Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 467 /2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  467/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Κωνσταντίνα Λέκκου Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………, για να δικάσει τις κάτωθι αναφερόμενες υποθέσεις μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΑΣΚΗΣΑΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΕΩΣ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…………………», η οποία εδρεύει στις …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…………………», η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 89/1967 όπως ισχύει σήμερα, στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, τις οποίες εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ:  1) …………….., τον οποίο εκπροσώπησαν στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του Θεμιστοκλής Κλουκίνας, Νίκη Τσεμπερά και Απόστολος Τουρκαντώνης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, 2) …………….., την οποία εκπροσώπησαν στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του Θεμιστοκλής Κλουκίνας, Νίκη Τσεμπερά και Απόστολος Τουρκαντώνης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, 3) …………., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Γρηγορίου Μπλαβέρη και 4) ……………, τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αναστάσιος Φράγκος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Οι ήδη εκκαλούσες – ασκήσασες προσθέτους λόγους έφεσης εταιρείες με την επωνυμία «…………………» και «…………………», ήγειραν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 5.11.2020 (με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………………/6.11.2020) αγωγή, σε βάρος των ήδη εφεσιβλήτων, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης, αντιμωλία των διαδίκων, την 19.10.2021, εξεδόθη, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθμό 1918/2022 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη η ανωτέρω αγωγή.

Την ανωτέρω με αριθμό 1918/2022 απόφαση προσέβαλαν οι ανωτέρω ενάγουσες εταιρείες, με την από 19.7.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………………/19-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………………/19.7.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους και τους από 8.2.2023 (αρ. εκθ. καταθ. δικ. …………………/8.2.2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) προσθέτους επ’ αυτής λόγους.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο των ανωτέρω δικογράφων, τα οποία συνεκφωνήθηκαν με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλουσών – ασκησάντων προσθέτους λόγους έφεσης και του τρίτου εφεσιβλήτου – καθού οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης εμφανίσθηκαν και, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, οι πληρεξούσιοι δε ανωτέρω δικηγόροι των λοιπών διαδίκων δεν παραστάθηκαν, αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους, δήλωσαν, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθούν η ένδικη έφεση και οι ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι επ’ αυτής, χωρίς να παρασταθούν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τα κάτωθι δικόγραφα: α) η από 19.7.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………………/19-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………………/19.7.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εναγουσών εταιρειών με την επωνυμία «…………………» και «…………………»  και β) το από 8.2.2023 (αρ. εκθ. καταθ. δικ. …………………/8.2.2023) δικόγραφο προσθέτων λόγων επ’ αυτής, προς εξαφάνιση της με αριθμό 1918/2022 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 5.11.2020 (με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………………/6.11.2020) αγωγή, απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη ως προς την δεύτερη των εναγουσών εταιρεία με την επωνυμία «…………………» και εν μέρει ως απαράδεκτη και μη νόμιμη και κατά τα λοιπά ως αβάσιμη στην ουσία της ως προς την πρώτη των εναγουσών εταιρεία με την επωνυμία «…………………», τα οποία δικόγραφα (έφεση και δικόγραφο πρόσθετων λόγων) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρο 246 του ΚΠολΔ).

ΙΙ. Η από 19.7.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………………/19-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………………/19.7.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου)  έφεση των εκκαλουσών – εναγουσών κατά των πρωτοδίκως αντιδίκων τους και κατά της υπ΄ αριθμ. 1918/2022 οριστικής αποφάσεως του Ναυτικού Τμήματος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 5.11.2020 (με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………………/6.11.2020) αγωγής, ασκήθηκε κατά τους νομίμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπομένου στον νόμο παραβόλου και εμπροθέσμως, ήτοι της προβλεπομένης στις διατάξεις του άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ τριακονθήμερης προθεσμίας από της επομένης της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στις ενάγουσες την 20.6.2022, όπως αυτές αναφέρουν στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων εφέσεως και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τους εναγομένους, ενόψει του ότι η ένδικη έφεση ασκήθηκε δια καταθέσεως ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 19-7-2022. Ασκήθηκε, συνεπώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 144 § 1, 145, 495 §§1, 2, 3, 496, 499, 500, 511, 513 §1 εδάφ. α΄, 516 § 1, 517 εδάφ. α΄, 518 § 1 και 520 §1 Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, οι αυτές ως άνω εκκαλούσες άσκησαν κατά της ιδίας ως άνω εκκαλουμένης αποφάσεως πρόσθετους λόγους έφεσης με το από 8.2.2023 (αρ. εκθ. καταθ. δικ. …………………/8.2.2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) αυτοτελές δικόγραφό τους, πλήττοντας με αυτό τα ήδη εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια της προσβαλλομένης απόφασης, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 8.2.2023, και, αφού συντάχθηκε έκθεση κάτωθεν τούτου, κοινοποιήθηκε  στους εφεσιβλήτους πλέον των τριάντα (30) ημερών προ της αναγραφομένης στην αρχή της παρούσας απόφασης δικασίμου (11.1.2024), κατά την οποία προσδιορίσθηκε η συζήτηση της έφεσης [όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ……./13.2.2023 και …../9.2.2023 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ….. όσον αφορά στον πρώτο των εφεσιβλήτων – καθού οι πρόσθετοι λόγοι, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι αντίγραφο των προσθέτων λόγων επιδόθηκε την 9.2.23 στον πληρεξούσιο δικηγόρο του πρώτου εφεσιβλήτου και την 13.2.2023 στον ίδιο τον πρώτο εφεσίβλητο, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. …./13.2.2023 και …./9.2.2023 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……………… όσον αφορά στη δεύτερη των εφεσιβλήτων – καθού οι πρόσθετοι λόγοι, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι αντίγραφο των προσθέτων λόγων επιδόθηκε την 9.2.23 στον πληρεξούσιο δικηγόρο της δεύτερης εφεσιβλήτης  και την 13.2.2023 στην ίδια τη δεύτερη εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. …./13.2.2023 και …./9.2.2023 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………… όσον αφορά στον τρίτο των εφεσιβλήτων – καθού οι πρόσθετοι λόγοι, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι αντίγραφο των προσθέτων λόγων επιδόθηκε την 9.2.23 στον πληρεξούσιο δικηγόρο του τρίτου εφεσιβλήτου  και την 13.2.2023 στον ίδιο τον τρίτο εφεσίβλητο και όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. …./13.2.2023 και …./9.2.2023 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………. όσον αφορά στον τέταρτο των εφεσιβλήτων – καθού οι πρόσθετοι λόγοι, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι αντίγραφο των προσθέτων λόγων επιδόθηκε την 9.2.23 στον πληρεξούσιο δικηγόρο του τετάρτου εφεσιβλήτου και την 13.2.2023 στον ίδιο τον τέταρτο εφεσίβλητο] και, επομένως, εμπρόθεσμα και νομότυπα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, καθώς και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτής, τα οποία παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου προς εκδίκασή τους, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνουν τυπικά δεκτά και να διερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων, που διαλαμβάνονται στο κάθε δικόγραφο (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση.

ΙΙΙ. Οι ενάγουσες με την ένδικη αγωγή τους και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ισχυρίζονται ότι, η πρώτη εξ αυτών, κατά τον επίδικο χρόνο, ετύγχανε πλοιοκτήτρια του υπό κυπριακή σημαία φορτηγού, χύδην φορτίου (τύπου «Kamsarmax»), πλοίου “AR” (ΙΜΟ …. – ΔΔΣ ……), διαχείρισης της δεύτερης ενάγουσας, αλλοδαπής και δη εδρεύουσας στη Λιβερία, εταιρείας με την επωνυμία «…………………», η οποία έχει νόμιμα εγκατασταθεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67. Ότι συνεπεία απάτης που μετήλθαν σε βάρος της οι εναγόμενοι, την οποία (απάτη) ως ακολούθως διεπίστωσαν οι ενάγουσες, οι εναγόμενοι μετήλθαν και σε βάρος ετέρων πλοιοκτητριών εταιρειών αλλά και σε βάρος εταιρειών προμήθειας καυσίμων, συνιστάμενης αυτής (απάτης) σε ψευδείς παραστάσεις γεγονότων ως αληθινών, αλλά και σε αθέμιτη αποσιώπηση και απόκρυψη αληθινών γεγονότων, σχετικά με την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας, εδρεύουσας κατά το καταστατικό στις Νήσους Turks & Caicos των Βρετανικών Δυτικών Ινδιών, αλλά στην πραγματικότητα στο ……………. Αττικής, όπου είχε εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 89/1967, με την επωνυμία…………………., αλλά και λόγω των δημοσίων γραπτών δηλώσεων των εναγομένων, μέσω του εταιρικού προφίλ που διατηρούσε η ανωτέρω εταιρεία…………………., στην ιστοσελίδα της, οι ενάγουσες πλανήθηκαν, με συνέπεια η πρώτη εξ αυτών, με το ενσωματωμένο στην ένδικη αγωγή από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνο, που συντάχθηκε σύμφωνα με τους όρους του χρησιμοποιούμενου στις συναλλαγές τύπου Ν.Υ.Ρ.Ε. (New York Produce Exchange Form 1990, TIMENAV), την 26.7.2019, να εκναυλώσει το ανωτέρω πλοίο της και να θέσει αυτό ακολούθως την 12.8.2019, μετά των υπηρεσιών του πλοιάρχου και του πληρώματός του, στη διάθεση της ναυλώτριας ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία…………………., προκειμένου η τελευταία να το χρησιμοποιεί για τη μεταφορά ενός φορτίου σόγιας της, μη διάδικου στην παρούσα δίκη, εταιρείας με την επωνυμία …………….., από την Βραζιλία στην Κίνα, αντί ναύλου, όπως ορίζεται στην αγωγή. Ακολούθως δε, μετερχόμενοι την περιγραφόμενη στην αγωγή παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, έπεισαν αυτή να φορτώσει το προς μεταφορά φορτίο στο πλοίο της και να εκτελέσει την εν λόγω μεταφορά, χωρίς η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία να της καταβάλει τους οφειλόμενους δεύτερο και τρίτο συνομολογηθέντες ναύλου και χωρίς να της καταβάλει το τίμημα αγοράς καυσίμων που οι εναγόμενοι προμηθεύθηκαν την 6.9.2019, εμφανιζόμενοι στην αγοράστρια ως ψευδοαντιπρόσωποι των εναγουσών. Ότι την 27.9.2019, προ της παραδόσεως του εν λόγω φορτίου, οι εναγόμενοι κατήγγειλαν την ανωτέρω σύμβαση ναυλώσεως, επικαλούμενοι οικονομική αδυναμία της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας την οποία σκόπιμα και προσχεδιασμένα είχαν καταστήσει αφερέγγυα, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί η πρώτη ενάγουσα να ολοκληρώσει τη μεταφορά του ανωτέρω φορτίου με ιδικά της έξοδα. Επιπλέον, αναγκάσθηκε, συνεπεία κατάσχεσης του πλοίου της από την προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία, να καταβάλει και το τίμημα αγοράς καυσίμων μετά τόκων που οι εναγόμενοι, αν και εγνώριζαν, δυνάμει του ναυλοσυμφώνου που καταρτίσθηκε, ότι υπόχρεη για την καταβολή τους ήταν η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, εν τούτοις εμφανιζόμενοι ως ψευδοαντιπρόσωποι των εναγουσών, κατήρτισαν αυτή (σύμβαση πώλησης καυσίμων) στο όνομα και για λογαριασμό των εναγουσών, με αποτέλεσμα να επιβαρύνουν την περιουσία τους. Ειδικότερα, οι ενάγουσες ισχυρίσθηκαν ότι ο τρίτος εναγόμενος, στενός συνεργάτης του πρώτου εναγομένου, νόμιμος εκπρόσωπος και Διευθυντής Ναυλώσεων της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία…………………., κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, προκειμένου να πείσει την πρώτη ενάγουσα να ναυλώσει στην ανωτέρα εταιρεία το πλοίο της, κατόπιν προσυνεννοήσεως και σε συνεργασία (ι) με τον πρώτο εναγόμενο, επιχειρηματία απασχολούμενο επαγγελματικά με τις ναυλώσεις και την εκμετάλλευση πλοίων, ο οποίος ετύγχανε ουσιαστικός ιδιοκτήτης, αποκλειστικός, άλλως κατά πλειοψηφία μέτοχος και ουσιαστικός διαχειριστής της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία…………………., (ιι) με τη δεύτερη εναγομένη, μητέρα του πρώτου εναγομένου, φερόμενη ως νόμιμη εκπρόσωπός της αμέσως ανωτέρω εταιρείας, σύμφωνα με το πιστοποιητικό νομίμου εκπροσώπου της και ουσιαστικά ανώτερη υπάλληλος του πρώτου εναγομένου υιού της και της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία………………… και (ιιι) με τον τέταρτο εναγόμενο στενό συνεργάτη του πρώτου εναγομένου και υπάλληλο αυτού και της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία…………………. απασχολούμενος στο Τμήμα Διαχείρισης ναυλώσεων (Operations department) αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από 15.4.2019 έως 26.7.2019, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς, στους ………. Γενικό Διευθυντή και Επικεφαλής του Τμήματος Διαχείρισης πλοίων (Operations department) της δεύτερης εναγόμενης και ………… (Επικεφαλής του Τμήματος Ναυλώσεων της δεύτερης εναγόμενης Διαχειρίστριας), οι οποίοι διαπραγματεύονταν για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας τη ναύλωση του ανωτέρω πλοίου της στην ανωτέρω εταιρεία…………………  ότι, η ανωτέρω χρονοναυλώτρια εταιρεία (…………..) ήταν νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, απολύτως φερέγγυα, με μεγάλη περιουσία και επιτυχή επιχειρηματική δράση, η οποία μάλιστα ήταν συνεφοπλίστρια του φορτηγού πλοίου UO, μεταφορικής σε βάρος ικανότητας 63.118 τόνων που είχε πολύ μεγάλη εμπορική αξία και της απέδιδε δήθεν μεγάλα εισοδήματα, καθώς επίσης ότι ήταν εφοπλίστρια άλλων πλοίων που της εξασφάλιζαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, πολυάριθμες επιτυχείς χρονοναυλώσεις, έχαιρε διεθνούς φήμης, διέθετε πιστοποιητικό καλής λειτουργίας (ISM), πολυτελή γραφεία παγκοσμίως και στην έδρα της στην Ελλάδα, ότι η ναυλώτρια εταιρεία και ο όμιλος εταιρειών ……. ευρίσκοντο σε στενή συνεργασία με τις μεγαλύτερες κρατικές και ιδιωτικές εταιρείες διακίνησης εμπορευμάτων παγκοσμίως, λόγω της μεγάλης οικονομικής της επιφάνειας και του εξειδικευμένου της προσωπικού εξασφάλιζε δήθεν την εκτέλεση των χρονοναυλοσυμφώνων, την ασφαλή και αποτελεσματική μεταφορά και παράδοση των φορτίων, επέβλεπε την εκταμίευση όλων των αναγκαίων κεφαλαίων και μεριμνούσε και εξασφάλιζε την προμήθεια των χρονοναυλωμένων πλοίων με καύσιμα και με όλες τις πρακτοριακές υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση των πλοίων και των φορτίων στις εκάστοτε τελούμενες φορτοεκφορτώσεις και περαιτέρω ότι ήταν εξασφαλισμένο σημαντικό εισόδημα από υποναυλώσεις του ανωτέρω πλοίου της πρώτης ενάγουσας λόγω της μεγάλης επιχειρηματικής επιφάνειας της χρονοναυλώτριας, ότι μετά βεβαιότητος αυτή (ναυλώτρια) επρόκειτο να πληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της από το χρονοναυλωσύμφωνο  και ήταν εξασφαλισμένη η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της από αυτό, αναλαμβάνοντας μάλιστα την καταβολή δελεαστικού ποσού ναύλου εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 17.750 ημερησίως και δελεαστικού μπόνους άφορτου ταξιδιού προς τον λιμένα φόρτωσης (Τουμπαράο Βραζιλίας) εκ ποσού 775.000 Δολ.ΗΠΑ, ότι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της ανωτέρω εταιρείας που θα προέκυπταν  από το εν λόγω χρονοναυλοσύμφωνο, εγγυόνταν δήθεν και ο ιδιοκτήτης και αποκλειστικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπός της, πρώτος εναγόμενος, ο οποίος διέθετε τεράστια περιουσία και επιχειρηματική δραστηριότητα και γραφεία παγκοσμίως, ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε εξασφαλίσει την ασφαλή και αποτελεσματική μεταφορά και παράδοση των φορτίων που θα φορτώνονταν επί του ανωτέρω πλοίου της πρώτης ενάγουσας και ότι διαθέτει τα απαραίτητα κεφάλαια για τη λειτουργία του πλοίου, ότι είχε μεριμνήσει για την προμήθεια του πλοίου της πρώτης ενάγουσας με καύσιμα από εταιρία προμήθειας καυσίμων, όπως επίσης και τον διορισμό πρακτόρων αυτού στους λιμένες φόρτωσης και εκφόρτωσης. Μάλιστα, για την επιβεβαίωση των ως άνω ψευδών παραστάσεων, ο τρίτος εναγόμενος, με παρότρυνση των πρώτου και δεύτερης των εναγόμενων, απέστειλε στην πρώτη ενάγουσα, μέσω των ασφαλειομεσιτών της ναυλώτριας εταιρείας, εταιρείας με την επωνυμία …………., το από 15.4.2019 ηλεκτρονικό μήνυμα, περιέχον ψευδείς διαβεβαιώσεις περί δήθεν μεγάλης περιουσίας και επιχειρηματικής δράσης της υποψήφιας χρονοναυλώτριας, έναν «ογκώδη» κατάλογο από παλαιές και κυρίως πρόσφατες δήθεν επιτυχείς ναυλώσεις πλοίων από αυτήν και συνημμένο αντίγραφο του αναλυτικού ιστορικού της ναυλώτριας εταιρείας, του ιδιοκτήτη, αποκλειστικού μετόχου και διαχειριστή της και ήδη πρώτου εναγομένου, το οποίο η ναυλώτρια εταιρεία είχε αναρτημένο στην ιστοσελίδα που διατηρούσε στο διαδίκτυο καθόλη την ένδικη περίοδο. Εν τούτοις, όπως ακολούθως οι ενάγουσες διεπίστωσαν, παρά τις ανωτέρω ρητές διαβεβαιώσεις του τρίτου εναγομένου, οι ανωτέρω δηλώσεις αυτού (τρίτου εναγομένου) σχετικά με την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ήταν ψευδείς, γεγονός που άπαντες οι εναγόμενοι εγνώριζαν, διότι αυτή (ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία) ήταν εξ αρχής, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη του από 26.7.2019 χρονοναυλοσυμφώνου «μια εταιρία στα χαρτιά», ήταν κατάχρεη, είχε πτωχεύσει και είχε ήδη παύσει τις πληρωμές της, εστερείτο παντελώς περιουσίας και υπολειτουργούσε προκειμένου να καλύπτει την δραστηριότητα του ιδιοκτήτη της πρώτου εναγομένου, δεν διέθετε κανένα περιουσιακό στοιχείο και δεν επρόκειτο να πληρώσει τις υποχρεώσεις της, ότι ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη οικονομικά, την οποία κατέστησε εντελώς αφερέγγυα σκοπούμενα ο πρώτος εναγόμενος, σε συνεργασία με την δεύτερη και τρίτο των εναγομένων, οι εναγόμενοι δε είχαν μεθοδεύσει να αποξενωθεί η ανωτέρω εταιρεία της περιουσίας της και μάλιστα είχαν προσχεδιάσει τεχνηέντως αυτή (ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία) να προεισπράξει και τον (υπο)ναύλο που η ίδια (ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία) είχε συνομολογήσει με τη φορτώτρια του φορτίου, τη μεταφορά του οποίου δυνάμει του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου εκτέλεσε η πρώτη ενάγουσα δια του ανωτέρω πλοίου της, μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία ……………, τον οποίο (υποναύλο) ακολούθως προεισέπραξε η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία κρυφά από τις ενάγουσες και τεχνηέντως, κατά τη φόρτωση του φορτίου και τον οποίο μάλιστα οι εναγόμενοι εφρόντισαν να εξαφανίσουν μέσω εταιρείας του πρώτου εναγόμενου, με σκοπό να μη δυνηθεί η πρώτη ενάγουσα να κατάσχει συντηρητικώς αυτόν (υποναύλο) προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της από το επίδικο χρονοναυλοσύμφωνο, δικαίωμα (συντηρητικής κατάσχεσης του υποναύλου εις χείρας της υποναυλώτριας) το οποίο προέβλεπετο με συναφή όρο του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου. Ότι, όπως ανακάλυψαν ακολούθως (οι ενάγουσες), η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία χρησιμοποιήθηκε ως «όχημα/κέλυφος» προκειμένου ο πρώτος εναγόμενος, να λάβει στην κατοχή του το ανωτέρω πλοίο της πρώτης ενάγουσας και να το εκμεταλλευτεί, δίχως η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της από το ανωτέρω από 26.7.2019 ναυλοσύμφωνο, με περαιτέρω σκοπό ο πρώτος εναγόμενος να αποκομίσει από την εκμετάλλευση αυτού περιουσιακό όφελος, όπως και πράγματι απεκόμισε, ανερχόμενο στο ποσό των 2.618.336,74 Δολ. ΗΠΑ, ποσό στο οποίο ανήρχετο ο συνομολογηθείς υποναύλος, αποφεύγοντας αυτός (πρώτος εναγόμενος), αλλά και η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, δολίως, λόγω της εξ αρχής και μάλιστα σκοπούμενης αφερεγγυότητας αυτής (ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας), να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους από το από 26/07/2019 ναυλοσύμφωνο και δη τους χρονοναύλους και τα καύσιμα που της παρέδωσε η πρώτη ενάγουσα μαζί με το πλοίο, καθώς και τα έξοδα της ναύλωσης και ιδίως τα καύσιμα που απαιτούνταν για την ασφαλή ναυσιπλοΐα και τη μεταφορά του φορτίου από το χώρο φορτώσεως (το λιμάνι Τουμπαράο Βραζιλίας) στο λιμάνι παράδοσης (Σόνξια της Κίνας), καθώς και τον λογαριασμό εξόδων του πλοίου στον λιμένα εκφόρτωσης και τελών λιμένος που ήταν απαραίτητα για την ασφαλή εκφόρτωση και παράδοση του φορτίου στους παραλήπτες. Ότι εάν αυτή (πρώτη ενάγουσα) εγνώριζε την αλήθεια, την οποία δολίως της απέκρυψαν οι εναγόμενοι, είναι βέβαιο ότι δεν θα προέβαινε στη σύναψη της από 26.7.2019 συμβάσεως ναυλώσεως με την ανωτέρω, παντελώς αφερέγγυα, ναυλώτρια εταιρεία, ούτε θα της παρέδιδε ακολούθως (την 12.8.2019) το πλοίο της, προκειμένου να το εκμεταλλευθεί (σελ. 59 ένδικης αγωγής), ενόψει και της αθέμιτης εκ μέρους των εναγομένων απόκρυψης ότι είχαν συμφωνήσει με την υποναυλώτρια να προεισπράξουν το σύνολο του υποναύλου κατά την φόρτωση του φορτίου στις 28/08/2019, συμπεριφορά η οποία είναι αντίθετη στη συνήθη πρακτική των ναυτιλιακών συναλλαγών, που συνίσταται (συνήθη πρακτική) στο να καταβάλλεται ένα μέρος του υποναύλου με την εκφόρτωση και παράδοση του φορτίου στον παραλήπτη και είχαν προγραμματίσει να αγοράσουν καύσιμα για λογαριασμό των εναγουσών, χωρίς δική τους εξουσιοδότηση και περαιτέρω, εάν εγνώριζε ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία αδυνατούσε να εκπληρώσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις από το εν λόγω ναυλοσύμφωνο, θα είχε αρνηθεί η πρώτη ενάγουσα την 28.8.2019, να φορτώσει το προς μεταφοράς φορτίο, άλλως θα είχε ζητήσει τραπεζική εγγύηση από την ανωτέρω ναυλώτρια, τους φορτωτές και τους παραλήπτες του φορτίου για την κάλυψη του ναύλου και των εξόδων (σελ. 49 ένδικης αγωγής) και δεν θα παρείχε τη συναίνεσή της για την εκτέλεση της μεταφοράς του εν λόγω φορτίου από την φόρτωσή του την 28.8.2019 στο λιμάνι Τουμπαράο της Βραζιλίας έως και την 27.9.2019, οπότε οι εναγόμενοι ενεργώντας από κοινού και δόλια κατήγγειλαν την εν λόγω σύμβαση ναύλωσης. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκαν ότι, ο πρώτος εναγόμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 26.7.2019 ημερομηνία κατάρτισης του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου έως την 28.8.2019, οπότε ολοκληρώθηκε η φόρτωση του εν λόγω πλοίου και ακολούθως, έως την 27.9.2019, οπότε η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση ναυλώσεως, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στη δόλια αποφυγή καταβολής των ναύλων και της αξίας των καυσίμων, παρείχε μέσω των τρίτου και τετάρτου των εναγόμενων στις ενάγουσες ψευδείς διαβεβαιώσεις ότι θα κατέβαλε οπωσδήποτε τους οφειλόμενους δεδουλευμένους ναύλους και την αξία των καυσίμων. Επιπλέον, την 28.8.2019 με τη φόρτωση του πλοίου της πρώτης ενάγουσας, εισέπραξε κρυφίως από την πρώτη ενάγουσα, προκαταβολικά το ποσό του υποναύλου, ήτοι το ποσό των δολ. ΗΠΑ 2.618.336,74, ποσό ικανό να καλύψει τα έξοδα όλης της ένδικης χρονοναύλωσης, το οποίο κατά το ποσό των δολ. ΗΠΑ 874.765,24, στο οποίο ανέρχονται οι ένδικες απαιτήσεις της πρώτης ενάγουσας, «είναι προφανές» κατά την αγωγή ότι ο πρώτος εναγόμενος πραγματικός ιδιοκτήτης της ναυλώτριας «υπεξαίρεσε» σε προσωπικό του λογαριασμό. Εάν δε η πρώτη ενάγουσα εγνώριζε ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε αποξενώσει την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία από την περιουσία της και τον υποναύλο, θα είχε ασκήσει εγκαίρως την 28.8.2019 ή και προηγούμενα το δικαίωμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτων που είχε προβλεφθεί με τον όρο 18 του ανωτέρω ναυλωσυμφώνου, και δη του υποναύλου εις χείρας της ανωτέρω υποναυλώτριας εταιρείας για την εξόφληση των απαιτήσεών της,  άλλως θα είχε αξιώσει τραπεζική εγγύηση για την πληρωμή του ναύλου και των εξόδων από τη ναυλώτρια εταιρεία και σε περίπτωση αρνήσεως θα είχε αποσύρει το πλοίο από τις υπηρεσίες της ναυλώτριας. Ότι, από την αρχή της ένδικης ναυλώσεως, οι εναγόμενοι μεθόδευσαν τεχνηέντως και κατέβαλαν πάντα με καθυστέρηση τους οφειλόμενους ναύλους και ενώ εγνώριζαν πολύ καλά ήδη από την 24/7/2019 ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία εστερείτο περιουσίας και είχαν καταστήσει αυτή (ναυλώτρια) αφερέγγυα, ιδιοποιούμενοι παρανόμως τον εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 2.618.336,74 υποναύλο, αποκρύπτοντας αθέμιτα, αν και το εγνώριζαν ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεν είχε περιουσία και ότι ο πρώτος εναγόμενος την είχε αποξενώσει από την περιουσία της και τον υποναύλο και είχε εξαπατήσει μεγάλο αριθμό πλοιοκτητών και προμηθευτών καυσίμων, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή ημερομηνίες, εντός του μηνός Σεπτεμβρίου 2019, ο τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, τελούντες σε προσυνεννόηση και συνεργασία με τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, δολίως και προσχηματικά εδήλωναν ότι η ναυλώτρια εταιρεία διέθετε δήθεν μεγάλα, επαρκή κεφάλαια και περιουσιακά στοιχεία, αναγνώρισαν την απαίτηση της πρώτης  ενάγουσας για την πληρωμή ναύλου ποσού 134.649,89 Δολ. ΗΠΑ, που κατέστη ληξιπρόθεσμος στις 11.9.2019 και αφορούσε χρονοναύλο της περιόδου από 11/09/2019 μέχρι 11/10/2019 και προέβαλαν τεχνηέντως στοχευμένα και συστηματικά ψευδείς διαβεβαιώσεις περί δήθεν άμεσα επικείμενης καταβολής των οφειλόμενων ποσών ναύλων και εξόδων από το επίμαχο ναυλοσύμφωνο, τούτο δε έπρατταν δολίως προκειμένου να κερδίσουν χρόνο και να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται το πλοίο, επιπλέον δε προκειμένου να εκτελέσει η πρώτη ενάγουσα τη μεταφορά του φορτίου χωρίς ο πρώτος εναγόμενος και η ναυλώτρια εταιρεία να καταβάλλουν τα οφειλόμενα, καθώς επίσης προκειμένου να ματαιωθεί το δικαίωμα της πρώτης ενάγουσας κατάσχεσης του υποναύλου και του φορτίου, αλλά και της περιουσίας της ναυλώτριας εταιρείας, προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της. Παρά τις ανωτέρω διαβεβαιώσεις, την 27.9.2019, οι εναγόμενοι αντί να καταβάλουν τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας προς την πρώτη ενάγουσα, απέστειλαν σε αυτήν (πρώτη ενάγουσα) ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο της εδήλωσαν ότι η ναυλώτρια δεν διαθέτει χρήματα και κατάγγειλαν δολίως την σύμβαση ναύλωσης. Επιπλέον των ανωτέρω, ισχυρίζονται ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 6.9.2019 έως 27.11.2019, οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, με παρότρυνση και εντολή του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων, αν και εγνώριζαν, άλλως όφειλαν να γνωρίζουν ότι, δυνάμει του όρου 2 του ανωτέρω από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου όφειλε η ναυλώτρια να καταβάλει το τίμημα των καυσίμων του πλοίου για την ένδικη μεταφορά, με δόλιες μεθοδεύσεις επιβάρυναν την περιουσία των εναγουσών και δη προκειμένου να επιτύχουν προμήθεια καυσίμων με πίστωση του τιμήματος εξήντα ημερών, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς, στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη προμηθεύτρια καυσίμων εταιρεία με την επωνυμία «…………….», κατά την κατάρτιση σύμβασης αγοράς ποσότητας 300 μετρικών τόνων καυσίμων για το ανωτέρω πλοίο της πρώτης ενάγουσας, ότι ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι των εναγουσών, δυνάμει δήθεν νομίμως χορηγηθείσας υπ’ αυτών (εναγουσών) εξουσίας, ενώ τέτοια εξουσία δεν είχαν και πέτυχαν τοιουτοτρόπως τη σύναψη στο όνομα αυτών (εναγουσών) της σύμβασης αγοράς της ανωτέρω ποσότητας καυσίμων και κατέστησαν τις ενάγουσες εις ολόκληρο υπεύθυνες για την καταβολή του τιμήματος αυτών (αγορασθέντων καυσίμων) και δη του ποσού των 145.547,05 Δολ. ΗΠΑ, καθιστώντας υπέγγυα για την εξόφληση του εν λόγω τιμήματος την περιουσία των εναγουσών, ακολούθως δε απέκρυψαν από τις ενάγουσες αθεμίτως ότι είχαν συνάψει τεχνηέντως στο όνομα τους σύμβαση πώλησης καυσίμων για το τίμημα των οποίων είχαν καταστήσει αυτές υπεύθυνες, δίχως οι ίδιες να το γνωρίζουν και περαιτέρω, παρέστησαν ψευδώς στον πλοίαρχο του πλοίου και στη δεύτερη ενάγουσα διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία ότι η ναυλώτρια εταιρεία πράγματι αγόρασε δήθεν ποσότητα 300 μ.τ. καυσίμων, όπως υποχρεούνταν από το ναυλοσύμφωνο και έδωσαν, για λογαριασμό της ναυλώτριας, εντολή στον πλοίαρχο και στη διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία, να παραλάβει ο πλοίαρχος την ως άνω ποσότητα καυσίμων στις 18.9.2019, διαβεβαιώνοντας τόσο τον πλοίαρχο του πλοίου όσο και τη δεύτερη ενάγουσα ότι η παραλαβή των καυσίμων θα γίνει από τον πλοίαρχο και τον πρώτο μηχανικό δήθεν για λογαριασμό της ναυλώτριας εταιρείας, γεγονός ψευδές. Τοιουτοτρόπως, χρέωσαν την περιουσία των εναγουσών με το τίμημα της πώλησης του εν λόγω καυσίμου ήτοι κατά το ποσό των Δολλ. ΗΠΑ 145.547,05 και ακολούθως, αφού δεν κατέβαλε ως όφειλε η ναυλώτρια του ανωτέρω πλοίου το τίμημα για την εν λόγω πώληση, προκάλεσαν την κατάσχεση του πλοίου της πρώτης ενάγουσας από την προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία, προκαλώντας οικονομική ζημία στην περιουσία της πρώτης ενάγουσας λόγω μη πληρωμής του τιμήματος των ως άνω καυσίμων και παράλληλα διακινδύνευση της υγείας και ασφάλειας του πληρώματος του πλοίου και επιπλέον την κατάσχεση της περιουσίας αμφοτέρων των εναγουσών. Περαιτέρω, ότι συνεπεία της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, η πρώτη ενάγουσα υπέστη ζημία και δη [Α] απώλεσε το ποσό των ευρώ 542.336,51, ήτοι το ισόποσο σε ευρώ, κατά το χρόνο επέλευση της ζημίας την 15.10.2019, οπότε ολοκληρώθηκε η μεταφορά του εν λόγω φορτίου του ποσού των Δολλ. ΗΠΑ 597.953,12, στο οποίο ανήρχοντο οι συνομολογηθέντες, με την ένδικη σύμβαση ναυλώσεως και μη καταβληθέντες ναύλοι, χρονικής περιόδου από 11.9.2019 έως 15.10.2019, οπότε παραδόθη το φορτίο [35 ημέρες χρονικής περιόδου από 11.9.2019 έως 15.10.2019 επί ημερήσιο ναύλο 17.750 Δολ.ΗΠΑ = 621.250 Δολ.ΗΠΑ μείον 3,75% προμήθεια ναυλωτή (Δολ.ΗΠΑ 23,296,87) = Δολ.ΗΠΑ 597.953,12], [Β] ζημιώθηκε κατά το ποσό των ευρώ 9.793,90, ήτοι το ισότιμο σε ευρώ κατά την 1.10.2019 του ποσού των Δολ. ΗΠΑ 10.674,37 (22,009 μ.τ. τύπου HSFO 22,009 μ.τ. αντί του ποσού των Δολ.ΗΠΑ 485 ανά μ.τ .και συνολικά  Δολ.ΗΠΑ 10.674,37), το οποίο αναγκάσθηκε να καταβάλει η πρώτη ενάγουσα την 1.10.2019, για την αγορά 22,009 μ.τ. καυσίμου τύπου HSFO στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, για την ολοκλήρωση του ταξιδίου έως το λιμάνι παράδοσης του φορτίου, το οποίο σύμφωνα με τον όρο 2 του ναυλοσυμφώνου, όφειλε να καταβάλει η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, [Γ] ζημιώθηκε κατά το ποσό των ευρώ 2.157,88, ήτοι το ισότιμο σε ευρώ κατά την 1.10.2019 του ποσού των Δολ. ΗΠΑ 2.351,88, που αφορούσε την αμοιβή της πράκτορος εταιρείας …………. που διορίσθηκε προκειμένου για την προμήθεια των υπό στοιχείο [Β] αναφερομένων καυσίμων που αυτή (πρώτη ενάγουσα) αγόρασε στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, το οποίο σύμφωνα με τον όρο 2 του ναυλοσυμφώνου, όφειλε να καταβάλει η ναυλώτρια εταιρεία, [Δ] ζημιώθηκε κατά το ποσό των ευρώ 4.988,44, ήτοι το ισότιμο σε ευρώ κατά την 15.10.2019 ημέρα ολοκλήρωσης του ταξιδίου και παράδοσης του φορτίου, του ποσού των δολ. ΗΠΑ 5.000 για έξοδα καθαρισμού κυτών, τα οποία με όρο της συμβάσεως ναυλώσεως είχε αναλάβει η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, [Ε] ζημιώθηκε κατά το ποσό των ευρώ 2.907,12, ήτοι το ισότιμο σε ευρώ κατά την 15.10.2019 (ημέρα ολοκλήρωσης του ταξιδίου και παράδοσης του φορτίου) του ποσού των δολ. ΗΠΑ 3.205,24 [δολ. ΗΠΑ 1.500 ανά 30 ημέρες Χ 64,1049 ημέρες που διήρκεσε η μεταφορά και δη από 12.8.2019 ώρα 5.24 έως 15.10.2019, ώρα 7.55 = 3.205,24 Δολ.ΗΠΑ] για έξοδα χρήσης τηλεγραφικών εγκαταστάσεων, διατροφής και αναψυχής, τα οποία όφειλε να καταβάλει η ναυλώτρια στην πρώτη ενάγουσα, δυνάμει του όρου 10 της περίληψης του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, [ΣΤ] ζημιώθηκε κατά το ποσό των ευρώ 47.817,57, ήτοι το ισότιμο σε ευρώ κατά την 15.10.2019 (ημέρα ολοκλήρωσης του ταξιδίου και παράδοσης του φορτίου) του ποσού των δολ. ΗΠΑ 52.721,26, για έξοδα της πράκτορος εταιρείας ……………., στα οποία συμπεριλαμβάνονται αμοιβή πράκτορα, λιμενικά τέλη, πλοηγικά τέλη, αμοιβή ρυμουλκού, τα οποία όφειλε να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα η ναυλώτρια σύμφωνα με τον όρο 2 του ναυλοσυμφώνου, [Ζ] ζημιώθηκε κατά το ποσό το ποσό των ευρώ 162.894,33, με βάση την ισοτιμία κατά την 27.11.2019 του ποσού των δολ. ΗΠΑ 179.468,83 το οποίο αναγκάσθηκε να καταβάλει την 27.11.2019, στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία …………., σε εξόφληση του τιμήματος της ποσότητας καυσίμου 300,097 μετρικών τόνων τύπου HSFO, την οποία οι εναγόμενοι αγόρασαν την 6.9.2019, εμφανιζόμενοι ως ψευδοαντιπρόσωποι των εναγουσών, χωρίς η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία να καταβάλει το τίμημα, αν και όφειλε, κατά τον όρο 2 του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου, με συνέπεια η ανωτέρω πωλήτρια των καυσίμων εταιρεία να επιβάλει κατάσχεση στο ανωτέρω πλοίο της στο λιμένα Μπουένος Άιρες Αργεντινής, κατόπιν Δικαστικής Διαταγής που εξέδωσε το Πρωτοδικείου του Μπουένος Άιρες, [Η] ζημιώθηκε κατά το ποσό των 32.561,83, ήτοι το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία της 27.11.2019 του ποσού των Δολ. ΗΠΑ 35.875 (16.400 Δολ. ΗΠΑ ημερησίως σύμφωνα με τον όρο 2 του ναυλοσυμφώνου X 2,1875 ημέρες =) ως διαφυγόν κέρδος που απώλεσε από την εκναύλωση του πλοίου δυνάμει του από 30/10/2019 χρονοναυλοσυμφώνου, που είχε καταρτίσει με την εταιρεία ……….., καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο κατασχέθηκε συντηρητικώς από την ανωτέρω εταιρεία προμήθειας καυσίμων και δη από την 25.11.2019 και ώρα 00.30 π.μ. έως την 27.11.2019 και ώρα 05.00 π.μ., οπότε ελευθερώθηκε, αφού η πρώτη ενάγουσα κατέβαλε το τίμημα για τα ανωτέρω καύσιμα, [Θ] ζημιώθηκε κατά το ποσό των ευρώ 771,49, ήτοι το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία της 27.11.2019 του ποσού των Δολ. ΗΠΑ 850, για έξοδα για την άρση της κατάσχεσης του πλοίου της, [I] ζημιώθηκε κατά το ποσό των ευρώ 2.850,14, ήτοι το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία της 27.11.2019 του ποσού των Δολ. ΗΠΑ 3.140,15 για κατανάλωση 7,656 μ,τ. καυσίμου τύπου HSFO 7,656 μ,τ. (7.656 μ.τ. X Δολ,ΗΠΑ 375 Δολ,ΗΠΑ ανά τόνο = Δολ.ΗΠΑ 2.871,09 και καύσιμο τύπου LSGO (Diesel) 0,438 μ.τ. X 615 Δολ.ΗΠΑ ανά τόνο = 269,06 ΔολΗΠΑ= 3.140,15 Δολ. ΗΠΑ) καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο ευρίσκετο υπό κατάσχεση, [ΙΑ] ζημιώθηκε το ποσό των ευρώ 9.691,80, ήτοι το ισόποσο σε ευρώ με την ισοτιμία της 15.10.2019, του ποσού των Δολ. ΗΠΑ 10.685,70 (Δολ. ΗΠΑ 1.650,94 για έκαστο κάβο X 5 σπασμένοι κάβοι =), για την αποκατάσταση πέντε κάβων του ανωτέρω πλοίου της, συνεπεία θραύσης αυτών λόγω κακοκαιρίας στον ανασφαλή λιμένα παράδοσης του φορτίου, το οποίο ήταν υποχρεωμένη η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία να καταβάλει, ενόψει του ότι αυτή, με όρο της ανωτέρω από 26.7.2019 σύμβασης ναυλώσεως, είχε αναλάβει την υποχρέωση να αποστείλει το πλοίο σε ασφαλή λιμένα, πλην όμως ο ανωτέρω λιμένας παράδοσης του φορτίου (λιμάνι Σόνξια της Κίνας) ήταν ανασφαλής, [ΙΒ] ζημιώθηκε κατά το ποσό των ευρώ 1.792,03, ήτοι το ισότιμο σε ευρώ των Δολ. ΗΠΑ 1.975,80 την 15.10.2019, το οποίο κατέβαλε η πρώτη ενάγουσα για τη βαφή του πλοίου της λόγω καταστροφής της, λόγω του ανασφαλούς του ανωτέρω λιμένα παράδοσης του φορτίου και [ΙΓ] ζημιώθηκε κατά το ποσό των 13.849,71 ευρώ, ήτοι το ισότιμο σε ευρώ με την ισοτιμία της 14.10.2019 του ποσού των Δολ. ΗΠΑ 16.530 για αποκατάσταση ζημιών του ανωτέρω πλοίου, λόγω σύγκρουσης αυτού με το φορτηγό πλοίο «TQ18» στον λιμένα Σόνξια στις 14.10.2019, συνεπεία του ανασφαλούς χαρακτήρα του ανωτέρω λιμένα, σε συνδυασμό με όρο της συμβάσεως ναυλώσεως που υποχρέωνε τη ναυλώτρια να αποστείλει το πλοίο σε ασφαλή λιμένα, πλην όμως ο ανωτέρω λιμένας παράδοσης του φορτίου (λιμάνι Σόνξια της Κίνας) ήταν ανασφαλής. Περαιτέρω, οι ενάγουσες, επικαλούμενες αφενός μεν ότι η περιγραφόμενη στην αγωγή συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος τους, τυγχάνει παράνομη και υπαίτια και δη στοιχειοθετεί το αδίκημα της απάτης, την οποία μετήλθαν σε βάρος τους οι εναγόμενοι, ενεργούντες και υπό την ιδιότητά τους ως οργάνων και εκπροσώπων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, μέσω των οποίων εκδηλώθηκε η απατηλή αυτής (ναυλώτριας εταιρείας) συμπεριφορά, άλλως υπό την ιδιότητά αυτών (εναγομένων) ως προστηθέντων αυτής (ναυλώτριας εταιρείας), καθώς επίσης ότι η συμπεριφορά αυτή στοιχειοθετεί και το αδίκημα της συκοφαντικής τους δυσφημίσεως, περαιτέρω δε παραβιάζει το γενικό καθήκον αυτών να μην προκαλούν σε άλλον ζημιά, τυγχάνει αντίθετη προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, αποτελεί εκ δόλου, άλλως από βαρεία αμέλεια παραβίαση της υποχρέωσής τους πρόνοιας, καλής πίστης και επιμέλειας στις συναλλαγές, αφ’ ετέρου δε τις διατάξεις των άρθρων  914, 919, 57, 71, 149, 231, 281, 288, 922 ΑΚ, καθώς επίσης και αυτές των άρθρων 46, 386 και 389 ΠΚ, ισχυρίσθηκαν επιπροσθέτως ότι, πέραν της υλικής ζημίας που υπέστη η πρώτη εξ αυτών, αμφότερες οι ενάγουσες υπέστησαν και ηθική βλάβη, διότι προσεβλήθη η προσωπικότητά τους και ετρώθη η φήμη τους στην αγορά, για την αποκατάστασης της οποίας δικαιούνται όπως επιδικασθεί, εις εκάστη εξ αυτών, το ποσό των 100.000 ευρώ. Ειδικώς, η δεύτερη ενάγουσα, η οποία με την ένδικη αγωγή της δεν αξιώνει αποκατάσταση συγκεκριμένης υλικής ζημίας από τη συμπεριφορά των εναγομένων, παρά μόνον αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης συνεπεία τρώσης της φήμης της στην αγορά, αυτή (δεύτερη ενάγουσα) με την ένδικη αγωγή της, επικαλέσθηκε προς θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης ότι, συνεπεία της επικαλούμενης με την αγωγή παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων και ιδίως της κατάρτισης υπ’ αυτών, χωρίς να τους έχει χορηγήσει σχετική εξουσία, στο όνομα και για λογαριασμό αυτής (δεύτερης ενάγουσας) ως αγοράστριας της από 6.9.2019 σύμβασης πώλησης καυσίμων με την ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία ……….., χρεώθηκε η περιουσία της κατά το ποσό των δολ. ΗΠΑ 179.468,83, όση δηλαδή η αξία των καυσίμων μετά τόκων που εν τέλει αναγκάσθηκε να καταβάλει η πρώτη ενάγουσα (σελ. 11 ένδικης αγωγής), απαίτηση για την οποία εστράφη και σε βάρος της η ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία (σελ. 26 ένδικης αγωγής) και δια κατασχέσεως της περιουσίας της [εφόσον αναφέρεται στη σελίδα 94 της ένδικης αγωγής «… ενώ δήλωσαν ψευδώς μετά ταύτα ότι είναι εξουσιοδοτημένοι από την 1η και 2η ενάγουσες να συνάψουν σύμβαση προμήθειας καυσίμων για το πλοίο, ενώ τούτο ήταν ψευδές, με αποτέλεσμα να κατασχεθεί το πλοίο από την πωλήτρια καυσίμων ….. και να υποστεί περαιτέρω μεγάλη περιουσιακή ζημία η I1’ ενάγουσα, αλλά και να υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη της φήμης και του καλού τους ονόματος στην ναυτιλιακή αγορά ναυλώσεως πλοίων η 1η και 2′1 ενάγουσες, λόγω του ότι διεδόθη εις τον χώρον της ναυτιλίας στην ναυλώτρια εταιρεία …………και σε τρίτους πράκτορες, προμηθευτές, εμπόρους καυσίμων και ασφαλιστές ότι οι 1η και 2η εναγόμενες χρησιμοποίησαν τα καύσιμα για την εκμετάλλευση του πλοίου χωρίς να πληρώσουν το τίμημα, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η κατάσχεση της περιουσίας τους….»]