Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 291/2024

Συμπληρώθηκε με την υπ΄ αριθμ 453/2024 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς

Αριθμός     291/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στη ………… Θεσσαλονίκης και στο ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα (ΑΦΜ ………..) ΔΟΥ ΦΑΕ  Θεσσαλονίκης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Δημήτριο Παπαδόπουλο-Τσαγιάννη  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) (ΔΕ INTERLEX. Παπαδόπουλος-Τσαγιάννης Δικηγορική Εταιρεία).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Α.Ε. με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………) (ΑΦΜ ………. Δ.Ο.Υ Αθηνών) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Γερασίμου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) (ΔΕ Γερασίμου & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία).

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021)  αγωγή,  επί της οποίας εκδοθηκε η υπ΄ αριθμ. 1064/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγόμενη με την από 17.5.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………../2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 17.5.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2023 και προσδιορισμού ……../2023 έφεση της ηττηθείσας κατά ένα μέρος εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με έδρα τη ……… Θεσσαλονίκης, κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1064/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών από το Ναυτικό τμήμα κατά την τακτική διαδικασία επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 αγωγής της ήδη εφεσίβλητης ναυτικής ανώνυμης εταιρίας που εδρεύει στην Αθήνα, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα εντός της 30ήμερης προθεσμίας δεδομένου ότι από το με αριθμό …/27.4.2023 αποδεικτικό επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης …………. προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα στις 27.4.2023 και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 25.5.2023. Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ……………/2023  ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει ακολούθως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 του ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, η ήδη εφεσίβλητη ενάγουσα με έδρα την Αθήνα, εξέθετε ότι είναι  ανώνυμη εταιρεία και δραστηριοποιείται στον χώρο της ναυτιλίας, ότι η εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με έδρα τη ……….. Θεσσαλονίκης, είχε ασφαλίσει το υπό ολλανδική σημαία ιστιοφόρο σκάφος αναψυχής με την επωνυμία «ΤA», με αριθμό νηολογίου …….., ιδιοκτησίας του ……….., Βέλγου υπηκόου, δυνάμει του με αριθμό ……….. Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου Πλοίων και Σκαφών Αναψυχής, για κάλυψη της αστικής ευθύνης του έναντι τρίτων, με ημερομηνία έναρξης της ασφαλιστικής κάλυψης την 29η.05.2019 και ημερομηνία λήξης την 29η.05.2020. Ότι την 4η lουλίου 2019, κατά τη διάρκεια της καθέλκυσης του ως άνω σκάφους προκλήθηκε, από υπαιτιότητα του πληρώματος του σκάφους, ρύπανση στον χώρο της διπλής νηοδόχου της Μαρίνας Λέρου Δωδεκανήσου, συνεπεία διαρροής πετρελαιοειδών από προαναφερόμενο σκάφος. Ότι αμέσως μόλις έγινε αντιληπτή η παραπάνω διαρροή πετρελαιοειδών, η ομάδα αντιμετώπισης αντιρρύπανσης της Μαρίνας Λέρου έδωσε εντολή στον ιδιοκτήτη του σκάφους να κλείσει τις αντλίες του και παράλληλα τοποθέτησε απορροφητικά φράγματα, ώστε να μη διαφύγουν ποσότητες πετρελαιοειδών αποβλήτων εκτός της νηοδόχου, ενώ εν συνεχεία προέβη η ίδια (ενάγουσα), σε συνεργασία με τους συμβούλους της, στην ενεργοποίηση του Σχεδίου Αντιμετώπισης Θαλάσσιας Ρύπανσης, το οποίο είναι εγκεκριμένο από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Ότι αμέσως η ενάγουσα προέβη με δικά της έξοδα σε όλες τις αντιρρυπαντικές δράσεις κι ενέργειες προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω διαρροή πετρελαιοειδών και ακόμη επιβλαβέστερη και εκτενέστερη θαλάσσια ρύπανση, ενώ ενημέρωσε αρμοδίως το Λιμεναρχείο Λέρου και την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Κω. Ότι επιπλέον, με τις από 16.09.2019 και 27.09.2019 επιστολές της, στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, ενημέρωσε τον ιδιοκτήτη του ζημιογόνου σκάφους, αλλά και την εναγόμενη περί των εξόδων που πραγματοποίησε για την αντιμετώπιση της προκληθείσας ρύπανσης, επισυνάπτοντας όλες τις ενέργειες και τις χρεώσεις στις οποίες προέβη, το ύψος των οποίων ανέρχεται συνολικά σε 18.536 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ εκ ποσοστού 17% (ήτοι συνολικά 21.687,12 ευρώ) και αφορά σε πρόσληψη εμπείρων μελών της Ομάδας Αντιρρυπαντικής δράσης, λειτουργία ταχύπλοων σκαφών, πόντιση πλωτών φραγμάτων, χρήση εξοπλισμού απορρύπανσης και αντιρρύπανσης, λειτουργία αυτοκινήτων για τη μετακίνηση του απασχοληθέντος προσωπικού και σίτιση αυτού, όπως τα αντίστοιχα παραστατικά ενσωματώνονται στην ένδικη αγωγή και αποτελούν ενιαίο τμήμα με αυτή. Ότι εν συνεχεία η ενάγουσα απέστειλε στην εναγόμενη την από 05.03.2021 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία την ενημέρωνε εκ νέου περί των ανωτέρω και την καλούσε να της καταβάλει το ως άνω ποσό που δαπάνησε για την αντιμετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης που προκλήθηκε από το ασφαλισμένο σκάφος της, η τελευταία ωστόσο της απάντησε με την από 01.06.2021 εξώδικη δήλωσή της ότι αρνείται κάθε ευθύνη της και ότι σε κάθε περίπτωση το αληθές ύψος της αποζημίωσης που οφείλει, ανέρχεται σε 3.072 ευρώ. Ότι περαιτέρω, μετά το περιστατικό της ρύπανσης, η ίδια ανέλαβε με δικά της μέσα και έξοδα την ανέλκυση του σκάφους στην ξηρά, για την οποία δαπάνησε το συνολικό ποσό των 1.708,75 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσοστού 17% (ήτοι συνολικά 1.992,23), όπως το ποσό αυτό αναλύεται στην αγωγή με βάση τον τιμοκατάλογό της, ο οποίος είναι ευρέως γνωστός στην αγορά και στον ασφαλισμένο της εναγομένης. Ότι περαιτέρω, ο ιδιοκτήτης του σκάφους, ασφαλισμένος της εναγόμενης, δεν παρέλαβε το επίδικο σκάφος από τους χώρους της, με αποτέλεσμα να παραμένει αυτό στους χώρους της επισκευαστικής της ζώνης και να οφείλει για τον λόγο αυτό τέλη παραμονής, τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 13.206,44 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 05-07-2019 μέχρι 30-04-2020, όπως