ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
4ο τμήμα
Αριθμός απόφασης : 438/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε στο ακροατήριό του την ………, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία με την επωνυμία «………….» και τον δ.τ.«………….», πρώην με την επωνυμία «……………..» (…………….) και τίτλο «………….» (…………), η οποία εδρεύει στο … Αττικής, επί της οδού …………, με ΑΦΜ …. ΔΟΥ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. Γ.Ε.ΜΗ …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.03.2017 ΦΕΚ (τ. ΒΙ)], η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο ………. της Ιρλανδίας, ……….., με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «. ….» (ΑΦΜ ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις ν. 3156/2003. Μεταγενέστερα, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «………..» και το διακριτικό τίτλο εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ……….. με ΑΦΜ …. Αθηνών και με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ….., κατέστη καθολική διάδικος της παραπάνω «…………..» διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής και σύσταση της ως άνω νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 ν. 2515/1 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019 ……./20.03.2020 ανακοινώσεις Γ.Ε.ΜΗ.), η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Γεώργιο Σπηλιόπουλο.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ……………., με ΑΦΜ ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Θεοδώρα Μαζαράκη, με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 15.09.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2022 ανακοπή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 472/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία έκανε δεκτή την ανακοπή. Κατά της τελευταίας απόφασης η εκκαλούσα άσκησε την από 08.03.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………../2023 έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εκκαλούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις του, η δε πληρεξούσια Δικηγόρος της εφεσίβλητης στις προτάσεις που είχε προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 08.03.2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………/2023 έφεση της καθ΄ής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ` αριθ. 472/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της η εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 15.09.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022 ανακοπή της ζήτησε την ακύρωση της από 19.05.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το με αρ. …/2016 πρώτο εκτελεστό απόγραφο απογράφου της με αριθμό …/2016 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της με αρ. …./12-7-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ….. Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή την ανακοπή ως προς το τρίτο λόγο της και ακύρωσε την τόσο την άνω επιταγή προς πληρωμή, όσο και την κατασχετήρια Έκθεση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η καθ΄ής η ανακοπή ανακόπτουσα – ήδη εκκαλούσα και ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η από 15.09.2022 και με αριθ.καταθ. ………./2022 ανακοπή της ανακόπτουσας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 § 1 και 25 § 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008 www.areiospagos.gr). Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003 ΤΝΠ Νόμος). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ` άρθρου 281ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, ως λ,χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρ-βαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 5/2011, ΑΠ 1202/2018, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010 www.areiospagos.gr). Εξάλλου κατά το άρθρο 482 του ΑΚ «σε περίπτωση οφειλής, εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. Έως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 481, 483, 487, και 488 ΑΚ συνάγεται ότι, επί παθητικής εις ολόκληρον ενοχής, η οποία προϋποθέτει ενότητα της υποχρέωσης προς παροχή όχι όμως και ταυτότητα του παραγωγικού λόγου των κατ` ιδίαν, ενοχών, καθιερώνεται δικαίωμα του δανειστή, κατά τη νομικώς ανέλεγκτη και απολύτως ελεύθερη (κατ` αρέσκειαν) κρίση του, να στραφεί εναντίον οποιοσδήποτε από τους εις ολόκληρον οφειλέτες για μέρος ή το σύνολο της οφειλής, συγχρόνως ή διαδοχικώς, χωρίς να μπορεί να αποκρουσθεί με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος λόγω διαφοροποιήσεων στην περιουσιακή κατάσταση των συνοφειλετών ή διαφορετικού βαθμού ευθύνης αυτών ως προς την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής, αφού ο νόμος απέβλεψε στην ταχεία ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, εκτός αν συντρέχουν εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις υπέρβασης των ορίων της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του δανειστή (ΑΠ 871/2010, ΕφΘεσ 494/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την άλλη μεριά όμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 483 ΑΚ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 416 ΑΚ η ολική ή μερική εκπλήρωση της οφειλής, με καταβολή από οποιοδήποτε συνοφειλέτη εις ολόκληρο, έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της απαίτησης του δανειστή και έναντι των υπόλοιπων συνοφειλετών κατ` ίσο μέρος με την καταβολή (Α.Π. 1694/2017, ΑΠ 630/2015 www.areiospagos.gr). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθ. 972, 979 και 980 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τυχόν προγενέστερη κατάσχεση ή αναγγελία και γενικά η συμμετοχή του δανειστή σε άλλη διαδικασία κατάταξης ή εκτέλεσης κατά του ίδιου οφειλέτη ή άλλου συνοφειλέτη δεν του αποστερεί δικαίωμα από την ευχέρεια να αναγγελθεί για την ίδια απαίτησή του σε άλλο πλειστηριασμό, καθώς με μόνη την κατάταξη δεν επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεώς του. Αν όμως κατατάχθηκε σε ορισμένο πίνακα και η κατάταξη του αυτή έγινε τελικά απρόσβλητη (με την έννοια της εκτελεστότητας του πίνακα), τότε, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης του κατά τη διάταξη του άρθρου 432 ΑΚ (ΑΠ 590/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1561/2000 Δνη 42. 1320, ΑΠ 458/1998 Δνη 39.1300, EφΛαρ 166/2017, ΕφΠειρ 11/2014, ΕφΑθ 2529/2008, ΕφΘεσ 2663/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατάταξη οριστική δεν υπάρχει στην περίπτωση που ασκηθεί από αναγγελθέντα δανειστή ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης ο δε δανειστής του οποίου η απαίτηση αμφισβητείται, λάβει το πλειστηρίασμα με προσκόμιση εγγυητικής επιστολής, (άρθρο 980 παρ.2 εδ.β ΚΠολΔ), καθώς η καταβολή αυτή δεν είναι οριστική και μπορεί να ανατραπεί εκ των υστέρων, ο δε ο πίνακας θα καταστεί τελεσίδικος και εκτελεστός με την έκδοση (τελεσίδικης) απόφασης επί της ανακοπής (ΕφΑθ 2382/1989 ΕλΔ 1990.874, Νίκας Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης 2024, τόμος ΙΙ σ.676, Κιουπτσίδου Νομιμοποίηση και Έννομο συμφέρον στις ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης ΕΠολΔ 2019 σ.293).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε στον τρίτο λόγο της ανακοπής της ότι η καθ΄ής ανακοπή ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της, καθώς, από πλειστηριασμούς ακινήτων των λοιπών εγγυητών – συνοφειλετών, ….. και ………… και της ιδίας (23-1-2019, 6-10-2021, 6-10-2021) έχει εισπράξει όπως εκθέτει αναλυτικά, συνολικό ποσό 493.763,89 € ως πλειστηρίασμα, ώστε έχει εξοφληθεί το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησής της και παρόλα αυτά επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση με τον ίδιο εκτελεστό τίτλο και το ίδιο ποσό κεφαλαίου των 523.336,05 €, πλέον συμβατικών τόκων από 30.5.2012 και όχι 14.11.2015, όπως επιδικάσθηκαν με την διαταγή πληρωμής, επιβαρύνοντας αυτήν αυθαίρετα. Ότι η οφειλή της ανακόπτουσας, στην οποία έχουν επισυναφθεί και παράνομοι τόκοι από ανατοκισμό είναι πλέον πολύ μικρότερη από την αξία των ακινήτων που επισπεύδονται σε πλειστηριασμό. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμιμος, κατά το μέρος, με τον οποίο η ανακόπτουσα επικαλείται την μερική εξόφληση της απαίτησης, και την παρόλα αυτά επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της (ΑΚ 416 και 281).