. Επιπροσθέτως ισχυρίσθηκε ότι συνεπεία της κατασχέσεως του πλοίου της πρώτης ενάγουσας αλλά και της χρεώσεως της περιουσίας της κατά το οφειλόμενο τίμημα για την αγορά της ανωτέρω ποσότητας καυσίμων την 6.9.2019, λόγω της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, ετρώθη η φήμη της, προσεβλήθη η προσωπικότητά της και το καλό της όνομα στην αγορά, η αξιοπιστία της στις συναλλαγές, διότι εμφανίστηκε στα μέλη του πληρώματος του πλοίου, στην προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία  ……. και τους αντιπροσώπους της στις λιμενικές αρχές και στις δικαστικές Αρχές του Μπουένος Άιρες, στους ασφαλιστές του πλοίου, στην αγορά ναυτιλιακών πετρελαίων και στο γενικότερο παγκόσμιο ναυτιλιακό κύκλο και δη στους ναυλωτές και προμηθευτές καυσίμων, στους οποίους έγινε αμέσως γνωστό το συμβάν της κατάσχεσης του πλοίου ότι, εκτελεί πλημμελώς τα καθήκοντά της ως διαχειρίστρια, δημιουργεί υποχρεώσεις προς τρίτους και ότι εν προκειμένω, μεθόδευσε την ιδιοποίηση των παραδοθέντων επί του πλοίου καυσίμων από την ανωτέρω προμηθεύτρια εταιρεία στην οποία ανήκαν κατά κυριότητα αυτά (καύσιμα), χωρίς να καταβάλει το τίμημα αυτών, διεδόθη στο χώρο της ναυτιλίας, στη ναυλώτρια του πλοίου της πρώτης ενάγουσας κατά το χρόνο κατάσχεσης αυτού εταιρεία ……….. και σε τρίτους πράκτορες, προμηθευτές, εμπόρους καυσίμων και ασφαλιστές ότι οι ενάγουσες χρησιμοποίησαν τα καύσιμα για την εκμετάλλευση του πλοίου, χωρίς να καταβάλουν το οφειλόμενο τίμημα. Οι ενάγουσες περαιτέρω, υπό του τίτλου «Επικουρικά ευθύνη των πρώτου και δεύτερη των εναγομένων ως πραγματικών ιδιοκτητών και εκπροσώπων εν τις πράγμασι (de facto) ομόρρυθμης εταιρείας…………………”, ισχυρίσθηκαν ότι, κατά το χρόνο της σύναψης της επίμαχης σύμβασης ναυλώσεως (26.7.2019), ακολούθως δε κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2019, οπότε οι δύο πρώτοι εναγόμενοι διέπραξαν την περιγραφόμενη στην αγωγή περαιτέρω απάτη, αλλά και κατά το χρόνο επελεύσεως των ζημιών της πρώτης ενάγουσας κατά τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2019, ο πρώτος εναγόμενος ήταν πραγματικός ιδιοκτήτης, αποκλειστικός μέτοχος και εν τοις πράγμασι εκπρόσωπος, ομού μετά της δεύτερης εναγομένης, στις συναλλαγές της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας………………… με τρίτους και η δεύτερη εναγόμενη, ήταν νόμιμη εκπρόσωπος της ίδιας εταιρείας. Περαιτέρω ότι, η εν λόγω ναυλώτρια εταιρεία (…….) αν και είχε συσταθεί κατά το δίκαιο των νήσων Turks & Caicos, όπου κατά το καταστατικό της ευρίσκετο και η έδρα της, αυτή (ναυλώτρια εταιρεία) είχε πραγματική έδρα, την περιοχή . ….. Αττικής, όπου πράγματι ασκείτο η διοίκησή της και η κύρια επιχειρηματική της δραστηριότητα. Ότι, αν και στην πραγματικότητα η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, η οποία κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, δεν ήταν πλοιοκτήτρια ή διαχειρίστρια πλοίων, κατέστη ημεδαπό νομικό πρόσωπο, για τη νομότυπη σύσταση της, ως κεφαλαιουχικής (ανώνυμης) εταιρίας, δεν τηρήθηκαν οι απαιτούμενες, κατά τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, προϋποθέσεις, και ως εκ τούτου αυτή λειτούργησε ως «εν τοις πράγμασι (de facto)» ομόρρυθμη προσωπική εταιρία, λόγω της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ανέπτυξε, εκπροσωπούμενη στις εν γένει συναλλαγές της από τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, με συνέπεια οι τελευταίοι να ευθύνονται προσωπικά και εις ολόκληρον με εκείνην για τα χρέη της. Περαιτέρω, υπό του τίτλου «Επικουρικά ευθύνη του πρώτου εναγομένου ως πραγματικού ιδιοκτήτη, διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της ναυλώτριας λόγω καταχρηστικής επίκλησης της νομικής προσωπικότητας αυτής», οι ενάγουσες ισχυρίσθηκαν ότι, η ναύλωση του πλοίου της πρώτης ενάγουσας, από τη ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία,  η οποία είχε ως συνέπεια τη ζημία της πρώτης ενάγουσας κατά το ποσό των ευρώ 835.555,55, σύμφωνα με την ισοτιμία του ποσού των 874.765,24 Δολλ. ΗΠΑ κατά τους χρόνους επέλευσης των επιμέρους ζημιών της πρώτης ενάγουσας, έγινε κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, αφού κατά τον χρόνο της σύναψης της ένδικης συμβάσεως ναυλώσεως (26.7.2019), αυτή (εταιρία…………………) ήταν παντελώς αφερέγγυα, ελλιπώς χρηματοδοτημένη (υποκεφαλαιοδοτημένη) και η κρίσιμη συναλλαγή, καταρτίσθηκε κατόπιν των συνεχών διαβεβαιώσεων του τρίτου εναγόμενου, με προσυνεννόηση και σε συνεργασία με του πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, άπαντες δε οι εναγόμενοι διαβεβαίωσαν για λογαριασμό της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ότι ο χρονοναύλος και τα έξοδα της ναύλωσης θα εξοφλούνταν εμπρόθεσμα. Η πρώτη δε ενάγουσα συνήψε το εν λόγω συμφωνητικό ναυλώσεως, βασιζόμενη κυρίως στις ως άνω διαβεβαιώσεις και μάλιστα του ίδιου του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος τοιουτοτρόπως αθέμιτα μετέφερε σε αυτήν (πρώτη ενάγουσα), εξαιτίας της ελλιπούς χρηματοδότησης της ναυλώτριας τον κίνδυνο από τη δική του ουσιαστικά επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνακόλουθα, η επίκληση από τον αυτόν (πρώτο εναγόμενο) της νομικής προσωπικότητας της ναυλώτριας, η οποία δεν εξόφλησε τον χρονοναύλο και τα έξοδα της ναύλωσης, συνιστά σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του αντιστοίχου δικαιώματος του, και είναι, συνεπώς, καταχρηστική, έτσι ώστε να δικαιολογείται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας της, προκειμένου η υποχρέωση της προς εξόφληση του παραπάνω χρέους της έναντι αμφοτέρων των εναγουσών, να επεκταθεί και στον πρώτο εναγόμενο, στο πλαίσιο της εις ολόκληρο ενοχής της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας με τον πρώτο εναγόμενο. Ακολούθως,  οι ενάγουσες με την ένδικη αγωγή τους υπό του τίτλου «Επικουρικά ευθύνη των 1, 2, 3, 4 εναγόμενων λόγω ύπαρξης κοινοπραξίας μέλη της οποίας είναι όλοι οι εναγόμενοι και η ναυλώτρια», ισχυρίσθηκαν ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία η οποία ανήκει, ελέγχεται, εκπροσωπείται και διοικείται από τα ίδια φυσικά πρόσωπα ήτοι τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, οι οποίοι μέσω της ναυλώτριας εταιρείας, επιδιώκουν την εκμετάλλευση εμπορικών πλοίων δυνάμει συμβάσεων ναυλώσεως, υπεκναυλώσεως ή αντιπροσώπευσης, έχουν συστήσει γνήσια κοινοπραξία και δη άτυπη αστική εταιρεία, η οποία δεν ασκεί δική της ίδια δραστηριότητα, αλλά συντονίζει και οργανώνει τη δραστηριότητα των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Ότι αυτοί (πρώτος, δεύτερη των εναγομένων και ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία) συναλλάσσονται κοινοπρακτικώς, στις επί μέρους εν τούτοις συναλλαγές τους εμφανίζεται μια ή ένας εξ’ αυτών, ενεργώντας κατ’ εντολή και των λοιπών. Εν προκειμένω, στην ένδικη συναλλαγή οι ανωτέρω συνηλλάγησαν στα πλαίσια της ανωτέρω κοινοπρακτικής δραστηριότητας, εφόσον α) η ναύλωση του πλοίου AR της πρώτης ενάογυσας, έγινε κατόπιν επαφών, του τρίτου εναγόμενου, ενεργούντος μετά από προσυνεννόηση και συνεργασία και για λογαριασμό των δύο πρώτων εναγομένων και της ναυλώτριας εταιρείας και εκπρόσωπων της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας, β) η ναυλώτρια ήταν εξαρχής αφερέγγυα και ήταν αδύνατο να εξοφλήσει τις οφειλές της προς την πρώτη ενάγουσα, γ) ο πρώτος εναγόμενος, μέσω προσωπικής του εταιρείας που δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην ένδικη σύμβαση ναυλώσεως εισέπραξε, μετά από υποδείξεις και εντολές του και της δεύτερης των εναγομένων αλλά και της ναυλώτριας εταιρεία, από την υποναυλώτρια ανωτέρω εταιρεία τον συνομολογηθέντα εκ ποσού Δολ. ΗΓΙΑ 2.618.336,74 υποναύλο προκαταβολικά κατά την ημερομηνία φόρτωσης του φορτίου την 28.8.2019, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και η ναυλώτρια εταιρεία βρίσκονται σε άμεση λειτουργική και οικονομική ενότητα. Αποτέλεσμα τούτου είναι, τα ποσά που βρίσκονται εις χείρας του πρώτου εναγόμενου και της προσωπικής του εταιρείας, στην πραγματικότητα να ανήκουν στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, η οποία λειτούργησε ως εταιρεία «κέλυφος» για να καλύπτει τις επαγγελματικές δραστηριότητες του πρώτου εναγομένου, συμβάλλοντας και η προσωπική εταιρεία του πρώτου εναγομένου στην πρόκληση της ζημίας της πρώτης ενάγουσας. Η εν λόγω προσωπική εταιρεία του πρώτου εναγομένου, την οποία ελέγχει και διοικεί αυτός (πρώτος εναγόμενος)  είναι εταιρεία ιδίων συμφερόντων με την ναυλώτρια, συστάθηκε και λειτουργεί σε άμεση λειτουργική και οικονομική ενότητα με αυτήν (ναυλώτρια) υπό το εταιρικό της κέλυφος, χωρίς να έχει ανάμειξη στην σύναψη της ναύλωσης ή οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα, ούτε ίδια χρηματοδότηση για την εκπλήρωση της επιχειρηματικής δραστηριότητάς της, ενεργεί για λογαριασμό της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας και των δύο πρώτων εναγόμενων ως εντολοδόχος αυτών, εξουσιοδοτημένη να εισπράττει για λογαριασμό τους κάθε τυχόν οφειλόμενο ποσό από αντισυμβαλλόμενες με αυτούς εταιρείες, όπως εν προκειμένω από την ανωτέρω υποναυλώτρια εταιρεία. Κατά την ένδικη αγωγή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ναυλώτρια εταιρεία και οι δύο πρώτοι εναγόμενοι συνεβλήθησαν με σύμβαση εντολής με την προσωπική εταιρεία του πρώτου εναγόμενου, δυνάμει της οποίας χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν την προσωπική εταιρεία αυτού (πρώτου εναγομένου), με απώτερο σκοπό να θέσουν τυχόν περιουσία της ναυλώτριας εταιρείας εκτός ενδεχόμενης διακινδύνευσης, σε περίπτωση αντιδικίας με πιστωτές της. Άλλως σε κάθε περίπτωση, η προσωπική εταιρεία του πρώτου εναγόμενου ενήργησε κατά την ως άνω είσπραξη του ποσού υποναύλου, προς το συμφέρον και κατά την πραγματική, άλλως εικαζόμενη βούληση της ναυλώτριας και των δύο πρώτων εναγόμενων. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω αποτελεί η υποχρέωση των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων, να καταβάλουν κατά το ποσοστό συμμετοχής εκάστου εξ αυτών και δη κατά το 1/3 έκαστος, στην ανωτέρω κοινοπραξία, τις ένδικες απαιτήσεις των εναγουσών. Με βάση τα ανωτέρω, οι ενάγουσες εζήτησαν με την ένδικη αγωγή τους, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, δι’ απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθεισομένης αποφάσεως και χρηματικής ποινής σε βάρος απάντων των εναγομένων για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ενεχόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στην πρώτη εξ αυτών το ποσό των ευρώ 835.555,55, που αποτελεί το ισόποσο σε ευρώ του ποσού των 874.765,24 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο επέλευσης των επιμέρους ζημιών της, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, άλλως και επικουρικώς το ισόποσο του ποσού των 874.765,24 δολ. ΗΠΑ, κατά την επίσημη ισοτιμία δολ. ΗΠΑ και ευρώ κατά το χρόνο πληρωμής, καθώς και το ποσό των 100.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίησή της για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 100.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική της ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, νομιμοτόκως τα ανωτέρω ποσά από την 15.10.2019, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και έως εξοφλήσεως, άλλως και επικουρικώς να υποχρεωθεί έκαστος των πρώτου και δεύτερης των εναγόμενων να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 311.851,81 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 33.333,30 ευρώ. Τέλος, ζήτησαν να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Η αγωγή αυτή, συζητήθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και δη του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά τη δικάσιμο της 19.10.2021 και αφού συνεκδικάσθηκε με την, με τις προτάσεις, ασκηθείσα υπό των εναγουσών αίτηση μερικής ανάκλησης, άλλως μεταρρύθμισης της με αριθμό 1967/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατόπιν αιτήσεως της πρώτης των ήδη εκκαλούντων σε βάρος της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας ………., εξεδόθη η με αριθμό 1918/2022 και ήδη εκκαλουμένη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία (α) απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της η παραδεκτώς ασκηθείσα και νόμιμη, κατά το ελληνικό δίκαιο που εφάρμοσε, προβληθείσα υπό των δύο πρώτων εναγομένων, ένσταση περί υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε διαιτησία, εκ του λόγου ότι η ένδικη διαφορά εκφεύγει των υποκειμενικών ορίων της περιεχομένης στο από 26.7.2019 συμφωνητικό ναυλώσεως ρήτρας διαιτησίας, ενόψει του ότι, αφενός μεν το εν λόγω συμφωνητικό ναυλώσεως δεν υπεγράφη υπό των δύο πρώτων εναγομένων, οι οποίοι επιπλέον κρίθηκε ότι δεν ταυτίζονται ουσιαστικά με την ναυλώτρια εταιρεία ………….., αφ’ ετέρου δε διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα δεν προέκυψαν κριτήρια τέτοια, όπως η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία τους, που να δικαιολογούν την επέκταση και στους εναγομένους από την εταιρεία των συνεπειών που την αφορούν, (β) απορρίφθηκε ως αβάσιμο στην ουσία του το αίτημα ομοίως των δύο πρώτων εναγομένων περί αναβολής (αναστολής) της δίκης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 249 ΚΠολΔ, έως εκδόσεως τελεσιδίκου αποφάσεως επί της από 3.12.2020 διαιτητικής αγωγής της πρώτης ενάγουσας κατά της αλλοδαπής ναυλώτριας εταιρίας με την επωνυμία «…………», (γ) κρίθηκε ότι το ανωτέρω Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 7 περ. 2 του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις («Βρυξέλλες Ια»), τυγχάνει δε καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής, (δ) ενόψει των στοιχείων αλλοδαπότητας που παρουσιάζει η ένδικη διαφορά, κρίθηκε ότι ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσίαν, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο ως lex fori, αφού δε εκτιμήθηκε ότι, η ένδικη αγωγή, κατ’ επιλογή της πρώτης ενάγουσας (δεδομένου ότι η πρώτη ενάγουσα αξιώνει μόνον αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης λόγω της σε βάρος της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς) στηρίζεται μόνον στην επικαλούμενη με την ένδικη αγωγή παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (αδικοπραξία) που μετήλθαν οι εναγόμενοι – φυσικά πρόσωπα σε βάρος της και όχι όσον αφορά ειδικώς στους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, για χρέος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας με την επωνυμία «………….», (ε) απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης της διαδικαστικής προϋποθέσεως της ενεργητικής νομιμοποίησης της δεύτερης ενάγουσας, την αγωγή αυτής (δεύτερης ενάγουσας), κατ’ αποδοχή σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων, εκ του λόγου ότι η αυτή (δεύτερη ενάγουσα) δεν αναφέρει στην ένδικη αγωγή της, με τρόπο ορισμένο, συγκεκριμένη βλάβη με υλική υπόσταση την οποία υπέστη συνεπεία συγκεκριμένης παράνομης και υπαίτιας σε βάρος της συμπεριφοράς των εναγόμενων, (στ) δέχθηκε την ένδικη αγωγή καθό μέρος ηγέρθη υπό της πρώτης εναγούσης, ως παραδεκτή από άποψη ενεργητικής νομιμοποίησης και επαρκώς ορισμένη, αφού απέρριψε σχετικό περί του αντιθέτου ισχυρισμό των εναγομένων και περαιτέρω ως νόμιμη και δη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 71, 281, 288, 291, 297, 298, 299, 330, 340, 345, 346, 481, 914, 919, 922, 926 και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με 45, 46 παρ. 1, 386 και 363-362 ΠΚ, 20 ΕισΝΑΚ, 6 παρ. ι ν. 5422/1932, 1 ν. 2842/2000, 907, 908, 1047 και 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην (ι) του επικουρικού αιτήματος αυτής, περί αποκατάστασης της επικαλούμενης υπό της πρώτης εναγούσης ζημίας, κατά την ισοτιμία του νομίσματος προσδιορισμού της ζημίας (USD) προς το ημεδαπό νόμισμα (ευρώ) κατά τον χρόνο πληρωμής της οφειλής, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, εκ του λόγου ότι, επί διεπομένων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, αν προ της εγέρσεως της αγωγής η προξενηθείσα ζημία αποκαταστάθηκε με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον υπολογισμό της ζημίας του αδικηθέντος και άρα για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών, υπολαμβάνοντας ουσιαστικά ότι οι επίδικες ζημίες, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αφορούν απώλεια κερδών και αποκατασθείσες, με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος, ζημίες της πρώτης ενάγουσας, (ιι) του αιτήματος της πρώτης ενάγουσας περί καταβολής τόκων για τις ένδικες απαιτήσεις από την 15.10.2019, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο διότι έκρινε ότι η πρώτη ενάγουσα δεν επικαλείται προηγούμενη όχληση των εναγομένων αναφορικά με τις επίδικες αξιώσεις της, που πηγάζουν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, (ιιι) του παρεπομένου αιτήματος περί απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγόμενων για κάθε παράβαση της εκδοθεισομένης επί της ανωτέρω αγωγής αποφάσεως, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, εκ του λόγου ότι, η εφαρμογή των άρθρων 946 και 947 παρ.1 ΚΠολΔ, προϋποθέτουν αντίστοιχα την υποχρέωση σε επιχείρηση υλικής πράξης και σε παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης, ως μέσο εξαναγκασμού, περιπτώσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Περαιτέρω, (ζ) εκτιμώντας τους περιεχομένους στην αγωγή ισχυρισμούς περί ευθύνης των δυο πρώτων εναγομένων προς αποκατάστασης της ένδικης ζημίας της (πρώτης εναγούσης) υπό την ιδιότητά τους ως ομορρύθμων μελών της «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρείας «………………….» και ως μελών της απαρτιζόμενης από αυτούς και τη ναυλώτρια κοινοπραξίας, καθώς επίσης και τον επικουρικώς προβληθέντα με την αγωγή ισχυρισμού περί ευθύνης του πρώτου εναγομένου λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της ναυλώτριας εταιρείας από αυτόν (πρώτο εναγόμενο), για τις οποίες ομοίως έκρινε ότι εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο της πραγματικής έδρας της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας με την επωνυμία «……………………», ως αλυσιτελώς προβαλλόμενους, προκειμένου και για τη θεμελίωση επικουρικώς ετέρων νομίμων λόγων ευθύνης έναντι αυτής της πρώτης και δευτέρου των εναγομένων, εκ του λόγου ότι η υπό κρίση αγωγή ερείδεται μόνο στην αδικοπραξία των κατονομαζόμενων φυσικών προσώπων – εναγομένων και όχι (και) στην ευθύνη της ναυλώτριας εταιρείας από την παράβαση της σύμβασης ναυλώσεως, οπότε θα επεκτείνονταν οι εξ αυτής σε βάρος της (ναυλώτριας) έννομες συνέπειες και σε βάρος των συγκεκριμένων φυσικών προσώπων, υπό τις ως άνω ιδιότητές τους, με επάλληλη δε αιτιολογία, ως προς τον επικαλούμενη ευθύνη του πρώτου εναγομένου, λόγω κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της ναυλώτριας εταιρείας από αυτόν, λόγω αοριστίας, ακολούθως, διερευνήθηκε η ένδικη αγωγή της πρώτης ενάγουσας και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, με βάση τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, χωρίς να ληφθούν υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων κατά παραδοχή ως βάσιμης της σχετικής ένστασης των εναγόμενων (α) οι προσκομισθείσες από τις ενάγουσες υπ’ αριθμ. …../27.11.2020 και ……./11.2.2021 ένορκες βεβαιώσεις του μάρτυρα ……………. που ελήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………… και ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, αντίστοιχα, εκ του λόγου ότι ο ανωτέρω εξετασθείς ως μάρτυρας …………, ήταν νόμιμος εκπρόσωπος των εναγουσών εταιρειών και εκ του λόγου τούτου έπρεπε να εξεταστεί ως διάδικος και όχι ως μάρτυρας, επιπροσθέτως δε, διότι συμμετείχε, υπό την ιδιότητά του αυτή, ήτοι του νομίμου εκπροσώπου των εναγουσών εταιρειών στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, με συνέπεια την απαγόρευση εξέτασής του ως μάρτυρα κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 6 του Ν. 4640/2019, (β) της υπ’ αριθ. ……/27.11.2020 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ….., η οποία ελήφθη ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………., με επιμέλεια των εναγουσών, διότι ελήφθη χωρίς προηγούμενη κλήτευση των αντιδίκων τους, καθώς επίσης (γ) των εγγράφων που προσκομίστηκαν μετ’ επικλήσεως, προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, το πρώτον με τις από 30·3·2021 και 31.3.2021 συμπληρωματικές προτάσεις των εναγουσών, εκ του λόγου ότι αυτές (συμπληρωματικές προτάσεις) κατετέθησαν εκπροθέσμως, σύμφωνα με την ΚΥΑ αριθ. Δια/Γ.Π.οικ. 17698 (ΦΕΚ Β’ 1076/20.3.2021).  Περαιτέρω, όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, η αγωγή, κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη και ορισμένη, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του δεν διέγνωσε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος της πρώτης ενάγουσας και, συνακόλουθα, επιβλήθηκε σε βάρος των εναγουσών η δικαστική δαπάνη των εναγομένων, το ύψος της οποίας ορίσθηκε, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 68 παρ.1 και 63 παρ. 1 περ. γ του Κώδικα περί Δικηγόροων (Ν. 4194/2013), στο ποσό των 9.400 ευρώ για τους δύο πρώτους εναγομένους και στο ποσό των ευρώ 9.400 για έναν έκαστο των τρίτου και τετάρτου των εναγομένων. Κατά της ως άνω απόφασης οι ενάγουσες, έχοντες προφανές έννομο συμφέρον, ως εν όλω ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, άσκησαν, εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπως προεκτέθηκε, την ένδικη έφεσή τους καθώς και τους προσθέτους λόγους αυτή, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής και των προτάσεών που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων αλλά και των κανόνων της λογικής και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, παρά το νόμο κήρυξης απαράδεκτης της αγωγής της δεύτερης ενάγουσας και μη λήψη υπόψη ισχυρισμών που επικαλέσθηκαν οι ενάγουσες καθώς επίσης και εγγράφων που προσεκόμισαν αυτές.

IV. [Ι]. Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι, προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαίτιου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Προϋποθέσεις δε εφαρμογής της εν λόγω διάταξης (ΑΚ 919) είναι: α) συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη αναγόμενη σε άσκηση δικαιώματος), που αντίκειται στα χρηστά ήθη, β) πρόθεση του δράστη για την επαγωγή ζημίας, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, γ) πρόκληση της ζημίας αυτής σε άλλον και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αντίθετης στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας του άλλου, υπάρχει δε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης του δράστη και της ζημίας, η οποία επήλθε στον άλλο, όταν η πράξη ή η παράλειψη, από μόνη της, ήταν ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά λαμβανόμενη, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο, προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 895/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 386 ΠΚ, ερμηνευόμενης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση η ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ` αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του (ΑΠ 2060/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 282/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 2060/2022 ο.π., ΑΠ 1046/2019, ΑΠ 209/2018, ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 373/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς σε άλλον υπαιτίως ζημία ή και αν, ακόμα πιο γενικά, όταν η ενέργεια χωρίς να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, είναι αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του ή στις καθόλου επιταγές της έννομης τάξης, εφόσον ενέχει παράβαση των γενικών υποχρεώσεων, που επιβάλλουν να μην προσβάλλει κανείς το πρόσωπο ή τα προστατευόμενα υλικά ή ηθικά αγαθά του άλλου (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 2060/2022 ο.π., ΑΠ 1120/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας [ΑΠ 2060/2022 ο.π.].

[ΙΙ]. Σύμφωνα, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ, προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας που αποτελεί ένα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Τέτοια αγαθά είναι, εκτός των άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίμηση που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Από τις διατάξεις αυτές (των άρθρων 57 και 59 ΑΚ), σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 932 του ΑΚ, προκύπτει, ότι επί προσβολής της προσωπικότητας η αξίωση ικανοποίησης για την ηθική βλάβη προϋποθέτει προσβολή των παραπάνω δικαιωμάτων, παράνομη και υπαίτια. Εξάλλου και το νομικό πρόσωπο, εφόσον κηρύσσεται ικανό δικαίου και ικανό προς δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζόμενων σ’ αυτό άυλων αγαθών. Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας αυτού σε οποιαδήποτε των εκφάνσεων τούτων, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ προστασία, καθώς και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (που υπέστη από την προσβολή) που μπορεί να συνίσταται και στην καταβολή χρηματικού ποσού. Επίσης, από τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ συνάγεται, ότι, προς θεμελίωση αξίωσης προς προστασία της προσωπικότητας νομικού προσώπου, απαιτείται πράξη που επάγεται μειωτική διαταραχή αυτής σε κάποια των ανωτέρω εκφάνσεών της και που είναι παράνομη. Η επιδίκαση της ικανοποιήσεως αυτής αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο προσδιορίζει το ποσό αυτής μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη, καθώς την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (ΑΠ 932/2019 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Επομένως, τις περιπτώσεις αυτές με τα αντίστοιχα θεμελιωτικά τους συγκεκριμένα περιστατικά πρέπει να επικαλείται ειδικά και, στη συνέχεια, να αποδεικνύει το ενάγον νομικό πρόσωπο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (πρβλ. ΑΠ Ολομ. 2/2008).  Έτσι, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον. Από το άρθρο 932 του Α.Κ. προκύπτει ότι σκοπός της διατάξεως είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος νομικού προσώπου για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτό να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή προστασία στην εμπορική του πίστη, την επαγγελματική του υπόληψη ή το εμπορικό του μέλλον ή τη φήμη του χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως, το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος νομικού προσώπου, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης [ΑΠ 1048 / 2020 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου].

[ΙΙΙ]. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρ. 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται, κατά τη διάταξη του άρθρ. 62, του ίδιου Κώδικα, σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83 §2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5§1 και 12§§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία, η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία.  Συνεπώς, δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας, διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ,ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης, προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ` αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι` αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως, από το μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρεία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ` αυτό τον τρόπο, τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα, δεν προσδίδει, από μόνη της, την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα, ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής, κατά την έννοια του άρθρ. 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του [OλΑΠ 2/2013].

Με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης, η δεύτερη ενάγουσα, ισχυρίζεται ότι, η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως, παρά το νόμο και δη των διατάξεων των άρθρων 298, 299, 330 εδ.β, 914, 932, 281, 288,  914, 919, 71 εδ.β, 281, 288, 197, 198 ΑΚ και 386 ΠΚ, απέρριψε την ένδικη αγωγή της ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης αυτής προς αξίωση του αιτουμένου με την ένδικη αγωγή ποσού των 100.000 ευρώ, ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την περιγραφόμενη στην αγωγή παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων. Εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά, η δεύτερη ενάγουσα [πέραν των επικαλουμένων υπ’ αυτής αρνητικών αντανακλαστικών συνεπειών στη ιδική της φήμη στο χώρο της ναυτιλίας, ως διαχειρίστριας του πλοίου πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας, συνεπεία της κατασχέσεως αυτού (του πλοίου της πρώτης ενάγουσας) από την προμηθεύτρια των καυσίμων του πλοίου εταιρεία …………………, προς εξόφληση του τιμήματος των καυσίμων που, κατά την αγωγή, οι εναγόμενοι κατήρτισαν με την ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία, την 6.9.2019, στο όνομα και λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας ως αγοράστριας, χωρίς να διαθέτουν προς τούτο, σχετική εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτής (πρώτης ενάγουσας) που την καθιστούν μόνον έμμεσα ζημιωθείσα], προς θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης προς έγερση της ένδικης αγωγής, με την οποία αξιώνει μόνον χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης, ισχυρίσθηκε ότι, οι εναγόμενοι, την 6.9.2019, εμφανίσθηκαν στη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία προμήθειας καυσίμων με την επωνυμία … και κατήρτισαν στο όνομα και για λογαριασμό της ως αγοράστριας, σύμβαση αγοράς καυσίμων, με πωλήτρια την ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία …., ενεργούντες (οι εναγόμενοι) ως αντιπρόσωποι αυτής (δεύτερης ενάγουσας), χωρίς να διαθέτουν εν τούτοις προς τούτο, σχετική εξουσία αντιπροσωπεύσεως αυτής, με αποτέλεσμα, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, η ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία (με την επωνυμία ………….) να αξιώσει και από αυτήν (δεύτερη ενάγουσα) την καταβολή του τιμήματος πώλησης των καυσίμων, προβαίνοντας μάλιστα, κατά την αγωγή, και σε κατάσχεση της περιουσίας της (σχετικά σελ. 94 ένδικης αγωγής). Το ανωτέρω εκτιθέμενο στην αγωγή πραγματικό, σε συνδυασμό με τις αναφορές ομοίως στην αγωγή ότι η ανωτέρω συμπεριφορά των εναγομένων, οδήγησε σε μειωτική διαταραχή της προσωπικότητάς της (δεύτερης ενάγουσας) στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης και της φήμης της, τουλάχιστον έναντι της προμηθεύτριας των καυσίμων εταιρείας, είναι ικανό να θεμελιώσει αξίωση της δεύτερης ενάγουσας προς χρηματική ικανοποίηση, εφόσον η δεύτερη ενάγουσα, επικαλέστηκε συγκεκριμένη βλάβη της από τη συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία έχει υλική υπόσταση, εφόσον ανέφερε ότι η προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία αξίωσε και από αυτήν το εν λόγω τίμημα και μάλιστα επέβαλε και κατάσχεση στην περιουσία της.  Τα ανωτέρω, ισχύουν έστω κι αν, κατά το ελληνικό δίκαιο που κρίθηκε εφαρμοστέο στην ένδικη περίπτωση, με την εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη που δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, και δη κατά τις διατάξεις των άρθρων 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία, πρέπει αυτή να έχει συναφθεί, είτε από το όργανο που το διοικεί και ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, είτε από άλλα φυσικά πρόσωπα, στα οποία παρασχέθηκε σχετική εξουσία από το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησης, να μην το δεσμεύει [ΑΠ 993/2019 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 211212 και 221 έως 231 του Α.Κ,  δικαιοπραξία που συνομολόγησε κάποιος ως αντιπρόσωπος άλλου, αν ο αντιπρόσωπος δεν αποδεικνύει την εξουσία αντιπροσωπεύσεως ή δεν εγκρίνει τη σύμβαση ο αντιπροσωπευόμενος, είναι ανίσχυρη [ΑΠ 545/2012 Sakkoulas on line]. Αφού στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία επέβαλε και κατάσχεση σε βάρος της περιουσίας της δεύτερης ενάγουσας. Ενόψει των ανωτέρω, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της δεύτερης ενάγουσας, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 919 και 932 του ΑΚ, απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή της δεύτερης ενάγουσας ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης αυτής (δεύτερης ενάγουσας) και πρέπει κατά τούτο αυτή να εξαφανισθεί (άρθρο 535 ΑΚ) και το παρόν Δικαστήριο αφού κρατήσει να δικάσει την ένδικη αγωγή. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή της δεύτερης ενάγουσας, η οποία τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις τους, τυγχάνει και νόμιμη, κατά το εφαρμοστέο εν προκειμένω ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»), που εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος του, στις 11 Ιουλίου 2009, στο οποίο σε κάθε περίπτωση επέλεξαν σιωπηρώς να υπαχθούν τα μέρη κατά το άρθρο 14 παρ. 1 περ. α’ του Κανονισμού, αφού η εν λόγω δεύτερη ενάγουσα τις διατάξεις αυτές επικαλείται για να θεμελιώσει τις ένδικες αξιώσεις της, οι δε παριστάμενοι εναγόμενοι με βάση τις διατάξεις αυτές επέλεξαν ν’ αμυνθούν επιστηρίζοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, υφισταμένης έτσι σιωπηρής, μεταγενέστερης της επέλευσης του ιστορούμενου ζημιογόνου γεγονότος, συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων των άρθρων 57, 59, 281, 288, 299, 330, 340, 345, 346, 481, 914, 919, 926 και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 45, 46 παρ. 1, 386 και 363-362 ΠΚ, και 907, 908, 1047 και 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην (ι) του αιτήματος περί καταβολής τόκων για τις ένδικες απαιτήσεις από την 15.10.2019, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο, διότι η εν λόγω δεύτερη ενάγουσα δεν επικαλείται προηγούμενη της εγέρσεως της ένδικης αγωγής, όχληση των εναγομένων αναφορικά με τις επίδικες αξιώσεις της, που πηγάζουν από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, καθώς επίσης και (ιι) του παρεπομένου αιτήματος, περί απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγόμενων, για κάθε παράβαση της εκδοθεισομένης επί της ένδικης αγωγής αποφάσεως, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο και εκ του λόγου τούτου απορριπτέο, διότι η εφαρμογή των άρθρων 946 και 947 παρ.1 ΚΠολΔ, προϋποθέτουν την υποχρέωση σε επιχείρηση υλικής πράξης και σε παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης, αντίστοιχα , ως μέσο εξαναγκασμού, περιπτώσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, με την ένδικη αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής ορθά εκτιμήθηκε, καθό μέρος αφορά την δεύτερη ενάγουσα εταιρεία, αξιώνεται η αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, δια της καταβολής της αιτούμενης χρηματικής ικανοποίησης, εξαιτίας της ηθικής βλάβης που της προκάλεσε η παράνομη και υπαίτια συμπεριφοράς των εναγομένων, ατομικά ενεργούντων. Οι αναφορές στην ένδικη αγωγή ότι οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων, τυγχάνουν ομόρρυθμα μέλη της εν τοις πράγματι ομόρρυθμης εταιρείας …………………  , καθώς και η αόριστη επίκληση των άρθρων 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν. 4072/2012, δεν δύναται να οδηγήσει, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, ότι επικουρικά η ένδικη αξίωση της δεύτερης ενάγουσας θεμελιώνεται και στις ανωτέρω διατάξεις (των άρθρων 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν. 4072/2012), εφόσον παράλληλα δεν αναφέρεται στην ένδικη αγωγή ότι αυτή (δεύτερη ενάγουσα) ασκεί, κατά των ανωτέρω πρώτου και δεύτερης των εναγομένων, αξίωσή της από αδίκημα που διατηρεί έναντι της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Εξάλλου, ζήτημα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 756 ΑΚ δεν τίθεται εν προκειμένω, εφόσον η εν λόγω διάταξη, δεν εφαρμόζεται σε τυχόν αδικοπρακτική δράση του διαχειριστή της εταιρείας (σχετικά Γιβαννόπουλος, εις Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, έκδοση 2010, υπό του άρθρου 756 σελ. 1451, παρ.2), η οποία αδικοπρακτική δράση, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 932 ΑΚ προϋπόθεση επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης. Τέλος, οι αόριστες αναφορές στην ένδικη αγωγή, περί κατάχρησης, υπό του πρώτου εναγομένου, της νομικής προσωπικότητας της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας …………………  , αλυσιτελώς προβάλλονται ως περιστατικά προκειμένου και για τη θεμελίωση ετέρου νομίμου λόγου ευθύνης αυού (πρώτου εναγομένου) προς καταβολή στη δεύτερη ενάγουσα του αιτούμενου με την ένδικη αγωγή ποσού των ευρώ 100.000 ως χρηματική της ικανοποίηση, ενόψει του η αγωγή θεμελιώνεται στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου. Κατά τα αναφερόμενα δε στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις άρσης αυτοτέλειας, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης, προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, διότι τα πρόσωπα αυτά άλλως δεν θα υποχρεούντο σε αποζημίωση, διότι η απαίτηση τυπικά εβάρυνε μόνον την ίδια την εταιρεία, περίπτωση που εν προκειμένω δεν συντρέχει, εφόσον εν προκειμένω αξιώνεται ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που η δεύτερη ενάγουσα υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά και του πρώτου εναγομένου, από ίδια δηλαδή αυτού (πρώτου εναγομένου) ευθύνη.

