματίας, ο δε δεύτερος των εναγόμενων δικηγόρος Πειραιώς [ο οποίος στη συνέχεια απώλεσε την ιδιότητά του και δη από την 7-5-2014, ημερομηνία δημοσίευσης της με αριθμό 609/2014 απόφασης του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με την οποία κατέστη αμετάκλητη η με αριθμό 608β, 737/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς (ΦΕΚ τεύχος Γ 1160/28-8-2014) και την οποία – δικηγορική ιδιότητα – έχει ανακτήσει εκ νέου] και η τρίτη των εναγόμενων σύζυγος του δεύτερου, συμβολαιογράφος Πειραιώς, με την οποία συστεγάζεται επαγγελματικά. Μεταξύ των εν λόγω διαδίκων υπήρχε επαγγελματική συνεργασία, η οποία άρχισε, όταν κατά το έτος 1996 ο ενάγων ανέθεσε στο δεύτερο εναγόμενο οικογενειακή του υπόθεση, προκειμένου να τη διεκπεραιώσει ο τελευταίος δικαστικά, ενώ επακολούθησε η ανάθεση σε τούτον, υπό την ως άνω ιδιότητά του, και άλλων νομικών υποθέσεων του ενάγοντος, προς ικανοποίηση ή εξασφάλιση οικονομικών του αξιώσεων έναντι τρίτων, είτε δια της δικαστικής οδού είτε με επίτευξη συμβιβασμού και ο κατά το έτος 1999 διορισμός του δεύτερου εναγόμενου από τον ενάγοντα ως γενικού πληρεξουσίου και αντικλήτου του δυνάμει της σχετικής με αριθμό …………/22-7-1999 συμβολαιογραφικής πράξης της τρίτης εναγόμενης. Κατά το έτος 2002 διαταράχθηκαν έντονα οι μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου σχέσεις, με αποτέλεσμα την 4-2-2003, δυνάμει της με αριθμό …………/4-2-2003 πράξης ανάκλησης πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., να ανακαλέσει ο ενάγων την ως άνω παρασχεθείσα στον εν λόγω εναγόμενο πληρεξουσιότητα και στη συνέχεια, την 7-2-2003, με την αντίστοιχη και ίδιας ημερομηνίας εξώδικη δήλωση ανάκλησης πληρεξουσιότητας και πρόσκληση, να ανακαλέσει και την υπό κάθε μορφή και έννοια εντολή και πληρεξουσιότητα τυχόν θεωρούσε ο δεύτερος των εναγόμενων ότι του είχε ο ενάγων δώσει και να καλέσει τούτον να του παραδώσει δικά του έγγραφα. Έκτοτε, οι ήδη τεταμένες σχέσεις των εν λόγω διαδίκων διερράγησαν οριστικά και μετατράπηκαν σε μακρά αντιδικία με αλλεπάλληλες εκατέρωθεν αγωγές, εγκλήσεις και μηνύσεις. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγόμενων, δικηγόρος Πειραιά (ΑΜΔΣΠ : ……), είναι επί σειρά ετών πληρεξούσιος δικηγόρος των λοιπών εναγόμενων, έχοντας αναλάβει το χειρισμό υποθέσεων των εν λόγω εντολέων του στα πλαίσια της μακρόχρονης αντιδικίας τους με τον ενάγοντα. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος έχει συντάξει, έχει τυπώσει με το δικηγορικό του λογότυπο, έχει σφραγίσει με τη δικηγορική του σφραγίδα και έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος δικηγόρος του δεύτερου εναγόμενου α) τις από 27-1-2012 και με αριθμό πρωτ. …./27-1-2012 έγγραφες εξηγήσεις, που ο δεύτερος εναγόμενος, τότε δικηγόρος Πειραιά, κλήθηκε να καταθέσει στο Πειθαρχικό Τμήμα του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά επί ερωτημάτων που θέτει ο ενάγων, και β) το από 17-7-2012 απολογητικό υπόμνημα, που ο δεύτερος εναγόμενος κατέθεσε στον Πταισματοδίκη του 8ου Τμήματος Πειραιά, για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο και της παραβίασης της επαγγελματικής εχεμύθειας. Στα δικόγραφα αυτά, στα οποία ο δεύτερος εναγόμενος εκθέτει την αντιδικία του με τον ενάγοντα, περιέχονται απαξιωτικές εκφράσεις και χαρακτηρισμοί σε βάρος του ενάγοντος, καθώς και προσβλητικοί ισχυρισμοί και κατηγορίες του δεύτερου εναγόμενου σε βάρος του ενάγοντος, για τις οποίες, όπως εκτίθεται στην ένδικη αγωγή, αστικά ευθύνεται ο πρώτος εναγόμενος. Ωστόσο, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, αν και συνήθως ιδιόχειροι συντάκτες είτε των εξώδικων δικογράφων είτε αυτών της αγωγής, προτάσεων και άλλων, απευθυνόμενων ενώπιον κάποιας δικαστικής αρχής, είναι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, οι οποίοι άλλωστε έχουν αρμοδίως πιστοποιηθεί για αυτό, εντούτοις, οι τελευταίοι, μη όντες οι ίδιοι διάδικοι, λαμβάνουν τις αναγκαίες για τη σύνταξη των δικογράφων πληροφορίες αναφορικά με τα κρίσιμα κάθε φορά πραγματικά περιστατικά από τους εντολείς τους, μη δυνάμενοι συνήθως οι ίδιοι (δικηγόροι) αντικειμενικά να ελέγξουν την ακρίβεια εκείνων που τους εξιστορούνται από τους εντολείς τους, καθώς στην πλειονότητα των περιπτώσεων μόνο οι διάδικοι είναι γνώστες αυτών ως έχοντες βιωματική εμπειρία γι’ αυτά και οι τελευταίοι έχουν το βάρος να τα εξιστορήσουν στο πραγματικό τους μέτρο και στις πραγματικές τους διαστάσεις στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, καθότι οι διάδικοι οφείλουν να εκθέτουν στο δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα, που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν, με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια (άρθρο 116 ΚΠολΔ). Έκτοτε, ο κάθε πληρεξούσιος δικηγόρος, στα πλαίσια και στα όρια της εντολής του και με βάση το είδος της κάθε υπόθεσης, κατά την άσκηση των καθηκόντων του διατηρεί την ελευθερία χειρισμού της υπόθεσης και δεν υπόκειται σε υποδείξεις και εντολές αντίθετες προς το νόμο και μη συμβατές προς το συμφέρον του εντολέα του (άρθρο 5 στοιχ. ε του Ν. 4194/2013 / Κώδικας Δικηγόρων), ενώ καθορίζει τη νομική πορεία της υπόθεσης επιλέγοντας τη νομική οδό, που θα ακολουθήσει και τις δικονομικές ενέργειες (εξώδικη δήλωση, αγωγή, ανταγωγή, μήνυση, κ.α.), στις οποίες θα προβεί, προς επίλυση αυτής προς όφελος των συμφερόντων του εντολέως του και προβάλλοντας στο αρμόδιο δικαστήριο τους νομικούς ισχυρισμούς και τα νομικά επιχειρήματα, που επιστηρίζονται στα ιστορούμενα από τον εκάστοτε εντολέα του περιστατικά και εξυπηρετούν τον προρρηθέντα σκοπό του. Ακόμα, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, ο διάδικος είναι εκείνος που θα επιλέξει και θα καθορίσει στον πληρεξούσιο δικηγόρο του όχι μόνο τη γενική κατεύθυνση και το περιεχόμενο, αλλά και το ύφος γραφής του κάθε δικογράφου, που τον αφορά. Συνακόλουθα, σε περιπτώσεις υποβολής ψευδών, απατηλών ή συκοφαντικών δικογράφων (αγωγών, μηνύσεων, κ.α.) ευθύνεται, κατά κανόνα, ο διάδικος και όχι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ακόμη κι αν ο τελευταίος έχει προσυπογράψει ή συνυπογράψει το έγγραφο. Διαφορετική λύση θα οδηγούσε στο προφανώς άτοπο συμπέρασμα να διώκονται από τους αντιδικούντες διαδίκους οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, για το λόγο ότι υπέγραψαν ή συνυπέγραψαν κάποιο δικόγραφο ή κείμενο κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός τους. Επιπρόσθετα, στην κρινόμενη περίπτωση, αναφορικά με τα πιο πάνω ένδικα δικόγραφα των έγγραφων εξηγήσεων και του απολογητικού υπομνήματος, εντολέας του πρώτου εναγόμενου είναι ο δεύτερος εναγόμενος, γνώστης της νομικής επιστήμης, ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο (έτος 2012) είχε ακόμα τη δικηγορική ιδιότητα και ειδικότερα προέκυψε ότι διέθετε μακρόχρονη εμπειρία στην κατάρτιση δικογράφων και στο χειρισμό αστικών και ποινικών υποθέσεων, ενώ είχε και προσωπική γνώση και ιδία αντίληψη όλων των περιστατικών που αφορούσαν τόσο στις συγκεκριμένες δύο (2) υποθέσεις του ίδιου ενώπιον του Πειθαρχικού Τμήματος του ΔΣΠ και του ως άνω Πταισματοδίκη όσο και στην εν γένει αντιδικία του με τον ενάγοντα. Άλλωστε, ενισχυτικό της πιο πάνω κρίσης του Δικαστηρίου τούτου είναι και το γεγονός ότι από την απλή αντιπαραβολή μεταξύ των ανωτέρω δύο ένδικων δικογράφων, ήτοι των έγγραφων εξηγήσεων και του απολογητικού υπομνήματος, που υπογράφει ο πρώτος εναγόμενος, και άλλων δικογράφων, που υπογράφει ο δεύτερος εναγόμενος στα πλαίσια της αντιδικίας του με τον ενάγοντα, όπως τα κατωτέρω εκτιθέμενα δικόγραφα αγωγής και προτάσεων του δεύτερου εναγόμενου, προκύπτει ευχερώς ότι το ύφος των δύο άνω δικογράφων του πρώτου εναγόμενου προσομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με το ύφος των λοιπών δικογράφων του δεύτερου εναγόμενου. Ακόμα, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο πρώτος εναγόμενος υιοθετεί και ενστερνίζεται το κείμενο των ένδικων δύο δικογράφων τόσο ως προς το ύφος τους όσο και ως προς το περιεχόμενό τους. Σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε κάποιας μορφής ιδία γνώση και αντίληψη για τα φερόμενα ως ψευδή περιστατικά που φέρεται να έχει συμπεριλάβει στα δύο αυτά δικόγραφα, αλλά για τη σύνταξη αυτών των δικογράφων περιορίστηκε στις πληροφορίες που του χορήγησε ο εντολέας του δεύτερος εναγόμενος. Ωσαύτως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο πρώτος εναγόμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των φερόμενων ως ψευδών ισχυρισμών σε βάρος του ενάγοντος και παρά ταύτα, εκείνος συμπεριέλαβε στα εν λόγω δικόγραφα, που συνέταξε, εν γνώσει του τους φερόμενους ως ανακριβείς ισχυρισμούς ούτε πολύ περισσότερο αποδείχθηκε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του πρώτου εναγόμενου σκοπός εξύβρισης σε βάρος του ενάγοντος. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν γίνει δεκτό ότι υπάρχει υπέρβαση του επιβαλλόμενου μέτρου ευπρέπειας, την οποία πάντως δεν διαπιστώνει το παρόν Δικαστήριο από την εκτίμηση του εν γένει περιεχομένου των ένδικων δύο δικογράφων, ενόψει και του ότι πρόκειται για δικόγραφα που συντάχθηκαν προς υπεράσπιση κατηγορούμενου αφενός ως πειθαρχικά ελεγχόμενου αφετέρου ως ποινικά διωκόμενου, όπου σαφώς προέχει το δικαίωμα του κατηγορούμενου να αποκρούσει την εναντίον του κατηγορία προβάλλοντας τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς, αυτή (τυχόν υπέρβαση) δεν δύναται να αποδοθεί σε δόλο ή αμέλεια του πρώτου εναγόμενου, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν. Σημειωτέον ότι ο ενάγων συμπεριέλαβε τις φερόμενες ως συκοφαντικές και εξυβριστικές εκφράσεις των ως άνω έγγραφων εξηγήσεων του δεύτερου εναγόμενου, που υπογράφει ο πρώτος εναγόμενος, στην από 17-12-2012 εξώδικη δήλωσή του, την οποία κοινοποίησε προς τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς και η οποία στη συνέχεια έλαβε τη μορφή έγκλησης με στοιχεία ΑΒΜ ………. Επί αυτής της εγκλήσεως εκδόθηκε η με αριθμό …./8-10-2014 εν μέρει απορριπτική Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η ανωτέρω έγκληση του ενάγοντος κατά το σκέλος των αδικημάτων που αποδίδονται στον πρώτο εναγόμενο, μεταξύ των οποίων το υπό εξέταση αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης δια της σύνταξης και υπογραφής των άνω έγγραφων εξηγήσεων στο Πειθαρχικό Τμήμα του ΔΣΠ, το οποίο ο ενάγων επικαλείται στην κρισιολογούμενη αγωγή του. Κατά συνέπεια και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, η ένδικη αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου εναγόμενου με βάση την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος εξαιτίας της τέλεσης των αδικημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης και της εξύβρισης με τη σύνταξη και υπογραφή από τον πρώτο εναγόμενο με την ιδιότητα του πληρεξούσιου δικηγόρου του δεύτερου εναγόμενου, των ανωτέρω έγγραφων εξηγήσεων στο Πειθαρχικό Τμήμα του ΔΠΣ και του ανωτέρω απολογητικού υπομνήματος ενώπιον του αρμόδιου Πταισματοδίκη Πειραιώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Μετά ταύτα παρέλκει η εξέταση της ένστασης παραγραφής, που προβάλλει ο πρώτος εναγόμενος, ισχυριζόμενος ότι ο ενάγων, με την πιο πάνω από 17-12-2012 εξώδικη δήλωσή του, εμφανίζεται να γνωρίζει την τέλεση της σε βάρος του αδικοπραξίας σε χρόνο πέραν της πενταετίας από την επίδοση στον πρώτο εναγόμενο της ένδικης αγωγής, που διενεργήθηκε την 25-10-2017, καθότι αναφέρει στην πρώτη σελίδα της εν λόγω εξώδικης δήλωσής του ότι την 21-9-2012 έλαβε γνώση για πρώτη φορά του περιεχομένου δικογραφίας με αριθμό …….., που τον αφορούσε. Πλην όμως, ακόμα κι αν ήθελε κριθεί ότι τελέστηκε αδικοπραξία σε βάρος του ενάγοντος με τα ανωτέρω δύο ένδικα δικόγραφα, η προβαλλόμενη ένσταση παραγραφής θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, εφόσον δεν επιβεβαιώθηκε από τα προσαγόμενα μετ’ επικλήσεως από τον έχοντα το βάρος απόδειξης ενιστάμενο έγγραφα ότι μέρος της ληφθείσας από τον ενάγοντα την 21-9-2012 δικογραφίας με στοιχεία ……… αποτελούσαν τα δύο ανωτέρω δικόγραφα (έγγραφων εξηγήσεων και απολογητικού υπομνήματος), γεγονός άλλωστε που ούτε ο ίδιος ο ενάγων επικαλείται στην εξώδικη αυτή δήλωσή του, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο πρώτος εναγόμενος. Πέραν αυτού, αποδείχθηκε από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα έγγραφα, που δεν αναιρούνται από άλλα στοιχεία της δικογραφίας ότι ο ενάγων έλαβε γνώση α) των άνω έγγραφων εξηγήσεων μετά την 26-10-2012 με τη γνωστοποίηση προς τον ίδιο (ενάγοντα) από το Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Εφετείων Αθηνών – Πειραιώς δυνάμει του με αριθμό πρωτ. ……../26-10-2012 σχετικού εγγράφου του εν λόγω Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, αντιγράφου του από 22-10-2012 με αριθμό πρωτ. ……./25-10-2012 εγγράφου – αναφοράς της τρίτης εναγόμενης, στην οποία μνημονεύονται ως επισυναπτόμενο έγγραφο με αριθμό (5) οι έγγραφες εξηγήσεις του δεύτερου εναγόμενου στο Πειθαρχικό Τμήμα του ΔΣΠ και την οποία (αναφορά) κατέθεσε η τρίτη εναγόμενη στον άνω Συμβολαιογραφικό Σύλλογο σε απάντηση της προγενέστερης με αριθμό πρωτ. ……./4-10-2012 αναφοράς του ενάγοντος προς αυτόν (Σύλλογο) και β) του άνω απολογητικού υπομνήματος μετά την 8-5-2015, όταν του χορηγήθηκαν κατόπιν αιτήματός του από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς αντίγραφα της ποινικής δικογραφίας ΤΕΠ …/2015 με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος. Κατ’ ακολουθίαν, οι ενδέκατος έως και δέκατος έβδομος λόγοι της υπό στοιχεία Α έφεσης και εν μέρει ο πρώτος πρόσθετος λόγος και οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος πρόσθετοι λόγοι έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα αναφορικά με την επικαλούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου τελεσθείσα δια της σύνταξης και υπογραφής των ανωτέρω ένδικων δικογράφων (έγγραφων εξηγήσεων και απολογητικού υπομνήματος) για λογαριασμό του δεύτερου εναγόμενου, τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Περαιτέρω, αναφορικά με το επικαλούμενο περιστατικό της 7ης-2-2013 και τη συμμετοχή του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων σε αυτό, λεκτέα τα ακόλουθα : Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κατά το μήνα Δεκέμβριο 2012 είχαν εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες του επιδίκαζαν σημαντικά χρηματικά ποσά και κατόπιν επίδοσης προς τον οφειλέτη δεύτερο εναγόμενο επιταγών προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου των σχετικών απογράφων και τη μη εκούσια συμμόρφωση του καθ’ ου η εκτέλεση, ο ενάγων προέβη δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του ………. σε αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας των τότε υφιστάμενων τραπεζών των χρηματικών διαθεσίμων που υφίσταντο σε τραπεζικούς λογαριασμούς δικαιούχος των οποίων ήταν ο δεύτερος εναγόμενος, χωρίς όμως ικανοποιητικό αποτέλεσμα, διότι το κατασχεθέν ποσό ήταν πολύ μικρότερο σε σχέση με το ύψος των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων. Κατόπιν, την 7-2-2013, ενώ ανέμενε με συνήγορο του ο ενάγων για να συζητηθούν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς αντίθετες εφέσεις και πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά της με αριθμό 4338/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του δεύτερου εναγόμενου, ο πρώτος εναγόμενος τον πλησίασε και απευθύνθηκε προς αυτόν (ενάγοντα), με υβριστικές και μειωτικές λέξεις και φράσεις, εν γνώσει του ότι ενέχουν απαξία προς το πρόσωπό του, των οποίων έλαβαν γνώση τρίτοι και κατά τον τρόπο αυτό επήλθε βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς του. Ειδικότερα, την ανωτέρω ημέρα, ο ενάγων ανέμενε με το συνήγορό του ……….. για να συζητηθούν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς αντίθετες εφέσεις και πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά της με αριθμό 4338/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του δεύτερου εναγόμενου. Κάποια στιγμή και ενώ ο συνήγορός του ……. βρισκόταν στο διάδρομο του τρίτου ορόφου των Δικαστηρίων Πειραιά, έξω από την αίθουσα που συνεδρίαζε το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, τον πλησίασε ο πρώτος εναγόμενος, πληρεξούσιος δικηγόρος του δεύτερου εναγόμενου, και απευθυνόμενος προς αυτόν, του είπε : «Πάρ’ του τα μισά από την κατάσχεση, δικηγόρος είσαι». Τη στιγμή εκείνη ο ενάγων, εξερχόμενος της δικαστικής αίθουσας, άκουσε τη φράση αυτή και αντιλαμβανόμενος ο πρώτος εναγόμενος την παρουσία του ενάγοντος στο διάδρομο, σταμάτησε να μιλάει προς το συνήγορο και απευθύνθηκε προς τον ενάγοντα, λέγοντας του : «Μας φτώχυνες, τώρα, με την κατάσχεση που έκανες…Τι βρήκες ; Δεν μιλάς ; … Δεν μας δίνεις τα μισά, να τα φάμε και να τα πιούμε στην υγειά σου ;». Στη συνέχεια, όταν ο ενάγων μπήκε ξανά μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου με το συνήγορο του, ο πρώτος εναγόμενος πλησίασε και στάθηκε στην πόρτα της εισόδου στην αίθουσα, απ’ όπου τον κοιτούσε, κάνοντας μορφασμούς, χαμογελώντας και κουνώντας το χέρι του προς τον ενάγοντα, σε διακωμωδητική μίμηση αποχαιρετισμού. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, που συνέχιζε αυτήν την πρακτική, μπήκε στην αίθουσα, απευθύνοντάς τους κοροϊδευτικό χαιρετισμό: «γειά σας παιδιά!». Ακολούθως, ενώ συνέχιζαν να περιμένουν τη σειρά τους, κάποια στιγμή ο συνήγορος του ενάγοντος δέχθηκε τηλεφωνική κλήση στο κινητό του τηλέφωνο και βγήκε στο διάδρομο του τρίτου ορόφου, για να απαντήσει στην κλήση. Τότε ο πρώτος εναγόμενος πλησίασε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος και πάλι και είπε προς αυτόν, αναφερόμενος στον ενάγοντα: «Εγώ, πλέον, σπάω πλάκα μαζί του, τον κοροϊδεύω και κάνω χάζι». Κατόπιν, ήρθε η σειρά συζήτησης των πινακίων των δικών τους υποθέσεων και κατέθεσαν τους φακέλους τους με τις προτάσεις και τα σχετικά τους έγγραφα τόσο ο ενάγων όσο και ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων και η υπόθεσή τους συζητήθηκε, οπότε οι πιο πάνω εναγόμενοι αποχώρησαν. Μετά από λίγο, επανήλθε ο δεύτερος εναγόμενος, μόνος του και, ενώ η έδρα ήταν κενή, πλησίασε στην έδρα και πρώτα ζήτησε να του επιστρέψει ο ενάγων αντίγραφο των προτάσεών του, που μόλις προηγουμένως (την ώρα της κατ’ αντιμωλία κατάθεσης) του είχε χορηγήσει, εν συνεχεία δε, επιχείρησε να πάρει μέσα από τον κατατεθειμένο φάκελο του της ήδη συζητηθείσας υπόθεσης, ο οποίος είχε παραμείνει και βρισκόταν αφύλακτος πάνω στην έδρα, τις κατατεθειμένες προτάσεις του, πράξη για την οποία ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε και αντέδρασε, καλώντας την κ. Γραμματέα να επιστρέψει, για να επιληφθεί. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, ο δεύτερος εναγόμενος τηλεφώνησε στον πρώτο εναγόμενο από το κινητό του τηλέφωνο και τον κάλεσε να επιστρέψει στην αίθουσα, όπως και έγινε. Ενώ περίμενε ο ενάγων κοντά στην πόρτα, μπήκε στην αίθουσα ο πρώτος εναγόμενος και απευθύνθηκε προς αυτόν, κατά πρόσωπο, από πολύ κοντινή απόσταση και το πρώτο πράγμα που του είπε ήταν: «Τι ΄ναι, ρε; Τι συμβαίνει εδώ πέρα;». Μετά από λίγο και αφού οι προσπάθειες των ανωτέρω εναγόμενων να πάρουν τις προτάσεις από τον κατατεθειμένο φάκελο απέβησαν άκαρπες, εξήλθαν αμφότεροι οι ως άνω εναγόμενοι από την αίθουσα του δικαστηρίου και εξήλθε και ο ενάγων με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Στο διάδρομο του τρίτου ορόφου, και ενώ ο ενάγων συνομιλούσε με το συνήγορό του και έναν γνωστό του δικηγόρο, τον …………….., ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγόμενων στράφηκαν εναντίον του ενάγοντος, φωνάζοντας πολλές φορές: «Ντροπή σου! Ντροπή σου!» και πάλι: «Να ντρέπεσαι! Να ντρέπεσαι!». Κατόπιν, καθώς ο πρώτος εναγόμενος είχε πλησιάσει προς το μέρος τους, ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος στεκόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή λίγο πιο μακρυά, ξαφνικά όρμησε κατ’ ευθείαν εναντίον του ενάγοντος, σχεδόν τρέχοντας, και με το βλέμμα του προσηλωμένο εχθρικά κατά του προσώπου του τελευταίου (ενάγοντος), φώναξε : «Πρόσεχε ! Πρόσεχε ! Θα δεις τι θα σου κάνω, θα σε κανονίσω, γιατί έχεις κάνει πολλά. Πρόσεχε !», επιχειρώντας επίθεση εναντίον του ενάγοντος. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, καθώς ο συνήγορος του ενάγοντος στεκόταν δίπλα του, κινήθηκε και παρεμβλήθηκε στην επιθετική πορεία του δεύτερου εναγόμενου κατά του ενάγοντος, ώστε να την ανακόψει, συγκρατώντας αυτόν την τελευταία στιγμή από την πραγματοποίηση της εναντίον του ενάγοντος κίνησης. Παρόλα αυτά, ο δεύτερος εναγόμενος συνέχισε να φωνάζει προς τον ενάγοντα απειλητικά : «Πρόσεχε ! Πρόσεχε !». Το δε ένδικο προσβλητικό περιστατικό με την προπεριγραφόμενη συμμετοχή εκάστου από τους πρώτο και δεύτερο εναγόμενους αποδεικνύεται από τη με αριθμό ………/1-2-2018 ένορκη βεβαίωση του …… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, τότε πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος και αυτόπτη και αυτήκοου μάρτυρα των γεγονότων, που διαδραματίστηκαν στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ενώπιον αυτού και του ενάγοντος, η οποία είναι αναλυτική και λεπτομερής ως προς το περιεχόμενό της και την αλληλουχία των πράξεων και δεν καταρρίπτεται από άλλα στοιχεία της δικογραφίας, παρά τη γενική άρνηση του πρώτου εναγόμενου για το ένδικο συμβάν στις προτάσεις του, όπως κατωτέρω στην παρούσα καταδεικνύεται. Εξάλλου, επί των ανωτέρω συνεκδικασθεισών αστικών υποθέσεων, που συζητήθηκαν στον ανωτέρω χρόνο, εκδόθηκε η με αριθμό 586/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (που απέρριψε τις αντίθετες εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους κατά της με αριθμό 4338/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), στην οποία ρητά αναφέρεται ότι δεν προκύπτει κατάθεση προτάσεων του καθ’ ου οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης…………….. επί του συγκεκριμένου δικογράφου, πλην όμως, ο τελευταίος δικάστηκε, ως προς το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, σαν να ήταν παρών. Επίσης, ο ενάγων για το άνω ένδικο περιστατικό υπέβαλε την από 7-2-2013 με ΑΒΜ :  …………. έγκλησή του ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς (κατατεθείσα την 27-2-2013 στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χανίων) και ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις της εξύβρισης (λόγω και έργω) τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση, της απειλής και της απόπειρας υπεξαγωγής εγγράφου. Μετά τη διενέργεια προανάκρισης, ως προς τις πράξεις της εξύβρισης κατ’ εξακολούθηση κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό και της απειλής, η ποινική δίωξη έπαυσε υφ’ όρον κατά το άρθρο 8 παρ. 3 εδ. α του Ν. 4198/2013 λόγω παραγραφής του αξιοποίνου και στη συνέχεια η δικογραφία διαβιβάστηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς λόγω της δικηγορικής ιδιότητας των εγκαλουμένων. Ακολούθως ο Εισαγγελέας Εφετών παρήγγειλε να εισαχθεί η ανωτέρω δικογραφία στο Δικαστικό Συμβούλιο λόγω του ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφου και με το με αριθμό 64/2015 βούλευμά του το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των πρώτου και δεύτερου των εναγόμενων για την πράξη της απόπειρας υπεξαγωγής εγγράφου από κοινού φερόμενη ως τελεσθείσα στις 7-2-2013 στον Πειραιά. Περαιτέρω, ως προς το ανωτέρω ένδικο περιστατικό ο πρώτος εναγόμενος προσκομίζει μετ’ επικλήσεως α) την από 27-2-2014 ένορκη εξέταση ως μάρτυρα του ………… ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιώς, ο οποίος, επειδή τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην έγκληση του . …………….. συνδέονται με τη σχέση εντολής, που είχε με τον εγκαλούντα, δήλωσε ότι κάνει χρήση του δικαιώματός του να μην καταθέσει και β) την από 13-2-2014 ένορκη εξέταση ως μάρτυρα του …………… ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιώς, δικηγόρου και κατά δήλωσή του παλαιότερα πληρεξούσιου δικηγόρου του εγκαλούντος, ο οποίος παραδέχεται ότι στις αρχές του έτους 2013 υπήρξε αυτόπτης λεκτικής έντασης μεταξύ του εγκαλούντος, του . …………….. και τρίτου άγνωστου σε αυτόν προσώπου, στο διάδρομο μάλλον του τρίτου ορόφου, πλην όμως, ο ίδιος κατέθεσε ότι δεν θυμάται τι διημείφθη μεταξύ τους, καθόσον σε κάθε περίπτωση και αυτός με υψηλό τόνο φωνής ζητούσε την αποσυμφόρηση της έντασης και τη λήξη του επεισοδίου. Ωστόσο, τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία, που επικαλείται ο πρώτος εναγόμενος, αρνούμενος γενικά το ένδικο περιστατικό της 7ης-2-2013 με τις προτάσεις του, δεν επαρκούν για να αναιρέσουν την προαναφερόμενη πειστική ένορκη βεβαίωση του δικηγόρου ……………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, νομοτύπως και εμπροθέσμως ληφθείσα με επιμέλεια του ενάγοντος σε χρόνο (1-2-2018) που η σχέση της εντολής από τον ενάγοντα είχε λήξει, κατά σχετική δήλωση του μάρτυρα στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση. Σε κάθε περίπτωση, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το γεγονός ότι υπήρξε φραστικό επεισόδιο μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου και του δεύτερου των εναγόμενων επιβεβαιώνεται και από τον τρίτο παριστάμενο δικηγόρο ………… στην πιο πάνω από 13-2-2014 ένορκη εξέτασή του ως μάρτυρα ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιώς, έστω και αν ο μάρτυρας αυτός δεν θυμάται τις λεπτομέρειες του επίμαχου συμβάντος. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον πρώτο εναγόμενο τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν. Επιπρόσθετα, από τις προρρηθείσες φράσεις, τις οποίες ο πρώτος των εναγόμενων απηύθυνε προς τον ενάγοντα και συγκεκριμένα α) «Μας φτώχυνες, τώρα, με την κατάσχεση που έκανες…Τι βρήκες ; Δεν μιλάς ; … Δεν μας δίνεις τα μισά, να τα φάμε και να τα πιούμε στην υγειά σου ;» β) «Τι ΄ναι, ρε; Τι συμβαίνει εδώ πέρα;» και γ) «Ντροπή σου! Ντροπή σου!» και «Να ντρέπεσαι! Να ντρέπεσαι!» και από τις προρρηθείσες φράσεις, στις οποίες ο πρώτος εναγόμενος αναφέρθηκε στο πρόσωπο του ενάγοντος και συγκεκριμένα «Εγώ, πλέον, σπάω πλάκα μαζί του, τον κοροϊδεύω και κάνω χάζι», είναι φανερό ότι με αυτές εκδηλώθηκαν, χωρίς προηγούμενη πρόκληση ή αφορμή από τον ενάγοντα, σαφής ειρωνική διάθεση και σκοπός κοροϊδίας, καταφρόνησης και αποδοκιμασίας του προσώπου του ενάγοντος και πρόθεση να καταστεί ο τελευταίος υποκείμενο εμπαιγμού και χλευασμού, ενώπιον του τότε πληρεξούσιου δικηγόρου του …….. και τρίτων παρευρισκόμενων, διαδίκων και δικηγόρων, που ανέμεναν την εκδίκαση των υποθέσεών τους. Επομένως και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, αποδείχθηκε ότι από την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου σε βάρος του ενάγοντος εκδηλωθείσα με τις προρρηθείσες λεκτικές εξυβριστικές εκφράσεις, επήλθε σαφώς απρόκλητη και βάναυση προσβολή της προσωπικότητας του παθόντος – ενάγοντος και ως εκ τούτου, ως αποτέλεσμα της σε βάρος του αδικοπραξίας ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Άρα, ο πρώτος λόγος της υπό στοιχεία Γ έφεσης του πρώτου εναγόμενου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και κυρίως ότι ουδέποτε έλαβε χώρα το ένδικο προσβλητικό σε βάρος του ενάγοντος περιστατικό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν (με την παρακάτω μερικότερη επισήμανση στην παρούσα απόφαση). Από την άλλη πλευρά, ο πρώτος εναγόμενος με τις προτάσεις του προβάλλει την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του εν γένει δικαιώματος του ενάγοντος, επικαλούμενος ότι δεν υπήρχε καμία σχέση είτε επαγγελματική είτε άλλης φύσεως μεταξύ του ίδιου (πρώτου εναγόμενου) και του ενάγοντος και ότι η υπό κρίση αγωγή, σε συνδυασμό με σωρεία μηνύσεων σε βάρος του από τον ενάγοντα, αποβλέπει στην επαγγελματική και ηθική του εξόντωση, προκειμένου να εγκαταλείψει την υπερασπιστική τακτική του συναδέλφου και φίλου του, δεύτερου εναγόμενου. Πλην όμως, με το περιεχόμενο αυτό ο πιο πάνω προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, ενόψει του ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν επικαλείται ούτε αδράνεια του αντιδίκου του και μάλιστα μακρόχρονη, να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε καλόπιστη πεποίθηση του ίδιου (πρώτου εναγόμενου) ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί το δικαίωμα κατ’ αυτού και γενικότερα ούτε συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του ενάγοντος ως δικαιούχου όσο και του πρώτου εναγόμενου ως υπόχρεου, εφόσον όμως, αυτή του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Σε κάθε περίπτωση, ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης του ενάγοντος και γενικότερα δεν περιάγουν την άσκηση του δικαιώματος του τελευταίου σε αντίθεση προς τους ορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ (Ολ ΑΠ 7/2002, Ολ ΑΠ 8/2001, ΑΠ 207/2014, ΑΠ 385/2010, ΑΠ 1472/2004, ΑΠ 222/2001 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχεία Γ έφεσης, με τον οποίο ο πρώτος εναγόμενος επαναφέρει την προρρηθείσα ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε την τέλεση του ένδικου περιστατικού με την προπεριγραφόμενη ενεργή και προσβλητική του προσώπου του ενάγοντος συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και εκτίμησε τις προσκομισθείσες μετ’ επικλήσεως αποδείξεις, αν και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, καθότι δέχθηκε και συναγόμενη ομολογία του πρώτου εναγόμενου ως προς το ένδικο λεκτικό επεισόδιο, χωρίς όμως, να εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό, ωστόσο, πρέπει να αντικατασταθεί μερικώς η άνω αιτιολογία με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος κατέθεσε την 22-11-2012 και επέδωσε την ίδια ημέρα στον ενάγοντα την από 20-11-2012 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2012 αγωγή του, με την οποία ζητούσε να διαταχθεί η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στο κείμενο της εν λόγω αγωγής έχουν συμπεριληφθεί οι παρακάτω ψευδείς, συκοφαντικοί και εξυβριστικοί ισχυρισμοί,  εκφράσεις και λέξεις, ως κατωτέρω εκτίθενται : «σοβαρές και μακροχρόνιες επαγγελματικές σχέσεις, οι οποίες … διακόπηκαν … με αποκλειστική του υπαιτιότητα, εξαιτίας της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου και συγκεκριμένα … παράνομες μαγνητοφωνήσεις των επαγγελματικών μας συνομιλιών… και της εσκεμμένης αποψίλωσης των πολυάριθμων δικογραφιών που διατηρούσα». (Σελ. 1), «εξαιτίας της προεκτεθείσας άδικης σε βάρος μου συμπεριφοράς του, διακόπηκαν οριστικά οι επαγγελματικές μας σχέσεις στις 28 Δεκεμβρίου 2002 … για την προαναφερόμενη ανεπίτρεπτη συμπεριφορά του … “αδειάζοντας” τις σχετικές δικογραφίες του που τηρούσα στο δικηγορικό μου γραφείο χωρίς να με ενημερώσει… δεν διστάζει … να επικαλείται, ψευδώς, ότι, τάχα, οι επαγγελματικές σχέσεις μας διαταράχθηκαν, επειδή δεν του απέδιδα… το προαναφερόμενο ποσό και τον ενέπαιζα. Η όντως προσχηματική και υστερόβουλη αυτή … καταγγελία του … ήταν αδικαιολόγητη λόγω της προμνησθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου» (Σελ. 4-5), «στην κυριολεξία, μου συμπεριφέρθηκε με πρωτοφανή δολιότητα, τόσο κατά την ενεργή επαγγελματική μας συνεργασία, όσο και μετά απ’ αυτήν, που διακόπηκε με αποκλειστική του υπαιτιότητα και ευθύνη. Και τούτο, διότι … φερόταν «φιλικότατα» και με προσποιητή εκτίμηση … απευθύνοντας χαιρετισμούς, κατά κόρο, με τις φράσεις “Αγαπητέ …….”, ή “Εν Χριστώ αδελφέ”, “Χαίρε εν Κυρίω”, “Με την ειρήνη του Κυρίου” κλπ, εμφανή στοιχεία της αποδειχθείσας, υποκριτικής του συμπεριφοράς. Μετά δε την αιφνίδια διακοπή των επαγγελματικών μας σχέσεων, εξαιτίας της εν λόγω άδικης συμπεριφοράς του, ενόψει των συνεπειών που τον ανέμεναν (ποινικών και αστικών) αποδόθηκε σε έναν, άνευ προηγουμένου, πολέμο λασπολογίας, ψεύδους, κατασυκοφάντησης και δυσφήμησης … ισχυρίστηκε -και διά των ψευδομαρτύρων του- ότι δεν είχαμε επαγγελματικές σχέσεις» (Σελ. 7), «εκφράζει με τον πλέον εμφαντικό και αποκαλυπτικό τρόπο την μύχια “υπερευαισθησία” του για την μαγνητοφώνηση του προφορικού λόγου, εκτός και εντός δικαστηρίου … Ηλίου φαεινότερη η εγγενής αδυναμία του αντιδίκου για τη συστηματική μαγνητοφωνική καταγραφή συνδιαλέξεων-συνομιλιών» (Σελ. 16), «προσεπιβεβαιώνεται η αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντιδίκου σε βάρος μου … με αποκλειστική υπαιτιότητα του αντιδίκου, εξαιτίας της καταγγελθείσας από εμένα αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς … διαλύθηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις και … αυτός αδικαιολόγητα προέβη στην καταγγελία και ανάκληση της προς εμένα εντολής … με αποκλειστική, επομένως, υπαιτιότητα του αντιδίκου … και εντελώς αδικαιολόγητα διακόπηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις … ο εν πολλοίς μάρτυρας-καταπέλτης σε βάρος μου…   ……………, έχει λάβει από τον αντίδικο, καταγεγραμμένα 14.000.000 δρχ.» (Σελ. 18-20), «αναφορικά με τις ένορκες καταθέσεις των θείων του (………………….κλπ), που τους χρησιμοποίησε για να με βλάψει, καταθέτοντας σε βάρος μου, εν χορώ, ψευδή και οξύτατα, σπιλωτικά γεγονότα, που επηρέασαν, κατ’ αρχήν τις τελεσίδικες κρίσεις και παραδοχές της 788/2005 απόφασης του Εφετείου Πειραιά, σε βάρος μου και πρωτίστως με την ύπαρξη της παραπάνω αλλοδαπής οφ σόουρ εταιρείας (“………..”)… μεθοδευμένων άδικων πράξεων… με τον ανίερο “προσηλυτισμό” ψευδομαρτύρων, προκειμένου να “πετύχει”, άδικες, δικαστικές “νίκες” σε βάρος μας. Αποκαλύπτεται, δηλαδή, περίτρανα, το δήθεν ανεπίληπτο ήθος του αντιδίκου… καταδεικτική των “κατασκευασμένων” ψευδομαρτύρων και ψευδομαρτυριών σε βάρος μου». (Σελ. 24-25), «Με τέτοιες, ανήκουστες, “δικαστικές εμπειρίες”, σε ψυχοκτόνες αντιδικίες “συγγενικού αίματος” και με κακόβουλες πρακτικές, διεξάγει, πλέον, έναν άδικο πολυμέτωπο αγώνα εναντίον μου, ο αντίδικος, παριστάνοντας το εύκολο ευπειθές θύμα μου … ο θεμελιώδης δόλος, πάνω στον οποίο στήριξε ο αντίδικος όλη τη σε βάρος μου άδικη συμπεριφορά του … όπου και κατατείνει μέχρι σήμερα η κακόβουλη συμπεριφορά του … αποκαλύπτονται οι κακοπροαίρετες συμπεριφορές του … Άδικος σκοπός του ήταν να συντηρεί, σπιλωτικά, σε βάρος μου τον ψευδή, συκοφαντικό και ανυπόστατο ισχυρισμό του, ότι, τάχα, του όφειλα και γι’ αυτό προέβη στην, αναντίρρητα, προσχηματική καταγγελία των επαγγελματικών μας σχέσεων» (Σελ. 26-28), «με την άδικη συμπεριφορά του σε βάρος μου, που εξέφρασα με δικαιολογημένη, ιερή αγανάκτηση, όταν, στις 23-10-2007, αφαίρεσε φάκελο μου, πάνω από τα έδρανα της πολιτικής αγωγής» (Σελ. 29), «αποκαλύπτεται το απατηλό περιεχόμενο του από 18-1-2005 πιστοποιητικού που είχε προσκομίσει ο αντίδικος στις 3-3-2005 στο Εφετείο Πειραιά για να καταπείσει περί της δήθεν ανυπαρξίας και μη λειτουργίας της εταιρείας αυτής τα τελευταία 20 χρόνια … αποδείχθηκε … η αναμφίβολη αφαίρεση του φακέλου μου» (Σελ. 30), «πρωτόγνωρες και οξύτατα άδικες και ευτελιστικές μεθοδεύσεις του αντιδίκου». (Σελ. 31), «η καταγγελία του … με την οποία λύθηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις … ήταν αδικαιολόγητη … λόγω της προηγηθείσας άδικης συμπεριφοράς του δηλαδή της μαγνητοφώνησης των τηλεφωνικών και προφορικών επαγγελματικών μας συνομιλιών (Σελ. 33), «λόγω της παράνομης μαγνητοφώνησης των επαγγελματικών μας συνομιλιών … αποκαλύπτει την άδικη συμπεριφορά του αντιδίκου … κακόβουλα … αποσιωπά … διαστρέφοντας την αντικειμενική αλήθεια, ισχυρίζεται, ψευδώς, απατηλώς και οψίμως, ότι, τάχα, η επαγγελματική μας συνεργασία διακόπηκε, επειδή δεν του επέστρεφα το δάνειο και του παρέτεινα, διαρκώς, τον χρόνο απόδοσης» (Σελ. 36), «προσεπιβεβαιώνεται η αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντιδίκου σε βάρος μου, η οποία προκάλεσε και την, με υπαιτιότητά του, λύση των επαγγελματικών μας σχέσεων … ο άδικος πόλεμος κατασυκοφάντησης, ηθικοκοινωνικής, επαγγελματικής, βιολογικής και οικονομικής μου εξόντωσης … στην προσπάθεια του, να “αποδείξει” την αντεστραμμένη “αλήθεια”, η οποία “εξυπηρετεί”, τα εγωτικά του συμφέροντα … αρνούμενος με άδικο  μένος … χρησιμοποιώντας ψευδείς καταθέσεις στρατευθέντων μαρτύρων του … η άδικη προσπάθεια του αντιδίκου … με την επιστράτευση ψευδομαρτύρων … να διαστρέψει και αντιστρέψει σε βάρος μου την επιζητούμενη απόδειξη και επικράτηση της αντικειμενικής αλήθειας» (Σελ. 37-38), «αποψίλωση κρίσιμων και ουσιωδών αποδεικτικών εγγράφων … την οποία (αποψίλωση) διενήργησε στους φακέλους των δικογραφιών» (Σελ. 38), «ισχυριζόταν κακοβούλως για να πετύχει άδικες διώξεις μου ότι τάχα υπήρξα ασυνεπής και δόλιος απέναντι του … Το ψεύδος αυτό το ανήγαγε σε “σημαία” κατασυκοφάντησης και … “θεμέλιο” … το επίδικο ‘‘δάνειο’’ συνιστά όντως προκαταβολή έναντι των συμφωνημένων εργολαβικών μου αμοιβών» (Σελ. 41-42), «δήθεν δανείου, όσο και η ανυπόστατη καταβολή των δήθεν συμφωνημένων, καταβλητέων τόκων (1.000.000 δρχ,), τους οποίους … ισχυρίζεται ψευδώς ότι τάχα του ζήτησα και τους συμψηφίσαμε με τις αμοιβές μου για την υπόθεση κατά των κληρονόμων …………… … μετήλθε τα πάντα … προκειμένου να μας κατασπιλώνει με τις καθημερινές συκοφαντικές και υβριστικές του συμπεριφορές ενώπιον των αστικών και ποινικών δικαστηρίων … δεν υφίστατο κανένα απολύτως πρόβλημα με το όντως ανυπόστατο αυτό δάνειο … ο εκ των υστέρων επινοηθείς “λόγος” της εκ μέρους μου -δήθεν- οφειλής των 20.000.000 δρχ., πλέον τόκων … για το δήθεν πραγματικό έντοκο “δάνειο”… και τους -όντως- ανυπόστατους τόκους» (Σελ. 43-45), «ποτέ δεν αρνήθηκε τις συγκεκριμένες καταγγελίες μου … για τις πρωτόφαντες… υλοποιηθείσες άδικες πράξεις του … Αυτοδιαψεύδεται, έτσι, ο αντίδικος, ισχυριζόμενος, συκοφαντικώς, ότι ανακάλεσε τις προς εμένα παραπάνω εντολές του επειδή, τάχα, τον ενέπαιζα, επιζητώντας τη διαιώνιση της επιστροφής του καταβληθέντος σε μένα ποσού των 20.000.000 δραχμών. Ισχυρισμό που επινόησε και πρόβαλε … για την αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά του … λόγω της προηγηθείσας άδικης σε βάρος μου συμπεριφοράς του … η επόμενη αντισυναλλακτική στάση του θα είναι η επίκληση του προκαταβληθέντος ποσού, ως δήθεν υπαρκτού-αληθινού δανείου … κατασκεύασε δικό του, ανυπόστατο λόγο καταγγελίας … πράγμα που αποδεικνύει τους ψευδείς και απολύτως χαλκευμένους λόγους που επινόησε ο αντίδικος, για να δικαιολογήσει την όντως αδικαιολόγητη … καταγγελία των επαγγελματικών μας σχέσεων… για το επίμαχο “ψευτοδάνειο” των δρχ. 20.000.000, που μου είχε καταβάλει στις 7-11-2000 … με τις άδικες μεθοδεύσεις του (αφαίρεση κρίσιμων αποδεικτικών εγγράφων από δικογραφίες … κλπ, αδικαιολόγητη ανάκληση εντολών) δεν αποβλέπει πουθενά αλλού, παρά να με μεταβάλει … σε κακόβουλο, αναξιόπιστο οφειλέτη του … πρωτεύοντος να παραστήσει ως δήθεν οφειλόμενο από εμένα δάνειο, το ποσό των 20.000.000 δρχ. που μου είχε καταβάλει στις 7-11-2000, έναντι των δικηγορικών μου αμοιβών … πράγμα που “πέτυχε” λόγω της απεριόριστης εμπιστοσύνης που (τότε) του είχα και με το παραπειστικό αίτημα του ότι τάχα ήθελε να νιώθει ασφαλής … και κυρίως με τις επανειλημμένες ηχηρές διαβεβαιώσεις του (του τύπου: είμαστε “αδέλφια” και … γνωρίζω … τις χριστιανικές αρχές του κλπ) … προκειμένου να με εμφανίσει ως κακόπιστο χρεοφειλέτη του, όπως τελικώς έπραξε». (Σελ. 45-47), «η άδικη συμπεριφορά του αντιδίκου … είχε ως συνέπεια τη μεταξύ μας ένδικη σύγκρουση και συνακόλουθα την αδικαιολόγητη, εκ μέρους εκείνου, ανάκληση της χορηγηθείσας σε μένα εντολής» (Σελ. 48), «τις άλλες δόλιες επινοήσεις και παρελκυστικούς, όψιμους ισχυρισμούς που προβάλλει, πλήττοντας με, με τον πλέον βάναυσο, παράνομο και αντικοινωνικό τρόπο» (Σελ. 51), «την πρωτοφανώς άδικη σε βάρος μου συμπεριφορά του. Δηλαδή, την επί εννέα (9) μήνες παράνομη μαγνητοφώνηση των προφορικών και τηλεφωνικών επαγγελματικών μας συνομιλιών … λόγω της άδικης αυτής συμπεριφοράς του… είναι αδικαιολόγητη η διπλή καταγγελία στην οποία προέβη -στις 4-2-2003 και 7-2-2003- με την οποία ανακάλεσε την προς εμένα, προφορικά και εγγράφως δοθείσα εντολή του και στη συνέχεια διακόπηκαν (και τυπικά) οι επαγγελματικές μας σχέσεις» (Σελ. 52), «Η αντικειμενική αλήθεια της αδικοπρακτικής και συνάμα δυσφημιστικής και συκοφαντικής σε βάρος μου συμπεριφοράς του αντιδίκου (Σελ. 53), «το επίδικο «δάνειο» συνιστά, όντως, προκαταβολή» (Σελ. 54), «επιβεβαιώνεται, πλήρως και σαφώς, η σε βάρος μου, πολυμερώς και πολυτρόπως εξυφανθείσα και υλοποιηθείσα παράνομη συμπεριφορά του εναγόμενου (αφαίρεση διαδικαστικών και λοιπών εγγράφων … καθώς και οι περαιτέρω άδικες συμπεριφορές του), εξαιτίας της οποίας, μου επιδικάσθηκε το ποσό των 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη» (Σελ. 55), «πράγματι αυτός αφαίρεσε (σκόπιμα) αναρίθμητα έγγραφα από τους φακέλους των σχηματισμένων δικογραφιών που τηρούσα» (Σελ. 56), «η κρίσιμη αλήθεια της δολερής αποψίλωσης των φακέλων των δικογραφιών που τηρούσα για τις υποθέσεις του εκκαλούντα … Με τα αφαιρεθέντα αποδεικτικά έγγραφα … Εκμεταλλευόμενος τις σε βάρος μου κακοπρόθετες αποψιλώσεις (27-3-2002 και πρώτο δεκαήμερο Απριλίου 2002) των εγγράφων … δόλια πλέον υποστηρίζει, τόσο αυτός όσο και οι πεποιημένοι μάρτυρές του … μετά την υποκριτική καταγγελία του, στις 4-2-2003, που διακόπηκαν και τυπικά οι επαγγελματικές μας σχέσεις με αποκλειστική του υπαιτιότητα» (Σελ. 56-57), «ο αντίδικος, όχι μόνο δεν είχε κανέναν απολύτως, νόμιμο και βάσιμο λόγο σε βάρος μου για να καταγγείλει την επαγγελματική μας συνεργασία, αλλά αντίθετα, ήταν αυτός αποκλειστικά υπαίτιος για την διακοπή της… Γιατί τόση συκοφαντία και ψευδορκία εναντίον μου … Είναι, επομένως, δεδομένος ο δόλος του αντιδίκου και όλων των καταθεσάντων σε βάρος μου, με σκοπό να με πλήξουν, διασύροντας με όσο εντονότερα και πλέον άδικα μπορούσαν… δεν υφίσταται στην ένδικη επαγγελματική μου σχέση με τον αντίδικο, δικαιολογημένη ανάκληση της προς εμένα εντολής εκ μέρους του» (Σελ. 58-59), «… ο αντίδικος επιζητεί… να ολοκληρώσει τις περί αυτοθυματοποιήσεώς του, άδικες δικαστικές προσπάθειες που καταβάλλει εναντίον μου, κατασυκοφαντώντας, εξυβρίζοντας και κατασπιλώνοντάς με … είχε λάβει το βάπτισμα του δικαστικού πυρός, αντιδικώντας με τον ετεροθαλή αδελφό του και την μητέρα του, στα δικαστήρια των Η.Π.Α., από νεαρή ηλικία … στην πρώτη και μόνο σελίδα της από 16-10-2000 ιδιόγραφης διαθήκης του αντιδίκου, φωτοαντίγραφο της οποίας μου είχε χορηγήσει για να αισθάνομαι “ασφαλής” για την είσπραξη της δικηγορικής μου αμοιβής, για την έως τότε περατωθείσα υπόθεσή του με την παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία» (Σελ. 60), «από το αδιάψευστο κείμενο της από 16-10-2000 ιδιόγραφης διαθήκης του αντιδίκου. ……………….. και από την αντικειμενική αξιολόγηση του περιεχομένου της… προκύπτει με τον πλέον αψευδή τρόπο ποιος -επιτέλους- από τους δυό μας λέει, πράγματι, την αλήθεια. Και ποιος είναι ο όντως βλαπτόμενος από την έσχατη, δόλια και υστερόβουλη συμπεριφορά του άλλου. Τίνος η προσωπικότητα και τα αρρήκτως συνυφασμένα με αυτή δικαιώματα (αποδεικτικά, περιουσιακά, ηθικά, κοινωνικά, επαγγελματικά κλπ) θίγονται βάναυσα, με την καινοφανή δολιότητα και προκλητικότητα του άλλου … πράγματι αρνήθηκα … να διεξάγω δικαστικούς αγώνες (άσκηση αγωγών και υποβολή μηνύσεων κατά των θείων του) με ακριβοπληρωμένους και μη ψευδομάρτυρες, όπως συχνά μου πρότεινε» (σελ. 61-62), «βασιζόμενος στις ομολογημένες αφαιρέσεις (27-3-2002 και Απρίλιο 2002) αναρίθμητων κρίσιμων εγγράφων από τους φακέλους των δικογραφιών του … η εκ μέρους του τραγική υπονόμευση των επαγγελματικών μας σχέσεων με τις καινοφανείς μεθοδεύσεις του (υστερόβουλη αφαίρεση κρίσιμων αποδεικτικών εγγράφων… κλπ)» (Σελ. 63), «αδικαιολόγητη … εκ μέρους του αντιδίκου, καταγγελία και διάσπαση των επαγγελματικών μας σχέσεων … Διότι πράγματι… αυτές διακόπηκαν με αποκλειστική του υπαιτιότητα, λόγω των παράνομων μαγνητοφωνήσεων των επαγγελματικών μας συνομιλιών», «…αποκλειστική, εν προκειμένω, υπαιτιότητα του αντιδίκου, εξαιτίας της οποίας διακόπηκε η επαγγελματική μου σχέση με αυτόν … λόγω της παράνομης αυτής συμπεριφοράς του … είναι αδικαιολόγητη η (διπλή, σαφώς προσχηματική) καταγγελία στην οποία προέβη -στις 4-2-2003 και 7-2-2003- με την οποία ανακάλεσε την προς εμένα, προφορικά και εγγράφως δοθείσα εντολή» (σελ. 72-73), «Γιατί να προβεί ο. …………….. σε όλες τις προϊστορούμενες αξιόποινες μεθοδεύσεις και ενέργειες σε βάρος μου» (σελ. 75), «Η υποκρισία και το ψεύδος έχουν τα όριά τους! … ποιος έντιμος επαγγελματίας μπορεί να φέρει το ανυπολόγιστο ηθικοπνευματικό βάρος της “λάσπης” και εξοντωτικής, συκοφαντικής δυσφήμησης και προσβολής … από έναν ψευδόμενο και υποκρινόμενο. ……………..;» (Σελ. 76), «διακόπηκαν με αποκλειστική του υπαιτιότητα, λόγω των παράνομων μαγνητοφωνήσεων των επαγγελματικών μας συνομιλιών» (Σελ. 77), «ο αντίδικος διέπραξε σε βάρος μου το αδίκημα της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση … άφησε παντελώς αναπάντητες τις έγγραφες και έντονες καταγγελίες που έκαμα σε βάρος του, με τα δύο παρακάτω προσκομιζόμενα με επίκληση εξώδικα (από 14-2-2003 και 15-3-2003) … σχετικά με τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις … Ούτε, βέβαια, αρνήθηκε τις ίδιες προφορικές μου καταγγελίες που, για πρώτη φορά, στις 7-1-2003, απηύθηνα στο νέο δικηγόρο του ……….., ενώ ο ίδιος κρυφάκουγε» (Σελ. 78), «το φιλόδικο μένος του εκκαλούντα … την προκλητική και άδικη στάση του εξαιτίας της οποίας διακόπηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις. Την άδικη συμπεριφορά του πραγματοποίησε εναντίον μου για την προφανή συλλογή αποδεικτικών -κατά την γνώμη του στοιχείων- … Προφανής σκοπός του ήταν να καταγράψει ότι τάχα “ουδέν μου οφείλει”, ενώ εγώ όφειλα να του αποδώσω το εικονικό, έντοκο δάνειο» (Σελ. 79), «αναζήτησε “δυνατότητες” … χρέωσής μου, με το δήθεν “αγύριστο” από εμένα – όντως εικονικό- έντοκο δάνειο. Προκειμένου να με παραπλανήσει ότι, οπωσδήποτε, θα εισέπραττα τις συμφωνημένες εργολαβικές μου αμοιβές, δεν δυσκολεύθηκε να συντάξει ακόμη και την … από 16-10-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του, με την οποία με καθιστούσε κληρονόμο, τουλάχιστον της πρώτης οφειλόμενης αμοιβής μου (12.000.000 δρχ.) για την (τότε) περαιωμένη υπόθεσή του (“φάκελλος …….”)» (Σελ. 80), «εξαιτίας της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου. Δηλαδή λόγω της κατ’ εξακολούθηση παράνομης μαγνητοφώνησης των επαγγελματικών μας συνομιλιών (προφορικών και τηλεφωνικών), που επιβεβαιώθηκε στις 28-12-2002, για την οποία καταρχήν καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 12 μηνών με την 2887/2005 … απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά» (Σελ. 83), «Το απολύτως κρίσιμο και ουσιώδες αυτό γεγονός … αποκαλύπτει τον άδικο χαρακτήρα του … κακόβουλα αυτός το αποσιωπά… διαστρέφοντας … την αντικειμενική αλήθεια, ισχυρίζεται ψευδώς, απατηλώς και οψίμως, ότι, τάχα, η επαγγελματική μας συνεργασία διακόπηκε, επειδή δεν του επέστρεφα το (εικονικό) δάνειο και του παρέτεινα, διαρκώς, τον χρόνο απόδοσης … η σε βάρος μου, πολυμερώς και πολυτρόπως εξυφανθείσα και υλοποιηθείσα παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου (αφαίρεση διαδικαστικών και λοιπών εγγράφων …), καθώς και οι πραγματοποιούμενες από εκείνον, επί εννέα (9) μήνες, παράνομες μαγνητοφωνήσεις των προφορικών και τηλεφωνικών επαγγελματικών μου συνομιλιών κλπ), εξαιτίας της οποίας, μου επιδικάσθηκε το ποσό των 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη» (Σελ. 84), «Πράγματι αυτός αφαίρεσε (σκόπιμα), αναρίθμητα έγγραφα … Η κρίσιμη αλήθεια της δολερής αποψίλωσης των φακέλων των δικογραφιών… με τα αφαιρεθέντα αποδεικτικά έγγραφα … Εκμεταλλευόμενος τις σε βάρος μου κακοπρόθετες υπεξαγωγές (27-3-2002 και πρώτο δεκαήμερο Απριλίου 2002) των εγγράφων … δόλια πλέον υποστηρίζει, τόσο αυτός όσο και οι πεποιημένοι μάρτυρές του … μετά την υποκριτική καταγγελία του, στις 4-2-2003, που διακόπηκαν και τυπικά οι επαγγελματικές μας σχέσεις, με αποκλειστική του υπαιτιότητα (λόγω των παράνομων μαγνητοφωνήσεων των επαγγελματικών συνομιλιών)» (Σελ. 84 – 85), «δόλιες επινοήσεις και παρελκυστικούς, όψιμους ισχυρισμούς που προβάλλει, πλήττοντάς με, με τον πλέον βάναυσο, παράνομο και αντικοινωνικό τρόπο … κατάγγειλα με τον πλέον άμεσο και σαφή τρόπο την πρωτοφανώς άδικη σε βάρος μου συμπεριφορά του. Δηλαδή, την επί εννέα (9) μήνες παράνομη μαγνητοφώνηση των προφορικών και τηλεφωνικών επαγγελματικών μας συνομιλιών» (Σελ. 87), «αποδεικνύεται η σε βάρος μου πολυμερώς και πολυτρόπως εξυφανθείσα και υλοποιηθείσα παράνομη συμπεριφορά του εκκαλούντα (καταρχήν αφαίρεση διαδικαστικών και λοιπών εγγράφων που αποδείκνυαν τις επί επταετία παρασχεθείσες δικηγορικές μου υπηρεσίες… καθώς και οι εκ μέρους του επί εννέα (9) μήνες παράνομες μαγνητοφωνήσεις των προφορικών και τηλεφωνικών επαγγελματικών μου συνομιλιών…)» (Σελ. 88), «πράγματι αυτός αφαίρεσε (σκόπιμα) από τους φακέλους των σχηματισμένων δικογραφιών που τηρούσα … Η κρίσιμη αλήθεια της δολερής αποψίλωσης των φακέλων των δικογραφιών που τηρούσα για τις υποθέσεις του … Εκμεταλλευόμενος τις σε βάρος μου κακοπρόθετες υπεξαγωγές (27-3-2002 και πρώτο δεκαήμερο Απριλίου 2002) των εγγράφων… δόλια πλέον υποστηρίζει, τόσο αυτός όσο και οι πεποιημένοι μάρτυρές του … μετά την υποκριτική καταγγελία του, στις 4-2-2003, που διακόπηκαν και τυπικά οι επαγγελματικές μας σχέσεις, με αποκλειστική του υπαιτιότητα (λόγω των παράνομων μαγνητοφωνήσεων των επαγγελματικών συνομιλιών) … ο Εμ. …………….. αφαίρεσε όλα τα αποδεικτικά έγγραφα που διατηρούσα στους φακέλους των δικογραφιών του» (Σελ. 89), «η καταγγελία του, που έκαμε στις 4-2-2003, με την οποία λύθηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις και τυπικά, ήταν αδικαιολόγητη, λόγω της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς» (Σελ. 90), «όντως προσχηματική καταγγελία της εργολαβικής μας σύμβασης … πράγματι λύθηκε, εξαιτίας της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου. Δηλαδή λόγω της παράνομης μαγνητοφώνησης των επαγγελματικών μας συνομιλιών. Το απολύτως κρίσιμο και ουσιώδες αυτό γεγονός… αποκαλύπτει τον άδικο χαρακτήρα του … κακόβουλα αυτός το αποσιωπά … διαστρέφοντας … την αντικειμενική αλήθεια, ισχυρίζεται, ψευδώς, απατηλώς και οψίμως, ότι τάχα, η επαγγελματική μας συνεργασία διακόπηκε, επειδή δεν του επέστρεφα το “δάνειο” και του παρέτεινα, διαρκώς, τον χρόνο απόδοσης» (Σελ. 92-93), «τα … δύο (2) εξώδικα, από 14-2-2003 και 15-3-2003, που του κοινοποίησα νόμιμα … καταγγέλλοντας … την άδικη σε βάρος μου αυτή συμπεριφορά του, δεν τόλμησε, καν, να αρθρώσει έστω και μία αντιρρητική φράση … Πράγματι ζήτησε και έκλεισε ο ίδιος το (μισό) παράθυρο για να αποκλείσει τον έντονο θόρυβο που προερχόταν από τους ήχους των εορταστικών τραγουδιών των ημερών εκείνων (Χριστούγεννα 2002 – Πρωτοχρονιά 2003) … μαγνητοφωνούσε παράνομα τις επαγγελματικές μας συνομιλίες» (Σελ. 93), Χαρακτηρίζει ψευδή τη με αριθ. πρωτ. ……./19-4-2007 βεβαίωση του Δήμου Πειραιά και το βεβαιούμενο με αυτήν γεγονός ψευδές ομοίως (Σελ. 95), «διενήργησε … την τελευταία παράνομη μαγνητοφώνηση των επαγγελματικών μας συνομιλιών στις 28-12-2002» (Σελ. 96), «πρόδωσε και διέλυσε με απεχθή τρόπο τις επταετείς επαγγελματικές μας σχέσεις και υποκρίνεται σήμερα το δήθεν αθώο και άτυχο θύμα» (Σελ. 96), «Η άμετρη δυστροπία… και η καχυποψία του προκάλεσε όλα τα εκκρεμούντα σήμερα δεινά … οι επαγγελματικές μας σχέσεις διακόπηκαν λόγω της προηγηθείσας παράνομης συμπεριφοράς του … Δηλαδή εξαιτίας των παράνομων μαγνητοφωνήσεων των επαγγελματικών μας συνομιλιών … την παράνομη μαγνητοφώνηση των επαγγελματικών μας συνομιλιών, … ρητά και απερίφραστα την επιβεβαίωσε και αυτός ακόμη ο … κ. ……… … αποκαλύπτει σε βάθος τον άδικο χαρακτήρα που επέδειξε σε βάρος μου και συνάμα την ευχέρεια του να κατασπιλώνει πρόσωπα και υπολήψεις και να παραπλανά με την παραπειστική του στάση τις εκάστοτε αρμόδιες Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές» (Σελ. 97-98), «την πρωτοφανώς άδικη σε βάρος μου συμπεριφορά του … προκειμένου, κατά την άποψή του, να “συλλέξει” στοιχεία σε βάρος μου» (Σελ. 100-101), «άδικη συμπεριφορά του αντιδίκου με τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις … το μέγεθος του δόλου που διέπει την … σε βάρος μου άδικη και αξιόποινη συμπεριφορά του αντιδίκου … πρώτη φορά αντιμετώπισα τέτοιο σκανδαλώδες πρόβλημα από συστημένο μάλιστα πελάτη … Η σε βάρος μου δεδικασμένη αδικοπρακτική συμπεριφορά του . …………….. υπήρξε όντως πρωτοφανής!