Η εκκαλούσα στον πρώτο λόγο της έφεσής παραπονείται ότι η ένσταση εξόφλησης της ανακόπτουσας είναι αόριστη, διότι δεν προκύπτει το ύψος, ο χρόνος και το είδος των καταβολών. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί καθώς αναφέρονται στην ανακοπή αναλυτικά οι διενεργηθέντες πλειστηριασμοί ακινήτων των συνοφειλετών και της ανακόπτουσας και τα ποσά που έλαβε σε εκτέλεση αυτών η καθ΄ής η ανακοπή, αναφέροντας ότι ως προς αυτά εξοφληθεί η απαίτησή της, που έχει την έννοια της καταβολής (όχι απλώς κατάταξης) ως προς τα καταβληθέντα ποσά στους οικείους πλειστηριασμούς, ενώ πλέον το ζήτημα αν έχουν επ΄αυτών έχουν ασκηθεί ανακοπές της διάταξης του άρθρου 979 ΚΠολΔ αποτελεί ένσταση από πλευράς της καθ΄ής η ανακοπή (βλ. παρατηρήσεις Μακρίδου σε ΕφΑθ 2529/2008 ΕΠολΔ 2009.222)
Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίστηκαν αποδείχθηκαν ως προς τον εκτίμηση του άνω λόγου ανακοπής τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» εκδόθηκε η αριθμόν ……/2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν : α) η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» β) η ανακόπτουσα, γ) ο …………. και δ) η ………, σύζυγος ……….. να καταβάλουν σ΄αυτή ο καθένας εις ολόκληρον, το ποσό των ποσό των 523.336,05 €, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από 14/11/2015 και εφεξής, με εξάμηνο ανατοκισμό. Η απαίτηση της άνω Τράπεζας απέρρεε από την με αρ. …../28-4-2008 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, με την οποία η ίδια Τράπεζα χορήγησε στην προαναφερόμενη ομόρρυθμη εταιρία ως πιστούχο πίστωση με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό έως το ποσό των 400.000 €, για την τήρηση της οποίας εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτες η ανακόπτουσα και οι ως άνω (β) και (γ) ………. και ……….., σύζυγος ………… Η επίδικη αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας ξεκίνησε με την από 19.05.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το με αρ. …../2016 πρώτο εκτελεστό απόγραφο της άνω διαταγής πληρωμής, με την οποία η καθ΄ής ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου της άνω Τράπεζας επέταξε την ανακόπτουσα να καταβάλει το άνω ποσό των 523.336,05 €, με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την 30.5.2012 πλέον εξόδων και όχι από την 14.11.2015. Στη συνέχεια η καθ΄ης δυνάμει της με της υπ’ αριθμ. ……../12.07.2Ο22 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………….. επέβαλε κατάσχεση σε αποθήκες υπογείου και οριζόντια ιδιοκτησία της ανακόπτουσας, ήτοι α) επί της υπό στοιχείο Y-2 αποθήκης του υπογείου με ΚΑΕΚ ……….., β) της υπό στοιχείο Y- 3 αποθήκης του υπογείου με ΚΑΕΚ ………… , και γ) υπό στοιχείο E-2 διαμερίσματος ,του πέμπτου πάνω από το ισόγειο ορόφου με ΚΑΕΚ ……….. ευρισκομένου επί οικοδομής που έχει ανεγερθεί επι οικοπέδου αρτίου και οικοδομησιμου έκτασης 80 τμ, στον Δήμο Νίκαιας Αττικής , και επί της οδού ………….. στη θέση « ………» Γ. Η κατάσχεση επιβλήθηκε για το ποσό των 100.000 €, με ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη της συνολικής απαίτησης της, που επιδικάσθηκε με την άνω διαταγή πληρωμής και ορίστηκε ημέρα πλειστηριασμού η 16.2.2023. Ωστόσο πριν από την επίδικη εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας είχαν προηγηθεί πλειστηριασμοί ακινήτων των λοιπών συνοφειλετών και της ιδίας. Ειδικότερα : Α1) Η άνω τραπεζική εταιρεία για την ίδια απαίτηση με τον ίδιο εκτελεστό τίτλο, επέβαλε κατάσχεση με την με αρ. …./14-6-2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας