ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός Αποφάσεως 475 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα KΣ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τη πληρεξούσια δικηγόρο Ευαγγελία ΤΥΡΑΛΗ, βάσει δηλώσεως.
Του εφεσιβλήτου : …………, ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Παπαδάκη.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10-5-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγή της κατά του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1749/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή της εκκαλούσας λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εκκαλούσα με την από 31-5-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2023 έφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………./2023 και προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του Ν. ΓΠΟΗ/1912 “περί δικαστικών ενσήμων”, όπως αυτός μεταγενεστέρως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς, με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το ν.δ. 4189/1961, εάν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην (ΑΠ 5/2020), με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ` ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως αυτή τέθηκε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 3994/25.07.2011 (ΑΠ 84/2015, ΑΠ 204/2014, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 567/2012). Η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εαν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1337/2011, 1107/2005). Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους κατά την άσκηση της έφεσης κατά το άρθρο 495 ΚΠολΔ, ήτοι κατά την κατάθεσή της στη γραμματεία του δικαστηρίου, η απόφαση του οποίου προσβάλλεται (ΑΠ 1572/2013) και συγκεκριμένη επίκλησή του με το εφετήριο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 529 παρ. 1 ΚΠολΔ. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται. Μετά δε την εξαφάνισή της χωρεί ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο ενάγων, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, δύναται να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως ηδύνατο να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 140/2023, ΑΠ 65/2022, ΑΠ 1461/2021, ΑΠ 538/2019, ΑΠ 1572/2013, 1095/2006, δημ. Νόμος). Εξάλλου στην κατ’ έφεση δίκη η προφορική συζήτηση της υπόθεσης είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 2 ΚΠολΔ και μάλιστα η προφορική συζήτηση επιβάλλεται και για τους δύο διαδίκους και όχι μόνο για τον ερημοδικασθέντα στον πρώτο βαθμό . Έτσι , αν ο εκκαλών δικάστηκε ερήμην από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στη δίκη ενώπιον του Εφετείου οι διάδικοι δεν μπορούν να παρασταθούν με δήλωση (βλ. άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), διότι η συζήτηση είναι υποχρεωτικά «προφορική». Αν παρά τον υποχρεωτικό για όλους τους διαδίκους, κατά τα παραπάνω, χαρακτήρα της προφορικής συζήτησης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, κατατεθούν προτάσεις πριν τη συζήτηση αλλά και δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, τότε ο διάδικος δεν παρίσταται προσηκόντως και ερημοδικάζεται (ΑΠ 476/2017, ΕφΠειρ 449/2018 Νόμος), ενώ, αν όλοι οι διάδικοι, παρά την υποχρεωτικότητα της προφορικής συζήτησης στο εφετείο, δεν παρασταθούν κατά τη συζήτηση της έφεσης, αλλά αρκεσθούν στην κατάθεση προτάσεων και τη δήλωση του αρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, η συζήτηση της έφεσης ματαιώνεται κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 260 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στο Εφετείο. Τα παραπάνω ισχύουν και επί έφεσης από ενάγοντα, του οποίου απορρίφθηκε η αγωγή λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου. (ΕφΑθ 2219/2007, ΕφΠατρ 295/2011, δημ. Νόμος). Η κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ απαγόρευση της παράστασης με δήλωση ισχύει όχι μόνο για τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, αλλά και για τον αντίδικό του που είχε παρασταθεί κανονικά στον πρώτο βαθμό (ΑΠ 866/2009, ΧρΙΔ 2009.65) γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ` αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 252/2009, ΑΠ 251/2009, ΑΠ 866/2008, ΕφΑθ 3330/2009, ΕφΑθ 2219/2007, Νόμος). Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι` αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεσή του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ και η απόρριψη συντελείται κατ` ουσίαν, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσιβλήτου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 476/2017, ΑΠ 1858/2014, ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 625/2000, Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 10-5-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγή της κατά του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1749/2021 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποια απέρριψε την αγωγή λόγω μη καταβολής του αναλογούντος για το αντικείμενο της (ΕφΘεσ 1847/03 Αρμ 2004, 1312) δικαστικού ενσήμου εκ μέρους της ενάγουσας, την οποία θεώρησε δικονομικώς απούσα (πλασματική ερημοδικία). Σημειώνεται ότι η στην αρχή του διατακτικού της εκκαλουμένης διατύπωση «Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων» δεν ασκεί έννομη επιρροή, διότι είναι σαφές από το σκεπτικό ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, λόγω πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας, από τη μη καταβολή δικαστικού ενσήμου. Η παραπάνω παράλειψη, που αναπληρώνεται από το γεγονός ότι διέλαβε οριστική κρίση επί του θέματος τούτου στο αιτιολογικό της, δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της εκκαλουμένης, ως ερήμην της ενάγουσας εκδοθείσας αποφάσεως, αφού αυτός (χαρακτήρας) εξαρτάται από την πλασματική εν προκειμένω απουσία της (ΑΠ 1058/07, Νόμος), κατά τη συζήτηση της αγωγής. Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης η εναγουσα άσκησε την υπό κρίση έφεση, τη συζήτηση της οποίας επισπεύδει η ίδια η εκκαλούσα, με επιμέλεια της οποίας επιδόθηκε στον εφεσίβλητο ακριβές αντίγραφο της ως άνω έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου, με την οποία ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, και με κλήση του εφεσιβλήτου προς συζήτηση κατά την ως άνω δικάσιμο (βλ. την υπ’ αριθμ. ………./6-9-2023 εκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….). Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της, για εσφαλμένη εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και ζητεί συν τοις άλλοις την άρση των συνεπειών της παράλειψής της της σχετικής με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου προσκομίζοντας το σχετικό δικαστικό ένσημο, ώστε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, με σκοπό, στη συνέχεια, να γίνει δεκτή η αγωγή της. Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1749/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ εξάλλου δεν έχει παρέλθει η καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθει και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής ………../2023 παράβολο) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Επομένως είναι τυπικά δεκτή. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως προκύπτει ότι κατά την ανωτέρω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως από τη σειρά του οικείου πινακίου,η εκκαλούσα παραστάθηκε με δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ενώ ο εφεσίβλητος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του. Σύμφωνα, όμως, με όσα αναφέρθηκαν στην προαναφερόμενη νομική σκέψη της παρούσας, εφόσον η εκκαλούσα δικάσθηκε πρωτοδίκως ερήμην ως προς την αγωγή της, λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, η προφορική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τούτου είναι υποχρεωτική και δεν επιτρέπεται παράσταση με δήλωση του αρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ από κανένα διάδικο και συνεπώς η εκκαλούσα δεν παραστάθηκε προσηκόντως και πρέπει να θεωρηθεί δικονομικώς απούσα. Επομένως εφόσον η εκκαλούσα δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, λόγω της μη νόμιμης παράστασής της, πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρα 524 παρ. 3 και) και να απορριφθεί κατά τούτο η έφεση ως ανυποστήρικτη λόγω της ερημοδικίας της, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων αυτής όσον αφορά την αγωγή της. Τέλος πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης από την εκκαλούσα του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2), και να καταδικασθεί η εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 193, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.Μετά δε την απόρριψη της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση ερήμην της εκκαλούσας.
Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Απορριπτει την έφεση.
Επιβάλλει εις βάρος της εκκαλούσας την κατά τούτο εξ αυτής δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού, την οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7-10-2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