ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
2ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός Απόφασης 434/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Μαριάννα Μπέη, Εφέτη- Εισηγήτρια, που ορίστηκαν απ’ τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ……….., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Φώτιου Σαμαρά του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ ……….) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο ………. Αττικής, …………, και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Αναστασίου Ρουμελιώτη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ ….) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και 2) Της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας Γενικών Ασφαλίσεων υπό την επωνυμία «…..», που εδρεύει στην Αθήνα, ………., και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Βασιλικής Τσούρα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ ………) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η εκκαλούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 18-9-2020 με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/ ……./2020 έφεσή της κατά της 4310/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/…………/2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, όπου η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δηλώσεις κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 516 παρ. 1 ΚΠολΔ «Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά η εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ «Η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη». Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 81 παρ. 3 εδ. α` ΚΠολΔ, ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, κατά δε το άρθρο 82 εδ. γ` του ίδιου Κώδικα, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του, σαφώς προκύπτει ότι κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, δεν απευθύνεται κατ’ αρχήν η έφεση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, πλην όμως ο προσθέτως παρεμβάς, πρέπει να καλείται στη συζήτηση της έφεσης για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης και να ασκήσει τα δικαιώματα του (ΑΠ 408/2004 ΝοΒ 2005, 671, ΑΠ 227/2000 ΕλλΔ/νη 41, 972, ΑΠ 1347/1998 ΕλλΔ/νη 40, 139, ΑΠ 84/1998 και 211/1998 ΕλλΔ/νη 39, 1273, ΕφΠατρ 314/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 26/2005 Δικογρ. 2005, 296, ΕΑ 3945/2004 ΕλλΔ/νη 2005, 559, Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, τομ. I, παρ. 29 αριθ. 10). Ωστόσο, σχετικά με το ζήτημα αν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθ. 80 ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει με δικό του όνομα έννομη προστασία, και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθ. 83 ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του. Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση, η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά εκείνου που παρενέβη πρόσθετα, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος, ενώ στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, εκτός αν η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτη, οπότε η έφεση απευθύνεται μόνο κατά του υπέρ ου (ΑΠ 417/1987 ΝοΒ 1988, 910, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ I, 2η έκδοση, σελ. 798-799 ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 88 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, στην περίπτωση της πρόσθετης παρέμβασης του δικονομικού εγγυητή, εκούσιας ή μετά από προσεπίκληση, πρόκειται για απλή πρόσθετη παρέμβαση. Αν, λοιπόν, η έφεση απευθύνεται και κατά του (ομοδίκου) δικονομικού εγγυητή του αντιδίκου του εκκαλούντος, απορρίπτεται ως προς αυτόν, για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία, οπότε η έφεση, κατ’ άρθρο 517 ΚΠολΔ έπρεπε να στραφεί και κατ’ αυτού, η δε συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ του αντιδίκου του, δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα του. Η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος επέχει θέση κλήτευσής του για τη συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. γ`, 502, 517,558 και 271 ΚΠολΔ, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση (ΕφΑθ 214/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, Δ` έκδοση, παρ. 336 επ., Ν. Νίκα: Πολιτική Δικονομία, τομ. I, παρ. 29 αριθ. 10, Μιχαήλ Μαργαρίτη: Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθ. 517, σημ. 10, άρθ. 81 σημ. 8, ΑΠ 18/2008 Δ 2008, 654, ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ 2013,1115, ΕφΠατρ 401 /2009 ΑχαικΝομ 2010, 340). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 31-10-2015 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./ …./2015 αγωγή (τακτική διαδικασία) κατά της πρώτης εφεσίβλητης. Η τελευταία άσκησε ενώπιον του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου την από 12-1-2016 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2016 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της δεύτερης εφεσίβλητης, η οποία με τη σειρά της άσκησε στο αυτό Δικαστήριο την από 11-10-2016 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2017 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης εφεσίβλητης. