ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 437 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την ……………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας : Της εταιρείας με την επωνυμία «……………..» (η «…………… ») που εδρεύει στην ………… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ (υπ’ αριθμ. 207/1/29.11.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως εταιρεια Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυναμει των διατάξεων του ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμ. 153/8.1.2019 Πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» με έδρα το …….. Ιρλανδίας, κατά τα οριζόμενα στην από 8.10.2021 Σύμβαση Διαχείρισης, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από την από 17.12.2021 σύμβαση μακροπρόθεσμης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει ως ενιαίο κείμενο δυνάμει της από 10-4-2023 σύμβαση μακροπρόθεσμης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με τα άρθρο 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όπως ισχύει, στην οποία δικαιούχο της απαίτησης, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………..» και τον διακριτικό τιτλο «…………..», όπως εκπροσωπείται νόμιμα,(η οποία κατέστη καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» λόγω συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως) έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 8.10.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων ( όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003), η οποία στο ακροατήριο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου, Αναστασίου Πουλόπουλου.
Των εφεσιβλήτων : 1)Αργυρώς Μουρίκη του Χρήστου , 2) Βασιλικής Μουρίκη του Παναγιώτη, και 3) Χρήστου Μουρίκη, του Ιωάννη κατοίκων Πειραιά, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Δεσποτίδη .
Οι ανακόπτοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5-9-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2020 ανακοπή κατά της καθ’ης η ανακοπή, και ζήτησαν να γίνει δεκτή. Επί της ανωτέρω ανακοπής, εκδόθηκε ερήμην της καθ’ης η υπ’ αριθμ. 1710/2023 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εκκαλούσα με την από 6-7-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2023 έφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………./2023 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 528 ΚπολΔ (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 4 του Ν. 2915/2001 και εν συνεχεια με το άρθρο 44 του Ν. 3994/2011) «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, παρά την κατάργηση των τεκμηρίων εκ της ερημοδικίας των διαδίκων (παραιτήσεως και ομολογίας της αγωγής) που θέσπιζαν τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ, μετά την οποία εξέλιπαν πλέον οι λόγοι για τη χορήγηση αναιτιολόγητης ανακοπής και, κατ` επέκταση, εφέσεως με όμοια αποτελέσματα, εν τούτοις, η ανωτέρω διάταξη διατήρησε ευθέως την έφεση κατά ερήμην αποφάσεων ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας. Τούτο, ρητώς ορίζεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 2915/2001, προκύπτει δε και από την αντιπαραβολή του άρθρου 528 προς τα άρθρα 522 και 535 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα : ι) Το άρθρο 522 θεσπίζει το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, διαγράφοντας τα όρια αυτού. Η ίδια ρύθμιση επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 528. Η επανάληψη αυτή θα ήταν άσκοπη και νομοτεχνικά περιττή, αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει κατά τον ίδιο τρόπο την έφεση κατά των ερήμην και κατά των αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων. Επειδή όμως τούτο δεν συμβαίνει, δηλαδή ο νομοθέτης δεν θέλησε να δώσει στο άρθρο 528 λειτουργία διαφορετική από εκείνη που είχε υπό την ισχύ του ν. 2207/1994, η διατύπωσή του παρέμεινε χωρίς καμία ως προς αυτό μεταβολή, υποδεικνύοντας ότι η έφεση, όταν λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως στο σύνολό της, αλλά στην έκταση που προσδιορίζουν τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. ιι) Το άρθρο 528 ορίζει ότι «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους». Και μόνη η ύπαρξη του άρθρου αυτού περιορίζει το κανονιστικό πεδίο του άρθρου 535 επί των κατ` αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων, ορίζοντας σχετικώς ότι «αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ` ουσίαν». Η διαφορά στη φραστική διατύπωση των δύο αυτών ομόλογων άρθρων καταδεικνύει ότι την μεν εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, επιφέρει η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση εφέσεως, χωρίς να απαιτείται ευδοκίμηση του επικαλούμενου λόγου εφέσεως (ΑΠ 579/2018, 1015/2005 Νομος), ενώ την εξαφάνιση της αποφάσεως που εκδόθηκε κατ` αντιμωλία επιφέρει η παραδοχή κάποιου λόγου της ως βασίμου κατ` ουσίαν. Αν ο νομοθέτης ήθελε πράγματι να ρυθμίσει κατά τρόπο ενιαίο την τύχη του ενδίκου αυτού μέσου, είτε στρέφεται κατ` ερήμην είτε κατ` αντιμωλία αποφάσεως, αν δηλαδή ήθελε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης να επέρχεται μόνο μετά την κατ` ουσίαν παραδοχή κάποιου λόγου της εφέσεως, αρκούσε γι` αυτό η διάταξη του άρθρου 535, ενώ το άρθρο 528 θα ήταν περιττό. Την ύπαρξή του δε δεν θα δικαιολογούσε ούτε η δυνατότητα που το δεύτερο εδάφιό του παρέχει στον εκκαλούντα για την κατ` εξαίρεση προβολή νέων ισχυρισμών, καθόσον το εδάφιο αυτό ανήκει νομοτεχνικά στο αντικείμενο του άρθρου 527, όπου και όφειλε να ενταχθεί ως τέταρτη εξαίρεση. Η σκόπιμη συνεπώς διατήρηση του άρθρου 528 με δομή ίδια ουσιαστικά με εκείνη που του είχε προσδώσει ο ν. 2207/1994, υποδηλώνει σαφώς ότι για την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, εφόσον αυτή εκδόθηκε σαν να ήταν παρών ο διάδικος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλ` αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 285/2023, ΑΠ 546/2014 Νόμος, ΑΠ 1015/2005 Νόμος), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 495/2017). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 Νόμος). Αν, επομένως, ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες της τις διατάξεις της (Σ. Σαμουήλ “Η Έφεση” Ε`, έκδοση ΣΤ, § 1146), χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών- εναγόμενος μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 230/2020, 579/2018, 11/2016 δημ. Νόμος ). Κατά δε το άρθρο 524 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, «η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528. Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης σε αυτές γίνεται στις προσθεσμίες του εδαφίου β της παραγράφου 1». Πράγματι στην περίπτωση αυτή, εφόσον η έφεση εξακολουθεί να λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, επιφέρει – χωρίς έρευνα των λόγων της- την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ανεξάρτητα πλέον από το είδος της διαδικασίας, και την εκδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο. Έτσι αυτό μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 11/2016, ΑΠ1015/2005 Νόμος).
Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του ν. 4354/2015 «Διαχείρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων», που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρονο, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 516 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής. Από το συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης με τη διάταξη του άρθρου 225 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι έφεση δύνανται να ασκήσουν αυτοτελώς και παραλλήλως τόσο ο μεταβιβάσας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, αρχικός διάδικος, όσο και ο προς ον η μεταβίβαση, εφόσον αυτός έγινε ειδικός διάδοχος μετά την άσκηση της αγωγής, ενώ δικαίωμα έφεσης παρέχεται και στον καθολικό διάδοχο του αρχικού διαδίκου και στον οιονεί καθολικό διάδοχο αυτού. (ΟλΑΠ 1/2023 Νόμος)
Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5-9-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, την οποία έστρεφαν κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», καθολικού διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας «……………» λόγω συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως, και ζητούσαν την ακύρωση της υπ’ αριθ. …../2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε για απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή σε βάρος τους, συνολικού ποσού 173.796,78 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, από την μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» (πιστώτριας) και της πρώτης ανακόπτουσας (πιστούχου) καταρτισθείσα υπ’ αριθμόν …………/28-6-2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου για την εκπλήρωση των όρων της οποίας εγγυήθηκαν η δεύτερη και ο τρίτος ανακόπτοντες. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας επί της ανακοπής κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εξέδωσε ερήμην της καθ’ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας την υπ’ αριθμόν 1710/2023 οριστική απόφαση, με την οποία δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής.