αυτά αναλύονται στο αγωγικό δικόγραφο κατά χρονικά διαστήματα. Ότι ως εκ τούτων, η συνολική ζημία που υπέστη εξαιτίας της παράνομης, υπαίτιας και καταχρηστικής συμπεριφοράς του ασφαλισμένου της εναγομένης ανέρχεται συνολικά σε (21.687,12 + 1.999,23 + 13.206,44=) 36.892,79 ευρώ. Ότι μεταξύ των ασφαλιζόμενων κινδύνων δυνάμει του ως άνω με αριθμό 21.128150 Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου Πλοίων και Σκαφών Αναψυχής, μεταξύ του ιδιοκτήτη του ζημιογόνου σκάφους και της εναγομένης περιλαμβάνεται και η αστική ευθύνη έναντι τρίτων και ειδικότερα η κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται από θαλάσσια ρύπανση μέχρι το ποσό των 150.000 ευρώ. Ότι η εναγομένη ευθύνεται ως ασφαλιστική εταιρεία για τον κίνδυνο ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης αυτοτελώς σύμφωνα με τις διατάξεις της «Διεθνούς Σύμβασης του 2001, για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης», που κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν.3393/2005 (άρθρο 7 παρ. 10) και επιπλέον σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, λόγω απόρριψης των πετρελαιοειδών καταλοίπων, προς αποκατάσταση του κόστους αντιμετώπισης της ρύπανσης, στο οποίο υποβλήθηκε η ενάγουσα, ενόψει του ότι ο πλοιοκτήτης δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη και αποφυγή του ανωτέρω περιστατικού, με αποτέλεσμα να προκληθεί η ένδικη ζημία. Ακολούθως αιτήθηκε η ενάγουσα, με κήρυξη της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 36.892,79 ευρώ, (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 17%), καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι  για το παραδεκτό της συζήτησης είχε τηρηθεί η νόμιμη, προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 στοιχ. β’ και 7 παρ. 4 ν. 4640/2019, διαδικασία, περί υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας για τη διαμεσολαβητική διευθέτηση της διαφοράς, έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14, 22, 25 παρ. 2, 33 και 35 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α, 2 εδ.α και 3Α και Β περ. δ, ιε, ιστ ‘ και 4 του Ν. 2172/1993 (ναυτικός  χαρακτήρας της ένδικης διαφοράς) κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω έκρινε ότι  η αγωγή είναι ορισμένη, απορρίπτοντας τον αντίθετο ισχυρισμό της εναγομένης περί του αντιθέτου. Έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς την ενδοσυμβατική της βάση κρίνοντας ότι έχει έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 346, 361, 681επ., 694 ΑΚ, και 1, 2, 3, 4, 7, 11 και 12 του Ν. 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», ν. 4037/2012 «Για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7-9-2007 σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων για αδικήματα ρύπανσης, που τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/123/ΕΚ123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21-10-2009» και άρθρο 7 παρ. 10 του Ν.3393/2005 περί «Κύρωσης της Διεθνούς Σύμβασης για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης, 2001», σε συνδυασμό με το  άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, το άρθρο 4 παρ.1 εδ.α και παρ.2 της Διεθνούς Σύμβασης του 1972 «περί προλήψεως ρυπάνσεως της θαλάσσης εξ απορρίψεως καταλοίπων και άλλων υλών», καθώς και τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1ε του ΚΠολδ και ως προς το αιτούμενο ποσό ΦΠΑ 17% ύψους 5.363,48 ευρώ, διευκρινίζοντας ότι το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας ως προς το παραπάνω ποσό, ήταν νόμιμο όχι από τον χρόνο επίδοσης της αγωγής αλλά από τον μεταγενέστερο χρόνο της έκδοσης των αντίστοιχων φορολογικών στοιχείων. Αντίθετα έκρινε ότι δεν ήταν ορισμένη η αγωγή ως προς τη βάση περί αδικοπραξίας. Στη συνέχεια αφού διαπίστωσε ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του έκανε κατά ένα μέρος δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 21.687,12 ευρώ συνολικά εντόκως από την επίδοση της αγωγής ως προς τις δαπάνες απορρύπανσης και από την έκδοση των φορολογικών στοιχείων ως προς το φπα. Η εναγομένη αφού αρνήθηκε την τέλεση δαπανών που υπερέβαιναν το ποσό των 3.074 ευρώ, ενιστάμενη δε ισχυρίστηκε ότι η ενάγουσα έχει συνυπαιτιότητα έως και 95% στην επέλευση της ζημίας της και ζήτησε να αναβληθεί η υπόθεση μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί του ποινικού σκέλους της υπόθεσης. Αμφότερες οι ενστάσεις απορρίφθηκαν κατ’ουσίαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που συνίστανται σε κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.

Η ελληνική έννομη τάξη διαθέτει πληθώρα ειδικών νομοθετημάτων που ιδρύουν εξωσυμβατική αστική ευθύνη με αποκαταστατική κυρίως (αλλά και προληπτική) λειτουργία, δηλαδή ευθύνη προς αποζημίωση σε περίπτωση ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος από δραστηριότητες που έχουν σχέση με τη ναυτιλία, τα περισσότερα από τα οποία έχουν διεθνή ή ενωσιακή προέλευση. Σχετικές είναι οι ευρισκόμενες σε ισχύ κατά την άσκηση και τη συζήτηση των αγωγών διατάξεις των άρθρων: α] 29 του Ν. 1650/1986 που καθιερώνει αστική ευθύνη για ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, β] πρώτο του Ν. 314/1976, που κύρωσε τη σχετική Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών και εισήγαγε αστική ευθύνη για πρόκληση ζημιών από ρύπανση με πετρέλαιο, γ] 12 του Ν. 743/1977, που κωδικοποιήθηκε με το ΠΔ 55/1998 και ιδρύει αστική ευθύνη για πρόκληση ζημιών από θαλάσσια ρύπανση με πετρέλαιο, δ] 3 του Ν. 3393/2005, που κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου και εισήγαγε αστική ευθύνη για πρόκληση ζημιών από ρύπανση με πετρέλαιο κίνησης, εφόσον προκαλείται στο έδαφος, στα χωρικά ύδατα και στην αποκλειστική οικονομική ζώνη [ΑΟΖ] κράτους – μέλους, ε] 4 του Ν. 855/1978, που κύρωσε τη Σύμβαση της Βαρκελώνης της 16.2.1976 για την προστασία της Μεσογείου από τη ρύπανση και στ] 7 του ΠΔ 148/2009, που αποτελεί μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 35/2004/ΕΚ, με περιορισμένο πεδίο εφαρμογής χρονικά και αντικειμενικά (ισχύει για μετά τις 30.4.2007 και δεν παρέχει σε ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως για περιβαλλοντικές ζημίες, βλ. σχετ. Τ. Κοσμίδη/Χ. Χασάπη, σε Ν. Φαραντούρη [επιμ.] Ενέργεια, Ναυτιλία & Θαλάσσιες Μεταφορές, 2013, σελ. 38 – 39, όπου και περαιτέρω παραπομπές), ενώ ζ] δεν έχει τεθεί σε ισχύ η Διεθνής Σύμβαση του Ναϊρόμπι για την απομάκρυνση των ναυαγίων που υπογράφηκε το 2007 (περί της οποίας βλ. Ι. Κοροτζή, Η Διεθνής Σύμβαση του 2007 για την απομάκρυνση ναυαγίων. Μια πρώτη προσέγγιση, σε ΝοΒ 2010/1971 επομ.). Πιο  συγκεκριμένα και αναφορικά με τα δύο πρώτα νομοθετήματα : Α] στο άρθρο 29 του Ν. 1650/1986 ορίζεται ότι οποιοδήποτε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος ευθύνεται σε αποζημίωση, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε ανώτερη βία ή προήλθε από υπαίτια ενέργεια τρίτου που ενήργησε δολίως. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη, για λόγους διευκόλυνσης της απόδειξης της υπαιτιότητας και του αιτιώδους συνδέσμου και μάλιστα ευθύνη από διακινδύνευση, αφού η γέννησή της δεν εξαρτάται από τη συνδρομή παρανομίας και υπαιτιότητας του ευθυνόμενου, ιδρύεται δε με σκοπό να επιρριφθεί η υποχρέωση αποκατάστασης της ζημίας που προκλήθηκε από ρυπογόνες εγκαταστάσεις ή δραστηριότητες στον εκμεταλλευόμενο τις τυπικές αυτές πηγές ρύπανσης, επειδή αυτός αντλεί τα οικονομικά ωφελήματα από τη λειτουργία τους. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας και για την παραγωγή της έννομης συνέπειας (υποχρέωσης προς αποζημίωση) απαιτείται πρόκληση περιουσιακής ζημίας (θετικής ή αποθετικής) σε ιδιωτικό έννομο αγαθό ή συμφέρον του ενάγοντος και δεν αρκεί μόνη η ρύπανση ή η υποβάθμιση μέσω της οποίας θίγεται το περιβάλλον ως κοινό αγαθό (Ι. Καράκωστας, Αδικοπρακτική ευθύνη για περιβαλλοντική ζημία, σε ΠερΔικ 2000/162 επομ. [166]). Επομένως, για την καταβολή της αποζημιώσεως θα πρέπει να αποδειχθεί όχι μόνον η γενεσιουργός της περιβαλλοντικής επιδείνωσης ενέργεια (πράξη ή παράλειψη) αλλά και η πρόκληση συγκεκριμένης βλάβης στο ζημιωθέντα (ζωής, υγείας, σωματικής ή ψυχικής, αν είναι φυσικό πρόσωπο και περιουσίας σε κάθε περίπτωση) ως απότοκος της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Επίσης, Β] ο Ν. 314/1976, που κύρωσε τη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών ή CLC [International Convention of Civil Liability for Oil Pollution Damage] «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», η οποία υπογράφηκε στις 29.11.1969 στις Βρυξέλλες, μετά δε και την κύρωση των πρωτοκόλλων των ετών 1976, 1984 και 1992 (ΠΔ 81/1989 και 197/1997) ονομάζεται Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την αστική ευθύνη για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992), καθιερώνει ευθύνη από διακινδύνευση σε βάρος του πλοιοκτήτη για τις ζημίες που προήλθαν από ρύπανση της θάλασσας λόγω διαφυγής ή διαρροής πετρελαίου από το πλοίο του (Λ. Κοτσίρης, Αστική ευθύνη για ρύπανση θαλάσσης από πετρελαιοειδή, σε Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Λιτζερόπουλο, 1985, σελ. 510 επομ., Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Η Αστική Ευθύνη για ρύπανση της θάλασσας, σε ΕΝαυτΔ 1089/1 επομ., Βασ. Κωστόπουλος, Η Ρύπανση της θάλασσας από πετρέλαιο, σε  ΠειρΝ 1979/362 επομ.). Κατά τις διεργασίες στη σύνταξη του σχεδίου της Σύµβασης CLC 1969 για την ευθύνη από την πετρελαϊκή ρύπανση αναγνωρίστηκε ότι οι ρυθµίσεις της άφηναν κενό στο πεδίο της ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης. Τούτο διότι n µέλλουσα να υπογραφεί τότε Σύµβαση, ενόψει του ότι θα προέβλεπε την παράλληλη σύσταση κεφαλαίου για την καταβολή αποζηµίωσης µε υποχρέους από την πετρελαϊκή βιοµηχανία, θα είχε εφαρµογή µόνο σε περίπτωση που n ρύπανση προέρχεται από πετρέλαιο, το οποίο µεταφέρεται, ως φορτίο, από πλοίο που είχε κατασκευαστεί ή διαρρυθµιστεί να µετοφέρει πετρέλαιo,και από πετρέλαιο κίνησης µόνο όταν ένα τέτοιο πλοίο κατά το χρόνο του περιστατικού µεταφέρει φορτίο πετρελαίου χύµα ή έστω κατάλοιπα φορτίου πετρελαίου χύµα (βλ. όμως και ΟλΑΠ 23/2006). Έτσι έµεινε ανοιχτή n ρύθµιση της ευθύνης από τη ρύπανση πετρελαίου κίνησης που χρησιµοποιείται από µη πετρελαιοφόρα πλοία και από πετρελαιοφόρα που κατά την επέλευση του ζημιογόνου περιστατικού δεν μεταφέρουν πετρέλαιο (Κοροτζή Ναυτικό Δίκαιο σελ. 82, βλ. και ΑΠ 332/2006 ΕΝΔ 34, 184). Μάλιστα η εμπερία είχε καταδείξει ότι ακόμη και οι μικρές ποσότητες των περισσότερων τύπων του πετρελαίου κίνησης προξενούν συχνά σημαντικές ρυπάνσεις, ενώ εξαιτίας της συχνότητας τους συνεπάγονται συνολικά υψηλές δαπάνες καθαρισμού. Αυτό οφείλεται στο ότι οι φυσικές ιδιότητες του πετρελαίου κίνησης που απορρίπτεται ή διαρρέει, καθιστούν την απορρύπανση δυσχερέστερη και δαπανηρότερη από εκείνη που απαιτείται στη διαρροή αργού πετρελαίου. Επομένως το ανωτέρω νομοθέτημα έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, αφού καλύπτει μόνον τις περιπτώσεις ρύπανσης από πετρέλαιο που μεταφέρεται χύδην ως εμπορεύσιμο φορτίο από πλοία και δεν καταλαμβάνει τις περιπτώσεις διαρροής πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για την κίνηση του πλοίου (ΤριμΕφΠειρ. 85/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 127/2009, ΕΝαυτΔ 2009/429 = ΕΕμπΔ 2010/691, ΕφΠειρ. 133/2008, ΕΕμπΔ 2009/107 = ΕΝαυτΔ 2008/221 = ΠειρΝ 2009/194, ΕφΠειρ. 103/2004, ΠειρΝ 2004/188 = ΕΝαυτΔ 2004/49, Αντ. Αντάπαση, Ζητήματα από την ανέλκυση ναυαγίου πλοίου και τον περιορισμός της ευθύνης του κυρίου αυτού, γνμδ, σε ΔΕΕ 1996/220 επομ., βλ. και ΟλΑΠ 23/2006, ΝοΒ 2007/666 και 1797). Ακολούθως, για την αντιμετώπιση της ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος από πετρέλαιο που διαρρέει από πλοίο που το χρησιμοποιεί για την κίνησή του ως καύσιμο και µετά από πενταετή προεργασία της Νοµικής Επιτροπής, συνήφθη το Μάρτιο του 2001 υπό την αιγίδα του Ναυτιλιακού οργανισµού (ΙΜΟ),  η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης [International Convention of Civil Liability for Bunker Oil Pollution Damage, BUNKER Convention]. Με το άρθρο 3 ιδρύεται ευθύνη του πλοιοκτήτη, αποδεσμευμένη από την ανάγκη συνδρομής των στοιχείων του παρανόμου και της υπαιτιότητας (ευθύνη από διακινδύνευση), για την αποκατάσταση κάθε ζημίας σε ιδιωτικά μόνον έννομα αγαθά, περιουσιακά και μη, όπως η ανθρώπινη υγεία. Η ευθύνη αυτή είναι μάλιστα αποκλειστική υπό την έννοια ότι αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραγωγής της ο πλοιοκτήτης δεν υπέχει ευθύνη θεμελιωμένη σε άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις (Χ. Χασάπης/Τ. Κοσμίδης, σε Ν. Φαραντούρη/Τ. Κοσμίδη [επιμ.