IV. Αν για την αποκατάσταση της ζημίας (υλικής ή ηθικής) που προκλήθηκε σε νομικό πρόσωπο από αδικοπραξία ενάγεται άλλο νομικό πρόσωπο, για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του πρέπει να εκτίθενται υπαίτιες και παράνομες πράξεις κάποιου φυσικού προσώπου, καταλογιστές αντικειμενικά στο εναγόμενο, είτε ως δικές του, είτε ως αλλότριες. Ευθύνη (συμβατική ή αδικοπρακτική) για αλλότριες πράξεις υπέχει το νομικό πρόσωπο, όταν η ζημία προκλήθηκε από υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά φυσικού προσώπου που βρίσκεται στην υπηρεσία του (είναι λ.χ. υπάλληλός του) ως βοηθός εκπληρώσεως ή ως προστηθείς, κατά την των διατάξεων των άρθρων 334 και 922 ΑΚ αντίστοιχα, ενώ περί ευθύνης για ίδιες πράξεις του νομικού προσώπου γίνεται λόγος όταν η ζημία προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη καταστατικών οργάνων του, που εκφράζουν τη βούλησή του (ΑΠ 16/1998 Αρμ. 1988.552). Στην περίπτωση αυτή, αν η ζημιογόνος ενέργεια είναι υπαίτια και έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, παράγεται υποχρέωση αποζημιώσεως και σε βάρος του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, ενώ και το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη, μετά του νομικού προσώπου, εις ολόκληρον, υποχρέωση, ανεξάρτητη όμως αυτής του νομικού προσώπου (ΑΠ 625/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τη σαφή έννοιά της, η διάταξη αυτή, που αποτελεί κανόνα καταλογισμού της ευθύνης στο νομικό πρόσωπο, όταν τρίτος βλάπτεται από πράξη ή παράλειψη καταστατικού του οργάνου (ΑΠ 25/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεν θεμελιώνει η ίδια υποχρέωση αποζημιώσεως, αλλά προϋποθέτει ότι τέτοια υποχρέωση έχει ήδη (Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος Ι Α, Γενικές Αρχές, δεύτερη έκδοση (2016), άρθρο 71, αρ. 2, σελ. 957) από πράξη ή παράλειψη που κατά κανόνα είναι παράνομη και υπαίτια (ΑΠ 869/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνιστά είτε αδικοπραξία (ΑΠ 641/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, από την οποία παράγεται δευτερογενώς αξίωση αποζημιώσεως (ΑΠ 1498/2004, ΑΠ 883/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή που δημιουργεί αντικειμενική ευθύνη (Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2002, & 14, αρ. 34, σελ. 179). Η ΑΚ 71 ορίζει δηλαδή απλώς τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες επεκτείνεται και στο νομικό πρόσωπο η ευθύνη για ζημιογόνο πράξη που επιχειρήθηκε από καταστατικό όργανό του και ιδρύει, βάσει άλλων διατάξεων, υποχρέωση αποζημιώσεως, ώστε να ενισχύεται η θέση του ζημιωθέντος με την πρόσθεση της ευθύνης του νομικού προσώπου στην ενοχή του ζημιώσαντος φυσικού προσώπου. Αν στο πρόσωπο, από ενέργεια ή παράλειψη του οποίου ζημιώθηκε τρίτος, δε συντρέχει η ιδιότητα του οργάνου, δεν τίθεται ζήτημα ευθύνης του νομικού προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 71 ΑΚ, αλλά κατά τις διατάξεις των άρθρων 334 ή 922 ΑΚ (Αθ. Κρητικός, ο.π., αρ. 12, 13, σελ. 960). Υπό την έννοια αυτή, δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη ευθύνη του νομικού προσώπου για το ίδιο φυσικό πρόσωπο τόσο βάσει της 71 ΑΚ, όσο και βάσει της 922 ΑΚ (ΕΘεσ. 393/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ αν το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για αλλότριες πράξεις, η ευθύνη του αυτή δεν επεκτείνεται και στα καταστατικά του όργανα (Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ` άρθρο ερμηνεία, τόμος IV, πρώτη έκδοση (1982), άρθρο 922, αρ. 9, σελ. 744). Σε κάθε περίπτωση, αν το καταστατικό όργανο δεν ευθύνεται αυτοτελώς προς αποζημίωση με βάση άλλη διάταξη (λ.χ. τα άρθρα 57, 59, 914, 919 ΑΚ), αποκλείεται η επέκταση της ευθύνης του νομικού προσώπου σ` αυτό κατ` εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 71 ΑΚ. Τούτο συνάγεται και από το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, κατά το οποίο προϋποτίθεται υπαιτιότητα του οργάνου για τη συνευθύνη του (Κλ. Ρούσσος, Αστική ευθύνη διαχειριστών εταιρείας, σε ΧρΙΔ 2010.673 επ.). Η ευθύνη αυτή πρέπει, ως προς τα παραγωγικά περιστατικά της, να εκτίθεται στην αγωγή, η οποία άλλως πάσχει αοριστία και απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Έτσι, ο βλαπτόμενος τρίτος που επιθυμεί να εναγάγει το νομικό πρόσωπο με βάση το άρθρο 71 ΑΚ επιδιώκοντας από αυτό αποζημίωση έχει το βάρος να ισχυριστεί κατά τρόπο ορισμένο στην αγωγή του και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως από το νομικό πρόσωπο, να αποδείξει μεταξύ άλλων και ότι η ζημία του προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη συγκεκριμένου φυσικού προσώπου, το οποίο είχε την ιδιότητα αντιπροσωπεύοντος οργάνου του νομικού προσώπου και ενήργησε κατά την ενάσκηση των ανατεθειμένων σ` αυτό καθηκόντων ή καθ` υπέρβαση τούτων ή κατά κατάχρηση της ιδιότητάς του [ΕφΠειρ 83/2019 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς]. Εξάλλου, το άρθρο 922 Α.Κ. προβλέπει την ευθύνη του προστήσαντος για τη ζημία, που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, ενώ το άρθρο 926 Α.Κ. καθορίζει την εις ολόκληρον ενοχή από ζημία, που προκλήθηκε από περισσότερους (ΑΠ 1110/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 123/2019 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 922 του Α.Κ., που ορίζει ότι: “Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του”, συνάγεται ότι η ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος προϋποθέτει: 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 του Α.Κ. και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ` ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ` αυτόν ή καθ` υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ` αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1110/2020 ΑΠ 1359/2019, ΑΠ 1621/2018, ΑΠ 1440/2014, ΑΠ 365/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η επίκληση δε της νομικής έννοιας της προστήσεως εμπεριέχει και πρόταση γεγονότων, που τη συγκροτούν, όπως η διαφύλαξη του δικαιώματος παροχής οδηγιών κλπ, η δε συγκεκριμενοποίηση των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας της προστήσεως μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω κι αν αυτά δεν τα έχει επικαλεστεί ο ενάγων (ΑΠ 1110/2020 ό.π.). Από το συνδυασμό των άνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 481, 483 – 486, 922 και 926 Α.Κ., συνάγεται ότι, ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία, δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (Α.Π. 181/2011, Α.Π. 72/2007, Α.Π. 160/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, η πρώτη ενάγουσα, ως προς την οποία η ένδικη αγωγή, κατά το μέτρο που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, απορρίφθηκε ακολούθως με την εκκαλουμένη απόφαση ως αβάσιμη στην ουσία της, με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής της, πλήττει αυτήν (εκκαλουμένη απόφαση) για εσφαλμένη  – κακή εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 26, 914, 919, 71 εδ.β ΑΚ, καθό μέρος έγινε δεκτό, υπ’ αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) ότι «αλυσιτελώς προβάλλονται οι επικουρικά προβαλλόμενοι νόμιμοι λόγοι ευθύνης των πρώτου και δεύτερης των εναγόμενων, ήτοι υπό την ιδιότητά τους ως ομορρύθμων μελών της «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρείας «…………………  », ως μελών της απαρτιζόμενης από αυτούς και τη ναυλώτρια κοινοπραξίας, αλλά και λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της ναυλώτριας εταιρείας από τον πρώτο εναγόμενο – για τις οποίες εφαρμοστέο τυγχάνει επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο της πραγματικής έδρας της «…………………  », που εμφανίζεται τυπικά ως αλλοδαπή εταιρία, στην πραγματικότητα όμως είναι εγκατεστημένη στο ……. Αττικής, όπου έχει το κέντρο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και λειτουργεί η διοίκησή της (…)-, διότι η υπό κρίση αγωγή ερείδεται μόνο στην αδικοπραξία των κατονομαζόμενων φυσικών προσώπων και όχι (και) στην ευθύνη της ναυλώτριας από την παράβαση της σύμβασης ναύλωσης, οπότε θα επεκτείνονταν οι εξ αυτής σε βάρος της (ναυλώτριας) έννομες συνέπειες και σε βάρος των συγκεκριμένων φυσικών προσώπων, υπό τις ως άνω ιδιότητές τους.». Τούτο διότι, κατά τον υπό κρίση τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης, η εκκαλουμένη απόφαση εμμένοντας στον εκ περισσού, με την ένδικη αγωγή, επικληθέντα εταιρικό τύπο της ναυλώτριας εταιρείας………………… ως de facto ομόρρυθμης εταιρείας και κατ’ επέκταση στην ευθύνης των εναγομένων υπό την ιδιότητά τους ως ομόρρυθμα μέλη της τελευταίας, ζήτημα όχι κρίσιμο για την έκδοση αποφάσεως, παρείδε ότι οι εναγόμενοι, ενεργήσαντες σε κάθε περίπτωση ως φυσικά μεν πρόσωπα, αλλά με την ιδιότητα του οργάνου ενός οπωσδήποτε υποστατού νομικού προσώπου ιδρυθέντος στην αλλοδαπή και αδιαφόρως του εταιρικού τύπου, προκάλεσαν παράνομα υπαίτια και αιτιωδώς ζημία σε βάρος των εναγουσών στην Ελλάδα και ως εκ τούτου, οφείλουν να αποζημιώσουν τις ενάγουσες αυτοί οι ίδιοι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και συμπληρωματικά 71 εδ.β ΑΚ, ενόψει του ότι στην ένδικη αγωγή περιελήφθησαν όλοι οι κρίσιμοι πραγματικοί ισχυρισμοί για την αδικοπρακτικη ευθύνη των εναγομένων κατά τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, καθώς οι τελευταίοι, ενήργησαν σε κάθε περίπτωση αδικοπρακτικά, ως όργανα υποστατού νομικού προσώπου στην αλλοδαπή, χωρίς να έχει επί της ουσίας οποιαδήποτε σημασία ο νομικός τύπος του τελευταίου νομικού προσώπου για την αυτοτελή αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων. Από την εκτίμηση του περιεχομένου του υπό κρίση τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης και ιδίως των αναφορών στον ίδιο (τρίτο) λόγο έφεσης ότι στην ένδικη αγωγή «περιελήφθησαν όλοι οι κρίσιμοι πραγματικοί ισχυρισμοί, για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης των αντιδίκων μας κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 71 εδ.β, καθώς οι τελευταίοι ενήργησαν ως όργανα υποστατού νομικού προσώπου … έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση δεχθείσα τα αντίθετα και πρέπει να εξαφανισθεί…», εκτιμάται ότι ουσιαστικά πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση υπό της πρώτης εναγούσης διότι δεν εκτιμήθηκε υπ’ αυτής, ότι στην ένδικη αγωγή, κατά τα εκτιθέμενα αυτής πραγματικά περιστατικά, απόσπασμα της οποίας (ένδικης αγωγής) παρατίθεται στον υπό κρίση (τρίτο) λόγο έφεσης, περιέχεται και έτερος νόμιμος λόγος ευθύνης του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων και δη η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτών, ως ενεργούντων με την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, και δη πέραν της θεμελίωσης της ένδικης αγωγής στις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στις οποίες και πράγματι έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι θεμελιώνεται η ένδικη αγωγή και αφού διερευνήθηκε στην ουσία της απορρίφθηκε αυτή ως αβάσιμη, δεν διερευνήθηκε και η θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 71 εδ. β ΑΚ ευθύνη αυτών από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτών ως οργάνων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Εν τούτοις, ο υπό κρίση (τρίτος) λόγος της ένδικης έφεσης, όπως αυτός εκτιμήθηκε ανωτέρω, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Τούτο διότι, η εκκαλουμένη απόφαση, πράγματι, ως αναλύεται ανωτέρω, έκρινε νόμιμη την ένδικη αγωγή ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 και 919, με πλεοναστική αναφορά και στη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ και αφού διερεύνησε αυτή στην ουσία της, απέρριψε αυτή ως αβάσιμη,  διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα οι εν λόγω (πρώτος και δεύτερη) εναγόμενοι δεν μετήλθαν σε βάρος της (πρώτης εναγούσης) παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά. Εν τούτοις, όπως αναλύεται ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «Το Νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά  την  εκτέλεση  των  καθηκόντων  που  τους  είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον.», δεν καθιερώνει ίδια υποχρέωση αποζημιώσεως έναντι τρίτου του οργάνου εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, αλλά προϋποθέτει ότι το όργανο αυτό έχει ήδη τέτοια υποχρέωση από πράξη ή παράλειψη που κατά κανόνα είναι παράνομη και υπαίτια και συνιστά είτε αδικοπραξία (ΑΠ 641/2011 ο.π.), είτε αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, από την οποία παράγεται δευτερογενώς αξίωση αποζημιώσεως (ΑΠ 1498/2004, ΑΠ 883/2003 ο.π.), είτε δημιουργεί αντικειμενική ευθύνη (Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2002, & 14, αρ. 34, σελ. 179), κατά τα αναφερόμενα και στην οικεία νομική σκέψη. Η εν λόγω διάταξη (άρθρο 71 ΑΚ), ορίζει δηλαδή απλώς τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες επεκτείνεται και στο νομικό πρόσωπο η ευθύνη για ζημιογόνο πράξη που επιχειρήθηκε από καταστατικό όργανό του, ώστε να ενισχύεται η θέση του ζημιωθέντος με την πρόσθεση της ευθύνης του νομικού προσώπου στην ενοχή του ζημιώσαντος φυσικού προσώπου. Εν προκειμένω, δε όπως ορθά εκτιμήθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και δέχεται και η πρώτη ενάγουσα με τον υπό κρίση λόγο έφεσής της, αλλά όπως η ίδια εξέθετε και στη σελίδα 29 της (πρώτης) προσθήκης αντίκρουσης που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τις ένδικες απαιτήσεις της αξιώνει σε βάρος του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων, λόγω της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς αυτών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά εκτίμησε ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, αυτή θεμελιώνεται και στις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, την οποία μάλιστα ακολούθως ερεύνησε και στην ουσία της. Ζήτημα έτερης νομικής θεμελίωσης των ενδίκων απαιτήσεων της πρώτης ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων και δη στις διατάξεις του άρθρου 71 εδ.β ΑΚ, δεν τίθεται, ως αναλύεται ανωτέρω και εκ του λόγου τούτου, ο υπό κρίση τρίτος λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

V. Με το δεύτερο σκέλος του δευτέρου προσθέτου λόγου της ένδικης εφέσεως, οι ενάγουσες προσάπτουν σφάλμα στην εκκαλουμένη απόφαση, διότι απέρριψε την ένδικη αγωγή καθό μέρος θεμελιωνόταν στις διατάξεις του άρθρου 231 παρ. 3 ΑΚ, ισχυριζόμενες ότι, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, δεν εκτιμήθηκε ορθά το δικόγραφο της ένδικης αγωγής και δεν ελήφθη υπόψη η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 231 παρ. 3 ΑΚ, καθώς επίσης και ότι ο εν γνώσει της ελλείψεως εξουσίας αντιπροσωπεύσεως, εμφανιζόμενος έναντι του αντισυμβαλλομένου κατά την κατάρτιση της συμβάσεως ως αντιπρόσωπος, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψη του τον κίνδυνο ο οποίος δημιουργείται για τα συμφέροντα του αντισυμβαλλομένου σε περίπτωση ενδεχομένης αρνήσεως του αντιπροσωπευόμενου να εγκρίνει, την σύμβαση, φέρει πλήρη ευθύνη δια τις επιζήμιες έναντι του αντισυμβαλλομένου συνέπειες της ενεργείας του αυτής, η οποία είναι υποκειμενική και δημιουργεί, υποχρέωση του αντιπροσώπου είτε να εκτελέσει την σύμβαση, ως εάν είχε συμβληθεί αυτός προσωπικώς, είτε να καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενο πλήρη αποζημίωση (διαφέρον εκπληρώσεως) κατ’ επιλογή του τελευταίου.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 231 AK «Όποιος  κατάρτισε  μια  σύμβαση  ως  αντιπρόσωπος,  εφόσον δεν αποδεικνύει την εξουσία αντιπροσώπευσης ή δεν εγκρίνει  τη  σύμβαση  ο αντιπροσωπευόμενος,  έχει    την   υποχρέωση,   κατ’  επιλογήν   του αντισυμβαλλομένου, ή να εκτελέσει ο ίδιος τη σύμβαση  ή  να  καταβάλει αποζημίωση. Αν  ο  αντιπρόσωπος  αγνοούσε  την  έλλειψη εξουσίας, έχει την υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία που έπαθε ο  αντισυμβαλλόμενος  επειδή πίστεψε  ότι  υπήρχε  η  εξουσία,  εφόσον  η  ζημία  δεν υπερβαίνει το διαφέρον από την έγκυρη σύμβαση. Ο  αντιπρόσωπος  απαλλάσσεται  από  κάθε   υποχρέωση,   αν   ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν υπήρχε εξουσία αντιπροσώπευσης.». Η εν λόγω διάταξη αναφέρεται στις συνέπειες που έχει, ως προς τον αντιπρόσωπο, καταρτισθείσα υπ’ αυτού σύμβαση του οποίου η ευθύνη, κατά νόμο, διαγράφεται διάφορη ανάλογα με την ύπαρξη γνώσης ή άγνοιας της έλλειψης πληρεξουσιότητας από αυτόν (ψευδοαντιπρόσωπο). Η από την ανωτέρω διάταξη απορρέουσα ευθύνη του αντιπροσώπου που δεν αποδεικνύει την αντιπροσωπευτική εξουσία του, η οποία (ευθύνη) γίνεται δεκτό ότι δεν είναι δικαιοπρακτική, διότι δεν νοείται ευθύνη του ψευδοαντιπροσώπου από μία δικαιοπραξία που δεν παράγει αποτελέσματα και δεν τον αφορά, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως εξωδικαιοπρακτική, αλλά όχι αδικοπρακτική, στηρίζεται στην αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης, δηλαδή στη διάψευση της εμπιστοσύνης που με την όλη συμπεριφορά του δημιουργός αυτής στον αντισυμβαλλόμενο είναι αυτός (ο ψευδοαντιπρόσωπος) [Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ τομος Α, εκδ. 2001, υπό του άρθρου 231, σελ. 951 – 955, 955, παρ. 1, 2, 3, 4 και 13] και γεννά υποχρέωση αποζημίωσης του ψευδοαντιπροσώπου έναντι του αντισυμβαλλομένου του στην εν λόγω σύμβαση σε περίπτωση μη έγκρισής της από τον αντιπροσωπευόμενο [σχετικά ΑΠ 545/2012 Sakkoulas on line]. Εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, αντισυμβαλλόμενη των εναγομένων στην από 6.9.2019 σύμβαση πώλησης καυσίμων που κατά την αγωγή οι εναγόμενοι κατήρτισαν με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία …………………, άνευ σχετικής εξουσίας αντιπροσώπευσης των εναγουσών, ετύγχανε η ανωτέρω μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρεία προμήθειας καυσίμων και πάντως όχι οι ενάγουσες. Ως εκ τούτου, στις μεταξύ των εναγουσών και των εναγομένων σχέσεις, δεν τυγχάνει εφαρμογής η εν λόγω διάταξη του άρθρου 231 ΑΚ. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που σιγή απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη καθό μέρος επεχειρήθη όπως θεμελιωθεί στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 231 ΑΚ, ορθά εκτίμησε τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, απορριπτομένων ως άνω των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγουσών που περιέχονται στον υπό κρίση δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσης ως απαράδεκτο, ελλείψει εννόμου συμφέροντος.

. Ενόψει των ανωτέρω η ένδικη αγωγή, όπως το περιεχόμενό της ορθά εκτιμήθηκε, η οποία παραδεκτώς ηγέρθη από άποψη ενεργητικής νομιμοποίησης και από τη δεύτερη ενάγουσα, ως αναλύεται ανωτέρω, τυγχάνει νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 288, 291, 297, 298, 299, 330, 340, 345, 346, 481, 914, 919, 926 και 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 45, 46 παρ. 1, 386 και 363-362 ΠΚ, 20 ΕισΝΑΚ, 6 παρ.1 Ν. 5422/1932, 1 Ν. 2842/2000, 907, 908, 1047 και 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ [πλην (ι) του επικουρικού αιτήματος αποκατάστασης της επικαλούμενης ζημίας της 1ης ενάγουσας κατά την ισοτιμία του νομίσματος προσδιορισμού της ζημίας (USD) προς το ημεδαπό νόμισμα (ευρώ) κατά τον χρόνο πληρωμής της οφειλής, το οποίο με τις εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, διάταξη η οποία δεν πλήττεται με την ένδικη έφεση, (ιι) του αιτήματος περί καταβολής τόκων για τις ένδικες απαιτήσεις από την 15.10.2019, το οποίο με τις εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ως προς την πρώτη ενάγουσα ως μη νόμιμο, διάταξη η οποία δεν πλήττεται με την ένδικη έφεση, και (ιιι) του παρεπομένου αιτήματος περί απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγόμενων για κάθε παράβαση της εκδοθεισομένης επί της ανωτέρω αγωγής αποφάσεως, το οποίο ως προς την πρώτη ενάγουσα, με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, διάταξη ως προς την οποία δεν πλήττεται με την εκκαλουμένη απόφαση], για την οποία το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία προς διερεύνηση, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση η οποία απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την περί υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε Διαιτησία ένσταση του πρώτου και της δεύτερης εναγομένης. Αν και κατ’ αρχήν παραδεκτώς επαναφέρεται δια των εγγράφων προτάσεων της εκκλητού δίκης ο παραδεκτώς, στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης, ισχυρισμός περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία (σχετικά ΕΑ 1213/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εν προκειμένω, οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων, με τις έγγραφες προτάσεις τους, που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τον περί υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε διαιτησία ισχυρισμό τους, δυνάμει του από 26.7.2019 συμφωνητικού ναυλώσεως που καταρτίσθηκε μεταξύ της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία………………… και της πρώτης ενάγουσας εταιρείας, επανέφεραν μόνον στα πλαίσια αντίκρουσης του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης και δη υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση ότι το παρόν Δικαστήριο θα δεχθεί ως βάσιμο στην ουσία του τον εν λόγω τρίτο λόγο έφεσης. Ειδικότερα, οι εν λόγω εναγόμενοι, στα πλαίσια αντίκρουσης του τρίτου λόγου έφεσης, με τον οποίο, ως εκτιμήθηκε ανωτέρω, οι ενάγουσες πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση διότι δεν εκτιμήθηκε υπ’ αυτής, ότι στην ένδικη αγωγή, κατά τα εκτιθέμενα αυτής πραγματικά περιστατικά, περιέχεται και έτερος νόμιμος λόγος ευθύνης του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων και δη η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά αυτών, ως ενεργούντων με την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, και δη πέραν της θεμελίωσης της ένδικης αγωγής στις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στις οποίες και πράγματι έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι θεμελιώνεται η ένδικη αγωγή και αφού διερευνήθηκε στην ουσία της απορρίφθηκε αυτή ως αβάσιμη, δεν διερευνήθηκε και η θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 71 εδ. β ΑΚ ευθύνη αυτών από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους ως οργάνων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, ισχυρίσθηκαν (σελίδα 23 των εγγράφων προτάσεών τους) ότι, ο επικουρικός αγωγικός ισχυρισμός ότι οι δύο πρώτοι των εναγομένων ενέχονται ως πραγματικοί ιδιοκτήτες και εκπρόσωποι της εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρείας…………………, ενέχονται αλληλέγγυως και εις ολόκληρον με αυτή για την εξόφληση των χρεών της, αβάσιμος στην ουσία του για τους λόγους που διαλαμβάνονται στις έγγραφες προτάσεις τους και επαλλήλως, τυγχάνει απαράδεκτος, υπό την έννοια ότι, αυτός ο ισχυρισμός θα ηδύνατο να διερευνηθεί μόνον ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου. Εν τούτοις, ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης, ως αναλύεται ανωτέρω απερρίφθη ως αβάσιμος στην ουσία του. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος ισχυρισμός εν προκειμένω τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Όσον αφορά στη δεύτερη ενάγουσα, διότι αυτή δεν υπήρξε συμβαλλόμενη στην ανωτέρω σύμβαση ναυλώσεως. Επιπροσθέτως, αυτοί (πρώτος και δεύτερη των εναγομένων), δεν ταυτίζονται ουσιαστικά με την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία. Εξάλλου, η ένδικη αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής εκτιμήθηκε, θεμελιώνεται στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά που μετήλθαν σε βάρος των εναγουσών οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων ατομικά. Οι αναφορές επικουρικώς στην ένδικη αγωγή ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, τυγχάνει ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι εταιρεία, καθώς και οι αόριστες, όπως κρίθηκαν με επάλληλη αιτιολογία με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν επλήγη κατά τούτο με την ένδικη έφεση, αναφορές στην ένδικη αγωγή, περί κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της ίδιας ως άνω ναυλώτριας εταιρείας από τον πρώτο εναγόμενο, κρίθηκαν ομοίως με την εκκαλουμένη απόφαση ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι ισχυρισμοί. Με τον τρίτο δε λόγο έφεσης, οι ενάγουσες, δεν πλήττουν τα ανωτέρω πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως, αλλά, όπως αναλύεται ανωτέρω, στα πλαίσια του λόγου αυτού έφεσης οι ενάγουσες  κάνουν λόγο για πλεοναστική αναφορά στην αγωγή τους ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία τυγχάνει ομόρρυθμη εν τοις πράγμασι εταιρεία, επιπροσθέτως δε πλήττουν την εκκαλουμένη απόφαση διότι δια εκτίμησε ορθά τους ανωτέρω αγωγικούς ισχυρισμούς και εν τέλει δεν εκτίμησε ότι η ένδικη αγωγή θεμελιώνεται πέραν των διατάξεων των άρθρων 914 και 919 ΑΚ και στις διατάξεις του άρθρου 71 εδ.β ΑΚ.