περιφέρειας Εφετείου Αθηνών, ………., σε ακίνητο ιδιοκτησίας των (β) και (γ) συνοφειλετών, κείμενο στο …….. Αττικής, ο πλειστηριασμός του οποίου διενεργήθηκε στις 23/1/2019 και κατακυρώθηκε στην επισπεύδουσα Τράπεζα για το ποσό των 358.212,00 €. H επισπεύδουσα ανήγγειλε απαιτήσεις τόσο από την επίδικη σύμβαση, για την οποία εκδόθηκε η που ήταν ασφαλισμένη με προσημείωση υποθήκης, όσο και την με αρ. …./17.3.2008 σύμβαση πίστωσης με πιστούχο την εταιρία με την επωνυμία «……….», με εγγυητές τους ιδίους, και κατατάχθηκε οριστικά και προνομιακά ως ενυπόθηκη δανείστρια για το ποσό των 228.177,00 €, και τυχαία και σύμμετρα ως – εγχειρόγραφη δανείστρια για το ποσό των 14.883,33 € και συνολικά για το ποσό των 243.010,33 €. (βλ. τον υπ’ αρ. ………./25.2.2019 πίνακα κατάταξης του συμβολαιογράφου Αθηνών ………). Το άνω ποσό έλαβε η άνω Τράπεζα αφού προσκόμισε εγγυητική επιστολή και πιστώθηκε στον υπ’ αριθμόν ……. λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, της επίδικης σύμβασης. Ωστόσο, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 27.3.2019 και με αρ. καταθ. …………./2019 ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, με την οποία αμφισβήτησε την προνομιακή κατάταξη της άνω Τραπεζικής εταιρίας, ζητώντας να αποβληθεί ως προς το άνω ποσό, κατά το οποίο κατετάγη οριστικά, ενώ έπεται ότι κατά το ποσό που κατετάγη τυχαία δεν είναι επίσης οριστική η κατάταξή της. Συνεπώς ο πίνακας κατάταξης δεν έχει τελεσιδικήσει ως προς το άνω ποσό που έχει εισπράξει με εγγυητική επιστολή η δικαιοπάροχος της καθ΄ής η ανακοπή, ώστε η κατάταξη αυτής να μην είναι οριστική, ούτε και η ικανοποίησή της. Β) Η καθ’ ής υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστρια της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….», στην oποία μεταβιβάσθηκε η επίδικη απαίτηση, επέσπευσε διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης με τον ίδιο εκτελεστό τίτλο και δυνάμει της αρ. ………/2019 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……., επέβαλε κατάσχεση σε ακίνητο ιδιοκτησίας των (β) και (γ) συνοφειλετών, του οποίου ο πλειστηριασμός διεξήχθη στις 6/10/2021. Το ακίνητο κατακυρώθηκε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………………..», για το ποσό των 175.001,00 €. Η καθ΄ής ανήγγειλε α] μέρος της απαίτησης της, ύψους 100.000,00 €, η οποία απέρρεε από την επίδικη σύμβαση, (…../2008), η οποία τύγχανε εξοπλισμένη με υποθήκη, β] την απαίτησή της ύψους 447.870,99 € από την υπ’ αριθμ. …../173-2008 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, με πιστούχο την «……….» η οποία τύγχανε εξοπλισμένη με προσημείωση υποθήκης, γ] την λοιπή απαίτησή της από την με αρ. …../17-3-2008 σύμβαση ύψους 270.510,41 €, που δεν εξασφαλιζόταν με προσημείωση δ] την απαίτηση ύψους 843.849,72 €, από την υπ’ αριθμ. …../28-4-2008 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, τις 2 τελευταίες ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Κατατάχθηκε προνομιακά και οριστικά, ως ενυπόθηκη δανείστρια στο ποσό των 107.980,26 € και συμμέτρως και τυχαία, ως εγχειρόγραφη για το ποσό των 9.957,24 € (βλ. για τις αναγγελίες και τη σειρά κατάταξης τον με αρ. …../2021 πίνακα κατάταξης του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………..). Συνεπώς, για την επίδικη απαίτηση κατατάχθηκε η καθ’ ης προνομιακά στο ποσό των 100.000 €, που ήταν ενυπόθηκη και 1η κατά σειρά στην αναγγελία της, ενώ το επιπλέον ποσό των 7.980,26€ (107.980,26) καταλογίζεται στη 2η κατά σειρά απαίτηση που ασφαλιζόταν με προσημείωση υποθήκης (με δεδομένο ότι ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν έκανε διάκριση κατατάσσοντας προνομιακά και οριστικά την καθ΄ής για όλο το ποσό των 107.980,26 €, ενώ μόνο το ποσό 100.000 € της επίδικης απαίτησης, ήταν ασφαλισμένο με υποθήκη). Κατά του εν λόγω πίνακα κατάταξης το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 27.12.2021 και με αριθμ. εκθ. καταθέσεως ………./27-12-2021 ανακοπή, με