[ Δίκαιο Υδρογονανθράκων, 2015, σελ. 481) (ΤρΕφΠειρ 350/2021 δημ. σε ιστοσελίδα ΕφΠειραιώς). Τη Διεθνή αυτή Σύµβαση κύρωσε n Ελλάδα με το νόµο 3393/2005. Η Σύµβαση και το Παράρτημα αυτής τέθηκαν σε εφαρμογή  με την πλήρωση των προϋποθέσεων που περιέχονται στο άρθρο 14 της σύμβασης κατά το οποίο ρυθµίζεται πότε αυτή θα τεθεί διεθνώς σε ισχύ (άρθρο 9 κυρωτικού νόµου). Επομένως ο Ν. 3393/2005 δεν εφαρμόζεται σε συμβάντα θαλάσσιας ρύπανσης προγενέστερα της 21ης.11.2008, οπότε τέθηκε σε ισχύ η ως άνω Διεθνής Σύμβαση (Ι. Κοροτζής, Η ευθύνη προς αποζημίωση για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου του 2001, σε Δνη 2008/1293 επομ.). Ως προς το πεδίο εφαρμογής της η σύμβαση στο άρθρο 2 αυτής δεν απομακρύνθηκε από τη ρύθμιση του αντίστοιχου άρθρου ΙΙ της CLC. Εφαρµόζεται αποκλειστικά στη ζημία από ρύπανση n οποία προκαλείται στο έδαφος, στα χωρικά ύδατα και στην αποκλειστική οικονομική ζώνη του κράτους μέλους, καθώς και σε ζημία που προκλήθηκε από τη λήψη προληπτικών μέτρων που λαμβάνονται οπουδήποτε για να προλάβουν ή να ελαχιστοποιήσουν τη ρύπανση στις πιο πάνω περιοχές. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Σύµβαση έχει εφαρµογή και όταν ο τόπος επέλευσης του περιστατικού γίνεται έξω από αυτές τις περιοχές όταν Π.χ. n σύγκρουση πλοίων επέρχεται στην ανοικτή θάλασσα, αλλά η πετρελαιοκηλίδα που προκλήθηκε από τη σύγκρουση και οι ζημιογόνες συνέπειες της επέρχονται στο έδαφος, στα χωρικά ύδατα n στην αποκλειστική οικονομική ζώνη του κράτους-µέλους. Το σύστηµα της ευθύνης κατά το άρθρο 3 της Σύµβασης δεν καθιερώνει δύο επίπεδα ευθύνης, όπως η Συµβαση CLC για την ευθύνη από ρύπανση πετρελαίου-φορτίου και η Σύµβαση HNS για την ευθύνη από ρύπανση σε σχέση µε τη µεταφορά επικίνδυνων και επιβλαβών ουσιών. Καθιερώνει µόνον ένα επίπεδο, καθιστώντας υπεύθυνο τον πλοιοκτητη. Η ευθύνη αυτή είναι αντικειµενική (“strict Iiabilitγ”). Εκείνος ο οποίος ζηµιώνεται από τη ρύπανση δε χρειάζεται να επικαλεστεί υπαιτιότητα του πλοιοκτήτη. Απαλλάσσεται, µόνο αν ισχυρισθεί και αποδείξει ότι n ζηµία από τη ρύπανση οφείλεται σε ορισµένους λόγους που κείνται στο χώρο της ανώτερης βίας και των τυχερών (πράξη πολέμου, απρόβλεπτο και ακαταμάχητο φαινόμενο, δόλια πράξη τρίτου ή του παθόντος,  παράνοµη ή υπαίτια πράξη Κράτους κλπ.). Περαιτέρω και σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 3393/2005 περί υποχρεωτικής ασφάλισης : “1. Ο εγγεγραμμένος στο νηολόγιο κύριος πλοίου, το οποίο έχει ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1000 κοχ και έχει νηολογηθεί σε Κράτος Μέρος, θα υποχρεούται να διατηρεί ασφάλιση ή άλλη χρηματική ασφάλεια, όπως εγγύηση τράπεζας ή συναφούς χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, για την κάλυψη της ευθύνης του εγγεγραμμένου στο νηολόγιο κυρίου για ζημία από ρύπανση που ανέρχεται σε ποσό ισοδύναμο με τα όρια της ευθύνης σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό ή διεθνές καθεστώς περιορισμού, αλλά σε κάθε περίπτωση (σε ποσό) που δεν υπερβαίνει το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με τη Σύμβαση για τον Περιορισμό της Ευθύνης για Ναυτικές Απαιτήσεις, 1976, όπως έχει τροποποιηθεί”. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 10 του προαναφερόμενου άρθρου “Οποιαδήποτε απαίτηση για αποζημίωση συνεπεία ζημίας από ρύπανση μπορεί να εγερθεί απευθείας κατά του ασφαλιστή ή άλλου προσώπου που παρέχει χρηματική ασφάλεια για την ευθύνη του εγγεγραμμένου στο νηολόγιο κυρίου συνεπεία ζημίας από ρύπανση. Στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος μπορεί να επικαλεσθεί τις ενστάσεις (εκτός από την πτώχευση ή τη θέση σε εκκαθάριση του πλοιοκτήτη), τις οποίες θα δικαιούτο να επικαλεσθεί ο πλοιοκτήτης, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 6. Επιπρόσθετα, ακόμη κι αν ο πλοιοκτήτης δε δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 6, ο εναγόμενος μπορεί να περιορίσει την ευθύνη σε ένα ποσό ίσο με το ποσό της ασφάλισης ή άλλης χρηματικής ασφάλειας που απαιτείται να διατηρηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1. Επιπλέον, ο εναγόμενος μπορεί να επικαλεσθεί την ένσταση ότι η ζημία από ρύπανση προήλθε από εκ προθέσεως παράπτωμα του πλοιοκτήτη, αλλά ο εναγόμενος δεν θα δικαιούται να επικαλεσθεί οποιαδήποτε άλλη ένσταση, την οποία θα μπορούσε να επικαλεσθεί σε περίπτωση άσκησης αγωγής από τον πλοιοκτήτη κατά του εναγομένου. Ο εναγόμενος θα έχει σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να απαιτήσει από τον πλοιοκτήτη να καταστεί ομόδικός του”.  Ο θεσμός της υποχρεωτικής ασφάλισης της ευθύνης του πλοιοκτήτη ή παροχής εγγύησης σε σχεση με την ευθυνη αυτή εχει καθιερωθεί σε πολλές νέες Διεθνείς Συµβάσεις, υπάρχει δε τάση καθιέρωσης της και σε άλλα πεδία ευθύνης του οφειλέτη (λ.χ ν. 2932/2001 για πλοιοκτήτη ακτοπλοϊκου πλοίου και ν. 2743/199 περί σκαφών αναψυχής). Από τα προαναφερόμενα επομένως προκύπτει ότι καίτοι n ευθύνη προς αποζηµίωση από πετρέλαιο κίνησης κατά τη Σύµβαση βαρύνει πλειάδα προσώπων, n υποχρέωση ασφάλισης ή παροχής χρηματικής ασφάλειας, βαρύνει µόνο τον εγγεγραµµένο στο νηολόγιο. Η δέκατη παράγραφος του άρθρου 7 καθιερώνει ευθεία αγωγή του προσώπου που ζημιώθηκε από ρύπανση πετρελαίου κίνησης κατά του ασφαλιστή ή του προσώπου που παρέχει χρηματική εξαφάλιση. Το δικαίωμα αυτό παρέχεται ανεξάρτητα από το αν ο πλοιοκτήτης είναι αξιόχρεος ή όχι, αν κηρύχθηκε σε πτώχευση ή τελεί υπό εκκαθάριση ή αν δεν τηρεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις (παρ. 6). Ο ασφαλιστής και το πρόσωπο που παρέχει χρηματική  εξασφάλιση όμως διαθέτουν κατά τα λοιπά τις άμυνες και τις ενστάσεις του πλοιοκτήτη, μπορούν δε εξάλλου να ασκήσουν το δικαίωμα του περιορισμού της ευθύνης ακόμη και αν ο Πλοιοκτήτης έχει αποστερηθεί τούτου. Εάν n ρύπανση προήλθε από ηθελημένη κακή διαχείριση του πλοιοκτήτη, μπορούν επίσης να προβάλουν τη σχετική ένσταση προς απαλλαγή τους από την ευθύνn. Στερούνται όμως των ενστάσεων που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση ή τη σύμβαση με την οποία παρείχαν ασφάλεια, τις οποίες θα μπορούσαν να προβάλουν κατά του πλοιοκτήτη, εάν ο τελευταίος τους είχε εναγάγει, δηλαδή τις λεγόμενες policy defences λχ αυτές που έχουν βάση τις ψευδείς δηλώσεις του ασφαλισμένου ή την παραβίαση της υποχρέωσης καλής πίστης από αυτόν (Ι. Κοροτζής, Η ευθύνη προς αποζημίωση για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου του 2001, σε Δνη 2008/1293 επομ.).