Κατά την διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία « …………….» συγχωνεύθηκε δι’ απορροφήσεως από την «……………..» [η οποία συγχώνευση εγκρίθηκε με την Κ2-4580/28-6-2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, νομίμως καταχωρηθεισα στο Γ.Ε.Μ.Η. με αριθμούς …. και ….], κι ως εκ τούτου η δεύτερη εταιρεία κατέστη καθολικός διάδοχος της πρώτης εταιρείας. Ακολούθως στις 16.4.2021 εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.Μ.Η η διάσπαση της τραπεζικής εταιρείας «……….» (Διασπώμενη) με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριοτητας της Διασμπώμενης και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρεία «……………» (ή …………) και τον διακρτικό τίτλο «………..» (Επωφελούμενη), και από την δημοσίευση της εγκριτικής απόφασης της διασπασης με απόσχιση κλάδου στο Γ.Ε.Μ.Η. στις 16.4.2021, η Επωφελούμενη υπεισήλθε αυτοδικαίως ως καθολική διάδοχος της Διασπώμενης στα στοιχεία ενεργητικού (και παθητικού) του κλάδου της τραπεζικης δραστηριότητας, στα οποία περιλαμβάνονται (μεταξύ άλλων) και όλες οι έννομες σχέσεις δανείων και πιστώσεων έως την έγκριση της διάσπασης (16.4.2021), μεταξύ των οποίων και οι απαιτήσεις εκ της επίδικης …………./28-6-2005 συμβασης στεγαστικού δανείου.Περαιτέρω, μετά την άσκηση της ένδικης ανακοπής, δυνάμει της από 8.10.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία « . ……» και τον διακριτικό τίτλο «……….. » και της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», με έδρα το ………… Ιρλανδίας μεταβιβάσθηκαν από την πρώτη στην δεύτερη επιχειρηματικές απαιτήσεις, λόγω πώλησης με τιτλοποίηση αυτών των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι ένδικες απαιτήσεις που απορρέουν από την υπ’ αριθμόν …………/28-6-2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου. Η εν λόγω μεταβίβαση καταχωρήθηκε την 11.10.2021 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενευροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../11.10.2021 στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό ….., η οποία επέχει θέση αναγγελίας κατ’ άρθρο 10 παρ. 10 Ν 3156/2003, για την οποια εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν …./2020 διαταγή πληρωμής. Συνεπεία των ανωτέρω, η εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», κατέστη ειδικός διάδοχος της μεταβιβάσασας καθ’ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας «…………..» και δικαιούχος της απαιτήσεως εκ της επίδικης σύμβασης δανείου κατά των ανακοπτόντων κατόπιν μεταβίβασης σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, και της ένδικης απαιτήσεως, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003. Περαιτέρω, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού, ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων που της μεταβιβάστηκαν, συμπεριλαμβανομένων και των ένδικων απαιτήσεων που απορρέουν από την επίδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου, στην εταιρεία με την επωνυμία «………………» και τον διακριτικό τίτλο «………………», αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον ν. 4354/2015, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, αντίγραφο της οποιας έχει καταχωρηθεί στα ίδια ως άνω δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, την 20.12.2021 με αριθμό πρωτοκόλλου …./20.12.2021, στον Τόμο …. και αριθμό ….., όπως τροποποιήθηκε και ισχύει ως ενιαίο κείμενο δυνάμει της από 10-4-2023 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, αντίγραφο της οποίας έχει καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακειου Αθηνών με την υπ’ αριθμ. πρωτ. ../11-4-2023 πράξη καταχώρισης στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, παράλληλα δε χορηγήθηκαν στην τελευταία από την εταιρεία ειδικού σκοπού τα υπ’ αριθμ. ../8.10.2021 και …/2021 ειδικά πληρεξούσια του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., σύμφωνα με τον ν. 3156/2003. Την εκκαλουμένη προσβάλλει η ως άνω διαχειρίστρια εταιρία «…………..», η οποία, δυνάμει της από 17-12-2021 συμβάσεως διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων όπως τροποιηθηκε από 10-4-2023 σύμβασης διαχείριση σε συνδυασμό και με τα άνω πληρεξούσια, ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού «……………..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της καθ’ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας κατόπιν μεταβίβασης σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, και της ένδικης απαιτήσεως, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003. Η εκκαλούσα, στην οποία, δυνάμει της προαναφερόμενης σύμβασης διαχείρισης ανατέθηκε από την εταιρεία απόκτησης «……………….» η διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 4 του Ν. 3156/2003, δικαιούται να ασκήσει, κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, κάθε ένδικο βοήθημα, που κατατείνει στην είσπραξη της ένδικης υπό διαχείριση απαίτησης, συνεπώς και την κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 1710/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθόσον κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (ΟλΑΠ 1/2023), απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εφεσιβλήτων. Σημειούται ότι η άνω εκκαλούσα, υπό την άνω ιδιότητά της, έχει έννομο συμφέρον στην άσκηση της ένδικης έφεσης, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, εφόσον το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθ. 325 ΚΠολΔ) θα καταλάβει και την ειδική διάδοχο της απαίτησης, εταιρεία «…………………», η οποία, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις, έχει και αυτοτελώς δικαίωμα άσκησης έφεσης ως διάδικος.Περαιτέρω η υπό κρίση έφεση κατά της 1710/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, ερήμην της καθ’ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………» έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ εξάλλου δεν έχει παρέλθει η καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθει και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής ………………./2023 παράβολο) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Ακολούθως, επειδή η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, η δε εκκαλούσα εν προκειμενω, υπό την ιδιότητά της ως ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού «………………..», ειδικής διαδόχου της ερημοδικασθείσας καθ’ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας, ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή, πρέπει, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, η έφεση να γίνει γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, ανεξαρτήτως της κατ`ουσίαν βασιμότητας ή μη των λόγων της, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί η ανακοπή κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρ. 524 παρ.1, 532, 535 παρ. 1, 528 ΚΠολΔ), ενώ, τέλος, το παράβολο που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεώς της, πρέπει να αποδοθεί σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).Με την από 5-9-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2020 ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ οι ανακόπτοντες ζητούν, για τους λόγους που αναφέρουν, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμον …../2020 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε για απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή σε βάρος τους, συνολικού ποσού 173.796,78, πλέον τόκων και εξόδων, από την μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………….» (στην θέση της οποίας υπεισήλθε η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..» με τον διακριτικό τίτλο «…………..» λόγω συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως] και της πρώτης ανακόπτουσας (πιστούχου) καταρτισθείσα υπ’ αριθμόν ………./28-6-2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου για την εκπλήρωση των όρων της οποίας εγγυήθηκαν η δεύτερη και ο τρίτος ανακόπτοντες,καθώς επίσης και να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική τους δαπάνη. Η ανακοπή έχει ασκηθεί νομότυπα (632παρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στον ανακόπτοντα (άρθρ. 632 παρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ) στις 24-7-2020 (βλ. το αντίγραφο της διαταγής πληρωμής με την από 24-7-2020 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……………..), αφού το δικόγραφο της ανακοπής επιδόθηκε στην καθ` ης και ήδη εφεσίβλητη στις 10-9-2020 [η δεκαπενθήμερη προθεσμία αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου]. Πρέπει, επομένως, η ανακοπή να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της (άρθρ. 633 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1, 97 παρ. 1 και 2 και 98 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η δικαστική πληρεξουσιότητα, που δίδεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, παρέχει στον πληρεξούσιο δικηγόρο το δικαίωμα να εκπροσωπεί στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα και να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, εκτός από εκείνες που ρητά εξαιρέθηκαν κατά τη χορήγηση αυτής, καθώς και εκείνες με τις οποίες απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 104 του ίδιου Κώδικα, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται, ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, της έλλειψης της πληρεξουσιότητας, καθώς και της υπέρβασής της εξεταζομένης από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96, 104, 143 παρ. 1, 159 αριθ. 1, 544 παρ. 4, 211, 219 και 238 ΑΚ προκύπτει, ότι ο διάδικος για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε, ως δικηγόρος, πρόσωπο που δεν είχε δικαστική πληρεξουσιότητα, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις του εν λόγω δικηγόρου που προηγήθηκαν. Η έγκριση μπορεί να γίνει είτε ρητώς είτε σιωπηρως, με πράξεις εμφαίνουσες πρόθεση ισχυροποίησής τους, εξετάζεται δε η ύπαρξη της έγκρισης, που έχει αναδρομική ενέργεια (ΟλΑΠ 1408/1984, 626/1980), και αυτεπαγγέλτως, εφόσον ανάγεται στην υπόσταση της πληρεξουσιότητας (ΑΠ 113/2024, ΑΠ 835/2010). Τέτοια έγκριση συνάγεται ιδίως από τη νομότυπη παράσταση του διαδίκου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και από την εκ μέρους του εξ αυτής συναγόμενη παραδοχή των μέχρι τότε διαδικαστικών πράξεων ως ισχυρών (ΑΠ 203/2003 Νόμος). Έτσι, σε περίπτωση αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, ναι μεν η χωρίς πληρεξουσιότητα υποβολή της έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 104 του ΚΠολΔ, την ακυρότητα της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε, που προβάλλεται με λόγο ανακοπής κατ’ αυτής, όμως ο διάδικος μπορεί να εγκρίνει σύμφωνα με τα παραπάνω την πράξη της υποβολής της αίτησης που προηγήθηκε, με τη νομότυπη πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο που παρίσταται για λογαριασμό του στη δίκη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής ή στη δίκη που ανοίγεται στα πλαίσια της διαδικασίας για την αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, εφόσον βέβαια αυτή δεν έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (ΑΠ 382/2002, Νόμος). Μάλιστα, η έγκριση αυτή μπορεί να γίνει και μετά την πρόταση της ακυρότητας για έλλειψη πληρεξουσιότητας, εφόσον για την ακυρότητα αυτή δεν έχει εκδοθεί κατά το χρόνο της έγκρισης τελεσίδικη απόφαση και, επομένως, και στην κατ’ έφεση δίκη, με το διορισμό ως δικηγόρου είτε εκείνου που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε και άλλου, καθόσον η έγκριση αφορά τις πράξεις που ενεργήθηκαν και όχι το πρόσωπο που τις ενήργησε (ΑΠ 602/2004, ΕΦΑθ 653/2022, ΕφΑθ 1637/2022, ΕφΠειρ 425/2021, ΕφΑιγ. 161/2011, Νόμος).
Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η υπογράφουσα την από 9.3.2020 αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας εκδόθηκε η βαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ……………, δεν επικαλέσθηκε ούτε προσκόμισε τον απαιτούμενο από την διάταξη του άρθρου 96 παρ. 1 ΚΠολΔ συστατικο τύπο της δικαστικής πληρεξουσιότητας προς αυτήν από την καθ’ ης, επικαλούμενοι δε ότι η έλλειψη της επίμαχης δικαστικής πληρεξουσιότητας επιφέρει την ακυρότητα της ως άνω διαταγής πληρωμής, διώκουν την ακύρωση της λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου. Ο εξεταζόμενος αυτός λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο του υπ’ αριθμ. …../18-1-2022 ειδικού πληρεξουσίου που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Θεσσαλονίκης ……………. η εκκαλούσα υπό την ως άνω ιδιότητά της (ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού «……………», ειδικής διαδόχου της καθ’ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας ], παρέχει, μεταξύ άλλων, στον πληρεξουσιο δικηγόρο της …………., την ειδική πληρεξουσιότητα προκειμένου να την εκπροσωπεί σε όλα τα ελληνικά δικαστήρια κάθε βαθμού δικαιοδοσίας για κάθε δίκη και διαφορά αυτής με οποιονδήποτε, και να ασκεί στο όνομα και για λογαριασμό της τις ειδικότερα αναφερόμενες εκεί (πληρεξούσιο) δικαστικές ενέργειες, ενώ επιπλέον, η εκκαλούσα ρητώς δηλώνει ότι εγκρίνει και αναγνωρίζει τις πράξεις των διοριζόμενων πληρεξουσίων δικηγόρων της, ήτοι και του ανωτέρω, τις οποίες θα ενεργήσουν μέσα στα πλαίσια των ως άνω εντολών, ως νόμιμες, έγκυρες και ισχυρές. Κατά την εκκρεμή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έκκλητον δίκη, η εκκαλούσα εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο …………., ήτοι τον διορισμένο ειδικό πληρεξουσιο, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και ενέκρινε εκ των υστέρων, σιωπηρά αλλά σαφώς, την προηγηθείσα διαδικαστική πράξη της υποβολής της από 9.3.2020 αιτήσεως για εκδοση διαταγής πληρωμής από την δικηγόρο ……….. Με την έγκριση αυτή, που έχει αναδρομική ισχύ, θεραπεύτηκε εκ των υστέρων κάθε ακυρότητα που είχε τυχόν εμφιλοχωρήσει κατά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, ακόμα και αν αφορούσε στο πρόσωπο δικηγόρου άλλου από αυτόν στον οποίον παρασχέθηκε η ειδική πληρεξουσιότητα. Συνεπώς ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων που οφείλεται είναι ορισμένο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τυχόν οφειλομένους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή και ότι σ’ αυτή πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Αν δεν προσκομισθούν στον αρμόδιο δικαστή το αργότερο πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής τα ανωτέρω έγγραφα, ο τελευταίος οφείλει, κατ’ άρθρο 628 παρ.1α ΚΠολΔ, να απορρίψει τη σχετική αίτηση ως απαράδεκτη. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του καθού η διαταγή, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της ουσιαστικής απαίτησης με τη βραδύτερη (μετά την έκδοση της διαταγής απόδοσης) προσαγωγή των ως άνω αποδεικτικών εγγράφων. Έτσι το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα, που προσκομίσθηκαν μέχρι την ημέρα έκδοσης της διαταγής πληρωμής, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό της, δεν μπορεί να διαγνώσει, στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά, που προσκομίσθηκαν και υποβλήθηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή και συγκεκριμένα σε έγγραφα προσκομιζόμενα το πρώτον στη δίκη της ανακοπής, αλλά οφείλει να δεχθεί το αίτημα της ανακοπής και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, χωρίς όμως η απόφαση αυτή να παράγει δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη της απαίτησης, η οποία δεν διαγνώσθηκε (ΟλΑΠ 10/97, ΑΠ 914/2018, ΑΠ 933/2011 Δημ. ΝΟΜΟΣ). Διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας δεν αποτελούν έγγραφα αποδεικτικά των απαιτήσεων του τηρούντος αυτά προσώπου κατά τρίτων, κατά την έννοια των άρθρων 444 αρ. 1 και 2 και 448 ΚΠολΔ, επιτρέπεται, όμως να συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων ότι τα εν λόγω αποσπάσματα θα αποτελούν πλήρη απόδειξη υπέρ του εκδότη τους. Συγκεκριμένα, η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία (361 ΑΚ) ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας Τράπεζας. Στην περίπτωση, όμως των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτυπώσεως από τον υπάλληλο της Τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο που έχει εις χείρας της η Τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου αλλά πρωτοτύπου (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 84/2014, ΑΠ 1421/2013, ΑΠ 1022/2003, 1117/2002, ΑΠ 722/2000 Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4088/2021, ΕφΑθ 1140/2023, Νόμος).
Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στηρίχθηκε στα εκδοθέντα από την καθ’ης και προσκομισθέντα αποσπάσματα τα οποία φέρεται ότι έχουν εξαχθεί, με εκτύπωση, από τα επίσημα εμπορικα βιβλία της. Ότι με την ρητή συμφωνία πως τα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ης θα αποτελούν πλήρη απόδειξη υπέρ του εκδότη τους πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 448 παρ. 1 ΚΠολΔ ότι τα έγγραφα που προσόμισε η καθ’ης για την απόδειξη της απαίτησής της έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους σύνταξης των εγγράφων αυτών. Ότι επειδή η απαίτηση στρέφεται εναντίον τους, οι οποίοι δεν υποχρεούνται να τηρούν εμπορικά βιβλία, όφειλε η καθ’ ης η ανακοπή, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 448 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, να προβεί στην δικαστική χρήση της εγγραφής του εμπορικού της βιβλίου μέσα σε χρονικό διάστημα ενός έτους από την διενέργεια της εγγραφής και να προσκομίσει επιπρόσθετα έγκυρο έγγραφο για την απόδειξη των γενεσιουργών περιστατικών της απαιτήσεως της σε βάρος του. Ότι από την επισκόπηση των εκδοθέντων και προσκομισθέντων από την καθ’ ης αποσπασμάτων, τα οποία φέρεται ότι εξήχθησαν με εκτύπωση από τα επίσημα εμπορικά βιβλία της, λαμβανομένης υπόψη και της ημερομηνίας 24.7.2020, που έλαβε χώρα η επίδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι η πρώτη δικαστική χρήση των εμπορικών βιβλίων της καθ’ ης η ανακοπή έλαβε χώρα μέσα σε ένα έτος από την καταχώρηση μόνον σε ότι αφορά τις αναφερόμενες εγγραφές, συνολικού ποσού 8.981,94 ευρώ, ενώ για τις λοιπές εγγραφές, που αφορούν το υπόλοιπο της απαίτησης που αναφέρεται στην ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, μετά την αφαίρεση του ποσού των 8.981,94 δεν πληρούντο τα κριτήρια του άρθρου 448 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ότι από κανένα αποδεκτικό μέσο δεν προκύπτει ότι αναγνωρίσθηκε εγγράφως το χρεωστικο υπόλοιπο των λογαριασμών της καθ’ης, για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλομενη διαταγή πληρωμής. Ότι συνεπεία των ανωτέρω, πλην του ποσού των 8.981,94 ευρώ, η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβληθείσα διαταγή πληρωμής, δεν αποδείχθηκε εγγράφως και ως εκ τούτου δεν συνέτρεχαν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής.Ο λόγος αυτός που αφορά σε διαδικαστικό απαράδεκτο, ήτοι στην έλλειψη της αρχής της έγγραφης απόδειξης τυγχάνει νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623, 444, 447, 448 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικα: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …………/28-6-2005 σύμβασης στεγαστικού δανείου μετά των προσθέτων επ’ αυτής από 22-7-2006 και 20-6-2012 συμφώνων, που καταρτίσθηκε μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» (πιστώτριας), και της πρώτης ανακόπτουσας (πιστούχου), χορηγήθηκε στην τελευταία στεγαστικό δάνειο ποσού 176.000,00 ευρώ με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιλαμβάνονταν στην ανωτέρω σύμβαση. Συγκεκριμένα, το δάνειο, το οποίο εκταμιεύθηκε την 28.7.2006, συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε 348 μηνιαίες δόσεις της πρώτης καταβλητέας ένα μήνα μετα την εκταμίευση και οι οποίες θα αναπροσαρμοζονται από την Τράπεζα με κάθε μεταβολή του επιτοκίου ως προβλέπεται στην σύμβαση, συμφωνήθηκε επίσης ότι το επιτόκιο του δανείου θα είναι μεταβαλλόμενο και ίσο πάντοτε με το εκάστοτε ισχύον βασικό επιτόκιο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, 2,00% πλέον περιθωρίου 2,10% και πλεον κόστους υποχρεωτικής εισφοράς του Ν. 128/75 0,12%, ήτοι συνολικό τελικό επιτόκιο 4,22% ,ενώ με το από 22.7.2006 πρόσθετο σύμφωνο συμφωνήθηκε το δάνειο να εκτοκίζεται από την επομένη ημέρα από την λήξη της τελευταίας τοκοχρεολυτικής δόσης με επιτόκιο 4,50% πλέον περιθωρίου 0,00% και πλεον κόστους υποχρεωτικής εισφοράς του Ν. 128/75 0,12%, ήτοι συνολικό τελικό επιτόκιο 4,62%. Σύμφωνα με τον όρο 9 της σύμβασης, σε περίπτωση υπερημερίας ως προς την εξόφληση οποιοσδήποτε δόσης (μηνιαίας, τριμηνιαίας ή εξαμηνιαίας), για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του τριμήνου η καθ’ ης είχε το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση, οπότε και το σύνολο της οφειλής της πρώτης των ανακοπτόντων θα καθίστατο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και θα βαρυνόταν μέχρι την εξόφλησή του με τόκους υπερημερίας και τους επ’ αυτών τόκους. Εξάλλου στον όρο 20 της εν λόγω σύμβασης αναγράφεται ρητώς «Για το δάνειο αυτό η Τράπεζα θα τηρεί λογαριασμό στα βιβλία της, στον οποίον θα καταχωρούνται στη στήλη χρέωσης οι αναλήψεις του δανείου, οι συμβατικοί και υπερημερίας τόκοι και τα έξοδα της Τράπεζας, που γίνονται εξ’ αιτίας του δανείου (δικαστικά και άλλα) και στη στήλη της πίστωσης οι καταβολές του οφειλέτη, οι οποίες καταλογίζονται κατά σειρά, στα έξοδα, στους τόκους (συμβατικούς και υπερημερίας) και τέλος στο κεφάλαιο. Απόσπασμα που θα εξαχθεί από τα βιβλία της Τράπεζας από την ίδια και θα εμφανίζει τον παραπάνω λογιστικο λογαριασμό και το υπόλοιπο που θα οφειλεται, συμφωνείται, ότι θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαίτησης της τραπεζας κατά του οφειλέτη, προκύπτουσα από ιδιωτικό έγγραφο κατά την έννοια, ιδίως των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ, προσφορο για την έκδοση διαταγής πληρωμής, επιτρεπομένης ανταποδείξεως». Την άνω σύμβαση υπέγραψαν οι δεύτερη και τρίτος των ανακοπτόντων ως εγγυητές, ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες και εις ολόκληρον με την πρωτοφειλέτρια για την εκπλήρωση όλων των υποχεώσεών της έναντι της καθ’ης, όπως ρητώς προβλέπεται στον όρο 13 της ανωτέρω συμβάσεως, σύμφωνα με τον οποίον οι ανακόπτοντες δήλωναν ρητώς ότι εγγυώνται προς την Τράπεζα την πλήρη εξόφληση του δανείου κατά κεφάλαιο, τόκους, επιβαρύνσεις, έξοδα, και ανατοκισμό , και ότι παραιτούνται από το ευεργέτημα της διζήσεως (άρθρο 855 ΑΚ) ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες καθώς και από τις ενστάσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 862, 863, 864, 866, 867, 868 του ΑΚ. Η ανωτέρω σύμβαση συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με τα από 22-7-2006 και από 20-6-2012 πρόσθετα σύμφωνα με τα οποία αναγνωρίσθηκαν από τους ανακοπτοντες τα μέχρι τότε χρεωστικά υπόλοιπα του δανείου και συμφωνήθηκε ο τρόπος αποπληρωμής τους. Ο εν λόγω λογαριασμός εμφάνιζε στις 7-11-2018 χρεωστικό υπόλοιπο, ύψους 173.796,78 ευρώ, καθόσον η πρώτη ανακόπτουσα κατέστη υπερήμερη ως προς την καταβολή των μηνιαίων δόσεων τόκων. Λόγω δε της, ως άνω, υπερημερίας της πρώτης ανακόπτουσας η καθ’ ης προέβη κατά την τελευταία ως άνω ημερομηνία (7-11-2018) στο οριστικό κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού, μεταφέροντας το προαναφερόμενο χρεωστικό υπόλοιπο, σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, και στη συνέχεια με την από 21-12-2018 έγγραφη καταγγελία της επίδικης σύμβασης, την οποία κοινοποίησε στην πρώτη ανακόπτουσα στις 28-1-2019 και και στους δεύτερη και τρίτο ανακόπτοντες στις 31-1-2019, γνωστοποίησε στους ανακόπτοντες το ως άνω οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού καταγγέλλοντας ταυτόχρονα την επίδικη πίστωση και καλώντας τους ανακόπτοντες να εξοφλήσουν άμεσα το τελευταίο ως άνω χρεωστικό υπόλοιπο, 173.796,78, νομιμοτόκως από την επομένη του κλεισίματός του μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Στην συνέχεια και λόγω της ασυνέπειας των ανακοπτοντων- οφειλετών, η «……………», ως καθολική διαδοχος της τραπεζικής εταιρείας «………..» άσκησε την από 9-3-2020 αίτησή της για έκδοση διαταγής πληρωμής, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. …./2020 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν, να καταβάλουν εις ολόκληρον στην άνω τράπεζα το ποσό των 173.796,78 ευρώ, νομιμοτοκως με το ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει το συμβατικό κατά 2,5% και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των