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την υπ’ αρ. 4310/2018 οριστική απόφαση, αφού συνεκδίκασε την αγωγή, την προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε την αγωγή και την παρεμπίπτουσα αγωγή καταδικάζοντας την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης και της προσθέτως παρεμβαίνουσας και την παρεμπιπτόντως ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της παρεμπιπτόντως εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα, ηττηθείσα διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεση νομότυπα και παραδεκτά κατ’ άρ. 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και την καταβολή του σχετικού παραβόλου (e-παράβολο με αρ. ….. ….) (495 παρ. 3β ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (518 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού απ’ το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, που δημοσιεύθηκε στις 19-9-2018, η δε έφεση κατατέθηκε στις 18-9-2020, όπως προκύπτει απ’ την οικεία πράξη κατάθεσης. Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρ. 19 ΚΠολΔ), η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία όπως και πρωτοδίκως (535 ΚΠολΔ) κατά το μέρος που αφορά στην πρώτη εφεσίβλητη, αφού κατά το μέρος που αφορά στη δεύτερη εφεσίβλητη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ασφαλιστική εταιρία, που τυγχάνει δικονομική εγγυήτρια της πρώτης εφεσίβλητης – εναγόμενης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά την αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, ελλείψει έννομου συμφέροντος, καθώς η εν λόγω ασφαλιστική εταιρία δεν κατέστη αναγκαία ομόδικος της εναγομένης στην πρωτοβάθμια δίκη και συνακόλουθα δεν κατέστη διάδικος.
Με την από 31-10-2015 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2015 αγωγή της στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, εξέθεσε ότι στις 23-9-2012 και ενόσω ήταν ανήλικη, έχουσα ιστορικό χειρουργικής επέμβασης συστροφής δεξιάς ωοθήκης, στην οποία είχε υποβληθεί το 2011 στο ….. Νοσοκομείο της Πάτρας, μετέβη συνοδευόμενη απ’ τους γονείς της, με έντονο κοιλιακό άλγος στο νοσοκομείο ……., το οποίο εκμεταλλεύεται η εναγομένη, και δη στα εξωτερικά ιατρεία αυτού, όπου, αφού εξετάστηκε από το ιατρικό προσωπικό, δίχως να ληφθεί προηγουμένως το ιστορικό της, υποβλήθηκε σε εξετάσεις και της χορηγήθηκαν παυσίπονα και της συστήθηκε κατάλληλη διατροφή για αντιμετώπιση δυσκοιλιότητας, καθώς διαπιστώθηκε κάποιο πρόβλημα στο έντερο. Ότι, κατόπιν τούτου, και ενώ ο πόνος συνεχιζόταν χωρίς, όμως, να προβληματίζει τους θεράποντες ιατρούς, αποχώρησε απ’ το νοσοκομείο για την οικία της. Ότι την επόμενη ημέρα, 24-9-2012, επειδή ο πόνος συνεχιζόταν αμείωτος, βραδινές ώρες μετέβη εκ νέου με τους γονείς της στο ……., όπου το ιατρικό προσωπικό της χορήγησε και πάλι παυσίπονα και αφού της πραγματοποίησε αξονική τομογραφία, διαπίστωσε κάποιο ζήτημα στις ωοθήκες, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, για το οποίο της σύστησε εξέταση από γυναικολόγο, χωρίς να προχωρήσει σε εισαγωγή της στη γυναικολογική κλινική. Ότι κατόπιν τούτου, και ενώ ήταν ήδη μεσάνυχτα, αποχώρησε απ’ το νοσοκομείο. Ότι το πρωί της επόμενης ημέρας, επειδή ο πόνος δεν υποχωρούσε, την εξέτασε στην οικία της ένας οικογενειακός τους γιατρός, ιδιώτης, παθολόγος, ο οποίος την παρέπεμψε εσπευσμένα σε γυναικολογική κλινική, με αποτέλεσμα να μεταβεί αμέσως στο μαιευτήριο «….», όπου μετά από υπέρηχο που της πραγματοποιήθηκε, χειρουργήθηκε από παιδοχειρουργό καθώς διαπιστώθηκε ανεπαρκής αιμάτωση της δεξιάς ωοθήκης της, η οποία τελικά δεν διασώθηκε, αφού η επέμβαση έγινε καθυστερημένα, ενώ επιπλέον υπήρξε και άμεσος κίνδυνος σηψαιμίας. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά η ενάγουσα, επικαλούμενη ότι από την παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά των ιατρών του θεραπευτηρίου ……., οι οποίοι δεν έλαβαν το ιστορικό της, διενήργησαν πλημμελή ιατρικό έλεγχο, δεν διέγνωσαν και δεν αντιμετώπισαν έγκαιρα το πρόβλημα της υγείας της, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος, υπέστη ανήκεστο βλάβη στην υγεία της, καθώς απώλεσε τη δεξιά ωοθήκη της και αποτέλεσμα να έχει περιοριστεί σημαντικά η δυνατότητά της να τεκνοποιήσει, κατά τα περιγραφόμενα στο δικόγραφο, ζήτησε μετά από παραδεκτή κατ’ άρ. 223 παρ. 1, 294, 295, 297 ΚΠολΔ, τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιλήφθηκε και στις πρωτόδικες προτάσεις της, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη, ως προστήσασα το ιατρικό προσωπικό του θεραπευτηρίου ……., που επιλήφθηκε του περιστατικού, οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 350.