VΙΙ. Από την περιεχομένη στη με αριθμό …/11.2.2021 ένορκη βεβαίωση που ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγουσών ….., η οποία ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των εναγομένων (σχετικά με αριθμό …, …, … και … από 8.1.2021 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελητή ….), από την περιεχομένη στην από 25.2.2021  ένορκη βεβαίωση που ελήφθη ενώπιον του Συμβολαιογράφου Γένοβας Ιταλίας …, ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγουσών …., η οποία ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως των εναγομένων (σχετικά με αριθμό …., …, … και …. από 19.2.2021 εκθέσεις επιδόσεως του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή), παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα υπό των πρώτου και δεύτερης των εναγομένων, ενόψει του ότι, με τις ΥΑ 9147/2021 (ΦΕΚ Β 534/2021) και ΥΑ 10969/2021 (ΦΕΚ Β 648/2021), ανεστάλησαν, στην Περιφέρεια Αττικής, προσωρινά οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών, μη αφορώσα η εν λόγω αναστολή και την προθεσμία κλητεύσεως για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 παρ.1 του Ν. 4790/2021, η αναστολή προθεσμίας εξωδίκων πράξεων ενώπιον Συμβολαιογράφων (προφανώς εννοώντας της περιφέρειας που εντάχθηκε σε επίπεδο αυξημένου κινδύνου όπως η Περιφέρεια Αττικής), κατά το ανωτέρω χρονικά διάστημα, αφορούσε μόνον τις διενεργούμενες υπ’ αυτών πράξεις ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, την περιεχομένη στη με αριθμό …./15.2.2021 ένορκη βεβαίωση που ελήφθη, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ….., με επιμέλεια των δύο πρώτων εναγόμενων, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 1314Δ/10.2.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ….., ένορκη κατάθεση του μάρτυρος …………., τις περιεχόμενες στις με αριθμό 100 και 101 από 3-2.2021 ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς με επιμέλεια του τρίτου εναγόμενου …………….. κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων του, κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …./29.1.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….,  των μαρτύρων ……… και ………., την περιεχομένη στη με αριθμό …/12.2.2021 ένορκη βεβαίωση που ελήφθη, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… με επιμέλεια του τέταρτου εναγόμενου ………. κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων του κατ’ άρθρο 422 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …../9.2.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….., του μάρτυρος ………. και των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, μεταξύ των οποίων και όσα οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, παραδεκτώς προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγουσών που περιέχονται στη σελίδα 46 της προσθήκης επί των προτάσεών που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον γίνεται σαφής περιγραφή των εγγράφων που προσκομίζουν, η με αριθμό …./2021 ένορκη βεβαίωση που ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς στην οποία περιέχεται η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγουσών ……, η οποία ελήφθη δίχως προηγούμενη κλήτευση των εναγομένων, πλην όμως ελήφθη στα πλαίσια έτερης δίκης και δη επί της από 11.10.2021 αιτήσεως περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων, την οποία ήγειραν οι ήδη εκκαλούσες ενάγουσες, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (σχετικά με αριθμό 691/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), διότι δεν κρίνεται ότι αυτή ελήφθη ενόψει της παρούσας δίκης [ΑΠ 467/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου] και τα έγγραφα τα οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται ως σχετικό 26 από τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων – εφεσιβλήτων αμετάφραστα τα οποία παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη [ΑΠ 1757/2011, 1462/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγουσών πλην (α) της με αριθμό …/27.11.2020 ένορκης βεβαίωσης της συμβολαιογράφου Πειραιώς …. στην οποία περιέχεται ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος των εναγουσών …. …, ενόψει του ότι δεν απεδείχθη προηγούμενη κλήτευση των εναγομένων, επιπλέον δε αν και η εν λόγω ένορκη βεβαίωση χρησιμοποιήθηκε στα πλαίσια της δίκης ασφαλιστικών μέτρων επί της οποίας εξεδόθη η με αριθμό 466/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από το ίδιο το περιεχόμενό της, αποδεικνύεται ότι αυτή ελήφθη και ενόψει της παρούσας δίκης [ΑΠ 467/2022 ο.π.], (β) της με αριθμό …./27.11.2020 ένορκης βεβαίωσης της συμβολαιογράφου Πειραιώς …. στην οποία περιέχεται ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος των εναγουσών …. …, ενόψει του ότι δεν απεδείχθη προηγούμενη κλήτευση των εναγομένων, επιπλέον δε, χρησιμοποιήθηκε στα πλαίσια της δίκης ασφαλιστικών μέτρων επί της οποίας εξεδόθη η με αριθμό 466/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από το ίδιο το περιεχόμενό της, αποδεικνύεται ότι αυτή ελήφθη και ενόψει της παρούσας δίκης [ΑΠ 467/2022 ο.π.], (γ) της από 8.1.2021  ένορκης βεβαίωσης που ελήφθη ενώπιον του Συμβολαιογράφου Γένοβας Ιταλίας ….., ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγουσών . …., ενόψει του ότι δεν απεδείχθη προηγούμενη κλήτευση των εναγομένων, επιπλέον δε, χρησιμοποιήθηκε στα πλαίσια της δίκης ασφαλιστικών μέτρων επί της οποίας εξεδόθη η προαναφερομένη με αριθμό 466/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από το ίδιο το περιεχόμενό της, αποδεικνύεται ότι αυτή ελήφθη και ενόψει της παρούσας δίκης [ΑΠ 467/2022 ο.π.], (δ) της με αριθμό …./11.2.2021 ένορκης βεβαίωσης που ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και περιέχει την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγουσών ………….., η οποία ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως  των εναγομένων, πλην όμως, ο εν λόγω μάρτυρας, κατά το χρόνο δόσεως της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης, ετύγχανε νόμιμος εκπρόσωπος των εναγουσών εταιρειών, όπως τούτο προκύπτει από το από 15.2.2021 πρακτικό περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας του διαμεσολαβητή ………………, η οποία διεξήχθη στα πλαίσια της παρούσας δίκης, σε συνδυασμό με την από 5.2.2021 αίτηση του ανωτέρω εξετασθέντος ως μάρτυρα, ……………., ενεργούντος για λογαριασμό της δεύτερης ενάγουσας προς επίσπευση διαδικασίας διαμεσολάβησης στα πλαίσια της παρούσας δίκης, υπό της υπογραφής του οποίου αναγράφεται ότι ετύγχανε βοηθός γραμματέα της δεύτερης ενάγουσας, σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο ως σχετικό ΠΛ2 από τις ενάγουσες πιστοποιητικό αποφάσεων της πρώτης ενάγουσας στην οποία ο εν λόγω μάρτυρας …………….. την 10.2.2021 υπέγραψε ως βοηθός Γραμματέας της ανωτέρω εταιρείας πιστοποιητικό της προσκομιζόμενης απόφασης της εν λόγω εταιρείας, σε συνδυασμό με τις έγγραφες προτάσεις των εναγουσών ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπου στη σελίδα πέντε αυτών αναφέρουν ότι το από 5.2.2021 ηλεκτρονικό μήνυμα επιβεβαίωσης των εναγουσών αποδοχής του διορισμού του διαμεσολαβητή για την ένδικη υπόθεση, που προσκομίζουν ως σχετικά Α7 και Α8 προέρχεται από τον νόμιμο εκπρόσωπο των εναγουσών, (ε) της περιεχομένης στα με αριθμό 691/2022 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τα οποία συντάχθηκαν στα πλαίσια της από 11.10.2021 αιτήσεως των ήδη εναγουσών εταιρειών κατά των ήδη εναγομένων και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία…………………, ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι ήδη ενάγουσες εταιρείες ζητούσαν [αφού ανακληθεί η με αριθμό 466/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και απέρριψε αίτηση αυτών (ήδη εναγουσών εταιρειών) κατά των εναγομένων περί συντηρητικής κατασχέσεως της περιουσίας των εναγομένων, ενόψει των ήδη ενδίκων απαιτήσεών τους] τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας αυτών (ήδη εναγομένων) ενόψει των ενδίκων απαιτήσεών τους, επί της οποίας εξεδόθη, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η με αριθμό 691/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος …………, εκ του λόγου ότι ο εν λόγω μάρτυρας, μετείχε προηγούμενα στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης που διεξήχθη για την ένδικη υπόθεση ενόψει της ένδικης αγωγής, ως νόμιμος εκπρόσωπος των εναγουσών εταιρειών (σχετικά προσκομιζόμενο ως σχετικό Α10 από τις ενάγουσες από 15.2.2021 πρακτικό περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας που υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή …..), κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 6 του Ν. 4640/2019, η οποία εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης [σχετικά άρθρο 7 παρ.3 του Ν. 4640/2019 κατά τις διατάξεις της οποίας «Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα, δεν τηρούνται πρακτικά και εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 4, 6 και 7 του άρθρου 5 του παρόντος»] «6. Εφόσον η διαφορά αχθεί ενώπιον των δικαστηρίων ή σε διαιτησία, ο διαμεσολαβητής, τα μέρη, οι νομικοί παραστάτες αυτών και όσοι συμμετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν εξετάζονται ως μάρτυρες και εμποδίζονται να προσκομίσουν στοιχεία που προκύπτουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης ή έχουν σχέση με αυτήν, ιδίως, να αναφερθούν στις συζητήσεις, δηλώσεις και προτάσεις των μερών, καθώς και στις απόψεις του διαμεσολαβητή, παρά μόνο εφόσον τούτο επιβάλλεται από λόγους δημόσιας τάξης, κυρίως για να εξασφαλιστεί η προστασία των ανηλίκων ή για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να θιγεί η σωματική ακεραιότητα ή η ψυχική υγεία προσώπου.», η ανωτέρω μαρτυρική κατάθεση, αποτελεί απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο, μη δυνάμενο να ληφθεί υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ούτε ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, έστω κι αν αυτή (εν λόγω μαρτυρική κατάθεση) εδόθη στα πλαίσια της ανωτέρω δίκης περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων, διότι οι με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 6 του Ν. 4640/2019, αποδεικτικοί περιορισμοί (οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και δεν μπορούν να αρθούν ούτε με ρητή συμφωνία των διαδίκων, παρά μόνον όταν τούτο επιβάλει η δημόσια τάξη), ενόψει της διατύπωσης της διατάξεως του άρθρου 5 παρ.6 του ανωτέρω Νόμου «Εφόσον η διαφορά αχθεί ενώπιον των δικαστηρίων ή σε διαιτησία…», αφορούν όχι μόνον την τακτική αγωγή ενόψει της οποίας έλαβε χώρα η ΥΑΣ, αλλά και την περίπτωση κατά την οποία, για τις απαιτήσεις που αξιώνονται με την τακτική αγωγή (ενόψει της οποίας διεξήχθη η ΥΑΣ), ασκείται αίτηση λήψης εξασφαλιστικών ασφαλιστικών μέτρων, όπως εν προκειμένω, απεδείχθησαν κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα αλλοδαπή και δη εδρεύουσα στις …… εταιρία με την επωνυμία «…………………», είναι πλοιοκτήτρια του υπό κυπριακή σημαία φορτηγού, χύδην φορτίου (τύπου «Kamsarmax»), πλοίου “AR” (ΙΜΟ … – ΔΔΣ …..), διαχείρισης της δεύτερης ενάγουσας, αλλοδαπής και δη εδρεύουσας στη …, εταιρείας με την επωνυμία «…………………», η οποία έχει νόμιμα εγκατασταθεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67. Η μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία “…………………  ”, τυγχάνει αλλοδαπή και δη εδρεύουσα, κατά το καταστατικό της στις Νήσους ………..  και πραγματικά στο …. Αττικής, κεφαλαιουχική ναυτιλιακή εταιρεία, όπου, δυνάμει της με αριθμό 3122.1/4660/01 Απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ Β 1746/15.7.2014), έχει εγκαταστήσει νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, γραφείο στην Ελλάδα, με αντικείμενο δραστηριότητας, μεταξύ άλλων, τις ναυλώσεις πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία, ολικής χωρητικότητας άνω των 500 κόρων, εξαιρουμένων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και των εμπορικών πλοίων, που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, της οποίας ο εταιρικός σκοπός τυγχάνει αποκλειστικά η ναύλωση και η εν γένει εκμετάλλευση εμπορικών πλοίων (σχετικά σελ. 2 από 4.11.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./6.11.2019 αίτηση της ήδη πρώτης ενάγουσας κατά της εν λόγω μη διαδίκου εταιρείας “………………… .”, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων). Μέτοχος αυτής, όπως προκύπτει από το από 6.8.2019 Πιστοποιητικό του Διευθυντή της εταιρείας ……………., ………, προσκομιζόμενο ως σχετικό 17β από τους δύο πρώτους εναγομένους, είναι η μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία .…, Διευθύντρια αυτής η ανωτέρω εταιρεία ………… και Αξιωματούχος και δη Γραμματέας αυτής η …………. Εν τούτοις, όπως οι δύο πρώτοι εναγόμενοι αναφέρουν στην από 11.3.2021 έγκλησή τους που κατέθεσαν ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς και προσκομίζεται σε αντίγραφο από αυτούς, μέσω αυτής της εταιρείας, η οποία συστήθηκε το έτος 1969, από τον πατέρα του πρώτου εναγομένου και σύζυγο της δεύτερης εναγομένης, μητέρας του πρώτου εναγομένου ήδη ηλικίας ενενήντα ετών (σχετικά προσκομιζόμενο ως σχετικό 66 αντίγραφο του διαβατηρίου της δεύτερης εναγομένης), οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, επί δεκαετίες, ασχολούνται με τη ναυτιλία. Επιπροσθέτως, ο πρώτος εναγόμενος κατά το εταιρικό προφίλ της εν λόγω εταιρείας το οποίο αυτή είχε αναρτήσει στο διαδίκτυο και διατηρείτο κατά την επίδικη περίοδο και το οποίο προσκομίζεται σε αντίγραφο από τις ενάγουσες και το περιεχόμενο του, δεν αμφισβητείται από τους εναγομένους, ετύγχανε Διευθύνων Σύμβουλος αυτής (CEO) (εν λόγω εταιρείας…………………), ενώ στο ίδιο εταιρικό προφίλ αναφέρονταν ότι η ανωτέρω εταιρεία ανήκε στον πρώτο εναγόμενο, δεδομένου ότι κατά μετάφραση από το πρωτότυπο του ανηρτημένου στο διαδίκτυο εταιρικού προφίλ αυτής «…Σήμερα δραστηριοποιείται ενεργά, στον τομέα των ναυλώσεων πλοίων μέσω της δικής του εταιρείας ……………, που αποτελεί μία παγκοσμίου φήμης ναυλώτρια εταιρεία ξηρού φορτίου η οποία λειτουργεί στην Αθήνα….». Επιπλέον, η δεύτερη εναγομένη, είχε δηλωθεί ως εκπρόσωπος του γραφείου που διατηρούσε η ανωτέρω εταιρεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975, όπως προελέχθη. Περαιτέρω, οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, απεδείχθη ότι εργάζονταν ως υπάλληλοι στο ανωτέρω γραφείο που διατηρούσε η ανωτέρω εταιρεία………………… στην Ελλάδα δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και δη ο τρίτος εναγόμενος ως Διευθυντής στο Τμήμα Ναυλώσεων, απασχολούμενος με το αντικείμενο της κατάρτισης των ναυλώσεων και ο τέταρτος εναγόμενος …….. εργαζόταν ως απλός υπάλληλος στο Τμήμα Επιχειρήσεων της εν λόγω εταιρείας. Η ανωτέρω μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία “………………… .”, κατά τον μήνα Απρίλιο του έτους 2019, υπέβαλε, μέσω της εδρεύουσας στη … Ιταλίας ναυλομεσίτριας εταιρείας με την επωνυμία «………………..» πρόταση – προσφορά προς τη δεύτερη ενάγουσα εταιρεία, υπό την ιδιότητα αυτής ως διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου “A”, πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας, για τη χρονοναύλωση αυτού. Η εν λόγω χρονοναύλωση αφορούσε την πραγματοποίηση ενός ταξιδιού για τη μεταφορά φορτίου προς την Ανατολική Ασία. Ενόψει του ότι οι εν λόγω εταιρείες δεν είχαν συνεργασθεί στο παρελθόν, υπάλληλοι της δεύτερης ενάγουσας, εζήτησαν στοιχεία σχετικά με την οικονομική κατάσταση και την προϋπηρεσία της ανωτέρω εταιρείας “………………… .” στο χώρο των ναυλώσεων. Πράγματι, με το από 15/04/2019 ηλεκτρονικό μήνυμα της ανωτέρω ναυλομεσίτριας εταιρείας «…….», γνωστοποιήθηκε στη δεύτερη ενάγουσα, διαχειρίστρια του πλοίου της πρώτης ενάγουσας, έγγραφο – ηλεκτρονικό μήνυμα του τρίτου εναγομένου Διευθυντή Ναυλώσεων της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία “………………… .”, στο οποίο αναφέρονταν συμβάσεις ναυλώσεως που αυτή (εταιρεία με την επωνυμία “………………… ..”), είχε καταρτίσει στο πρόσφατο παρελθόν, καθώς επίσης ως συνημμένο στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, το προφίλ της εν λόγω εταιρείας, πληροφορίες που προηγούμενα είχε χορηγήσει στην ανωτέρω ναυλομεσίτρια εταιρεία η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία “………………… .”. Ειδικώς όσον αφορά στο προφίλ της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία “………………… .”, αυτό ήταν ανηρτημένο και στην ιστοσελίδα που η εν λόγω εταιρεία (με την επωνυμία “………………… .”) διατηρούσε στο διαδίκτυο καθόλο το επίδικο διάστημα. Ειδικότερα, κατά το εν λόγω αναρτημένο στο διαδίκτυο εταιρικό προφίλ της εν λόγω εταιρείας (αντίγραφο του οποίου προσκομίζεται ως σχετικό 48 από τις ενάγουσες και σε μετάφραση), αυτή (εταιρεία………………….), ιδρύθηκε το έτος 1969, με την εκτεταμένη δε εμπειρία του ιδρυτή της στις ναυλώσεις και την εκμετάλλευση πλοίων κατέστη μία εταιρεία, εκ των κορυφαίων προμηθευτών στις ναυλώσεις, στην πρακτόρευση, στη διαχείριση πλοίων, στην αντιπροσώπευση και σε άλλες εξειδικευμένες υπηρεσίες προς τους πλοιοκτήτες και τους ναυλωτές παγκοσμίως. Επιπροσθέτως, ότι ετύγχανε μια εταιρεία η οποία, διέθετε την εμπειρία και την οικονομική δυνατότητα που απαιτείτο, προκειμένου το διεθνές ενεργειακό εμπόριο να παρέχει καλλίτερες υπηρεσίες και λύσεις στους τελικούς αποδέκτες καταναλωτές για να εκπληρώσουν τις ενεργειακές τους ανάγκες εντός των διεθνών αγορών που εξελίσσονται ραγδαία. Ήταν προσανατολισμένη στην ανάπτυξη επιχειρήσεων στη Λατινική Αμερική, Ευρώπη και Δυτική Αφρική με το σχεδιασμό ενός δυναμικού εμπορικού δικτύου, υποστηριζόμενου από ένα αυστηρό σύστημα διαχείρισης κινδύνων και παροχής εξειδικευμένων τοπικών λύσεων προκειμένου να αντιμετωπίσουν προκλήσεις στα θέματα ενέργειας και στις αναπτυγμένες και στις εξελισσόμενες χώρες. Επιπλέον, όσον αφορά στο κομμάτι των ναυλώσεων, ότι αρχή της εταιρείας ήταν η παροχή ναυτιλιακών υπηρεσιών υψηλής ποιότητας σε πρώτης τάξης ιδιοκτήτες φορτίου και συνακόλουθα να ναυλώνει και να εκμεταλλεύεται πλοία με χρονοναυλώσεις για ένα ταξίδι ή για χρονική περίοδο, καθώς και σε βάση ναύλωσης ταξιδιού. Ο ναυλωμένος στόλος πλοίων της αποτελείτο από τα κατάλληλα είδη πλοίων ήτοι από πλοία μικρού μεγέθους έως ωκεανοπόρα πλοία, τεράστιου μεγέθους, κατηγορίας cape size, το μέγεθος δε των πλοίων που διέθετε διαφοροποιείτο σύμφωνα με τις απαιτήσεις των πελατών και τις συνθήκες της αγοράς και λειτουργούσε παγκοσμίως, κυρίως σύμφωνα με Συμβάσεις Ναύλωσης με κάποιες από τις μεγαλύτερες στον κόσμο εταιρείες, στις οποίες περιλαμβάνονταν οι: ……………………. Όσον αφορά στη διαχείριση πλοίων, ύψιστη προτεραιότητα του εν λόγω τμήματός της ήταν η εξασφάλιση ασφαλούς, ομαλής οικονομικής εκμετάλλευσης του στόλου των πλοίων της, καθώς επίσης και η εξασφάλιση ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις του στόλου της εκπληρώνονται. Ενόψει των καλών μακροπρόθεσμων επιχειρηματικών σχέσεων τόσο με τις κρατικές εταιρείες όσο και κάποιες από τις μεγαλύτερες στον κόσμο βιομηχανικές εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, οι εν λόγω εταιρείες, κατά το εταιρικό προφίλ, ζητούσαν από τις εταιρείες του ομίλου ………………… να αναλάβουν και να υλοποιήσουν σημαντικό αριθμό συμβάσεων. Επιπλέον, ο Όμιλος ………………… επικεντρώνονταν στη μεταφορά διαφόρων φορτίων (κυρίως χύδην) όπως κάρβουνο, σιδηρομετάλλευμα, βωξίτης, λιπάσματα, αλουμίνια, κίτρινο καλαμπόκι, ζάχαρη, κύαμο σόγιας/σκόνη σόγιας/σφαιρίδια σόγιας και εξειδικεύεται στα σιτηρά από Η.Π. Α., Καναδά, Αυστραλία, Μαύρη Θάλασσα και την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Εξαιτίας της πολυπλοκότητας των συμβάσεων και των συνεχιζόμενων συμβάσεων ναύλωσης, ο Όμιλος…………………. ηδύνατο και προσέφερε στους πλοιοκτήτες πολύτιμα επιχειρηματικά πιστωτικά ανοίγματα εντός της παγκόσμιας ναυλαγοράς, επιπλέον προσέφερε και πιστωτικές ρυθμίσεις που μπορούσαν να προσαρμοστούν στο επαγγελματικό προφίλ των πλοιοκτητών και περιελάμβαναν συμμετοχή στα κέρδη εκ του ναυλοσυμφώνου. Στο εν λόγω εταιρικό προφίλ εγίνετο αναφορά και σε συνεκμετάλλευση – συνεφοπλισμό πλοίων. Ειδικότερα, αναφέρονταν ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις της ………………… και η καθιερωμένη εμπορική της φήμη της επέτρεψαν να μετέχει σε επιχειρηματικά σχήματα εντός και εκτός της χώρας, συμπεριλαμβανομένων μέχρι πολύ πρόσφατα της ιδιοκτησίας πλοίων οπό την…………………, ενώ καθόν χρόνο το εν λόγω εταιρικό προφίλ ήταν αναρτημένο στο διαδίκτυο αναφέρονταν ότι η ανωτέρω εταιρεία ………………… συμμετείχε σε ένα συνεφοπλισμό -συνεκμετάλλευση σε ποσοστό  50% με την ……….., που διαθέτει στόλο αποτελούμενο από 4 φορτηγά χύδην Φορτίου, ήτοι το φορτηγό πλοίο EN με 73.427 τόνους μεταφορικής ικανότητας, ναυπηγηθέν το 1999, φορτηγό πλοίο ANG με 74.540 τόνους μεταφορικής ικανότητας ναυπηγηθέν το 2001, φορτηγό πλοίο IL με 8O.309 τόννους μεταφορικής ικανότητας ναυπηγηθέν το 2011 και Φορτηγό πλοίο IN με 80.254 τόνους μεταφορικής ικανότητας ναυπηγηθέν επίσης το 2011. Περαιτέρω, ότι η …. μαζί με την ……….. από το χρόνο έναρξης του συνεφοπλισμού- συνεκμετάλλευσης πλοίων το 1992 και μέχρι την  πρόσφατη, κατά την εν λόγω ανάρτηση, λύση της σύμβασης, είχε την πλοιοκτησία και τη διαχείριση 22 πλοίων που κυμαίνονταν από 26.000 τόνους φορτηγά μεγέθους handy μέχρι 125.000 τόνους Φορτηγά μεικτού φορτίου (ΟΒΟ). Επιπλέον, ότι κατ’ εκείνο το χρόνο η ………………… συμμετείχε στον συνεφοπλισμό-συνεκμετάλλευση του φορτηγού πλοίου UO, με τα εξής στοιχεία: τόπος κατασκευής Κίνα, έτος κατασκευής 2015, μεταφορική ικανότητα σε μ.τ. 63.118, …… Περαιτέρω, στο εν λόγω εταιρικό προφίλ, υπό του τίτλου «…..» εγίνετο αναφορά και στα σημαντικά πρόσωπα της εν λόγω εταιρείας (………………… .) με πρώτο τον πρώτο εναγόμενο ….. με την αναφορά ότι ήταν ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής (CEO) με αναφορά ότι, κατά μετάφραση από το πρωτότυπο «…Σήμερα δραστηριοποιείται ενεργά, στον τομέα των ναυλώσεων πλοίων μέσω της δικής του εταιρείας ….., που αποτελεί μία παγκοσμίου φήμης ναυλώτρια εταιρεία ξηρού φορτίου η οποία λειτουργεί στην Αθήνα….». Στο εν λόγω έγγραφο εγίνετο αναφορά και στον μη διάδικο στην παρούσα δίκη ….., για τον οποίο αναφέρονταν ότι ετύγχανε Γενικός Διευθυντής της ανωτέρω εταιρείας και στον τρίτο εναγόμενο, …… για τον οποίο αναφέρονταν ότι ετύγχανε Διευθυντής Ναυλώσεων. Πεισθείσα, η πρώτη ενάγουσα ότι η ανωτέρω εταιρεία (………) αποτελεί πράγματι μια φερέγγυα εταιρεία, η οποία και πράγματι ήταν, εφόσον καμία περί του αντιθέτου απόδειξη δεν προσκομίζεται, δεν απεδείχθη δε ότι, κατ’ εκείνο το χρόνο, είχε οφειλές προς τρίτους, προχώρησε στην κατάρτιση συμβάσεως χρονοναυλώσεως με αυτή (εταιρεία…………………) του ανωτέρω πλοίου της. Η εν λόγω σύμβαση λειτούργησε κανονικά και η ανωτέρω εταιρεία…………………, κατέβαλε πράγματι στην πρώτη ενάγουσα τον συμφωνημένο ναύλο. Ακολούθως, απεδείχθη ότι, την 18.7.2019, η ανωτέρω μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία………………… κατήρτισε στο Λονδίνο, σύμβαση με τον τίτλο «Ναυλοσύμφωνο για τη μεταφορά σιτηρών τύπου Baltimore Form C» με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία ………., δυνάμει της οποίας η ανωτέρω μη διάδικος στην παρούσα δίκη εταιρεία………………… ανέλαβε ως εκναυλώτρια τη μεταφορά με πλοίο, από λιμάνι επιλογής της ανωτέρω ναυλώτριας, ευρισκόμενο στη Βραζιλία, προς ένα ασφαλές λιμάνι της Βόρειας Κίνας, επιλογής ομοίως της ναυλώτριας, ενός χύδην φορτίου σιτηρών (σόγιας βάρους 66.000 μετρικών τόνων +/- 10%, κατ’ επιλογή της εκναυλώτριας), αντί ναύλου, ανάλογα με την περιοχή φόρτωσης, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου και με τη συμφωνία ότι το 100% του ποσού του ναύλου θα καταβάλλονταν εντός τριών εργασίμων, για τις τράπεζες, ημερών από το χρόνο υπογραφής και έκδοσης των φορτωτικών, μετά την ολοκλήρωση της φόρτωσης του, προς μεταφορά, φορτίου. Με τον όρο 66 του εν λόγω ναυλοσυμφώνου, η ανωτέρω εκναυλώτρια εταιρεία με την επωνυμία………………… ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει στην ανωτέρω ναυλώτρια, φορτωτικές που θα ανέγραφαν τη ρήτρα «προπληρωθείς ναύλος», σύμφωνα με αίτηση της ναυλώτριας, μόλις αυτή (εκναυλώτρια) εισέπραττε το σύνολο του συμφωνηθέντος ναύλου. Η ανωτέρω εταιρεία…………………, προκειμένου και για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε με το προαναφερόμενο από 18.7.2019 συμφωνητικό έναντι της ανωτέρω εταιρείας με την επωνυμία ………, μέσω της ίδιας ως άνω ναυλομεσίτριας εταιρείας, με την επωνυμία «……………….», υπέβαλε πρόταση – αίτηση χρονοναύλωσης του ανωτέρω πλοίου “AR” πλοιοκτησίας της πρώτης ενάγουσας. Πράγματι, η πρώτη ενάγουσα, έχοντας την θετική εμπειρία της προηγούμενης συνεργασίας της με την ανωτέρω εταιρεία…………………, κατόπιν σύντομων διαπραγματεύσεων, οι οποίες διεξήχθησαν μέσω της ανωτέρω ναυλομεσίτριας εταιρείας, δέχθηκε να ναυλώσει το πλοίο της “AR” στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία…………………. Σύμφωνα με το συνταχθέν, μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων, σχετικό έγγραφο συμφωνητικό, κατά τον εγκεκριμένο υπό του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων Νέας Υόρκης (New York Produce Exchange) Κυβερνητικό τύπο και των πρόσθετων ρητρών, μαζί με τα παραρτήματά του, όπως αυτό ανακεφαλαιώθηκε στο από 26.7.2019 ανακεφαλαιωτικό μήνυμα των ναυλομεσιτών της ανωτέρω ναυλομεσίτριας εταιρείας (σχετικά προσκομιζόμενα με αριθμούς 5 και 76  υπό των εναγουσών), η εκναυλώτρια – πρώτη ενάγουσα εταιρεία ανέλαβε να διαθέσει το ανωτέρω πλοίο της με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος αυτού, τους οποίους (Πλοίαρχο και μέλη του πληρώματος) αυτή (εκναυλώτρια – πλοιοκτήτρια) θα διέτρεφε και στους οποίους αυτή θα κατέβαλε τους μισθούς τους και τις αποζημιώσεις τους (σχετικά όροι 1 σε συνδυασμό με εδ. β όρου 8 ανωτέρω ναυλοσυμφώνου), στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, προκειμένου η τελευταία να το χρησιμοποιεί για την εκτέλεση ενός (χρονοναυλωμένου) ταξιδίου, μέσω Βραζιλίας (εξαιρουμένου του Αμαζονίου), ή Αργεντινής ή Ουρουγουάης προς τη γεωγραφική περιοχή με εμβέλεια από Σιγκαπούρη έως Ιαπωνίας, δια μέσου μόνον του Ακρωτηρίου Καλής Ελπίδας, έμφορτο με ακίνδυνο και νόμιμο φορτίο χύδην σιτηρών, έναντι σταθερού, προκαταβαλλόμενου ανά δεκαπέντε ημέρες, ανταλλάγματος (ημερήσιου ναύλου) και δη αντί του ποσού των 17.750 δολ. ΗΠΑ ημερησίως, πλέον του ποσού των 775.000 δολ. ΗΠΑ ως μεικτό bonus άφορτου φορτίου, προκαταβλητέου πλέον της αξίας των, επί του πλοίου, καυσίμων, εντός τριών εργασίμων ημερών από της παραδόσεως του εν λόγω πλοίου. Κατά το εν λόγω συμφωνητικό, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ανέλαβε επιπλέον να καταβάλει και τις δαπάνες για τη φόρτωση και την εκφόρτωση του φορτίου, τα λιμενικά και τα τελωνειακά τέλη, τα τέλη πλοηγήσεως και ρυμουλκήσεως, καθώς επίσης και τη δαπάνη για τα καύσιμα λειτουργίας του πλοίου, καθόλη τη διάρκεια της ένδικης συμβάσεως. Στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως, οι συμβαλλόμενοι επικοινώνησαν μόνον μέσω ναυλομεσιτών, χωρίς να αποδεικνύεται ότι ήρθαν σε προσωπική επαφή ο τρίτος εναγόμενος ……. και οι υπάλληλοι της δεύτερης ενάγουσας ….. και …….., όπως υποστηρίζεται με την ένδικη αγωγή. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 76 υπό των εναγουσών, ηλεκτρονική αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας………………… κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων προς κατάρτιση του ανωτέρω συμφωνητικού ναυλώσεως, η επικοινωνία των αντισυμβαλλομένων αφορούσε αποκλειστικά και μόνον τους όρους του ναυλοσυμφώνου που επρόκειτο να καταρτίσουν, χωρίς στα επιμέρους μηνύματα που αντάλλαξαν να γίνεται αναφορά στην οικονομική και εν γένει περιουσιακή κατάσταση και την φερεγγυότητα της υποψήφιας ναυλώτριας εταιρείας. Κανένα ηλεκτρονικό μήνυμα δεν προσκομίζεται το οποίο να αφορά το στάδιο διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση του ανωτέρω από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, από το οποίο να προκύπτει ότι ο τρίτος εναγόμενος, υπάλληλος της ανωτέρω εταιρείας………………… και δη διευθυντής ναυλώσεων αυτής, προέβη σε οιαδήποτε διαβεβαίωση σχετικά με την οικονομική και εν γένει περιουσιακή κατάσταση και την φερεγγυότητα της υποψήφιας ναυλώτριας εταιρείας προς τις ενάγουσες. Επίσης, κανένα ηλεκτρονικό μήνυμα δεν προσκομίζεται από το οποίο να προκύπτει ότι ο ίδιος (τρίτος) εναγόμενος, κοινοποίησε στους υπαλλήλους της διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου εταιρείας εκ νέου το ανηρτημένο στην ιστοσελίδα της εταιρείας προφίλ αυτής ή ότι παρέπεμψε τους ιδίους ως άνω υπαλλήλους, στο εν λόγω ιστορικό – προφίλ της ανωτέρω εταιρείας. Η περί του αντιθέτου, περιεχομένη στη με αριθμό …./2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγουσών ….., επικεφαλής του τμήματος ναυλώσεων της δεύτερης ενάγουσας διαχειρίστριας εταιρείας, δεν κρίνεται πειστική. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω μάρτυρας, στην ανωτέρω ένορκη κατάθεσή του ανέφερε, μεταξύ άλλων, ως προς το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο «… Ο κ. ….. εκτελώντας οδηγίες του κ. …., μετά από συνεννόηση και παρότρυνση του άνω ουσιαστικού ιδιοκτήτη της …., ανέφερε προς εμένα και τον κ. … τις άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις για δήθεν μεγάλη περιουσία της …. και εξάλειψε τις επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες που είχαμε ως προς την οικονομική δυνατότητα της υποψήφιας ναυλώτριας να τηρήσει τους όρους και τις υποχρεώσεις της από 26.7.2019 σύμβασης ναύλωσης του πλοίου AR, διαβεβαιώνοντάς μας ψευδώς για την φερεγγυότητα, την οικονομική ευρωστία και την αξιοπιστία της υποψήφιας ναυλώτριας. Συγκεκριμένα, μέσω της επικοινωνίας με εμένα τον ναυλομεσίτη κ. …. και τον κ. …. εξαπάτησε τους εκπροσώπους της διαχειρίστριας, ήτοι εμένα με την ιδιότητά μου ως Γενικό Διευθυντή και Επικεφαλής του Τμήματος Διαχείρισης πλοίων (Operations department) της διαχειρίστριας και τον κ. …….. με την ιδιότητά του ως επικεφαλής του Τμήματος Ναυλώσεων της διαχειρίστριας ότι η άνω χρονοναυλώτρια διαθέτει μεγάλη περιουσία και είναι εξασφαλισμένη η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από το χρονοναυλοσύμφωνο, που περιλάμβαναν την πληρωμή δελεαστικού ποσού ναύλου 17.750 ευρώ ημερησίως και δελεαστικού μπόνους άφορτου ταξιδιού προς τον λιμένα φόρτωσης (Τουμπαράο Βραζιλίας) ποσού 775.000 Δολ.ΗΠΑ, τη δε εκπλήρωση εγγυάται δήθεν ο ιδιοκτήτης και αποκλειστικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπός της, ….. με τεράστια περιουσία και επιχειρηματική δραστηριότητα και γραφεία παγκοσμίως, ότι ήταν δήθεν εξασφαλισμένο το σημαντικό εισόδημα από υποναυλώσεις του πλοίου AR λόγω της μεγάλης επιχειρηματικής επιφάνειας της τάχα φερέγγυας χρονοναυλώτριας. Διαβεβαίωσε ψευδώς εμάς ο κ. ….. ότι η υποψήφια ναυλώτρια είναι δήθεν απολύτως φερέγγυα, είναι τάχα εφοπλίστρια του φορτηγού πλοίου UO, μεταφορικής σε βάρος ικανότητας 63.118 τόνων που είχε πολύ μεγάλη εμπορική αξία, καθώς και ότι η εταιρεία…………………. έχει το προβληθέν εντυπωσιακό ιστορικό πολυάριθμων επιτυχών χρονοναυλώσεων και χαίρει διεθνούς φήμης, έχει πιστοποιητικό καλής λειτουργίας (ISM), πολυτελή γραφεία πάγκοσμίως, καθώς και στην έδρα της στην Ελλάδα (Διεύθυνση: …..), απ’ όπου ο ιδιοκτήτης της κ. …. διοικεί και εκμεταλλεύεται την εταιρεία, τελούντες η ναυλώτρια και ο φερόμενος όμιλος εταιρειών ….., σε στενή συνεργασία με τις μεγαλύτερες κρατικές και ιδιωτικές εταιρείες διακίνησης εμπορευμάτων παγκοσμίως. Για την επιβεβαίωση των ως άνω ψευδών παραστάσεων ο κ. …. με εντολή, οδηγίες και παρότρυνση των ….. και …., απέστειλε μέσω των ασφαλειομεσιτών της …, εταιρείας ….. (εκπρόσωπος ο κ. … ….), ένα σύνολο εγγράφων που περιείχαν ψευδείς διαβεβαιώσεις για την δήθεν μεγάλη επιφάνεια και φερεγγυότητα της υποψήφιας ναυλώτριας. Μεταξύ αυτών ήταν και το από 15 Απριλίου 2019 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε ο …. με εντολή του …. προς την διαχειρίστρια του πλοίου, εμένα και τον κ. …., στο οποίο ανέφεραν όλες τις ψευδείς πληροφορίες σχετικά με την οικονομική δύναμη και τις δραστηριότητες της ….. Ο κ. ….. μετά από οδηγίες του κ. ….… και μετά από συνεννόηση με αυτόν, κοινοποίησε σε εμένα και στον κ. …. προκειμένου να ενισχύσει τις ανωτέρω εν γνώσει του ψευδείς παραστάσεις και να επιτύχει την επιδιωκομένη παραπλάνηση της …. και της διαχειρίστριας, συνημμένο στο ανωτέρω μήνυμα της ναυλώτριας, το φερόμενο ιστορικό-προφίλ της υποψήφιας ναυλώτριας το οποίο ήταν αναρτημένο σε δημόσια θέα στο διαδίκτυο με το ιστορικό επιχειρηματικής δράσης και το οικονομικό προφίλ της υποψήφιας ναυλώτριας και όλες αυτές οι ψευδείς δηλώσεις απευθύνονταν στην πλοιοκτήτρια, την διαχειρίστρια του AR, αλλά και γενικότερα προς όλους τους συμβαλλόμενους με την …. και στο κοινό καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 23.7.2019 που άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την επίδικη ναύλωση του πλοίου AR μέχρι την 27.9.2019 που οι …….., …., ……….. κατάγγειλαν προσχηματικά την από 26.7.2019 σύμβαση ναύλωσης….» (σελ. 18-19 ανωτέρω ένορκης βεβαίωσης). Εν τούτοις, ακόμη κι αν στο εν λόγω απόσπασμα της μαρτυρικής του κατάθεσης γίνει δεκτό ότι ο ανωτέρω μάρτυρας καταθέτει για τον εαυτό του και εκ παραδρομής αναφέρει «… ανέφερε προς εμένα και τον κ. ….. τις άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις… Συγκεκριμένα, μέσω της επικοινωνίας με εμένα τον ναυλομεσίτη κ. …. και τον κ. …. εξαπάτησε τους εκπροσώπους της διαχειρίστριας, ήτοι εμένα με την ιδιότητά μου ως Γενικό Διευθυντή και Επικεφαλής του Τμήματος Διαχείρισης πλοίων (Operations department) της διαχειρίστριας και τον κ. . …. με την ιδιότητά του ως επικεφαλής του Τμήματος Ναυλώσεων της διαχειρίστριας…», η εν λόγω ένορκη κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα ……, δεν ενισχύεται από κάποιο έγγραφο αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα, δεν προσκομίζεται ηλεκτρονικό μήνυμα του τρίτου εναγομένου, στα πλαίσια διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση της επίδικης από 26.7.2019 συμβάσεως ναυλώσεως, στο οποίο αυτός να αναφέρεται στην οικονομική κατάσταση της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ή του πρώτου εναγομένου, καθώς επίσης δεν προσκομίζεται ηλεκτρονικό μήνυμα αποστολής του εταιρικού προφίλ της ναυλώτριας εταιρείας. Αντίθετα, η ανωτέρω μαρτυρική κατάθεση, ανατρέπεται (α) από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 76 ηλεκτρονική αλληλογραφία που αντάλλαξαν τα μέρη στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων των ανωτέρω συμβαλλομένων για την κατάρτιση της ενδικης από 26.7.2019 επίδικης σύμβασης ναύλωσης, από την οποία αποδεικνύεται ότι αυτή αφορά αποκλειστικά διαπραγμάτευση επιμέρους όρων του υπό κατάρτιση ναυλοσυμφώνου και (β) από την περιεχομένη στη με αριθμό …./2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκη κατάθεση του ιδίου ως άνω μάρτυρα (….) ο οποίος κατέθεσε «… Τότε, μέσω της ναυτιλιακής εταιρείας ….. και του ….. λάβαμε τις διαβεβαιώσεις: Ότι η υποψήφια ναυλώτρια ήταν μία φερέγγυα εταιρεία, με μεγάλη περιουσία. Αυτό προκύπτει και από το προφίλ της στη διαδικτυακή σελίδα, το οποίο μας έπεισε ότι ήταν μία πολύ ισχυρή οικονομικά και εύρωστη εταιρεία, καθόσον η ναυλώτρια δήλωνε ότι είναι εφοπλίστρια και ουσιαστική συνδιαχειρίστρια του μεγάλου φορτηγού πλοίου UO μεταφορικής σε βάρος ικανότητας DWT 63.118 τόνων. Επιπλέον, την καλή εκτέλεση του ναυλοσυμφώνου εγγυάται προσωπικώς ο ιδιοκτήτης της ναυλώτριας κ. …… με την μεγάλη περιουσία του που είναι και διευθύνων σύμβουλός της. Σύμφωνα με το προφίλ της, η ναυλώτρια ήταν πλήρως ασφαλισμένη κατά όλων των κινδύνων στην μεγάλη Αγγλική ασφαλιστική εταιρεία ….. και μέλος της ……, και ότι δεν έχει οικονομικές εκκρεμότητες με τις τρέχουσες ναυλώσεις άλλων πλοίων τον Ιούλιο του 2019, το οποίον εκ των μετέπειτα εξελίξεων απεδείχθη ότι ήταν αναληθές.  