Από τη με αριθμό ……./09.12.2021 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συµβολαιογράφου Λέρου …….. του ιδιωτικού υπαλλήλου και κατοίκου Λέρου ………, που ελήφθη µε επιµέλεια της ενάγουσας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των άρθρων 421επ του ΚΠολΔ και κατόπιν νόµιµης κλήτευσης της εναγοµένης, σύμφωνα με τη με αριθμό …./…/06-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης …………., από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς στα οποία περιλαμβάνεται και η με αριθμό 521 από 07-12-2021 τεχνική έκθεση του ναυπηγού-µηχανολόγου ……….. και οι προσκομιζόμενες φωτογραφικές απεικονίσεις,  αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: η ενάγουσα είναι ανώνυµη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στον χώρο της ναυτιλίας και ειδίκότερα ασχολείται µε τον ελλιµενισµό σκαφών και την παροχή εν γένει υπηρεσιών, όπως την ανέλκυση, καθέλκυση, επισκευή και συντήρηση σκαφών, στην περιοχή της Μαρίνας Λέρου Δωδεκανήσου. Παράλληλα αυτή παρέχει και υπηρεσίες για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, όπως αντιρρυπαντικές δράσεις στην ίδια ως άνω περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό της δραστηριότητάς της, η ενάγουσα έλαβε την 03η.07.2019 εντολή να προχωρήσει στην καθέλκυση του σκάφους αναψυχής µε την επωνυµία «ΤΑ», υπό σηµαία Ολλανδίας, µε αριθµό νηολογίου Άµστερνταµ …………, συνολικού µήκους 2.165 εκ., πλάτους 510 εκ., βυθίσµατος 168 εκ., ιδιοκτησίας του …………, Βέλγου υπηκόου, το οποίο ο τελευταίος είχε ασφαλίσει στην εναγόµενη ασφαλιστική εταιρεία με το με αριθμό ………. Ασφαλιστήριο Συµβόλαιο Πλοίων και Σκαφών Αναψυχής, για κάλυψη της αστικής ευθύνης του έναντι τρίτων, µε ηµεροµηνία έναρξης της ασφαλιστικής κάλυψης την 29η.05.2019 και ηµεροµηνία λήξης την 29η.05.2020. Σύμφωνα με τον ενόρκως βεβαιώσαντα …….., κατά πάγια πρακτική, επειδή το συγκεκριμένο σκάφος ήταν ξύλινο, έπρεπε να μείνει αρκετές ώρες στη θάλασσα προκειμένου να διασταλούν όλα τα ξύλινα μέρη του. Την 4η lουλίου 2019 οπότε και εκκινήθηκε η διαδικασία καθέλκυσης, ο ιδιοκτήτης του σκάφους ειδοποίησε τους υπεύθυνους της ενάγουσας, οι οποίοι βρίσκονταν στο σηµείο, ότι κατά τη διάρκεια της καθέλκυσης παρατήρησε εισροή υδάτων στο σκάφος, και, με δική του πρωτοβουλία έθεσε σε λειτουργία τις αντλίες νερού, προκειµένου να βγάλει τα νερά από το σκάφος. Ωστόσο, µαζί µε τα νερά διέρρευσαν και πετρελαιοειδή απόβλητα στη θάλασσα, προκαλώντας ρύπανση στον χώρο της διπλής νηοδόχου της Μαρίνας Λέρου Δωδεκανήσου. Αµέσως µόλις έγινε αντιληπτή η παραπάνω διαρροή πετρελαιοειδών, οµάδα αντιµετώπισης αντιρρύπανσης της Μαρίνας Λέρου έδωσε εντολή στον ιδιοκτήτη του σκάφους να κλείσει τις αντλίες του και παράλληλα τοποθέτησε απορροφητικά φράγµατα, ώστε να µη διαφύγουν ποσότητες πετρελαιοειδών αποβλήτων εκτός της νηοδόχου. Η ενάγουσα ενηµέρωσε άµεσα το αρµόδιο Λιµεναρχείο Λέρου και την Εισαγγελία Πληµµελειοδικών Κω σύμφωνα με τη με αριθμό …../04.07.2019 ενηµέρωση και στη συνέχεια αυτή (η ενάγουσα) προέβη σε συνεργασία µε τους συµβούλους της σε θέµατα προστασίας περιβάλλοντος, ήτοι την εταιρεία µε την επωνυµία «……………», στην ενεργοποίηση του Σχεδίου Αντιµετώπισης Θαλάσσιας Ρύπανσης, το οποίο είναι εγκεκριµένο από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, σύμφωνα α) με τη με αριθμό  531.1-3/12/20-02-2012 Έγκριση Σχεδίου Έκτακτης Ανάγκης Αντιµετώπισης Θαλάσσιας Ρύπανσης Λιµενικής Εγκατάστασης «…………..» του Αρχηγείου του Λιµενικού Σώµατος, καθώς και β) τη με αριθμό 2262.2/1314/05.07.2021 Έγκριση νέου αναθεωρηµένου Σχεδίου Έκτακτης Ανάγκης Αντιµετώπισης Θαλάσσιας Ρύπανσης Λιµενικής Εγκατάστασης «………………..» της Λιµενικής Αρχής Λέρου. Ειδικότερα προέβη µε δικά της έξοδα σε όλες τις αντιρρυπαντικές δράσεις κι ενέργειες προκειµένου να αποφευχθεί περαιτέρω διαρροή πετρελαιοειδών και ακόµη επιβλαβέστερη και εκτενέστερη θαλάσσια ρύπανση, δηλαδή προέβη σε τοποθέτηση απορροφητικών υλικών, προκειµένου να συλλεγούν οι ρύποι και να απορρυπανθεί η περιοχή. Όπως αποδεικνύεται από το με αριθμό 18α προσκομιζόμενο σχετικό η μπαγκαζιέρα στην οποία βρίσκονταν αποθηκευμένα όλα τα απαραίτητα υλικά απορρύπανσης μεταφέρθηκε κοντά στην περιοχή του περιστατικού. Ακολούθησε πόντιση πλωτού φράγµατος µήκους 150 µέτρων μετά την ολοκλήρωση της οποίας η εφεσίβλητη με ένα από τα ταχύπλοα σκάφη της προχώρησε στην αγκύρωση του προαναφερόμενου πλωτού φράγματος, για τη σταθεροποίηση του έναντι των καιρικών συνθηκών. Στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν όλα τα απορροφητικά υλικά που είχαν νωρίτερα τοποθετηθεί με νέα, τα οποία παρέμειναν στην περιοχή και μετά την ανέλκυση του σκάφου Α, ενώ αργότερα για την περισυλλογή τους χρησιμοποιήθηκε ειδική συσκευή άντλησης πετρελαιοειδών (skimmer).  Μετά ταύτα, η ενάγουσα, µε τις από 16-09-2019 και 27-09-2019 επιστολές της, στην ελληνική και  αγγλικη γλωσσα, ενηµερωσε τόσο τον πλοιοκτήτη όσο και την ήδη εκκαλούσα ασφαλιστική του για τα έξοδα που πραγµατοποίησε για την αντιµετώπιση της προκληθείσας ρύπανσης. Μάλιστα επισύναψε όλες τις ενέργειες και τις χρεώσεις στις οποίες προέβη, το ύψος των οποίων ανέρχεται συνολικά σε 18.536 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ εκ ποσοστού 17% (ήτοι συνολικά 21.687,12 ευρώ) και αφορά αναλυτικά σε πρόσληψη εµπείρων µελών της Οµάδας Αντιρρυπαντικής δράσης, λειτουργία ταχύπλοων σκαφών, πόντιση πλωτών φραγµάτων, χρήση εξοπλισµού απορρύπανσης και αντιρρύπανσης, λειτουργία αυτοκινήτων για τη µετακίνηση του απασχοληθέντος προσωπικού και σίτιση αυτού κατά τις ηµεροµηνίες 4 και 5 lουλίου 2019 (βλ. σχετική ανάλυση σε σχετ. 21). Οι χρεώσεις δε του επίδικου έργου υπολογίστηκαν µε βάση με τις αποφάσεις του Υπουργού ναυτιλίας για την αποζημίωση για εργασίες κατά της ρύπανσης (φεκ β 1815/2006 και β 1811/2015) ενώ ο τιµοκατάλογός υπηρεσιών της είναι γνωστός και καθιερωµένος στη ναυτιλιακή αγορά, και θεωρείται εύλογος µε βάση τις ειθισµένες τιµές κόστους των αντίστοιχων υπηρεσιών σε συνδυασµό µε τα θετικά αποτελέσµατα που επιτεύχθησαν. Επειδή το παραπάνω ποσό δεν της καταβλήθηκε, η ενάγουσα απέστειλε στην ήδη εκκαλούσα στις 05-03-2021 εξώδικη δήλωσή της, µε την οποία την ενηµέρωνε εκ νέου περί των ως άνω διαλειφθέντων και την καλούσε να της καταβάλει το ποσό που δαπάνησε για την αντιµετώπιση της θαλάσσιας ρύπανσης που προκλήθηκε από το ασφαλισµένο σκάφος της, η τελευταία ωστόσο της απάντησε µε την από 01.06.2021 