την οποία προσέβαλε την κατάταξη της καθ’ ης ως εγχειρόγραφης δανείστριας ζητώντας την αποβολή της από το ποσό των 9.957,24 € κι επιπλέον προσέβαλε τον πίνακα για τον μη ορισμό επικουρικής κατάταξης, τόσο στο 10 % όσο και στο 65 %, χωρίς να αμφισβητήσει την απαίτηση της καθ’ ής που κατατάχθηκε προνομιακά και οριστικά. Ανακοπή κατά του ιδίου πίνακα άσκησε και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΕΦΚΑ, ζητώντας να μεταρρυθμισθεί ο πίνακας ως προς το ποσό των εξόδων που προαφαίρεσε ο συμβολαιογράφος, ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, δηλαδή χωρίς να πλήττει την απαίτηση της καθ΄ής. Γ) Με τον ίδιο εκτελεστό τίτλο η καθ’ ής επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση (βλ. την υπ’ αρ. ……/10.4.2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή ………) κατά άλλου ακινήτου της ιδίας της ανακόπτουσας, το οποίο εκπλειστηριάστηκε στις 6/10/2021 και κατακυρώθηκε στην ίδια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………» για το ποσό των 178.001,00 €. Η καθ΄ής ανήγγειλε απαίτησή της ύψους 200.000,00 €, η οποία απορρέει από την επίδικη σύμβαση, η οποία ήταν ασφαλισμένη με υποθήκη και απαίτησή της από άλλη σύμβαση πίστωσης (με αρ. ……/2008) ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Κατατάχθηκε προνομιακά και οριστικά, ως ενυπόθηκη δανείστρια στο ποσό € 111.192,04 € και ως εγχειρόγραφη δανείστρια, για το ποσό των 17.106,47 €, για την απαίτησή της που δεν αφορούσε την επίδικη σύμβαση (βλ. τον με αρ. …./2021 πίνακα κατάταξης του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. και τον με αρ. ………/2021 πρόσκληση δανειστών του ιδίου). Κατά του παραπάνω λόγω πίνακα κατάταξης, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 27.12.2021 και με αριθμ. εκθ. καταθέσεως ………/27-12-2021 ανακοπή, για τους ίδιους λόγους, όπως και στην προηγούμενη δηλαδή, δεν αμφισβήτησε την απαίτηση της καθ΄ής που κατατάχθηκε προνομιακά και οριστικά. Συνεπώς για τα ποσά των 100.000 € και 111.192,04 €, που αφορούν την επίδικη απαίτηση οι άνω πίνακες κατάταξης (υπό 2 και 3) έχουν καταστεί απρόσβλητοι και εκτελεστοί, όπως άλλωστε συνομολογεί και η καθ’ ής (δεν έχει ασκηθεί ανακοπή, όπως εκτέθηκε από άλλο δανειστή που να ζητά την αποβολή της ως προς τα ποσά αυτά), ώστε οι άνω καταβολές των άνω ποσών είναι πλέον οριστικές. Δηλαδή η καθ’ ής είχε λάβει από πλειστηριασμούς ακινήτων άλλου συνοφειλέτη και της ιδίας της ανακόπτουσας το συνολικό ποσό των 211.192,04 €, πριν την έναρξη της επίδικης εκτέλεσης. Οι καταβολές αυτές νοούνται ότι έχουν γίνει την ημερομηνία που οι άνω πίνακες κατάταξης κατέστησαν απρόσβλητοι και εκτελεστοί ήτοι την 27.12.2021, με την πάροδο της προθεσμίας της ανακοπής της διάταξης του άρθρου 979 ΚΠολΔ και για το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, με δεδομένο ότι δεν προκύπτει πότε ακριβώς έγινε η πρόσκληση των δανειστών από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο (βλ. Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως τόμος Β 2001.σελ.628-629, Κιουπτσίδου–Στρατουδάκη ΚΠολΔ 2 Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας άρθρο 979 αρ. 2,3). Παρόλα αυτά η καθ’ ής με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή ζήτησε την καταβολή των ιδίου ποσού κεφαλαίου και την καταβολή νόμιμων τόκων από την 30.5.2012, ενώ η διαταγή πληρωμής είχε επιδικάσει νόμιμους τόκους από την 14.11.2015. Το ίδιο ποσό κεφαλαίου, τόκων και εξόδων είχε ζητήσει με τις επιταγές προς πληρωμή και στις προηγούμενες ως άνω εκτελεστικές διαδικασίες που είχαν ως αποτέλεσμα την εκπλειστηρίαση ακινήτων και την ικανοποίησή της, όπως εκτέθηκε. Η επίδικη όμως επιταγή προς πληρωμή είναι άκυρη κατά το επιπλέον αυτό ποσό των τόκων (30.5.2012-14.11.2015) που δεν περιλαμβάνεται στον εκτελεστό τίτλο (ΑΠ 390/2000 ΕλΔνη 41,1323) και ακόμα η καθ΄ής δεν συνυπολόγισε την καταβολή από τους άλλους συνοφειλέτες και την ανακόπτουσα του άνω ποσού των 211.192,04 €, που