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής της συμπεριφοράς και της προκληθείσας σ’ αυτή μόνιμης αναπηρίας, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα. Η εναγομένη επικαλούμενη ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ήταν ασφαλισμένη στην ασφαλιστική εταιρία «……» με ανώτατο όριο ευθύνης το ποσό των 750.000 ευρώ ανά περιστατικό, προσεπικάλεσε την τελευταία να παρέμβει υπέρ της στην εκκρεμούσα τότε δίκη της με την ενάγουσα, σωρεύοντας εναντίον της παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της (της παρεμπιπτόντως εναγομένης), σε περίπτωση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, να της καταβάλει (της παρεμπιπτόντως ενάγουσας) οποιοδήποτε ποσό αυτή τυχόν υποχρεούτο να καταβάλει στην ενάγουσα, πλέον τόκων και εξόδων και να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα. Τέλος, η καθ’ ης η προσεπίκληση-παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπέρ της εναγομένης, συνομολογώντας την ασφαλιστική σύμβαση που είχε συνάψει μαζί της και ζητώντας την απόρριψη της κύριας αγωγής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων σε βάρος της καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη 4310/2018 απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι ήταν αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο, συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων την αγωγή, την προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την αγωγή, κατά πλειοψηφία, μειοψηφούσας της Προέδρου του, ως αόριστη, με το σκεπτικό ότι η αγωγή έχει βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας (914 επ. ΑΚ) και στρέφεται κατά νομικού προσώπου, πλην, όμως, η ενάγουσα παραλείπει εντελώς να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά εκείνα, απ’ τα οποία θα κριθεί η ευθύνη της εναγομένης για τη ζημία που η ίδια υπέστη, και, ειδικότερα, δεδομένου ότι το νομικό πρόσωπο δεν αδικοπρακτεί αλλά ευθύνεται για την αδικοπραξία είτε των οργάνων του είτε των προστηθέντων απ’ αυτό προσώπων (υπαλλήλων, εργατών κλπ), δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής το φυσικό πρόσωπο που προέβη στην παράνομη πράξη, εξαιτίας της οποίας υπέστη τη ζημία που περιγράφει. Κατά την άποψη της μειοψηφήσασας Προέδρου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η αγωγή είναι ορισμένη γιατί δεν απαιτείται η αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής νοσηλευόμενου κατά της κλινικής, για αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού, των ονομάτων των προστηθέντων ιατρών της, η ταυτότητά τους, μάλιστα, είναι προσδιορίσιμη με βάση τα υπόλοιπα στοιχεία που παρατίθενται στην αγωγή (ημερομηνίες επίσκεψης στα εξωτερικά ιατρεία του θεραπευτηρίου, φύση του ιατρικού περιστατικού). Κατόπιν τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε, κατά πλειοψηφία, την αγωγή ως αόριστη, δέχθηκε ότι η συνεκδικαζόμενη προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή καθίσταται άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτου απορριπτέα και την απέρριψε, ενώ δεν συμπεριέλαβε διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση, δεχόμενο ότι δεν απαιτείται στην απόφαση ή στο διατακτικό αυτής να περιλαμβάνεται διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση, διότι αυτή δεν εισάγει νέα δίκη, δεδομένου ότι η παρέμβαση δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αγωγής αλλά εξαρτάται απ’ την κύρια δίκη, απ’ την οποία δεν μπορεί να χωρισθεί, γι’ αυτό η περάτωση της κύριας δίκης συνεπιφέρει αυτοδίκαια κατάργηση και της δίκης για την παρέμβαση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την έφεσή της η ηττηθείσα ενάγουσα για τους λόγους που αναφέρει στο εφετήριο δικόγραφο, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της. Τέλος, η εκκαλούσα ζητά να καταδικασθούν οι εφεσίβλητες στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους (ΑΠ 343/2013, ΕΕμπΔ 2013.860, ΑΠ 1481/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και δη, μόνο κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια της εκκαλουμένης (ΑΠ 1325/2013 ΝοΒ 2014. 1170). Το αίτημα, επομένως, της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμά της (ΑΠ 343/2013 ό.π., ΑΠ 1481/2013 ό.π.). Σε περίπτωση απόρριψης της κύριας αγωγής και άσκησης έφεσης εκ μέρους του ενάγοντος, η έφεση του εναγόμενου (και παρεμπιπτόντως ενάγοντος) κατά του παρεμπιπτόντως εναγόμενου είναι επικουρική και τελεί υπό την αίρεση ευδοκίμησης της έφεσης του ενάγοντος, διότι άλλως ο παρεμπιπτόντως ενάγων στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση. Το έννομο αυτό συμφέρον δημιουργείται το πρώτον με την παραδοχή της έφεσης του ενάγοντος, ανατρέχει, όμως, κατά τη φύση και το σκοπό της αίρεσης, υπό την οποία τελεί η έφεση του εναγόμενου (και παρεμπιπτόντως ενάγοντος), στο χρόνο άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου, τούτο δε διότι η παρεμπίπτουσα αγωγή έχει εκ των πραγμάτων επικουρικό χαρακτήρα, ήτοι εξετάζεται μόνο σε περίπτωση παραδοχής της κυρίας αγωγής, ενώ εάν η κύρια αγωγή απορριφθεί, το δικόγραφο της παρεμπίπτουσας αγωγής δεν εξετάζεται αφού στερείται αντικειμένου. Επομένως, προκειμένου να μεταβιβασθεί η υπόθεση στο Εφετείο και κατά το μέρος αυτό, καθ’ όσον δηλαδή αφορά στην παρεμπίπτουσα αγωγή, πρέπει να ασκήσει έφεση (επικουρική) και ο παρεμπιπτόντως ενάγων της αγωγής αυτής, ζητώντας την επανεξέτασή της σε περίπτωση καθ’ ην γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος (ΕφΑθ 850/2023, ΑΠ 1597/2011, ΑΠ 1037/2010, ΑΠ 474/2000, ΕφΘεσ 2152/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 249/2007 ΕΠολΔ 2009. 