εξώδικη δήλωσή της ότι αρνείται κάθε ευθύνη της και ότι σε κάθε περίπτωση το αληθές ύψος της αποζηµίωσης που οφείλει, ανέρχεται σε 3.074 ευρώ. Τον ισχυρισμό της αυτόν που πρότεινε και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επαναφέρει εδώ η εκκαλούσα με τους συναφείς δύο πρώτους λόγους εφέσεως, σύμφωνα με τους οποίους αφενός η επίδικη ρύπανση θα είχε αποφευχθεί, άλλως θα είχε σηµαντικά περιοριστεί, αν πριν ή κατά τη διάρκεια της καθέλκυσης οι νόµιµοι εκπρόσωποι ή οι προστηθέντες της ενάγουσας προέβαιναν σε έλεγχο και καθαρισµό σεντινών του σκάφους από υπολείµµατα πετρελαιοειδών και εάν  παρακολουθούσαν συνεχώς τους υδατοσυλλέτες (σεντινών), ώστε να επέµβουν, άμεσα εάν διαπίστωναν εισροή νερού και αφετέρου ότι σύμφωνα με το με αριθμό ……./30.6.2021 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Κω η δικογραφία ετέθη στο αρχείο, διότι η οποία απόρριψη πετρελαιοειδών δεν δημιούργησε ρύπανση στο θαλάσσιο περιβάλλον, καθόσον δεν άφησε ίχνη μετρήσιμα με εμφανή αλλοίωση του, όπως διαπιστώθηκε από αυτοψία της λιμενικής αρχής. Περαιτέρω ισχυρίζεται.  όπως προαναφέρθηκε, η εκκαλούσα ότι σε κάθε περίπτωση οι αντιρρυπαντικές δαπάνες δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ποσό των 3.074 ευρώ όπως αυτό προσδιορίζεται στην τεχνική της έκθεση, διότι η οποία διαρροή ήταν μικρής έκτασης, περιορίστηκε άμεσα και  δεν υπήρξαν μόνιμες επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον. Επί των δύο πρώτων συναφών λόγων εφέσεων πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα : όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη ο εναγόμενος ασφαλιστής μπορεί να προτείνει μόνο την ένσταση απαλλαγής από την ευθύνη λόγω ηθελημένης κακής διαχείρισης του πλοιοκτήτη και στερείται των ενστάσεων που απορρέουν από την ασφαλιστική σχέση όπως το οικείο πταίσμα εξ αμελείας λόγω μη τήρησης της επιμέλειας στις συναλλαγές (άρθρα 300 και 330 του ΑΚ). Μόνο κατά του ασφαλισμένου της θα μπορούσε η εκκαλούσα να προτείνει ότι δεν υπέχει υποχρέωση αποζημίωσης του, διότι αυτός παραβίασε τις ασφαλιστικές του υποχρεώσεις, καθόσον δεν προέβη, ως επιμελής και συνετός ασφαλισμένος, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, στον περιορισμό της ζημίας του. Επομένως μη νομίμως προβάλλεται ο ισχυρισμός περί οικείου πταίσματος κατά της εργολήπτριας και ο πρώτος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επιπλέον η εναγόµενη ευθύνεται για τις συνέπειες της ως άνω προκληθείσας ρύπανσης αυτοτελώς, όπως προαναφέρθηκε, σύµφωνα µε το άρθρο 7 παρ. 10 της Σύµβασης δεδοµένου ότι είχε ασφαλίσει το επίδικο σκάφος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων, στην οποία περιλαµβάνονται και τα έξοδα δηλαδή οι υλικές ζημίες που προκύπτουν από όποια απόπειρα ανελκύσεως ή πραγματική ανέλκυση  του ασφαλισμένου σκάφους (παρ. 11.1.4) δηλαδή και οι αντιρρυπαντικές δαπάνες στις οποίες προέβη η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη, για τις οποίες μάλιστα αυτή ενημέρωσε  άμεσα με το άρθρο 13 του με αριθμό 21.128150 ασφαλιστηρίου την εκκαλούσα. Συνεπώς, έχει επέλθει ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος της θαλάσσιας ρύπανσης από την δραστηριότητα του ασφαλισμένου σκάφους, εξαιτίας της απόρριψης πετρελαιοειδών κατόπιν ενεργοποίησης των αυτόματων αντλιών απόρριψης υδατοσυλλεκτών του σκάφους ενώ αυτό βρισκόταν εντός της νηοδόχου. Ο πλοιοκτήτης του σκάφους ο οποίος ευθύνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του Ν. 743/1977 όπως κωδικοποιήθηκαν με το π.δ.55/1998, για τη λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος από τον κίνδυνο της περιβαλλοντικής ζημίας, όφειλε να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, που επήλθε και στα πλαίσια των ενεργειών αυτών έλαβαν χώρα οι προεκτιθέμενες αναγκαίες ενέργειες απορρύπανσης και αντιρρύπανσης της θαλάσσιας περιοχής, που έλαβε χώρα το συμβάν, από την ενάγουσα εταιρεία, βάσει σύμβασης έργου, που είχε με τον πλοιοκτήτη του ρυπογόνου  σκάφους. Άρα οι δαπάνες της ενάγουσας για την αποτροπή και εξουδετέρωση της ρύπανσης καλύπτονται ασφαλιστικά, αφού συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προβλεπόμενες στο ασφαλιστήριο, προϋποθέσεις. Και τούτο διότι ότι η παράλειψη εύλογων προφυλάξεων προς αποφυγή της ρύπανσης, συνιστά ρητή προϋπόθεση της κρινόμενης ασφαλιστικής κάλυψης, που σημαίνει ότι ο ασφαλισμένος υποχρεούνταν να λάβει, όπως και έλαβε δια της εργολήπτριας ενάγουσας, όλα τα αναγκαία μέτρα, όχι μόνο για την αντιμετώπιση της επελθούσας ρύπανσης αλλά και για τον περιορισμό της και την αποτροπή διαρροής άλλων τυχόν καυσίμων που υπήρχαν στις δεξαμενές του σκάφους.  Επομένως, συμπεριλαμβάνονται στην ασφαλιστική κάλυψη και οι εύλογες δαπάνες, που πραγματοποιήθηκαν για την αποτροπή μείζονος θαλάσσιας ρύπανσης. Εξάλλου, με βάση τα συναλλακτικά ήθη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η λήψη μέτρων για την πρόληψη της ρύπανσης αποτελεί το έλασσον έναντι του μείζονος, που συνίσταται στην αποζημίωση των δαπανών, που απαιτούνται για την άρση των συνεπειών από την ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, που έχει επέλθει. Στην αντίθετη περίπτωση ο ασφαλισμένος θα επέλεγε να προκληθεί η θαλάσσια ρύπανση, προκειμένου να αποφύγει το κόστος των μέτρων αποτροπής της, που θα τον επιβάρυναν, συνάμα όμως, δια της παραλείψεως συμμόρφωσης του στις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, δεν θα δικαιούνταν την ασφαλιστική αποζημίωση, καθισταμένης της σχετικής ασφαλιστικής κάλυψης άνευ αντικειμένου. Επομένως και ο δεύτερος λόγος εφέσεως με τον οποίο ουσιαστικά η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι καλύπτει ασφαλιστικά μόνο τις αναγκαίες δαπάνες για την αντιμετώπιση της ελάχιστης ρύπανσης και ότι ως προς τις λοιπές δαπάνες της ενάγουσας που είναι προληπτικές ότι δεν επήλθε ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος, εφόσον δεν προκλήθηκε καμία θαλάσσια ρύπανση, οι δε ενέργειες της ενάγουσας εταιρείας δεν ήταν απορρύπανσης, αλλά είχαν προληπτικό χαρακτήρα και δεν καλύπτονται κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι υφίσταται επέλευση του ασφαλιστέου κινδύνου και επιδίκασε το ποσό των 18.536 ευρώ, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ) ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος λόγοι της έφεσης της, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να απορριφθούν κατ’ουσίαν.