Κατόπιν τούτου και αφού πειστήκαμε από τις ανωτέρω ψευδείς διαβεβαιώσεις τους, αποφασίσαμε να συνεργαστούμε με την εταιρεία…………………, υπογράψαμε το επίμαχο ναυλοσύμφωνο από 26-07-2019 και παρέδωσε το πλοίο για εκμετάλλευση στην ναυλώτρια στις 12-08-2019….». Από το τελευταίο αυτό απόσπασμα της περιεχομένης στη με αριθμό …./2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα …. …, προκύπτει δηλαδή ότι, ο τρίτος εναγόμενος δεν ήρθε σε προσωπική επαφή με τους ανωτέρω υπαλλήλους της δεύτερης ενάγουσας, διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου, αλλά όλες οι διαπραγματεύσεις έγιναν μέσω της ανωτέρω ναυλομεσίτριας εταιρείας. Παράλληλα, εν τούτοις, δεν απεδείχθη όπως ο ίδιος ως άνω μάρτυρας …. κατέθεσε στην αμέσως ανωτέρω ένορκη κατάθεσή του ότι έλαβε κάποια από τις ανωτέρω διαβεβαιώσεις από τον τρίτο εναγόμενο ή κάποιον έτερο των εναγομένων μέσω της ανωτέρω ναυλομεσίτριας εταιρείας, ενόψει της προμνημονευθείσας ως σχετικό 76 προσκομιζόμενης υπό των εναγουσών αλληλογραφίας, όπως επίσης και από την από 25.2.2021 ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγουσών …… Ο τελευταίος αυτός μάρτυρας, αν και κατέθεσε ότι προέβησαν σε εκτενή  αναζήτηση στοιχείων για την φερεγγυότητα της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας προκειμένου και για την κατάρτιση της πρώτης ως άνω κατά τον μήνα Απρίλιο του έτους 2019 χρονοναύλωσης, δεν κατέθεσε ότι ομοίως, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση του επιδίκου ναυλοσυμφώνου, οι ενάγουσες εταιρείες εζήτησαν και έλαβαν οιαδήποτε διαβεβαίωση για την οικονομική κατάσταση της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία…………………, κατά το χρόνο κατάρτισης της από 26.7.2019 συμβάσεως ναυλώσεως, είχε στο ενεργητικό της πολλές επιτυχημένες ναυλώσεις (σχετικά ανωτέρω ένορκη κατάθεση μάρτυρος εναγουσών …….). Καθόν δε χρόνο, έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις προς κατάρτιση της ένδικης από 26.7.2019 συμβάσεως ναυλώσεως, απεδείχθη ότι, είχε υπό τη ναύλωσή της το πλοίο AO, το οποίο ολοκλήρωσε την εκφόρτωσή του την 24.9.2019 (σχετικά προσκομιζόμενη ως σχετικό 117 συνομιλία μέσω Skype ……..  με τον υπάλληλο της δεύτερης ενάγουσας ….), το πλοίο SP (σχετικά ίδια ως άνω συνομιλία), δυνάμει της από 13.6.2019 συμβάσεως ναυλώσεως το πλοίο ADI (σχετικά ίδια ως άνω συνομιλία), καθώς επίσης και τα πλοία ZY, WS, OC και JLS (σχετικά  με αριθμό  1692/2019 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και προσκομίζεται ως σχετικό 32 από τις ενάγουσες). Περαιτέρω απεδείχθη ότι, καθόν χρόνο διενεργούντο οι ανωτέρω διαπραγματεύσεις, καθώς επίσης και την 26.7.2019, οπότε καταρτίσθηκε το επίδικο ναυλοσύμφωνο, οι έναντι τρίτων ληξιπρόθεσμες οφειλές της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας…………………, ανήρχοντο μόλις στο ποσό των δολ. ΗΠΑ 30.029,58. Συγκεκριμένα, απεδείχθη ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία όφειλε το ποσό των δολ. ΗΠΑ 25.468,75 στην ανωτέρω ναυλομεσίτρια εταιρεία με την επωνυμία «……………………», ως αμοιβή της για τη μεσολάβησή της στην κατάρτιση του από 5.4.2019 ναυλοσυμφώνου για την ναύλωση, από την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, του πλοίου AN, για το οποίο είχε εκδοθεί το από 18.6.2019 σχετικό τιμολόγιο. Τούτο όμως, δεν την καθιστούσε αναξιόχρεη, εφόσον η ίδια εταιρεία που μεσολάβησε για την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως ναυλώσεως, δεν εκτίμησε την οφειλή αυτή ικανή να καταστήσει την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία μη φερέγγυα, δεδομένου ότι στις εν λόγω διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης ναυλώσεως η εν λόγω εταιρεία με την επωνυμία «………………..», λειτουργούσε ως μεσίτρια και της πρώτης ενάγουσας – πλοιοκτήτριας εταιρείας και είναι προφανές ότι εάν αυτή η οφειλή αποτελούσε δείγμα αφερεγγυότητας της υποψήφιας ναυλώτριας, αυτή (ανωτέρω ναυλομεσίτρια εταιρεία) θα είχε γνωστοποιήσει τούτο στην ανωτέρω πλοιοκτήτρια – πρώτη ενάγουσα εταιρεία. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία όφειλε προς την πράκτορα εταιρεία …………., το ποσό των δολ. ΗΠΑ 4.560,83. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες ως σχετικό 140, αλληλογραφία μεταξύ της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας και της πράκτορος εταιρείας …….., η ανωτέρω πράκτορας εταιρεία, την 25.9.2019, απέστειλε στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ανάλυση εξόδων με εκκρεμείς οφειλές της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας προς αυτήν, αφορώσες (κατά το εν λόγω σχετικό 140) έξοδα άφιξης (την 19.4.2019, 19.4.2019, 19.5.2019 19.5.2019 και 19.6.2019) του πλοίου O, ανερχόμενα στο ποσό των 167,46 δολ. ΗΠΑ, του πλοίου SA, ανερχόμενα στο ποσό των 217,06 δολ. ΗΠΑ, του πλοίου Prk ανερχόμενα στο ποσό των 285,41 δολ. ΗΠΑ, του πλοίο SA ανερχόμενα στο ποσό των 2.419,87 δολ ΗΠΑ και του πλοίου WA ανερχόμενα στο ποσό των 810,89 δολ ΗΠΑ. Πέραν του ανωτέρω ποσού των δολ. ΗΠΑ 4.560,83, κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης του από 26.7.2019 συμφωνητικού ναυλώσεως, κανένα άλλο ποσό δεν αποδεικνύεται ότι όφειλε η ανωτέρω εταιρεία………………… προς την πράκτορα εταιρεία ……… Τούτο διότι, η αναφορά στο από 25.9.2019 ηλεκτρονικό μήνυμα (που περιέχεται στην προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες ως σχετικό 140 αλληλογραφία) σε οφειλή ποσού δολ. ΗΠΑ 12.578, αφορά στην αμοιβή της ανωτέρω πράκτορος εταιρείας για τη μέλλουσα, κατ’ εκείνο το χρόνο, παροχή υπ’ αυτής (πράκτορος εταιρείας) υπηρεσιών στο πλοίο AP, η άφιξη του οποίου, κατά το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, αναμένονταν. Επίσης, από το ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα, προκύπτει ότι, το ποσό των 2.760 δολ. ΗΠΑ για το πλοίο AI, το ποσό των 2.724 δολ. ΗΠΑ για το πλοίο LS και το ποσό των 2.550 δολ. ΗΠΑ για το πλοίο AP, αφορούσε όχι οφειλή της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας προς την ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, αλλά αιτούμενα ποσά προκαταβολής αμοιβής της ανωτέρω πράκτορος εταιρείας. Επίσης, δεν αποδείχθηκε, ως οι ενάγουσες ισχυρίζονται με την ένδικη αγωγή τους ότι, κατά το χρόνο διαπραγματεύσεων και υπογραφής του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, η ανωτέρω υποψήφια ναυλώτρια εταιρεία είχε οφειλές προς πλοιοκτήτριες εταιρείες, ενόψει προηγούμενων συμβάσεων χρονοναυλώσεως. Οι αναφορές των εναγουσών στη σελίδα 287 των εγγράφων προτάσεών τους, που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι, ήδη από τον μήνα Ιούλιο 2019, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε δημιουργήσει μεγάλα χρέη, ύψους 2.000.000 δολ. ΗΠΑ, σε σχέση με τα πλοία CM, Aon, τρία σκάφη της RWE, EB και WBC, δεν αποδεικνύονται. Ειδικότερα, προς απόδειξη τούτου του ισχυρισμού τους, οι ενάγουσες επικαλούνται ως σχετικό 37Α μία κατάσταση – κατάλογο με τον τίτλο «Κατάλογος Σκαφών και Πιστωτών που έπεσαν θύματα της αθέτησης της …. στις 27.9.19», το οποίο κατά τις ενάγουσες αποτελεί δημοσίευμα της ναυτιλιακής έκδοσης Ship & Bunkers.  Στον εν λόγω κατάλογο πράγματι αναφέρονται τα ανωτέρω πλοία, πλην όμως δεν προκύπτει ο συντάκτης αυτού, καθώς επίσης το ποσό οφειλής και μάλιστα για έκαστο πλοίο, το είδος και δη η αιτία της οφειλής, καθώς επίσης ο χρόνος γένεσης αυτών και ο χρόνος που κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, ενόψει του ότι στον τίτλο του εν λόγω καταλόγου αναφέρεται ότι αφορά σε ανεξόφλητες υποχρεώσεις της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρεία κατά την 27.9.2019. Όσον αφορά δε ειδικώς το πλοίο Aon, πράγματι το εν λόγω πλοίο αποδεικνύεται ότι την 27.9.2019 και όχι την 26.7.2019, καθόν χρόνο υπεγράφη η ένδικη σύμβαση ναυλώσεως, διατηρούσε απαίτηση για υπόλοιπο ναύλου εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 38.000, ενόψει ναυλοσυμφώνου που είχε καταρτίσει με την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία προγενέστερα, όπως ο ανωτέρω μάρτυρας των εναγουσών ….. απεκάλυψε στον υπάλληλο της δεύτερης ενάγουσας …. (σχετικά προσκομιζόμενη ως σχετικό 117 συνομιλία μέσω Skype). Εν τούτοις, δεν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω απαίτηση ήταν ληξιπρόθεσμη ήδη κατά τον μήνα Ιούλιο 2019. Τούτο δοθέντος ότι, το εν λόγω πλοίο (An), είχε ναυλώσει η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ….., μέσω της ιδίας ως άνω ναυλομεσίτριας εταιρείας «…..», υπάλληλος της οποίας ήταν ο ανωτέρω εξετασθείς υπό των εναγουσών μάρτυρας ……. Εάν η ανωτέρω, εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 38.000, απαίτηση του πλοίου Aon ήταν ληξιπρόθεσμη ήδη από τον μήνα Ιούλιο 2019, καθόν χρόνο διενεργούντο οι διαπραγματεύσεις προς κατάρτιση του επιδίκου από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, είναι προφανές ότι η ανωτέρω ναυλομεσίτρια εταιρεία ως ενεργούσα, ως απεδείχθη, στην επίδικη σύμβαση ναύλωσης ως μεσίτρια εταιρεία και της πρώτης ενάγουσας εταιρείας θα ενημέρωνε σχετικά την πρώτη ενάγουσα, προς προάσπιση των συμφερόντων της. Αντίθετα, τέτοια ενημέρωση δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα, με αποτέλεσμα να κρίνεται ότι η εν λόγω απαίτηση του ποσού των δολ. ΗΠΑ 38.000 της πλοιοκτήτριας του ανωτέρω πλοίου Aon εταιρείας σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας…………………, δεν ήταν ληξιπρόθεσμη κατ’ εκείνο το χρόνο. Περαιτέρω, κατά τον ίδιο χρόνο (διενέργειας διαπραγματεύσεων και υπογραφής του από 26.7.2019 επιδίκου ναυλοσυμφώνου), δεν αποδεικνύεται ότι υπήρχαν σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, ούτε ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις από αγορά καυσίμων. Ειδικότερα: [Α] από την προσκομιζόμενη με αριθμό 1692/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εξεδόθη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της ναυλώτριας εταιρείας, από δύο αιτούσες εταιρείες η επωνυμία των οποίων δεν αναφέρεται στο αντίγραφο της απόφασης που προσκομίζεται, πλην όμως κατά τις ενάγουσες αφορούν την εταιρεία προμήθειας καυσίμων Cockett, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους εναγόμενους, προκύπτει ότι, έως την 26.7.2019, είχαν εκδοθεί σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας …. τέσσερα τιμολόγια προμήθειας καυσίμων, πλην όμως το τίμημα πωλήσεως αυτών δεν ήταν ληξιπρόθεσμο, δεδομένου ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε λάβει πίστωση εξήντα ημερών. Συγκεκριμένα είχαν εκδοθεί (α) το υπ’ αριθ. …../09-07-19 τιμολόγιο, συνολικής αξίας 550.595,73 Δολ. ΗΠΑ, για πώληση και παράδοση την 05.07.2019, ποσότητας 66,453 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου ISO ……:2010 DMA/S 0.10%, επί του πλοίου «ZΥ» στον λιμένα της Σιγκαπούρης, το οποίο εν τούτοις είχε συμφωνηθεί καταβλητέο εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του εν λόγω καυσίμου, (β) το υπ’ αριθ. ……/08-07-19 τιμολόγιο συνολικής αξίας 119.875 Δολ. ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων πετρέλευσης, για πώληση και παράδοση την 06.07.2019, ποσότητας 60 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου ISO …:2010 DMA/S 0.10%, επί του πλοίου «WS» στον λιμένα YANTAI Κίνας, το οποίο εν τούτοις είχε συμφωνηθεί καταβλητέο εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του εν λόγω καυσίμου, (γ) το υπ’ αριθ. ……./10-07-19 τιμολόγιο συνολικής αξίας 529.932,08 Δολ. ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων πετρέλευσης, για πώληση και παράδοση την 10.07.2019, ποσότητας 1.169,828  μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου ISO …:2010 ….. 3.5%5, επί του πλοίου «OC » στον λιμένα της Σιγκαπούρης, το οποίο εν τούτοις είχε συμφωνηθεί καταβλητέο εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του εν λόγω καυσίμου και (δ) το υπ’ αριθ. …../17-07-19 τιμολόγιο συνολικής αξίας 477.577,56 ΔολΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων πετρέλευσης, για πώληση και παράδοση την 11.07.2019, ποσότητας 1.087,876 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου ISO …..:2010 ….. 3.5%5, επί του πλοίου «AON» στον λιμένα της Σιγκαπούρης, το οποίο εν τούτοις είχε συμφωνηθεί καταβλητέο εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του εν λόγω καυσίμου. Επίσης, δεν απεδείχθη ότι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων αλλά και υπογραφής της ανωτέρω από 26.7.2019 συμβάσεως ναυλώσεως, η ανωτέρω εταιρεία …………………   είχε πτωχεύσει ή είχε παύσει τις πληρωμές της. Μάλιστα, απεδείχθη ότι διέθετε στο ταμείο της τουλάχιστον το ποσό των δολ. ΗΠΑ 1.382.391,68, εφόσον το ποσό αυτό κατέβαλε ακολούθως την 19.8.2019 στην πρώτη ενάγουσα, προς εξόφληση του συμφωνημένου με το ανωτέρω ναυλοσύμφωνο,  ημερήσιου ναύλου του εν λόγω πλοίου για τη χρονική περίοδο από 12.8.2019 έως 27.8.2019, του συνομολογοθέντος εκ ποσού 775.000 δολ. ΗΠΑ μεικτού bonus άφορτου φορτίου, καθώς επίσης και της αξίας των πετρελαίων που υπήρχαν στο πλοίο, καθόν χρόνο αυτό της παρεδόθη (12.8.2019). Επιπλέον, δεν προσκομίζονται αποδείξεις από τις οποίες να αποδεικνύεται ότι, κατ’ εκείνο το χρόνο, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, τελούσε σε κατάσταση αφερεγγυότητας και δεν θα ήταν σε θέση να πληρώσει τις υποχρεώσεις της από το επίδικο ναυλοσύμφωνο, καθώς επίσης και ότι αναμένονταν με βεβαιότητα η περιέλευση αυτής σε κατάσταση παύσης πληρωμών (σχετικά Α. Βαλτούδης, Η προσυμβατική ευθύνη στην πώληση επιχείρησης, ΕπισκΕΔ 1/2003.58-109 = sakkoulas-online), ή έστω με πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας. Επομένως, δεν αποδεικνύονται οι αγωγικοί ισχυρισμοί, ότι κατά τη διαπραγμάτευση και σύναψη της ένδικης, από 26/07/2019, σύμβασης ναυλώσεως, η ναυλώτρια εταιρεία  ήταν κατάχρεη, είχε παύσει τις πληρωμές της, είχε πτωχεύσει και υπολειτουργούσε. Επιπλέον, δεν αποδεικνύονται, οι περιεχόμενες στην αγωγή ισχυρισμοί, ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ήταν μια εταιρεία «στα χαρτιά», δεδομένου ότι λειτουργούσε από ετών στο χώρο των ναυλώσεων, εμφάνιζε στο ενεργητικό της πολλές επιτυχημένες ναυλώσεις, όπως περί τούτου κατέθεσε και ο μάρτυρας των εναγουσών ….., στην ανωτέρω ένορκη κατάθεσή του, επιπλέον δε, κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις προς κατάρτιση του ενδίκου ναυλοσυμφώνου, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, είχε ενεργείς συμβάσεις ναυλώσεως πολλών πλοίων. Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, απεδείχθη ότι, στην κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως ναυλώσεως την 26.7.2019, η πρώτη ενάγουσα προέβη, όχι συνεπεία των, αναφερομένων στην αγωγή, ψευδών παραστάσεων του τρίτου εναγομένου, ενεργούντος μάλιστα κατόπιν προσυνεννοήσεως με τους υπόλοιπους εναγομένους και των αναφορών στο εταιρικό προφίλ της ιστοσελίδας της ανωτέρω εταιρείας, σχετικά με τη φερεγγυότητα και την οικονομική κατάσταση της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρεία και του πρώτου εναγομένου, αλλά ενόψει της προηγούμενης, από μηνός Απριλίου 2019, επιτυχημένης συνεργασία της με την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία. Τούτο αποδεικνύεται από το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που αντηλλάγησαν μεταξύ των μερών κατά τις διαπραγματεύσεις προς κατάρτιση της ένδικης από 26.7.2019 σύμβασης ναυλώσεως, από το περιεχόμενο των οποίων δεν προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη αναζήτησε εκ νέου στοιχεία περί της οικονομικής καταστάσεως της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Επιπλέον, από την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δεν απεδείχθη ότι οι εναγόμενοι, ενεργούντες αντίθετα προς τη συναλλακτική καλή πίστη, ως ουσιαστικά διατείνονται οι ενάγουσες με την ένδικη αγωγή τους, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων προς κατάρτιση της εν λόγω από 26.7.2019 συμβάσεως ναυλώσεως, απέκρυψαν από την πρώτη ενάγουσα ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ………………… . είχε ήδη καταρτίσει το ανωτέρω, από 18.7.2019 συμφωνητικό ναυλώσεως με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία «………..», με το οποίο είχε ήδη συμφωνήσει την προπληρωμή του συνομολογηθέντος με αυτό (από 18.7.2019) (υπο)ναύλου. Ειδικότερα, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δεν απεδείχθη ότι, οι εναγόμενοι ερωτήθησαν ειδικώς, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων προς κατάρτιση του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, εάν η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ………………… . είχε ήδη καταρτίσει σύμβαση (υπο)ναυλώσεως του εν λόγω πλοίου, καθώς επίσης εάν αυτή (ναυλώτρια εταιρεία) είχε ήδη κατ’ εκείνο το χρόνο συμφωνήσει την καταβολή του (υπο)ναύλου προπληρωμένο, ήτοι την καταβολή αυτού προ της παραδόσεως του φορτίου στους παραλήπτες του και ότι περαιτέρω αυτοί (εναγόμενοι), αρνήθηκαν ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία πράγματι είχε καταρτίσει το από 18.7.2019 συμφωνητικό με την ανωτέρω (υπο) ναυλώτρια εταιρεία και επιπλέον δεν απεδείχθη ότι εάν και ερωτήθησαν αρνήθηκαν ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε συμφωνήσει ήδη με την ανωτέρω εταιρεία «……….», την προπληρωμή, ήτοι την καταβολή του συνομολογηθέντος με το από 18.7.2019 συμφωνητικό ναυλώσεως, ναύλου, προς της παράδοσης του φορτίου. Αντίθετα, από την αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ της πρώτης ενάγουσας ενεργούσας δια της διαχειρίστριας του πλοίου της (δεύτερης ενάγουσας και της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας (………………… .), μέσω της ανωτέρω ναυλομεσίτριας εταιρείας, κατά το στάδιο διαπραγματεύσεων προς κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως (σχετικό προσκομιζόμενο με αριθμό 76 από τις ενάγουσες), αποδεικνύεται ότι καμία περί των ανωτέρω αναφορά δεν έγινε σε αυτήν (αλληλογραφία), όπως επίσης περί τούτου, κανείς των εξετασθέντων μαρτύρων δεν κατέθεσε σαφώς. Επίσης, δεν απεδείχθη ότι, προϋπόθεση για την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης ναυλώσεως είχε τεθεί από την πρώτη ενάγουσα η μη είσπραξη εκ μέρους της ναυλώτριας εταιρεία του συνόλου του υποναύλου, σε περίπτωση υποναύλωσης του πλοίου, προ της παραδόσεως του φορτίου που θα μεταφέρονταν με το εν λόγω πλοίο, εφόσον καμία περί τούτου αναφορά δεν γίνεται στην αλληλογραφία που αντάλλαξαν οι διαπραγματευόμενοι. Βέβαια, οι ενάγουσες ισχυρίσθηκαν για πρώτη φορά με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι «… οι αντίδικοι όχι μόνο απέκρυψαν την αλήθεια αλλά φρόντισαν να μας εξαπατήσουν περιλαμβάνοντας στο επίμαχο ναυλοσύμφωνο της 26/07/2019, τη ρήτρα 18 με την οποία μας διαβεβαίωσαν ψευδώς ότι έχουμε δήθεν το δικαίωμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου (δηλαδή εις χείρας της υποναυλώτριας ….. ή εις χείρας των ιδιοκτητών των φορτίων, που ήταν οφειλέτες του υποναύλου), σε περίπτωση μη πληρωμής από την …., του ναύλου και των εξόδων της ναυλώσεως εγκαίρως. (σελ. 250)… Κυρίως όμως στην παρούσα περίπτωση ο όρος συμφωνήθηκε με τους αντιδίκους για να εξασφαλιστούν τα συμφέροντα της πλοιοκτήτριας …… όπως διαβεβαίωσε η …. και οι αντίδικοι στον όρο 18 του επίμαχου ναυλοσυμφώνου. Εν προκειμένου ο άνω όρος 18 εξασφάλιζε υποτίθεται τα συμφέροντα της πλοιοκτήτριας η οποία, (σύμφωνα με τις ψευδείς δηλώσεις των αντιδίκων και της …. που καταγράφηκαν στους όρους του ναυλοσυμφώνου από 26/07/2019), είχε εξασφαλίσει τάχα τις τυχόν απαιτήσεις της σχετικά με τον οφειλόμενο ληξιπρόθεσμο κατά τη λήξη της ναύλωσης υπόλοιπο χρονοναύλο αλλά και την πληρωμή των εξόδων της ναυλώσεως (καύσιμα, πρακτορειακά κλπ) που ήταν καταβλητέα κατά τη λήξη του ναυλοσυμφώνου και την επαναπαράδοση του πλοίου, όπως άλλωστε είχαν ρητά αλλά ψευδώς διαβεβαιώσει εγγράφως η …. και οι αντίδικοι. Αποδεικνύεται δηλαδή από το ίδιο το επίμαχο ναυλοσύμφωνο της 26/07/2019 όρος 18 (σχετ. 5), ότι οι αντίδικοι χρησιμοποίησαν κατά τις διαπραγματεύσεις με σκοπό την παραπλάνησή μας ένα ακόμα τέχνασμα δηλαδή την διαβεβαίωση προς εμάς ότι υπάρχει υπόλοιπο υποναύλου, οφειλόμενο στην …………………, οπότε σε περίπτωση οποιασδήποτε οφειλής της τελευταίας, μπορούσαμε τάχα να εκτελέσουμε το δικαίωμα μας το οποίο απορρέει από τον όρο 18 του επίμαχου ναυλοσυμφώνου από 26/07/2019. Γι’ αυτό τον σκοπό της εξαπάτησής μας η ………………… και οι αντίδικοι πρότειναν κατά τις διαπραγματεύσεις στις 23 έως 26/07/2019 διαβεβαιώνοντάς μας ψευδώς ότι στην απίθανη περίπτωση μη πληρωμής από την ………………… του χρονοναύλου ή των εξόδων θα μπορούσαμε να προσφύγουμε στην οποιαδήποτε τυχόν υποναυλώτρια (όπως εδώ η …………) ή στους ιδιοκτήτες των μεταφερόμενων φορτίων και να ζητήσουμε με κατάσχεση εις χείρας τους ως τρίτων να πληρωθούμε από τον υποναύλο που δήθεν θα όφειλαν στην …………………, τις τυχόν μελλοντικές απαιτήσεις μας για πληρωμή του χρονοναύλου και των εξόδων της ναύλωσης. Όμως προκύπτει από τις αποδείξεις που προσκομίζουμε ότι όλα αυτά ήταν ένα ακόμα τέχνασμα για να μας καθησυχάσουν και να μας πείσουν ότι ήταν βεβαία, εξασφαλισμένη με lien και προγραμματισμένη η είσπραξη (σελ. 251 ανωτέρω προτάσεων) από την δήθεν φερέγγυα ………………… όλων των απαιτήσεών μας που απορρέουν από το ναυλοσύμφωνο(σελ. 252 ανωτέρω προτάσεων)….». Ισχυρίσθηκαν δηλαδή ότι, στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων προς κατάρτιση του εν λόγω από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, το θέμα της είσπραξης του (υπο)ναύλου προ της παραδόσεως του φορτίου στους παραλήπτες του εκ μέρους της ναυλώτριας του πλοίου, ετέθη μεταξύ των διαπραγματευόμενων κατά το στάδιο διαπραγμάτευσης του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, και περαιτέρω ότι οι εναγόμενοι, όχι μόνον αρνήθηκαν ότι είχαν συμφωνήσει με την ανωτέρω υποναυλώτρια εταιρεία την προπληρωμή του υποναύλου, αλλά έτι περαιτέρω, διαβεβαιώσαν την πρώτη ενάγουσα [κατά το ανωτέρω απόσπασμα των προτάσεων των εναγουσών] «ότι υπάρχει υπόλοιπο υποναύλου, οφειλόμενο στην …………………, οπότε σε περίπτωση οποιασδήποτε οφειλής της τελευταίας, μπορούσαμε τάχα να εκτελέσουμε το δικαίωμα μας το οποίο απορρέει από τον όρο 18 του επίμαχου ναυλοσυμφώνου από 26/07/2019». Εν τούτοις, αν και πράγματι περιελήφθη στο ανωτέρω ναυλοσύμφωνο ο όρος 18, σύμφωνα με το οποίο «Η πλοιοκτήτρια/εκναυλώτρια θα έχει εμπράγματο δικαίωμα κατάσχεσης / προνόμιο (lien) επί όλων των φορτίων και όλων των υποναύλων, σχετικά με οποιοδήποτε ποσό που οφείλεται από την ναυλώτρια δυνάμει του παρόντος χρονοναυλοσυμφώνου», δεν απεδείχθη ότι ο όρος αυτός ήταν αποτέλεσμα ειδικής διαπραγμάτευσης, αφού καμία σχετική αναφορά σχετικά με τον όρο αυτό (όρο 18) δεν γίνεται στα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντηλλάγησαν, μεταξύ των μερών κατά την εν λόγω διαπραγμάτευση, δεδομένου μάλιστα ότι το από 26.7.2019 συμφωνητικό ναυλώσεως, συντάχθηκε κατά τον εγκεκριμένο υπό του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων Νέας Υόρκης (New York Produce Exchange) Κυβερνητικό τύπο και των πρόσθετων ρητρών [μαζί με τα παραρτήματά του, όπως αυτό ανακεφαλαιώθηκε στο από 26.7.2019 ανακεφαλαιωτικό μήνυμα των ναυλομεσιτών της ανωτέρω ναυλομεσίτριας εταιρείας] όπου υπήρχε ο όρος αυτός (σχετικά προσκομιζόμενα με αριθμούς 5 και 76  υπό των εναγουσών), Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι, στα πλαίσια της συνομολόγησης του εν λόγω όρου 18 του ανωτέρω συμφωνητικού ναυλώσεως, οι εναγόμενοι διαβεβαιώσαν την πρώτη ενάγουσα ότι θα υπάρχει ανεξόφλητο κάποιο μέρος του συνομολογηθέντος υποναύλου κατά την παράδοση του φορτίου, προκειμένου να εξασφαλίζονται οι απαιτήσεις της πρώτης ενάγουσας. Τούτο δεν προκύπτει ομοίως ούτε από τα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντηλλάγησαν μεταξύ των υπό διαπραγμάτευση μερών [σχετ. προσκομιζόμενο υπό των εναγουσών 76], αλλά ούτε περί τούτου κατέθεσαν σχετικά οι μάρτυρες. Επιπλέον, κατά τη σαφή διατύπωση του όρου 18 του ανωτέρω συμφωνητικού, με τον εν λόγω όρο παρασχέθηκε το δικαίωμα (lien) εξασφάλισης των απαιτήσεων της πλοιοκτήτριας εταιρείας και επί του υποναύλου. Το δικαίωμα αυτό δεν δύναται να ερμηνευθεί εν προκειμένω ως παράλληλη συμβατική δέσμευση της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ότι δεν θα συμφωνήσει τον (υπο)ναύλο προπληρωμένο. Τούτο, διότι εάν πράγματι όπως οι ενάγουσες ισχυρίζονται με τις έγγραφες προτάσεις τους, είχε αποτελέσει αντικείμενο ειδικής διαπραγμάτευσης μεταξύ της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας (ενεργούσας δια των εναγομένων) και της πρώτης ενάγουσας, η δέσμευση της ναυλώτριας ότι δεν θα προεισπράξει το σύνολο του υποναύλου, αλλά ότι θα παραμείνει υπόλοιπο ανεξόφλητο έως της παραδόσεως του φορτίου στους παραλήπτες του, προκειμένου η πρώτη ενάγουσα να ασκήσει το προβλεπόμενο στο ανωτέρω όρο 18 του από 26.7.2019 δικαίωμά της (lien), [ενόψει του ότι οι ενάγουσες, με το ανωτέρω απόσπασμα των προτάσεών τους, ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι δεσμεύθηκαν «ότι υπάρχει υπόλοιπο υποναύλου, οφειλόμενο στην …………………, οπότε σε περίπτωση οποιασδήποτε οφειλής της τελευταίας, μπορούσαμε τάχα να εκτελέσουμε το δικαίωμα μας το οποίο απορρέει από τον όρο 18 του επίμαχου ναυλοσυμφώνου από 26/07/2019»], θα είχε αποτυπωθεί τούτο στο εν λόγω συμφωνητικό. Τούτο, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να ορισθεί τουλάχιστον το ποσό του υπολοίπου του υποναύλου το οποίο δεν θα προεισέπραττε η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία. Εν τούτοις, από το εν λόγω συμφωνητικό ναυλώσεως που συντάχθηκε μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων, όπως αυτό προσκομίζεται στο παρόν Δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι περιελήφθη τέτοια ειδική ρύθμιση. Επομένως, δεν απετέλεσε αντικείμενο ειδικής διαπραγμάτευσης και μάλιστα μεταξύ των εναγομένων και της πρώτης ενάγουσας, η υποχρέωση της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας να μην συμφωνήσει την προπληρωμή του (υπο)ναύλου και κυρίως να μην εισπράξει αυτό προ της παραδόσεως του φορτίου στους παραλήπτες του, στα πλαίσια των οποίων (διαπραγματεύσεων) οι εναγόμενοι απέκρυψαν στην πρώτη ενάγουσα ότι αυτή είχε ήδη καταρτίσει το ανωτέρω από 18.7.2019 συμφωνητικό ναυλώσεως με την ανωτέρω μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία «……………….» και είχε ήδη συμφωνήσει την «προπληρωμή» του συνομολογηθέντος με αυτό (από 18.7.2019 συμφωνητικού) (υπο)ναύλου. Τέλος, παράνομη συμπεριφορά στο στάδιο των διαπραγματεύσεων προς κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης ναυλώσεως και κατά την κατάρτιση αυτού, εκ της μη αποκαλύψεως εκ μέρους των εναγομένων ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε ήδη καταρτίσει σύμβαση (υπο)ναύλωσης στα πλαίσια της οποίας είχε συμφωνήσει την προπληρωμή του υποναύλου, δεν δύναται να θεμελιωθεί ούτε ως συμπεριφορά αντίθετη στην συναλλακτική καλή πίστη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Τούτο διότι δεν αποδείχθηκε ότι είχε καθιερωθεί στις συναλλαγές μεταξύ εκναυλωτών και ναυλωτών, η πρακτική οι ναυλωτές να μην εισπράττουν το σύνολο του συνομολογηθέντος υποναύλου από τους υποναυλωτές, δοθέντος ότι τυγχάνει συνήθης πρακτική στις εν λόγω συναλλαγές, η προπληρωμή του υποναύλου, έστω και κατά το μεγαλύτερο μέρος του, όπως και οι ενάγουσες αναφέρουν στην αγωγή τους (σελ. 38), εφόσον αναφέρουν ότι «συνήθης πρακτική των ναυτιλιακών συναλλαγών που συνίσταται στο να πληρώνεται ένα μέρος του υποναύλου με την εκφόρτωση και την παράδοση του φορτίου στον παραλήπτη …». Πλην όμως η συνήθης αυτή πρακτική μη αποπληρωμής ποσοστού 5% έως 10% εκ του συνολικού μικτού υποναύλου, όπως περί των ποσοστών αναφέρουν οι ενάγουσες (σελ. 59 από 12.4.2021 προσθήκης επί των προτάσεων των εναγουσών ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), από την υποναλώτρια, έχει καθιερωθεί, όπως ομοίως οι ενάγουσες αναφέρουν με τις έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 249-250), προκειμένου να εξασφαλίζονται τα συμφέροντα της υποναυλώτριας, καθώς επίσης και των ιδιοκτητών των φορτίων από τυχόν απαιτήσεις τους, ενόψει της μεταφοράς του φορτίου τους. Τέτοια συναλλακτική συνήθεια καθιερωθείσα και προς το συμφέρον των πλοιοκτητών – εκναυλωτών, ως οι ενάγουσες για πρώτη φορά αναφέρουν με την από 12.4.2021 προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σχετικά σελ. 60), δεν απεδείχθη, διότι ο χρόνος εξόφλησης του υποναύλου, καθώς επίσης και η προείσπραξη ή μη του συνόλου ή μέρους αυτού, ρυθμίζεται από τις συμφωνίες του ναυλωτή (υπεκναυλωτή) και του υποναυλωτή, στις οποίες κατ’ αρχήν δεν μετέχει ο εκναυλωτής. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, αν και πράγματι αποδεικνύεται ότι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων προς κατάρτιση της ένδικης σύμβασης ναυλώσεως, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεν γνωστοποίησε στην πρώτη ενάγουσα ότι αυτή είχε ήδη καταρτίσει το ανωτέρω από 18.7.2019 ναυλοσύμφωνο με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία «…………….» και είχε συμφωνήσει την «προπληρωμή» του (υπο)ναύλου, δεν απεδείχθη ότι η μη γνωστοποίηση αυτή από τους δύο πρώτους ενάγοντες και τον τρίτο εναγόμενο Διευθυντή Ναυλώσεων της ανωτέρω εταιρείας, ενόψει του ότι ο τέταρτος ενάγων, ως απλός εργαζόμενος στο τμήμα επιχειρήσεων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, δεν απασχολείτο με την κατάρτιση των ναυλώσεων, συγκροτεί  το πραγματικό παράνομης συμπεριφορά σε βάρος της πρώτης ενάγουσας, μόνης αντισυμβαλλομένης της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας στην κατάρτιση της ένδικης σύμβασης ναυλώσεως, εφόσον, όπως απεδείχθη, η δεύτερη ενάγουσα ήταν απλή διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, σε εκτέλεση του ανωτέρω χρονοναυλοσυμφώνου την 12.8.2019 (02:24 τοπική ώρα και 05:24 παγκόσμια ώρα), χωρίς κατά το ενδιάμεσο από της καταρτίσεως του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου έως την 12.8.2019, να αποδεικνύεται ότι ο πρώτος εναγόμενος ήρθε σε επικοινωνία μέσω των τρίτου και τετάρτου εναγόμενων, με την πρώτη ενάγουσα εταιρεία και παρείχε ψευδείς διαβεβαιώσεις σε αυτήν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, αφού κανένα σχετικό έγγραφο μήνυμα επικοινωνίας δεν προσκομίζεται, ο Πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου της πρώτης ενάγουσας, ειδοποίησε την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία………………… ότι το ανωτέρω πλοίο έφθασε στον Πρώτο Πλοηγικό Σταθμό και δη στο λιμάνι Tubarao της Βραζιλίας, έτοιμο για να εκτελέσει την εντολή της φόρτωσης του φορτίου, δηλώνοντας παράλληλα τα καύσιμα επί του πλοίου, που αφορούσε ποσότητα 647.218 μ.τ. υψηλής περιεκτικότητας σε Θείο Διυλισμένο Καύσιμο (HSFO) και 130.522 μ.τ. χαμηλής περιεκτικότητα σε Θείο Πετρέλαιο, καύσιμο τύπου LSMGO. Τότε (12.8.2019) παρεδόθη το ανωτέρω πλοίο της πρώτης ενάγουσας στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία. Αυτή (ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία), την 19.8.2019, ήτοι με καθυστέρηση τριών ημερών, κατέβαλε στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 1.382.391,68 δολ. ΗΠΑ που αφορούσε τον συμφωνημένο ημερήσιο ναύλο του εν λόγω πλοίου για τη χρονική περίοδο από 12.8.2019 έως 27.8.2019, το συνομολογοθέν εκ ποσού 775.000 δολ. ΗΠΑ μεικτό bonus άφορτου φορτίου, καθώς επίσης και την αξία των πετρελαίων που υπήρχαν στο πλοίο καθον χρόνο αυτό της παρεδόθη. Αξίζει να αναφερθεί ότι η καταβολή της αμοιβής της πρώτης ενάγουσας έλαβε χώρα δια μεταφοράς του ανωτέρω χρηματικού  ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό αυτής (πρώτης ενάγουσας) από τον με αριθμό 1200051089 τραπεζικό λογαριασμό που η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία διατηρούσε στο όνομά της στην τράπεζα ……………. Ακολούθως, στο εν λόγω πλοίο φορτώθηκαν, σε εκτέλεση του συμφωνητικού υποναύλωσης που κατά τα άνω είχε καταρτίσει η ναυλώτρια του πλοίου, 69.769,984 μετρικοί τόνοι κυάμων σόγιας, με την ολοκλήρωση δε της φορτώσεως, την 28 Αυγούστου 2019, αυτό (ανωτέρω πλοίο) απέπλευσε από τον λιμένα φορτώσεως, με προορισμό, μέσω της Νοτίου Αφρικής, κάποιο κύριο λιμάνι της Κίνας, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, το οποίο ακολούθως θα προσδιόριζε η ναυλώτρια εταιρεία. Την ίδια ημέρα (28.8.2019), η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία απεδείχθη ότι ενημέρωσε τον πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου ότι θα ελάμβανε χώρα προμήθεια καυσίμων του πλοίου δύο φορές και δη μία φορά την 10.9.2019 στο λιμάνι Port Elizabeth και μία δεύτερη φορά την 29.9.2019 στο λιμάνι της Σιγκαπούρης (σχετικά προσκομιζόμενο ως σχετικό 30 από τους δύο πρώτους εναγομένους ηλεκτρονικό μήνυμα). Κατά τον χρόνο παράδοσης του πλοίου της πρώτης ενάγουσας στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία (12.8.2019) αλλά και κατά το χρόνο ολοκλήρωσης της φορτώσεως αυτού την 28.8.2019, δεν απεδείχθη ότι η ανωτέρω ναυλώτρια είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι τρίτων, πλην των οφειλών για τις οποίες έγινε ήδη αναφορά ανωτέρω, συνολικού ποσού δολ. ΗΠΑ 30.029,58 και δη ποσού δολ. ΗΠΑ 25.468,75 προς την ανωτέρω ναυλομεσίτρια εταιρεία με την επωνυμία «………………» και ποσού δολ. ΗΠΑ 4.560,83 προς την πράκτορα εταιρεία ………….. Ειδικότερα, δεν απεδείχθη ότι είχε οφειλές από οφειλόμενους ναύλους σε πλοιοκτήτριες εταιρείες των οποίων τα πλοία είχε υπό τη ναύλωσή της. Όπως αναλύεται ανωτέρω, δεν απεδείχθησαν οι αναφορές των εναγουσών [στη σελίδα 287 των εγγράφων προτάσεών τους, που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου] ότι, ήδη από τον μήνα Ιούλιο 2019, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε δημιουργήσει μεγάλα χρέη, ύψους 2.000.000 δολ. ΗΠΑ, σε σχέση με τα πλοία CM, Aon, τρία σκάφη της RWE, EB και WBC, εφόσον περί τούτου, καμία απόδειξη δεν προσκομίζεται, πλην ενός δημοσιεύματος της ναυτιλιακής έκδοσης Ship & Bunkers [σχετικό προσκομιζόμενο από τις ενάγουσες με αριθμό 37Α], για το οποίο έγινε αναφορά ανωτέρω. Επίσης, δεν απεδείχθη ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές ούτε προς εταιρείες προμήθειας καυσίμων. Όσον αφορά στις ανωτέρω ποσότητες καυσίμων που η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε αγοράσει, εντός του μηνός Ιουλίου 2019 έως της καταρτίσεως του ανωτέρω από 26.7.2019 συμφωνητικού ναυλώσεως και για τις οποίες έγινε ειδική αναφορά ανωτέρω, το πιστωθέν τίμημα αγοράς αυτών δεν είχε καταστεί εισέτι ληξιπρόθεσμο. Περαιτέρω, από τις αποδείξεις που προσκομίζονται, δεν αποδεικνύεται ότι στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από της καταρτίσεως δηλαδή της ανωτέρω σύμβασης ναυλώσεως (26.7.2019), έως της φορτώσεως του πλοίου (28.8.2019), η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία απέκτησε ληξιπρόθεσμες οφειλές για την ίδια αιτία. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό 1692/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, είχε εκδοθεί από την εταιρεία ……….. σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ………………… …., το με αριθμό ……/13-08-19 τιμολόγιο, συνολικής αξίας 94.792,93 Δολ. ΗΠΑ, για πώληση και παράδοση την 13.08.2019, ποσότητας 39,95 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου τύπου ISO ….:2010 DMA/S 0.10%, επί του πλοίου «TF8», στον λιμένα της Σιγκαπούρης, πώληση για την οποία το συνομολογηθέν τίμημα είχε συμφωνηθεί καταβλητέο, εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του εν λόγω καυσίμου ήτοι από την 13.8.2019. Επίσης, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη σε αντίγραφο ως σχετικό 34 από τις ενάγουσες, από 3.10.2019 αίτηση της εταιρεία ………… με την οποία αυτήν ζητούσε από τοπικό Δικαστήριο της περιοχής Μαίρυλαντ των ΗΠΑ, την έκδοση διαδικασίας ναυτικού προνομίου και κατάσχεσης εις χείρας τρίτου σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, είχαν πράγματι εκδοθεί σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας …………………   τα με αριθμό ……../30.7.2019 και ……/10.8.2019 δύο τιμολόγια, αξίας Δολ. ΗΠΑ 265.000 και 330.876,08 αντίστοιχα, για πώληση και παράδοση καυσίμου, επί του πλοίου «TF8» και «ADI» αντίστοιχα, χωρίς να προκύπτει ο τόπος και χρόνος παραδόσεως του εν λόγω καυσίμου. Πλην όμως στην εν λόγω προσκομιζόμενη ως σχετικό 34 από τις ενάγουσες, από 3.10.2019 αίτηση της εταιρεία …………, προς το τοπικό Δικαστήριο της περιοχής Μαίρυλαντ των ΗΠΑ, η αιτούσα ανωτέρω εταιρεία …………… ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «… Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2019 η ………………… ανακοίνωσε ότι σταματά να δραστηριοποιείται. Σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις πώλησης η ……. επιτάχυνε όλα τα οφειλόμενα ποσά από τη …………………, οπότε όλα οφείλονται αμέσως…» [«At the end of September 2019 ………………… announced that it was ceasing to do business. According to its sales terms and conditions, …………. accelerated all amounts due from …………………, so all immediately are due.”]