… Η σε βάρος μου αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντιδίκου είναι πλέον γεγονός … Ο ίδιος έχει ομολογήσει και αποδεχθεί τις σε βάρος μου γενόμενες αξιόποινες πράξεις του» (Σελ. 102-104), «η εικονικότητα του δήθεν αληθινού δανείου που σχετίζεται με την καταβολή σε μένα των 20.000.000 δρχ. στις 7-11-2000 … κατά την αποκαλυφθείσα, κακοπροαίρετη έσχατη στάση του … το εμφάνιζε ως δήθεν αληθινό δάνειο … περιφέρων το σχετικό έγγραφο (από 7-11-2000)… προκειμένου να εισπράξω το ποσό αυτό δέχθηκα, κατά τη σχετική υστερόβουλη αξίωση του αντιδίκου, να φαίνεται ως δήθεν έντοκο δάνειο … αρνήθηκα … με ακριβοπληρωμένους και μη ψευδομάρτυρες, όπως συχνά μου πρότεινε» (Σελ. 106), «ο αντίδικος διέπραξε σε βάρος μου το αδίκημα της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση» (Σελ. 109), «άφησε παντελώς αναπάντητες τις έγγραφες … και έντονες καταγγελίες που έκαμα σε βάρος του, με τα δύο (2) παρακάτω προσκομιζόμενα με επίκληση εξώδικα (από 14-2-2003 και 15-3-2003) … σχετικά με τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις … Ούτε, βέβαια, αρνήθηκε τις ίδιες προφορικές μου καταγγελίες που, για πρώτη φορά, στις 7-1-2003, απηύθηνα στο νέο δικηγόρο του …………., ενώ ο ίδιος κρυφάκουγε … Το φιλόδικο μένος του αντιδίκου … μετά την προκλητική και άδικη στάση του, εξαιτίας της οποίας διακόπηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις. Την άδικη συμπεριφορά του πραγματοποίησε εναντίον μου για την προφανή συλλογή αποδεικτικών – κατά τη γνώμη του στοιχείων-… Προφανής σκοπός του ήταν να καταγράψει ότι τάχα “ουδέν μου οφείλει”, ενώ εγώ όφειλα να του αποδώσω το εικονικό, έντοκο δάνειο» (Σελ. 110), «αναζήτησε “δυνατότητες” … χρέωσής μου, με το δήθεν “αγύριστο” από εμένα – όντως εικονικό- έντοκο δάνειο. Προκειμένου να με παραπλανήσει ότι, οπωσδήποτε, θα εισέπραττα τις συμφωνημένες εργολαβικές μου αμοιβές, δεν δυσκολεύθηκε να συντάξει ακόμη και την από 16-10-2000 ιδιόγραφη διαθήκη του, με την οποία με καθιστούσε κληρονόμο, τουλάχιστον της πρώτης οφειλόμενης αμοιβής μου (12.000.000 δρχ.) για την (τότε) περαιωμένη … υπόθεσή του (“φάκελος ……”)» (Σελ. 111), «εξαιτίας της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου. Δηλαδή λόγω της κατ’ εξακολούθηση παράνομης μαγνητοφώνησης των επαγγελματικών μας συνομιλιών (προφορικών και τηλεφωνικών), που επιβεβαιώθηκε στις 28-12-2002, για την οποία καταρχήν καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 12 μηνών με την 2887/2005 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά» (Σελ. 114). «Το απολύτως κρίσιμο και ουσιώδες αυτό γεγονός … αποκαλύπτει τον άδικο χαρακτήρα του … κακόβουλα αυτός το αποσιωπά … διαστρέφοντας … την αντικειμενική αλήθεια, ισχυρίζεται, ψευδώς, απατηλώς και οψίμως, ότι, τάχα, η επαγγελματική μας συνεργασία διακόπηκε, επειδή δεν του επέστρεφα το (εικονικό) δάνειο και του παρέτεινα, διαρκώς, τον χρόνο απόδοσης … η σε βάρος μου, πολυμερώς και πολυτρόπως εξυφανθείσα και υλοποιηθείσα παράνομη συμπεριφορά του εναγόμενου (αφαίρεση διαδικαστικών και λοιπών εγγράφων …), καθώς και οι πραγματοποιούμενες από εκείνον, επί εννέα (9) μήνες, παράνομες μαγνητοφωνήσεις των προφορικών και τηλεφωνικών επαγγελματικών μου συνομιλιών κλπ), εξαιτίας της οποίας, μου επιδικάσθηκε το ποσό των 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη». (Σελ. 114), «πράγματι αυτός αφαίρεσε (σκόπιμα), αναρίθμητα έγγραφα … Η κρίσιμη αλήθεια της δολερής αποψίλωσης των φακέλων των δικογραφιών … Με τα αφαιρεθέντα αποδεικτικά έγγραφα … Εκμεταλλευόμενος τις σε βάρος μου κακοπρόθετες υπεξαγωγές (27-3-2002 και  πρώτο δεκαήμερο Απριλίου 2002) των εγγράφων … δόλια πλέον υποστηρίζει, τόσο αυτός όσο και οι πεποιημένοι μάρτυρες του … μετά την υποκριτική καταγγελία του, στις 4-2-2003, που διακόπηκαν και τυπικά οι επαγγελματικές μας σχέσεις, με αποκλειστική του υπαιτιότητα (λόγω των παράνομων μαγνητοφωνήσεων των επαγγελματικών συνομιλιών)» (Σελ. 115 – 116), «δόλιες επινοήσεις και παρελκυστικούς, όψιμους ισχυρισμούς που προβάλλει, πλήττοντάς με, με τον πλέον βάναυσο, παράνομο και αντικοινωνικό τρόπο … κατάγγειλα με τον πλέον άμεσο και σαφή τρόπο την πρωτοφανώς άδικη σε βάρος μου συμπεριφορά του. Δηλαδή, την επί εννέα (9) μήνες παράνομη μαγνητοφώνηση των προφορικών και τηλεφωνικών επαγγελματικών μας συνομιλιών» (Σελ. 117), «αποδεικνύεται η σε βάρος του πρώτου εξ ημών πολυμερώς και πολυτρόπως εξυφανθείσα και υλοποιηθείσα παράνομη συμπεριφορά του αντιδίκου (καταρχήν αφαίρεση διαδικαστικών και λοιπών εγγράφων που αποδείκνυαν τις επί επταετία παρασχεθείσες δικηγορικές μου υπηρεσίες….καθώς και οι εκ μέρους του επί εννέα (9) μήνες παράνομες μαγνητοφωνήσεις των προφορικών και τηλεφωνικών επαγγελματικών μου συνομιλιών…» (Σελ. 118-119), «πράγματι αυτός αφαίρεσε (σκόπιμα) από τους φακέλους των σχηματισμένων δικογραφιών που τηρούσα … Η κρίσιμη αλήθεια της δολερής αποψίλωσης των φακέλων των δικογραφιών που τηρούσα … για τις υποθέσεις του … Εκμεταλλευόμενος τις σε βάρος μου κακοπρόθετες υπεξαγωγές (27-3-2002 και πρώτο δεκαήμερο Απριλίου 2002) των εγγράφων … δόλια πλέον υποστηρίζει, τόσο αυτός όσο και οι πεποιημένοι μάρτυρές του … μετά την υποκριτική καταγγελία του, στις 4-2-2003, που διακόπηκαν και τυπικά οι επαγγελματικές μας σχέσεις, με αποκλειστική του υπαιτιότητα (λόγω των παράνομων μαγνητοφωνήσεων των επαγγελματικών συνομιλιών) … ο. …………….. αφαίρεσε όλα τα αποδεικτικά έγγραφα που διατηρούσα στους φακέλους των δικογραφιών του» (Σελ. 119-120), «η καταγγελία του, που έκαμε στις 4-2-2003, με την οποία λύθηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις και τυπικά, ήταν αδικαιολόγητη, λόγω της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς» (Σελ. 120), «όντως προσχηματική καταγγελία της εργολαβικής μας σύμβασης … πράγματι λύθηκε, εξαιτίας της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου. Δηλαδή λόγω της παράνομης μαγνητοφώνησης των επαγγελματικών μας συνομιλιών. Το απολύτως κρίσιμο και ουσιώδες αυτό γεγονός… αποκαλύπτει τον άδικο χαρακτήρα του … κακόβουλα αυτός το αποσιωπά … διαστρέφοντας … την αντικειμενική αλήθεια, ισχυρίζεται, ψευδώς, απατηλώς και οψίμως, ότι τάχα η επαγγελματική μας συνεργασία διακόπηκε, επειδή δεν του επέστρεφα το “δάνειο” και του παρέτεινα, διαρκώς, τον χρόνο απόδοσης» (Σελ. 122-123), «τα δύο (2) εξώδικα, από 14-2-2003 και 15-3-2003, που του κοινοποίησα νόμιμα … καταγγέλλοντας … την άδικη σε βάρος μου αυτή συμπεριφορά του, δεν τόλμησε, καν, να αρθρώσει έστω και μία αντιρρητική φράση … Πράγματι ζήτησε και έκλεισε ο ίδιος το (μισό) παράθυρο για να αποκλείσει τον έντονο θόρυβο που προερχόταν από τους ήχους των εορταστικών τραγουδιών των ημερών εκείνων (Χριστούγεννα 2002 – Πρωτοχρονιά 2003) … μαγνητοφωνούσε παράνομα τις επαγγελματικές μας συνομιλίες» (Σελ. 123-124), «διενήργησε … την τελευταία παράνομη μαγνητοφώνηση των επαγγελματικών μας συνομιλιών στις 28-12-2002» (Σελ. 124), «πρόδωσε και διέλυσε με απεχθή τρόπο τις επταετείς επαγγελματικές μας σχέσεις και υποκρίνεται σήμερα το θύμα… αποδείχθηκε όντως δύστροπος και κακοπρόθετος» (Σελ. 125), «Η δυστροπία και η καχυποψία του προκάλεσε όλα τα εκκρεμούντα σήμερα δεινά … οι επαγγελματικές μας σχέσεις διακόπηκαν λόγω της προηγηθείσας παράνομης συμπεριφοράς του …. Δηλαδή εξαιτίας των παράνομων μαγνητοφωνήσεων των επαγγελματικών μας συνομιλιών… την παράνομη μαγνητοφώνηση των επαγγελματικών μας συνομιλιών, ρητά και απερίφραστα την επιβεβαίωσε και αυτός ακόμη ο … κ. …….. … αποκαλύπτει σε βάθος, τον άδικο χαρακτήρα που επέδειξε σε βάρος μου και συνάμα την ευχέρεια του να κατασπιλώνει πρόσωπα και υπολήψεις και να παραπλανά με την παραπειστική του στάση τις εκάστοτε αρμόδιες Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές» (Σελ. 125-126), «την πρωτοφανώς άδικη σε βάρος μου συμπεριφορά του … προκειμένου, κατά την άποψή του, να “συλλέξει” στοιχεία σε βάρος μου» (Σελ. 128), «άδικη συμπεριφορά του αντίδικου με τις παράνομες μαγνητοφωνήσεις … το μέγεθος του δόλου που διέπει την σε βάρος μου άδικη και αξιόποινη συμπεριφορά του αντιδίκου … πρώτη φορά αντιμετώπισα τέτοιο σκανδαλώδες πρόβλημα από συστημένο μάλιστα πελάτη» (Σελ. 130), «Η σε βάρος μας δεδικασμένη αδικοπρακτική συμπεριφορά του. …………….. υπήρξε όντως πρωτοφανής! … Η σε βάρος μου αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντιδίκου είναι πλέον γεγονός … Ο ίδιος έχει ομολογήσει και αποδεχθεί τις σε βάρος μου γενόμενες αξιόποινες πράξεις του» (Σελ. 131), «η εικονικότητα του δήθεν αληθινού δανείου που σχετίζεται με την καταβολή σε μένα των 20.000.000 δρχ. στις 7-11-2000 … κατά την αποκαλυφθείσα, κακοπροαίρετη έσχατη στάση του … το εμφάνιζε ως δήθεν αληθινό δάνειο … περιφέρων το σχετικό έγγραφο (από 7-11-2000) … προκειμένου να εισπράξω το ποσό αυτό δέχθηκα, κατά τη σχετική υστερόβουλη αξίωση του αντιδίκου, να φαίνεται ως δήθεν έντοκο δάνειο» (Σελ. 133), «αρνήθηκα … ακριβοπληρωμένους και μη ψευδομάρτυρες, όπως συχνά μου πρότεινε» (Σελ. 134), «Η κακοπρόθετη και δόλια συμπεριφορά του αντιδίκου είναι περισσότερο και από προφανής … οι καταμηνύσεις μας εκ μέρους του … είναι αντικειμενικά ψευδείς, αφού πράγματι αντιτίθενται στην αλήθεια στο σύνολο τους … οι … καταμηνύσεις, συκοφαντίες και ύβρεις του είναι ψευδείς» (Σελ. 135), «οι εν γνώσει του ψευδείς … καταμηνύσεις μας … οι προαναφερόμενες συκοφαντικές εκφράσεις και λόγοι και οι εν γένει υβριστικές δηλώσεις και καταφρονητικές εκδηλώσεις του αντιδίκου, οι κακοπρόθετες αφαιρέσεις κρίσιμων και ουσιωδών αποδεικτικών εγγράφων … όπως και των προϊστορούμενων άδικων πράξεων του σε βάρος μας, αποτελούν παράνομες και υπαίτιες, οξύτατες προσβολές της προσωπικότητάς μας και… συγκροτούν πλήρως την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφήμησης και εξύβρισης, λόγω και έργω και υπεξαγωγής εγγράφων» (Σελ. 145), «Διοχέτευσε σε βάρος μας όλη την εμπάθεια και συκοφαντική του επίθεση για να μας σπιλώσει και πλήξει … με αήθεις χαρακτηρισμούς, εγκληματικούς και περιφρονητικούς σχολιασμούς … οι προαναφερόμενες συγκεκριμένες σε βάρος μας εκδηλώσεις του αντίδικου, συνιστούν όντως άδικες πράξεις σε βάρος μας… δεδομένου ότι περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής μας δυσφημήσεως και απρόκλητης εξυβρίσεως, λόγω και έργω και της υπεξαγωγής εγγράφων … τελέστηκαν οι άδικες σε βάρος μας συμπεριφορές του, προκύπτει, σαφώς και αναμφιβόλως, σκοπός άδικης ποινικής διώξεώς μας, συκοφαντικής δυσφήμησης, εξυβρίσεώς μας, όπως και παράνομης αποστέρησης κρίσιμων και ουσιωδών εγγράφων» (Σελ. 146), «ο αντίδικος, παράνομα και υπαίτια, με τις ρηθείσες ψευδείς καταγγελίες, τις συκοφαντίες, τους εξυβριστικούς του χαρακτηρισμούς και τις υπεξαγωγές κρίσιμων … εγγράφων» (Σελ. 147). Έτι περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος κατέθεσε την 23-1-2013 τις από 22-1-2013 προτάσεις του μετά προσθήκης ως εναγόμενου επί της με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2012 αγωγής του ενάγοντος  ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις οποίες (προτάσεις) έχουν συμπεριληφθεί οι παρακάτω ψευδείς, συκοφαντικοί και εξυβριστικοί ισχυρισμοί,  εκφράσεις και λέξεις, ως κατωτέρω εκτίθενται : «μεταξύ μας σοβαρές και μακροχρόνιες επαγγελματικές σχέσεις, οι οποίες … Διακόπηκαν … με αποκλειστική του υπαιτιότητα, εξαιτίας της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου και συγκεκριμένα … για παράνομες μαγνητοφωνήσεις των επαγγελματικών μας συνομιλιών… και της εσκεμμένης αποψίλωσης των πολυάριθμων δικογραφιών που διατηρούσα στο δικηγορικό μου γραφείο, προκειμένου να αδυνατώ να αποδείξω τις πράγματι ανατεθείσες και διεκπεραιωθείσες από εμένα υποθέσεις» (Σελ. 3), «εξαιτίας της προεκτεθείσας άδικης σε βάρος μου συμπεριφοράς του διακόπηκαν οριστικά οι επαγγελματικές μας σχέσεις στις 28 Δεκεμβρίου 2002, που ο εναγόμενος προσήλθε, για τελευταία φορά, στο δικηγορικό μου γραφείο. Μετά δε την άμεση (28-12-2002) αποπομπή του … για την προαναφερόμενη ανεπίτρεπτη συμπεριφορά του, ο αντίδικος … «έσπευσε» να καταγγείλει, προσχηματικά, στις 4-2-2003 και 7-2-2003 την επαγγελματική μας συμφωνία-σχέση … ισχυριζόμενος ότι, τάχα δεν του απέδιδα κάποια έντυπα … και μία ιδιόγραφη διαθήκη του, το πρωτότυπο της οποίας είχε παραλάβει μαζί με τα αναρίθμητα έγγραφα που μόνος του επέλεξε και έλαβε, «αδειάζοντας» τις σχετικές δικογραφίες του … Σήμερα δεν διστάζει να επικαλείται, ψευδώς, ότι, τάχα, οι επαγγελματικές σχέσεις μας διαταράχθηκαν, επειδή δεν του απέδιδα το προαναφερόμενο ποσό και τον ενέπαιζα! Η όντως προσχηματική και υστερόβουλη αυτή, διπλή, καταγγελία του … ήταν αδικαιολόγητη, λόγω της προμνησθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου» (Σελ. 6), «με την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, σκοπό είχε ο αντίδικος να “πετύχει”, αφενός μεν “να υποχρεωθώ” να του παραδώσω, άνευ ετέρου, όσα έγγραφα είχαν απομείνει στους φακέλους των υποθέσεων του, που ακόμη χειριζόμουν, ή είχαν, ήδη, περατωθεί επιτυχώς και αποδείκνυαν την ενεργή επαγγελματική μου ανάμειξη σ’ αυτές, αφετέρου δε -και κυρίως- να μην πληρωθώ» (Σελ. 7), «Μολονότι, στην κυριολεξία είναι ένας “κροίσος” … εντούτοις κατατρύχεται από μία πρωτοφανή αρνητικότητα και αποφυγή πληρωμής των επαγγελματιών συνεργατών του για τις εργασίες που του προσφέρουν … Η άδικη συμπεριφορά του αντιδίκου σε βάρος μου, καταδεικνύει ότι, στην κυριολεξία, μου συμπεριφέρθηκε με πρωτοφανή δολιότητα, τόσο κατά την ενεργή επαγγελματική μας συνεργασία, όσο και μετά απ’ αυτήν, που διακόπηκε με αποκλειστική του υπαιτιότητα και ευθύνη. Και τούτο, διότι, κατά τον χρόνο της συνεργασίας μας κι ενώ τακτοποιούνταν οι υποθέσεις του, φερόταν “φιλικότατα” και με προσποιητή εκτίμηση, προσφωνώντας με και απευθύνοντας χαιρετισμούς, κατά κόρο, με τις φράσεις “Αγαπητέ …..”, ή “Εν Χριστώ αδελφέ”, “Χαίρε εν Κυρίω”, “Με την ειρήνη του Κυρίου” κλπ, εμφανή στοιχεία της αποδειχθείσας υποκριτικής του συμπεριφοράς. Μετά δε την αιφνίδια διακοπή των επαγγελματικών μας σχέσεων, εξαιτίας της εν λόγω άδικης συμπεριφοράς του, ενόψει των συνεπειών που τον ανέμεναν (ποινικών και αστικών) αποδόθηκε σε έναν άνευ προηγουμένου πόλεμο λασπολογίας, ψεύδους, κατασυκοφάντησης και δυσφήμησης μου επιχειρώντας να πλήξει επαγγελματικά, ηθικοκοινωνικά και οικονομικά … την … καριέρα μου» (Σελ. 8-9), «Η σε βάρος μου ασκηθείσα και εκκρεμούσα αυτή αγωγή του, συνιστά, στην κυριολεξία ένα … “δικόγραφο-λιβελλογράφημα”, με το περιεχόμενο του οποίου επιχειρεί, για πολλοστή φορά, να με πλήξει… ηθικοκοινωνικά, ψυχικά, ακόμη δε και βιολογικά, με τις οξύτατες σπιλωτικές του ύβρεις και τους συνεπόμενους διασυρμούς» (Σελ. 11-12), «εκφράζει με τον πλέον εμφαντικό και αποκαλυπτικό τρόπο την μύχια “υπερευαισθησία” του για την μαγνητοφώνηση του προφορικού λόγου, εκτός και εντός δικαστηρίου! … Ηλίου φαεινότερη η εγγενής αδυναμία του αντιδίκου για τη συστηματική μαγνητοφωνική καταγραφή συνδιαλέξεων-συνομιλιών … με τις μαγνητοφωνήσεις του αντιδίκου … με τις αποψιλώσεις των φακέλων δικογραφιών που τηρούσα στο δικηγορικό μου γραφείο … τις παράνομες φωτογραφήσεις της οικογενειακής μας κατοικίας, στη ….. Αττικής» (Σελ. 13), «την υπεξαγωγή δεκάδων εγγράφων, αποδεικτικών των προσφερθεισών σε αυτόν δικηγορικών μου υπηρεσιών … ο αντίδικος “προετοίμασε” την έξοδό του από το δικηγορικό μου γραφείο και τη συνεπόμενη άρνηση του να καταβάλει τις συμφωνημένες εργολαβικές μου αμοιβές … και… εσκεμμένη αποψίλωση των φακέλων δικογραφιών που τηρούσα για τις υποθέσεις του, με δυσμενές, για μένα επακόλουθο, την έλλειψη κρίσιμων και ουσιωδών εγγράφων» (Σελ. 14), «η άδικη συμπεριφορά του αντιδίκου σε βάρος μου … προκάλεσε και την, με υπαιτιότητά του, λύση των επαγγελματικών μας σχέσεων… αποκλειστικά υπαίτιος για την διάσπαση των επαγγελματικών μας σχέσεων είναι ο εναγόμενος και συνακόλουθα, η καταγγελία των επαγγελματικών μας σχέσεων, στην οποία, προσχηματικά, προέβη, με τα από 4-2-2003 και 7-2-2003 εξώδικά του, είναι αδικαιολόγητη … με αποκλειστική υπαιτιότητα του αντιδίκου, εξαιτίας της … αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς, διαλύθηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις και, συνακόλουθα … αυτός αδικαιολόγητα προέβη στην καταγγελία και ανάκληση της προς εμένα εντολής του» (Σελ. 15), «Με αποκλειστική, επομένως, υπαιτιότητα του αντιδίκου και εντελώς αδικαιολόγητα, διακόπηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις … διακοπής, δηλαδή, των επαγγελματικών μας σχέσεων με αποκλειστική υπαιτιότητα του αντιδίκου, όπως και της παντελώς αδικαιολόγητης, εκ μέρους του, (προσχηματικής) καταγγελίας των επαγγελματικών μας σχέσεων, με σκοπό να αποφύγει την καταβολή των συμφωνημένων δικηγορικών μου αμοιβών» (Σελ. 16), «με τις ένορκες καταθέσεις των θείων του, που τους χρησιμοποίησε για να με βλάψει, καταθέτοντας σε βάρος μου, εν χορώ, ψευδή γεγονότα … σε βάρος μου μεθοδευμένων αδίκων πράξεων και εν γένει συμπεριφορών του αντιδίκου, ιδίως με τον ανίερο “προσηλυτισμό” ψευδομαρτύρων, προκειμένου να “πετύχει”, άδικες, δικαστικές “νίκες” εναντίον μου. Αποκαλύπτεται και πάλι το επιλήψιμο ήθος του αντιδίκου αναφορικά με την αντιδικία μας, την κατασυκοφάντηση και κατασπίλωσή μου! … των “κατασκευασμένων” ψευδομαρτύρων και ψευδομαρτυριών σε βάρος μου … κινήθηκε δικαστικός αγώνας εναντίον του ετεροθαλούς αδελφού του … διεκδικώντας χρήματα που είχε δωρίσει και για την κάλυψη εξόδων της μητέρας του … Την πρωτοβουλία της δίκης την είχε ο  . ……………..» (Σελ. 16-18), «Με τέτοιες, ανήκουστες, “δικαστικές εμπειρίες”, σε ψυχοκτόνες αντιδικίες “συγγενικού αίματος” και με κακόβουλες πρακτικές διεξάγει, πλέον, έναν άδικο πολυμέτωπο αγώνα εναντίον μου, ο αντίδικος παριστάνοντας το εύκολο, ευπειθές θύμα μου! Ισχυρίζεται και για μένα … ότι το προκαταβληθέν έναντι των δικηγορικών μου αμοιβών χρηματικό ποσό, αποτελεί έντοκο δάνειο … Ο θεμελιώδης δόλος, πάνω στον οποίο στήριξε ο αντίδικος όλη τη σε βάρος μου άδικη συμπεριφορά του … να μου αποστερήσει παντελώς το δικαίωμα είσπραξης των συμφωνημένων κατά υπόθεση αμοιβών μου, όπου και κατατείνει μέχρι σήμερα η κακόβουλη συμπεριφορά του» (Σελ. 18), «το σκοπούμενο άδικο σχέδιο του να μη μου καταβάλει τις συμφωνημένες, οφειλόμενες δικηγορικές μου αμοιβές … οι κακοπροαίρετες συμπεριφορές του που, απαρχής, κατέτειναν στο να μη μου καταβάλει τις συμφωνημένες δικηγορικές μου αμοιβές! Για τους λόγους αυτούς αναζητούσε στην δικαστικώς εξελισσόμενη αντιδικία μας, παραλλασσόμενα σχήματα και προσχήματα … Άδικος σκοπός του ήταν να συντηρεί σε βάρος μου τον ψευδή, συκοφαντικό και ανυπόστατο ισχυρισμό του, ότι, τάχα, του όφειλα και γι’ αυτό προέβη στην, αναντίρρητα, προσχηματική καταγγελία των επαγγελματικών μας σχέσεων, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή των οφειλόμενων δικηγορικών μου αμοιβών!» (Σελ. 19), «αφού κατήγγειλα … στις 7-1-2003, τις επαγγελματικές μας σχέσεις, λόγω της άδικης σε βάρος μου συμπεριφοράς του, αυτός προσχηματικά προέβη στις από 4-2-2003 και 7-2-2003 καταγγελίες του … για δήθεν εκκρεμούσα οφειλή μου προς εκείνον. Αιτία που εφηύρε πολύ αργότερα, για να “ξεπεράσει” το αδιέξοδο της άδικης συμπεριφοράς του σε βάρος μου» (Σελ. 19-20), «η καταγγελία του, που έκαμε στις 4-2-2003 και με την οποία λύθηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις και τυπικά, ήταν αδικαιολόγητη … λόγω της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς, δηλαδή της παράνομης μαγνητοφώνησης των τηλεφωνικών και προφορικών επαγγελματικών μας συνομιλιών» (Σελ. 20), «αδικαιολόγητη … όντως προσχηματική καταγγελία της εργολαβικής μας σύμβασης … διότι … αυτή, πράγματι, λύθηκε, εξαιτίας της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου. Δηλαδή … λόγω της παράνομης μαγνητοφώνησης των επαγγελματικών μας συνομιλιών, για την οποία, καταρχήν, καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 12 μηνών» (Σελ. 23), «κακόβουλα … αποσιωπά … διαστρέφοντας την αντικειμενική αλήθεια, ισχυρίζεται, ψευδώς, απατηλώς και οψίμως, ότι, τάχα, η επαγγελματική μας συνεργασία διακόπηκε, επειδή δεν του επέστρεφα το δάνειο και του παρέτεινα διαρκώς τον χρόνο απόδοσης» (Σελ. 24), «η αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντιδίκου σε βάρος μου … προκάλεσε και την, με υπαιτιότητα του, λύση των επαγγελματικών μας σχέσεων» (Σελ. 26), «ο άδικος πόλεμος κατασυκοφάντησης, ηθικοκοινωνικής, επαγγελματικής, βιολογικής και οικονομικής μου εξόντωσης … στην προσπάθειά του, να “αποδείξει” την αντεστραμμένη “αλήθεια”, η οποία “εξυπηρετεί”, τα εγωτικά του συμφέροντα. Δηλαδή, την επιθυμία του, να μην καταβάλει σε μένα, στις συμφωνημένες εργολαβικές μου αμοιβές … αρνούμενος με άδικο μένος … χρησιμοποιώντας ψευδείς καταθέσεις στρατευθέντων μαρτύρων του … του ψευδομάρτυρα ……….. … όλες τις ψευδείς κατηγορίες που δόλια μου αποδίδει ο αντίδικος» (Σελ. 27), «η άδικη προσπάθεια του αντιδίκου … με την επιστράτευση ψευδομαρτύρων… να διαστρέψει και αντιστρέψει σε βάρος μου την επιζητούμενη απόδειξη και επικράτηση της αντικειμενικής αλήθειας … με την αποψίλωση κρίσιμων και ουσιωδών αποδεικτικών εγγράφων των δικηγορικών μου υπηρεσιών προς  εκείνον, την οποία (αποψίλωση) διενήργησε στους φακέλους των δικογραφιών που τηρούσα στο δικηγορικό μου γραφείο, για ήδη περατωμένες υποθέσεις του, που μου είχε αναθέσει, προκειμένου … να έχει την ευχέρεια να ισχυρισθεί, αναληθώς, ότι ποτέ δεν μου τις είχε αναθέσει και… ότι είμαι ένας κακόβουλος επαγγελματίας δικηγόρος, που θυματοποιώ τους ανυποψίαστους πελάτες μου, έχοντας, μάλιστα, σαν να έχω συστήσει για το σκοπό αυτό «ληστοσυμμορία», της οποίας είμαι αρχηγός!» (Σελ. 28), «το προκαταβληθέν σε μένα, στις 7-11-2000, έναντι των δικηγορικών μου αμοιβών, ποσό των 20.000.000 δραχμών. Ενώ ισχυριζόταν, κακοβούλως, για να πετύχει άδικες διώξεις και καταδίκες μου, ότι, τάχα, υπήρξα ασυνεπής και δόλιος απέναντι του, προκειμένου να μην του αποδώσω ποτέ, το ποσό αυτό. Το ψεύδος αυτό, το ανήγαγε σε «σημαία» κατασυκοφάντησης και «θεμέλιο» καταμηνυσεών μου! … το επίδικο «δάνειο», συνιστά, όντως, προκαταβολή έναντι των συμφωνημένων εργολαβικών δικηγορικών μου αμοιβών» (Σελ. 31), «το όντως ανυπόστατο αυτό δάνειο … ο εκ των υστέρων επινοηθείς “λόγος” της εκ μέρους μου -δήθεν- οφειλής των 20.000.000 δρχ., πλέον τόκων, όπως και του συναφούς εμπαιγμού που σε βάρος του -τάχα-μετερχόμουν, αρνούμενος την απόδοση του εν λόγω “δανείου”» (Σελ. 32), «για το δήθεν πραγματικό έντοκο “δάνειο” … και τους -όντως- ανυπόστατους τόκους … Το προκαταβληθέν ποσό των 20.000.000 δρχ. ήταν, όντως, συμψηφιστέο με τις ήδη εκκρεμούσες και μέλλουσες αμοιβές μου» (Σελ. 33), «πράγματι αυτός αφαίρεσε (σκόπιμα) αναρίθμητα έγγραφα από τους φακέλους των σχηματισμένων δικογραφιών που τηρούσα για τις ευάριθμες υποθέσεις του, ώστε να υποστηρίξει εκ των υστέρων – όπως και έκαμε- ότι ποτέ δεν μου είχε αναθέσει τις συγκεκριμένες υποθέσεις που περιέλαβα στην περί αμοιβών αγωγή μου … Η κρίσιμη αλήθεια της δολερής αποψίλωσης των φακέλων των δικογραφιών που τηρούσα για τις υποθέσεις του αντιδίκου … Με τα αφαιρεθέντα αποδεικτικά έγγραφα … Εκμεταλλευόμενος τις σε βάρος μου κακοπρόθετες αποψιλώσεις (27-3-2002 και πρώτο δεκαήμερο Απριλίου 2002) των εγγράφων … μετά την υποκριτική καταγγελία του, στις 4-2-2003, που διακόπηκαν και τυπικά οι επαγγελματικές μας σχέσεις, με αποκλειστική του υπαιτιότητα» (Σελ. 34), «ο  . …………….. αφαίρεσε όλα τα αποδεικτικά έγγραφα που διατηρούσα στους φακέλους των δικογραφιών του … η εντόνως άδικη δικαστική συμπεριφορά του αντιδίκου σε βάρος μου … υποκρινόμενος το “θύμα” μας, με αλλεπάλληλες χαλκευμένες μηνύσεις και αγωγές και, εν προκειμένω, στρεψόδικες και παρελκυστικές πρακτικές … ολοφάνερα συκοφαντική, δυσφημιστική και εξυβριστική συμπεριφορά του αντιδίκου» (Σελ. 35), «δεν είχε κανένα λόγο να αναζητήσει την είσπραξη της δίγραμμης τραπεζικής μου επιταγής … απλώς, εφηύρε το “πρόβλημα”, για να με συκοφαντήσει ως κακόβουλο δικηγόρο και αναξιόπιστο αντι-συμβαλλόμενο και πληρωτή» (Σελ. 36), «Από τις κατατεθείσες προτάσεις του αντιδίκου μου, διαφαίνεται το μίσος και το μένος που μπορεί να διακατέχει έναν άνθρωπο, ο οποίος θέλει να φαίνεται ότι ζημιώθηκε … από εμάς … τους οποίους μας εμφανίζει ως στυγνούς εγκληματίες οι οποίοι είχαμε ως σκοπό της ζωής μας να καταστρέψουμε οικονομικά τον κ. ……………….. Η πραγματική λοιπόν αιτία είναι το γεγονός ότι δεν κατέστη εφικτό να γίνει ΓΑΜΠΡΟΣ ΜΑΣ δηλ. να παντρευτεί την κόρη μας, αφού εκτός από πελάτης του 1ου από εμάς είχε γίνει και οικογενειακός μας φίλος» (Σελ. 1 προσθήκης), «ένα ποσό 20.000.000 δρχ ή 60.000Ε που πράγματι είχε χορηγήσει στον 1° από εμάς το έτος 2000 και για το οποίο είχε απαιτήσει να φαίνεται ως δάνειο εγγράφως» (Σελ. 2 προσθήκης), «Φωνάζει δηλ. ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης … τα ψέματά του … φτάνουν πια στο τέλος τους και πλέον προσπαθεί με αλχημιστικές μεθόδους να μας κατηγορήσει ως αφερέγγυους … ΑΙΔΩΣ ΑΡΓΕΙΟΙ κ. Δικαστές. Ποιους νομίζει ότι έχει απέναντι του ο δικομανής αυτός αντίδικος» (Σελ. 3 προσθήκης), «επικαλείται και αποδεικτικά μέσα τα οποία προφανώς βρέθηκαν στα χέρια του με παράνομη κτήση. Είναι οι έγγραφες εξηγήσεις μας στα πειθαρχικά συμβούλια των συλλόγων μας, ήτοι τόσον του ΔΣΠ όσον και ενώπιον του συμβολαιογραφικού συλλόγου Αθήνας, μετά από δικές του απάνθρωπες καταγγελίες… και θα καταθέσουμε άμεσα μηνυτήρια αναφορά για αυτό με ηθική αυτουργία του αντιδίκου μας» (Σελ. 4 προσθήκης), «ο αντίδικος μας έχει χάσει κάθε έλεγχο των όσων ψευδών ισχυρίζεται, ως πλέον αυτοκαταστροφικός» (Σελ. 5 προσθήκης). Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την 23-1-2013 τις από 22-1-2013 προτάσεις του (άνευ προσθήκης, η οποία πάντως δεν προσκομίστηκε) ως ενάγοντος επί της από 23-12-2009 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2009 αγωγής του ίδιου (δεύτερου εναγόμενου), στις οποίες (προτάσεις) έχουν συμπεριληφθεί οι παρακάτω ψευδείς, συκοφαντικοί και εξυβριστικοί ισχυρισμοί, εκφράσεις και λέξεις, ως κατωτέρω εκτίθενται : «μύχια “υπερευαισθησία” του … Ηλίου φαεινότερη η εγγενής αδυναμία του αντιδίκου» (Σελ. 6-7), «Με τέτοιες, ανήκουστες, “δικαστικές εμπειρίες”, σε ψυχοκτόνες αντιδικίες “συγγενικού αίματος” και με κακόβουλες πρακτικές … εναντίον μου, ο αντίδικος, παριστάνοντας το εύκολο, ευπειθές θύμα μου» (Σελ. 12), «κακόβουλα … αποσιωπά… ψευδώς, απατηλώς και οψίμως» (Σελ. 18), «τα εγωτικά του συμφέροντα… με άδικο μένος» (Σελ. 20), «ισχυριζόταν, κακοβούλως … Το ψεύδος … το ανήγαγε σε «σημαία» κατασυκοφάντησης και …  “θεμέλιο”» (Σελ. 24), «Μετήλθε τα πάντα …προκειμένου να… κατασπιλώνει» (Σελ. 27), «πρωτόφαντες… υλοποιηθείσες άδικες πράξεις του» (Σελ. 29), «δόλιες επινοήσεις και παρελκυστικούς, όψιμους ισχυρισμούς … με τον πλέον βάναυσο, παράνομο και αντικοινωνικό τρόπο» (Σελ. 35), «δολερής αποψίλωσης … κακοπρόθετες αποψιλώσεις … δόλια πλέον υποστηρίζει … οι πεποιημένοι μάρτυρές του … υποκριτική καταγγελία του» (Σελ. 41), «τόση συκοφαντία και ψευδορκία… δεδομένος ο δόλος του» (Σελ. 43), «καινοφανή δολιότητα» (Σελ. 47), «η … τραγική υπονόμευση … τις καινοφανείς μεθοδεύσεις του» (Σελ. 48), «δολερής αποψίλωσης … κακοπρόθετες υπεξαγωγές … πεποιημένοι μάρτυρές του… υποκριτική καταγγελία του» (Σελ. 53), «πρόδωσε … απεχθή τρόπο … υποκρίνεται … το δήθεν αθώο και άτυχο θύμα … αποδείχθηκε όντως δύστροπος και κακοπρόθετος» (Σελ. 58), «Η άμετρη δυστροπία… και η καχυποψία του» (Σελ. 59), «σε βάθος, τον άδικο χαρακτήρα… και συνάμα την ευχέρεια του να κατασπιλώνει πρόσωπα και υπολήψεις και να παραπλανά με την παραπειστική του στάση τις εκάστοτε αρμόδιες Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές» (Σελ. 60), «το μέγεθος του δόλου … πρώτη φορά αντιμετώπισα τέτοιο σκανδαλώδες πρόβλημα» (Σελ. 65). Ακόμα, ο δεύτερος εναγόμενος με τις ανωτέρω προτάσεις του επικαλείται και προσκομίζει τις από 14-2-2003, από 15-3-2003 και από 24-3-2003 εξώδικες δηλώσεις του, νομίμως επιδοθείσες στον ενάγοντα την 18-2-2003, την 17-3-2003 και την 26-3-2003 αντίστοιχα, στις οποίες έχουν συμπεριληφθεί οι παρακάτω ψευδείς, συκοφαντικοί και εξυβριστικοί ισχυρισμοί, εκφράσεις και λέξεις, ως κατωτέρω εκτίθενται : ήτοι στην πρώτη ως άνω εξώδικη δήλωσή του, «τα από 4-2-2003 και 7-2-2003 εξώδικα έγγραφά σας ως …μνημεία αήθους συμπεριφοράς και ψευδολογίας» (Σελ. 1), «κατακτήσατε αυτήν την ιδιόμορφη και όζουσα αποκλειστικότητα» (Σελ. 1), «για σας, η πρυτανεύουσα αλήθεια είναι μία: “Τα πάντα και εν πάσι χρυσός!”», «χωρίς αιδώ, εντελώς ξεδιάντροπα και με τον πιο επαίσχυντο τρόπο, βρήκατε το σθένος και με ανέστιο μένος, “ψεύδους δε μεμεστωμένος”», «παρακρουόμενος, καταφανώς, από υποσυνείδητα, ανεξιχνίαστα πάθη και απωθημένα, σκοτεινά σας βιώματα» (Σελ. 2), «Σας διακατείχε μια βυσσοδομούσα υποκρισία, διπροσωπία και ένας υπολογιστικός σκοπός», «Προφανώς, σας γοητεύει η ζωή των αποδημητικών πτηνών, που μεταναστεύουν από τόπο σε τόπο, ανάλογα με το πού θα μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις διατροφικές τους ανάγκες. Η συμπεριφορά σας απέδειξε ότι, πράγματι, υιοθετείτε τη συνήθη αυτή πρακτική και βιοτή των αποδημητικών πτηνών … και πετάτε σε άλλους τόπους, για νέες φιλόξενες και, προφανώς, ανέξοδες “πατρίδες”», «ο εμπαιγμός, η υποκρισία και το οποιασδήποτε μορφής δαιμόνιο της ευφυΐας σας», «ως συνήθης άνθρωπος του δόλου και της διαβολής», «με τον πλέον επαίσχυντο, παράνομο και καταδικαστέο τρόπο», (Σελ. 3), «την εγκληματική αυτή τακτική σας», «Υπερτιμήσατε … τον εαυτό σας», «τη δολοπλόκο στρατηγική σας», «Καταφέρατε, λοιπόν, να μεταβάλετε την ανθρωπομπαιξία σε θεομπαιξία! Αφού, όπως αποδείξατε, δεν σέβεστε ούτε ιερό ούτε όσιο», «Αυτοθυματοποιείστε, κύριε …………….., για να (παρα-)πείσετε και εμπαίξετε», «μιλάτε … με εξόχως υποκριτική βεβαιότητα», «Σπέρνετε ανέμους και, σίγουρα, θα θερίσετε θύελλες, κύριε ……………..», «Τα κόλπα και τις δολοπλοκίες … επιχειρούσατε να “κυκλώσετε”», «Κρατήσατε, λοιπόν, άθραυστο το καλούπι της δολιότητας και παράγετε, πάλι, το ίδιο βρώμικο προϊόν» (Σελ. 4), «την δολιόφρονα αμνησία σας», «καταχρώμενος τη φιλία και ανοχή» (Σελ. 5), «είχατε διαρρήξει τους φοριαμούς των εταιρειών όπου ήταν κλειδωμένα και ασφαλισμένα τα εταιρικά βιβλία και σημαντικά έγγραφα του λογιστηρίου … Μάλιστα, μέχρι και σήμερα ο θείος σας, σας κατηγορεί ότι έχετε εξαφανίσει τα εταιρικά βιβλία» (Σελ. 6), «ψεύδεσθε ασυστόλως και κακοβούλως, σχετικά με ιδιόγραφη διαθήκη σας», «μην αμνημονείτε εσκεμμένως», «την ασεβή, υβριστική και προσβλητική προς το πρόσωπο μου συμπεριφορά σας», «τους φακέλους που μου ζητήσατε… στην κυριολεξία τους “λεηλατήσατε”» (Σελ. 7), «απρεπή συμπεριφορά σας», «βιάζοντας την επαγγελματική μου συνείδηση», «επαίσχυντες ψευδολογίες σας», «Για να θυμάμαι την αγλαόκαρπη συμπεριφορά σας;», «έχετε την αποκλειστικότητα του πελάτη που … ύπουλα και άνανδρα», «στην εκ μέρους σας μεθόδευση και πραγμάτωση της ρήξης των επαγγελματικών μας σχέσεων … στο οικονομικό μου ρίξιμο», «διαφυλάσσατε τα στενώς και εγωιστικώς νοούμενα οικονομικά σας συμφέροντα, σε βάρος μου, ώστε, “και το σκυλί να ήταν χορτάτο και η πίττα αφάγωτη”» (Σελ. 8), «Ο κακοπροαίρετος σκοπός σας ήταν να χρεωθώ αποκλειστικά εγώ αυτή τη διαβολική ρήξη, ώστε να αποστερηθώ κάθε νόμιμη δυνατότητα αναζήτησης και είσπραξης των εκ μέρους σας οφειλομένων και χρονιζουσών αμοιβών μου», «Τον πρώτο λίθο του σε βάρος μου αναθέματος τον βάλατε με την προαναφερόμενη λεηλασία των φακέλων των δικογραφιών σας», «σκοπός σας ήταν αφού προβείτε -τότε- σ’ εκείνες τις αισχρουργίες, να ετοιμάσετε το πρόπλασμα για τα σημερινά τερατουργήματά σας», «ενσυνείδητων και κακοπρόθετων ψευδολογιών σας», «Η αποφορά της πρωτοφανώς κακόνοης και άδικης συμπεριφοράς σας» (Σελ. 9), «σκοπός σας… είναι… κύριε …………….., το πως θα αποφύγετε την πληρωμή μου για όλες τις (απλήρωτες) ενέργειες και μακροχρόνιες ενασχολήσεις μου, με τις σοβαρές υποθέσεις σας», «Μου απαντήσατε θεομπαικτικά, με τις χαρακτηριστικές λέξεις  “Δόξα Σοι ο Θεός”» (Σελ. 10), «εκβιαστικώς φερόμενος» (Σελ. 12), «επίμονη υβριστική στάση σας», «αποχωρήσατε προσποιούμενος», «σκηνοθετήσατε την επαγγελματική μας ρήξη. Γι’ αυτό και επισπεύσατε, εν μέσω ύβρεων, καταρχήν, την προϊστορούμενη “λεηλασία” των φακέλων των υπαρχουσών δικογραφιών», «Εφαρμόζοντας … το δολιοφυές στρατηγικό και μακρόπνοο σχέδιο σας», «Είναι φανερό ότι εφελκύεσθε από την πεπλανημένη αντίληψη» (Σελ. 13), «Με αιδήμονα σιωπή αντιπαρέρχεσθε», «παίζοντας άριστα τον υποκριτικό σας ρόλο – μου φερόσαστε “άψογα” και ως πελάτης, αλλά και ως φίλος και, προ πάντων, καλός χριστιανός», «δεν άντεχα άλλο το ελλειμματικό υποκριτικό σας “τάλαντο”», «κατά την εγωπαθή βούληση σας», «δεν έχετε το θάρρος», «ηθικώς ανερμάτιστα» (Σελ. 14), «τον χρονίζοντα εμπαιγμό σας» (Σελ. 15), «τα κατάπτυστα εξώδικα των ανακλητικών πράξεων σας», «Ζηλώσατε, λοιπόν και αντιστοιχίσατε την απρεπή συμπεριφορά σας, μ’ εκείνη των “ανδρών” της εφήμερης πολιτικής ζωής», «Εντελώς ανέντιμα αποσιωπάτε», «Είναι ολοφάνερη η, ηθικώς και νομικώς, απαράδεκτη αυτή στάση σας» (Σελ. 16), «επιτρέψτε μου να φέρω στη μνήμη και ει δυνατόν στη συνείδησή σας» (Σελ. 17), «”…πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι”», «ποινικώς κολάσιμες και άδικες πράξεις σας» (Σελ. 18). Παρόμοιου περιεχομένου και εν γένει ύφους φράσεις περιλαμβάνονται και στις λοιπές ανωτέρω εξώδικες δηλώσεις και ειδικότερα στη δεύτερη ως άνω εξώδικη δήλωση του δεύτερου εναγόμενου αναφέρονται: «κακοπρόθετη μυθοπλασία σας», «τα “χρόνια και καταχθόνια” δεσμά της βερβορωμένης ψευδολογίας», «Ενώ η ψευδολογία ρέει άφθονη και δίχως κανένα τίμημα και το μόνο που αποζητά είναι το θράσος ενός δειλού», «δεν “χριστολογείτε” περί τη ζωή, αλλά, απλά και μόνο, την κοστολογείτε!» (Σελ. 1), «αναμιγνύετε με κατάδηλη κακόνοια» (Σελ. 2), «δεν έχετε το θάρρος», «Δεν σας αγγίζει καθόλου η κατάπτυστη και εγκληματική συμπεριφορά σας», «σας δόθηκε η εν λόγω ελεεινή ευκαιρία», «Επιλέγετε και εν προκειμένω τη “σιγή ιχθύος”» (Σελ. 3), ενώ στην τρίτη ως άνω εξώδικη δήλωση του δεύτερου εναγόμενου αναφέρονται: «επαίσχυντες και μικρόψυχες ψευδολογίες σας», «λασπολογώντας υποστηρίζετε» (Σελ. 1), «δολίων και κακεντρεχών αναληθειών», «αιδήμονα σιωπή και εύλαλη απραξία σας» (Σελ. 2), «ετσιθελικά και αυθαίρετα, προβήκατε, εσκεμμένα, σε ανηλεή λεηλασία», «συνιστά περίπτωση τραγικής ειρωνείας και ασύδοτης υποκρισίας» (Σελ. 4), «αποκρύπτετε κακοβούλως» (Σελ. 5), «επιχειρείτε, παντοιοτρόπως, τη συσκότιση και διαστρέβλωση» (Σελ. 6). Επιπλέον, ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων κατέθεσαν την 23-1-2013 τις από 21-1-2013 κοινές προτάσεις τους μετά προσθήκης ως εναγόμενων επί της από 31-12-2009 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2009 αγωγής του ενάγοντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις οποίες (προτάσεις) έχουν συμπεριληφθεί οι παρακάτω ψευδείς, συκοφαντικοί και εξυβριστικοί ισχυρισμοί,  εκφράσεις και λέξεις, ως κατωτέρω εκτίθενται : «μεταξύ μας σοβαρές και μακροχρόνιες επαγγελματικές σχέσεις, οι οποίες … διακόπηκαν … με αποκλειστική του υπαιτιότητα, εξαιτίας της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου και συγκεκριμένα … για παράνομες μαγνητοφωνήσεις των επαγγελματικών μας συνομιλιών» (Σελ. 2), «εξαιτίας της προεκτεθείσας άδικης σε βάρος μου συμπεριφοράς του, διακόπηκαν οριστικά οι επαγγελματικές μας σχέσεις στις 28 Δεκεμβρίου 2002, που ο εναγόμενος προσήλθε, για τελευταία φορά, στο δικηγορικό μου γραφείο. Μετά δε την άμεση (28-12-2002) αποπομπή του … για την προαναφερόμενη ανεπίτρεπτη συμπεριφορά του, ο αντίδικος … «έσπευσε» να καταγγείλει, προσχηματικά, στις 4-2-2003 και 7-2-2003 την επαγγελματική μας συμφωνία-σχέση … ισχυριζόμενος ότι, τάχα δεν του απέδιδα κάποια έντυπα … και μία ιδιόγραφη διαθήκη του, το πρωτότυπο της οποίας είχε παραλάβει μαζί με τα αναρίθμητα έγγραφα που μόνος του επέλεξε και έλαβε, «αδειάζοντας» τις σχετικές δικογραφίες του … Η όντως προσχηματική και υστερόβουλη αυτή, διπλή, καταγγελία του … ήταν αδικαιολόγητη, λόγω της προμνησθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου» (Σελ. 2-3), «με την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, σκοπό είχε ο αντίδικος να “πετύχει”, αφενός μεν “να υποχρεωθώ” να του παραδώσω, άνευ ετέρου, όσα έγγραφα είχαν απομείνει στους φακέλους των υποθέσεων του, που ακόμη χειριζόμουν, ή είχαν, ήδη, περατωθεί επιτυχώς και αποδείκνυαν την ενεργή επαγγελματική μου ανάμειξη σ’ αυτές, αφετέρου δε -και κυρίως- να μην πληρωθώ …Μολονότι, στην κυριολεξία είναι ένας “κροίσος” … εντούτοις κατατρύχεται από μία πρωτοφανή αρνητικότητα και αποφυγή πληρωμής των επαγγελματιών συνεργατών του για τις εργασίες που του προσφέρουν» (Σελ. 4), «Η άδικη συμπεριφορά του αντιδίκου σε βάρος μου καταδεικνύει ότι, στην κυριολεξία, μου συμπεριφέρθηκε με πρωτοφανή δολιότητα, τόσο κατά την ενεργή επαγγελματική μας συνεργασία, όσο και μετά απ’ αυτήν, που διακόπηκε με αποκλειστική του υπαιτιότητα και ευθύνη. Και τούτο, διότι, κατά τον χρόνο της συνεργασίας μας κι ενώ τακτοποιούνταν οι υποθέσεις του, μου φερόταν “φιλικότατα” και με προσποιητή εκτίμηση προς το πρόσωπο μου, με προσφωνούσε και μου απηύθυνε χαιρετισμούς, κατά κόρο, με τις φράσεις “Αγαπητέ ……”, ή “Εν Χριστώ αδελφέ”, “Χαίρε εν Κυρίω”, “Με την ειρήνη του Κυρίου” κλπ, εμφανή στοιχεία της αποδειχθείσας, υποκριτικής του συμπεριφοράς. Μετά δε την αιφνίδια διακοπή των επαγγελματικών μας σχέσεων, εξαιτίας της εν λόγω άδικης συμπεριφοράς του, ενόψει των συνεπειών που τον ανέμεναν (ποινικών και αστικών) αποδόθηκε σε έναν, άνευ προηγουμένου, πόλεμο λασπολογίας, ψεύδους, κατασυκοφάντησης και δυσφήμησής μας, επιχειρώντας να μας πλήξει επαγγελματικά, ηθικοκοινωνικά και οικονομικά» (Σελ. 5), «Η σε βάρος μας ασκηθείσα και εκκρεμούσα αυτή αγωγή του, συνιστά, στην κυριολεξία ένα “δικόγραφο-λιβελλογράφημα”, με το περιεχόμενο του οποίου επιχειρεί, για πολλοστή φορά, να μας πλήξει… ηθικοκοινωνικά, ψυχικά, ακόμη δε και βιολογικά, με τις οξύτατες σπιλωτικές του ύβρεις και τους συνεπόμενους διασυρμούς» (Σελ. 8), «Ο ενάγων όμως αρέσκεται να υποστηρίζει ψευδόμενος ότι του οφείλεται αυτό το ποσό, προκειμένου να δικαιολογήσει την διάρρηξη των σχέσεων μας … Άλλωστε το δάνειο αυτό δεν ήταν πραγματικό δάνειο, αλλά εικονικό αφού πράγματι του είχα ζητήσει αυτό το ποσό το έτος 2000 με την συμφωνία να συμψηφιστεί στις μελλοντικές αμοιβές μου, και όχι με την ακριβή έννοια του όρου «δάνειο». Τότε ο εναγόμενος αφού πράγματι μου χορήγησε αυτό το ποσό απαίτησε να “φανεί” ότι είναι δάνειο και εγώ προς εξασφάλισή του … είναι ΨΕΥΔΗ αυτά που αναφέρει στην αγωγή του ότι δήθεν με την μετατροπή σε ΕΥΡΩ η επιταγή αυτή χάθηκε!!!!!! και ο ενάγων, ένας τόσο πανέξυπνος επιχειρηματίας δεν μπορούσε να αποσοβήσει κάτι τέτοιο!!!!!. Άλλωστε αφού παρόλα ταύτα η επιταγή αυτή χάθηκε, ερωτάται γιατί έκτοτε ο ενάγων δεν προέβη σε καμία άλλη δικαστική ενέργεια, όπως αγωγή, για να του επιδικαστεί το συγκεκριμένο ποσό του δανείου; Τι περιμένει άραγε; Η αλήθεια είναι μια και μοναδική. Προσπαθεί να δικαιολογήσει την θέση του ότι εφαλτήριο της διακοπής των σχέσεων μας είναι το “δάνειο”, προκειμένου να αιτιολογήσει αφενός την ανάκληση του πληρεξουσίου που μου είχε κάνει αλλά και να μην μου καταβάλλει αμοιβές … ενώ … τακτοποιήθηκε … η … υπόθεσή του κατά των κληρονόμων ………… … ο αντίδικος “προετοίμασε” την έξοδό του από το δικηγορικό μου γραφείο και τη συνεπόμενη άρνησή του να καταβάλει τις συμφωνημένες εργολαβικές μου αμοιβές, γεγονός, που τον οδήγησε στην εσκεμμένη αποψίλωση των φακέλων δικογραφιών που τηρούσα για τις υποθέσεις του» (Σελ. 9-10), «ο μεν 1ος από εμάς είχε καταθέσει μήνυση σε βάρος του για παράνομη μαγνητοφώνηση των μεταξύ τους προφορικών και τηλεφωνικών συνομιλιών, η δε 2η από εμάς … είχε καταθέσει ενόρκως όποτε χρειαζόταν ως μάρτυρας επιβεβαιώνοντας αυτό το περιστατικό. Πράγματι αυτό το γεγονός δεν είναι ψευδές» (Σελ. 13), «έγινε μήνυση από εμάς σε βάρος του επειδή διαπιστώθηκε … ότι κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2003 και Μαΐου 2004 … ο ενάγων φωτογράφιζε παράνομα την κατοικία μας» (Σελ. 14-15), «φέρνει ως μάρτυρες “ακριβοπληρωμένους ψευδομάρτυρες” οι οποίοι καταθέτουν καθ’ υπόδειξή του» (Σελ. 15), «Ήταν πολύ εύκολο από τον καθένα να αντιληφθεί ότι αυτοί οι μάρτυρες δεν μπορεί παρά να ήσαν ψευδομάρτυρες που θα τους κατέβαλλε όλα τα έξοδα ο ενάγων, το δε “ακριβοπληρωμένοι” αφορούσε τον προηγούμενο της Μονής ….. του Αγίου Όρους μοναχό ……..» (Σελ. 16), «σε βάρος μου μεθοδευμένων αδίκων πράξεων και εν γένει συμπεριφορών του αντιδίκου, ιδίως με τον ανίερο “προσηλυτισμό” ψευδομαρτύρων, προκειμένου να “πετύχει”, άδικες, δικαστικές “νίκες” εναντίον μου. Αποκαλύπτεται και πάλι το επιλήψιμο ήθος του αντιδίκου αναφορικά με την αντιδικία μας, την κατασυκοφάντηση και κατασπίλωσή μου! … των “κατασκευασμένων” ψευδομαρτύρων και ψευδομαρτυριών σε βάρος μου» (Σελ. 17), «κινήθηκε δικαστικός αγώνας εναντίον του ετεροθαλούς αδελφού του … διεκδικώντας χρήματα που είχε δωρίσει και για την κάλυψη εξόδων της μητέρας του … Την πρωτοβουλία της δίκης την είχε ο  . …………….. … Με τέτοιες, ανήκουστες, “δικαστικές εμπειρίες”, σε ψυχοκτόνες αντιδικίες “συγγενικού αίματος” και με κακόβουλες πρακτικές, διεξάγει, πλέον, έναν άδικο πολυμέτωπο αγώνα εναντίον μας, ο αντίδικος, παριστάνοντας το εύκολο, ευπειθές θύμα μας … Ισχυρίζεται και για μένα … ότι το προκαταβληθέν έναντι των δικηγορικών μου αμοιβών χρηματικό ποσό, αποτελεί έντοκο δάνειο» (Σελ. 18), «η καταγγελία του, που έκαμε στις 4-2-2003 και με την οποία λύθηκαν οι επαγγελματικές μας σχέσεις και τυπικά, ήταν αδικαιολόγητη … λόγω της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς, δηλαδή της παράνομης μαγνητοφώνησης των τηλεφωνικών και προφορικών επαγγελματικών μας συνομιλιών» (Σελ. 19), «αδικαιολόγητη … όντως προσχηματική καταγγελία της εργολαβικής μας σύμβασης … διότι … αυτή, πράγματι, λύθηκε, εξαιτίας της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου. Δηλαδή … λόγω της παράνομης μαγνητοφώνησης των επαγγελματικών μας συνομιλιών, για την οποία, καταρχήν, καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 12 μηνών … με την αποψίλωση κρίσιμων και ουσιωδών αποδεικτικών εγγράφων των δικηγορικών μου υπηρεσιών προς εκείνον, την οποία (αποψίλωση) διενήργησε στους φακέλους των δικογραφιών που τηρούσα στο δικηγορικό μου γραφείο, για ήδη περατωμένες υποθέσεις του, που μου είχε αναθέσει, προκειμένου … να έχει την ευχέρεια να ισχυρισθεί, αναληθώς, ότι ποτέ δεν μου τις είχε αναθέσει και… ότι είμαι ένας κακόβουλος επαγγελματίας δικηγόρος, που θυματοποιώ τους ανυποψίαστους πελάτες μου, έχοντας, μάλιστα, σαν να έχω συστήσει για το σκοπό αυτό «ληστοσυμμορία», της οποίας είμαι αρχηγός!» (Σελ. 22), «το προκαταβληθέν σε μένα, στις 7-11-2000, έναντι των δικηγορικών μου αμοιβών, ποσό των 20.000.000 δραχμών. Ενώ, ισχυριζόταν, κακοβούλως, για να πετύχει άδικες διώξεις μου, ότι, τάχα, υπήρξα ασυνεπής και δόλιος απέναντι του, προκειμένου να μην του αποδώσω ποτέ, το ποσό αυτό. Το ψεύδος αυτό, το ανήγαγε σε «σημαία» κατασυκοφάντησης και «θεμέλιο» καταμηνύσεών μου! … το επίδικο «δάνειο», συνιστά, όντως, προκαταβολή έναντι των συμφωνημένων εργολαβικών δικηγορικών μου αμοιβών» (Σελ. 23), «Επίσης, με το περιεχόμενο της 729/2006 αμετάκλητης απόφασης του Μον/λούς Πλημ/κείου Πειραιά, αποδεικνύεται ότι πράγματι αυτός αφαίρεσε (σκόπιμα), αναρίθμητα έγγραφα, από τους φακέλους των σχηματισμένων δικογραφιών που τηρούσα για τις ευάριθμες υποθέσεις του, ώστε να υποστηρίξει εκ των υστέρων – όπως και έκαμε – ότι ποτέ δεν μου είχε αναθέσει τις συγκεκριμένες υποθέσεις που περιέλαβα στην περί αμοιβών αγωγή μου» (Σελ. 24), «Η κρίσιμη αλήθεια της δολερής αποψίλωσης των φακέλων των δικογραφιών που τηρούσα για τις υποθέσεις του αντιδίκου … Εκμεταλλευόμενος τις σε βάρος μου κακοπρόθετες υπεξαγωγές (27-3-2002 και πρώτο δεκαήμερο Απριλίου 2002) των εγγράφων … δόλια, πλέον, υποστηρίζει, τόσο αυτός, όσο και οι πεποιημένοι μάρτυρες του (. ….. κλπ) … μετά την υποκριτική καταγγελία του, στις 4-2-2003, που διακόπηκαν και τυπικά οι επαγγελματικές μας σχέσεις, με αποκλειστική του υπαιτιότητα (λόγω των παρανόμων μαγνητοφωνήσεων των επαγγελματικών συνομιλιών) … ο  . …………….. αφαίρεσε όλα τα αποδεικτικά έγγραφα που διατηρούσα στους φακέλους των δικογραφιών του» (Σελ. 25), «η αγωγή του αντιδίκου μας είναι ψευδής και κατ’ ουσίαν αβάσιμος, αποβλέπει δε στην σωματική και ηθική μας εξόντωση» (Σελ. 26), «πράγματι, ο αντίδικος, αφαίρεσε από τους φακέλους των δικογραφιών που τηρούσα κρίσιμα και ουσιώδη για τις δικηγορικές υπηρεσίες που του πρόσφερα στη διάρκεια της 7ετούς επαγγελματικής μας συνεργασίας» (Σελ. 27), «Από τις κατατεθείσες προτάσεις του αντιδίκου μου, διαφαίνεται το μίσος και το μένος που μπορεί να διακατέχει έναν άνθρωπο, ο οποίος θέλει να φαίνεται ότι ζημιώθηκε … από εμάς … τους οποίους μας εμφανίζει ως στυγνούς εγκληματίες οι οποίοι είχαμε ως σκοπό της ζωής μας να καταστρέψουμε οικονομικά τον κ. ………………… Η πραγματική λοιπόν αιτία είναι το γεγονός ότι δεν κατέστη εφικτό να γίνει ΓΑΜΠΡΟΣ ΜΑΣ δηλ. να παντρευτεί την κόρη μας, αφού εκτός από πελάτης του 1ου από εμάς είχε γίνει και οικογενειακός μας φίλος» (Σελ. 1 προσθήκης), «ένα ποσό 20.000.000 δρχ ή 60.000Ε που πράγματι είχε χορηγήσει στον 1° από εμάς το έτος 2000 και για το οποίο είχε απαιτήσει να φαίνεται ως δάνειο εγγράφως» (Σελ. 2 προσθήκης), «Φωνάζει δηλ. ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης … τα ψέματά του … φτάνουν πια στο τέλος τους και πλέον προσπαθεί με αλχημιστικές μεθόδους να μας κατηγορήσει ως αφερέγγυους … ΑΙΔΩΣ ΑΡΓΕΙΟΙ κ. Δικαστές. Ποιους νομίζει ότι έχει απέναντι του ο δικομανής αυτός αντίδικος» (Σελ. 3 προσθήκης), «επικαλείται και αποδεικτικά μέσα τα οποία προφανώς βρέθηκαν στα χέρια του με παράνομη κτήση. Είναι οι έγγραφες εξηγήσεις μας στα πειθαρχικά συμβούλια των συλλόγων μας, ήτοι τόσον του ΔΣΠ όσον και ενώπιον του συμβολαιογραφικού συλλόγου Αθήνας, μετά από δικές του απάνθρωπες καταγγελίες… και θα καταθέσουμε άμεσα μηνυτήρια αναφορά για αυτό με ηθική αυτουργία του αντιδίκου μας» (Σελ. 4 προσθήκης), «ο αντίδικος μας έχει χάσει κάθε έλεγχο των όσων ψευδών ισχυρίζεται, ως πλέον αυτοκαταστροφικός» (Σελ. 5 προσθήκης). Από τα παραπάνω παρατιθέμενα χωρία των ένδικων δικογράφων συνάγεται ότι οι συκοφαντικοί και εξυβριστικοί ισχυρισμοί του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων άπτονται ιδίως, της φερόμενης παράνομης μαγνητοφώνησης των μεταξύ του δεύτερου εναγόμενου και του ενάγοντος συζητήσεων, καθώς και της δήθεν παραδοχής από τον ενάγοντα της παράνομης αυτής συμπεριφοράς του, της φερόμενης υπεξαγωγής εγγράφων, της σύναψης εικονικού δανείου και της δήθεν χρήσης ψευδομαρτύρων από τον ενάγοντα. Ειδικότερα, τα ανωτέρω επικαλούμενα από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων, στα προαναφερόμενα δικόγραφα αγωγής και προτάσεών τους αντίστοιχα, περιστατικά περί της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και των προφορικών ιδιωτικών συνομιλιών του ενάγοντος με το δεύτερο των εναγόμενων, άνευ της συναινέσεως του τελευταίου, αποτέλεσαν αντικείμενο και άλλης δίκης μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου των εναγόμενων, καθώς ο τελευταίος, με την από 30-4-2003 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2003 αγωγή του κατά του ενάγοντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενος ότι ο ενάγων για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών από το τέλος Μαρτίου 2002 μαγνητοφωνούσε, χωρίς τη συναίνεσή του και εν αγνοία του τις συνομιλίες, που πραγματοποιούνταν στο δικηγορικό του γραφείο, καθώς και τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις τους, όπως οι σχετικές υποψίες του επιβεβαιώθηκαν την 28-12-2002, ζητούσε λόγω της προσβολής της προσωπικότητας αυτού και της σε βάρος του σχετικής αδικοπραξίας, να του επιδικασθεί ποσό 200.000 ευρώ. Επί της ως άνω αγωγής εξεδόθη η με αριθμό 5189/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τον εδώ ενάγοντα να καταβάλει στο δεύτερο εναγόμενο ποσό 20.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της εν λόγω απόφασης ασκήθηκε έφεση από τον εδώ ενάγοντα, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 95/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία, γενομένου δεκτού ότι οι ως άνω αγωγικοί ισχυρισμοί δεν αποδείχθηκαν από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έγινε δεκτή κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος η έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση και, κατόπιν διακρατήσεως της υποθέσεως από το Εφετείο και εκδικάσεως της σχετικής αγωγής, απορρίφθηκε η τελευταία, κατ’ ουσίαν. Κατόπιν, ο  …………….. υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου την από 18-3-2009 αίτηση αναίρεσης, καθώς και τους από 10-8-2010 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 1484/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την προαναφερόμενη με αριθμό 95/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, το δε Εφετείο Πειραιώς, κατόπιν κλήσεως προς συζήτηση της υπόθεσης, εξέδωσε τη με αριθμό 634/2012 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη και η οποία ήδη κατέστη αμετάκλητη απορριπτομένης της κατ’ αυτής ασκηθείσας αίτησης αναίρεσης με τη με αριθμό 897/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου. Βάσει της ανωτέρω παραδοχής του Εφετείου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας των ισχυρισμών του δεύτερου εναγόμενου της ένδικης αγωγής, αναφορικά με την παράνομη μαγνητοφώνηση των συνομιλιών και των τηλεφωνικών του συνδιαλέξων εκ μέρους του ενάγοντος, η οποία παράγει δεδικασμένο, δεσμεύουσα το παρόν Δικαστήριο, οι σχετικοί, εμπεριεχόμενοι στα ως άνω δικόγραφα της αγωγής (αρ.κατ.δικ. …/2012) και των προτάσεων μετά προσθήκης επί αγωγών (αρ.κατ.δικ…./2012, …./2009) και των τριών (3) εξώδικων δηλώσεων του δεύτερου των εναγόμενων, όσο και στο ως άνω δικόγραφο των κοινών με το σύζυγό της προτάσεων μετά προσθήκης της τρίτης των εναγόμενων επί αγωγής (αρ.κατ.δικ. ……/2009), κρίνονται αναληθείς. Επίσης, κρίθηκε ότι ο ενάγων ουδέποτε προέβη σε μυστική μαγνητοφώνηση των συνομιλιών του με τον τότε δικηγόρο του – δεύτερο εναγόμενο και α) δυνάμει της με αριθμό 508 α, 513 α, β γ και 528/2010 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος για το περιεχόμενο της ανωτέρω αγωγής (αρ.κατ.δικ. …../2003) του και κατόπιν σχετικής έγκλησης του ενάγοντος κρίθηκε αμετακλήτως ένοχος για τη σε βάρος του τελευταίου πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, ενώ η κατ’ αυτής ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε δυνάμει της με αριθμό 486/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου, β) δυνάμει της με αριθμό 103/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία μετά την άσκηση έφεσης ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προσωπικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσας στον Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του Μαρτίου 2002 και της 28ης-12-2002, λόγω αμφιβολιών, ήδη καταστάσα αμετάκλητη, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. …../18-6-2008 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου, αν και ο ενάγων κηρύχθηκε – σε πρώτο βαθμό – ένοχος της ανωτέρω πράξης, δυνάμει της με αριθμό ΒΤ2887/2005 απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, γ) δυνάμει της με αριθμό 397/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος έχει κριθεί ένοχος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης για αντίστοιχα με τα ανωτέρω περιστατικά της παράνομης μαγνητοφώνησης από τον ενάγοντα, τα οποία αναφέρονται στην από 30-6-2003 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2003 αγωγή του, δ) δυνάμει της με αριθμό 549, 549 α, 549 β, 549 γ, 579 και 579 α/2010 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ο ίδιος εναγόμενος έχει κριθεί ένοχος για ψευδή ανώμοτη κατάθεση κατ’ εξακολούθηση, καθότι εξεταζόμενος ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγων κατά την εκδίκαση σχετικής μήνυσής του για παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του ενάγοντος ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς την 30-3-2005 και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς κατά την εκδίκαση της έφεσης του ενάγοντος κατά της ως άνω με αριθμό ΒΤ2887/2005 απόφασης του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς την 21-1-2008 κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς ότι ο ενάγων μαγνητοφωνούσε τις συζητήσεις τους και ε) δυνάμει της με αριθμό 608 β, 737/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, διότι η από 13-1-2014 αίτηση αναίρεσής της απορρίφθηκε με τη με αριθμό 609/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία καταδικάστηκε ο δεύτερος εναγόμενος για την πράξη της απάτης στο δικαστήριο, συνιστάμενης στο ότι με την από 30-4-2003 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2003 αγωγή του και με τις από 10-5-2006 προτάσεις του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς παρέστησε ψευδώς προς το δικαστήριο αυτό ότι ο ενάγων μαγνητοφωνούσε τις μεταξύ τους συνομιλίες, προσκομίζοντας σε αυτό μετ’ επικλήσεως και σχετική ψευδή κατά περιεχόμενο ένορκη βεβαίωση μάρτυρα. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων ότι ο ενάγων δήθεν συνομολόγησε ότι κατέγραφε τις συνομιλίες τους δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος έχει κριθεί ένοχος και για ψευδή ανώμοτη κατάθεση κατ’ εξακολούθηση δυνάμει της προαναφερόμενης με αριθμό 549, 549 α, 549 β, 549 γ, 579 και 579 α/2010 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, διότι εξεταζόμενος ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγων κατά την εκδίκαση σχετικής μήνυσής του για παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του ενάγοντος ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς την 30-3-2005 κατέθεσε εν γνώσει του ψευδώς (επιπλέον της παράνομης μαγνητοφώνησης) ότι ο ενάγων συνομολόγησε στις από 18-9-2003 προτάσεις του, που κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επί της από 2-6-2003 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …../2003 αγωγής του δεύτερου εναγόμενου εναντίον αυτού (ενάγοντος) [Διαδικασία Αμοιβών], ότι είχε κασέτες και ότι του είχε πέσει μία κασέτα στο γραφείο του δεύτερου εναγόμενου. Ωστόσο, στις προρρηθείσες προτάσεις του ο ενάγων εκθέτει μεταξύ άλλων : «Θα αναφέρω μόνο ότι ουδέποτε μαγνητοφώνησα τον αντίδικο, κάτι που πιθανότατα ο ίδιος έκανε σε βάρος μου και κατέχει σχετικές κασέτες μαγνητοφώνησης των συνομιλιών μας…Για το συκοφαντικό γεγονός της δήθεν μαγνητοφώνησης ήδη του έχω υποβάλει και την προσαγόμενη μετ’ επικλήσεως από 1-8-2003 Μήνυσή μου ενώπιον του κ. Εισαγγελέως Πλημ/κών Αθηνών…». Συνεπώς, από τις ανωτέρω προτάσεις του αποδεικνύεται ότι ο ενάγων όχι μόνο δεν αποδέχθηκε ή συνομολόγησε ότι μαγνητοφωνούσε τις συνομιλίες που είχε με τον εν λόγω εναγόμενο, αλλά αντίθετα αρνήθηκε κατηγορηματικά την τέλεση οποιασδήποτε μαγνητοφώνησης, παραδοχή που επιρρωνύεται και από το γεγονός της, εκ μέρους του ενάγοντος, υποβολής σε βάρος του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων, για τους ως άνω ισχυρισμούς αυτών, μηνύσεων και δη της από 1-8-2003 (ΑΒΜ Εισαγγελίας Αθηνών …….. και ΑΒΜ Εισαγγελίας Πειραιώς  ….. και ΕΓ ……..) μήνυσης ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, της από 10-9-2003 (ΑΒΜ Εισαγγελίας Αθηνών Δ-……….. και ΑΒΜ Εισαγγελίας Πειραιώς ……. και ΕΓ ……….) μήνυσης ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και της  από 17-10-2003 (ΑΒΜ Εισαγγελίας Πειραιώς ……….. και …..) μήνυσης ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Περαιτέρω, επί του ένδικου ισχυρισμού περί παράνομης αφαίρεσης εγγράφων από φακέλους δικογραφιών, που βρίσκονταν στο δικηγορικό γραφείο του δεύτερου εναγόμενου, εκ μέρους του ενάγοντος, αποδεικνύεται η ουσιαστική αναλήθεια του, αφού κατόπιν έγκλησης του δεύτερου εναγόμενου ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του ενάγοντος για υπεξαγωγή εγγράφων, που έλαβε χώρα την 27-3-2002 και εντός του πρώτου δεκαημέρου του Απριλίου 2002 και αφορούσε τα έγγραφα, τα οποία αναφέρονται αναλυτικά στη με αριθμό ΒΜ729/2006 απόφαση του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας ο ενάγων κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώος, καθώς κατά της απόφασης αυτής δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. ……./25-2-2009 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, με την προλεχθείσα ποινική απόφαση (ΒΜ729/2006) κρίθηκε ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της υπεξαγωγής εγγράφων, δεδομένου ότι ουδόλως προέκυψε ότι των προαναφερόμενων εγγράφων, τα οποία αποδείχθηκε ότι ο ενάγων αφήρεσε από το φάκελο που διατηρούσε για λογαριασμό του ο δεύτερος εναγόμενος, ήταν έστω συγκύριος ο δεύτερος εναγόμενος ή είχε νόμιμο δικαίωμα προς επίδειξη αυτών κατά τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ. Ενισχυτική της παραπάνω κρίσης του Δικαστηρίου τούτου ως προς τον ανακριβή ισχυρισμό περί παράνομης αφαίρεσης εγγράφων από τον ενάγοντα είναι και η συναφής κρίση του Εφετείου Πειραιώς με τη με αριθμό 788/2005 απόφασή του (κατά το μέρος που δεν αναιρέθηκε, ως κατωτέρω στην παρούσα αναφέρεται), εκδοθείσα επί της από 2-6-2003 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2003 αγωγής του δεύτερου εναγόμενου για δικηγορικές αμοιβές (και σε χρόνο που δεν είχε εκδοθεί ακόμα η πιο πάνω αθωωτική για τον ενάγοντα απόφαση), η οποία δέχεται ότι εξ ουδενός στοιχείου βεβαιώθηκε η καταγγελλόμενη υφαρπαγή των υπόψη εγγράφων και η κατοχή τους από τον ενάγοντα, ώστε το αίτημα περί επίδειξης εγγράφων σχετιζόμενων με τη λεγόμενη «υπόθεση …….», υποβληθέν κατά τα άρθρα 450 επ. ΚΠολΔ από το δεύτερο εναγόμενο, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του τελευταίου ο ενάγων αφαίρεσε από τον φυλλασσόμενο στο δικηγορικό του γραφείο οικείο φάκελο, κρίθηκε απορριπτέο κατ’ ουσίαν. Ακόμα, σημειωτέον ότι το Εφετείο Πειραιώς με τη με αριθμό 389/2015 απόφασή του, εκδοθείσα επί έφεσης του δεύτερου εναγόμενου σε συνεκδικασθείσες πρωτοδίκως αγωγή και ανταγωγή του ενάγοντος και αγωγή του δεύτερου εναγόμενου επί προσβολής προσωπικότητας, δέχεται ότι οι προβαλλόμενοι από το δεύτερο εναγόμενο ισχυρισμοί του περί παράνομης μαγνητοφώνησης και παράνομης αφαίρεσης εγγράφων από τον ενάγοντα, όπως οι εν λόγω ισχυρισμοί του εμπεριέχονται σε προγενέστερες εγκλήσεις του δεύτερου εναγόμενου κατά του αντιδίκου του, έχουν αποδειχθεί ως αμετάκλητα ψευδείς. Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω, με τη με αριθμό 584 α, 608 γ, 628/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, ο δεύτερος εναγόμενος κρίθηκε ένοχος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης για το περιεχόμενο των από 11-12-2008 προτάσεών του ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς κατά της από 16-1-2008 έφεσης του ενάγοντος και της από 30-1-2009 προσθήκης-αντίκρουσης, στις οποίες διαλαμβάνει τους προειρημένους ψευδείς ισχυρισμούς του τόσο περί παράνομης μαγνητοφώνησης όσο και περί αφαίρεσης εγγράφων από φακέλους δικογραφιών. Σημειωτέον ότι η πιο πάνω απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς αναιρέθηκε με τη με αριθμό 1184/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, όχι όμως κατά το μέρος που έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για την ως άνω πράξη του, διότι δέχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου έχει πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά ως προς το ύψος της ποινής. Περαιτέρω, αναφορικά με τον επίδικο ισχυρισμό που συναρτάται με τη δήθεν εικονικότητα του έντοκου δανείου ποσού κεφαλαίου 20.000.000 δραχμών, που ο ενάγων χοργήγησε στο δεύτερο εναγόμενο την 7-11-2000, αποδείχθηκε ότι αυτός είναι ψευδής, καθόσον έχει κριθεί αμετακλήτως ότι το δάνειο αυτό ήταν πραγματικό. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος την 7-11-2000 κατάρτισαν στον Πειραιά έγγραφη σύμβαση δανείου με το ακόλουθο περιεχόμενο : «Ο υπογράφων ……….., κάτοικος Πειραιά, έλαβα σήμερα, προς είσπραξη του ποσού των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) δραχμών, λόγω δανείου από τον (δανειστή) κ. . …………….., την ανωτέρω εικονιζόμενη, σε διαταγή μου, επιταγή της Τράπεζας Πίστεως. Του παρέδωσα δε την επίσης εικονιζόμενη, σε διαταγή του, επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, δίγραμμη, την οποία και έλαβε. Υποχρεούμαι τέλος για την εν λόγω εξυπηρέτησή μου να καταβάλλω στον ανωτέρω δανειστή ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, ετησίως μέχρι τις 31-12-2002, που πρέπει να του επιστρέψω και όλο το κεφάλαιο. Πειραιάς, 7 Νοεμβρίου 2000, ο δούς υπογραφή, ο λαβών υπογραφή». Σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης και αφού εκδόθηκαν σχετικά η με αριθμό …. επιταγή της ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΙΣΤΕΩΣ έκδοσης του ενάγοντος την 7-11-2000 και η με αριθμό ………… επιταγή της ΕΤΕ έκδοσης του δεύτερου εναγόμενου χωρίς ημερομηνία, ο δεύτερος εναγόμενος δανειολήπτης εισέπραξε την 8-11-2000 από την πληρώτρια τράπεζα το ποσό των 20.000.000 δραχμών ή 58.694,06 ευρώ. Ακολούθως, με νεότερη συμφωνία των πιο πάνω συμβαλλόμενων, που καταρτίστηκε την 25-10-2001 στον Πειραιά, συμψηφίστηκε το ποσό των 1.000.000 δραχμών ή 2.934,70 ευρώ για  οφειλόμενους τόκους για το πρώτο έτος του δανείου (7-11-2000 έως 6-11-2001) με απαιτήσεις δικηγορικών αμοιβών του δεύτερου εναγόμενου, παρελθούσες και μέλλουσες, σχετικά με υπόθεση του ενάγοντος κατά των κληρονόμων  ……… Έτσι, κατόπιν του ανωτέρω συμψηφισμού του ποσού των τόκων του πρώτου έτους του δανείου, απέμεινε προς απόδοση στον ενάγοντα κατά την 31-12-2002 το ποσό του κεφαλαίου ύψους 20.000.000 δραχμών ή 58.694,06 ευρώ και επιπλέον έπρεπε να καταβληθούν 1.000.000 δραχμές ή 2.934,70 ευρώ ως οφειλόμενοι τόκοι για το δεύτερο έτος του δανείου (7-11-2001 έως 31-12-2002). Ο δε ενάγων άσκησε κατά του δεύτερου εναγόμενου την από 24-1-2007 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2007 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 20.000.000 δραχμών ή 58.694,06 ευρώ ως δανεισθέν κεφάλαιο πλέον του ποσού των 1.000.000 δραχμών ή 2.934,70 ευρώ για τόκους και συνολικά το ποσό των 61.628,76 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τις επιμέρους διακρίσεις της άνω αγωγής. Ο ενάγων με τις από 9-11-2007 προτάσεις του, παραιτούμενος από το δικόγραφο της αγωγής ως προς το ποσό του κεφαλαίου του δανείου, περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής στο ποσό των 2.934,70 ευρώ, του οποίου ζήτησε την επιδίκαση, με το νόμιμο τόκο, κατά τις επιμέρους διακρίσεις της άνω αγωγής, για οφειλόμενους τόκους για το δεύτερο έτος του δανείου, δηλαδή από την 7-11-2001 έως την 31-12-2002. Με τη με αριθμό 2744/2009 απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς δέχθηκε ότι πράγματι καταρτίστηκε η από 7-11-2000 σύμβαση δανείου μεταξύ των άνω συμβαλλόμενων και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν μόνο κατά το αιτηθέν ποσό των τόκων και υποχρέωσε το δεύτερο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.934,70 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1-1-2003 έως την εξόφληση. Μετά την άσκηση αντίθετων εφέσεων και πρόσθετων λόγων έφεσης από τους άνω διαδίκους, το Εφετείο Πειραιώς εξέδωσε τη με αριθμό 833/2010 απόφασή του, με την οποία απέρριψε τις εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους έφεσης ως αβάσιμους κατ’ ουσίαν, δεχόμενο τα προεκτιθέμενα περιστατικά της κατάρτισης της από 7-11-2000 σύμβασης δανείου μεταξύ των άνω συμβαλλόμενων, της είσπραξης του ποσού των 20.000.000 δραχμών ή 58.694,06 ευρώ από τον εν λόγω δανειολήπτη – δεύτερο εναγόμενο από την πληρώτρια τράπεζα, όπως συνομολογείται εκατέρωθεν και του συμψηφισμού του ποσού των 1.000.000 δραχμών ή 2.934,70 ευρώ οφειλόμενων τόκων για το πρώτο έτος του δανείου με απαιτήσεις δικηγορικών αμοιβών, καθώς και ότι οι άνω διάδικοι είχαν σοβαρή πρόθεση κατάρτισης της επίμαχης σύμβασης δανείου και απορρίπτοντας την προβαλλόμενη ένσταση εικονικότητας του δανείου ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Στη συνέχεια, ο δεύτερος εναγόμενος άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της προαναφερόμενης με αριθμό 833/2010 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, η οποία απορρίφθηκε δυνάμει της με αριθμό 1869/2013 απόφασης του Αρείου Πάγου. Επομένως, υπάρχει δεδικασμένο, που δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, σχετικά με την καταβολή του ποσού των 20.000.000 δραχμών και ήδη 58.694,06 ευρώ δυνάμει σύμβασης δανείου μεταξύ των εν λόγω διαδίκων. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο επικαλούμενος από το δεύτερο εναγόμενο ισχυρισμός περί της ύπαρξης «υπόθεσης ………..» και περί του δήθεν απατηλού περιεχομένου του από 18-1-2005 πιστοποιητικού που προσκομίστηκε από τον ενάγοντα την 3-3-2005 στο Εφετείο Πειραιά για να καταπείσει περί της ανυπαρξίας εταιρίας, έχει κριθεί αμετακλήτως ως αναληθής. Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2-6-2003 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2003 αγωγή του κατά του ενάγοντος, ζητώντας να του καταβληθούν οι οφειλόμενες και μη καταβληθείσες δικηγορικές του αμοιβές για διάφορες υποθέσεις, που του είχαν ανατεθεί και ο ίδιος είχε διεκπεραιώσει επιτυχώς. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 4876/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας, γενομένης εν μέρει δεκτής της αγωγής ως βάσιμης κατ’ ουσίαν, υποχρεώθηκε ο εδώ ενάγων να καταβάλει στον αντίδικό του ως αμοιβή το ποσό των 32.592,424 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, απορρίπτοντας ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν το συναρτώμενο με την  επικαλούμενη «Υπόθεση ………» αγωγικό κονδύλιο, ιδίως διότι δεν αποδείχθηκε ότι ο δικηγόρος ανέλαβε τη διεκπεραίωση τέτοιας υπόθεσης του ενάγοντος και αφαιρώντας από το επιδικασθέν συνολικό ποσό αμοιβής το ποσό των 58.694,06 ευρώ, καθότι ο ίδιος ο δεύτερος εναγόμενος αφαίρεσε λόγω συμψηφισμού το ποσό τούτο, που του έχει καταβληθεί, όπως ισχυριζόταν, για την πιο πάνω οφειλή (αμοιβές) και παρά το ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι πράγματι πρόκειται περί ποσού δανείου. Μετά την άσκηση αντίθετων εφέσεων και πρόσθετων λόγων έφεσης εκδόθηκε η με αριθμό 788/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε κατ’ ουσίαν τις αντίθετες εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους έφεσης, δεχόμενο, μεταξύ άλλων, ότι ουδεμία ανάμειξη του δεύτερου εναγόμενου υπήρξε κατ’ εντολή του ενάγοντος στη λεγόμενη «υπόθεση …….» σχετιζόμενη με την επιδίωξη απολήψεως μετοχών αλλοδαπής εταιρίας λόγω συμμετοχής σε αυτήν του πατέρα του ενάγοντος. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στήριξε την άνω απορριπτική κρίση του ιδίως, στην ασάφεια και αοριστία του προκείμενου αγωγικού κονδυλίου, ποσού 70.432,87 ευρώ, συνιστάμενου σε ποσοστιαία (20%) αμοιβή επί του φερόμενου ως εισπραχθέντος από τον ενάγοντα ποσού των 120.000.000 δραχμών, δοθέντος ότι, όπως συναφώς κρίθηκε, γινόταν αναφορά σε αόριστες νομικές συμβουλές και γενικότερες οδηγίες του δεύτερου εναγόμενου σε κάποιον μη κατονομαζόμενο καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος ενεργούσε με την κωδική ονομασία «καθηγητής» για την απόληψη των διεκδικούμενων από τον ενάγοντα μετοχών της αλλοδαπής εταιρίας, η οποία μάλιστα κατά την πρωτοβάθμια δίκη δεν κατονομάστηκε, ενώ στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας ο δεύτερος εναγόμενος επιχείρησε να προσδιορίσει την εταιρία αυτή ως έχουσα την έδρα της στο ……… και την επωνυμία  «. …..». Πλην όμως, ο ενάγων, αντικρούοντας τον ισχυρισμό αυτό, επικαλέστηκε και προσκόμισε στο Εφετείο την από 18-1-2005 βεβαίωση του «Γραφείου Γης και Δημόσιας Καταχώρησης» του …………., με την οποία βεβαιώνεται επίσημα από τις Αρχές του εν λόγω κράτους ότι δεν υπάρχει τώρα ούτε υπήρξε κατά τα τελευταία είκοσι έτη εταιρία καταχωρημένη στα εκεί τηρούμενα μητρώα με την επωνυμία «…….» ή «………….», περαιτέρω δε, το δικαστήριο πείστηκε περί της ανυπαρξίας συμμετοχής του πατέρα του ενάγοντος σε ελβετική εταιρία και από τις ένορκες βεβαιώσεις των αδελφών του πατέρα, οι οποίοι είχαν προσωπική γνώση των δραστηριοτήτων του αδελφού τους και οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις), προσκομίστηκαν μετ’ επικλήσεως στο άνω δικαστήριο από τον ενάγοντα, για λογαριασμό του οποίου δόθηκαν. Ο ενάγων άσκησε την από 20-10-2005 αίτηση αναίρεσης και τους από 8-12-2006 και 19-12-2006 πρόσθετους λόγους κατά της πιο πάνω με αριθμό 788/2005 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Επί αυτών, εκδόθηκε η με αριθμό 880/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε κατά ένα μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση και δη κατά το κεφάλαιο που αφορούσε στην υπόθεση κληρονόμων ……. και στην εξαιτίας αυτής επιδικασθείσα αμοιβή του δεύτερου εναγόμενου εκ ποσού 27.806,57 ευρώ, κρίνοντας ότι η αγωγή ως προς την υπόθεση κληρονόμων …… έπρεπε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, και παραπέμφθηκε η υπόθεση (μόνο) κατά το μέρος αυτό προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου Εφετείου, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Συνεπώς, μετά και την ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου έχει κριθεί αμετάκλητα ότι ουδέποτε ο ενάγων ανέθεσε στο δεύτερο εναγόμενο το χειρισμό της «υπόθεσης …….». Κατόπιν, το Εφετείο Πειραιώς με τη με αριθμό 103/2008 απόφασή του, δικάζοντας την πιο πάνω αγωγή του δεύτερου εναγόμενου κατά το μέρος που η άνω εφετειακή απόφαση (788/2005) αναιρέθηκε, δηλαδή μόνο όσον αφορά την αιτούμενη δικηγορική αμοιβή για την υπόθεση κληρονόμων ……, απέρριψε την αγωγή του ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Στη συνέχεια, ο δεύτερος εναγόμενος άσκησε εκ νέου την από 26-2-2008 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2008 αγωγή του κατά του ενάγοντος διεκδικώντας τη δικηγορική αμοιβή του από την προειρημένη υπόθεση κληρονόμων ……, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4338/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Επί ασκηθεισών αντίθετων εφέσεων και πρόσθετων λόγων έφεσης, εκδόθηκε η με αριθμό 586/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Περαιώς, ήδη αμετάκλητη (ΑΠ 2061/2014), με την οποία απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν τα ασκηθέντα ένδικα μέσα, κρίνοντας ότι ο ενάγων δεν οφείλει εργολαβική αμοιβή στο δεύτερο εναγόμενο από την υπόθεση κληρονόμων ………., διότι η ανάκληση της εντολής του ενάγοντος προς τον τότε δικηγόρο του ήταν δικαιολογημένη, οφειλόμενη σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του ενάγοντος στο πρόσωπο του δεύτερου εναγόμενου, ο οποίος (κλονισμός) προκλήθηκε από την άρνηση του τελευταίου να του επιστρέψει δάνειο ποσού 20.000.000 δραχμών, που του είχε χορηγήσει και ήταν αποδοτέο την 31-12-2002, κατά τα προεκτεθέντα. Παράλληλα, την ανυπαρξία του «φακέλου …..» δέχτηκε η με αριθμό 526 α, 540 και 541/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία η τρίτη εναγόμενη κηρύχθηκε ένοχη για ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσα την 18-9-2003 και την 3-3-2005, διότι την 18-9-2003 εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέθεσε ψευδώς για φερόμενο «φάκελο ……» με συμφωνηθείσα αμοιβή του συζύγου της 10% και ότι ο ενάγων εισέπραξε χρήματα από μετοχές του θανόντος πατέρα του από εταιρία εδρεύουσα στη Ζυρίχη. Ακόμα, σημειώνεται ότι η τρίτη εναγόμενη έχει καταδικαστεί α) για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’  εξακολούθηση, τελεσθείσας την 9-3-2005 και την 12-4-2005, διότι εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά κατέθεσε ψευδώς αναφορικά με την εικονική σύμβαση δανείου, τη δήθεν ηθική αυτουργία του ενάγοντος σε ψευδορκία μάρτυρα και τις φερόμενες παράνομες μαγνητοφωνήσεις, καθώς και για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, τελεσθείσας την 21-10-2009 αναφορικά με το δήθεν εικονικό δάνειο, δυνάμει της με αριθμό 684/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και β) για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσας την 15-5-2003 και την 21-1-2008, διότι την 15-5-2003 εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιώς κατέθεσε ψευδώς αναφορικά με τις δήθεν παράνομες μαγνητοφωνήσεις, δυνάμει της με αριθμό 549, 549 α, 549, β, 549 γ, 579 και 579 α/2010 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Επιπρόσθετα, ο επικαλούμενος από τους δεύτερο και τρίτη εναγόμενους ισχυρισμός περί χρησιμοποίησης από τον ενάγοντα «ψευδομαρτύρων» για την προάσπιση των συμφερόντων του στη μεταξύ τους αντιδικία, αποδείχθηκε αναληθής. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι κατόπιν της από 20-8-2004 έγκλησης του δεύτερου εναγόμενου ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του ενάγοντος για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή και δη διότι, κατά τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, έπεισε τους …….να καταθέσουν ενόρκως γεγονότα ψευδή ως αληθή, στα πλαίσια της διενεργούμενης προανάκρισης ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του ενάγοντος για παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της ιδιωτικής συνομιλίας, προκειμένου να τον υποστηρίξουν στην αντιδικία του. Ακολούθως, λόγω μη ύπαρξης επαρκών ενδείξεων ενοχής, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το με αριθμό ……./2007 βούλευμά του, που έχει καταστεί αμετάκλητο, όπως προκύπτει από την από 19-4-2011 βεβαίωση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για τις σε βάρος τους αποδιδόμενες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα (ως προς όλους), της συκοφαντικής δυσφήμησης (ως προς όλους, πλην του …………) και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα (ως προς όλους) και συκοφαντική δυσφήμηση (ως προς όλους, πλην του ……..) κατά συρροή. Ωσαύτως, την αναλήθεια του προβαλλόμενου ισχυρισμού περί δήθεν χρησιμοποίησης από τον ενάγοντα ψευδομαρτύρων δέχθηκε και η προλεχθείσα με αριθμό 389/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, εκδοθείσα σε δεύτερο βαθμό επί συνεκδικασθεισών αγωγής και ανταγωγής του ενάγοντος και αγωγής του δεύτερου εναγόμενου επί τη βάσει της επικαλούμενης εκατέρωθεν προσβολής προσωπικότητας. Εξάλλου, ως προς τον επικαλούμενο από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων ισχυρισμό περί αντιδικιών του ενάγοντος με συγγενικά του πρόσωπα, οι εναγόμενοι αυτοί προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως αντίγραφο της από 24-8-2010 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2010 αγωγής της …………………. το γένος . …………….., θείας του ενάγοντος, κατά του ενάγοντος, ανιψιού της, με την οποία αιτείται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας προσβολής της προσωπικότητάς της. Πέραν αυτής της αντιδικίας, στο δικόγραφο της εν λόγω αγωγής αναφέρεται διηγηματικά ότι τα έτη 1991 – 1992 ο ενάγων έπεισε τον πατέρα του . …………….. να καταθέσει αγωγή στην Αμερική κατά του ετεροθαλούς αδελφού του, διεκδικώντας χρήματα που ο . …………….. του είχε δωρίσει και για την κάλυψη εξόδων της μητέρας του, ενόψει διαζυγίου μεταξύ τους και ότι στη δίκη αυτή η μητέρα του ενάγοντος ήταν μάρτυρας υπέρ του παιδιού της από τον πρώτο γάμο και κατά του ενάγοντος και του πατέρα του, οι οποίοι έχασαν τη δίκη. Συνεπώς και εφόσον οι εν λόγω εναγόμενοι είχαν λάβει γνώση της προειρημένης αγωγής κατά του ενάγοντος και του προαναφερόμενου περιεχομένου της, σχημάτισαν την εύλογη πεποίθηση ότι υφίσταντο αντιδικίες του ενάγοντος με στενά συγγενικά του πρόσωπα. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την από 13-11-2009 ένορκη εξέταση του ετεροθαλούς αδελφού του ενάγοντος ……… ενώπιον της Ανακρίτριας του 27ου Τμήματος Αθηνών, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο τελευταίος, λαμβανομένη παραδεκτώς υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και στην οποία αναφέρεται ότι ο ίδιος (μάρτυρας) είχε πάντα καλές σχέσεις με τον αδελφό του – ενάγοντα και ουδέποτε μάλωσαν ούτε ο ενάγων κινήθηκε δικαστικά εναντίον τους. Ωστόσο, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε το αληθές ή ψευδές του προβαλλόμενου ισχυρισμού περί αποτυχίας του συνοικεσίου μεταξύ της θυγατέρας του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων και του ενάγοντος. Από την άλλη πλευρά, οι εν λόγω εναγόμενοι ισχυρίζονται με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, ισχυρισμούς που επαναφέρουν ως λόγους έφεσης, ότι όλα όσα αναφέρονται στα πιο πάνω ένδικα δικόγραφά τους (αγωγή και προτάσεις μετά προσθήκης επί αγωγών και εξώδικες δηλώσεις) ήταν γεγονότα αληθινά, όπως αυτό αποδεικνύεται από μια σειρά δικαστικών αποφάσεων, που επικαλούνται και προσκομίζουν και οι οποίες εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της μακράς δικαστικής διαμάχης τους, με τις οποίες απαλλάχτηκαν των κατηγοριών για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ψευδούς καταμήνυσης. Κυρίως για να αποδείξουν την εικονικότητα του δανείου, αλλά και ότι οι επαγγελματικές σχέσεις του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου διακόπηκαν, επειδή ο ενάγων μαγνητοφωνούσε τις συνομιλίες τους και επομένως, ο τελευταίος αδικαιολόγητα ανακάλεσε την πληρεξουσιότητά του προς το δεύτερο εναγόμενο, επικαλούνται τις ανωτέρω εκτεθείσες με αριθμό 4876/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αριθμό 788/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και με αριθμό 880/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, ισχυριζόμενοι περαιτέρω ότι οι ως άνω αποφάσεις υιοθέτησαν πλήρως τον ανωτέρω ισχυρισμό τους και ότι από αυτές παράγεται δεδικασμένο για τα κριθέντα θέματα που δεσμεύει τα επόμενα δικαστήρια. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος. Κατά πρώτον, εν προκειμένω δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου, αφού δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις των άρθρων 321 επ. ΚΠολΔ, διότι διάδικοι στα πιο πάνω δικαστήρια, τα οποία εξέδωσαν τις τρεις αυτές αποφάσεις, ήταν μόνο ο ενάγων και ο δεύτερος εναγόμενος και όχι και η τρίτη εναγόμενη, η οποία κατέθεσε τις κοινές με το σύζυγό της προτάσεις τους μετά προσθήκης, στις οποίες διαλαμβάνονται τα επίδικα συκοφαντικά περιστατικά και εξυβριστικοί χαρακτηρισμοί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, από την επισκόπηση του σκεπτικού των αποφάσεων αυτών, κυρίως του Εφετείου και του Αρείου Πάγου, καθίσταται ο εν λόγω ισχυρισμός των πιο πάνω εναγόμενων αβάσιμος. Συγκεκριμένα, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, τόσο το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με τη με αριθμό 4876/2003 απόφασή του όσο και το Εφετείο Πειραιώς με τη με αριθμό 788/2005 απόφασή του απέρριψαν το αίτημα του τότε ενάγοντος (ήδη δεύτερου εναγόμενου) για την καταβολή αμοιβής και για την «υπόθεση ……», διότι ρητά και με σαφήνεια έκριναν ότι δεν αποδείχθηκε ότι τέτοια υπόθεση του ανατέθηκε ή ότι υπήρχε τότε εταιρία με την επωνυμία «……. .» ή «…..» και ποιες ήταν οι νομικές ενέργειες του τότε ενάγοντος για την υπόθεση αυτή. Το γεγονός ότι και τα δύο ως άνω δικαστήρια αφαίρεσαν από το ποσό που έκριναν ότι ανέρχεται η δικηγορική αμοιβή του τότε ενάγοντος το ποσό των 20.000.000 δραχών, δεν αποτελεί απόδειξη της βασιμότητας του ισχυρισμού ότι αυτό αποτελούσε προκαταβολή για τη δικηγορική του αμοιβή και όχι δάνειο, διότι, όπως ρητά αναφέρεται, η αφαίρεση έγινε, διότι ο ίδιος ο τότε ενάγων δικηγόρος το είχε αφαιρέσει από το ποσό που κατά την αγωγή του ανερχόταν η δικηγορική του αμοιβή. Απόδειξη περί του αντιθέτου δεν αποτελεί η σκέψη του Εφετείου όπως διατυπώθηκε στην απόφασή του (788/2005) : «Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι κλονίσθηκε η εμπιστοσύνη του προς τον ενάγοντα λόγω μη αποδόσεως εκ μέρους του δανείου 20.000.000 δραχμών, που του είχε χορηγήσει και ήταν αποδοτέο στις 28.12.2002, δεν είναι πειστικός, αφού ευχερώς θα μπορούσε να διευθετηθεί συμψηφιστικά η διαφορά τους εν όψει της πολύχρονης συνεργασίας τους και της υπάρξεως διαφόρων εκκρεμών υποθέσεων εν εξελίξει. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι κύρια αιτία διαταράξεως των σχέσεων των διαδίκων υπήρξε η καχυποψία του εναγομένου, η οποία τον οδήγησε στη χρήση ενίοτε αθέμιτων μεθόδων στις μετά του ενάγοντος επαφές του, όπως η εν αγνοία του τελευταίου μαγνητοφώνηση των τηλεφωνικών τους συνδιαλέξεων, για την οποία καταγγέλθηκε από τον ενάγοντα και ελέγχεται ποινικά.». Οι δεύτερος και τρίτη των εναγόμενων ισχυρίζονται ότι με το απόσπασμα αυτό το δικαστήριο δέχθηκε και την ανυπαρξία του δανείου, αλλά και ότι ο ενάγων, τότε εναγόμενος, μαγνητοφωνούσε κρυφά τις μεταξύ τους συνομιλίες. Το Εφετείο όμως, προέβη στη σκέψη αυτή προκειμένου να απορρίψει τον ισχυρισμό του τότε εναγόμενου . …………….. ότι η ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του προς τον τότε ενάγοντα . …………….. οφείλεται στη μη απόδοση του δανείου, κρίνοντας ότι η ανάκληση της πληρεξουσιότητας ήταν αδικαιολόγητη κατ’ άρθρο 170 του Κώδικα περί Δικηγόρων, διότι οφειλόταν μόνο στην καχυποψία του . …………….. και επομένως, ο τελευταίος όφειλε να καταβάλει τη δικηγορική αμοιβή στον ενάγοντα δικηγόρο. Δεν έκρινε ότι είχε ή δεν είχε καταρτιστεί δάνειο, αλλά ότι η μη απόδοσή του, ακόμα και υφιστάμενου τούτου, δεν συνιστούσε δικαιολογημένο λόγο ανάκλησης, ούτε αποδέχθηκε σαφώς ότι ελάμβαναν χώρα παράνομες μαγνητοφωνήσεις, διότι ρητά εκθέτει ότι η υπόθεση ελέγχεται ποινικά. Όπως επίσης πιο πάνω έχει λεχθεί, κατά της απόφασης αυτής άσκησε αίτηση αναίρεσης ο . …………….. επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 880/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου (ο …………. παραιτήθηκε από τη δική του ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης). Σε έναν από τους λόγους αναίρεσης ο αναιρεσείων είχε ισχυριστεί ότι το Εφετείο αντιφατικά δέχθηκε αφενός μεν ότι είχαν καταρτιστεί εργολαβικές συμβάσεις και αφετέρου ότι κατέβαλε στον τότε ενάγοντα . …………….. το ποσό των 58.694,06 ευρώ (20.000.000 δραχμών), γεγονός που αναιρεί την εργολαβική σύμβαση. Ο Άρειος Πάγος με την απόφασή του (880/2007) απέρριψε το λόγο αυτό με το εξής σκεπτικό : «Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το ως άνω ποσό καταβλήθηκε ως προκαταβολή έναντι της συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής, η οποία δεν επιφέρει κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα την κατάργηση της συμβάσεως εργολαβίας.». Με τη σκέψη αυτή ο Άρειος Πάγος δεν έκρινε ότι το ποσό που καταβλήθηκε ήταν προκαταβολή και όχι δάνειο, αλλά σε συνδυασμό με τη μείζονα σκέψη της απόφασής του, αλλά και τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου, δέχθηκε ότι με την καταβολή δεν καταργήθηκαν σιωπηρά οι εργολαβικές συμβάσεις που είχαν καταρτιστεί μεταξύ τους, διότι ήταν προκαταβολή εντός των πλαισίων των εργολαβικών συμβάσεων και όχι αμοιβή με άλλο τρόπο. Μάλιστα τα ίδια ως άνω έχει δεχθεί και η προαναφερόμενη με αριθμό 586/2013 ήδη αμετάκλητη (ΑΠ 2061/2014) απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Κατόπιν της εν μέρει αναίρεσης της με αριθμό 788/2005 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς εκδόθηκε, όπως ανωτέρω έχει αναφερθεί, η με αριθμό 103/2008 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, το οποίο δικάζοντας την πιο πάνω αγωγή (αρ.κατ.δικ……../2003) του . …………….. κατά το μέρος που η εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε, δηλαδή μόνο όσον αφορά την αιτούμενη δικηγορική αμοιβή για την υπόθεση κληρονόμων ……………., απέρριψε την αγωγή του ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Επομένως, ο πρώτος και ο τρίτος συναφείς λόγοι της υπό στοιχεία Δ έφεσης του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων και συγκεκριμένα κατά το ταυτόσημο σκέλος τους σύμφωνα με το οποίο από τις προρρηθείσες αποφάσεις των αστικών δικαστηρίων παράγεται δεδικασμένο ως προς τη βασιμότητα των ισχυρισμών τους ότι οι επαγγελματικές σχέσεις του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου διακόπηκαν, διότι ο ενάγων μαγνητοφωνούσε παράνομα τις συνομιλίες τους και όχι επειδή ο δεύτερος εναγόμενος δεν του απέδωσε το δάνειο των 20.000.000 δραχμών, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν προκαταβολή των αμοιβών του, και συνακόλουθα, οι περιεχόμενοι στα άνω δικόγραφά τους σχετικοί ισχυρισμοί είναι αληθείς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Εξάλλου, στα ως άνω ένδικα δικόγραφα (αγωγή, προτάσεις και εξώδικες δηλώσεις) περιέχονται και εξυβριστικές φράσεις και χαρακτηρισμοί, οι οποίοι ήταν αντικειμενικά πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος και οι οποίοι έχουν ήδη συμπεριληφθεί στα προαναφερόμενα χωρία, που έχουν ανωτέρω αναλυτικά παρατεθεί στην παρούσα απόφαση. Ενδεικτικά και χαρακτηριστικά επισημαίνονται στην από 20-11-2012 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2012 αγωγή του δεύτερου εναγόμενου οι εξής εξυβριστικές φράσεις : «με προσποιητή εκτίμηση … απευθύνοντας χαιρετισμούς, κατά κόρο, με τις φράσεις “Αγαπητέ …….”, ή “Εν Χριστώ αδελφέ”, “Χαίρε εν Κυρίω”, “Με την ειρήνη του Κυρίου” κλπ, εμφανή στοιχεία της αποδειχθείσας, υποκριτικής του συμπεριφοράς…. αποδόθηκε σε έναν, άνευ προηγουμένου, πολέμο λασπολογίας, ψεύδους, κατασυκοφάντησης και δυσφήμησης … (Σελ. 7), «Με τέτοιες, ανήκουστες, “δικαστικές εμπειρίες”, σε ψυχοκτόνες αντιδικίες “συγγενικού αίματος” και με κακόβουλες πρακτικές, διεξάγει, πλέον, έναν άδικο πολυμέτωπο αγώνα εναντίον μου, ο αντίδικος, παριστάνοντας το εύκολο ευπειθές θύμα μου…» (Σελ. 26), «”εξυπηρετεί”, τα εγωτικά του συμφέροντα … αρνούμενος με άδικο  μένος …» (Σελ. 37),  «Η υποκρισία και το ψεύδος έχουν τα όριά τους! … το ανυπολόγιστο ηθικοπνευματικό βάρος της “λάσπης” … από έναν ψευδόμενο και υποκρινόμενο .. ……………..;» (Σελ. 76), «Η άμετρη δυστροπία … αποκαλύπτει σε βάθος τον άδικο χαρακτήρα …. την ευχέρεια του να κατασπιλώνει πρόσωπα και υπολήψεις και να παραπλανά με την παραπειστική του στάση …» (Σελ. 97-98), ««Η δυστροπία και η καχυποψία του … αποκαλύπτει σε βάθος, τον άδικο χαρακτήρα που επέδειξε σε βάρος μου και συνάμα την ευχέρεια του να κατασπιλώνει πρόσωπα και υπολήψεις και να παραπλανά με την παραπειστική του στάση» (Σελ. 125-126), «Διοχέτευσε σε βάρος μας όλη την εμπάθεια και συκοφαντική του επίθεση για να μας σπιλώσει και πλήξει … με αήθεις χαρακτηρισμούς, εγκληματικούς και περιφρονητικούς σχολιασμούς (Σελ. 146). Επίσης, στις από 22-1-2013 προτάσεις του δεύτερου εναγόμενου επί της από 23-12-2009 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2009 αγωγής του ίδιου περιέχονται ενδεικτικά και χαρακτηριστικά οι κάτωθι εξυβριστικές φράσεις : «Με τέτοιες, ανήκουστες, “δικαστικές εμπειρίες”, σε ψυχοκτόνες αντιδικίες “συγγενικού αίματος” και με κακόβουλες πρακτικές … εναντίον μου, ο αντίδικος, παριστάνοντας το εύκολο, ευπειθές θύμα μου» (Σελ. 12), «κακόβουλα … αποσιωπά… ψευδώς, απατηλώς και οψίμως» (Σελ. 18), «τα εγωτικά του συμφέροντα… με άδικο μένος» (Σελ. 20),  «πρόδωσε … με απεχθή τρόπο … υποκρίνεται … το δήθεν αθώο και άτυχο θύμα … αποδείχθηκε όντως δύστροπος και κακοπρόθετος» (Σελ. 58), «Η άμετρη δυστροπία… και η καχυποψία του» (Σελ. 59), «σε βάθος, τον άδικο χαρακτήρα… και συνάμα την ευχέρεια του να κατασπιλώνει πρόσωπα και υπολήψεις και να παραπλανά με την παραπειστική του στάση τις εκάστοτε αρμόδιες Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές» (Σελ. 60). Κατά τον ίδιο προσβλητικό τρόπο, στην πρώτη από 14-2-2003 εξώδικη δήλωση του δεύτερου εναγόμενου μνημονεύονται οι παρακάτω ενδεικτικά αναφερόμενες εξυβριστικές φράσεις : «κατακτήσατε αυτήν την ιδιόμορφη και όζουσα αποκλειστικότητα» (Σελ. 1), «για σας, η πρυτανεύουσα αλήθεια είναι μία: “Τα πάντα και εν πάσι χρυσός!”», «χωρίς αιδώ, εντελώς ξεδιάντροπα και με τον πιο επαίσχυντο τρόπο, βρήκατε το σθένος και με ανέστιο μένος, “ψεύδους δε μεμεστωμένος”», «παρακρουόμενος, καταφανώς, από υποσυνείδητα, ανεξιχνίαστα πάθη και απωθημένα, σκοτεινά σας βιώματα» (Σελ. 2), «Σας διακατείχε μια βυσσοδομούσα υποκρισία, διπροσωπία και ένας υπολογιστικός σκοπός», «ο εμπαιγμός, η υποκρισία και το οποιασδήποτε μορφής δαιμόνιο της ευφυΐας σας», «ως συνήθης άνθρωπος του δόλου και της διαβολής», «με τον πλέον επαίσχυντο, παράνομο και καταδικαστέο τρόπο» (Σελ. 3), «Καταφέρατε, λοιπόν, να μεταβάλετε την ανθρωπομπαιξία σε θεομπαιξία! Αφού, όπως αποδείξατε, δεν σέβεστε ούτε ιερό ούτε όσιο», «Αυτοθυματοποιείστε, κύριε …………….., για να (παρα-)πείσετε και εμπαίξετε», «μιλάτε … με εξόχως υποκριτική βεβαιότητα», «Σπέρνετε ανέμους και, σίγουρα, θα θερίσετε θύελλες, κύριε ……………..», «Τα κόλπα και τις δολοπλοκίες … επιχειρούσατε να “κυκλώσετε”», «Κρατήσατε, λοιπόν, άθραυστο το καλούπι της δολιότητας και παράγετε, πάλι, το ίδιο βρώμικο προϊόν» (Σελ. 4), «την δολιόφρονα αμνησία σας», «καταχρώμενος τη φιλία και ανοχή» (Σελ. 5), «είχατε διαρρήξει τους φοριαμούς των εταιρειών όπου ήταν κλειδωμένα και ασφαλισμένα τα εταιρικά βιβλία και σημαντικά έγγραφα του λογιστηρίου…» (Σελ. 6), «διαφυλάσσατε τα στενώς και εγωιστικώς νοούμενα οικονομικά σας συμφέροντα, σε βάρος μου, ώστε, “και το σκυλί να ήταν χορτάτο και η πίττα αφάγωτη”» (Σελ. 8), «Η αποφορά της πρωτοφανώς κακόνοης και άδικης συμπεριφοράς σας» (Σελ. 9), «Μου απαντήσατε θεομπαικτικά, με τις χαρακτηριστικές λέξεις  “Δόξα Σοι ο Θεός”» (Σελ. 10), «δεν άντεχα άλλο το ελλειμματικό υποκριτικό σας “τάλαντο”», «κατά την εγωπαθή βούληση σας», (Σελ. 14), «τον χρονίζοντα εμπαιγμό σας» (Σελ. 15), «Ζηλώσατε, λοιπόν και αντιστοιχίσατε την απρεπή συμπεριφορά σας, μ’ εκείνη των “ανδρών” της εφήμερης πολιτικής ζωής» (Σελ. 16), «επιτρέψτε μου να φέρω στη μνήμη και ει δυνατόν στη συνείδησή σας» (Σελ. 17), «”…πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι”», «ποινικώς κολάσιμες και άδικες πράξεις σας» (Σελ. 18). Ακόμα, στη δεύτερη από 15-3-2003 εξώδικη δήλωση του ίδιου ως άνω εναγόμενου εμπεριέχονται οι παρακάτω ενδεικτικά αναφερόμενες εξυβριστικές φράσεις : «κακοπρόθετη μυθοπλασία σας», «τα “χρόνια και καταχθόνια” δεσμά της βερβορωμένης ψευδολογίας», «δεν “χριστολογείτε” περί τη ζωή, αλλά, απλά και μόνο, την κοστολογείτε!» (Σελ. 1), ενώ στην τρίτη από 24-3-2003 εξώδικη δήλωση του δεύτερου εναγόμενου συμπεριλαμβάνονται οι εξής ενδεικτικά αναφερόμενες εξυβριστικές φράσεις : «επαίσχυντες και μικρόψυχες ψευδολογίες σας», «λασπολογώντας υποστηρίζετε» (Σελ. 1), «συνιστά περίπτωση τραγικής ειρωνείας και ασύδοτης υποκρισίας» (Σελ. 4), «αποκρύπτετε κακοβούλως» (Σελ. 5), «επιχειρείτε, παντοιοτρόπως, τη συσκότιση και διαστρέβλωση» (Σελ. 6). Άλλωστε, εξίσου εξυβριστικές, προσβλητικές και απαξιωτικές είναι οι φράσεις εκείνες, τις οποίες κατά το λεκτικό επεισόδιο της 7ης Φεβρουαρίου 2013 ο δεύτερος εναγόμενος απηύθυνε προς τον ενάγοντα, όπως αναλυτικά ανωτέρω εκτέθηκε στην παρούσα απόφαση, ήτοι : «Ντροπή σου! Ντροπή σου!», «Να ντρέπεσαι! Να ντρέπεσαι!», «Πρόσεχε ! Πρόσεχε ! Θα δεις τι θα σου κάνω, θα σε κανονίσω, γιατί έχεις κάνει πολλά. Πρόσεχε !», «Πρόσεχε ! Πρόσεχε !». Οι προειρημένες φράσεις όμως, στο σύνολό τους, ήτοι τόσο οι εμπεριεχόμενες στα ένδικα ως άνω δικόγραφα όσο και εκείνες του ένδικου περιστατικού, είναι προφανές ότι είναι σαφώς μειωτικές για το πρόσωπο του ενάγοντος, καθώς ενέχουν υβριστικές, ειρωνικές και καταφρονητικές για αυτόν αναφορές και χαρακτηρισμούς και ως εκ τούτου είναι προσβλητικές της προσωπικότητάς του και θίγουν την τιμή, την υπόληψή του και την κοινωνική και ηθική αξία του ως έντιμου ανθρώπου και επιχειρηματία, πέραν του ότι με τις τελευταίες αυτές φράσεις του ένδικου περιστατικού «Πρόσεχε ! Πρόσεχε ! Θα δεις τι θα σου κάνω, θα σε κανονίσω, γιατί έχεις κάνει πολλά. Πρόσεχε !», «Πρόσεχε ! Πρόσεχε !», εκδηλώνεται έντονη και επαναλαμβανόμενη απειλητική διάθεση προς το πρόσωπο του ενάγοντος και με εμφανή πρόθεση εκφοβισμού του τελευταίου, προκαλώντας σε αυτόν τρόμο και ανησυχία. Επιπροσθέτως, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος με την κατάθεση των από 22-1-2013 προτάσεων του κατά της με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2012 αγωγής του ενάγοντος εναντίον του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα της παραβίασης επαγγελματικής εχεμύθειας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος δημοσιοποίησε το περιεχόμενο της από 16-10-2000 ιδιόγραφης διαθήκης του ενάγοντος, που του είχε εμπιστευθεί ο ενάγων προς φύλαξη, την οποία επικαλέσθηκε πολλάκις στις μεταξύ τους αντιδικίες και συγκεκριμένα, την επικαλέσθηκε την 23-1-2013 και με τις ανωτέρω από 22-1-2013 προτάσεις του κατά της με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2012 αγωγής του ενάγοντος εναντίον του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, παραθέτοντας και μέρος του περιεχομένου της, το οποίο σχολίασε με τις προτάσεις. Περαιτέρω,  αναφορικά με την παράνομη δημοσιοποίηση της ιδιόγραφης διαθήκης από το δεύτερο εναγόμενο και την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος εξ αυτής της δημοσιοποίησης έχουν ήδη κρίνει οριστικώς η με αριθμό 2620/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η με αριθμό 3184/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την ως άνω άδικη πράξη. Επιπλέον, για την πράξη της δημοσιοποίησης της ιδιόγραφης διαθήκης του ενάγοντος ο δεύτερος εναγόμενος κρίθηκε ένοχος της πράξης της παραβίασης επαγγελματικής εχεμύθειας κατ’ εξακολούθηση σε πρώτο βαθμό από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς με τη με αριθμό 964/2010 απόφασή του (απορριφθέντος κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του ισχυρισμού του ότι έπρεπε να εφαρμοστεί η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 371 ΠΚ, για την οποία ο λόγος αναλυτικά κατωτέρω στην παρούσα απόφαση), και κατόπιν άσκησης έφεσης, από το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς με τη με αριθμό 684/2011 απόφασή του, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κρίθηκε ένοχος της κατ’ εξακολούθηση παραβιάσεως δικηγορικού απορρήτου (επαγγελματικής εχεμύθειας) και δη διότι επικαλέσθηκε και προσκόμισε, στα πλαίσια πολλών δικών, μεταξύ άλλων, και αυτούσιο το κείμενο της ανωτέρω ιδιόγραφης διαθήκης του ενάγοντος, την οποία αυτός του είχε εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς του ως δικηγόρου τον Οκτώβριο του 2000 και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών για την ανωτέρω πράξη, αφού του αναγνωρίσθηκε η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 1, 2 α ΠΚ. Εξάλλου, με τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου της από 16-10-2000 ιδιόγραφης διαθήκης του ενάγοντος που του εμπιστεύθηκε ο ενάγων προς φύλαξη, με τις από 22-1-2013 προτάσεις του κατά της με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2012 αγωγής του ενάγοντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο δεύτερος εναγόμενος φανέρωσε, χωρίς τη βούληση του ενάγοντος, το απόρρητο περιεχόμενο της διαθήκης του (ιδιωτικό απόρρητο), που του την εμπιστεύτηκε λόγω του επαγγέλματός του ως δικηγόρου, σε τρίτα πρόσωπα. Συνεπώς, ο δεύτερος εναγόμενος με την ως άνω ενέργειά του τέλεσε το αδίκημα της παραβίασης της επαγγελματικής εχεμύθειας, που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 371 ΠΚ. Από την ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου και τη δημοσιοποίηση προσωπικού του εγγράφου, που του είχε εμπιστευθεί, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Ωστόσο, ουδόλως αποδείχθηκε ότι πληρούνται τα αντικειμενικά στοιχεία του αδικήματος της απιστίας του άρθρου 233 ΠΚ με την επίκληση της ανωτέρω διαθήκης, με τις από 22-1-2013 προτάσεις του δεύτερου εναγόμενου, ήτοι ότι ο δεύτερος εναγόμενος δικηγόρος έβλαψε με πρόθεση τα συμφέροντα του ενάγοντος, του οποίου είχε αναλάβει τη νομική προστασία, δεδομένου ότι κατά το χρόνο τέλεσης δεν υπήρχε μεταξύ του ενάγοντος και του δεύτερου εναγόμενου εντολή και ως εκ τούτου δεν αποτελούσε ενέργεια του δεύτερου εναγόμενου στα πλαίσια του επαγγέλματος του δικηγόρου (ΑΠ 2/2021, ΑΠ 671/2019, ΑΠ 443/2017 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος με τις προτάσεις του ισχυρίζεται ότι η αξιόποινη πράξη της παραβίασης της επαγγελματικής εχεμύθειας, που προβλέπεται και τιμωρείται από το άρθρο 371 ΠΚ, πρέπει να κριθεί ότι δεν είναι άδικη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 371 παρ. 4 ΠΚ, διότι ο δεύτερος εναγόμενος απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντός του, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά και ότι ο ενάγων με τις ενέργειές του και την αντιδικία του με το δεύτερο εναγόμενο συνήνεσε στην καθολική διάσπαση του επαγγελματικού απορρήτου και την παραβίαση της επαγγελματικής εχεμύθειας. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, ουδόλως κρίνεται ότι υφίσταται άρση του αδίκου της πράξεως, η οποία έλαβε χώρα χωρίς καμία συναίνεση του ενάγοντος, για τη διαφύλαξη εννόμου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά, απορριπτομένου του ισχυρισμού του δεύτερου εναγόμενου ότι δημοσιοποίησε τη διαθήκη για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του, διότι, όπως προκύπτει από την ανάγνωση της διαθήκης, το περιεχόμενο αυτής δεν ασκεί καμία επιρροή στην έκβαση των επικαλούμενων αξιώσεων του για καταβολή της αμοιβής του και εν γένει στη διαφύλαξη των δικονομικών και ουσιαστικών δικαιωμάτων του ως εναγόμενου στην εναντίον του ασκηθείσα αγωγή (αρ.κατ.δικ. ………/2012), με τις προτάσεις του επί της οποίας στην προκειμένη περίπτωση επικαλέστηκε και εμφάνισε ως δικό του αποδεικτικό μέσο την επίδικη διαθήκη του ενάγοντος και συνεπώς, η δημοσιοποίησή της δεν εξυπηρετούσε έννομα συμφέροντα του δεύτερου εναγόμενου. Εξάλλου, κατά το χρόνο δημοσιοποίησης του περιεχομένου της διαθήκης (23-1-2013) είχε ήδη κριθεί αμετάκλητα η αξίωση του δεύτερου εναγόμενου κατά του ενάγοντος για τις μη καταβληθείσες αμοιβές και είχαν απορριφθεί οι ισχυρισμοί και τα σχετικά αιτήματα του δεύτερου εναγόμενου σχετικά με τη διεκπεραίωση υπόθεσης του ενάγοντος που τιτλοφορούνταν «υπόθεση …..» και υφίστατο δεδικασμένο κατά τα ορισμένα κεφάλαια της με αριθμό 788/2005 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, όπως προαναφέρθηκε. Ούτε βέβαια προέκυψε ότι η εγκατάστασή του ως κληρονόμου στην εν λόγω διαθήκη ήταν εικονική για να εξασφαλιστούν απαιτήσεις του, υφιστάμενες ή μελλοντικές από δικηγορικές αμοιβές, όπως ισχυρίσθηκε ο δεύτερος εναγόμενος, γεγονός που επίσης, δεν δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση και τη χρήση της διαθήκης του ενάγοντος. Σε κάθε περίπτωση, δεν κρίνεται ότι υφίσταται οιαδήποτε συναίνεση του ενάγοντος στην άρση του απορρήτου, ούτε ότι στην προκειμένη περίπτωση υφίστατο λόγος διαφύλαξης ουσιώδους συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Συνεπώς, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η χρήση του παραπάνω εγγράφου, αφού με τον τρόπο που έλαβε χώρα, δεν στοιχειοθετείται η αιτούμενη απαλλαγή του δεύτερου εναγόμενου κατά την παρ. 4 του άρθρου 371 ΠΚ. Σημειωτέον ότι κατά το χρόνο δημοσιοποίησης της διαθήκης του ενάγοντος από το δεύτερο εναγόμενο (23-1-2013) είχε ήδη εκδοθεί η με αριθμό 2620/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), με την οποία, εκτός των άλλων, υποχρεωνόταν ο δεύτερος εναγόμενος να παραλείπει να χρησιμοποιεί το περιεχόμενο της από 16-10-2000 ιδιόγραφης διαθήκης του ενάγοντος. Έτι περαιτέρω, ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων, για να αποδείξουν ότι δεν προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος, διότι όσα επικαλέστηκαν ήταν αληθή, επικαλούνται και προσκομίζουν τις ακόλουθες ποινικές αποφάσεις, από τις οποίες, ακόμα και από τις αμετάκλητες, δεν παράγεται δεδικασμένο στην πολιτική δίκη, ούτε κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ και κατά τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (Ολ ΑΠ 4/2020, ΑΠ 1139/2021, ΑΠ 1308/2020, ΤριμΕφΠατρ 32/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), ισχυριζόμενοι ότι η με αυτές απαλλαγή τους για τα κατωτέρω εκτιθέμενα αδικήματα, αποτελεί απόδειξη της ουσιαστικής αβασιμότητας της υπό κρίση αγωγής και συγκεκριμένα : 1) τη με αριθμό 145, 145 α/2010 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξης της υπεξαγωγής εγγράφων κατ’ εξακολούθηση (η εν λόγω απόφαση ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ανατεθείσα σε αυτόν υπόθεση ……. και τη φερόμενη υπεξαγωγή από αυτόν των επιστολών της ……. και του Γάλλου δικαστικού επιμελητή ……., που απευθύνονταν στον ενάγοντα και περιήλθαν στην κατοχή του, στην οποία αναφέρεται μόνο διηγηματικά η αφαίρεση από τον ενάγοντα διαφόρων εγγράφων από τις δικογραφίες που είχε ο δεύτερος εναγόμενος στο γραφείο του και ο ισχυρισμός του τελευταίου περί παράνομων μαγνητοφωνήσεων των συνομιλιών τους), 2) τη με αριθμό 1908/2010 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος ελλείψει δόλου της κατηγορίας της συκοφαντικής δυσφήμησης ως προς τους ισχυρισμούς του, που είχε διατυπώσει στην από 30-6-2003 αγωγή του περί της υπεξαγωγής από τον ενάγοντα εγγράφων από τους φακέλους των δικογραφιών που τηρούσε στο γραφείο του, δεχόμενο όμως ότι ο ενάγων ναι μεν αφαίρεσε, δεν υπεξήγαγε όμως τα έγγραφα (με την απόφαση αυτή περαιτέρω κρίθηκε ότι όσα ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίστηκε στην εν λόγω αγωγή, ότι δηλαδή ο ενάγων και τότε εγκαλών μαγνητοφωνούσε κρυφά τις μεταξύ τους συνομιλίες και ότι το δάνειο ήταν εικονικό, ήταν ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν και έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος), 3) τη με αριθμό 1668/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, το οποίο έκρινε ότι τα όσα ανέφερε ο δεύτερος εναγόμενος στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2003 αγωγή του περί των παράνομων μαγνητοφωνήσεων ήταν ψευδή και συκοφαντικά για τον τότε εγκαλούντα . …………….., ενώ από τα πρακτικά της εν λόγω απόφασης δεν αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος (.. ……………..) αναγνώρισε ότι το ποσό των 20.000.000 δραχμών αποτελούσε προκαταβολή της δικηγορικής αμοιβής, όπως αβασίμως ο δεύτερος εναγόμενος ισχυρίζεται, 4) τη με αριθμό 684/2011, 684 α/2011, 684 β/2011, 684 γ/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία, μεταξύ άλλων, η τρίτη εναγόμενη κηρύχθηκε αθώα ελλείψει δόλου για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, φερόμενης τελεσθείσας με τη με αριθμό ………./2005 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, στην οποία κατέθεσε ότι ο ενάγων, τότε εγκαλών, είχε αφαιρέσει παράνομα διάφορα έγγραφα από τις δικογραφίες των υποθέσεών του που βρίσκονταν στο γραφείο του συζύγου της, διότι δέχθηκε ότι η έλλειψη δόλου της οφείλεται στο γεγονός ότι πράγματι ο ενάγων αφαίρεσε τα έγγραφα αυτά, ανεξάρτητα, όπως συνεχίζει στο σκεπτικό της απόφασης, ότι ο εγκαλών και ήδη ενάγων είχε αθωωθεί με τη με αριθμό ΒΜ729/2006 απόφαση του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς (το Τριμελές Εφετείο με την πιο πάνω απόφασή του, όπως και το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς με τη με αριθμό 526 α, 540, 541/2011 απόφασή του, η οποία εκδόθηκε κατόπιν άσκησης έφεσης κατά της άνω απόφασης του Τριμελούς Εφετείου, δέχθηκαν ότι δεν αποδείχθηκε ότι ανατέθηκε στο δεύτερο εναγόμενο «υπόθεση …..» και ότι η εταιρία με την επωνυμία «…….» λύθηκε και εκκαθαρίστηκε το έτος 1994), 5) τις με αριθμό 334/2013 και 335/2013 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με τις οποίες ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων αθωώθηκαν μεν ελλείψει δόλου, έγινε όμως επιγραμματικά και χωρίς ειδική αιτιολογία δεκτός ως αληθής ο ισχυρισμός τους περί της υπάρξεως «υπόθεσης ……», όπως και περί της αφαίρεσης από τον ενάγοντα από το γραφείο του δεύτερου εναγόμενου διαφόρων εγγράφων χωρίς να τον ενημερώσει, 6) τη με αριθμό 447, 603/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων κηρύχθηκαν αθώοι της πράξης της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου, διότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι τα έγγραφα που αναφέρονται στην απόφαση αυτή είχαν προσκομιστεί από τους πιο πάνω εναγόμενους και εκεί κατηγορούμενους προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους ασκηθείσα με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2008 αγωγή του ενάγοντος και επομένως, δεν είχαν δόλο να εξαπατήσουν το δικαστήριο (χωρίς όμως περαιτέρω να κριθεί αν οι περιεχόμενοι σε αυτά ισχυρισμοί περί παράνομης μαγνητοφώνησης, περί εικονικού δανείου και περί υπεξαγωγής εγγράφων ήταν αληθινοί ή όχι), 7) τη με αριθμό 28, 190, 245/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε ελλείψει δόλου αθώος των πράξεων της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου και της συκοφαντικής δυσφήμησης για τους ισχυρισμούς του περί παράνομων μαγνηφωνήσεων, περί της «υπόθεσης ……» και του προσκομισθέντος από τον ενάγοντα πιστοποιητικού για την εταιρία «……..», τους οποίους εν μέσω της σφοδρής αντιδικίας πίστευε ότι ήταν αληθινοί, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το δικαστήριο με την απόφασή του αυτή δέχθηκε ότι ο ενάγων πράγματι μαγνητοφωνούσε παράνομα τις συνομιλίες του με το δεύτερο εναγόμενο, ότι το πιστοποιητικό που ο ενάγων προσκόμισε για την εταιρία «………» ήταν πλαστό ή έστω αναληθές και ότι ο δεύτερος εναγόμενος είχε χειριστεί για λογαριασμό του ενάγοντος μεταξύ άλλων και την «υπόθεση ……», 8) τη με αριθμό 651, 702, 735/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, το οποίο με την απόφασή του αυτή ναι μεν έκρινε αθώους τους εν λόγω εναγόμενους ελλείψει δόλου για τις πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ψευδούς καταμήνυσης, διότι έκρινε ότι όσα κατέθεσαν ή ισχυρίστηκαν τα κατέθεσαν καλοπίστως και πίστευαν εκ πλάνης ότι είναι αληθινά, στα πλαίσια της χρονίζουσας αντιδικίας, δέχθηκε όμως ότι ουδέποτε ανατέθηκε στο δεύτερο εναγόμενο «υπόθεση ……», ούτε ότι ο ενάγων υπεξήγαγε έγγραφα από το γραφείο του δεύτερου εναγόμενου με τη νομική έννοια του όρου, προκειμένου να προξενήσει βλάβη στον τελευταίο, 9) τη με αριθμό 17, 35, 39, 42/2015 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία το δικαστήριο έκρινε αθώους τους πιο πάνω εναγόμενους για όσα είχαν ισχυριστεί στα πλαίσια της από 8-10-2007 μήνυσης του δεύτερου εναγόμενου σχετικά με την προσπάθεια του ενάγοντος να εξαπατήσει το δικαστήριο προσκομίζοντας το πιο πάνω αναφερόμενο πιστοποιητικό της εταιρίας με την επωνυμία  «………………..» για να μην καταβάλει στο δεύτερο εναγόμενο τη δικηγορική του αμοιβή από την «υπόθεση ……», διότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι υπάρχουν αμφιβολίες για την πλήρωση της υποκειμενικής (και μόνο) υπόστασης των εγκλημάτων της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, 10) τη με αριθμό 276/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων κηρύχθηκαν αθώοι ελλείψει δόλου των πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας και της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, συνιστάμενες στο ότι ο δεύτερος εναγόμενος ψευδώς καταμήνυσε τον ενάγοντα με την από 12-10-2004 μήνυσή του ότι υπεξήγαγε έγγραφα από τους φακέλους που τηρούσε στο γραφείο του, ενώ την 15-2-2006 εξεταζόμενος χωρίς όρκο ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατέθεσε ψευδώς εν γνώσει του ψεύδους ότι μεταξύ άλλων εγγράφων υπεξήγαγε και έγγραφα που σχετίζονταν με την «υπόθεση …..», η δε τρίτη εναγόμενη την 16-11-2004 ενώπιον της 4ης Πταισματοδίκη Πειραιώς και την 15-2-2006 ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς ψευδώς κατέθεσε ενόρκως ότι ο ενάγων υπεξήγαγε διάφορα έγγραφα από τους φακέλους που υπήρχαν στο γραφείο του συζύγου της, μεταξύ των οποίων και έγγραφα από τη δικογραφία της «υπόθεσης ….», καθώς το δικαστήριο δέχθηκε ότι για όσα ισχυρίστηκαν και κατέθεσαν οι πιο πάνω εναγόμενοι ενήργησαν καλόπιστα χωρίς δόλο, 11) τη με αριθμό 1273, 1301/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης τελεσθείσας στον Πειραιά την 2-5-2008, δεχόμενο ότι δεν αποδεικνύεται με βεβαιότητα ότι συνέτρεχε στην προκειμένη περίπτωση το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου, ενώ στο σκεπτικό της απόφασης αυτής αναφέρεται ότι με τη με αριθμό 130/2013 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς απορρίφθηκε ως νόμω και ουσία αβάσιμη η από 2-5-2008 έγκληση του δεύτερου εναγόμενου κατά το σκέλος της που αφορούσε στην ψευδή καταμήνυση σε βάρος του ενάγοντος, με την αιτιολογία ότι με τη με αριθμό 579/2010 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς (η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της ασκηθείσας κατ’ αυτής αναιρέσεως με τη με αριθμό 1619/2011 απόφαση του Ζ ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου), κρίθηκε αμετακλήτως ότι τα όσα κατέθεσε ο δεύτερος εναγόμενος περί παράνομων μαγνητοφωνήσεων ήταν ψευδή, καθόσον ο ενάγων δεν μαγνητοφωνούσε τις συνομιλίες τους, 12) τη με αριθμό 1111, 1149/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία η τρίτη εναγόμενη κηρύχθηκε αθώα της πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα, που φέρεται να τελέσθηκε στον Πειραιά την 5-5-2009, λόγω έλλειψης δόλου και μη συνδρομής της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα, 13) τη με αριθμό 1159, 1190/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται να τελέσθηκε στον Πειραιά την 22-3-2012 με την κατάθεση των από 22-3-2012 προτάσεών του ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 5189/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, λόγω έλλειψης δόλου και μη συνδρομής της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, 14) τη με αριθμό 91/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία, αφού δηλώθηκε από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων – κατηγορούμενων συγγνώμη για όλα τα αναφερόμενα στο με αριθμό …./2015 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς περιστατικά, ανάκληση αυτών και υπόσχεση να μην τα επαναλάβουν στο μέλλον και ανάληψη καταβολής των εξόδων της δίκης, την οποία δήλωση αποδέχθηκε ο ενάγων και ανακάλεσε τη μήνυση, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω ανάκλησης της έγκλησης από τον ενάγοντα και αποδοχής αυτής από το δεύτερο εναγόμενο για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται να τελέσθηκε στον Πειραιά την 2-11-2010 και την 27-1-2012 και έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω ανάκλησης της έγκλησης από τον ενάγοντα και αποδοχής αυτής από την τρίτη εναγόμενη για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται να τελέσθηκε στον Πειραιά την 25-10-2012 και κηρύχθηκε ο δεύτερος εναγόμενος αθώος για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, που φέρεται να τέλεσε στον Πειραιά την 2-11-2010, 15) τη με αριθμό 284/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία όλοι οι εναγόμενοι κηρύχθηκαν αθώοι λόγω έλλειψης δόλου, για τις πράξεις της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και σε συκοφαντική δυσφήμηση κατ’ εξακολούθηση ο δεύτερος εναγόμενος, για τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση η τρίτη εναγόμενη και της συκοφαντικής δυσφήμησης ο πρώτος εναγόμενος, αφού προσκομίστηκε δήλωση των κατηγορουμένων, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με την οποία ζήτησαν συγγνώμη για όλα τα αναφερόμενα στα εκεί βουλεύματα και κλητήρια θεσπίσματα περιστατικά και με την ανάκληση αυτών και την υπόσχεση να μην τα επαναλάβουν στο μέλλον και ανάληψη καταβολής των εξόδων της δίκης και αφού δήλωσαν οι εναγόμενοι ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής και μετά τη δήλωση του εγκαλούντος και ήδη ενάγοντος περί αποδοχής της δήλωσης και ανάκλησης της μήνυσης, ενώ η κρίση του δικαστηρίου για την έλλειψη δόλου στηρίχθηκε αφενός στην κατάθεση του εγκαλούντος ότι ανακαλεί την έγκληση και ότι επιθυμεί να κλείσει η υπόθεση, αφετέρου στις δηλώσεις του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων, που ανέφεραν ότι αποδέχονται την ανάκληση και στη δήλωση του πρώτου εναγόμενου ότι για το καλό της υπόθεσης δεν φέρνει αντιρρήσεις και αποδέχεται την ανάκληση της έγκλησης, 16) τη με αριθμό 354/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία, αφού δηλώθηκε από το δεύτερο εναγόμενο συγγνώμη για όλα τα αναφερόμενα στο με αριθμό …../2016 κλητήριο θέσπισμα περιστατικά, ανάκληση αυτών και υπόσχεση να μην τα επαναλάβει στο μέλλον και ανάληψη καταβολής των εξόδων της δίκης, την οποία δήλωση αποδέχθηκε ο ενάγων και ανακάλεσε τη μήνυση, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω ανάκλησης της έγκλησης από τον ενάγοντα και αποδοχής αυτής από το δεύτερο εναγόμενο για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται να τελέσθηκε στον Πειραιά την 26-8-2011, 1-9-2011, 4-10-2011 και 6-10-2011, 17) τη με αριθμό 954,1165/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξης της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας και απιστίας δικηγόρου, που φέρεται να τελέσθηκαν στον Πειραιά την  14-6-2011, λόγω έλλειψης δόλου και μη συνδρομής της υποκειμενικής υπόστασης των ανωτέρω πράξεων, χωρίς να κρίνει το ψευδές των αναφερομένων γεγονότων, κρίνοντας ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ανεξάρτητα από την αλήθεια ή μη αυτών, πίστευε στο πλαίσιο της ήδη υπάρχουσας σφοδρής αντιδικίας τους ότι ήταν αληθή, 18) τη με αριθμό 1802, 1935/2017, 179/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (σημειωτέον ότι προσκομίζεται σε απόσπασμα και μέρος μόνο της καθαρογραμμένης απόφασης, χωρίς το μεγαλύτερο μέρος των πρακτικών και χωρίς την αιτιολογία της), με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρεται τελεσθείσα στον Πειραιά την 5-6-2012 και κηρύχθηκε η ποινική δίωξη σε βάρος του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων απαράδεκτη λόγω εκκρεμοδικίας για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού, που φέρεται τελεσθείσα στον Πειραιά την 22-3-2012, 19) τη με αριθμό 1907/2017, 132/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (σημειωτέον ότι προσκομίζεται μέρος μόνο της απόφασης, χωρίς το μεγαλύτερο μέρος των πρακτικών και χωρίς την αιτιολογία της), με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξης της συκοφαντικής και της απλής δυσφήμησης και έπαυσε η ποινική δίωξη υφ’ όρον («παραγράφει υφ’ όρον» κατά το διατακτικό) κατ’ άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 4198/2013 για την πράξη της εξύβρισης, που φέρεται τελεσθείσα στον Πειραιά την 22-11-2012 με τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2012 αγωγή του, 20) τη με αριθμό 145/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (σημειωτέον ότι προσκομίζεται μέρος μόνο της απόφασης, χωρίς το μεγαλύτερο μέρος των πρακτικών και χωρίς την αιτιολογία της), με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης και έπαυσε υφ’ όρον κατ’ άρθρο 8 παρ. 1 β του Ν. 4411/2016 η ποινική δίωξη για την πράξη της απλής δυσφήμησης, που φέρεται τελεσθείσα στον Πειραιά την 7-2-2013 και την 13-2-2013, 21) τη με αριθμό 174/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (σημειωτέον ότι προσκομίζεται μέρος μόνο της απόφασης, χωρίς το μεγαλύτερο μέρος των πρακτικών και χωρίς την αιτιολογία της), με την οποία ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων κηρύχθηκαν αθώοι της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία και έπαυσε υφ’ όρον κατ’ άρθρο 9 του Ν. 4411/2016 η ποινική δίωξη για την πράξη της απλής δυσφήμησης, που φέρεται τελεσθείσα στον Πειραιά την 20-3-2013, 22) τη με αριθμό 207, 319/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (σημειωτέον ότι προσκομίζεται μέρος μόνο της απόφασης, χωρίς το μεγαλύτερο μέρος των πρακτικών και χωρίς την αιτιολογία της), με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης που φέρεται τελεσθείσα στον Πειραιά την 15-1-2014 και έπαυσε υφ’ όρον η ποινική δίωξη κατ’ άρθρο 8 του Ν. 4411/2016 για τις πράξεις της εξύβρισης, της απλής δυσφήμησης και της παραβίασης επαγγελματικής εχεμύθειας κατ’ εξακολούθηση, τελεσθείσες στον Πειραιά την 15-1-2014, 23) τη με αριθμό 292, 377/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (σημειωτέον ότι προσκομίζεται μέρος μόνο της απόφασης, χωρίς το μεγαλύτερο μέρος των πρακτικών και χωρίς την αιτιολογία της), με την οποία ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων κηρύχθηκαν αθώοι των πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμησης και της εξύβρισης κατά συναυτουργία, που φέρονται να τελέστηκαν στον Πειραιά την 30-4-2014 και 24) τη με αριθμό 616, 645/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς (σημειωτέον ότι προσκομίζεται μέρος μόνο της απόφασης, χωρίς το μεγαλύτερο μέρος των πρακτικών και μέρος μόνο της αιτιολογίας της), με την οποία ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων κηρύχθηκαν αθώοι της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, που φέρεται να τελέστηκε στον Πειραιά την 29-3-2013 και την 30-4-2014. Ωστόσο, όπως σαφώς προκύπτει από το σκεπτικό των ποινικών αυτών αποφάσεων, η αμετάκλητη, σε ορισμένες περιπτώσεις, απαλλαγή του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων από τα πιο πάνω αδικήματα οφείλεται στην παραδοχή των δικαστηρίων ότι έλλειπε το στοιχείο του δόλου ή ότι εκ πλάνης αγνοούσαν το ψεύδος των ισχυρισμών τους και όχι ότι τα ισχυριζόμενα και κατατεθέντα από αυτούς προσβλητικά για τον ενάγοντα πραγματικά περιστατικά πράγματι συνέβησαν, στοιχεία αρκετά για να απαλλαγούν μεν από τα ποινικά δικαστήρια, όχι όμως και για να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας της πράξης τους ως προς το αστικό αδίκημα της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος. Ακόμα δηλαδή και δεκτού του ισχυρισμού των ανωτέρω εναγόμενων ότι δεν είχαν δόλο να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, αν και οι εναγόμενοι αυτοί ως πεπειραμένοι νομικοί γνώριζαν τη βαρύτητα κάθε νομικής έννοιας που χρησιμοποιούσαν, αλλά και του καθήκοντος τους να καταθέτουν αληθινά πραγματικά περιστατικά και επομένως, όφειλαν να είναι σε πλήρη γνώση ότι για όσα πραγματικά περιστατικά ισχυρίστηκαν και κατέθεσαν, πράγματι συνέβησαν, δεν αίρεται η υποχρέωσή τους να αποκαταστήσουν την ηθική βλάβη που υπέστη ο ενάγων, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Εξάλλου, σε ορισμένες από τις ανωτέρω πρόσφατες αποφάσεις η απαλλαγή των ανωτέρω εναγόμενων και η ανάκληση εκ μέρους του ενάγοντος των εγκλήσεων συνδέεται με τη δήλωση των κατηγορούμενων για συγγνώμη και ανάκληση των ισχυρισμών τους και μη επανάληψη αυτών στο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, η υπό κρίση αδικοπρακτική συμπεριφορά των ανωτέρω εναγόμενων αφορά σε ενέργειές τους τελεσθείσες σε άλλη χρονική περίοδο και ενώπιον άλλων αρχών και δικαστηρίου, ενώ, όπως παραπάνω γίνεται δεκτό, το δεδικασμένο των ποινικών αποφάσεων δεν δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δύνανται από την εκτίμηση του εν γένει αποδεικτικού υλικού να καταλήγουν σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα. Κατά συνέπεια και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, ο προβαλλόμενος από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων ισχυρισμός περί παραβίασης του δεδικασμένου, που απορρέει από τις πιο πάνω αποφάσεις, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον προβαλλόμενο με τις πρωτόδικες προτάσεις ισχυρισμό του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων περί του δεδικασμένου που απορρέει από τις ως άνω ποινικές αποφάσεις, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, πρέπει ο πρώτος λόγος της υπό στοιχεία Δ έφεσης των ανωτέρω εναγόμενων, όπως και ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος της ίδιας έφεσης, κατά το μέρος που παραπονούνται για την απόρριψη της ένστασης περί δεδικασμένου, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Βάσει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εμπεριεχόμενοι στα ανωτέρω δικόγραφα (αγωγή, προτάσεις μετά προσθήκης και εξώδικες δηλώσεις) ισχυρισμοί του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων αναφορικά με τη φερόμενη παράνομη μαγνητοφώνηση των μεταξύ του δεύτερου εναγόμενου και του ενάγοντος συζητήσεων και τη δήθεν συνομολόγηση της συμπεριφοράς αυτής από τον ενάγοντα, τη φερόμενη υπεξαγωγή εγγράφων, τη σύναψη εικονικού δανείου και τη δήθεν χρήση ψευδομαρτύρων από τον ενάγοντα, είναι ψευδείς, πρόσφοροι να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, οι δε πιο πάνω εναγόμενοι τελούσαν εν γνώσει του ψεύδους και, παρά ταύτα, προέβησαν στην επανειλημμένη επίκλησή τους, με σκοπό να προκαλέσουν στον ενάγοντα την ανωτέρω βλάβη, με αποτέλεσμα η σχετική συμπεριφορά τους να στοιχειοθετεί σε βάρος του ενάγοντος την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης. Η δε ένσταση του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων περί άρσεως του αδίκου χαρακτήρα της ως άνω πράξης τους για το λόγο ότι προέβησαν σε αυτή με σκοπό τη διαφύλαξη νομίμου δικαιώματός τους, τυγχάνει απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, δεδομένου ότι η επικαλούμενη από τούτους σχετική διάταξη του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ ΠΚ δεν τυγχάνει εφαρμογής επί κρίσεων ή εκδηλώσεων που περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, ως κρίθηκε, εν προκειμένω (άρθρο 367 παρ. 2 περ. α ΠΚ). Τα αυτά δε, θα ίσχυαν, ακόμα και κατά την περίπτωση που τα ως άνω επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά εκρίνοντο από το Δικαστήριο ως αληθή, διότι, ενόψει της προσφορότητας των τελευταίων να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, της οποίας προσφορότητας τελούσαν εν γνώσει οι ως άνω εναγόμενοι, ενώ περαιτέρω, συνέτρεχε και η βούληση των τελευταίων για την επίκλησή τους, θα τελείτο σε βάρος του ενάγοντος το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, προς απόκρουση του οποίου, επίσης, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί η ανωτέρω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 367 ΠΚ, δεδομένου ότι από τον τρόπο που αυτά διατυπώθηκαν στα ανωτέρω δικόγραφα, ήτοι με την επιπρόσθετη χρήση ονειδιστικών για τον ενάγοντα φράσεων, όπως ανωτέρω στην παρούσα απόφαση εκτενώς ήδη αναφέρθηκαν, προκύπτει εκ μέρους των ως άνω εναγόμενων, λόγω της μη αναγκαιότητας των φράσεων αυτών προς υποστήριξη των σχετικών επικαλούμενων ισχυρισμών τους, σκοπός εξυβρίσεως του αντιδίκου τους (άρθρο 367 παρ. 2 περ. β ΠΚ), γενομένης δεκτής σχετικής υποβαλλόμενης καθ’ υποφοράν αντένστασης τούτου. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την προβαλλόμενη από τους ανωτέρω εναγόμενους ένσταση περί άρσεως του αδίκου χαρακτήρα της πράξης τους, ορθά το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πέμπτο λόγο της υπό στοιχεία Δ έφεσής τους τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν. Επιπλέον, ο δεύτερος και η τρίτη των εναγόμενων ισχυρίζονται με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους ότι η εκκαλουμένη απόφαση ελέγχεται, διότι κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό τους ότι επλήγη το δικαιώμά τους στη δίκαιη δίκη, αλλά και λόγω της αντίθεσής της στο τεκμήριο αθωότητας, όπως αυτά θεμελιώνονται στη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθώς, κατά τους ισχυρισμούς τους, η υπό κρίση αγωγή στηρίζεται στην ενοχή των ανωτέρω εναγόμενων για ποινικά αδικήματα, για τα οποία όμως, ουδέποτε καταδικάστηκαν. Επικαλούνται δε, μεταξύ άλλων, τις εκδοθείσες στη διάρκεια της μακράς αντιδικίας τους με τον ενάγοντα, με αριθμό 334/2013, 335/2013, 245/2014, 603/2014 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς και 735/2014 και 42/2015 του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και τη με αριθμό 276/2012 (εν μέρει με τον  όγδοο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους) απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς (όπως οι αποφάσεις αυτές προεκτέθηκαν ανωτέρω αναλυτικά στην παρούσα απόφαση). Ο ισχυρισμός όμως, αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται και είναι απορριπτέος, καθόσον, αφενός οι εν λόγω εκκαλούντες γνώριζαν εξαρχής, λόγω του θεσπισμένου δικονομικού συστήματος, ότι τις υποθέσεις τους θα κρίνουν διαφορετικοί κλάδοι δικαστηρίων (ποινικά και πολιτικά) οι δικαστές των οποίων δεν δύνανται να παραμερίσουν τις υποχρεώσεις τους (άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος), αφετέρου το τεκμήριο της αθωότητας αποτελεί στοιχείο της ποινικής δίκης και όχι της πολιτικής, το δε ποινικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει για την αδικοπραξία ως έννομη σχέση του ιδιωτικού δικαίου, κατά τρόπο ώστε να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 331 ΚΠολΔ, αφού σε αντίθετη περίπτωση θα γινόταν πλαγίως δεκτή η αποδοχή δεδικασμένου από ποινική απόφαση, κάτι που σαφώς απέκρουσε ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Περαιτέρω, οι ανωτέρω εναγόμενοι με τις κοινές προτάσεις τους ζητούν την απόρριψη της ένδικης αγωγής, διότι αυτή ασκήθηκε καταχρηστικά με αποκλειστικό στόχο την άδικη προσβολή της προσωπικότητάς τους και τη ματαίωση των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων τους, ενώ ο ενάγων έχει υποβάλει ήδη 100 μηνύσεις και έχει προβεί σε άσκηση άνω των 100 αγωγών αποζημίωσης περί ηθικής βλάβης. Ο ισχυρισμός αυτός, ωστόσο τυγχάνει απορριπτέος  προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, ενόψει του ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι δεν επικαλούνται ούτε αδράνεια του αντιδίκου τους και μάλιστα μακρόχρονη, να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε καλόπιστη πεποίθηση των ίδιων (ανωτέρω εναγόμενων) ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί το δικαίωμα κατ’ αυτών και γενικότερα ούτε συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων αναγομένων στη συμπεριφορά τόσο του ενάγοντος ως δικαιούχου όσο και των συγκεκριμένων εναγόμενων ως υπόχρεων, εφόσον όμως, αυτή των τελευταίων τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν, ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Σε κάθε περίπτωση, ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης του ενάγοντος και γενικότερα δεν περιάγουν την άσκηση του δικαιώματος του τελευταίου σε αντίθεση προς τους ορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ (Ολ ΑΠ 7/2002, Ολ ΑΠ 8/2001, ΑΠ 207/2014, ΑΠ 385/2010, ΑΠ 1472/2004, ΑΠ 222/2001 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο έβδομος λόγος της υπό στοιχεία Δ έφεσης, με τον οποίο οι δεύτερος και τρίτη των εναγόμενων επαναφέρουν την προρρηθείσα ένστασή τους περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Κατ’ ακολουθίαν, με βάση τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε ότι όλοι δε οι ανωτέρω χαρακτηρισμοί, καθώς και τα ως άνω επικαλούμενα από τους δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων πραγματικά περιστατικά περί της φερόμενης παράνομης μαγνητοφώνησης των μεταξύ του δεύτερου εναγόμενου και του ενάγοντος συζητήσεων, όπως και της δήθεν παραδοχής από τον ενάγοντα της παράνομης αυτής συμπεριφοράς του, της φερόμενης υπεξαγωγής εγγράφων, της σύναψης εικονικού δανείου και της δήθεν χρήσης ψευδομαρτύρων από τον ενάγοντα, τα οποία ήταν ψευδή και αναληθή και περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, όπως μεταξύ άλλων, των αρμοδίων δικαστικών υπαλλήλων, των συγκροτούντων τα δικαστήρια ενώπιον των οποίων οι ως άνω διαφορές εκδικάστηκαν δικαστικών οργάνων (ΑΠ 855/2022 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ : οι δικαστές ως τρίτοι, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχεία Δ έφεσης των εν λόγω εναγόμενων), του ακροατηρίου των δικαστηρίων αυτών και του δικαστικού επιμελητή, που επέδωσε τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./2012 αγωγή του δεύτερου εναγόμενου, πλήττοντας την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, προσέβαλαν την προσωπικότητα του τελευταίου, καθώς κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις αντίκεινται στην έννοια της ευπρέπειας και προσδίδουν κοινωνική απαξία στον ενάγοντα, παρουσιάζοντας τον ως ένα πρόσωπο ανέντιμο, ανυπόληπτο, άηθες, υποκριτικό, που μετέρχεται παράνομες μεθόδους προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του. Εξάλλου, οι ανωτέρω εναγόμενοι γνώριζαν την αναλήθεια των ισχυρισμών τους, των οποίων έλαβαν γνώση δικαστές, εισαγγελείς, γραμματείς και παρευρισκόμενοι στα δικαστήρια, δεδομένου ότι, όταν ασκήθηκε η επίδικη (αρ.κατ.δικ. 9260/2012) αγωγή και κατατέθηκαν οι επίδικες προτάσεις τους (2012 και 2013), είχαν ήδη εκδοθεί πολλές δικαστικές αποφάσεις πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, τελεσίδικες ή αμετάκλητες [ενδεικτικά ΑΠ 880/2007, ΕφΠειρ 788/2005 (εν μέρει), ΕφΠειρ 833/2010, ΕφΠειρ 634/2012, ΠεντΕφΠειρ 684/2011, ΤριμΕφΠλημΠειρ 103/2008, Β΄ ΜονΠλημΠειρ 729/2006], με τις οποίες αποδείχθηκε το ψευδές των επικαλούμενων ισχυρισμών τους και ως εκ τούτου κατά τον επίδικο χρόνο οι ανωτέρω εναγόμενοι ήταν γνώστες αυτού. Άλλωστε, οι ανωτέρω εναγόμενοι, με την προαναφερόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, επιδίωξαν να βλάψουν από κοινού την προσωπικότητα του ενάγοντος, καθώς σαφώς γνώριζαν το αναληθές περιεχόμενο των ως άνω επίδικων ισχυρισμών τους, γεγονός το οποίο και πέτυχαν, αφού με τον τρόπο αυτό εμφάνισαν τον ενάγοντα ως άτομο ανήθικο, που μετέρχεται αθέμιτες και παράνομες μεθόδους για να πετύχει ιδιοτελείς σκοπούς. Ειδικότερα, η χρήση των ανωτέρω ιδιαιτέρως μειωτικών για την προσωπικότητα του ενάγοντος εκφράσεων και χαρακτηρισμών εκ μέρους των ανωτέρω εναγόμενων όχι μόνο συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, αλλά καταδεικνύουν και το βαθμό υπαιτιότητάς τους, αφού δεν επιχείρησαν απλώς να υποστηρίξουν, με επιχειρήματα και αποδείξεις, τους ισχυρισμούς τους στο πλαίσιο της ως άνω μεταξύ των εν λόγω διαδίκων διαφοράς, αλλά να τρώσουν και να πλήξουν το κύρος και την υπόληψη του ενάγοντος, συκοφαντώντας τον τελευταίο ενώπιον των αρμοδίων αρχών και των προσώπων που έγιναν δέκτες αυτών, δικαστικών λειτουργών, δικηγόρων, γραμματέων των δικαστηρίων, ακροατηρίου των δικαστηρίων. Επομένως και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, με την προπεριγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά όλων των εναγόμενων έχει προσβληθεί η προσωπικότητα του ενάγοντος και για το λόγο αυτό υπέστη ηθική βλάβη και η σχετική αξίωσή του για αποκατάστασή της πρέπει να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι σε βάρος του ενάγοντος ο πρώτος εναγόμενος έχει τελέσει το αδίκημα της εξύβρισης, ο δεύτερος εναγόμενος τα αδικήματα της απειλής, της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης και της παραβίασης της επαγγελματικής εχεμύθειας και η τρίτη εναγόμενη το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 333, 361, 363 – 362, 371 ΠΚ.  Δοθέντος ότι βάση της αστικής αξίωσης για αποζημίωση είναι τα συστατικά στοιχεία των πιο πάνω ποινικών αδικημάτων, όπως προεκτέθηκαν [απειλή, εξύβριση, συκοφαντική δυσφήμηση, παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας], συντρέχει αστική αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων. Επειδή δε οι παράνομες πράξεις του δεύτερου των εναγόμενων – σε αντίθεση με εκείνη του πρώτου και της τρίτης των εναγόμενων αντίστοιχα – εμφανίζουν ενότητα και δεν απέχουν χρονικά σημαντικά, έχουν κατά τα ουσιώδη περιστατικά το ίδιο περιεχόμενο και αφορούν την ίδια συμπεριφορά του εν λόγω εναγόμενου και ως εκ τούτου η εξ αυτών προκύπτουσα βλάβη της προσωπικότητας του ενάγοντος είναι ενιαία, οφείλεται για αυτές ενιαία παροχή αποζημίωσης, ενόψει της ταυτότητας του σκοπού που επιδιώκεται με αυτή, για τον προσδιορισμό του ύψους της οποίας θα ληφθεί υπόψη και ο εξακολουθητικός χαρακτήρας της γενόμενης προσβολής κατά τρόπο που η χρηματική ικανοποίηση που θα επιδικαστεί να ανταποκρίνεται και στην ένταση και στην απαξία της προσβολής, απορριπτόμενων των αντιθέτων περί τούτου ισχυρισμών του ενάγοντος – εκκαλούντος στο σχετικό δέκατο λόγο της υπό στοιχεία Α έφεσής του, ως αβάσιμων. Ειδικότερα, ενόψει δε των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα σε βάρος του ενάγοντος η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά κάθε εναγόμενου, του βαθμού της υπαιτιότητας των εναγόμενων, της έλλειψης συνυπαιτιότητας του παθόντος, του είδους, της έντασης και της έκτασης της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, της στενοχώριας και της θλίψης, που προκλήθηκε στον ενάγοντα, καθώς και της κοινωνικής, οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης όλων των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να αναγνωριστεί ότι κάθε εναγόμενος οφείλει να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 1.000,00 ευρώ, των 10.000,00 ευρώ και των 5.000,00 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία κρίνονται εύλογα και δίκαια (άρθρα 914, 932 ΑΚ) [Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 34/2022, ΑΠ 736/2021, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 1096/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ]. Κατά συνέπεια, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ο πρώτος εναγόμενος το ποσό των 1.000,00 ευρώ, ο δεύτερος εναγόμενος το ποσό των 10.000,00 ευρώ και η τρίτη εναγόμενη το ποσό των 5.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τα ανωτέρω δε ποσά, όπως ομοίως κρίθηκαν επιδικαστέα και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κρίνεται ότι είναι σε αναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό και την ικανοποίηση του δικαιώματος του ενάγοντος – στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς – και δεν υπερβαίνουν τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε να διαφοροποιηθούν από το παρόν Δικαστήριο επί τα βελτίω ή επί τα χείρω, για έκαστο των διαδίκων, ανάλογα με τη θέση του στη δίκη, κατά τα αιτήματα όλων (πλην του πρώτου εναγόμενου) και με τους σχετικούς λόγους των εφέσεων. Τούτων δοθέντων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, επιδίκασε τα ίδια ως άνω ποσά, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτόμενων του έκτου και εν μέρει του όγδοου λόγων της υπό στοιχεία Δ έφεσης του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων, σύμφωνα με τους οποίους εσφαλμένα και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας επιδικάστηκαν τα ποσά αυτά, τα οποία είναι υπερβολικά ενόψει και των αθωωτικών αποφάσεων, όπως και του δέκατου και δέκατου όγδοου λόγων της υπό στοιχεία Α έφεσης και του πρώτου πρόσθετου λόγου έφεσης του ενάγοντος, σύμφωνα με τους οποίους εσφαλμένα και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας επιδικάστηκαν τα ποσά αυτά, τα οποία είναι ελάχιστα έναντι των εύλογων αιτούμενων δια της ένδικης αγωγής ποσών και ενόψει της ιδιαιτερότητας της ένδικης διαφοράς, ως ουσιαστικά αβάσιμων. Περαιτέρω, ως προς το αίτημα για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον, λαμβανομένων υπόψη του πλήθους των προσβλητικών χαρακτηρισμών, που έχουν επαναληφθεί σε δικόγραφα του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων σε βάρος του ενάγοντος, κρίνεται ότι συντρέχει βάσιμος κίνδυνος επανάληψης της προσβολής στο μέλλον από τους τελευταίους, αλλά και από τον πρώτο εναγόμενο, λόγω της διαρκούς μεταξύ τους αντιδικίας και ως εκ τούτου θα πρέπει να διαταχθούν οι εναγόμενοι να παραλείπουν στο μέλλον να προβαίνουν σε προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και ειδικότερα, να παραλείπουν στο μέλλον κάθε ανάλογη με τις επίδικες έκφραση που να αναφέρεται στο πρόσωπο του ενάγοντος και δη ο πρώτος εναγόμενος να παραλείπει εκφράσεις αναφερόμενες στο πρόσωπο του ενάγοντος όπως: «Εγώ, πλέον, σπάω πλάκα μαζί του, τον κοροϊδεύω και κάνω χάζι», ενώ ο δεύτερος εναγόμενος να παραλείπει εκφράσεις αναφερόμενες στο πρόσωπο του ενάγοντος όπως :  Ι) «με προσποιητή εκτίμηση … απευθύνοντας χαιρετισμούς, κατά κόρο, με τις φράσεις “Αγαπητέ ………”, ή “Εν Χριστώ αδελφέ”, “Χαίρε εν Κυρίω”, “Με την ειρήνη του Κυρίου” κλπ, εμφανή στοιχεία της αποδειχθείσας, υποκριτικής του συμπεριφοράς …», «αποδόθηκε σε έναν, άνευ προηγουμένου, πόλεμο λασπολογίας, ψεύδους, κατασυκοφάντησης και δυσφήμησης», «με τέτοιες, ανήκουστες, “δικαστικές εμπειρίες”, σε ψυχοκτόνες αντιδικίες “συγγενικού αίματος” και με κακόβουλες πρακτικές, διεξάγει, πλέον, έναν άδικο πολυμέτωπο αγώνα … παριστάνοντας το εύκολο ευπειθές θύμα μου», «”εξυπηρετεί”, τα εγωτικά του συμφέροντα … με άδικο μένος», «… αποκαλύπτει σε βάθος, τον άδικο χαρακτήρα … την ευχέρεια να κατασπιλώνει… να παραπλανά με την παραπειστική του στάση», «Η δυστροπία και η καχυποψία του … αποκαλύπτει σε βάθος, τον άδικο χαρακτήρα που επέδειξε σε βάρος μου και συνάμα την ευχέρεια να κατασπιλώνει πρόσωπα και υπολήψεις και να παραπλανά με την παραπειστική του στάση», «διοχέτευσε σε βάρος μας όλη την εμπάθεια και συκοφαντική του επίθεση για να μας σπιλώσει και πλήξει … με αήθεις χαρακτηρισμούς, εγκληματικούς και περιφρονητικούς σχολιασμούς», «”τα πάντα και εν πάσι χρυσός!!!”», «χωρίς αιδώ, εντελώς ξεδιάντροπα και με τον πιο επαίσχυντο  τρόπο, βρήκατε το σθένος και με ανέστιο μένος, “ψεύδους δε μεμεστωμένος”», «παρακρουόμενος, καταφανώς, από υποσυνείδητα, ανεξιχνίαστα πάθη και απωθημένα, σκοτεινά σας βιώματα», «σας διακατείχε μια βυσσοδομούσα υποκρισία, διπροσωπία και ένας υπολογιστικός σκοπός», «ως συνήθης άνθρωπος του δόλου και της διαβολής», «καταφέρατε, λοιπόν, να μεταβάλετε την ανθρωποεμπαιξία σε θεομπαιξία! Αφού, όπως αποδείξατε, δεν σέβεστε ούτε ιερό ούτε όσιο», «κρατήσατε, λοιπόν, άθραυστο το καλούπι της δολιότητας και παράγετε, πάλι, το ίδιο βρώμικο προϊόν», «η αποφορά της πρωτοφανώς κακόνοης και άδικης συμπεριφοράς σας», «ζηλώσατε, λοιπόν και αντιστοιχίσατε την απρεπή συμπεριφορά σας, μ’ εκείνη των “ανδρών” της εφήμερης πολιτικής ζωής», «”…πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι”», «δεν “χριστολογείτε” περί τη ζωή, αλλά, απλά και μόνο, την κοστολογείτε (!)» και να απειληθεί σε βάρος εκάστου των ανωτέρω εναγόμενων χρηματική ποινή χιλίων (1.000,00) ευρώ και προσωπική κράτηση δύο (2) μηνών για την περίπτωση παραβίασης της ανωτέρω διατάξεως και αμφότεροι οι δεύτερος και τρίτη των εναγόμενων να διαταχθούν να παραλείπουν εκφράσεις αναφερόμενες στο πρόσωπο του ενάγοντος όπως : ΙΙ) «μεταξύ μας σοβαρές και μακροχρόνιες επαγγελματικές σχέσεις, οι οποίες διακόπηκαν … με αποκλειστική του υπαιτιότητα, εξαιτίας της προηγηθείσας αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος μου και συγκεκριμένα … για παράνομες μαγνητοφωνήσεις των επαγγελματικών μας συνομιλιών», «Μολονότι, στην κυριολεξία είναι ένας “κροίσος” … εντούτοις κατατρύχεται από μία πρωτοφανή αρνητικότητα και αποφυγή πληρωμής των επαγγελματιών συνεργατών του για τις εργασίες που του προσφέρουν», «Μετά δε την αιφνίδια διακοπή των επαγγελματικών μας σχέσεων, εξαιτίας της εν λόγω άδικης συμπεριφοράς του, αποδόθηκε σε έναν, άνευ προηγουμένου, πόλεμο λασπολογίας, ψεύδους, κατασυκοφάντησης και δυσφήμησής μας, επιχειρώντας να μας πλήξει επαγγελματικά, ηθικοκοινωνικά και οικονομικά», «Άλλωστε το δάνειο αυτό δεν ήταν πραγματικό δάνειο, αλλά εικονικό», «φέρνει ως μάρτυρες “ακριβοπληρωμένους ψευδομάρτυρες” οι οποίοι καταθέτουν καθ’ υπόδειξή του», «Εκμεταλλευόμενος τις σε βάρος μου κακοπρόθετες υπεξαγωγές (27-3-2002 και πρώτο δεκαήμερο Απριλίου 2002) των εγγράφων … δόλια, πλέον, υποστηρίζει, τόσο αυτός, όσο και οι πεποιημένοι μάρτυρες του», «ο αντίδικος μας έχει χάσει κάθε έλεγχο των όσων ψευδών ισχυρίζεται, ως πλέον αυτοκαταστροφικός» και να απειληθεί σε βάρος εκάστου των ανωτέρω εναγόμενων χρηματική ποινή χιλίων (1.000,00) ευρώ και προσωπική κράτηση δύο (2) μηνών για την περίπτωση παραβίασης της ανωτέρω διατάξεως. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα και έκανε δεκτή εν μέρει ως κατ’ ουσία βάσιμη την υπό κρίση από 24-10-2017 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2017 αγωγή, η οποία είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 330, 340, 345, 346, 914, 920, 932 ΑΚ, 70, 947 ΚΠολΔ, 233, 333, 361, 363-362, 371 ΠΚ και α) αναγνώρισε ότι ο πρώτος εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και υποχρέωσε τον πρώτο εναγόμενο να παραλείπει κάθε μελλοντική προσβολή της τιμής και υπόληψης του ενάγοντος και τη με οποιονδήποτε τρόπο υποστήριξη ή διάδοση ισχυρισμών ή γεγονότων όμοιου ή παρεμφερούς περιεχομένου με τους κατωτέρω αναφερόμενους: «Εγώ, πλέον, σπάω πλάκα μαζί του, τον κοροϊδεύω και κάνω χάζι», με απειλή χρηματικής ποινής χιλίων (1.000,00) ευρώ και προσωπικής κράτησης δύο (2) μηνών για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως αναφορικά με την ανωτέρω διάταξή της, β) αναγνώρισε ότι ο δεύτερος εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και υποχρέωσε το δεύτερο εναγόμενο να παραλείπει κάθε μελλοντική προσβολή της τιμής και υπόληψης του ενάγοντος και τη με οποιονδήποτε τρόπο υποστήριξη ή διάδοση ισχυρισμών ή γεγονότων όμοιου ή παρεμφερούς περιεχομένου με τους ανωτέρω υπό στοιχεία Ι και ΙΙ αναφερόμενους, με απειλή χρηματικής ποινής χιλίων (1.000,00) ευρώ και προσωπικής κράτησης δύο (2) μηνών για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως αναφορικά με την ανωτέρω διάταξή της και γ) αναγνώρισε ότι η τρίτη εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και υποχρέωσε την τρίτη εναγόμενη να παραλείπει κάθε μελλοντική προσβολή της τιμής και υπόληψης του ενάγοντος και τη με οποιονδήποτε τρόπο υποστήριξη ή διάδοση ισχυρισμών ή γεγονότων όμοιου ή παρεμφερούς περιεχομένου με τους ανωτέρω υπό στοιχεία ΙΙ αναφερόμενους, με απειλή χρηματικής ποινής χιλίων (1.000,00) ευρώ και προσωπικής κράτησης δύο (2) μηνών για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως αναφορικά με την ανωτέρω διάταξή της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ορθά κατ’ αποτέλεσμα εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συμπλήρωση και αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης απόφασης με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λοιποί λόγοι των εφέσεων και οι λοιποί πρόσθετοι λόγοι έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν η από 24-9-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό ….. και ειδικό ……. έφεση, καθώς και οι από 13-12-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……… και ειδικό ………/2021 πρόσθετοι λόγοι έφεσης του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης – ενάγοντος . …………….., να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων  – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς) στο Δημόσιο Ταμείο, καθότι απορρίφθηκε η έφεσή του, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Επίσης, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η από 27-9-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 έφεση του εκκαλούντος – πρώτου εναγόμενου ………., να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς) στο Δημόσιο Ταμείο, καθότι απορρίφθηκε η έφεσή του, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν η από 26-9-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2019 και ειδικό ……/2019 έφεση των εκκαλούντων – δεύτερου και τρίτης των εναγόμενων ………….. και ………., να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς) στο Δημόσιο Ταμείο, καθότι απορρίφθηκε η έφεσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 24-9-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 έφεση, τους από 13-12-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2021 και ειδικό …./2021 πρόσθετους λόγους έφεσης, την από 27-9-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 έφεση και την από 26-9-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 έφεση, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 24-9-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 έφεση και τους από 13-12-2021 με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2021 και ειδικό …./2021 πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2602/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό …………../2019  e – παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος – ασκούντος πρόσθετους λόγους έφεσης τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, των εφεσίβλητων – καθ’ ων οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 27-9-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό ……/2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2602/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό ……………./2019 e – παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την από 26-9-2019 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 2602/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του με αριθμό ……………./2019 e – παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 18 Ιουλίου 2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 18 Σεπτεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