ληξιπρόθεσμων και ανεξόφλητων τόκων, από την επομένη του κλεισίματος του λογαριασμού (8-11-2018) μέχρις εξοφλήσεως, πλέον δικαστικών εξόδων 5.317,00. Κατ’ αυτής (επιταγής προς πληρωμή) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως η εφ’ ης εξεδόθη η εκκαλουμένη ανακοπή. Από την αιτηση για την έκδοση της ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής αλλα και από το σώμα της τελευταίας αποδεικνύεται ότι για την έγγραφη απόδειξη της επίδικης απαίτησης στο πλαίσιο της υποβληθείσας, ως άνω αιτήσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. ……/2013 διαταγή πληρωμής, προσκομίσθηκαν τα ακόλουθα έγγραφα, από τα οποια αποδεικνύεται η κατάρτιση της επίδικης σύμβασης δανείου, το κλείσιμο του λογαριασμού και ότι το ποσό που διατάσσεται να καταβάλουν οι ανακόπτοντες αποτελεί το εις βάρος τους υπόλοιπο, ήτοι α) η υπ’ αριθμ. …./28-6-2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου και οι από 22-7-2006 και 20-6-2012 πρόσθετες πράξεις αυτής, β) η από 28-1-2019 εξώδικη πρόσκληση και καταγγελία της σύμβασης δανείου με την οποία καταγγέλθηκε η επίδικη σύμβαση και κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το χρεωστικό υπόλοιπο του τηρηθέντος για την επίδικη δανεική σύμβαση λογαριασμού, γ)τα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία τράπεζας του αρχικώς τηρηθέντος υπ’ αριθμ. …. (τελικώς τηρηθέντος ……) λογαριασμού του δανείου, που εξήχθησαν από τα τηρούμενα μηχανογραφικώς εμπορικά βιβλία της τράπεζας, εκτυπωμένα από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή (που φέρουν σχετική βεβαίωση γνησιότητας των αρμοδίων υπαλλήλων της ότι πρόκειται δηλαδή για εκτύπωση από τα ηλεκτρονικώς τηρούμενα βιβλία της), και τα οποία, έχουν αναγορευθεί από τους διαδίκους συμβατικώς (όρος 20) σε έγγραφο με πλήρη απόδειξη της οφειλής, επιτρεπομένης ανταπόδειξης, και από τα οποία προκύπτουν η ακριβής περιγραφή της κίνησης του δανειακού λογαριασμού, το εκάστοτε ανά μήνα χρεωστικό υπόλοιπο, οι επιμέρους χρεώσεις και πιστώσεις, οι συμβατικοί τόκοι και οι τόκοι υπερημερίας καθώς το χρεωστικό υπόλοιπό του κατά το κλείσιμο του λογαριασμού και τη μεταφορά του υπολοίπου σε οριστική καθυστέρηση. Το έγγραφο αυτό σε συνδυασμό με την σύμβαση πίστωσης και την έγγραφη καταγγελία αυτής, αρκούσε για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην παραπάνω νομική σκέψη. Η περιλαμβανόμενη, στη σύμβαση παροχής πίστωσης ως άνω ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη. Η ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης αποδεικνύεται από τα αντίγραφα των αποσπασμάτων των βιβλίων , τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης. Η απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη, εάν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμο ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στο τίτλο στοιχεία, καθώς και όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από τον νόμο (ΕφΑθ 2838/1985). Εν προκειμένω η απαίτηση αποδεικνύεται από πραγματικά στοιχεία, ήτοι από την ανάλυση της κίνησης των λογαριασμών. Έτσι δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται στην διαταγή πληρωμής τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων , χρεώσεων αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο σχετικό απόσπασμα λογαριασμού από το οποίο κατά ρητή συμφωνία των συμβαλλομένων αποδεικνυεται η απαίτηση της Τράπεζας. Ειδικότερα στην κίνηση του λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης παρατίθενται λεπτομερώς τόσο οι καταβολές που πραγματοποιήθηκαν σε αυτόν όσο και έκαστο κονδύλιο των τόκων τα καταλογισθέντα έξοδα και τα άλλα καταλογισθέντα ποσά, οπότε είναι δυνατός ο προσδιορισμός αυτών και ο μαθηματικός υπολογισμός τους. Το απόσπασμα δε αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου, με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, κατά τα προεκτεθέντα, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον τηρούνται μηχανογραφικά τα βιβλία της τράπεζας, οπότε η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή μέσα στον υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της Τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που κατέχει η Τράπεζα, για την απόδειξη του περιεχομένου του, εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, αποσπάσματος των βιβλίων της και, επομένως, δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από την αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο. Εν προκειμένω, από την αίτηση διαταγής πληρωμής αλλά και από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής αποδεικνύεται ότι η τελευταία εκδόθηκε με βάση τα προσκομισθέντα αποσπάσματα των λογαριασμών που τηρήθηκαν για την επίδικη σύμβαση, στα οποία (αποσπάσματα) αναλυτικώς περιγράφεται η κίνηση των λογαριασμών. Επομένως, όσον αφορά την απόδειξη της ένδικης απαίτησης, οι διάδικοι με ρητή δικονομική συμφωνία, που περιλαμβάνεται στον όρο 20 της επίδικης σύμβασης, απένειμαν πλήρη αποδεικτική δύναμη στα αποσπασματα του δανειακού λογαριασμού, που τηρείται στα βιβλία της καθ’ ης η ανακοπή, ο οποίος περιλάμβανε, όπως έχει αναφερθεί, την κίνηση του δανειακού λογαριασμού και τις αμοιβαίες χρεοπιστώσεις, την επόμενη καταβλητέα δόση και την ημερομηνία πληρωμής αυτής και το ισχύον επιτόκιο. Εφόσον δε τα αναφερόμενα ανωτέρω αποσπάσματα του δανειακού λογαριασμού, τα οποία προσκομίσθηκαν για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, είχαν αποκτήσει με ειδική δικονομική συμφωνία των διαδίκων την πλήρη αποδεικτική δύναμη του ιδιωτικού εγγράφου, η επίδικη απαίτηση αποδεικνυόταν από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και συνακόλουθα συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 623 ΚΠολΔ, το οποίο επιβάλλει για την έκδοση διαταγής πληρωμής να αποδεικνύεται η επιδικαζόμενη απαίτηση από ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο. Μάλιστα στο κείμενο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και στο σημείο, που αναφέρονται τα προσκομισθέντα για την έκδοσή της έγγραφα, μνημονεύονται ρητώς τα προαναφερόμενα αποσπάσματα του τηρηθέντος δανειακού λογαριασμού, καθώς και η συμφωνία ότι τα απόσπασματα αυτά παράγουν πλήρη απόδειξη της οφειλής με βάση ρητό συμβατικό όρο. Συνεπώς αβασίμως ισχυρίζονται οι ανακοπτοντες ότι από την προσκομιζόμενη με τον ανωτέρω τρόπο κίνηση του λογαριασμού δεν μπορούσε να αποδειχθεί η απαίτηση, παρά μόνο για ένα έτος από την διενέργεια της εγγραφής, αφού, όπως προεκτέθηκε, υπήρχε ρητή δικονομική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, που επέτρεπε την πλήρη απόδειξη της απαίτησης της καθής με την προσκόμιση των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της, που είναι έγκυρη. Εξάλλου από το περιεχόμενο της συμφωνίας των διαδίκων ότι το μέγεθος της οφειλής των ανακοπτόντων θα αποδεικνύεται πλήρως, επιτρεπομένης ανταπόδειξης από τα αποσπάσματα του δανειακου λογαριασμού, η οποία είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, διότι δεν στερεί τον πιστούχο οφειλέτη του δικαιώματος ανταπόδειξης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ) και δεν προσκρούει στην δημόσια τάξη (ΑΠ 35/2011, ΑΠ 27/2010 ΝΟΜΟΣ) προκύπτει σαφώς ότι τα αποσπασματα του δανειακού λογαριασμού αναγορεύθηκαν συμβατικώς σε έγγραφο με πλήρη απόδειξη της απαίτησης της χορηγήσασας το δάνειο τράπεζας, το οποίο σε συνδυασμό με την έγγραφη δανειακή σύμβαση δύναται να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του δανειολήπτη πιστούχου, ο οποίος μπορεί απλώς να αμφισβητήσει το ύψος των περιεχομένων στο απόσπασμα επιμέρους χρεώσεων (ΑΠ 441/2007, ΑΠ 902/2006 ΝΟΜΟΣ) και όχι απλώς ως έγγραφο που πληρεί τους νόμιμους τύπους, το οποίο αποτελεί πλήρη απόδειξη υπό τις προϋποθέσεις, που τάσσει η διάταξη του άρθρου 448 παρ. 1 εδ.