έπρεπε να αφαιρεθεί από το ποσό των τόκων την 27.12.2021. Συνεπώς η καθ΄ής ζητώντας με την από 19-05-2022 επιταγή προς πληρωμή την καταβολή τόκων από την 30.5.2012 ενεργεί παράνομα, ενώ επιπλέον ενεργεί και καταχρηστικά, αφού με την καταβολή του άνω ποσού των 211.192,04 € η οφειλή των νομίμων (από 14.11.2015) τόκων έχει εξοφληθεί σημαντικά. Επομένως έπρεπε κατά τα ποσά των τόκων εν μέρει (για το διάστημα από 30.5.2012 – 14.11.2015 και αφαιρουμένου του ποσού των 211.192,04 € την 27.12.2021 από την μετέπειτα οφειλή με αφετηρία την 14.11.2015) να ακυρωθεί η επιταγή προς πληρωμή. Η μερική ωστόσο ακύρωση της επιταγής ως προς το κονδύλιο των τόκων δεν επιδρά περαιτέρω στο κύρος της έκθεσης κατάσχεσης, με δεδομένο ότι αυτή είχε γίνει για μέρος του κεφαλαίου της απαίτησης, ποσού 100.000 € (με επιφύλαξη για την είσπραξη της συνολικής απαίτησης αυτής), το οποίο δεν εξοφλήθηκε από τις άνω καταβολές και καθώς η ανακόπτουσα δεν επικαλείται προσήκουσα προσφορά του πράγματι οφειλόμενου υπόλοιπου ποσού (βλ. ΑΠ 675/2001, ΑΠ 390/2000, ΑΠ 391/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μάζης στον ΚΠολΔ Κονδύλη/Κεραμέα/Νίκα, άρθρο 924 αρ.6). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δεχόμενο την καταβολή μεγαλύτερου ποσού (283.838,15 €) ακύρωσε στο σύνολό της την επιταγή προς πληρωμή ως προς το κονδύλιο των τόκων και στη συνέχεια ομοίως στο σύνολό της την έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, όμως έσφαλε. Συνεπώς θα πρέπει, κατά παραδοχή του 2ου λόγου της έφεσης, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ανακοπής εν μέρει και να ακυρωθεί η επιταγή προς πληρωμή κατά ένα μέρος ως προς το κονδύλιο των τόκων όπως εκτέθηκε. Με δεδομένο ότι εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρο 495 αρ. 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω να κρατηθεί η υπόθεση και να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι της ανακοπής που δεν είχαν εξετασθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Η ανακόπτουσα ισχυρίζεται στον πρώτο λόγο της ανακοπής της ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, διότι η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε σ΄αυτή μετά την πάροδο διμήνου από την έκδοσή της, ώστε να απωλέσει την ισχύ της. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι από την με αρ, …… Ε/12.10.2016 έκθεση επιδόσεως του δικ, επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….., προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 12.10.2016 με την από 11.10.2016 επιταγή προς πληρωμή, ήτοι εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 630 Α ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ’ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014 (Α 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”. Η παραπάνω διάταξη (2 παρ.4 Ν.4354/2015) εφαρμόζεται όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν.4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, καθώς είναι επιτρεπτή η παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των νόμων 4354/2015 και 3156/2003, ώστε οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν.4354/2015 να διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων (ΟλΑΠ 1/2023). Στην προκείμενη περίπτωση η ανακόπτουσα ισχυρίζεται στον δεύτερο λόγο της ανακοπής της ότι η καθ΄ής η ανακοπή δεν νομιμοποιείται να ενεργεί πράξεις εκτέλεσης σε βάρος της, δεδομένου ότι από τα έγγραφα που της κοινοποίησε με την επιταγή προς πληρωμή, προέκυψε ότι με την με αρ. πρωτ. ……./2.6.2019 σύμβαση που καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος ….. αρ…….) κατέστη μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ανώνυμης εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», στην οποία είχε μεταβιβασθεί με ειδική διαδοχή (με αρ. πρωτ. ……./24.6.