Παράλληλα με τη ζημία είναι δυνατό το ίδιο το γεγονός που την προκάλεσε να έχει ως αποτέλεσμα και ορισμένες ωφέλειες για το ζημιωθέντα. Κατά κανόνα τα κέρδη πρέπει να συνυπολογίζονται στις ζημίες αλλά γίνονται δεκτές και εξαιρέσεις μη συνυπολογιστέων κερδών, ώστε να αποφεύγονται ορισμένες αδικίες. Το κριτήριο που επικράτησε για την επίτευξη του περιορισμού αυτού στο συνυπολογισμό των κερδών είναι η πρόσφορη αιτιότητα και κατά την νομολογία ο αιτιώδης σύνδεσμος. Τελικά το αποφασιστικό κριτήριο για το συνυπολογισμό ζημίας και κέρδους του ζημιωθέντος (compensation lucre cum damno), είναι αν η παροχή από την οποία προέρχεται το κέρδος, είτε αυτό στηρίζεται στο νόμο είτε στη σύμβαση, εξυπηρετεί ίδιο σκοπό. Όταν το κέρδος είναι άμεση συνέπεια του ζημιογόνου γεγονότος, για την οποία δε μεσολάβησε δραστηριότητα του ζημιωθέντος ή τρίτου, αλλά το πολύ, περαιτέρω, ενέργεια του ζημιώσαντος, τότε, δεν επιδιώκεται αυτοτελής σκοπός, ανεξάρτητος απ’ εκείνον του δικαίου της αποζημίωσης. Εδώ, επομένως, πρόκειται για κέρδος, που αφαιρείται από τη ζημία (υπολείμματα αγαθού, εξοικονόμηση δαπανών κλπ). Αντίθετα, αν η ωφέλεια στηρίζεται σε αυτοτελή παροχή, με την οποία επιδιώκεται ίδιος σκοπός, τότε δε θα συνυπολογισθεί στη ζημία, δεδομένου ότι αποτελεί αυτοτελή λόγο κτήσης που προβλέπεται υπέρ του ζημιωθέντος. Αυτοτελείς λόγοι κτήσης είναι βασικά τρεις α) η δραστηριότητα αυτού του ζημιωθέντος και μάλιστα η αυτόνομη και όχι εκείνη που είναι συνέπεια της υποχρέωσής του να περιορίσει την έκταση της ζημίας του, β) η οικειοθελής ή υποχρεωτική, βάσει νόμου ή συμβάσεως, παροχή τρίτου, που αποβλέπει στην ενίσχυση του ζημιωθέντος και γ) παροχή με απευθείας διάταξη νόμου που αναγνωρίζει στο ζημιωθέντα την ωφέλεια ανεξάρτητα και παράλληλα, άρα και σωρευτικά με τη ζημία (βλ. Αστικός Κώδικας, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, 1979, τόμος 2ος, σελ. 90). Αυτοτελής λόγος ωφέλειας είναι, μεταξύ των άλλων, τα κέρδη από αυτόνομες ενέργειες του ζημιωθέντος, δηλαδή νόμιμος λόγος κτήσης της ωφέλειας που στηρίζεται στην αυτόνομη δραστηριότητα του ζημιωθέντος και ουσιαστικά ενέργειες που πηγάζουν από την ελευθερία δράσης του ατόμου. Τα οφέλη από τη δραστηριότητα πρέπει να αποβαίνουν υπέρ του φορέα της, ενώ το ότι ενδεχομένως μπορούσε να προβλεφθεί πως κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων τα οφέλη θα είχαν επέλθει (αφού κάθε επιμελής και συνετός άνθρωπος φροντίζει να αυξήσει τις προσπάθειές του, όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση), δεν έχει σημασία. Αυτόνομη ουσιαστικά δραστηριότητα είναι εκείνη που αποτελεί ελεύθερη επιλογή του ατόμου και εμπίπτει στην απόλυτη διακριτική του ευχέρεια, οπότε είναι τελολογικά άσχετη με το δίκαιο της αποζημίωσης και τους σκοπούς που επιτελεί, ξεπερνώντας το βάρος που επιβάλλει η ΑΚ 300 § 1 εδ. β` και αποκόπτοντας το σύνδεσμο του οφέλους με το ζημιογόνο γεγονός. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο ζημιώσας δεν μπορεί να αντιτάξει ότι το μέγεθος της ζημίας θα ήταν μικρότερο στην περίπτωση που ο ζημιωθείς είχε αναλάβει μια τέτοια πρόσθετη δραστηριότητα, προκειμένου να περιορίσει τη ζημία του. Αντίθετη λύση δεν θα συμβάδιζε με τους κανόνες που επιτάσσει η καλή πίστη, αφού θα οδηγούσε στο παράδοξο αποτέλεσμα να ωφελείται ο ζημιώσας από το γεγονός ότι ο ζημιωθείς υπήρξε επιμελής και προνοητικός στο να άρει με την ανάληψη αυτόνομης δραστηριότητάς του τις συνέπειες του ζημιογόνου γεγονότος. Γι’ αυτό και σε μια τέτοια περίπτωση το επιτευχθέν κέρδος αποτελεί επί της ουσίας το αντιστάθμισμα της αναληφθείσας δραστηριότητας και παραμένει οριστικά μαζί με την αξίωση αποζημίωσης στην περιουσία του ζημιωθέντος. Όμως δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι σκοπός του δικαίου της αποζημίωσης (και αυτός καθορίζεται από το σκοπό της διατάξεως που καθιερώνει το λόγο ευθύνης προς αποζημίωση) είναι να αποκατασταθεί πλήρως, αλλά και μόνη η ζημία του ζημιωθέντος, άρα όχι να πλουτίσει αυτός. Άρα η κρατούσα γνώμη δέχεται ότι ο συνυπολογισμός αποτελεί τον κανόνα και εφαρμογή των γενικών κανόνων του δικαίου της αποζημίωσης, όχι εξαίρεση αυτών (Σταθόπουλος σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου άρθρα 297-298, 87επ.).

Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα προσβάλει το κεφάλαιο του ΦΠΑ που αυτή υποχρεώνεται να καταβάλει με την εκκαλουμένη και μάλιστα εντόκως όταν θα εκδοθούν τα σχετικά φορολογικά στοιχεία. Προβάλει δηλαδή ισχυρισμό περί συνυπολογισμού κέρδους ζημίας στην αναζήτηση του αναλογούντος ΦΠΑ στις απορρυπαντικές δαπάνες, αφού το ποσό αυτό επί των δαπανών έχει εγγραφεί στα βιβλία της και θα συμψηφιστεί με το ΦΠΑ που έχει υποχρέωση να καταβάλει στο Δημόσιο από την εμπορική της δραστηριότητα. Ο ισχυρισμός της έχει νομικό έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 15 (παρ. 1) του Ν. 2836/2000 (Φ.Ε.Κ. 168, τ. Α`), που ισχύει για αποζημιώσεις που λαμβάνονται από 1-1-2000, με το οποίο αντικαταστάθηκε το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 26 του Ν. 1642/1986, και ορίσθηκε ότι δεν ενεργείται διακανονισμός εκπτώσεων στις περιπτώσεις καταστροφής, απώλειας ή κλοπής που αποδεικνύονται ή δικαιολογούνται με νόμιμα παραστατικά ακόμη και στην περίπτωση που η επιχείρηση εισπράττει αποζημίωση προς αναπλήρωση της αξίας των καταστραφέντων, απολεσθέντων ή κλαπέντων αγαθών της, εμπορευσίμων ή επενδυτικών, αποζημίωση η οποία θεωρείται εκροή χωρίς φόρο και χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, σε συνδυασμό με το άρθρο 300 του ΑΚ και σε συνδυασμό με την με αριθμό 1092542/ 5473/ 691/ 0014/ ΠΟΛ 1071/25.2.2002 του Υπουργού Οικονομικών περί οδηγιών συμπλήρωσης περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ.  Η εφεσίβλητη ενάγουσα υποχρεούται σε περιοδική δήλωση ΦΠΑ, και έτσι ενεργοποιείται, διά της αντιπαράθεσης εσόδων εξόδων, ο μηχανισμός συμψηφισμού, ο οποίος, γίνεται αυτεπάγγελτα από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Το δικαίωμα προς έκπτωση του ΦΠΑ συνιστά, ως αναπόσπαστο τμήμα του μηχανισμού του ΦΠΑ, θεμελιώδη αρχή εγγενή στο κοινό σύστημα ΦΠΑ και δεν μπορεί καταρχήν να περιοριστεί, ενώ η έκπτωση του φόρου ενεργείται με βάση τις υποβαλλόμενες δηλώσεις ΦΠΑ, υπόκειται σε τελικό διακανονισμό σύμφωνα με τα συνολικά στοιχεία της διαχειριστικής περιόδου (άρθρο 33 Ν. 2859/2000). Και, ναι, μεν ο ΦΠΑ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δαπάνης και της ζημίας που έχει υποστεί ο δικαιούχος της αποζημίωσης, ωστόσο, δεν είναι νόμιμο ακόμα και φορολογικά, να έχει εισπραχθεί ο ΦΠΑ για ποσό που δεν καταβλήθηκε (καταβλήθηκε και συμψηφίστηκε με το ΦΠΑ που υποχρεούται να αποδώσει) και από την άλλη η οποιαδήποτε επιχείρηση να φορολογείται για χαμηλότερο εισόδημα (φόρος εισοδήματος), αφού αν καταχωρούνταν ως έξοδο, θα εμφάνιζε επιπλέον εισόδημα και άρα θα φορολογούνταν για αυτό. Για το λόγο αυτό, ο σκοπός της αποζημίωσης είναι να αποκατασταθεί η ζημία του ζημιωθέντος και όχι να πλουτίσει, οπότε, αν η ζημία είναι μειωμένη, γιατί, παράλληλα, με αυτήν το ζημιογόνο γεγονός προκάλεσε και κέρδος, θα αποκατασταθεί η πραγματική (μειωμένη) ζημία, δηλαδή η διαφορά που θα προκύψει από την αφαίρεση του κέρδους. Ουσιαστικά δηλαδή η ωφέλεια της ενάγουσας είναι διπλή καθώς θα εισπράξει το συγκεκριμένο ποσό δύο φορές, τόσο ως έκπτωση φόρου από τη φορολογική αρχή όσο και ως αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρία. Γι’αυτό εξάλλου στην προαναφερόμενη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών αναγράφεται ότι στον κωδικό 310 αναγράφονται μεταξύ άλλων οι αποζημιώσεις που απαλλάσσονται από το ΦΠΑ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δηλαδή ο ΦΠΑ είναι ο φόρος που επιβάλλεται από το κράτος κατά την παροχή των απορρυπαντικών υπηρεσιών, ενώ επιστροφή ΦΠΑ, είναι η κατάσταση, κατά την οποία το κράτος, έπειτα από συμψηφισμό του ΦΠΑ, κατά την αντιπαράθεση εσόδων εξόδων μίας επιχείρησης, επιστρέφει το ποσό. Ως εκ τούτου, καθίσταται σαφές πως η ενάγουσα, μετά την έκδοση του αντίστοιχου τιμολογίου για παροχή υπηρεσιών θα ενεργήσει μέσα στα πλαίσια της υποχρέωσης που είχε για την παροχή αυτών και επομένως το κέρδος, ουσιαστικά, της ενάγουσας (επιστροφή ΦΠΑ) είναι άμεση συνέπεια του ζημιογόνου γεγονότος (ρύπανση), αφού με αυτό δεν επιδιώκεται αυτοτελής σκοπός, υπάρχοντος, ως εκ τούτου, αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και του οφέλους της. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η εκκαλούσα θα πρέπει να καταβάλει στην ενάγουσα και το φπα ύψους 3.151,12 ευρώ και μάλιστα εντόκως από την έκδοση των σχετικών φορολογικών στοιχείων, εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως ως ουσιαστικά βάσιμου, θα πρέπει να εξαφανιστεί μόνο ως προς το κεφάλαιο της αυτό η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει την υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) ως προς αυτό το αγωγικό κονδύλιο αλλά και ως προς τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης για το ενιαίο του τίτλου.  Επομένως  δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει, κατόπιν των προαναφερθέντων, να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν η κρινόμενη έφεση να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς το κεφάλαιο περί καταβολής ΦΠΑ, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, και ως προς το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης για το ενιαίο του τίτλου. Κατά τα λοιπά η κρινόμενη αγωγή που έχει έρεισμα στο άρθρο 7 παρ. 10 του ν. 3393/2005 και στις λοιπές αναφερόμενες στην εκκαλουμένη διατάξεις, πρέπει, όπως και πρωτοδίκως, να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος στην ουσία της, και να υποχρεωθεί η εναγομένη εκκαλούσα να καταβάλει στην εφεσίβλητη ενάγουσα το ποσό των 18.536 ευρώ εντόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επειδή το ένδικο μέσο γίνεται δεκτό κατ’ουσίαν έστω και κατά ένα μέρος θα πρέπει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου εφέσεως στην εκκαλούσα. Τέλος μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα επιβληθεί στην εκκαλούσα εναγομένη λόγω της ήττας της κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 183, 178 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 17.5.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2023 και προσδιορισμού ………./2023 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1064/2023 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών κατά την τακτική διαδικασία επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 αγωγής

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ΄ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του με αριθμό …………./2023  ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως ποσού 100 ευρώ που αυτή κατέβαλε κατά την άσκηση της εφέσεως

Εξαφανίζει τη με αριθμό 1064/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα κεφάλαια που αναγράφονται στο σκεπτικό.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό …………./2021 αγωγή

Υποχρεώνει  την εναγομένη σε αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα έξι ευρώ (18.536) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσας εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης ενάγουσας το οποίο ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    20 Ιουνίου  2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