224, Μ. Μαργαρίτης – Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, Τ. I, 2012, υπό το άρθρο 516, αριθ. 9). Στην προκειμένη περίπτωση με την άσκηση της ένδικης έφεσης από την εκκαλούσα η υπόθεση μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο κατά το μέρος που αφορά στην υπό κρίση αγωγή και μόνο αυτή, και όχι κατά το μέρος που αφορά στην παρεμπίπτουσα αγωγή, στην οποία δεν τυγχάνει διάδικος η εκκαλούσα, αφού δεν έχει ασκηθεί από μέρους της εναγομένης-προσεπικαλούσας-παρεμπιπτόντως ενάγουσας (επικουρική) έφεση, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 597/2015). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά τη διάταξη άρθρου 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ’ εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, σε περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση ή (και) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, δ) ζημία ή αναλόγως ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας (ΑΠ 1979/2017). Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Η παράλειψη από αμέλεια της τήρησης εκ μέρους προσώπου που ανήκει σε συγκεκριμένο επαγγελματικό κύκλο των κανόνων επιστήμης και τέχνης, που κατά κοινή αναγνώριση, είναι εφαρμοστέοι στον κύκλο αυτό, πληροί επίσης την προϋπόθεση του παρανόμου κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και οδηγεί, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, στη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 1521/2017). Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχικής οδύνης, εξαιτίας αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος, ήτοι περιγραφή των ζημιών κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης, η οποία απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας, ή την προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή της στέρησης της ελευθερίας του ενάγοντος, επιτρέποντας στο μεν δικαστήριο την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης, στον δε ζημιώσαντα εναγόμενο την άσκηση ανταπόδειξης και τέλος η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας (ΑΠ 46/2020, ΑΠ 93/2016, ΑΠ 1513/2014). Ακόμη, κατά το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 “περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ, “Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεως της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών”. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό εκείνες των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού προς αποζημίωση ή και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης θεμελιώνεται και εάν ο ιατρός ενεργήσει από αμέλεια, η οποία υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παραβίαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Δηλαδή, θα πρέπει να μην καταβλήθηκε από τον ιατρό η επιβαλλόμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή και επιμέλεια, την οποία ο μέσος εκπρόσωπος του κύκλου του (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 1009/2013, ΑΠ 181/2011), θα μπορούσε και όφειλε να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις και συγχρόνως να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ιατρικής πράξης ή παράλειψης και του αξιοποίνου μη επιδιωκομένου αποτελέσματος. Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, στον χώρο της ιατρικής ευθύνης γίνεται κάθε φορά αναγωγή στην ειδικότητα του κάθε ιατρού για την ανεύρεση του προτύπου επιμέλειας, το οποίο σχηματίζεται από τα κατά κοινή συνείδηση και αντικειμενική κρίση, δεοντολογικώς κρατούντα σε ορισμένη ειδικότητα ιατρού. Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι, εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας, απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια (ΑΠ 1598/2017, ΑΠ 237/2016). Αντιθέτως, ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός, αν ενήργησε σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες (lege artis), και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 693/2020, ΑΠ 1478/2018, ΑΠ 1343/2017). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486, 922 και 926 ΑΚ συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία. Η εκ μέρους του παθόντος γνώση του υποχρέου σε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, υπάρχει ως προς το πρόσωπο του προστήσαντος και όταν δεν είναι μεν γνωστό το πρόσωπο εκείνου που προκάλεσε τη ζημία, είναι όμως γνωστό ότι η ζημία προκλήθηκε από ένα από τα πρόσωπα που είχαν προστηθεί ως υπάλληλοι από τον προστήσαντα, τούτο δε διότι η ευθύνη του τελευταίου υφίσταται ανεξάρτητα από το ποιος συγκεκριμένα από τους προστηθέντες τέλεσε την πράξη ή παράλειψη που προξένησε τη ζημία. Και σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, αυτονόητο είναι για την αξίωση κατά του προστήσαντος στον δικαιούχο της αποζημίωσης πρέπει να είναι γνωστά τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τη ζημία και δη η συγκεκριμένη ζημιογόνος παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (με ορισμένη πράξη ή παράλειψη) κάποιου από τους προστηθέντες του, ο οποίος διέπραξε την αδικοπραξία, έστω και αν δεν προσδιορίζεται ή δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί το πρόσωπό του, διότι αυτά τα περιστατικά αποτελούν τον νόμιμο δικαιολογητικό λόγο ευθύνης όχι μόνο του οποιουδήποτε προστηθέντος αλλά και του προστήσαντος, αποτελώντας τη βάση της αγωγής και πρέπει να παρατίθενται σ’ αυτή, για να είναι ορισμένη και να έχει ελπίδες ευδοκίμησης (ΑΠ 41/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Κατά δε το άρθρο 536 ΚΠολΔ το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει αυτό την υπόθεση για περαιτέρω κατ’ ουσία συζήτηση, γιατί τότε αυτό γίνεται κύριο της υπόθεσης και υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε όλα του τα δικαιώματα, δηλαδή δεν δικάζει πλέον την έφεση, αλλά την αγωγή και μπορεί να χειροτερεύσει ακόμη και την θέση του εκκαλούντος, αλλά, όμως, κατά ρητή επιταγή της ίδιας διάταξης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης στην οποία διαγράφονται τα όρια αυτά, αλλιώς σε αντίθετη περίπτωση ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ. 8 ΚΠολΔ (ΑΠ 1062/2005, ΕλλΔ/νη 48.175). Έτσι, εάν η αγωγή απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ως απαράδεκτη για οποιοδήποτε τυπικό λόγο π.χ. λόγω αοριστίας, το Εφετείο δύναται, αντικαθιστώντας το εσφαλμένο αιτιολογικό, να κρίνει την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη για άλλον, επίσης, τυπικό λόγο και, ακολούθως, να απορρίψει την έφεση ως αβάσιμη, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Δεν δύναται, όμως, εάν η αγωγή απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη για οποιοδήποτε τυπικό λόγο, αντικαθιστώντας το εσφαλμένο αιτιολογικό με το ορθό, και χωρίς προηγουμένως να εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση, κατά παραδοχή λόγου έφεσης ή αντέφεσης από τον εφεσίβλητο, να κρίνει την αγωγή απορριπτέα ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτοντας ακολούθως την έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται αντικατάσταση του μη ορθού αιτιολογικού με το ορθό, διότι η νέα αιτιολογία επάγεται δυσμενέστερο για τον εκκαλούντα δεδικασμένο, αφού η έκταση του εκ της τελεσιδίκου απόρριψης της αγωγής παραγομένου ουσιαστικού δεδικασμένου είναι πολύ ευρύτερη παρά επί της απόρριψής της για οποιοδήποτε τυπικό λόγο, εντεύθεν δε χειροτερεύει η θέση του εκκαλούντος πριν την εξαφάνιση της απόφασης (ΕφΑθ 739/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ, I, 2000, άρθρο 536, αρ. 4).
Με τους δύο πρώτους λόγους της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατά πλημμελή και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή (κατά πλειοψηφία) ως αόριστη, απαιτώντας περισσότερα στοιχεία, απ’ όσα ο νόμος αξιώνει, και δη την αναφορά των ονομάτων των προστηθέντων. Οι λόγοι αυτοί της έφεσης είναι βάσιμοι, καθώς σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, η κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής αναπτύχθηκε λεπτομερώς παραπάνω, ως αγωγή από αδικοπραξία προστήσαντος, περιέχει όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο αυτής, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τη ζημία στην ενάγουσα, και δη συγκεκριμένη ζημιογόνο παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (με συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις) των προστηθέντων απ’ την εναγομένη ιατρών του θεραπευτηρίου ……., την προκληθείσα στην ενάγουσα ηθική βλάβη και την πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και του αποτελέσματος, δηλαδή της προκληθείσας ζημίας, χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζεται το/τα συγκεκριμένο/να πρόσωπο/πα, προστηθείς/έντες, που διέπραξε/ξαν την αδικοπραξία. Κατόπιν τούτου, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη, και να κρατηθεί και να δικαστεί η αγωγή απ’ το παρόν Δικαστήριο (535 ΚΠολΔ), η οποία πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.
Με την υπό κρίση αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας αναλυτικά παρατέθηκε παραπάνω, η ενάγουσα εκθέτει ότι απ’ την παράνομη και υπαίτια (αμελή) συμπεριφορά των προστηθέντων απ’ το ανήκον στην εκμετάλλευση της εναγομένης θεραπευτήριο …….. ιατρών, υπέστη ανήκεστο βλάβη στην υγεία της, και ζητά, μετά από παραδεκτή κατ’ άρ. 223 παρ. 1, 294, 295, 297 ΚΠολΔ, τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και περιλήφθηκε και στις πρωτόδικες προτάσεις της, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη, ως προστήσασα, οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 350.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης και της προκληθείσας στην ίδια μόνιμης αναπηρίας, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β, 340, 345, 346, 914, 932, 922 ΑΚ, άρ. 24 α.