. Προκύπτει δηλαδή ότι, κατά παραδοχή της ίδιας αιτούσας τη συντηρητική κατάσχεση εταιρείας ………………, οι ανωτέρω περιεχόμενες στην ανωτέρω αίτησή της απαιτήσεις αυτής (εταιρείας …………) κατά της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας (………………… …..), κατέστησαν άμεσα απαιτητές, λόγω της διακοπής δραστηριότητας της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2019. Εξάλλου, πλην της ανωτέρω αιτήσεως της εταιρείας …….. ενώπιον του τοπικού Δικαστηρίου της περιοχής Μαίρυλαντ των ΗΠΑ, καμία άλλη έγγραφη απόδειξη δεν προσκομίζεται από τις έχουσες το βάρος αποδείξεως ενάγουσες, ότι οι ανωτέρω απαιτήσεις ήταν ήδη ληξιπρόθεσμες κατά την ολοκλήρωση της φόρτωσης του ανωτέρω πλοίου (28.8.2019). Τέλος,  όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 126 από τις ενάγουσες, τιμολόγιο, είχε εκδοθεί από την εταιρεία …… σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ………………… το με αριθμό ……./01-08-19 τιμολόγιο, συνολικής αξίας 115.949,74 Δολ. ΗΠΑ, για πώληση και παράδοση την 27.07.2019, ποσότητας 230,059 μετρικών τόνων ναυτιλιακού καυσίμου επί του πλοίου «PR», το οποίο εν τούτοις είχε συμφωνηθεί καταβλητέο εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του εν λόγω καυσίμου, ήτοι έως την 24.9.2019 (σχετικό προσκομιζόμενο με αριθμό 10 από ενάγουσες). Επομένως, κατά τον χρόνο παράδοσης του πλοίου της πρώτης ενάγουσας στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία (12.8.2019) αλλά και κατά το χρόνο ολοκλήρωσης της φορτώσεως αυτού την 28.8.2019, δεν απεδείχθη ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρείας…………………, είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι τρίτων, πλην των οφειλών για τις οποίες έγινε ήδη αναφορά ανωτέρω, συνολικού ποσού δολ. ΗΠΑ 30.029,58 και δη ποσού δολ. ΗΠΑ 25.468,75 προς την ανωτέρω ναυλομεσίτρια εταιρεία με την επωνυμία «…………………………….» και ποσού δολ. ΗΠΑ 4.560,83 προς την πράκτορα εταιρεία ………….. Επίσης, δεν αποδεικνύεται ότι είχε παύσει τις πληρωμές της ή ότι αυτή είχε πτωχεύσει. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται ότι, οι εναγόμενοι εγνώριζαν κατά τους ιδίους χρόνους (12.8.2019 και 28.8.2019) και μάλιστα με βεβαιότητα ή έστω με πιθανότητα που έφθανε στα όρια της βεβαιότητας, ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία  δεν θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει με το ανωτέρω ναυλοσύμφωνο και δη αυτής της καταβολής του ναύλου και της αξία των καυσίμων του πλοίου. Αντίθετα, από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις, αποδεικνύεται ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, ανέμενε την είσπραξη του ανωτέρω υποναύλου από την εταιρεία «……………», είχε δε ήδη καταρτίσει νέες συμβάσεις ναυλώσεως μεταφοράς φορτίου και δη το από 8.8.2019 συμφωνητικό ναυλώσεως του Φ/Γ πλοίου AP, όπως επίσης και το από 23.8.2019 συμφωνητικό ναυλώσεως του πλοίου M, τα οποία (πλοία) της παρεδόθησαν ακολούθως και δη την 8.9.2019 και 31.8.2019, αντίστοιχα. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, αυθημερόν με τη φόρτωση του ανωτέρω πλοίου, εξεδόθησαν ένδεκα φορτωτικές αφορώσες το εν λόγω φορτίο, όχι από τον πλοίαρχο αυτού, αλλά κατόπιν εξουσιοδοτήσεώς του από την, επιλογής της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, πράκτορα εταιρεία με την επωνυμία ……., στις οποίες (εν λόγω εκδοθείσες φορωτικές) είχε περιληφθεί η ρήτρα «Ναύλος προπληρωθείς (Freight Pre­paid)». Την ίδια ημέρα (28.8.2019), με την ολοκλήρωση της φορτώσεως του ενδίκου πλοίου (28.8.2019), η ανωτέρω ναυλώτρια του ανωτέρω πλοίου εταιρεία εξέδωσε το με αριθμό ……/19 τιμολόγιο σύμφωνα με το οποίο, για τη μεταφορά του εν λόγω φορτίου, η ανωτέρω υποναυλώτρια εταιρεία, όφειλε να της καταβάλει το ποσό των 2.518.260,36 δολ. ΗΠΑ, στον αναφερόμενο στο εν λόγω τιμολόγιο τραπεζικό λογαριασμό της εν λόγω ναυλώτριας εταιρείας που αυτή διατηρούσε στην Τράπεζα ……………….. Ποσό το οποίο ακολούθως πράγματι η ανωτέρω (υπο)ναυλώτρια εταιρεία και κατέβαλε, όχι σε τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου εναγομένου ή εταιρείας συμφερόντων του, όπως οι ενάγουσες ισχυρίζονται με την αγωγή τους, αλλά σε τραπεζικό λογαριασμό της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 29α από τους δύο πρώτους εναγομένους, από 30.8.2019 ηλεκτρονικό μήνυμα της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας προς την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται από τις ενάγουσες, η ανωτέρω τραπεζική εταιρεία γνωστοποιούσε στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ότι υπήρχε έμβασμα, ποσού δολ. ΗΠΑ 2.518.260,36 από τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία ……………, το οποίο η ανωτέρω τράπεζα περαιτέρω γνωστοποιούσε ότι θα πίστωνε στον με αριθμό ……….. τραπεζικό λογαριασμό που η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία διατηρούσε στο όνομά της σε αυτήν (τράπεζα). Επιπλέον, όπως οι ίδιοι (πρώτος και δεύτερη) εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν με τις προτάσεις τους και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγουσών, η ανωτέρω εταιρεία ……………………………………., ετύγχανε μητρική εταιρεία της ανωτέρω υποναυλώτριας εταιρείας και το εν λόγω έμβασμα αφορούσε την αποπληρωμή του προαναφερομένου με αριθμό …../19 τιμολογίου που η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία εξέδωσε ενόψει της ένδικης μεταφοράς φορτίου. Οι ενάγουσες, με την ένδικη αγωγή τους ισχυρίζονται ότι ο πρώτος εναγόμενος εισέπραξε κρυφίως υπό της πρώτης εναγομένης τον ανωτέρω υποναύλο αμέσως μετά τη φόρτωση του πλοίου, καθώς επίσης, ως αναλύεται ανωτέρω δια των εγγράφων προτάσεών τους, που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι είχε συμφωνηθεί ότι θα παρέμενε υπόλοιπο υποναύλου ανείσπρακτο έως της παραδόσεως του φορτίου στους παραλήπτες του. Εν τούτοις, όπως απεδείχθη  και αναλύεται ανωτέρω, με τον ανωτέρω όρο 18 του από 26.7.2019 συμφωνητικού ναυλώσεως, το περιεχόμενο του οποίου παρατίθεται ανωτέρω, δεν απεδείχθη ότι συμφωνήθηκε μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ότι αυτή (ναυλώτρια) όφειλε να μην εισπράξει το σύνολο του υποναύλου, αλλά ένα μέρος αυτού να παραμείνει ανεξόφλητο, όπως ισχυρίσθηκαν οι ενάγουσες, προκειμένου μέσω αυτού (υπολοίπου υποναύλου) η πρώτη ενάγουσα να εισπράξει τυχόν απαιτήσεις της κατά της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, από το ανωτέρω ναυλοσύμφωνο. Με τον ανωτέρω όρο 18, όπως το περιεχόμενό του παρατίθεται ανωτέρω, προβλέφθηκε μόνον το δικαίωμα της πρώτης ενάγουσας (lien) να ικανοποιηθεί μέσω του υποναύλου και του φορτίου του πλοίου. Εάν πράγματι οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι ήθελαν μέρος του εν λόγω υποναύλου να παραμείνει ανεξόφλητο έως της παραδόσεως του φορτίου, θα το όριζαν σαφώς στο ανωτέρω συμφωνητικό. Τέτοια συμφωνία δε, μη είσπραξης του συνόλου του υποναύλου εκ μέρους της ανωτέρω ναυλώτριας, δεν μπορεί ερμηνευτικά να προκύψει ότι συνομολόγησαν οι ανωτέρω αντισυμβαλλόμενοι, συμπεριλαμβάνοντας στην εν λόγω σύμβαση ναυλώσεως τον όρο 18 του ανωτέρω συμφωνητικού, διότι σε μια τέτοια περίπτωση, θα ορίζονταν σαφώς υπό των συμβαλλομένων, το υπόλοιπο του υποναύλου που όφειλε η ανωτέρω ναυλώτρια να μην εισπράξει προ της παραδόσεως του φορτίου, γεγονός που δεν έπραξαν. Οι ενάγουσες δεν επικαλούνται ότι υπήρχε συμφωνία να μην προεισπράξει η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία το σύνολο του υποναύλου, αλλά επικαλούνται την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων στο από 26.7.2019 συμφωνητικό ναυλώσεως, με την οποία η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεσμεύονταν να μην εισπράξει μέρος του συνομολογηθέντος [με το ανωτέρω από 187.2019 συμφωνητικό που αυτή είχε καταρτίσει με τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία «…………………………», προ της παραδόσεως του φορτίου στους παραλήπτες του (που όπως απεδείχθη έλαβε χώρα την 15.10.2019)], υποναύλου, χωρίς μάλιστα να ορίζουν ποίο ποσό, κατά την εν λόγω συμφωνία η ναυλώτρια εταιρεία εδικαιούτο να προεισπράξει και ποίο ποσό όφειλε να εισπράξει κατά την παράδοση του φορτίου. Δεν αποδεικνύεται επομένως, ότι με τον όρο 18 του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου, οι ανωτέρω συμβαλλόμενες εταιρείες (πρώτη ενάγουσα εταιρεία και ναυλώτρια εταιρεία) είχαν συμφωνήσει ότι ένα μέρος του υποναύλου όφειλε η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία να μην εισπράξει προ της παραδόσεως του φορτίου στους παραλήπτες του. Εξάλλου την προπληρωμή του υποναύλου, προέβλεπαν και οι ένδεκα φορτωτικές που εξεδόθησαν για λογαριασμό του πλοίου, κατ’ εξουσιοδότηση του πλοιάρχου, από την πράκτορα εταιρεία με την επωνυμία …………., έστω κι αν αυτή (πράκτορας εταιρεία) ήταν επιλογής της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Ως προς τις εν λόγω φορτωτικές, οι ενάγουσες, με την ένδικη αγωγή τους, ισχυρίσθηκαν ότι, οι εκδοθείσες μετά τη φόρτωση του εν λόγω πλοίου φορτωτικές δεν εξεδόθησαν από τον ίδιο τον Πλοίαρχο του πλοίου, αλλά κατ’ εξουσιοδότηση αυτού από την πράκτορα εταιρεία με την επωνυμία ………….., η οποία (πράκτορας εταιρεία) ήταν επιλογής της ναυλώτριας. Ειδικότερα, για τις εν λόγω φορτωτικές στην ένδικη αγωγή αναφέρεται «… η δε χρήση των άνω δελεαστικών παραστάσεων έγινε με σκοπό την εκπλήρωσή της υποναυλωσης από την οποία ο 1ος εναγόμενος καρπώθηκε το σύνολο του επιτευχθέντος υποναύλου που τον προεισέπραξε στις 28.8.2019 αποξενώνοντας την…………………, από τον υποναυλο, όπως προκύπτει από τις φορτωτικές που εξέδωσε ο πλοίαρχος του πλοίου, τις αποδείξεις φόρτωσης (mates receipts’), που εξέδωσε ο υποπλοίαρχος του πλοίου, όλες από 28.8.2019, σε συνδυασμό και με τον όρο 7 του ναυλοσυμφώνου κατά ταξίδια μεταξύ………………… και ……………, που αναφέρει ότι ολόκληρο το ποσό του υποναύλου δολ.ΗΙΙΑ 2.618.336,74 θα καταβληθεί στην…………………, με την ολοκλήρωση της φόρτωσης στις 28.8.2019. Παραθέτουμε κατωτέρω πίνακα των φορτωτικών που εξέδωσε η πράκτορας της ναυλώτριας με εξουσιοδότηση του πλοίαρχου του πλοίου και αναφέρουν ότι ολόκληρος ο υποναύλος προπληρώθηκε στις 28/08/2019 από την υποναυλώτρια …….. στην ναυλώτρια ………………… , δυνάμει του από 18.7.2019 ναυλοσυμφώνου κατά την φόρτωση του φορτίου, και έχουν ως εξής:…» (σελ. 63), «…  Ανακαλύψαμε με κατάπληξη πρόσφατα ότι σε όλες τις εκδοθείσες φορτωτικές βάσει της υποναύλωσης της ………………… αναφερόταν ότι ο ναύλος ήταν 100% προπληρωμένος προς την ναυλώτρια (freight prepaid) όπως έτσι άλλωστε αναφερόταν και στις φορτωτικές που εξέδωσε με εντολή της ναυλώτριας ο πλοίαρχος για το ως άνω φορτίο κυάμων σόγιας, που φόρτωσαν οι εναγόμενοι στο πλοίο, κάτι που σημαίνει ότι ο 1ος εναγόμενος εισέπραξε προκαταβολικά το ναύλο της υποναύλωσης για τη μεταφορά του φορτίου, που η 1η ενάγουσα πλέον κλήθηκε λόγω της υπαίτιας υπαναχώρησης και δόλιας καταγγελίας του ναυλοσυμφώνου από τους εναγόμενους και τη ………………… να ολοκληρώσει επιβαρυνόμενη και με όλα τα εν τω μεταξύ έξοδα της μεταφοράς αντί να τα πληρώσει η ………………… και οι εναγόμενοι….» (σελ. 76) και «… Συγχρόνως μεθόδευσαν τεχνηέντως, κακοπίστως οι 1ος ,2ος ,3ος εναγόμενοι να αποξενώσουν την ναυλώτρια από το περιουσιακό της αυτό στοιχείο, δηλαδή το ποσό των δολ.ΗΠΑ 2.618.336,74 ήτοι το ποσό του υποναύλου που εισέπραξε ο 1ος εναγόμενος στις 28.8.2019 από την ………………… (με την ολοκλήρωση της φόρτωσης και την έκδοση των από 28/08/2019 φορτωτικών αρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 που εξέδωσε η πράκτορας του πλοίου ……………. με εντολή των αντιδίκων και της Ναυλώτριας), με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του ποσού αυτού από τον 1° εναγόμενο, ώστε να καταστήσει σκοπούμενα αφερέγγυα την ναυλώτρια …» (σελ. 83). Οι ενάγουσες, με τις δεύτερες συμπληρωματικές προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 31.3.2021 ισχυρίσθηκαν για πρώτη φορά, ότι οι ένδεκα φορτωτικές οι οποίες εξεδόθησαν για το εν λόγω φορτίο και στις οποίες προβλέφθηκε η ρήτρα «προπληρωθείς ναύλος», εξεδόθησαν από την ανωτέρω πράκτορα εταιρεία ………….., κατά παράβαση των όρων της εξουσιοδοτήσεως που της είχε χορηγήσει ο πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου και δη ότι η ανωτέρω πράκτορας εταιρεία εξέδωσε αυτές, τελούσα σε συμπαιγνία με τους εναγομένους, χωρίς αυτή (πράκτορας εταιρεία) αλλά και οι εναγόμενοι να λάβουν την προηγούμενη ρητή έγγραφη συναίνεση και εξουσιοδότηση της πρώτης ενάγουσας – πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου. Συγκεκριμένα, στα πλαίσια των εν λόγω συμπληρωματικών προτάσεων, οι ενάγουσες, αρχικά παραθέτουν ολόκληρο το περιεχόμενο της χορηγηθείσας από τον Πλοίαρχο του πλοίου από 28.8.2019 έγγραφης εξουσιοδοτήσεως αυτού προς την ανωτέρω πράκτορα εταιρεία, με την οποία αυτός (πλοίαρχος) χορηγούσε σε αυτήν (ανωτέρω πράκτορα εταιρεία) το δικαίωμα, αντ’ αυτού, να εκδώσει τις φορτωτικές του πλοίου για το εν λόγω φορτίο, πλην όμως με την ειδική πρόβλεψη ότι, προκειμένου αυτή να εκδώσει φορτωτικές με την ένδειξη «Ναύλος προπλη­ρωθείς (Freight Pre-Paid)», αυτή (ανωτέρω πράκτορας εταιρεία) όφειλε προηγούμενα της εκδόσεως να λάβει τη ρητή έγγραφη συναίνεση και εξουσιοδότηση της πρώτης ενάγουσας εταιρείας. Περαιτέρω δε ότι, αντίγραφα αυτών, μετά την έκδοσή τους έπρεπε η ανωτέρω πράκτορας εταιρεία να αποστείλει  στη δεύτερη ενάγουσα διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου εταιρεία. Ακολούθως δε ανέφεραν, κατ’ ακριβή διατύπωση των εν λόγω προτάσεών τους: «… Εν προκειμένω η ένταση του δόλου των αντιδίκων να υπεξαιρέσουν το ποσό των δολ. ΗΠΑ 2.618.336,74 που ανήκε στην ………………… και να αποξενώσουν την χρονοναυλώτρια από οποιαδήποτε περιουσία προκύπτει από το γεγονός ότι στις 28-08-2019 μεθόδευσαν οι εναγόμενοι να εκδοθούν οι 11 φορτωτικές του φορτίου με την ένδειξη «Ναύλος Προπληρωμένος (Freight Pre-Paid)» χωρίς όμως να ενημερώσουν την πλοιοκτήτρια – 1η ενάγουσα όπως υποχρεούνταν από τα διατάξεις του χρονοναυλοσυμφώνου και ιδίως από τους όρους που επέβαλε η από 28- 08-2019 εξουσιοδότηση του πλοιάρχου προς την Πράκτορα εταιρεία ………… που διόρισε η ………………… στον λιμένα Tubarao… Όμως, οι εναγόμενοι και η ………………… απέκρυψαν δολίως από την πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστρια και παρέλειψαν τεχνηέντως και αθεμίτως να ενημερώσουν την πλοιοκτήτρια και τη διαχειρίστρια σχετικά με την έκδοση των ως άνω φορτωτικών με την ένδειξη «Ναύλος Προπληρωμένος (Freight Pre-Paid)». Σκοπός τους ήταν όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων να αποκρύψουν ότι είχαν μεθοδεύσει να προπληρωθεί το σύνολο του υποναύλου στη ………………… ώστε να ματαιώσουν οποιοδήποτε δικαίωμα της πλοιοκτήτριας εκ του άρθρου 18 ναυλοσυμφώνου για ικανοποίηση των απαιτήσεών της κατά της …………………….». Με το απόσπασμα δηλαδή των εν λόγω συμπληρωματικών τους προτάσεων, οι ενάγουσες προσάπτουν στους εναγομένους, ως ενεργούντων για λογαριασμό της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, μία επιπλέον παράνομη συμπεριφορά και δη την έκδοση των ανωτέρω ένδεκα φορτωτικών υπό της ανωτέρω πράκτορος εταιρείας, χωρίς προηγούμενα αυτοί (εναγόμενοι αλλά και η πράκτορα εταιρεία) να ενημερώσουν της πρώτη ενάγουσα εταιρεία ως υποχρεούνταν με την ανωτέρω έγγραφη εξουσιοδότηση του πλοιάρχου του πλοίου προς την ανωτέρω πράκτορα εταιρεία, υποχρέωση που κατά το εν λόγω απόσπασμα των προτάσεων είχε η ναυλώτρια εταιρεία και εκ του ναυλοσυμφώνου. Εν τούτοις, τα αμέσως ανωτέρω ουσιώδη πραγματικά περαστικά που περιελήφθησαν για πρώτη φορά στις ανωτέρω δεύτερες συμπληρωματικές προτάσεις που οι ενάγουσες κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τα οποία μόνα τους, αλλά και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αναφερόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, ήταν ικανά να θεμελιώσουν την αξίωση προς αποζημίωση της πρώτης ενάγουσας [ΑΠ 1087/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ κατά την οποία «η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή…»] και τα οποία οι ενάγουσες επανέλαβαν και στη σελίδα 61 της Β προσθήκης – Αντίκρουσης επί των προτάσεών τους που κατέθεσαν την 12.4.2021, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, απαραδέκτως οι ενάγουσες ισχυρίσθηκαν με τις ανωτέρω κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την 31.3.2021, με τις έγγραφες συμπληρωματικές τους προτάσεις. Τούτο κατά πρώτον διότι, τις ανωτέρω προτάσεις τους οι ενάγουσες κατέθεσαν εκπροθέσμως την 31.3.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Ειδικότερα: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 237 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ της τροποποιήσεώς του με τις διατάξεις των άρθρων 12 και 120 του Ν. 4842/2021 και εφαρμόζονταν εν προκειμένω, οι διάδικοι όφειλαν να καταθέσουν τις προτάσεις τους μετά των επικαλούμενων υπ’ αυτών αποδεικτικών μέσων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μέσα σε εκατό ημέρες από την κατάθεση της αγωγής. Όπως αποδεικνύεται δ, από το αντίγραφο της ένδικης αγωγής που προσκομίζεται, οι ενάγουσες, την ένδικη αγωγή τους κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 6.11.2020. Επομένως, αρχής γενομένης από την επομένη ημέρα της καταθέσεως της αγωγής (άρθρο 144 ΚΠολΔ), ήτοι από την 7.11.2020 έως την 4.2.2021 (προηγουμένη της γνωστοποιήσεως στους εναγομένους αφενός μεν του διορισμού του διαμεσολαβητή …….. αφ’ ετέρου δε της ημερομηνίας διεξαγωγής της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας για την ένδικη υπόθεση, η οποία ορίσθηκε αρχικώς την 12.2.2021 και ακολούθως για την 15.2.2021, η οποία και πράγματι διεξήχθη, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ως σχετικό Α10 πρακτικό περάτωσης Αρχικής Υποχρεωτικής Συνεδρίας) διέδραμε χρόνος ενενήντα ημέρων και δη είκοσι τέσσερις ημέρες από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2020, τριάντα μία ημέρες από τον μήνα Δεκέμβριο 2020, τριάντα μία ημέρες από τον μήνα Ιανουάριο 2021 και τέσσερις ημέρες από τον μήνα Φεβρουάριο 2021. Ακολούθως, η εν λόγω προθεσμία των εκατό ημερών ανεστάλη την 5.2.2021 οπότε, όπως αναφέρουν οι ενάγουσες και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, γνωστοποιήθηκε στους εναγομένους ο διορισμός του διαμεσολαβητή …… και η ημερομηνία διεξαγωγής της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας για την ένδικη υπόθεση, η οποία ορίσθηκε αρχικώς για την 12.2.2021 και ακολούθως για την 15.2.2021, η οποία και πράγματι διεξήχθη, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ως σχετικό Α10 πρακτικό περάτωσης Αρχικής Υποχρεωτικής Συνεδρίας την 15.2.2021 έως και την 15.2.2021, ήτοι για διάστημα ένδεκα ημερών, εφόσον κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ.1 του Ν. 4640/2019 «1. Η έγγραφη γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή προς τα μέρη για τη διεξαγωγή της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας ή η συμφωνία της εκούσιας προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης του άρθρου 5, αναστέλλει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία άσκησης των αξιώσεων και των δικαιωμάτων, εφόσον αυτές έχουν αρχίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και τις δικονομικές προθεσμίες των άρθρων 237 και 238 Κ.Πολ.Δ., για όσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία διαμεσολάβησης.». Ακολούθως, από την 15.2.2021 έως και την 19.3.2021, ανεστάλη εκ νέου η ανωτέρω προθεσμία των εκατό ημέρων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 παρ.1β του Ν. 4790/2021 κατά τις οποίες «β) Τα χρονικά διαστήματα ολικής αναστολής λειτουργίας κατά τόπους δικαστικών σχηματισμών, δυνάμει των κοινών υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν για τη λήψη έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού Εθν0 – 19 και αφορούν το χρονικό διάστημα από τις 16.10.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δεν υπολογίζονται στις προθεσμίες των άρθρων 215, 237 και 238 ΚΠολΔ, καθώς και στις προθεσμίες που ορίζονται στις διατάξεις του ν. 2915/2001 (Α’ 109), όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4055/2012 (Α’ 51).», σε συνδυασμό με τις με αριθμούς ΚΥΑ υπ’ αριθμ. 9147/2021 (ΦΕΚ Β’ 534/10-02-2021), ΚΥΑ υπ’ αριθμ. 10969/2021 (ΦΕΚ Β’ 648/20-02-2021), ΚΥΑ υπ’ αριθμ. 12639/2021 (ΦΕΚ Β’ 793/27-02-2021), ΚΥΑ υπ’ αριθμ. 13805/2021 (ΦΕΚ Β’ 843/03-03-2021), όπως αντικαταστάθηκε με την ΚΥΑ υπ’ αριθμ. 14453 (ΦΕΚ Β’ 895/06-03-2021) και ΚΥΑ υπ’ αριθμ. 16320/2021 (ΦΕΚ Β’ 996/13-03-2021). Ειδικότερα, όσον αφορά την τελευταία αυτή ΚΥΑ 16320/2021 (ΦΕΚ Β’ 996/13-03-2021) με τίτλο «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από την Τρίτη, 16 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα, 22 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00.», αν και με αυτή προβλεπόταν αναστολή της προθεσμίας του άρθρου 237 ΚΠολΔ καθώς επίσης ότι η ισχύς αυτής θα ήταν έως την ημέρα Δευτέρα 22.3.2021, η ισχύς αυτής (ΚΥΑ), έπαυσε πρόωρα και δη από της ενάρξεως της ισχύος της με αριθμό ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 17698 (ΦΕΚ Β 1076/2021), η οποία, κατά το άρθρο 14 αυτής, έλαβε χώρα την ημέρα Σαββάτου 20 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00. Με την τελευταία αυτή ΚΥΑ [ΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ. 17698 (ΦΕΚ Β 1076/2021)] δεν προβλέφθηκε εκ νέου αναστολή των προθεσμιών του άρθρου 237 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, η οριζόμενη με το άρθρο 237 ΚΠολΔ προθεσμία των εκατό ημερών, κατ’ εκείνο το χρόνο, κατάθεσης των προτάσεων των διαδίκων για την ένδικη αγωγή, συνεχίσθηκε από την 20.3.2019 και ολοκληρώθηκε την 29.3.2019. Επομένως, τους ανωτέρω ειδικώς μνημονευόμενους ισχυρισμούς, οι ενάγουσες απαραδέκτως και δη εκπροθέσμως προέβαλαν με τις ανωτέρω από 31.3.2019 συμπληρωματικές προτάσεις τους. Επιπλέον, απαραδέκτως επανέλαβαν στη σελίδα 61 της Β προσθήκης – Αντίκρουσης επί των προτάσεών τους που κατέθεσαν την 12.4.2021, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ενόψει του ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 224 ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα Πρακτικά, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής.». Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του εκπροθέσμου των ανωτέρω δευτέρων συμπληρωματικών προτάσεων που οι ενάγουσες κατέθεσαν την 31.3.2019 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τα αμέσως ανωτέρω, αναφερόμενα στις ανωτέρω συμπληρωματικές προτάσεις αλλά και στην ανωτέρω προσθήκη αντίκρουση αυτών, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ως ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, καθόσον μόνα τους, αλλά και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αναφερόμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά ήταν να στηρίξουν το αγωγικό αίτημα της πρώτης ενάγουσας [ΑΠ 1087/2014 ο.π.] δεν ηδύναντο να συμπληρωθούν με τις προτάσεις ή την προσθήκη αντίκρουση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Στην ένδικη δε αγωγή, οι ενάγουσες δεν ανέφεραν ότι η ανωτέρω πράκτορας εταιρεία εξέδωσε, σε συμπαιγνία μάλιστα με τους εναγομένους, τις εν λόγω φορτωτικές με την ανωτέρω ρήτρα «προπληρωθείς Ναύλος», χωρίς την προηγούμενη έγγραφη ρητή συναίνεση και εξουσιοδότηση της πρώτης εναγούσης, όπως επίσης δεν ανέφεραν στην ένδικη αγωγή τους, ότι οι εν λόγω φορτωτικές εξεδόθησαν χωρίς οι εναγόμενοι να ενημερώσουν προηγούμενα την πρώτη ενάγουσα όπως όφειλαν και αυτοί με βάση το ανωτέρω ναυλοσύμφωνο και την ανωτέρω εξουσιοδότηση του πλοιάρχου του πλοίου. Συγκεκριμένα, οι ενάγουσες, καμία αναφορά στο περιεχόμενο της εν λόγω εξουσιοδοτήσεως δεν κάνουν στην αγωγή τους, σχετικά δε με την έκδοση των εν λόγω φορτωτικών ανέφεραν: {α} «…η δε χρήση των άνω δελεαστικών παραστάσεων έγινε με σκοπό την εκπλήρωσή της υποναύλωσης από την οποία ο 1ος  εναγόμενος καρπώθηκε το σύνολο του επιτευχθέντος υποναύλου που τον προεισέπραξε στις 28.8.2019 αποξενώνοντας την…………………, από τον υποναυλο, όπως προκύπτει από τις φορτωτικές που εξέδωσε ο πλοίαρχος του πλοίου, τις αποδείξεις φόρτωσης (mates receipts), που εξέδωσε ο υποπλοίαρχος του πλοίου, όλες από 28.8.2019, σε συνδυασμό και με τον όρο 7 του ναυλοσυμφώνου κατά ταξίδια μεταξύ………………… και …………., που αναφέρει ότι ολόκληρο το ποσό του υποναύλου δολ.ΗΙΙΑ 2.618.336,74 θα καταβληθεί στην…………………, με την ολοκλήρωση της φόρτωσης στις 28.8.2019. Παραθέτουμε κατωτέρω πίνακα των φορτωτικών που εξέδωσε η πράκτορας της ναυλώτριας με εξουσιοδότηση του πλοίαρχου του πλοίου και αναφέρουν ότι ολόκληρος ο υποναύλος προπληρώθηκε στις 28/08/2019 από την υποναυλώτρια …………. στην ναυλώτρια ………………… , δυνάμει του από 18.7.2019 ναυλοσυμφώνου κατά την φόρτωση του φορτίου, και έχουν ως εξής:…» (σελ. 63), {β} «… Ανακαλύψαμε με κατάπληξη πρόσφατα ότι σε όλες τις εκδοθείσες φορτωτικές βάσει της υποναύλωσης της ………………… αναφερόταν ότι ο ναύλος ήταν 100% προπληρωμένος προς την ναυλώτρια (freight prepaid) όπως έτσι άλλωστε αναφερόταν και στις φορτωτικές που εξέδωσε με εντολή της ναυλώτριας ο πλοίαρχος για το ως άνω φορτίο κυάμων σόγιας, που φόρτωσαν οι εναγόμενοι στο πλοίο, κάτι που σημαίνει ότι ο 1ος εναγόμενος εισέπραξε προκαταβολικά το ναύλο της υποναύλωσης για τη μεταφορά του φορτίου, που η 1η ενάγουσα πλέον κλήθηκε λόγω της υπαίτιας υπαναχώρησης και δόλιας καταγγελίας του ναυλοσυμφώνου από τους εναγόμενους και τη ………………… να ολοκληρώσει επιβαρυνόμενη και με όλα τα εν τω μεταξύ έξοδα της μεταφοράς αντί να τα πληρώσει η ………………… και οι εναγόμενοι…» (σελ. 76) και {γ} «… Συγχρόνως μεθόδευσαν τεχνηέντως, κακοπίστως οι 1ος ,2ος ,3ος εναγόμενοι να αποξενώσουν την ναυλώτρια από το περιουσιακό της αυτό στοιχείο, δηλαδή το ποσό των δολ.ΗΠΑ 2.618.336,74 Δολ.ΗΠΑ, ήτοι το ποσό του υποναύλου που εισέπραξε ο 1ος εναγόμενος στις 28.8.2019 από την ………….. (με την ολοκλήρωση της φόρτωσης και την έκδοση των από 28/08/2019 φορτωτικών αρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 που εξέδωσε η πράκτορας του πλοίου ……………, με εντολή των αντιδίκων και της Ναυλώτριας), με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του ποσού αυτού από τον 1° εναγόμενο, ώστε να καταστήσει σκοπούμενα αφερέγγυα την ναυλώτρια …» (σελ. 83). Στα εν λόγω αποσπάσματα εν τούτοις δεν αναφέρεται ότι οι εν λόγω φορτωτικές εξεδόθησαν χωρίς προηγούμενα η ανωτέρω πράκτορας εταιρεία να λάβει την έγγραφη ρητή συναίνεση και εξουσιοδότηση της πρώτης ενάγουσας, όπως για πρώτη φορά ανέφεραν οι ενάγουσες με τις ανωτέρω προτάσεις τους και την προσθήκη επ’ αυτών. Αντίθετα, στο ανωτέρω απόσπασμα που περιέχεται στη σελίδα 76 της ένδικης αγωγής τους, γίνεται αναφορά σε φορτωτικές που «ανακάλυψαν πρόσφατα», οι οποίες είχαν εκδοθεί βάσει της σύμβασης υποναυλώσεως και στις οποίες αναφέρονταν ότι ο ναύλος ήταν προπληρωμένος, ισχυριζόμενες οι ενάγουσες ακολούθως, κατά την ακριβή διατύπωση της αγωγής «… όπως έτσι άλλωστε αναφερόταν και στις φορτωτικές που εξέδωσε με εντολή της ναυλώτριας ο πλοίαρχος για το ως άνω φορτίο κυάμων σόγιας …». Στο ανωτέρω απόσπασμα δηλαδή της αγωγής γίνεται αναφορά σε δύο είδη φορτωτικών. Αυτές τις οποίες  οι ενάγουσες ανακάλυψαν πρόσφατα και για τις οποίες γίνεται αναφορά ότι σε αυτές «αναφερόταν ότι ο ναύλος ήταν 100% προπληρωμένος προς την ναυλώτρια (freight prepaid)», ακολούθως δε αναφέρουν ότι την ίδια ρήτρα περιείχαν και οι φορτωτικές που εξεδόθησαν από τον πλοίαρχο του πλοίου για το ως άνω φορτίο, που φόρτωσαν οι εναγόμενοι στο πλοίο, δίχως παράλληλα όσον αφορά αυτές τις τελευταίες φορτωτικές να γίνεται αναφορά ότι εξεδόθησαν κατά παράβαση των όρων της ανωτέρω εξουσιοδοτήσεως του πλοιάρχου. Οι ανωτέρω αναφερόμενοι ουσιώδεις πραγματικοί ισχυρισμοί που περιελήφθησαν το πρώτον στις δεύτερες συμπληρωματικές προτάσεις που οι ενάγουσες κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ακολούθως επανέλαβαν και με την δεύτερη προσθήκη αντίκρουση που ομοίως κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν κρίνεται ότι συγκεκριμενοποιούν απλά τις αόριστες νομικές έννοιες του δόλου και της αμέλειας των εναγομένων, που επικαλούνται οι ενάγουσες  με την ένδικη αγωγή τους, δεν αποτελούν μια απλή διευκρίνηση, συμπλήρωση ή διόρθωση όσων γεγονότων αποτυπώθηκαν στο αγωγικό δικόγραφο και αναφέρονται ανωτέρω, εφόσον σε αυτό (αγωγικό δικόγραφο) και δη στα ανωτέρω αποσπάσματα της ένδικης αγωγής που παρατίθενται αυτούσια, δεν αποτυπώνονταν τα γεγονότα ανεπαρκώς, ελλιπώς ή ασαφώς, οπότε και θα επρόκειτο για απλή συμπλήρωση ή διόρθωση των περιγραφομένων στην αγωγή γεγονότων, περίπτωση που δεν θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής κατά τους ορισμούς του άρθρου 224 ΚΠολΔ [ΑΠ 964/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], αλλά με αυτούς [ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς] που περιέλαβαν οι ενάγουσες το πρώτον στις δεύτερες συμπληρωματικές προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ακολούθως επανέλαβαν και με την δεύτερη προσθήκη αντίκρουση που ομοίως κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου,  αποδίδεται μία έτερη, επιπλέον παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά στους εναγομένους, τελούμενη μάλιστα δια παραλείψεως, την οποία δεν ανέφεραν στην αγωγή τους [πρβλ. ΑΠ 10/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], προσδίδεται δε στην έννοια του δόλου των εναγομένων εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο σε σχέση με το αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δεν αξιολόγησε τους αμέσως ανωτέρω ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς, που συνιστούσαν, κατά τα άνω, ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ως απαραδέκτως και δη εκπροθέσμως υποβληθείσες τις ανωτέρω δεύτερες συμπληρωματικές προτάσεις που κατέθεσαν οι ενάγουσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και απέρριψε αυτούς, ορθά έπραξε, έστω και χωρίς ρητή αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορριπτομένου κατά τούτο του πρώτου πρόσθετου λόγου εφέσεως, στα πλαίσια του οποίου οι ενάγουσες – εκκαλούσες πλήττουν το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, μεταξύ άλλων και εκ του λόγου ότι παρέλειψε να αναφέρει στις παραδοχές της και να αξιολογήσει ότι, λόγω της προπληρωμής του υποναύλου, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, ως κινούντες τη ναυλώτρια εταιρεία, έδωσαν εντολή στον πράκτορα τους στο λιμάνι φορτώσεως να εκδώσει, με βάση την εξουσιοδότηση του πλοιάρχου στους φορτωτές φορτωτικές εμφαίνουσες τον ναύλο προπληρωμένο και να μεταφέρουν την ευθύνη για τη μεταφορά του φορτίου έως το λιμάνι προορισμού στην πλοιοκτήτρια εταιρεία, καθαρά προμελετημένη εγκληματική ενέργεια που αποτελεί αδίκημα που θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, αλλά και του τρίτου  πρόσθετου λόγου της ένδικης έφεσης, στα πλαίσια του οποίου οι ενάγουσες – εκκαλούσες πλήττουν το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, μεταξύ άλλων και εκ του λόγου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της την από 28.8.2019 εξουσιοδότηση του Πλοιάρχου του πλοίου και τους ρητούς όρους και τις προϋποθέσεις εκδόσεως φορτωτικών με προπληρωμένους ναύλους που περιέχονταν σε αυτήν, καθώς επίσης και το γεγονός ότι οι εναγόμενοι μεθόδευσαν την έκδοση των εν λόγω ένδεκα φορτωτικών με την ανωτέρω ρήτρα, χωρίς να ενημερώσουν και να λάβουν τη ρητή έγγραφη συναίνεση της πρώτης ενάγουσας σύμφωνα με τον όρο 18 του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου και τις διατάξεις της ανωτέρω εξουσιοδοτήσεως του Πλοιάρχου. Εξάλλου, τα ανωτέρω αναφερόμενα στους πρώτο και τρίτο προσθέτους λόγους έφεσης, με τους οποίους ουσιαστικά οι ενάγουσες επαναφέρουν όσα επικαλέσθηκαν με τις ανωτέρω δεύτερες συμπληρωματικές προτάσεις τους και με την Β προσθήκη – αντίκρουση επί των προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, απαραδέκτως κατά τις διατάξεις του άρθρου 526 ΚΠολΔ, οι ενάγουσες επικαλούνται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον, όπως προελέχθη και αναλύεται ανωτέρω οι περιεχόμενοι στους υπό κρίση (πρώτο και τρίτο πρόσθετο) λόγους έφεσης, ουσιώδεις πραγματικοί ισχυρισμοί, δεν αποτελούν απλή συμπλήρωση, διόρθωση ή επεξήγηση της αγωγής. Οι ενάγουσες, περαιτέρω, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επαναφέρουν, απαραδέκτως κατά τις διατάξεις των άρθρων 526 και 224 ΚΠολΔ, για τους λόγους που αναλύονται ανωτέρω, τους ίδιους ως άνω ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς που το πρώτον προέβαλαν με τις δεύτερες συμπληρωματικές προτάσεις τους που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και συμπληρώνοντας αυτούς, έτι περαιτέρω στη σελίδα 9 αυτών (εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), ισχυρίζονται ότι, η ανωτέρω συμπεριφορά αποτελεί και παραβίαση εκ μέρους της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, της συμβάσεως που η τελευταία κατήρτισε, με την προσυπογραφή υπό της, λειτουργούσας ως αντιπρόσωπος αυτής (ναυλώτριας), ανωτέρω πράκτορος εταιρείας επί της ανωτέρω εξουσιοδοτήσεως, σύμβασης, με την οποία (σύμβαση) η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία συμφώνησε να μην εκδώσει φορτωτικές με την ρήτρα «προπληρωμένος ναύλος», χωρίς την έγγραφη προηγούμενη συναίνεση της πρώτης ενάγουσας. Εν τούτοις, σε συνάφεια με τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα, οι ουσιώδεις αυτοί πραγματικοί ισχυρισμοί, είτε αυτοτελώς ορώμενοι, είτε ως επεξηγηματικοί, του λόγου που η ναυλώτρια εταιρεία, δεσμεύονταν από την εν λόγω εξουσιοδότηση, των ουσιωδών πραγματικών ισχυρισμών που περιέχονταν ήδη στις ανωτέρω δεύτερες, κατατεθείσες εμπροθέσμως ενώπιον του πρωτοβαθμίου, συμπληρωματικές προτάσεις, απαραδέκτως εισφέρονται με τις προτάσεις που οι ενάγουσες κατέθεσαν στα πλαίσια της παρούσας δίκης, εφόσον η αποδιδόμενη στους εναγομένους, παράνομη συμπεριφορά συνίσταται στο ότι αυτοί, παρέλειψαν με σκοπό βλάβης της πρώτης ενάγουσας να λάβουν την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση αυτής (πρώτης ενάγουσας), όπως όφειλαν, εκ της συμβατικώς πλέον κατά τις προτάσεις που οι ενάγουσες κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αναληφθείσας, με τη σύμβαση που καταρτίσθηκε με την προσυπογραφή της εξουσιοδοτήσεως ως αναλύεται ανωτέρω, υποχρέωσης της ναυλώτριας εταιρείας, να μην εκδώσει η ανωτέρω πράκτορας του πλοίου φορτωτικές με την ανωτέρω ένδειξη χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της πρώτης ενάγουσας, ισχυρισμούς που οι ενάγουσες δεν περιέχουν στην ένδικη αγωγή τους. Ακολούθως, απεδείχθη ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία κατέβαλε την 5.9.2019, ήτοι με καθυστέρηση δέκα ημερών, στην πρώτη ενάγουσα εταιρεία τους, εκ ποσού 257.072,57 δολ. ΗΠΑ, συνομολογηθέντες, για τη δεύτερη περίοδο ναυλώσεως, αφορώσα το χρονικό διάστημα από 27.8.2019 έως 11.9.2019, ναύλους. Την επομένη ημέρα, ήτοι την 6.9.2019, η ναυλώτρια ενημέρωσε τον πλοίαρχο του πλοίου ότι πρόκειται να λάβει χώρα προμήθεια του πλοίου με καύσιμα στο λιμάνι Port Elizabeth, στο οποίο και το πλοίο κατευθύνονταν. Παράλληλα δε, την ίδια ημέρα (6.9.2019), όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 7 επιβεβαιωτικό παραγγελίας προμήθειας καυσίμων ηλεκτρονικό μήνυμα της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρείας με την επωνυμία …… (το ηλεκτρονικό μήνυμα παραγγελίας του εν λόγω καυσίμου δεν προσκομίζεται), η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, παρήγγειλε καύσιμα για τον ανεφοδιασμό του ανωτέρω πλοίου και δη 300 ΜΤ ναυτιλιακού καυσίμου HSFO 280 cst (μέγιστης περιεκτικότητας σε θείο 3,5%), αντί συνομολογηθέντος τιμήματος εκ ποσού 485 δολαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, με λιμάνι παράδοσης το λιμάνι Port Louis στον Άγιο Μαυρίκιο και ημερομηνία παράδοσης των καυσίμων στο πλοίο, το χρονικό διάστημα από 17.9.2019 έως 18.9.2019. Προς επιβεβαίωση της εν λόγω παραγγελίας, η ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία, απέστειλε στη ναυλώτρια εταιρεία, όπως προκύπτει από τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις κοινοποίησης του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος, ηλεκτρονικό μήνυμα επιβεβαίωσης της εν λόγω παραγγελίας, με το οποίο, εν τούτοις, η ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία κατέστησε γνωστό στην αντισυμβαλλόμενή της, ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, ότι για την εν λόγω πώληση καυσίμων θα εφαρμοσθούν οι γενικοί όροι πωλήσεως αυτής (πωλήτριας εταιρείας), ότι δηλαδή εις ολόκληρον υπεύθυνοι με την παραγγέλλουσα τα εν λόγω καύσιμα εταιρεία, για την πληρωμή του τιμολογίου των καυσίμων, θα είναι οι Πλοιοκτήτες / διαχειριστές / εφοπλιστές / ναυλωτές του εν λόγω πλοίου, η δε παραλαβή της επιβεβαίωσης αυτής, θα συνιστά αποδοχή της ευθύνης τους από κοινού και καθενός χωριστά. Ειδικότερα, το ακριβές περιεχόμενο του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος της ανωτέρω προμηθεύτριας εταιρείας, από το αντίγραφο του οποίου προκύπτει ότι εστάλη και στην ηλεκτρονική διεύθυνση του τμήματος επιχειρήσεων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, εφόσον αναφέρεται σε αυτό κοινοποίηση προς…………., έχει ως ακολούθως: «Θέμα: Επιβεβαίωση παραγγελίας καυσίμων για το πλοίο Ar @ Λιμένας Port Louis – [Ref:…..] Μπορείτε να παρακολουθείτε την πρόοδο του στελέχους σας στο διαδίκτυο ανά πάσα στιγμή. Απλώς κάντε κλικ σε αυτόν τον σύνδεσμο … Επιβεβαιώνουμε την ακόλουθη παραγγελία: Αρ. Παραγγελίας: …….. Πλοίο : Ar (ΙΜΟ: ……… ), Λιμάνι: Port Louis, Χρόνος Παραλαβής Καυσίμων : 17 Σεπτ 2019 -18 Σεπτ 2019 [ |……}, Αγοραστής:………………… ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΙΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΥ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ Η ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΡΙΑ/Η ΕΦΟΠΛΙΣΤΡΙΑ/Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΚΑΙ Η ΝΑΥΛΩΤΡΙΑ, Η ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ. Πωλητής : ………, Φυσικός παραδότης: ……, Χρόνος Πίστωσης του Τιμήματος: 60 Ημέρες, Τύπος και Περιγραφή Καυσίμου: HSFO 380cst (Μεγίστη Περιεκτικότητα σε Θείο: 3.5%) ISO ….:2010, Ελάχιστη Ποσότητα 300 ΜΤ Μέγιστη Ποσότητα: 300 ΜΤ, Τιμή: ΔΟΛ ΗΠΑ 485 Ανά Μ.