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων του άρθρου 10 του ν.3156/2003, που καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών) η απαίτηση σε βάρος της ανώνυμης «τραπεζικής εταιρίας …………» (βλ. το με αρ. ……/18.7.2019 απόσπασμα που παραρτήματος που συνημμένο στο από 24.6.2019 έντυπο που καταχωρήθηκε ομοίως στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών). Ότι αφού συνιστά εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων, οι οποίες μεταβιβάστηκαν σ’ αυτή με τους όρους του ν. 3156/2003 δεν έχει κατ΄εξαίρεση νομιμοποίηση για διενέργεια πράξεων εκτέλεσης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι, αφού η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων της εταιρίας ειδικού σκοπού, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», ειδικής διαδόχου της αρχικής δικαιούχου Τράπεζας ………… (ιδιότητα που δεν αμφισβητεί ως προς αυτήν η ανακόπτουσα) έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 εφαρμόζεται, όπως προεκτέθηκε, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. Ν.4354/2015, ώστε να έχει την εξουσία εκ του νόμου ως μη δικαιούχος διάδικος να ασκήσει κάθε ένδικο βοήθημα και να προβεί σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, και μεταξύ αυτών να επισπεύσει και αναγκαστική εκτέλεση.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 954 παρ. 2 ΚΠολΔ η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει ……ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή, του τόπου του πλειστηριασμού, καθώς και του ονόματος του υπαλλήλου του πλειστηριασμού». Η σημαντικά μεγαλύτερη σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο ανωτέρω προθεσμία καθιστά εύλογο το συνυπολογισμό σ΄αυτή και του διαστήματος του Αυγούστου (βλ. Μάζης ο.π. άρθρο 954 αρ.2). Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ενώ η περάτωση της κατάσχεσης έλαβε χώρα την 12-7-2022 με την κοινοποίηση σ’ αυτή της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ως χρόνος πλειστηριασμού ορίστηκε η 16-2-2022, δηλαδή μετά 7 μήνες και 5 ημέρες, συμπεριλαμβανομένου. όμως, και του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, αφού, όπως ρητώς ορίζεται πλέον στη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 76 του Ν. 4842/2021, ο Αύγουστος δεν προσμετράται στην οριζόμενη ελάχιστη προθεσμία για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μόνο σε περίπτωση που αυτή συμπληρώνεται τον μήνα αυτό, οπότε η λήξη της προθεσμίας επέρχεται την αντίστοιχη ημερομηνία του επόμενου μήνα (βλ. ΕφΠειρ 549/2023, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΠειρ 309/2023 σε https://www.efeteio-peir.gr/ ΕφΑθ 6316/2022, ΕφΑθ 5174/2022, ΕφΑθ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ώστε ο πλειστηριασμός ορίσθηκε εντός της νόμιμης με το άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠολΔ προθεσμίας. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής, θα πρέπει όπως προεκτέθηκε, να γίνει εν μέρει δεκτός ο τρίτος λόγος ανακοπής. Τα δικαστικά έξοδα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. θα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών, αλλά και της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αρ. 472/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 15.09.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2022 ανακοπής.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει τον τρίτο λόγο αυτής.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει την από 19.05.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω το με αρ. ……/2016 πρώτο εκτελεστό απόγραφο απογράφου της με αριθμό ……/2016 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς το κονδύλιο των τόκων, για το διάστημα από 30.5.2012 – 14.11.2015 και κατά το ποσό των διακοσίων έντεκα χιλιάδων, εκατόν ενενήντα δύο ευρώ και τεσσάρων λεπτών (211.192,04 €), αφαιρουμένου αυτού την 27.12.2021, από την οφειλή των τόκων με έναρξη την 14.11.2015.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 5.9.2024
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