ν. 1565/1939 «περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρ. 47 ΕισΝΑΚ, 2 § 3 εδ. α`, 3 §§ 2 και 3 και 10 §§ 1 και 3, 11 του Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας), 70 και 176 επ. ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το οποίο καθίσταται άνευ αντικειμένου στο παρόν δικαστήριο, του οποίου η απόφαση τυγχάνει εκτελεστή.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, και στην κατ’ έφεση δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Από την έχουσα επίσης εφαρμογή στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δικαιούται να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου της έφεσης και της εν γένει διαφοράς, ακόμη και χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη (ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 1844/2011, ΕφΑθ 1597/2011, ΕφΛαμ 139/2011, ΕφΘεσ 91/2009, ΕφΔωδ 131/2005 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά δε με τα παραπάνω ζητήματα, το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, εκτιμώντας ελεύθερα τη χρησιμότητα του επιλεγόμενου μέτρου για τη διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς (ΕφΑθ 248/2012 ΕλλΔνη 2013. 453). Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς «ειδικές», αλλά «ιδιάζουσες» γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, άλλως η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, του σχετικού αιτήματος δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 1009/2014 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο, μπορεί να διορίσει ως πραγματογνώμονες και πρόσωπα εκτός καταλόγου πραγματογνωμόνων, αν το κρίνει σκόπιμο, εφόσον κρίνει τα πρόσωπα αυτά κατάλληλα για το σκοπό διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 1286/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1291/2010 ΝΟΜΟΣ). Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που λήφθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα και μετ’ επίκλησης επαναπροσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρ. 529 παρ. 1α ΚΠολΔ), μερικών εκ των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών και να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, απ’ τη με αρ. …../2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας, όπως προκύπτει απ’ την ………./17-10-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……., σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Στις 5-7-2011 η ενάγουσα, ανήλικη ούσα, καθώς γεννήθηκε στις 6-7-1997, νοσηλεύθηκε με συστροφή δεξιάς ωοθήκης, που αντιμετωπίστηκε με χειρουργική επέμβαση αποσυστροφής, κατά την οποία η δεξιά ωοθήκη κρίθηκε βιώσιμη, στο «……» Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Πατρών. Στις 23-9-2012 απογευματινές ώρες, η ενάγουσα συνοδευόμενη και από τους δύο γονείς της, μετέβη με κοιλιακό άλγος στο θεραπευτήριο …, το οποίο διατηρεί και εκμεταλλεύεται η εναγομένη στο …….. Αττικής, στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών. Την ενάγουσα κλήθηκε να εξετάσει ο ιατρός-γενικός χειρουργός …………, όπως ο ίδιος ενόρκως κατέθεσε εξετασθείς ως μάρτυρας της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ο τελευταίος, αφού εξέτασε την ενάγουσα, της έβαλε ορό και όρισε να πραγματοποιηθεί αιματολογικός έλεγχος, υπέρηχος άνω-κάτω κοιλίας και ακτινογραφία κοιλίας (F), όπως και έγινε. Οι αντίδικοι ερίζουν σχετικά με το εάν ο εν λόγω ιατρός έλαβε ή όχι το ιστορικό της ενάγουσας, στο οποίο περιλαμβανόταν η προ ενός έτους περίπου χειρουργική επέμβαση για συστροφή δεξιάς ωοθήκης, και, συγκεκριμένα, ο μάρτυρας της ενάγουσας, πατέρας της, κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι δεν τους ζητήθηκε από κανέναν και δεν λήφθηκε το ιατρικό ιστορικό της ενάγουσας, ενώ, αντίθετα, ο ίδιος ο ιατρός, ………., εξετασθείς ως μάρτυρας ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατέθεσε ότι ζήτησε το ιατρικό ιστορικό της ενάγουσας και δεν του αναφέρθηκε το περιστατικό της συστροφής ωοθήκης και ότι ζήτησε να γίνει στην ενάγουσα ακτινογραφία κοιλίας, επειδή ο ίδιος διαπίστωσε την ύπαρξη τομής στην περιοχή της κοιλιάς. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στην ακτινογραφία κοιλίας που έγινε στην ενάγουσα, δεν παρατηρήθηκαν παθολογικά υδραερικά επίπεδα, στις αιματολογικές εξετάσεις της (γενική εξέταση αίματος, εξετάσεις κλινικής χημείας, ορμονολογικές εξετάσεις) δεν παρατηρήθηκε κάποια αυξημένη ή μειωμένη τιμή σε σχέση με τις εργαστηριακές τιμές αναφοράς, ενώ στον υπέρηχο άνω – κάτω κοιλίας διαπιστώθηκε ότι η δεξιά ωοθήκη έφερε ελαφρώς αυξημένες διαστάσεις (48,1 Χ 25,2 χιλ.) χωρίς παρουσία συμπαγούς ή κυστικού τύπου μορφωμάτων, χωρίς να παρατηρείται συλλογή υγρού στον δουγλάσειο χώρο. Ο ιατρός …… ενημέρωσε την ενάγουσα και τους γονείς της για τα πορίσματα των εξετάσεων και λόγω του ευρήματος στη δεξιά ωοθήκη τους σύστησε να γίνει γυναικολογική εκτίμησή του. Ακολούθως, η ενάγουσα αποχώρησε με τους γονείς της απ’ το νοσοκομείο. Στις 25-9-2012 λίγο μετά τα μεσάνυχτα, η ενάγουσα συνοδευόμενη απ’ τους γονείς της μετέβη εκ νέου στο άνω θεραπευτήριο στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών ξανά με κοιλιακό άλγος. Του περιστατικού επιλήφθηκε ιατρός-παθολόγος . ..