β. ΚΠολΔ, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες. Σημειούται ότι όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι δεν απεδείχθη ότι αναγνωρίσθηκε εγγράφως το χρεωστικο υπόλοιπο των λογαριασμών της καθ’ης, για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλομενη διαταγή πληρωμής, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι η διαταγή πληρωμής δεν εξεδόθη επί τη βάσει αναγνωρίσεως καταλοίπου, αλλά επί τη βάσει του καταλοίπου που προκύπτει από τα αποσπασματα της κίνησης του τηρηθέντος λογαριασμού. Κατά το μέρος δε που εκτιμάται ότι πλήττει τα επιμέρους κονδύλια, τα οποία ανεγνωρίσθησαν με τα από 22-7-2006 και από 20-6-2012 προσθετα σύμφωνα, ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον από το κείμενο των συμφώνων αυτών σαφως προκύπτει ότι έγινε αναγνώριση των δύο εις αυτά αναφερομένων καταλοίπων, που απετέλεσαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότης των υπογραφων των ανακοπτόντων στα σύμφωνα αυτά. Επομένως ο ανωτέρω λόγος ανακοπής πρεπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία, είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύληση της, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλησης της. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβαρύνσεως, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και, μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλησης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα (ΑΠ 368/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Εξάλλου, από μακρού χρόνου, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος»), οπότε, υπό το καθεστώς αυτό, η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλησης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους, δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον Ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το Ν. 128/1975, δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου, εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου, στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη, μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων -δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θεσπίσεως ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου συμβάσεως πιστώσεως, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 917/2011 Τ.Ν.Π «Νόμος»). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη, αποτέλεσε από την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997, καθορίστηκε ρητά ότι, για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς, κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 Ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β’ του Ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις I. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν θα θεσπιζόταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του Ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Άλλωστε, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Ειδικότερα, η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή «ειδικών εισφορών» και η εισφορά του Ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 όπ.π.). Με τον τρίτο λόγο ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η πιστώτρια τράπεζα παράνομα και καταχρηστικά, με προδιατυπωμένους στην επίδικη πιστωτική σύμβαση όρους, απαλλάχθηκε από την εισφορά του Ν. 128/1975, μετακυλώντας το βάρος αυτής προς την δανειολήπτρια, χωρίς να αναφέρει ειδική αιτία για την εν λόγω επιβάρυνση, το δε ποσοστό αυτής καίτοι φόρος, παρανόμως αθροιζόταν στο συμβατικό επιτόκιο προσαυξάνοντάς το, ώστε οι ως άνω όροι να πάσχουν ακυρότητας κατ’ άρθρο 174 ΑΚ και περαιτέρω βάσει επίσης προδιατυπωμένου συμβατικού όρου καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, χρέωνε αυτούς παράνομα με ποσά για την εν λόγω εισφορά, τα οποία στη συνέχεια κεφαλαιοποιούσε, εκτόκιζε και ανατόκιζε ομοίως παράνομα, αφού είχε ενσωματώσει την εισφορά στο επιτόκιο, με συνέπεια η ένδικη απαίτηση να είναι μη εκκαθαρισμένη, λόγω των παρανόμως χρεωθέντων ποσών εξαιτίας του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/75. Ότι η εισφρορά του ν. 128/75 τους επεβλήθη με όρο καταχρηστικά χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή τους. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής όσο και από την αίτηση και τα αποδεικτικά έγγραφα δεν προκυπτει κανένα επί μέρους ειδικότερο χρηματικό ποσό, που να συγκροτεί το απαιτητό ως εισφορά του Ν. 128/75 με αποτέλεσμα να πάσχει αποδεικτικότητας η επίδικη απαίτηση. Ότι η εισφορά του ν. 128/75 αποτελεί διακριτό, σε σχέση με το συνολικό χρηματικό ποσό που συγκροτεί το κεφάλαιο και τους τόκους ενός δανείου, χρηματικό ποσό, και πρέπει συνεπώς να αποδεικνύεται με διακριτό τρόπο. Ότι η καθ’ης δεν αποτύπωσε και δεν εξέδωσε διακριτή λογιστική κίνηση για τον υπολογισμό του εν λόγω φόρου, αντιθέτως επαύξησε το συμβατικο επιτόκιο και το επιτόκιο υπερημερίας με το ποσοστό αυτού, αποτύπωσε τον υπολογισμό του φόρου αυτού ως μέρος των τόκων, τον χρέωνε σε περίπτωση υπερημερίας καταβολών, τον ανατόκιζε ως οφειλόμενο τόκο, τον κεφαλαιοποιούσε κάθε έξι μήνες και τον χρέωνε εκ νέου επί του νέου κεφαλαίου. Ότι η καθ’ης προς απόδειξη του ύψους της απαίτησης προσκόμισε ένα ενιαίο απόσπασμα νομίμως εξηγμένο από τα βιβλία της, στο οποίο δεν διακρίνονται τα ποσά που αφορούν την εισφορά του ν. 128/75, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πλήρης έγγραφη απόδειξη της απαίτησης. Επιπλέον ισχυρίζονται οτι η εισφορά του ν. 128/75 είναι φόρος που επιβαρυνει αποκλειστικά την πίστωση με ποσοστό 0,12 % για τα στεγαστικά δάνεια και 0,60% για κάθε άλλη κατηγορία, υπολογίζεται δε, κατά τους νόμους που την προβλέπουν, ετησίως, επί των ποσών, αποκλειστικά των κεφαλαίων των παρεχόμενων δανείων ή πιστώσεων, σε ένα μέσο ετήσιο ύψος των μηναιαίων υπολοίπων τους, δεν συγχέεται υπολογιστικά με τον μηνιαίο ή τριμηνιαίο ή εξαμηνιαίο, κάθε φορά υπολογισμο των τόκων επί του κεφαλαίου. Ότι σε περίπτωση υπερημερίας στην καταβολή του εν λόγω φόρου, ο φόρος αυτός επιβαρύνεται με επιτόκιο ίσο προς το επιτόκιο των Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας. Ότι λόγω της διαφορετικότητας του χαρακτήρα του ποσού, που προκύπτει από τον υπολογισμό με το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/75 σε σχέση με το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό με το ποσοστό του επιτοκίου (τόκος, ειδόδημα), τα δύο αυτά μεγέθη αποτυπώνονται με διακριτές εγγραφές. Ότι η καθ’ης παραβιάζοντας την αρχή της ακρίβειας κατά την τήρηση του λογαριασμού εξυπηρέτησης της επίδικης σύμβασης (288 ΑΚ), πέτυχε, χωρίς έγγραφη απόδειξη του διακριτού ποσού του φόρου της εισφοράς του ν. 128/75, την επιδίκαση ανεκκαθάριστης απαιτησης λόγω των ανομιμοποίητων χρεώσεων,που είναι αδύνατον να προσδιορισθούν με απλούς μαθηματικούς υπολογισμους. Ο ερευνώμενος αυτός λόγος ανακοπής, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, καθόσον ελλείπει οιαδήποτε σύνδεση αυτού με συγκεκριμένο κονδύλιο του οποίου ζητείται η ακύρωση. Οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν κατά ποιό ποσό επιβαρυνεται η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας των επικαλούμενων ως καταχρηστικών όρων ούτε θίγουν επιμέρους κονδύλια επαρκώς προσδιορισμένα. Ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της. Ειδικότερα δεν εκτίθεται εάν με τους επικαλούμενους ως καταχρηστικούς όρους επηρεάζεται κάποιο συγκεκριμένο κονδύλιο από τα αναγραφόμενα στο λογαριασμό και κυρίως ποια έπρεπε να είναι η συνολική οφειλή τους, αν δεν υπήρχαν οι επικαλούμενοι ως καταχρηστικοί αυτοί όροι, ενώ παράλληλα δεν εκτίθεται ότι συνεπεία των ανωτέρω όρων της συμβάσεως επιβαρύνθηκαν οι ίδιοι ουσιωδώς ή ότι η ύπαρξη των όρων συντέλεσε στη μη κανονική εκπλήρωση των από την σύμβαση υποχρεώσεών τους, στην καταγγελία εκ μέρους της Τράπεζας της σύμβασης και στην διαμόρφωση του οφειλόμενου ποσού. Εξάλλου ο ανωτέρω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί και ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι όπως προαναφέρθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό των δανείων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, έγκυρα μπορεί να συμφωνηθεί συμβατικά μεταξύ αυτού και της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής, είναι νόμιμος γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 330/2010, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 570/2010),ο δε έλεγχος του αντίστοιχου συμβατικού όρου περιορίζεται στην τήρηση των όρων της διαφάνειας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, νόμιμα επιβλήθηκε στην δανειολήπτρια η εν λόγω εισφορά, αφού αυτή ήταν η συμφωνία των συμβαλλομένων μερών με σχετικό συμβατικό όρο , η οποία ήταν καθ’ όλα έγκυρη ως μη προσκρούουσα σε απαγορευτική διάταξη νόμου, δεδομένου και ότι οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης ικανοποιήθηκαν, αφού για τη χρέωση αυτή πραγματοποιήθηκε ειδική αναφορά στη σύμβαση. Ο περαιτέρω, περιλαμβανόμενος στον ίδιο λόγο της ενδίκου ανακοπής, ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι παρανόμως τα ποσά αυτά προστίθεντο στο εκάστοτε υπόλοιπο του λογαριασμού και εκτοκίζοντο, είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από αυτά τα κονδύλια οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, παρά μόνο προτείνεται από αυτούς μία γενική και ασαφής αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της επίδικης συμβάσεως. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να απορριφθεί και ως νόμω αβάσιμος καθόσον το ποσό της εισφοράς του Ν. 128/1975 νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (βλ. Σπ. Ψυχομάνη, άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17). Εν προκειμένω, δοθέντος ότι η εν λόγω εισφορά αποτελούσε, με βάση τις προαναφερόμενες ρητές προβλέψεις της ένδικης δανειακής σύμβασης, μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου, νόμιμα κεφαλαιοποιείται, εκτοκίζεται και ανατοκίζεται , κατά τα προεκτεθέντα. Η εισφορά του ν. 128/75, εφόσον συμφωνηθεί η μετακύλιση στον δανειολήπτη, όπως εν προκειμένω, λογίζεται σύμφωνα με τη διαταξη του άρθρου 293 παρ. 1 εδ.α ΑΚ ως τόκος και ως τόκος, νόμιμα ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπων καθυστερούμενων τόκων, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου. Ως εκ τούτου, εφόσον η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75 δεν είναι παράνομη και η εισφορά νόμιμα ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται, δεν επηρεάζεται ούτε η αποδεικτικότητα της απαίτησης της καθ’ης με έγγραφα, ούτε το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης (ΑΠ 999/2019, Εφ Λαμ 5/2022, ΕφΠατρ 58/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε υπήρξε ενημέρωση της δανειολήπτριας, αφού αποτέλεσε αντικείμενο της μεταξύ τους συμβάσεως και δεν συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας. Περαιτέρω, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η επίδικη απαίτηση πάσχει αποδεικτικότητας, είναι απορριπτέος ως αβασιμος, καθόσον, ως προεκτέθηκε, η ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης αποδεικνύεται από τα αντίγραφα των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας που προσκομίσθηκαν κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, τα οποία αποτελούν πλήρη απόδειξη σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης. Οι μηχανογραφημένοι μηνιαίοι λογαριασμοί, που εξήχθησαν από τα επισημα εμπορικά της βιβλία που τηρούνται κατά νόμον με ηλεκτρονικό υπολογιστή, έχουν αναγορευθεί από τους διαδίκους συμβατικώς σε έγγραφο με πλήρη απόδειξη της οφειλής, επιτρεπομένης ανταπόδειξης, και από τους οποίους προκύπτουν το εκάστοτε ανά μήνα χρεωστικό υπόλοιπο, οι επιμέρους χρεώσεις και πιστώσεις, οι συμβατικοί τόκοι και οι τόκοι υπερημερίας καθώς το χρεωστικό υπόλοιπό του κατά το κλείσιμο του λογαριασμού και τη μεταφορά του υπολοίπου σε οριστική καθυστέρηση, ενώ δεν απαιτείται το χρηματικό ποσό που συγκροτεί την εισφορά του Ν. 128/75 να αποδεικνύεται αυτοτελώς. Η εισφορά αυτή δεν αποτελεί διακριτό χρηματικό ποσό, αντιθέτως λογίζεται ως τόκος, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται, αντιστοίχως, η έγγραφη αποδειξή του με διακριτό τρόπο. Περαιτέρω, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η πιστώρια τράπεζα παραβίασε την αρχή της τραπεζικής πίστης και της εμπιστοσύνης σε αυτήν (288 ΑΚ) από την οποία απορρέει η ειδική υποχρέωση ακρίβειας της τράπεζας κατά την τήρηση του λογαριασμού, λόγω των κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα παράνομων χρεώσεων, είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν κατά ποιό ποσό επιβαρυνεται η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας της επικαλούμενης παραβίασης, ούτε θίγουν επιμέρους κονδύλια επαρκώς προσδιορισμένα. Σε κάθε περίπτωση, οι ανακοπτοντες δεν αναφέρονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, όπως οι όροι με τους οποίους κατά το χρόνο άσκησης της ανακοπής συνάπτονται όμοιες με την επίδικη συμβάσεις και συμφωνείται η αποπληρωμή αυτών, ούτε μνημονεύονται αντίστοιχες συμβάσεις που τυχόν συνήψαν οι ανακόποντες ή συνήψαν άλλοι οφειλέτες με τα ίδια οικονομικα δεδομένα με αυτόν, με την πιστώτρια ή με άλλη Τράπεζα, τόσο κατά το χρόνο άσκησης της ανακοπής όσο και προγενέστερα κατά το χρόνο που συνήφθη η επίδικη σύμβαση, προκειμένου όλα αυτά να χρησιμεύσουν ως συγκριτικά στοιχεία για τη συμπληρωματική ή διορθωτική επέμβαση του δικαστηρίου κατ’ άρθρο 288 ΑΚ (ΑΠ 1325/2013, ΑΠ 1290/2011 ΝΟΜΟΣ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1 και 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε στην τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1881/2014, ΑΠ 1180/2009, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, ΕΑ 1731/2010, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009.819). Στο πλαίσιο αυτό, επί προβαλλόμενης με λόγο ανακοπής, καταχρηστικότητας των γενικών όρων συναλλαγών σε σύμβαση, πρέπει να εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενό τους, ώστε να ερευνηθεί, αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν δίχως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και δίχως επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος (ΑΠ 350/2016, ΑΠ 15/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Ενόψει των ανωτέρω εύλογα απορρίπτεται λόγος ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, όταν ο λόγος αυτός στηρίζεται στην καταχρηστικότητα συγκεκριμένων γενικών όρων, χωρίς, όμως, ο ανακόπτων να διευκρινίζει αν η έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής έγινε σε εκτέλεση οποιουδήποτε από αυτούς τους καταχρηστικούς όρους ή να ισχυρίζεται ότι συνεπεία των όρων αυτών επιβαρύνθηκε ο ίδιος ουσιωδώς σε συγκεκριμένη περίπτωση και δη με εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και προβολή κατ’ ορισμένο τρόπο της επιβάρυνσής του αυτής. Και τούτο καθόσον το κύρος της διαταγής πληρωμής δεν πλήττεται από το λόγο και μόνο ακυρότητας τυχόν επιμέρους όρων της σύμβασης, αλλά μόνο εφόσον η ύπαρξη των όρων αυτών συνετέλεσε κατά τρόπο ουσιώδη στην έκδοση της διαταγής πληρωμής, περιάγοντας τον μεν ανακόπτοντα σε δυσμενή θέση, τον δε καθ’ ου η ανακοπή σε προνομιακή, στην οποία δεν θα είχε περιέλθει, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί στη σύμβαση (ΑΠ 15/2007, όπ.π.). Σε περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής για απαίτηση από κατάλοιπο λογαριασμού, μάλιστα, για να είναι ορισμένος ο τυχόν λόγος ανακοπής, που αναφέρεται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας αυτού (ΑΠ 491/1994, ΕφΛαρ 317/2010, ΕφΘεσ 794/2007 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Αόριστος, συνεπώς θα είναι ο λόγος ανακοπής περί καταχρηστικότητας συγκεκριμένων όρων σε δανειακή σύμβαση, εάν δεν αναφέρεται στο δικόγραφο κατά πόσο επηρεάζονται επιμέρους χρεώσεις, που αναγράφονται στον τηρηθέντα σχετικώς λογαριασμό και ποιο θα ήταν το οφειλόμενο ποσό, εάν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί (πρβλ. ΑΠ 1313/2007 ΕλλΔνη 2008. 1651, ΕφΑΘ 295/2001 ΔΕΕ 2002. 544).
Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής τους, ισχυρίσθηκαν ότι η προβληθείσα διαταγή πληρωμής είναι άκυρη λόγω δικονομικής ακυρότητας, επειδή ο Δικαστής που την εξέδωσε παρέλειψε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν υφίστανται καταχρηστικοί γενικοί όροι συναλλαγών στην σύμβαση προτού εκδώσει την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής – όπως ενδεικτικά ο όρος 7 της δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίον ο τόκος του δανείου υπολογίζεται με βάση το έτος 360 ημερών, ο όρος 12 της δανειακής σύμβασης που προβλέπει την δυνατότητα της τράπεζας να κηρύξει το σύνολο του δανείου ληξιπροθεσμο και απαιτητό και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής σε περίπτωση παράβασης από τον οφειλέτη οποιουδήποτε από τους όρους της σύμβασης -, αν και ήταν υποχρεωμένος προς τούτο από την κοινοτική νομοθεσία, αλλά και τον νόμο για την προστασία του καταναλωτή και προέβη στην έκδοση αυτής παρά το γεγονός ότι είχαν συμπεριληφθεί σ’ αυτή, ως προδιατυπωμένοι, γενικοί όροι συναλλαγών που είναι καταχρηστικοί, και ότι ως εκ τούτου η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής πασχει δικονομικής ακυρότητας κατ’ άρθρον 159 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στις νομικές σκέψεις της παρούσας, δεν εκτίθενται στον σχετικό λόγο της ανακοπής, με τον οποίο προβάλλεται η καταχρηστικότητα γενικών όρων συναλλαγών στην επίμαχη σύμβαση πίστωσης, το ακριβές περιεχόμενο τους, ώστε να ερευνηθεί αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, καθώς και το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της σύμβασης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της, όπως επίσης και το εάν οι όροι επιβλήθηκαν δίχως να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και δίχως επαρκή ενημέρωση των ανακοπτόντων. Επιπλέον, οι ανακόπτοντες στον πιο πάνω λόγο της ανακοπής τους, δεν διευκρινίζουν αν η έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής έγινε σε εκτέλεση οποιουδήποτε από αυτούς τους καταχρηστικούς όρους, πολλώ δε μάλλον δεν ισχυρίζονται ότι συνεπεία των όρων αυτών επιβαρύνθηκαν οι ίδιοι ουσιωδώς και δη με εξειδίκευση, ποσοτικοποίηση και προβολή κατ’ ορισμένο τρόπο της επιβάρυνσής τους αυτής. Και τούτο καθόσον το κύρος της διαταγής πληρωμής δεν πλήττεται από το λόγο και μόνο ακυρότητας τυχόν επιμέρους όρων της σύμβασης, επειδή δεν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, διά της οποίας διώκεται π.χ. η παράλειψη εντοπισθείσας παράνομης συμπεριφοράς, όπου ως κύριο ζήτημα ανακύπτει πράγματι η in abstracto καταχρηστικότητα τυχόν χρησιμοποιούμενου συμβατικού όρου, ανεξαρτήτως της χρήσης του σε συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά μόνο εφόσον η ύπαρξη των όρων αυτών συνετέλεσε κατά τρόπο ουσιώδη στην έκδοση της διαταγής πληρωμής, περιάγοντας τους μεν ανακόπτοντες σε δυσμενή θέση, την δε καθ’ ης η ανακοπή σε προνομιακή, στην οποία δεν θα είχε περιέλθει, αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί στη σύμβαση. Επιπλέον, ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως αόριστος και για το λόγο ότι στην προκειμένη περίπτωση με αυτόν πλήττεται η έκδοση της επίμαχης διαταγής πληρωμής για απαίτηση από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού και επομένως για να είναι ορισμένος ο ως άνω λόγος ανακοπής, που αναφέρεται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας αυτού. Εξάλλου, ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος και ως μη νόμιμος, καθόσον η έρευνα αυτεπαγγέλτως περί ύπαρξης καταχρηστικών όρων στη σύμβαση , από την οποία απορρέει η επιδικασθείσα απαίτηση, δεν απαιτείται να προηγηθεί της έκδοσης διαταγής πληρωμής για το ορισμένο της τελευταίας, ούτε συνιστά θετική ή αρνητική προϋπόθεση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, την οποία οφείλει να ελέγξει ο εκδώσας τη διαταγή πληρωμής. Αντικείμενο της διαταγής πληρωμής δεν είναι η διάγνωση της ουσιαστικής βασιμότητας της αξίωσης, αλλά αποκλειστικώς ο εξοπλισμός της με εκτελεστό τίτλο, ανεξάρτητα από την αυθεντική διάγνωση της αξίωσης, απόκειται δε στον οφειλέτη να αμφισβητήσει με ανακοπή την έκταση ή την ύπαρξη της υποχρέωσής του. Η ύπαρξη καταχρηστικών όρων της σύμβασης, από την οποία απορρέει η επιδικασθείσα απαίτηση δεν αναιρεί το εκκαθαρισμένο και βέβαιο αυτής και την δυνατότητα έκδοσης διαταγης πληρωμής, αλλά η ύπαρξη τέτοιων όρων, εφόσον αυτοί αποτέλεσαν περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης και επηρέσαν την εξέλιξη της σύμβασης δύνανται να θεμελιώσουν αυτοτελή λόγο ανακοπής. Σε κάθε δε περίπτωση, όσον αφορά τον ισχυρισμό που ποροβάλλεται με τον λόγο αυτόν ανακοπής ότι είναι καταχρηστικός ο όρος (7) της δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίον ο τόκος του δανείου υπολογίζεται με βάση το έτος 360 ημερών, διότι με αυτόν τον τρόπο η Τράπεζα διασπά κατά τεχνητό τρόπο το χρονικό διάστημα του έτους, στο οποίο οφείλει να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας μία πρόσθετη κατά έτος επιβάρυνση σε σχέση με το αναμενόμενο από τον οφειλέτη ποσοστό επιτοκίου, χωρίς η επιβάρυνση αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί από την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον οφειλέτη λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω της πρόδηλης αοριστίας του, καθόσον οι ανακόπτοντες προβαίνουν σε μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας της οφειλής τους, χωρίς να προσδιορίζουν συγκεκριμένα κατά ποιο ποσό επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξ αιτίας του υπολογισμού αυτού, λαμβανομένου υπόψη ότι, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή, χωρίς να πλήττονται αυτές στο σύνολό τους (ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 1778/2010, Nόμος). Επίσης, όσον αφορά τον ισχυρισμό με τον ίδιο λόγο ανακοπής, ότι είναι άκυρος ως καταχρηστικός ο όρος 12 της δανειακής σύμβασης που προβλέπει τη δυνατότητα της Τράπεζας να καταγγείλει τη σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου του ανεξόφλητου ποσού του δανείου, σε περίπτωση παραβίασης εκ μέρους του οφειλέτη οποιουδήποτε από τους όρους της σύμβασης, οι οποίοι θεωρούνται όλοι ουσιώδεις, διότι διαταράσσει ουσιωδώς και χωρίς εύλογη αιτία την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του οφειλέτη, ο ισχυρισμός αυτός, ανεξαρτήτως της πρόδηλης αοριστίας του, καθόσον ελλείπει οιαδήποτε σύνδεση αυτού με συγκεκριμένο κονδύλιο του οποίου ζητείται η ακύρωση, είναι απορριπτεος ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι από τις διατάξεις των άρθρων 361 και 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ, 47 και 64 έως 67 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923 « περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών, προκύπτει ότι η σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, παρέχει εκ του νόμου στην πιστώτρια τη δυνατότητα, να κλείνει οριστικά τον λογαριασμό, αν και όποτε το θελήσει, κοινοποιώντας ακολούθως στον πιστούχο επιταγή για την πληρωμή του τυχόν υπέρ εκείνης καταλοίπου του λογαριασμού (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1437/2014 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, εφόσον ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν οριστικά οποτεδήποτε, χωρίς οιαδήποτε άλλη προϋπόθεση, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία των μερών, η οποία δεν εμπίπτει έτσι στην ακυρότητα του αρθρ. 372 ΑΚ ως δήθεν συμφωνία ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στη απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 1689/2013, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 904/2011). Κατά συνέπεια, η πιστώτρια τράπεζα έγκυρα προβαίνει στο κλείσιμο του λογαριασμού και στην καταγγελία της συμβάσεως, έστω και χωρίς ενημέρωση του πιστούχου και του εγγυητή (ΑΠ 368/2019). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα των ανωτέρω, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί και ως προς τη διάταξή της για τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού (επειδή λόγω ερημοδικίας της καθ’ης στον πρώτο βαθμό δεν υπεβλήθη σε έξοδα), κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος της, σε βάρος των ανακοπτόντων-εφεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 182 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 65, 66, 68 παρ. 1, και 63 αρ. 1 του Ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παράβολου της έφεσης στην εκκαλούσα.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμόν 1710/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς .
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από από 5-9-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 ανακοπή.
Απορρίπτει την ανακοπή.Επικυρώνει την υπ` αριθμόν …./2020 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Καταδικάζει τους ανακόπτοντες-εφεσιβλήτους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4-9-2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