…., ο οποίος εξέτασε την ενάγουσα και ζήτησε συμπληρωματικό στο γενόμενο στις 23-9-2012 εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο, όπως και έγινε. Κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, που επιβεβαιώνονται απ’ τον μάρτυρα απόδειξης, πατέρα της, ούτε αυτή τη φορά δεν της ζητήθηκε το ιατρικό ιστορικό, ενώ, αντίθετα, κατά την 1695/2017 ένορκη βεβαίωση του επιληφθέντος ιατρού …………, η ασθενής υποβλήθηκε σε συμπληρωματικό έλεγχο, αφού προηγήθηκε η λήψη ιστορικού, κατά την οποία ο ίδιος πληροφορήθηκε ότι η ασθενής παρουσίασε παρόμοια συμπτωματολογία στο παρελθόν, η οποία αποδόθηκε σε συστροφή της δεξιάς ωοθήκης, για την οποία είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Στη νέα γενική εξέταση αίματος που έγινε στις 25-9-2012 και ώρα 1.00 το πρωί, σημειώθηκαν, σε σχέση με τις τιμές αναφοράς, αυξημένα τα αιμοπετάλια (452 σε τιμές αναφοράς 150-440), αυξημένη η ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (24 mm σε τιμή αναφοράς μικρότερη του 20), ενώ στην εξέταση κλινικής χημείας η CRP ήταν κάτω του 0,50 mg/dL με τιμή αναφοράς κάτω του 0,50. Στην νέα υπολογιστική τομογραφία άνω – κάτω κοιλίας του ακτινολόγου …………, παρατηρήθηκε ότι υπήρχε ασαφοποίηση των εξαρτημάτων με μικρή ποσότητα ελεύθερης συλλογής υγρού στον δουγλάσειο χώρο. Ο άνω επιληφθείς ιατρός συνέστησε στην ενάγουσα γυναικολογική εξέταση και η τελευταία αποχώρησε με τους γονείς της απ’ το νοσοκομείο. Το πρωί της ίδιας ημέρας (25-9-2012), επειδή η ενάγουσα συνέχιζε να έχει κοιλιακό άλγος, εξετάστηκε στην οικία της από ιδιώτη παθολόγο, ο οποίος την παρέπεμψε επειγόντως σε νοσοκομείο, καθώς υπήρχε κατά την εκτίμησή του, γυναικολογικής φύσης ζήτημα. Πράγματι, η ενάγουσα μετέβη με τους γονείς της στο νοσοκομείο ….., όπου το ιατρικό προσωπικό που την ανέλαβε, πραγματοποίησε σ’ αυτή υπερηχογράφημα παίδων άνω – κάτω κοιλίας, που ανέδειξε στην περιοχή του δεξιού εξαρτήματος υπερηχογενές συμπαγούς κυρίως υφής μόρφωμα με εναλλασσόμενες υποηχογενείς κυστόμορφες εστίες συνολικής κεφαλουραίας διαμέτρου 7,2 εκ, το οποίο φαινόταν να περιβάλλεται από ελάχιστη ποσότητα συλλογής, βρισκόταν σε απόλυτη συνάφεια με την μήτρα, χαρακτηριζόταν από πτωχή αιμάτωση, η δε εικόνα φαινόταν ότι απαρτιζόταν από δεξιά ωοθήκη συμφυόμενη με εντερικό στοιχείο, ενώ συνολικά δεν καταγραφόταν εικόνα ενδοκοιλιακής συλλογής πλην της ελαχίστης περιγραφόμενης στην περιοχή του δεξιού εξαρτήματος. Στον υπέρηχο δε μήτρας και ωοθηκών της ενάγουσας, η μήτρα καταγράφηκε σε πρόσθια κλίση και κάμψη με επιμήκη διάμετρο 75 mm, προσθιοπίσθια διάμετρο 60 mm, εγκάρσια διάμετρο 50 mm, ο όγκος της 8,0 mm, η δεξιά ωοθήκη παρουσίαζε διαστάσεις 45 mm Χ 17 mm με δίχωρο κυστικό διαμέτρου 20 χιλ, η αριστερή 28 mm X 15 mm, και ο δουγλάσειος χώρος ελεύθερος. Το περιστατικό αντιμετωπίστηκε την ίδια ημέρα με χειρουργείο, το οποίο, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, πραγματοποίησε παιδοχειρουργός στο …., πλην, όμως η δεξιά ωοθήκη της ενάγουσας δεν σώθηκε, όπως προκύπτει απ’ την παθολογοανατομική εξέταση που έγινε στο υλικό της στις 26-9-2012, κατά την οποία διαπιστώθηκε συστροφή και νέκρωσή της. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε απ’ το ιατρικό προσωπικό του θεραπευτηρίου …… η ενδεδειγμένη ιατρική αντιμετώπιση του προβλήματος της υγείας της με τις εξετάσεις που της έγιναν, ότι δεν λήφθηκε ποτέ το ιατρικό της ιστορικό και ότι υπήρξε μεγάλη χρονική καθυστέρηση χωρίς να γίνει εισαγωγή της στη γυναικολογική κλινική του νοσοκομείου, η οποία συνέβαλε στην νέκρωση και απώλεια της δεξιάς ωοθήκης της. Απ’ την άλλη πλευρά, η εναγομένη διατείνεται ότι το ιατρικό προσωπικό του θεραπευτηρίου της ενήργησε κατά τα ιατρικώς προβλεπόμενα μέχρι την αποχώρηση της ασθενούς απ’ αυτό και ουδεμία ευθύνη φέρει για το τελικό αποτέλεσμα. Το ζήτημα αυτό αποτελεί ουσιαστικά το αντικείμενο της δίκης, και πρέπει να ερευνηθεί για τη διάγνωση της βασιμότητας της κρινόμενης αγωγής καθώς αφορά στην ύπαρξη παράνομης πράξης/παράλειψης των επιληφθέντων προστηθέντων ιατρών, υπαιτιότητάς τους (αμελούς συμπεριφοράς) και αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στις ενέργειες ή παραλείψεις αυτών και το επελθόν αποτέλεσμα. Πλην, όμως, στην προκειμένη περίπτωση απ’ τη μελέτη των στοιχείων της δικογραφίας, λαμβανομένων υπόψη των αντιφατικών ισχυρισμών των διαδίκων, του περιεχομένου των καταθέσεων των μαρτύρων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στη δικάσιμο της 15ης-11-2017 κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, της …../2017 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα της εναγομένης και των ιατρικών εγγράφων, που προσκομίζονται μετ’ επίκλησης από αμφότερες τις πλευρές, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε βέβαιη και ασφαλή δικανική πεποίθηση για το αμφισβητούμενο ως άνω ουσιώδες ζήτημα. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι προς ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας της αγωγής και την πλήρη διάγνωση της διαφοράς, είναι αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης, να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου περαιτέρω να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης κατ’ άρ. 368 επ. ΚΠολΔ από ιατρό-γυναικολόγο, περιλαμβανόμενο στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων του Δικαστηρίου τούτου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Η υπόθεση θα επαναφερθεί προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έπειτα από την ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης, με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων. Τέλος, έξοδα σε βάρος κάποιου διαδίκου δεν θα επιδικασθούν, διότι η απόφαση δεν είναι οριστική.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 18-9-2020 (ΓΑΚ/ ΕΑΚ/ …../2020 του Πρωτοδικείου Πειραιά και ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./2023 του Εφετείου Πειραιά) έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου της έφεσης ποσού 150 ευρώ στην εκκαλούσα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 4310/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 31-10-2015 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2015 αγωγή (τακτική διαδικασία).
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, που θα διεξαχθεί με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.
ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα την …………….., που περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, η οποία, αφού δώσει το νόμιμο όρκο, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σε αυτή της παρούσας απόφασης, στο κατάστημα αυτού του Δικαστηρίου, ενώπιον των Δικαστών του Δικαστηρίου τούτου ή των νόμιμων αναπληρωτών τους, σε ημέρα και ώρα που αρμοδίως θα ορισθεί, πρέπει, αφού προηγουμένως λάβει γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας και συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, και ενεργήσει κάθε άλλη αναγκαία πράξη, να γνωμοδοτήσει εγγράφως και αιτιολογημένα ως προς το αντικείμενο της δίκης, και δη εάν η συστροφή-νέκρωση δεξιάς ωοθήκης, που υπέστη η ενάγουσα και για την οποία υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στις 25-9-2012 στο ιδιωτικό νοσοκομείο …., μπορεί να αποδοθεί σε πράξεις ή παραλείψεις των ιατρών του ιδιωτικού θεραπευτηρίου ……, που επιλήφθηκαν του περιστατικού στις 23-9-2012 και στις 25-9-2012 και εάν οι τελευταίοι προέβησαν στις ενδεδειγμένες ενέργειες που επέβαλαν οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης κατά την αντιμετώπισή του, και ειδικότερα να απαντήσει στα ερωτήματα που διατυπώνονται στη συνέχεια ενδεικτικά, αλλά και σε κάθε ζήτημα που από την επιστήμη της κρίνεται ως κρίσιμο να διευκρινισθεί, και δη : α) εάν η χειρουργική αντιμετώπιση της συστροφής δεξιάς ωοθήκης, στην οποία είχε υποβληθεί η ενάγουσα στις 5-7-2011 στο «….» Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Πατρών, μπορούσε να γίνει αντιληπτή, και με ποιον τρόπο (πχ δια γυμνού οφθαλμού από τυχόν υπάρχοντα σημάδια (ουλές), απ’ τους επιληφθέντες ιατρούς του θεραπευτηρίου ….. στις 23-9-2012 και στις 25-9-2012 και, συνακόλουθα, εάν και κατά πόσο έπρεπε να εκτιμηθεί κατά την αντιμετώπιση του περιστατικού, β) εάν η αντιμετώπιση του περιστατικού απ’ τους επιληφθέντες ιατρούς του θεραπευτηρίου ….. τόσο στις 23-9-2012 όσο και στις 25-9-2012 ήταν η ενδεδειγμένη με βάση τη συμπτωματολογία του, γ) εάν από τον ιατρικό έλεγχο (κλινικό, εργαστηριακό, απεικονιστικό), όπως αυτός πραγματοποιήθηκε στο θεραπευτήριο …. στις 23-9-2012, μπορούσε να διαγνωστεί, κατά το χρόνο εκείνο, συστροφή δεξιάς ωοθήκης της ενάγουσας, έστω και επικείμενη, δ) εάν από τον ιατρικό έλεγχο (κλινικό, εργαστηριακό, απεικονιστικό), όπως αυτός πραγματοποιήθηκε στο θεραπευτήριο ….. στις 25-9-2012, μπορούσε να διαγνωστεί, κατά το χρόνο εκείνο, συστροφή δεξιάς ωοθήκης της ενάγουσας, έστω και επικείμενη, λαμβανομένων υπόψη των νέων διαφοροποιημένων αποτελεσμάτων των εξετάσεων σε σχέση με αυτά της 23ης-9-2012, ε) ποιος είναι ο τρόπος εξέλιξης της συστροφής ωοθήκης, ποια η συμπτωματολογία της, ποιος ο χρόνος διάγνωσής της και σε πόσο χρονικό διάστημα μπορεί να επέλθει νέκρωση της ωοθήκης, και στ) εάν η προκληθείσα νέκρωση της δεξιάς ωοθήκης της ενάγουσας, που διαγνώστηκε στο νοσοκομείο …. στις 25-9-2012, οφείλεται σε καθυστερημένη διάγνωση και αντιμετώπιση της συστροφής της απ’ τους επιληφθέντες ιατρούς στο θεραπευτήριο …. και πώς θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Τη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να καταθέσει η ανωτέρω πραγματογνώμονας στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, όπου θα συνταχθεί και η σχετική έκθεση καταθέσεως, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την όρκισή της.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18-7-2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 4.9.2024 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