Τ. Πληρωμή: Εξόφληση εντός 60 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία παράδοσης καυσίμων μέσω τηλεγραφικό έμβασμα (χωρίς συμψηφισμό, ανταπαιτήσεις, χωρίς μείωση του τιμήματος και χωρίς έκπτωση, ελεύθερη από τραπεζικές χρεώσεις). Λάβετε υπόψη ότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών της …… (συμπεριλαμβανομένου του όρου περί διαιτησίας εντός αυτών των Γενικών Όρων Συναλλαγών) εφαρμόζονται στην παρούσα σύμβαση και ένα αντίγραφο είναι διαθέσιμο κατόπιν αιτήματος ή από την ιστοσελίδα μας………Παράλειψή σας να ζητήσετε τους ΓΟΣ θα θεωρηθεί ως επιβεβαίωση από τον Αγοραστή ότι γνωρίζει και αποδέχεται τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις. Παρακαλούμε ενημερώστε μας αμέσως εάν υπάρχουν σφάλματα / παραλείψεις ή αλλαγές στα παραπάνω. Ο Αγοραστής εγγυάται ότι (ϊ) το πλοίο που ορίζεται στην παρούσα παραγγελία και ο ίδιος ο Αγοραστής δεν έχει περιληφθεί σε λίστα κυρώσεων που εκδίδεται από τον ΟΗΕ, τις ΗΠΑ ή την ΕΕ, (ίί) το πλοίο δεν ανήκει ή ελέγχεται από οποιοδήποτε πρόσωπο ή εταιρεία που είναι εγγεγραμμένη ή λειτουργεί στο Ιράν, ή περιλαμβάνεται σε οποιεσδήποτε κυρώσεις εκδίδονται από τον ΟΗΕ, τις ΗΠΑ ή την ΕΕ και (iii) δεν εμπλέκεται ο Αγοραστής σε δραστηριότητες που τιμωρούνται από τον ΟΗΕ, τις ΗΠΑ ή την ΕΕ. ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΤΥΧΟΝ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΕΛΕΥΣΗ Η ΜΕΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΥΠΟΚΕΙΤΑΙ ΣΕ ΠΟΙΝΗ ΚΑΙ Η ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ ΥΠΟΚΕΙΤΑΙ στους ΓΟΣ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΑΡΑΔΟΤΗ. Τυχόν έξοδα, δαπάνες, ζημιές, απώλειες και υποχρεώσεις που συνέβησαν ή υπέστη η Εταιρεία ή ο Φυσικός παραδότης λόγω καθυστερήσεων στην προμήθεια του Προϊόντος που έχει γίνει η παραγγελία ή ακύρωσης αυτού ως αποτέλεσμα της μη συμμόρφωσης του πλοίου ή / και των συμφερόντων του πλοίου με την εφαρμογή του κώδικα ISPS, συμπεριλαμβανομένου τυχόν μέτρα που απαιτούνται από οποιαδήποτε λιμενική εγκατάσταση ή σχετική αρχή, θα χρεώνονται στον του Πελάτη. Με την επιφύλαξη της γενικότητας των ανωτέρω, τα έξοδα, οι δαπάνες, οι απώλειες και οι υποχρεώσεις περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, σε έξοδα καθυστέρησης επισταλίες και έξοδα ακύρωσης. ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ : Παρακαλώ βεβαιωθείτε ότι ο πλοίαρχος / οι Πράκτορες έχουν οδηγίες να συνεργάζονται με τον φυσικό παραδότη για να κανονίσουν τις τελικές ποσότητες και τους χρόνους για την ομαλή παράδοση. Οι προμήθειες ορίζονται για τις ημερομηνίες παράδοσης που προβλέπονται στο συμβόλαιο παραπάνω. Εάν ένα πλοίο απαιτεί καύσιμα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου διαφορετικής από την ημερομηνία ή τις ημερομηνίες που ορίζονται παραπάνω, η παράδοση αυτή θα γίνεται με βάση «εμπορικά εύλογες προσπάθειες». Τα καύσιμα ….. δεν φέρουν καμία ευθύνη για τυχόν καθυστερήσεις, επισταλίες ή άλλα πρόσθετα έξοδα που προέκυψαν ως αποτέλεσμα παράδοσης «εμπορικά εύλογων προσπαθειών». Παρακαλώ βεβαιωθείτε ότι ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του πλοιάρχου / πλοίου βλέπει τον εξοπλισμό παράδοσης του παραδότη τον σημείωση από τον παραδότη των αντιπροσωπευτικών δειγμάτων καθενός από τα καύσιμα που πρόκειται να παραδοθούν και παραλαμβάνει και διατηρεί ένα σφραγισμένο και υπογεγραμμένο δοχείο καθενός από αυτά τα δείγματα και τις μετρήσεις των ποσοτήτων πριν και μετά την παράδοση. Όλες οι προμήθειες στο αγκυροβόλιο υπόκεινται σε κατάλληλες καιρικές συνθήκες ΠΕΤΡΕΛΕΥΣΗ ΜΕ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ: Λάβετε υπόψη ότι, εκτός εάν έχει ήδη κοινοποιηθεί διαφορετικά, όλες οι κλήσεις ” δεξαμενόπλοια μόνο” είναι «με βάση την πρώτη προτεραιότητα» υπόκεινται σε κατάλληλες καιρικές συνθήκες για ασφαλή μεταφορά από πλοίο σε δεξαμενόπλοιο. Σε περίπτωση υπεράκτιων δεξαμενόπλοιων σε διεθνή ύδατα, εξ ορισμού είναι επίσης «εμπορικά εύλογες προσπάθειες». Η τελική απόφαση σχετικά με το πρόγραμμα εφοδιασμού και την καταλληλότητα των θαλάσσιων και καιρικών συνθηκών εναπόκειται αποκλειστικά στον Παραδότη και δεν θα γίνονται αποδεκτές αξιώσεις για καθυστέρηση / ματαίωση καυσίμων. Επιπλέον, ενδέχεται να ισχύουν άλλοι όροι και προϋποθέσεις τοπικής προμήθειας….». Εν προκειμένω, ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο που κρίθηκε ως εφαρμοστέο με την εκκαλουμένη απόφαση για το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης, εάν στη σύμβαση ναυλώσεως, τη ναυτική διαχείριση του πλοίου διατηρεί ο εκναυλωτής, όπως εν προκειμένω, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή, με αποτέλεσμα να ευθύνεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρούνται από τους αντιπροσώπους του, μέσα στα πλαίσια της εκμετάλλευσης του πλοίου και οι συμβάσεις που συνάπτονται από τον χρονοναυλωτή ή τον πλοίαρχο χρονοναυλωμένου πλοίου με τρίτους να δεσμεύουν αυτόν (πλοιοκτήτη), έστω και αν, σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσυμφώνου, έχουν συναφθεί για λογαριασμό του χρονοναυλωτή, διότι οι όροι του ναυλοσυμφώνου αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων, δηλαδή την εκναυλώτρια και την ναυλώτρια, εκτός και αν έχει γνωστοποιηθεί στον τρίτο η παραχώρηση της εκμετάλλευσης του πλοίου οπότε ευθύνεται ο ναυλωτής (ΑΚ 211) [ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ] και περαιτέρω της διχοστασίας που επικρατεί στη νομολογία αν τέτοια γνωστοποίηση αρκεί να λάβει χώρα κατά την παράδοση του καυσίμου από τον πλοίαρχο του πλοίου (υπέρ της άποψης ότι αρκεί μια τέτοια γνωστοποίηση για να μην δεσμευθεί ο πλοιοκτήτης ΤριμΕΠ 463/2020 και 301/2019 σχετικά Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς αντίθετα ΕΠ 2/2002 Sakkoulas Online), από κανένα αποδεικτικό μέσο και ιδίως από το ανωτέρω, επιβεβαιωτικό της παραγγελίας καυσίμων ηλεκτρονικό μήνυμα, δεδομένου ότι δεν προσκομίζεται το έγγραφο παραγγελίας αυτών (εν λόγω καυσίμων), δεν προκύπτει ότι οι εναγόμενοι, υπέβαλαν προς την προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία, πρόταση προς κατάρτιση της ανωτέρω συμβάσεως πώλησης ως αντιπρόσωποι των εναγουσών εταιρειών, παριστάνοντας ψευδώς, προς τους εκπροσώπους και προστηθέντες της ανωτέρω προμηθεύτριας των καυσίμων εταιρεία  “…………..” ότι είχαν λάβει σχετική εξουσιοδότηση από τους εκπροσώπους των εναγουσών εταιρειών, ως οι ενάγουσες ισχυρίζονται με την ένδικη αγωγή τους. Αντίθετα, από την αναφορά στο ανωτέρω επιβεβαιωτικό της παραγγελίας ηλεκτρονικό μήνυμα «Αγοραστής:………………… ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΙΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΤΟΥ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ Η ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΡΙΑ/Η ΕΦΟΠΛΙΣΤΡΙΑ/Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΚΑΙ Η ΝΑΥΛΩΤΡΙΑ, Η ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ.», όπου κατονομάζεται ως αγοράστρια η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία και όλως γενικώς και αορίστως, χωρίς δηλαδή να κατονομάζονται σ’ αυτήν συγκεκριμένα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, ως επιπλέον υπόχρεοι για την καταβολή της αξίας των καυσίμων, σε συνδυασμό με τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών της εν λόγω προμηθεύτριας εταιρείας, μεταξύ των οποίων ορίζεται ότι «Αγοραστής σημαίνει η εταιρεία ή οι εταιρείες που κατονομάζονται στο Σημείωμα Επιβεβαίωσης που αγοράζουν τα Προϊόντα για δικό τους λογαριασμό στο πλαίσιο σύμβασης με τον πωλητή και θα περιλαμβάνουν τους υπαλλήλους, τους αντιπροσώπους και τους ορισμένους αντιπροσώπους της και τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη του πλοίου στο οποίο παραδίδονται τα καύσιμα, τους ναυλωτές και/ή τους διαχειριστές και/ή τους χειριστές ή/και τον αγοραστή του Πλοίου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί η εταιρεία ή οι εταιρείες που αναφέρονται στην Επιβεβαίωση Πωλήσεων.» [«…”Buyer” means the company(ies) named in the Confirmation Note buying the Products on their own behalf under a Contract with the Seller and shall include its servants, agents and designated representatives and the registered owner of the Vessel to which bunkers are being supplied, its charterers and/or managers and/or operators and/or the buyer of the Vessel on whose behalf the company(ies) named in the Sales Confirmation is acting»], αποδεικνύεται ότι, η σχετική ρήτρα εις ολόκληρον ευθύνης μετά της ναυλώτριας εταιρείας, της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας, που περιελήφθη στο ανωτέρω από 6.9.2019 επιβεβαιωτικό, της συναφούς παραγγελίας καυσίμων, ηλεκτρονικό μήνυμα από την πωλήτρια των καυσίμων εταιρεία προς τη ναυλώτρια (“confirmation note”), περιελήφθη από την ανωτέρω προμηθεύτρια εταιρεία, στα πλαίσια συνήθους πρακτικής στην αγορά καυσίμων σε πλοία, στις περιπτώσεις πωλήσεως καυσίμου με πίστωση του τιμήματος, πρακτική γνωστή στις ενάγουσες, λόγω της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την επιστολή που ο Πλοίαρχος του πλοίου παρέδωσε στη φυσική παραδότρια των καυσίμων, για την οποία θα γίνει λόγος ακολούθως. Τα ανωτέρω ότι δηλαδή η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεν εμφανίσθηκε ως λειτουργούσα ως αντιπρόσωπος των εναγουσών εταιρειών στην αγορά της ανωτέρω ποσότητας καυσίμων, προσεπιβεβαιώνονται και από το, από 27.9.2019, ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο προσκομίζεται ως σχετικό 9 από τις ενάγουσες, με το οποίο η ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία απευθύνθηκε προς την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία για το υπόλοιπο των οφειλών της, στο οποίο αυτή (προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία), αναφέρει ότι, τα αναφερόμενα στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα τιμολόγια, αφορούν προμήθεια καυσίμων στα αναφερόμενα στο εν λόγω μήνυμα πλοία, μετά από πρόταση και αίτηση της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Επίσης, στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα αναφέρεται ότι, το αναφερόμενο στο εν λόγω έγγραφο χρέος [στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η απαίτηση για το τίμημα του καυσίμου που προμήθευσε το πλοίο της πρώτης ενάγουσας], αποτελεί χρέος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Εν προκειμένω, δεν προσκομίζεται από τους εναγομένους απάντηση της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, επί του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος της προμηθεύτριας των καυσίμων εταιρείας, περί των αναφερομένων υπ’ αυτής στο ανωτέρω επιβεβαιωτικό της παραγγελίας προμήθειας καυσίμων, ηλεκτρονικό μήνυμα και περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, διετύπωσε αντιρρήσεις περί των τεθέντων ανωτέρω όρων υπό της προμηθεύτριας εταιρείας, όπως επίσης δεν προκύπτει ότι γνωστοποίησε στην προμηθεύτρια εταιρεία ότι τυγχάνει ναυλώτρια του εν λόγω πλοίου και με βάση όρο του, καταρτισθέντος μεταξύ αυτής (ναυλώτριας εταιρείας…………………) και της πρώτης ενάγουσας εταιρείας, η ίδια (ναυλώτρια) ήταν υπεύθυνη για την καταβολή του τιμήματος των καυσίμων. Εν τούτοις, αποδεικνύεται ότι, αφού καταρτίσθηκε η ανωτέρω σύμβαση πώλησης καυσίμων με παρακράτηση της κυριότητα αυτών από την προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία μέχρι την εξόφληση του τιμήματος (όρος 6 ΓΟΣ), η ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία, παρέδωσε την ανωτέρω ποσότητα καυσίμων την 18.9.2019 στο πλοίο της πρώτης ενάγουσα, στον λιμένα Port Louis  στον Άγιο Μαυρίκιο, μέσω της εταιρίας με την επωνυμία «…………….», η οποία ως αναφέρουν οι ενάγουσες στην αγωγή τους, κατά τον κύριο ισχυρισμό τους, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος (σελίδα 70 ένδικης αγωγής) της ανωτέρω προμηθεύτριας των καυσίμων εταιρείας. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι, η ανωτέρω εταιρεία την επωνυμία «………..», παρέδωσε στο ανωτέρω πλοίο ποσότητα 300,097 μετρικών τόνων καύσιμο τύπου HSFO 380 cst, με το Δ/Ξ «H», ποσότητα καυσίμων η οποία παρελήφθη από τον Πλοίαρχο, μέσω του αρμοδίου προς τούτο Μηχανικού του πλοίου, ο οποίος υπέγραψε το σχετικό σημείωμα παράδοσης και «Φόρμα Ικανοποίησης Πελάτη». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στο εν λόγω «Σημείωμα Παράδοσης» προέκυπταν τα στοιχεία της προμηθεύτριας των εν λόγω καυσίμων ανωτέρω πωλήτριας εταιρείας “……….”. Όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 22 έγγραφο του Πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου ……….., το οποίο παρέλαβε ο Πλοίαρχος του ανωτέρω Δ/Ξ «H», ο Πλοίαρχος του πλοίου της ανωτέρω πρώτης ενάγουσας εταιρείας, κατά την υπογραφή της απόδειξης πετρέλευσης που παραδόθηκε στο πλοίο, επεδίωξε να συμπεριλάβει έγγραφη δήλωση σύμφωνα με την οποία «1. Τα καύσιμα παρελήφθησαν και έγιναν αποδεκτά για λογαριασμό των ναυλωτών “………………….” (χρονοναυλωτών επί του παρόντος του πλοίου) οι οποίοι είναι αποκλειστικώς υπεύθυνοι για την εξόφληση της αξίας τους. Το πλοίο υπό καμία περίσταση δεν πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνο για την εξόφλησή τους. 2. Σημαντική Επισήμανση 3. Τα αγαθά και /η οι υπηρεσίες οι οποίες δια του παρόντος αναγνωρίζονται και γίνονται αποδεκτές για λογαριασμό και / η παραγγέλθηκαν και έγιναν αποδεκτές και / ή παραγγέλθηκαν αποκλειστικά για λογαριασμό των ναυλωτών του Μ/Π AR “………………….” και όχι για λογαριασμό του ρηθέντος πλοίου ή των πλοιοκτητών του. Ακολούθως κανένα προνόμιο ή άλλη απαίτηση δεν μπορεί να εγερθεί κατά του πλοίου από την άνω αιτία.». Εν τούτοις, η ανωτέρω εταιρεία ………… αρνήθηκε να συμπεριλάβει την ανωτέρω δήλωση του πλοιάρχου στην απόδειξη παράδοσης του καυσίμου. Για τον λόγο τούτο, ο ίδιος πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου, παρέδωσε στον πλοίαρχο του Δ/Ξ «H» με το οποίο παρεδόθησαν τα καύσιμα στο πλοίο της πρώτης ενάγουσας, την ίδια ημέρα το από 18.9.2019 έγγραφο, στο οποίο αφού επεσήμανε ότι το ανωτέρω πλοίο ήταν χρονοναυλωμένο στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία…………………. και ότι η ανωτέρω ναυλώτρια παρήγγειλε για λογαριασμό της την προμήθεια των 300 ΜΤ HFO 380 CST, ακολούθως διαμαρτυρήθηκε για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας για τη μη εισαγωγή των ανωτέρω «σχολίων/σφραγίδων», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, στην απόδειξη πετρέλευσης που παραδόθηκε επί του πλοίου και επιφυλάχθηκε των δικαιωμάτων των Πλοιοκτητών, επισημαίνοντας ότι η άρνηση της ανωτέρω παραδόσασας το καύσιμο εταιρείας να αποδεχθεί να ενσωματώσει ο ανωτέρω Πλοίαρχος τα ανωτέρω σχόλια, δεν θα είχαν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη της ευθύνης της ανωτέρω χρονοναυλώτριας εταιρείας σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσυμφώνου που είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτής (ναυλώτριας εταιρείας) και της πρώτης ενάγουσας. Από την ανωτέρω επιστολή, σε συνδυασμό με τη συνομιλία του ανωτέρω μάρτυρα των εναγουσών ……. με τον επίσης μάρτυρα των εναγουσών ……, μέσω skype, που έλαβε χώρα την 20.9.2019 και ώρα 3.53 μ.μ., και η οποία προσκομίζεται ως σχετικό 117 από τις ενάγουσες, αποδεικνύεται ότι, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία εγνώριζε ότι η ανωτέρω ναυλώτρια είχε αγοράσει την ανωτέρω ποσότητα καυσίμων με πίστωση του τιμήματος, εφόσον στην εν λόγω συνομιλία ο ανωτέρω μάρτυρας ……. υπάλληλος της δεύτερης ενάγουσας εξέφραζε ανησυχίες σχετικά με την εξόφληση των καυσίμων από τη ναυλώτρια εταιρεία, καθόσον ανέφερε «… .., ευχαριστώ πολύ. Ξέρεις η πλοιοκτήτρια έχει μία ακόμη ανησυχία σχετικά με την πληρωμή των καυσίμων από τη ναυλώτρια γι’ αυτό το λόγο σου ζήτησε να ελέγξεις για ποιο λόγο αντικατέστησαν το λιμάνι port Elizabeth με το λιμάνι Port Luis για την προμήθεια των καυσίμων….», όπως επίσης εγνώριζε και την ανωτέρω πρακτική των εταιρειών προμήθειας καυσίμων με πίστωση σε πλοία λόγω της επαγγελματικής της δραστηριότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, για την εν λόγω πρακτική των εταιρειών προμήθειας καυσίμων κάνει λόγο και η απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου που εξεδόθη ακολούθως, κατόπιν προσφυγής σε Διαιτησία της πρώτης ενάγουσας κατά της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Συγκεκριμένα, στην σκέψη 35 της εν λόγω απόφασης αναφέρεται, μεταξύ άλλων «Ως έμπειροι επαγγελματίες της ναυτιλίας, είμαστε εξοικειωμένοι με τα μήκη στα οποία οι προμηθευτές καυσίμων είναι διατεθειμένοι να φτάσουν όταν πωλούν καύσιμα σε ένα μέρος, διαφορετικό από το πραγματικό πλοιοκτήτη με πιστωτικούς όρους. Πολύ απλά επιδιώκουν να εξασφαλίσουν το δάνειό τους και με κάποιο τρόπο να εξασφαλίσουν το χρέος που προκύπτει, εμπλέκοντας το πλοίο ή τους ιδιοκτήτες του. Ο μόνος ασφαλής τρόπος για έναν ιδιοκτήτη να αποφύγει την ευθύνη, είναι να συμπεριλάβει μία ρήτρα που εμποδίζει έναν ναυλωτή να αγοράσει καύσιμα με πίστωση [«… As experienced shipping practitioners, we are familiar with the lengths to which bunker suppliers are prepared to go when they sell fuel to a party, other than the actual shipowner, on credit terms. Quite simply, they seek to secure their loan and somehow collateralise the debt that arises, by involving the vessel or its owners. The only safe way for an owner to avoid liability, is to include a clause in the charter preventing a charterer from buying fuel on credit.»]. Αποδείχθηκε επομένως ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, δεν παρέστησε ψευδώς δια των εναγομένων, όπως οι ενάγουσες ισχυρίζονται με την αγωγή τους, προς την ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία ότι αυτή (ναυλώτρια εταιρεία) ενεργούσε για λογαριασμό των εναγουσών κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως αγοράς καυσίμου, έχοντας προς τούτο σχετική εξουσία (δικαίωμα αντιπροσώπευσης). Αντίθετα, αν και πράγματι η ναυλώτρια εταιρεία δεν ενημέρωσε την πρώτη ενάγουσα για τους όρους που έθεσε η προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία με το ανωτέρω ηλεκτρονικό της μήνυμα προκειμένου να της πωλήσει την ανωτέρω ποσότητα καυσίμων, εν τούτοις αποδεικνύεται ότι, οι ενάγουσες εγνώριζαν αφενός μεν ότι η ναυλώτρια εταιρεία είχε αγοράσει τα καύσιμα με πίστωση του τιμήματος, δυνατότητα που δεν αποκλείονταν από το εν λόγω ναυλοσύμφωνο, αφ’ ετέρου δε την ανωτέρω πρακτική που εφαρμόζουν οι, προμηθεύτριες καυσίμων σε πλοία, εταιρείες. Οι αναφορές των εναγουσών, στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 42) ότι, ο πλοίαρχος του ανωτέρω πλοίου κατά την παραλαβή των καυσίμων, ως πράξη εντασσόμενη στην εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου, ενεργούσε για λογαριασμό της ναυλώτριας εταιρείας, δεν δύναται να ανατρέψει το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα του Δικαστηρίου, περί της γνώσεως των εναγουσών ότι το εν λόγω καύσιμο αγοράσθηκε με πίστωση του τιμήματος, διότι όπως αναφέρουν οι ενάγουσες στη σελίδα 82 των εγγράφων προτάσεών τους δια παραπομπής στην, περιεχομένη με αριθμό …./2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ….., στην ανωτέρω δήλωση ο πλοίαρχος του πλοίου προέβη με εντολή της δεύτερης ενάγουσας, διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου. Η γνώση εξάλλου των εναγουσών, ότι η αγορά των εν λόγω καυσίμων έγινε με πίστωση του τιμήματος, αποδεικνύεται και από την ανωτέρω προμνημονευθείσα ήδη από 20.9.2019 συνομιλία του μάρτυρα των εναγουσών ….. με τον επίσης μάρτυρα των εναγουσών ….. μέσω skype, το περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται ανωτέρω. Σε αντίθετη κρίση το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να καταλήξει από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 113 έγγραφο σημείωμα που κατέθεσαν, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στα πλαίσια έτερης δίκης αυτών με τις ήδη ενάγουσες εταιρείες, διότι στο εν λόγω έγγραφο σημείωμα οι ανωτέρω εναγόμενοι δεν ομολόγησαν, όπως οι ενάγουσες διατείνονται με τις έγγραφες προτάσεις τους που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρουν ενώπιόν μας, ότι πράγματι την εν λόγω σύμβαση αγοράς καυσίμων κατήρτισαν με την ανωτέρω προμηθεύτρια εταιρεία καυσίμων στο όνομα και για λογαριασμό των εναγουσών, εφόσον από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου σημειώματος προκύπτει ότι αυτοί (πρώτος, δεύτερη και τέταρτος των εναγομένων) αρνήθηκαν ότι είχαν οιαδήποτε ανάμειξη στην εν λόγω σύμβαση αγοράς καυσίμων (σελ. 23). Επομένως, δεν απεδείχθη, ότι οι εναγόμενοι, παρέστησαν ψευδώς στην ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία, ότι έχουν εξουσία αντιπροσωπεύσεως των εναγουσών και εδήλωσαν στο όνομα και για λογαριασμό τους ότι καταρτίζουν την ανωτέρω από 6.9.2019 σύμβαση πώλησης καυσίμων στο όνομα και για λογαριασμό αυτών. Παράλληλα, εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων, η περιουσία της δεύτερης ενάγουσας δεν επιβαρύνθηκε παρανόμως κατά το ποσό του τιμήματος αγοράς του εν λόγω καυσίμου και μάλιστα με παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων. Εξάλλου, δεν απεδείχθη ότι, ακολούθως, επεβλήθη κατάσχεση στην περιουσία αυτής (δεύτερης ενάγουσας), και τοιουτοτρόπως από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων, ετρώθη η εμπορική φήμη αυτής (δεύτερης ενάγουσας) στην αγορά, υφισταμένη τοιουτοτρόπως ηθική βλάβη. Ακολούθως, απεδείχθη ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεν προκατέβαλε ως όφειλε την 11.9.2019 του συνομολογηθέντες ναύλους στην πρώτη ενάγουσα για το τρίτο δεκαπενθήμερο λειτουργίας της ένδικης σύμβασης ναυλώσεως. Μάλιστα, την 27.9.2019, η ανωτέρω ναυλώτρια, απέστειλε στη δεύτερη ενάγουσα, διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου εταιρεία, ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο της γνωστοποίησε ότι, εξαιτίας προβλημάτων της που ήταν πέραν του ελέγχου της, αδυνατούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της από το ανωτέρω ναυλοσύμφωνο και αφού την πληροφόρησε ότι το πλοίο είχε υποναυλωθεί στην ανωτέρω εταιρεία ……….., της πρότεινε να επικοινωνήσει μαζί της σχετικά με το φορτίο. Την ίδια ημέρα, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα με ανάλογο περιεχόμενο σε όλες τις πλοιοκτήτριες εταιρείες, των οποίων τα πλοία είχε ναυλώσει και έκτοτε, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, κανένα ναύλο δεν κατέβαλε στην πρώτη ενάγουσα, όπως επίσης δεν εξόφλησε ούτε το τίμημα από την ανωτέρω πώληση καυσίμων. Κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από 11.9.2019 έως 27.9.2019, η πρώτη ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία, δια των υπαλλήλων της δεύτερης ενάγουσας, διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, οχλούσε την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία προς καταβολή του οφειλόμενου συμφωνημένου ναύλου. Στα πλαίσια των εν λόγω οχλήσεων, αντηλλάγησαν ηλεκτρονικά μηνύματα μεταξύ των υπαλλήλων της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας και της ανωτέρω ναυλώτριας. Ειδικότερα, κατόπιν οχλήσεων της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρεία προς καταβολή του οφειλομένου τρίτου ναύλου, εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 134.649,89, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, δια του τετάρτου εναγομένου υπαλλήλου της στο Τμήμα Επιχειρήσεων, απέστειλε σε αυτήν την 17.9.2019, ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο προσκομίζεται ως σχετικό 63 και ως σχετικό 65 από τις ενάγουσες, με το οποίο την ενημέρωνε ότι ο οφειλόμενος ναύλος ήταν προγραμματισμένος να καταβληθεί την ίδια ημέρα (17.9.2019). Το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα κατά την ακριβή του διατύπωση έχει ως ακολούθως «Παρακαλούμε ενημερωθείτε ότι επιπλέον ναύλος, σύμφωνα με τα επισυναπτόμενα, είναι προγραμματισμένος για σήμερα 17/9, επανερχόμενοι με απόδειξη πληρωμής όσο δυνατόν πιο γρήγορα. Οι Ναυλωτές θα ήθελαν να ευχαριστήσουν τους Πλοιοκτήτες για την κατανόηση και την βοήθειά τους». Η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία εν τούτοις δεν κατέβαλε την 17.9.2019 τον οφειλόμενο τρίτο συμφωνημένο ναύλο. Στις οχλήσεις της πρώτης ενάγουσας, δια της δεύτερης ενάγουσας διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, το τμήμα επιχειρήσεων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας απέστειλε σε αυτήν νέο ηλεκτρονικό μήνυμα και δη το από 19.9.2019 (σχετικό προσκομιζόμενο με αριθμό 74 από τις ενάγουσες) ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο ενημέρωνε την πρώτη ενάγουσα ότι ο εν λόγω ναύλος θα καταβάλλονταν την επομένη ημέρα ήτοι την 20.9.2019. Στο εν λόγω μήνυμα αναφέρονταν σχετικά «η ναυλώτρια θα ήθελε να αναφερθεί στο κατωτέρω ηλεκτρονικό της μήνυμα που εστάλη την Τρίτη 17.9.2019 πληροφορώντας ότι η πληρωμή θα εκετελούνταν την ίδια ήμερα. Πληροφορούμε την πλοιοκτήτρια να γνωρίζει ότι υπήρξε μία μικρή αργοπορία στο έμβασμα και το εν λόγω έμβασμα θα εκτελεστεί αύριο σύμφωνα με τον συνημμένο λογαριασμό ναύλου. Η ναυλώτρια θα ήθελε να ζητήσει συγγνώμη για τη μικρή καθυστέρηση στο έμβασμα και να ευχαριστήσει την πλοιοκτήτρια για την συνεργασία της και την κατανόησή της. Επανερχόμεθα σύντομα με την απόδειξη  πληρωμής.». Εν τούτοις, ο συμφωνηθείς τρίτος ναύλος δεν κατεβλήθη ούτε την ανωτέρω ημερομηνία (20.9.2019) και κατόπιν οχλήσεως της διαχειρίστριας του πλοίου δεύτερης ενάγουσας εταιρείας, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, την 20.9.2019, απέστειλε νέο ηλεκτρονικό μήνυμα (σχετικό προσκομιζόμενο από τις ενάγουσες με αριθμό 64) με το οποίο υπόσχονταν την καταβολή του οφειλομένου ναύλου την 24.9.2019, αναφέροντας σχετικά «οι ναυλωτές θα ήθελαν να ζητήσουν συγνώμη για την καθυστέρηση στην πληρωμή του ναύλου και για την αδυναμία να προχωρήσουν στην πληρωμή όπως υπήρξε προηγούμενη ενημέρωση. Οι ναυλωτές θα ήθελαν να σας ενημερώσουν ότι η πληρωμή του ναύλου θα γίνει το αργότερο την Τρίτη 24.9 και σχετικό δελτίο τράπεζας θα παρασχεθεί στους Πλοιοκτήτριες το συντομότερο διαθέσιμο. Οι ναυλωτές θα ήθελαν να ζητήσουν ξανά συγγνώμη για την ταλαιπωρία που προκλήθηκε και εκτιμούν τη συνεργασία και τη βοήθεια των Πλοιοκτητών μέχρι στιγμής.». Την ίδια ημέρα (20.9.2019), το τμήμα επιχειρήσεων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, απέστειλε προς την πρώτη ενάγουσα μέσω της ανωτέρω ναυλομεσίτριας εταιρείας, ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο η ναυλομεσίτρια εταιρεία διεβίβασε στη δεύτερη ενάγουσα – διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία, την 23.9.2019, υπέχον (το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα) θέση ειδοποίησης επαναπαράδοσης του πλοίου, σύμφωνα με τους όρους επαναπαράδοσης του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου (σχετικά τέταρτο φύλλο προσκομιζόμενου ως σχετικό 5 από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, υπό του τίτλου «Επαναπαράδοση, Περιοχές και Ειδοποιήσεις»). Συγκεκριμένα, στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο προσκομίζεται ως σχετικό 75 από τις ενάγουσες, αναφέρεται ότι «ΘΕΜΑ: ΜΝ Ar / Acc ………………… Χρονοναυλοσύμφωνο Ημερομηνία 27.07.2019 / Ειδοποίηση Επαναπαράδοσης Πληροφορηθείτε ότι σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής διαθέσιμες πληροφορίες του πλοίου, διά τούτου υποβάλλουμε την ειδοποίηση επαναπαράδοσης και πληροφορούμε την Πλοιοκτήτρια ότι αναμένουμε να επαναπαραδοθεί το εν λόγω πλοίο στον τελευταίο πλοηγό στην ανοιχτή θάλασσα στη  Songxia, της Κίνας περίπου στις 10-11.10.2019 αν όλα πάνε καλά καιρού επιτρέποντος και χωρίς εγγύηση εξαιρουμένων απρόβλεπτων συνθηκών. Αυτό αποτελεί ειδοποίηση επαναπαράδοσης περίπου 20 ημερών. Η ως άνω ειδοποίηση δίδεται καλή τη πίστη με βάση τις καλύτερες διαθέσιμες πληροφορίες κατά τον χρόνο υποβολής και δεν λαμβάνει υπόψιν τυχόν απρόβλεπτες καταστάσεις, που ίσως διακινδυνεύσουν τις εργασίες του λιμένος. Περαιτέρω ειδοποιήσεις έπονται.». Στα αμέσως ανωτέρω ηλεκτρονικά μηνύματα, αλλά και στο από 6.9.2019 (σχετικό προσκομιζόμενο από τις ενάγουσες με αριθμό 132) ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, δια του τετάρτου εναγομένου, γνωστοποιούσε στον πλοίαρχο του πλοίου ότι η φόρτωση του καυσίμου στο πλοίο θα πραγματοποιείτο εν τέλει στο λιμάνι Πορτ Λούις, καμία διαβεβαίωση περί της καλής οικονομικής κατάστασης της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας δεν περιείχετο, η οποία μάλιστα δημιούργησε πεπλανημένη εντύπωση στην πρώτη ενάγουσα σχετικά με την οικονομική κατάσταση της ναυλώτριας εταιρείας και εκ του λόγου τούτου, αυτή δεν άσκησε τα νόμιμα δικαιώματά της κατάσχεσης της περιουσίας της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Εν τέλει, όπως απεδείχθη η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία την 27.9.2019, γνωστοποίησε στην πρώτη ενάγουσα εκναυλώτρια εταιρεία ότι δεν ηδύνατο πλέον οικονομικά να υποστηρίξει την εν λόγω σύμβαση ναυλώσεως. Ενόψει του ότι η ανωτέρω πρώτη ναυλώτρια εταιρεία είχε εκδώσει αυτή τις ανωτέρω φορτωτικές, αναγκάσθηκε να ολοκληρώσει τη μεταφορά του φορτίου και να παραδώσει αυτό στις παραλήπτριες εταιρείες στο λιμάνι Σόνξια της Κίνας, επιβαρυνόμενη με τα έξοδα προμήθειας καυσίμων και παράδοσης του φορτίου, δίχως παράλληλα η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία να της καταβάλει τους δεύτερο και τρίτο των οφειλομένων ναύλων, όπως επίσης η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεν εξόφλησε εν τέλει το τίμημα αγοράς της ανωτέρω ποσότητας καυσίμων, που το πλοίο προμηθεύθηκε στο λιμάνι του Πορτ Λούις του Αγίου Μαυρικίου. Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου που εξεδόθη κατόπιν προσφυγής σε Διαιτησία της πρώτης ενάγουσας κατά της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας (σκέψη 36), η ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία ……….., την 3.10.2019, απευθύνθηκε εγγράφως προς την πρώτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου εταιρεία, ενημέρωσε αυτή,  ότι αυτή (προμηθεύτρια των ανωτέρω καυσίμων εταιρεία) είχε πληροφορηθεί ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, είχε σταματήσει  τις δραστηριότητές της , καθώς επίσης ότι η εν λόγω ναυλώτρια εταιρεία δεν είχε εξοφλήσει την ποσότητα καυσίμων που παραδόθηκε στο λιμάνι Port Louis στο ανωτέρω πλοίο. Κατά την ίδια απόφαση [το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα δεν προσκομίζεται στην παρούσα δίκη από τους διαδίκους], η ανωτέρω προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρεία αναφέρθηκε και στην §6 των γενικών όρων  συναλλαγών της, οι οποίοι ήταν διαθέσιμοι στον ιστότοπό της στο διαδίκτυο, υποστηρίζοντας ότι αυτή (προμηθεύτρια των ανωτέρω καυσίμων εταιρεία), διατηρούσε την κυριότητα επί του καυσίμου που φορτώθηκε στο ανωτέρω πλοίο της πρώτης ενάγουσας ως πωλήτρια αυτών, έως ότου εισπράξει το συνομολογηθέν τίμημα, οπότε και μόνον η κυριότητα θα περιέρχονταν στον αγοραστή. Όπως δέχθηκε ομοίως η ανωτέρω διαιτητική απόφαση, η ανωτέρω πωλήτρια των καυσίμων εταιρεία κάλεσε την  ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, έως το μεσημέρι της επομένης ημέρας,  να επιλέξει είτε να αγοράσει το εν λόγω καύσιμο, είτε να επιτρέψει σε αυτήν (…………) να πωλήσει αυτό, οπότε θα απαιτείτο άντληση του καυσίμου από τις δεξαμενές του πλοίου. Κατά την ίδια διαιτητική απόφαση, η ανωτέρω πρώτη ενάγουσα επέλεξε να μην εξοφλήσει το τίμημα του ανωτέρω καυσίμου, με αποτέλεσμα την 25 Νοεμβρίου 2019, κατόπιν αιτήσεως της ανωτέρω προμηθεύτριας των καυσίμων εταιρείας, να κατασχεθεί συντηρητικώς το πλοίο και να αναγκασθεί για την άρση της εν λόγω κατασχέσεως να καταβάλει η πρώτη ενάγουσα προς εξόφληση της ανωτέρω οφειλής της ναυλώτριας (σχετικά σκέψεις 37 εν λόγω διαιτητικής απόφασης) το ποσό των 179.468,83 δολ. ΗΠΑ. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, με την ανωτέρω Διαιτητική απόφαση, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα, συνεπεία αθέτησης της ανωτέρω σύμβασης ναυλώσεως εκ μέρους της, το συνολικό ποσό των δολ. ΗΠΑ 750.770,83 και δη το ποσό των δολ. ΗΠΑ 210.484,12 για οφειλομένους ναύλους για το χρονικό διάστημα από 11.9.2019 έως 15.10.2019, οπότε παραδόθηκε το ανωτέρω φορτίο στους παραλήπτες του, το ποσό των 485.213,57 για οφειλόμενα καύσιμα εκ του οποίου ποσού, για την από 6.9.2019 αγορασθείσα υπό της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ποσότητα καυσίμων το ποσό των 145.547,05 δολ. ΗΠΑ και το ποσό των 55.073,14 δολ. ΗΠΑ για έξοδα προσέγγισης στο λιμάνι Σιγκαπούρης όπου η πρώτη ενάγουσα προμηθεύθηκε ακολούθως καύσιμα καθώς και στο λιμάνι Songia της Κίνας, όπου η πρώτη ενάγουσα παρέδωσε το φορτίο του πλοίου της. Κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, η ανωτέρω ζημία της πρώτης ενάγουσας, ήταν αποτέλεσμα ενός οργανωμένου σχεδίου των εναγομένων, το οποίο μάλιστα είχαν συλλάβει ήδη από μηνός Απριλίου του έτους 2019, βάσει του οποίου είχαν καταστήσει την ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, σκοπούμενα αφερέγγυα και προέβησαν στην κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης ναυλώσεως, έχοντας προαποφασίσει ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ………………… δεν θα καταβάλει τις οφειλές της από το από 26.7.2019  ναυλοσύμφωνο στην πρώτη ενάγουσα εταιρεία, προκειμένου ο πρώτος εναγόμενος, να λάβει στην κατοχή του το ανωτέρω πλοίο της πρώτης ενάγουσας και να το εκμεταλλευτεί, με σκοπό να εισπράξει τον συνομολογηθέντα υπό της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρεία υποναύλο από την υποναυλώτρια εταιρεία και να το ιδιοποιηθεί. Εν τούτοις, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αποδεικνύονται. Ειδικότερα, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, τον συνομολογηθέντα εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 2.518.260,36 (υπο)ναύλο, εισέπραξε η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία…………………. από την εταιρεία …………………. και μάλιστα στον τραπεζικό λογαριασμό της, στην τράπεζα …………. και όχι, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ατομικά ή μέσω εταιρείας αποκλειστικών του συμφερόντων ο πρώτος εναγόμενος. Επιπλέον, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, τόσο κατά το χρόνο κατάρτισης του ανωτέρω από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, όσο και την 12.8.2019, οπότε η πρώτη ενάγουσα της παρέδωσε το πλοίο της, καθώς επίσης και την 28.8.2019, οπότε ολοκληρώθηκε η φόρτωση του εν λόγω πλοίου, αποδείχθηκε ότι, δεν είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι τρίτων, πλην του ποσού των δολ. ΗΠΑ 30.029,58, για το οποίο γίνεται ειδική αναφορά ανωτέρω. Επίσης, δεν απεδείχθη ότι  κατά τους ίδιους χρόνους είχε παύσει τις πληρωμές της ή ότι είχε πτωχεύσει. Αντίθετα, απεδείχθη ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, ιδρυθείσα ήδη από το έτος 1969, ασχολείτο επιτυχώς με τις ναυλώσεις. Μάλιστα, τον μήνα Ιούλιο του έτους 2019, είχε υπό τη ναύλωσή της δώδεκα πλοία. Συγκεκριμένα, μέσω της ανωτέρω ναυλομεσίτριας εταιρείας είχε ναυλώσει το πλοίο AO, το οποίο ολοκλήρωσε την εκφόρτωσή του την 24.9.2019 (σχετικά προσκομιζόμενη ως σχετικό 117 συνομιλία μέσω Skype ….. με τον υπάλληλο της δεύτερης ενάγουσας ….. .), το πλοίο SP (σχετικά ίδια ως άνω συνομιλία), δυνάμει της από 13.6.2019 συμβάσεως ναυλώσεως το πλοίο ADI (σχετικά ίδια ως άνω συνομιλία), το πλοίο TF8 (σχετικά προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες ως σχετικό με αριθμό 34 αίτηση της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη προμηθεύτρια καυσίμων ….. στην οποία γίνεται αναφορά στο εκδοθέν την 30.7.2019 με αριθμό ….. τιμολόγιο καυσίμων του ανωτέρω πλοίου και με αριθμό 1692/2019 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και προσκομίζεται ως σχετικό 32 από τις ενάγουσες, στην οποία γίνεται αναφορά αφενός μεν ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία………………… ήταν ναυλώτρια του εν λόγω πλοίου, αφετέρου δε ότι η προμήθεια καυσίμου σε αυτό έγινε την 13.8.2019 στο λιμάνι της Σιγκαπούρης), όπως επίσης τα πλοία SA, PR, L B, UP (σχετικά προσκομιζόμενο με αριθμό 10 ηλεκτρονικό μήνυμα της εταιρείας προμήθειας καυσίμων ……. σε συνδυασμό με ένορκη κατάθεση μάρτυρος ……), καθώς επίσης και τα πλοία ZY, WS, OC και JLS (σχετικά  με αριθμό  1692/2019 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και προσκομίζεται ως σχετικό 32 από τις ενάγουσες). Μετά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως ναυλώσεως την 26.7.2019 και την παράδοση του πλοίου σε αυτήν (12.8.2019), η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, κατέβαλε έστω και με μικρή καθυστέρηση, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 1.382.334,48 δολ. ΗΠΑ για συνομολογηθέντες ναύλους χρονικού διαστήματος από 12.8.2019 έως 26.8.2019, bonus άφορτου φορτίου και για την αξία των καυσίμων που υπήρχαν στο πλοίο καθόν χρόνο παρεδόθη αυτό. Μάλιστα, το ανωτέρω ποσό η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία κατέβαλε δίχως να έχει εισέτι εισπράξει τον συνομολογηθέντα υποναύλο. Ακολούθως, την 5.9.2019, μετά τη φόρτωση του πλοίου, της κατέβαλε επιπλέον τον δεύτερο συμφωνηθέντα ναύλο (χρονικού διαστήματος από 27.8.2019 έως 11.9.2019). Μετά δε την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης ναυλώσεως, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία προχώρησε στη ναύλωση και ετέρων πλοίων και δη την 8.8.2019, ναύλωσε το φορτηγό πλοίο AP, το οποίο της παρεδόθη την 8.9.2019 και την 23.8.2019 ναύλωσε από την πλοιοκτήτρια εταιρεία ……. το φορτηγό πλοίο M, το οποίο της παραδόθηκε την 31.8.2019. Επίσης, δεν προέκυψε από τις προσκομισθείσες αποδείξεις ότι, έως και της φορτώσεως του εν λόγω πλοίου, με δεδομένο ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ανέμενε και την είσπραξη του υποναύλου από την ανωτέρω εταιρεία ………, είχε δε καταρτίσει δύο επιπλέον συμβάσεις ναυλώσεως, οι εναγόμενοι εγνώριζαν ήδη από τότε ότι ήταν βέβαιο ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, θα περιέλθει σε οικονομική αδυναμία η οποία δεν θα της επέτρεπε να εκπληρώσει τις εκ του ανωτέρω ναυλοσυμφώνου υποχρεώσεις της ή έστω πιθανόν αλλά στα όρια της βεβαιότητας, και απέκρυψαν τούτο από την πρώτη ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία. Επιπροσθέτως, ως αναλύεται ανωτέρω, δεν απεδείχθη ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία προεισέπραξε προ της παραδόσεως του φορτίου που φορτώθηκε στο πλοίο της πρώτης ενάγουσας την 28.8.2019, τον συνομολογηθέντα μεταξύ αυτής και της ανωτέρω (υπο)ναυλώτριας εταιρείας υποναύλο, αντίθετα από τα συμφωνηθέντα μεταξύ αυτής και της πρώτης ενάγουσας με το από 26.7.2019 ναυλοσύμφωνο ή κατά τρόπο αθέμιτο. Περαιτέρω, από τις προσκομισθείσες αποδείξεις, αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία άρχισε να εμφανίζει ληξιπρόθεσμες, έναντι τρίτων, οφειλές μόλις την 3.9.2019, οπότε κατέστη ληξιπρόθεσμο το ποσό των δολ. ΗΠΑ 550.595,73 που αφορούσε το τίμημα πώλησης των καυσίμων τα οποία είχαν παραδοθεί την 5.7.2019 στο υπό ναύλωσή της πλοίο ZY. Παράλληλα, εν τούτοις, απεδείχθη ότι, ακολούθως ήτοι και μετά την 3.9.2019 η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία προέβαινε σε καταβολές οφειλών της. Ειδικότερα, την 5.9.2019, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία κατέβαλε στην πρώτη ενάγουσα και τον δεύτερο συνομολογηθέντα ναύλο, αποπληρώνοντας τους συμφωνηθέντες ναύλους για τη επίδικη ναύλωση έως την 11.9.2019. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 120 τιμολόγιο που εξέδωσε η εταιρεία …………, την 9.9.2019, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία κατέβαλε στην ανωτέρω πλοιοκτήτρια του πλοίου M εταιρεία, για την ναύλωση του πλοίου της, το ποσό των δολ. ΗΠΑ 512.960,98, ως συμφωνημένους ναύλους. Επίσης, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ως σχετικό 136 έγγραφο, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, την 13.9.2019, ήτοι μετά τη φόρτωση του ανωτέρω φορτηγού πλοίου AP και τον απόπλου αυτού από το λιμάνι φορτώσεως που έλαβε χώρα την 12.9.2019, κατέβαλε στην πλοιοκτήτρια του εν λόγω (Φ/Γ AP) το ποσό των δολ. ΗΠΑ 970.388,65, το οποίο αφορούσε τους συμφωνημένους ναύλους από το ναυλοσύμφωνο που είχε η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία καταρτίσει με την πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου εταιρεία, έως την 22.9.2019. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι κατά το χρονικό διάστημα από την 3.9.2019 έως την 27.9.2019, οπότε η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία εδήλωσε ότι πλέον δεν δύναται να εξυπηρετήσει τις συμβάσεις ναυλώσεως που είχε καταρτίσει, ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεν είχε παύσει τις πληρωμές της, αλλά προέβαινε σε καταβολές έναντι τρίτων. Μάλιστα, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, πέραν των υποχρεώσεων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας…………………, έναντι των ανωτέρω τριών πλοιοκτητριών εταιρειών, ήτοι της πρώτης ενάγουσας και των πλοιοκτητριών εταιρειών των πλοίων AP και M, όσον αφορά στα υπόλοιπα τελούντα υπό τη ναύλωση αυτής πλοία και δη στα πλοία AO, SP, ADI, SA, PR, LB, UP, ZY, WS, OC και JLS, απαιτήσεις για οφειλόμενους ναύλους, την 27.9.2019, αξίωναν μόνον η πλοιοκτήτρια εταιρεία του πλοίου AO για υπόλοιπο ναύλου εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 38.000, καθώς επίσης και η πλοιοκτήτρια εταιρεία του πλοίου SP, η οποία κατ’ εκείνο το χρόνο ήγειρε απαιτήσεις εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 58.000, όπως ανέφερε ο μάρτυρας της ενάγουσας  ……  στον υπάλληλο της δεύτερης ενάγουσας .. ….. κατά τις συνομιλίες αυτών την 24.9.2019 και 25.9.2019 (σχετικά προσκομιζόμενο ως σχετικό 117 συνομιλία μέσω Skype του ……..  με τον υπάλληλο της δεύτερης ενάγουσας ……). Αντίθετα, οι πλοιοκτήτριες των υπολοίπων πλοίων (ADI, SA, PR, LB, UP, ZY, WS, OC και JLS), δεν αποδεικνύεται ότι ήγειραν απαιτήσεις κατά της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας για καταβολή ναύλων. Και πράγματι, ο μάρτυρας των εναγουσών ….. στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωσή του, κατέθεσε ότι, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε χρέη πολλών εκατομμυρίων δολαρίων και προς τις πλοιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων CVM, PR, LB και UP, πλην όμως στην εν λόγω ένορκη κατάθεση δεν γίνεται αναφορά στα ποσά που η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία όφειλε σε αυτές τις εταιρείες και κυρίως, η εν λόγω ένορκη κατάθεση δεν ενισχύεται από κάποια έγγραφη απόδειξη. Περαιτέρω, πράγματι απεδείχθη ότι, σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, έχουν εγείρει απαιτήσεις για μη καταβολή του τιμήματος αγοράς καυσίμων, εταιρείες προμήθειας καυσίμων και δη (ι) η εταιρεία …………. για το ποσό των 750.684,88 δολ. ΗΠΑ συνολικά, το οποίο αφορά την προμήθεια καυσίμων στο πλοίο SA απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 225.916,82 που κατέστη ληξιπρόθεσμη την 9.9.2019, στο πλοίο  PR  απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 115.949,74 που κατέστη ληξιπρόθεσμη την 24.9.2019, στο πλοίο της πρώτης ενάγουσας εταιρείας απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 145.547,05 που κατέστη ληξιπρόθεσμη την 16.11.2019, στο πλοίο LB απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 140.287,75 που κατέστη ληξιπρόθεσμη την 7.11.2019 και στο UP, απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 123.083,52 που κατέστη ληξιπρόθεσμη την 11.11.2029 (σχετικά προσκομιζόμενο σχετικό 10 από τις ενάγουσες σε συνδυασμό με σχετικό προσκομιζόμενο 128 από τις ενάγουσες που αφορά το εκδοθέν για την τελευταία προμήθεια καυσίμων τιμολόγιο), (ιι) η εταιρεία …… για το ποσό των 1.280.553,94 δολ. ΗΠΑ συνολικά, το οποίο αφορά την προμήθεια καυσίμων στο πλοίο TF8 εκ ποσού 265.000 δολ. ΗΠΑ για το οποίο εξεδόθη το με αριθμό ……/30.7.2019 τιμολόγιο, στο πλοίο ADI, εκ ποσού 330.876,08 δολ. ΗΠΑ για το οποίο εξεδόθη το με αριθμό …../10.8.2019 τιμολόγιο, στο πλοίο M, εκ ποσού 316.718,00 δολ. ΗΠΑ για το οποίο εξεδόθη το με αριθμό ……/16.9.2019 τιμολόγιο, και στο πλοίο ADI, εκ ποσού 367.959,86 δολ. ΗΠΑ για το οποίο εξεδόθη το με αριθμό …../26.8.2019 τιμολόγιο, απαιτήσεις εντούτοις, οι οποίες, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την 27.9.2019 και (ιιι) η εταιρεία …… του Dubai όπως αναφέρουν οι ενάγουσες με την ένδικη αγωγή τους (σχετικά σελ. 34),προσκομίζοντας προς απόδειξη τη με αριθμό 1692/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δίχως να αναφέρεται το όνομα των αιτούντων, για το ποσό των 2.404.262,90 δολ. ΗΠΑ συνολικά, το οποίο αφορά την προμήθεια καυσίμων (α) στο πλοίο ZY την 5.7.2019 στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 550.595,73 που κατέστη ληξιπρόθεσμη μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του καυσίμου, (β) στο πλοίο WS την 6.7.2019, στο λιμάνι Yantai της Κίνας, απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 119.875,00 που κατέστη ληξιπρόθεσμη μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του καυσίμου, (γ) στο πλοίο OC την 10.7.2019 στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 529.932,08 που κατέστη ληξιπρόθεσμη μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του καυσίμου, (δ) στο πλοίο AO την 11.7.2019 στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 477.577,56 που κατέστη ληξιπρόθεσμη μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του καυσίμου, (ε) στο πλοίο TF8  την 13.8.2019 στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 94.792,93 που κατέστη ληξιπρόθεσμη μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του καυσίμου, (στ) στο πλοίο JLS την 29.8.2019 στο λιμάνι Λας Πάλμας των Καναρίων Νήσων, απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 273.100,00 που κατέστη ληξιπρόθεσμη μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του καυσίμου και (ζ) στο πλοίο SP την 30.8.2019 στο λιμάνι Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας, απαίτηση εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 327.128,38 που κατέστη ληξιπρόθεσμη μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την ημερομηνία παράδοσης του καυσίμου. Εν τούτοις, οι ανωτέρω απαιτήσεις, οι οποίες γεννήθηκαν από τον μήνα Ιούλιο του έτους 2019 και εντεύθεν, δεν ήταν ληξιπρόθεσμες καθόν χρόνο καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση ναυλώσεως ούτε κατά το χρόνο παράδοσης του πλοίου της πρώτης ενάγουσας στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, ούτε κατά τη φόρτωση αυτού την 28.8.2019, άρχισαν δε να καθίστανται σταδιακά ληξιπρόθεσμες από την 3.9.2019 και εντεύθεν. Και πράγματι, όπως επισημαίνουν οι ενάγουσες, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, οι οποίοι οι ίδιοι, δέχονται ότι δραστηριοποιούντο επιχειρηματικά μέσω της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, ως ανωτέρω αναλύεται, αποδίδουν την οικονομική κατάρρευση της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, σε αιφνίδιο γεγονός που έλαβε χώρα κατά τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2019 και επιπλέον, σε εσφαλμένες επιχειρηματικές επιλογές, δίχως να αναφέρουν ποίο ήταν το αιφνίδιο αυτό γεγονός. Παράλληλα, όπως προκύπτει από το από 6.12.2019 έγγραφο σημείωμα της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας που αυτή κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την εκδίκαση της από 4.11.2019 αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων της πρώτης ενάγουσας σε βάρος της, αυτή (ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία) έκανε λόγο για προσωρινή οικονομική δυσχέρεια, στην οποία αυτή είχε περιέλθει από την εκ μέρους της καταβολή τόκων, ως δανειολήπτριας, στο πλαίσιο δανειακής σύμβασης με όρους ιδιαιτέρως επαχθείς και καταχρηστικούς εις βάρος της, χωρίς ειδικότερη αναφορά στο χρόνο λήψης του δανείου και του ποσού αυτού, αναφορές που δεν επανέλαβαν οι εναγόμενοι. Οι ενάγουσες εν τούτοις, οι οποίες έχουν το βάρος απόδειξης της ένδικης αγωγής τους, δεν απέδειξαν ότι, καθόν χρόνο η πρώτη των εναγουσών κατήρτισε την ένδικη σύμβαση ναυλώσεως, αλλά και ακολούθως κατά την παράδοση του πλοίου της πρώτης ενάγουσας την 12.8.2019 και τη φόρτωση αυτού την 28.8.2019, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ευρίσκετο σε οικονομική αδυναμία να ανταποκριθεί στις συμβατικές υποχρεώσεις που αναλάμβανε με το εν λόγω ναυλοσύμφωνο. Καθώς επίσης δεν απέδειξαν ότι οι εναγόμενοι εγνώριζαν ήδη από τότε, ότι κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε δεν θα δύνανται να ανταποκριθεί όχι μόνο στις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει έναντι της πρώτης ενάγουσας αλλά και έναντι όλων των αντισυμβαλλομένων της, ή θεωρούσαν αυτό πιθανό και μάλιστα στα όρια της βεβαιότητας. Ενόψει των ανωτέρω, καθώς επίσης και του ότι (α) η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, ιδρυθείσα από το έτος 1969, λειτουργούσε από ετών, με πολλές επιτυχημένες ναυλώσεις στο ενεργητικό της, όπως κατέθεσε ο, με επιμέλεια των εναγουσών, εξετασθείς μάρτυρας …….., έως δε και τον μήνα Αύγουστο δεν είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι τρίτων [πλην του ανωτέρω ποσού των δολ. ΗΠΑ 30.029,58, για το οποίο γίνεται αναφορά ανωτέρω], (β) τις πρώτες ληξιπρόθεσμες οφειλές η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία άρχισε να εμφανίζει εντός του μηνός Σεπτεμβρίου 2019 και δη από την 3.9.2019, παρά ταύτα δε συνέχισε να προβαίνει σε καταβολές ως αναλύεται ανωτέρω, (γ) καμία άλλη εταιρεία, πλην της ενάγουσας, δεν ήγειρε απαιτήσεις σε βάρος των εναγομένων, επικαλούμενη αδικοπραξία αυτών, αφού καμία έγγραφη απόδειξη περί τούτου δεν προσκομίζεται, ιδίως δε τέτοιες απαιτήσεις δεν ήγειραν οι εκναυλώτριες των πλοίων AP και M, ενόψει του ότι αυτές εξεναύλωσαν τα ανωτέρω πλοία τους στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία, μετά την κατάρτιση του επιδίκου από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου και χρονικά εγγύτερα στην εμφάνιση της οικονομικής αδυναμίας της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Μάλιστα, δεν απεδείχθη ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία μετείρχετο ως μεθοδευμένη και πάγια τακτική την προείσπραξη των υποναύλων, ώστε οι εκναυλώτριες εταιρείες να μην ασκήσουν το δικαίωμά τους κατάσχεσης του υποναύλου, δεδομένου ότι όσον αφορά ειδικώς το πλοίο M, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη ως σχετικό 108 από 3.6.2020 απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου που εξεδόθη μεταξύ της πλοιοκτήτριας αυτού εταιρείας με την επωνυμία ………….. και της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, η τελευταία δεν είχε προεισπράξει το σύνολο του υποναύλου, αλλά παρέμενε ανεξόφλητο υπόλοιπο ποσού δολ. ΗΠΑ 76.661,46 επί του οποίου η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία άσκησε το συμβατικό της δικαίωμα κατάσχεσης αυτού (lien) και εισέπραξε αυτό (σχετικά σκέψη 12 ανωτέρω διαιτητικής αποφάσεως), (δ) παρά τον μεγάλο αριθμό των, τελούντων υπό τη ναύλωση της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, πλοίων κατά τον επίδικο χρόνο, αποδεικνύεται ότι απαιτήσεις σε βάρος αυτής (ναυλώτριας εταιρείας) εγείρουν μόνον οι ανωτέρω πέντε εταιρείες και δη η πρώτη ενάγουσα, οι πλοιοκτήτριες των υπό ναύλωση πλοίων AP και M, καθώς επίσης η πλοιοκτήτρια εταιρεία του πλοίου AO για υπόλοιπο ναύλου εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 38.000 και η πλοιοκτήτρια εταιρεία του πλοίου SP, για απαιτήσεις εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 58.000, δεν κρίνεται ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν βάσει οργανωμένου σχεδίου, ήδη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων προς κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης ναυλώσεως κατά την παράδοση του ανωτέρω πλοίου την 12.8.2019 και κατά τη φόρτωση αυτού, προκειμένου ο πρώτος εναγόμενος να εισπράξει τον συνομολογηθέντα υποναύλο και ακολούθως η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία να μην εξοφλήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις, έναντι της πρώτης ενάγουσας. Όπως επίσης, δεν απεδείχθη ότι οι εναγόμενοι, ενήργησαν σε βάρος της πρώτης ενάγουσας κατά τρόπο αντίθετο προς συναλλακτικά ήθη, κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα οι διαπραγματεύσεις προς κατάρτιση του από 26.7.2019 ναυλοσυμφώνου, την 26.7.2019 οπότε καταρτίσθηκε η ανωτέρω σύμβαση ναυλώσεως καθώς επίσης και ακολούθως την 12.8.2019, οπότε η πρώτη ενάγουσα παρέδωσε το πλοίο της στην ανωτέρω ναυλώτρια και την 28.8.2019, οπότε ολοκληρώθηκε η φόρτωση του εν λόγω πλοίου, αρχικώς δεν διαφώτισαν έως της καταρτίσεως της ανωτέρω σύμβασης ναυλώσεως και ακολούθως έως της φορτώσεως του ανωτέρω πλοίου, καθ’ υπέρβαση των ορίων του δικαιοπρακτικού θεμελίου της εν λόγω σύμβασης, υφιστάμενα ή αναμενόμενα με βεβαιότητα να επέλθουν, εμπόδια εκπλήρωσης των αναληφθεισών, από την ανωτέρω ναυλώτρια, οικονομικών υποχρεώσεων αυτής από την ανωτέρω σύμβαση ναυλώσεως και δη δεν γνωστοποίησαν, τη βέβαιη οικονομική αδυναμία της να εκπληρώσει τις εν λόγω υποχρεώσεις της, δεδομένου ότι όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεν ευρίσκετο σε οικονομική αδυναμία, δεν είχε παύσει τις πληρωμές της ούτε είχε πτωχεύσει, όπως επίσης δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί (εναγόμενοι) εγνώριζαν ως βέβαιο ή ως πιθανό στα όρια της βεβαιότητας και απέκρυψαν από την πρώτη ενάγουσα, την ακολούθως επελθούσα κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2019 οικονομική αυτής αδυναμία. Περαιτέρω, αν και πράγματι, την 3.9.2019 είχε ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμο, το πρώτο εκ των ανωτέρω, προς τρίτους, χρέος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, την 6.9.2019, κατά την κατάρτιση υπ’ αυτής (ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας) της ανωτέρω σύμβασης προμήθειας καυσίμων με την ανωτέρω εταιρεία …………, οι εναγόμενοι δεν αποδείχθηκε ότι ενήργησαν παράνομα και δη κατά τρόπο αντίθετο προς τα συναλλακτικά ήθη και με σκοπό επιβάρυνσης της περιουσίας της πρώτης ενάγουσας, εφόσον δεν απεδείχθη ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε περιέλθει πλέον ήδη από την 6.9.2019 σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της ή ότι εγνώριζαν οι εναγόμενοι ως βέβαιο, κατ’ εκείνο το χρόνο (6.9.2019) ότι καθόν χρόνο θα καταστεί το τίμημα πώλησης του εν λόγω καυσίμου ληξιπρόθεσμο (εξήντα ημέρες μετά την παράδοσή του) η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει αυτό με ενδεχόμενο να ζημιωθεί η πρώτη ενάγουσα, πλοιοκτήτρια αυτού και εν τέλει προέβησαν στην κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης πώλησης καυσίμων. Τούτο διότι, όπως απεδείχθη, κατά το χρονικό διάστημα από 3.9.2019 έως 27.9.2019, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία δεν είχε παύσει τις πληρωμές της, αλλά ήδη την 5.9.2019 είχε καταβάλει προς την πρώτη ενάγουσα τον δεύτερο των συμφωνημένων ναύλων, ακολούθως δε την 9.9.2019 κατέβαλε στην πλοιοκτήτρια του πλοίου M το ποσό των δολ. ΗΠΑ 512.690,98 και την 13.9.2019 κατέβαλε στην πλοιοκτήτρια του πλοίου AP το ποσό των δολ. ΗΠΑ 970.488,55. Σε αντίθετη κρίση, δεν δύναται να αχθεί το παρόν Δικαστήριο από τις υποθετικές αναφορές των εναγουσών, ότι η ναυλώτρια εταιρεία, αν και αρχικά την 6.9.2019 εζήτησε από τον πλοίαρχο του πλοίου η προμήθεια των καυσίμων του πλοίου της να γίνει στο λιμάνι Port Elizabeth, ακολούθως την ίδια ημέρα (6.9.2019), γνωστοποίησε στον ανωτέρω πλοίαρχο ότι η εν λόγω προμήθεια καυσίμων θα λάβει χώρα στο λιμάνι Port Louis, ότι οι εναγόμενοι προέβησαν στην εν λόγω αλλαγή λιμένα προμήθειας καυσίμων αφενός μεν, διότι εγνώριζαν ότι, λόγω της παντελούς αφερεγγυότητας της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, αυτή εστερείτο πιστώσεως από τις μεγάλες εταιρείες εμπορίας πετρελαίου που δραστηριοποιούνται σε όλα τα μεγάλα λιμάνια και θα μπορούσε μόνο να εξασφαλίσει πίστωση με απατηλό τρόπο, αποκρύπτοντας την φερεγγυότητά της, από τον προμηθευτή μικρού λιμένα, όπως εν προκειμένω του λιμένα του Αγίου Μαυρίκιου, αφ’ ετέρου δε διότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος, λόγω των τεράστιων χρεών της ……… κατά τον Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2019 από άλλες ναυλώσεις με τρίτα πλοία, οι πιστωτές αυτοί να κατάσχουν ευχερώς το πλοίο AR, για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις από τα καύσιμα τα οποία υπήρχαν επί του πλοίου και ανήκαν στη χρονοναυλώτρια, λόγω του νομικού καθεστώτος επί του εν λόγω θέματος της Νοτίου Αφρικής. Ειδικότερα, δεν προέκυψε ότι ήδη η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία εστερείτο πιστώσεως από μεγάλες εταιρείες καυσίμων, και εκ του λόγου τούτου οι εναγόμενοι συμφώνησαν την παράδοση καυσίμων στο ανωτέρω πλοίο στο λιμάνι του Αγίου Μαυρικίου, αφού η εν λόγω προμήθεια καυσίμων θα εγίνετο όχι από έναν τοπικό μικρό έμπορο, αλλά από την εταιρεία πώλησης καυσίμων ……… Εξάλλου, δεν απεδείχθη ότι όλοι οι μεγάλοι προμηθευτές καυσίμων δεν πωλούσαν πλέον με πίστωση του τιμήματος καύσιμα στην ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία. Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις προκύπτει ότι μόλις είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες οι εκ ποσού δολ. ΗΠΑ 550.595,73 και 119.875 απαιτήσεις, της εταιρείας ……….  που αφορούσαν πιστωθέν τίμημα αγοράς καυσίμων που η ανωτέρω προμηθεύτρια εταιρεία είχε παραδώσει την 5.7.2019 και 6.7.2019, αντίστοιχα, στα πλοία ZYκαι  WS, πλην όμως δεν προέκυψε ότι η ανωτέρω προμηθεύτρια εταιρεία είχε εκδώσει εκτελεστό τίτλο σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας για τις ανωτέρω απαιτήσεις της και ήδη επεδίωκε την εκτέλεση σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, δεδομένου ότι για τις ανωτέρω απαιτήσεις της η ανωτέρω προμηθεύτρια καυσίμων εταιρεία άσκησε αίτηση συντηρητικής κατασχέσεως σε βάρος της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ακολούθως και δη  την 4.10.2019 (σχετικά προσκομιζόμενη με αριθμό 1692/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Παράλληλα, δεν απεδείχθη ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι πλοιοκτητριών εταιρειών από προηγούμενες συμβάσεις ναυλώσεως. Ομοίως, οι αιτιάσεις των εναγουσών που περιέχονται στην ένδικη αγωγή τους, ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία σκοπίμως προμηθεύθηκε την 6.9.2019 την ανωτέρω μικρή ποσότητα καυσίμων και όχι ποσότητα ικανή για την ολοκλήρωση του ταξιδίου και την επαναπαράδοση του πλοίου, διότι ο πρώτος εναγόμενος είχε προσχεδιάσει να μην καταβάλει την αξία των καυσίμων εξ αρχής, δεν κρίνονται πειστικές. Τούτο διότι ήδη, όπως αναλύεται και ανωτέρω από την 28.8.2019, η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία είχε ενημερώσει την αντισυμβαλλομένη της πρώτη ενάγουσα δια του πλοιάρχου του πλοίου ότι θα λάβει χώρα πετρέλευση σε δύο λιμάνια, συμπεριφορά που δεν απεδείχθη ότι δεν συνηθίζεται στο χώρο των ναυλώσεων. Εάν πράγματι η συμπεριφορά της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας να προμηθευθεί δύο φορές καύσιμα κατά τη διάρκεια της εν λόγω συμβάσεως ναυλώσεως δεν συνηθίζονταν, κατ’ εκείνο το χρόνο, η ανωτέρω πλοιοκτήτρια εταιρεία, θα διαμαρτύρονταν ήδη από 28.8.2019 στη ναυλώτρια εταιρεία, οπότε η τελευταία της γνωστοποίησε ότι θα ελάμβανε χώρα προμήθεια καυσίμων σε δύο λιμάνια. Επομένως, δεν απεδείχθη, ότι οι εναγόμενοι μετήλθαν σε βάρος των εναγουσών, τόσο κατά το χρόνο των διαπραγματεύσεων προς κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης ναυλώσεως, όσο και την 26.7.2019, οπότε καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση ναυλώσεως και ακολούθως την 12.8.2019, οπότε το πλοίο της πρώτης ενάγουσας παρεδόθη σε αυτήν (ναυλώτρια εταιρεία), κατά την φόρτωση του εν λόγω πλοίου την 28.8.2019 και την είσπραξη ακολούθως του υποναύλου και τέλος κατά την 6.9.2019, οπότε η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία κατήρτισε την ανωτέρω σύμβαση αγοράς καυσίμων με τα οποία προμήθευσε το ανωτέρω πλοίο της πρώτης ενάγουσας, παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά και δη εξαπάτησαν την πρώτη ενάγουσα περί της οικονομικής κατάστασης και της φερεγγυότητας της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας και της ικανότητας αυτής να ανταποκριθεί στις συμβατικές της δεσμεύσεις από το εν λόγω συμφωνητικό ναυλώσεως, ενεργώντας παράλληλα αντίθετα προς τα συναλλακτικά ήθη και υπαίτια και τοιουτοτρόπως ζημίωσαν τις ενάγουσες. Εξάλλου, με δεδομένο ότι η φόρτωση του ανωτέρω πλοίου ολοκληρώθηκε την 28.8.2019, οπότε αυτό απέπλευσε από το λιμάνι φορτώσεως, τα έγγραφα ηλεκτρονικά μηνύματα που απεστάλησαν από το τμήμα επιχειρήσεων της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, σε απάντηση των οχλήσεων της πρώτης ενάγουσας (δια της δεύτερης ενάγουσας) προς καταβολή του οφειλομένου τρίτου ναύλου, δεν περιείχαν διαβεβαιώσεις περί της οικονομικής κατάστασης της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, ικανές μάλιστα να αποτρέψουν την πρώτη ενάγουσα να ασκήσει τα δικαιώματά της για τις ήδη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της. Περαιτέρω, δεν απεδείχθη ότι ο πρώτος εναγόμενος ιδιοποιήθηκε τον ανωτέρω υποναύλο καταθέτοντάς τον σε ιδικό του προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό ή σε τραπεζικό λογαριασμό εταιρείας συμφερόντων του, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό. Αντίθετα, προέκυψε ότι πράγματι το εν λόγω ποσό κατετέθη στον τραπεζικό λογαριασμό της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας. Το αίτημα των εναγουσών, το οποίο επαναφέρεται με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (σχετικά σελίδα 112 προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου), όπως, σε περίπτωση που το παρόν Δικαστήριο διατηρεί οποιαδήποτε αμφιβολία ότι ο πρώτος εναγόμενος υπεξαίρεσε το ανωτέρω ποσό του υποναύλου που εισέπραξε από την υποναυλώτρια εταιρεία, υποχρεωθούν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, να επιδείξουν την κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, όσον αφορά στο χρονικό διάστημα από 28.8.2019 έως 27.9.2019, υπολαμβάνοντας ότι η ανάληψη του ποσού αυτού από τον τραπεζικό λογαριασμό της ανωτέρω ναυλώτριας από τον πρώτο εναγόμενο έλαβε χώρα ακολούθως και δη κατά το χρονικό διάστημα από 28.8.2019 έως 27.9.2019, έγγραφα (αντίγραφα κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών της ενάγουσας) τα οποία, κατά τις ενάγουσες, κατέχουν οι εν λόγω εναγόμενοι, λόγω της ιδιότητός τους, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστο, καθόσον δεν αναφέρονται οι τραπεζικοί λογαριασμοί των οποίων η κίνηση ζητείται όπως επιδειχθούν, ενόψει του ότι, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να είναι η αίτηση αυτή ορισμένη πρέπει να αναφέρονται σ` αυτήν ειδικώς τα έγγραφα των οποίων ζητείται η επίδειξη [ΑΠ 459/2023 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω αίτημα και υπό την εκδοχή ότι οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, πράγματι κατέχουν τα εν λόγω έγγραφα κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας, το υπό κρίση αίτημα πρέπει να απορριφθεί και εκ του λόγου ότι, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει τη νομική δυνατότητα να διατάξει, είτε τον διάδικο, είτε την τράπεζα, να καταθέσει και προσκομίσει στοιχεία για αυτού του είδους τις καταθέσεις. Τούτο δε εξαιτίας του καθιερούμενου από το άρθρο 1 του ν.δ. 1059/1971, όπως ισχύει, απορρήτου των καταθέσεων, που διασφαλίζεται από πλέγμα συνταγματικών διατάξεων (άρθρα 2 παρ. 1, 5 § 1, 9 παρ. 1 ισχύοντος Συντάγματος) και με βάση το οποίο εισάγεται επιτρεπτός περιορισμός του δικαιώματος αποδείξεως για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, στα πλαίσια της πολιτικής δίκης [όμοια ΑΠ 808/2015 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], ενώ δεν γίνεται επίκληση περιστατικών, στοιχειοθετούντων κάποια από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις άρσεώς του. Οι ενάγουσες, για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δια των εγγράφων προτάσεών τους (σελ. 44), ζητούν τη διενέργεια  λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, από Ορκωτό Λογιστή ή Λογιστή Α Τάξεως, προκειμένου, αφού τεθούν υπόψη του τα στοιχεία του λογιστηρίου της ανωτέρω μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ναυλώτριας εταιρείας…………………, τα οποία θα οριστούν με την παρούσα  απόφαση, να αποδειχθεί εάν το εισπραχθέν υπό της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ποσό των 2.518.260,36, από την εταιρεία ……………., αναλώθηκε στις προσπάθειες διάσωσης της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας ή «ικανοποίησε αλλότριους σκοπούς» κατά την ακριβή διατύπωση του δικογράφου των προτάσεων των εναγουσών, ενόψει των παραδοχών της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι ο πρώτος εναγόμενος ήταν άτυπος διαχειριστής της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρίας «ώστε να στοιχειοθετηθεί» εάν η είσπραξη του εν λόγω υποναύλου σχετίζεται με την προγενέστερη της εισπράξεως οικονομική αδυναμία της ανωτέρω ναυλώτριας εταιρείας και να διαλευκανθεί αν, όντως, ο τέταρτος εναγόμενος, τον Σεπτέμβριο του 2019, είχε εδραία πεποίθηση ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία θα ανέκαμπτε, ενόψει των παραδοχών της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι ο τρίτος εναγόμενος διαβεβαίωνε την πρώτη ενάγουσα ότι θα καταβάλλονταν άμεσα η τρίτη δόση των συμφωνημένων ναύλων, δεν έγινε με σκοπό εξαπάτησης, αλλά λόγω της πεποίθησής αυτού (τετάρτου εναγομένου), βάσει όσων του μεταφέρονταν από τους υπευθύνους του λογιστηρίου, ότι δηλαδή οι οικονομικές δυσκολίες της ναυλώτριας θα ξεπερνούνταν. Εν τούτοις, δεν προέκυψε ότι η ανωτέρω ναυλώτρια εταιρεία ευρίσκετο σε οικονομική αδυναμία να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις καθόν χρόνο εισέπραξε τον ανωτέρω υποναύλο, όπως δεν απεδείχθη ότι ο πρώτος εναγόμενος ιδιοποιήθηκε το ανωτέρω ποσό του υποναύλου. Ως εκ τούτου, δεν κρίνεται ότι συντρέχει περίπτωση να διαταχθεί η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διερευνηθεί ουσιαστικά η ορθή διαχείριση της ναυλώτριας εταιρείας. Ως εκ τούτου, το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν των ανωτέρω, δεν απεδείχθη ότι οι εναγόμενοι, παράνομα και υπαίτια ενεργώντας, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, ζημίωσαν την πρώτη ενάγουσα, καθώς επίσης ότι επιβάρυναν την περιουσία της δεύτερης ενάγουσας κατά το τίμημα του καυσίμου που αγόρασαν την 6.9.2019 και προκάλεσαν την κατάσχεση της περιουσία αυτής (δεύτερης ενάγουσας), ούτε επίσης απεδείχθη περαιτέρω ότι ενώπιον τρίτων ισχυρίσθηκαν ή διέδωσαν για τις ενάγουσες εταιρείες γεγονός ψευδές, δυνάμενο να βλάψει την εμπορική φήμη και την εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτές. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, όσον αφορά στην πρώτη ενάγουσα, ως προς την οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αβάσιμη στην ουσία της, έστω και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου πρώτου και έκτου λόγου εφέσεως, πρώτου, δεύτερου, και τρίτου προσθέτου λόγου εφέσεως και περαιτέρω, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου πρώτου λόγου εφέσεως, καθώς επίσης και των δευτέρου και τρίτου προσθέτων λόγων εφέσεως, χωρίς να παραβιάσει τους κανόνες της κοινής πείρας και τις αρχές της λογικής τόσο κατά την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφάρμοσε όσο και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και την εξακρίβωση της βασιμότητας των κρίσιμων και αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών, απορριπτομένων του περί του αντιθέτου πρώτου λόγου εφέσεως, με τον οποίο προσάπτεται στην εκκαλουμένη απόφαση επιπλέον παραβίαση των κανόνων της λογικής και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και έλλειψη αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, ενόψει μάλιστα του ότι η αιτιολογία της εκκαλουμένης αποφάσεως, αντικαταστάθηκε ως άνω. Περαιτέρω, όσον αφορά στη δεύτερη ενάγουσα, η ένδικη αγωγή, η οποία αφού κρίθηκε ως παραδεκτή από άποψη ενεργητικής νομιμοποίησης και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ αποδοχή του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης, πρέπει για τους ανωτέρω λόγους να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της, χωρίς να τίθεται ζήτημα χειροτέρευσης της θέσης της ως εκκαλούσας, εκ του λόγου ότι η ένδικη αγωγή με την εκκαλουμένη απόφαση απερρίφθη ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης ενώ με την παρούσα απόφαση η ένδικη αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη στην ουσία της, διότι η εκκαλουμένη απόφαση, εξαφανίσθηκε ως προς την εν λόγω (δεύτερη ενάγουσα) με την παρούσα απόφαση, αφού έγινε δεκτός ο δεύτερος λόγος έφεσης, εκ του λόγου ότι κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η ένδικη αγωγή αυτής. Πράγματι, κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Κατά δε το άρθρο 536 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και κρατήσει αυτό την υπόθεση για περαιτέρω κατ` ουσία συζήτηση, γιατί τότε αυτό γίνεται κύριο της υπόθεσης και υποκαθιστά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε όλα του τα δικαιώματα, δηλαδή, δεν δικάζει πλέον την έφεση, αλλά την αγωγή και μπορεί να χειροτερεύσει ακόμη και τη θέση του εκκαλούντος, αλλ` όμως κατά ρητή επιταγή της ίδιας διάταξης, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης στην οποία διαγράφονται τα όρια αυτά. Έτσι, αν η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως αόριστη ή ως νόμω αβάσιμη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία αυτής και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει παραδεκτή και νόμω βάσιμη την αγωγή, μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ερευνήσει την ουσία αυτής και να την απορρίψει ή να την κάνει δεκτή κατ` ουσίαν, ανεξάρτητα αν το πρωτόδικο δικαστήριο ερεύνησε ή όχι την ουσία της υπόθεσης [ΑΠ 988/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

VΙΙΙ. Οι ενάγουσες, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, ισχυρίσθηκαν ότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη της διατάξεως του άρθρου 237 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ.1 του Ν. 4640/2019 και της με αριθμό ΚΥΑ Δ1Α/Γ.Π.οικ. 17698 (ΦΕΚ Β 1076/20.3.2021), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη του τους περιεχομένους στις, από 30.3.2021 και από 31.3.2021, προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιόν του (πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), αποδεικτικούς ισχυρισμούς τους, καθώς επίσης και τα επικαλούμενα με αυτές αποδεικτικά μέσα, καθόσον με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκαν ότι οι εν λόγω συμπληρωματικές προτάσεις τους κατετέθησαν εκπρόθεσμα. Εν τούτοις, εάν η εκκαλουμένη απόφαση εφάρμοζε σωστά τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά τον ίδιο λόγο εφέσεως, θα δέχονταν ότι αυτές είχαν κατατεθεί εμπρόθεσμα. Ζητούν δε, εκ του λόγου τούτου, την αποδοχή του υπό κρίση (τετάρτου λόγου) εφέσεως και την εξαφάνιση εκ του λόγου τούτου της εκκαλουμένης αποφάσεως. Ο υπό κρίση λόγος έφεσης εν τούτοις και αληθής υποτιθέμενος, εφόσον οι ενάγουσες δεν δικάσθηκαν ερήμην, καθό μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη της περιεχόμενους στις εν λόγω έγγραφες (συμπληρωματικές) προτάσεις αποδεικτικούς ισχυρισμούς, τυγχάνει παντελώς αόριστος, και ως τέτοιος απορριπτέος, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζεται στο ελάχιστο περιεχόμενο του υπό κρίση λόγου εφέσεως, οι ισχυρισμοί οι οποίοι δεν ελήφθησαν υπόψη υπό του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Καθό μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα με τις ανωτέρω συμπληρωματικές προτάσεις από τις ενάγουσες αποδεικτικά μέσα, ο ίδιος λόγος, πέραν της αοριστίας του, αφού στο ελάχιστο περιεχόμενο αυτού δεν αναφέρονται ποίες είναι οι αποδείξεις που με επίκληση προσκομίστηκαν το πρώτον με τις εν λόγω συμπληρωματικές προτάσεις τις οποίες το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του, ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς. Τούτο διότι, η επικαλούμενη με τον υπό κρίση λόγο έφεσης δικονομική αταξία και αληθής υποτιθέμενη, δεν καθιστά την εκκαλουμένη απόφαση εξαφανιστέα, αφού και το παρόν Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων της κρινόμενης εφέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων, δεν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της ένδικης υποθέσεως.

ΙΧ. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη απόφαση επεβλήθη σε βάρος της πρώτης ενάγουσας (ενόψει του ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ αποδοχή του δευτέρου λόγου έφεσης εξαφανίσθηκε ως προς τη δεύτερη ενάγουσα με αποτέλεσμα την εξαφάνιση ως προς αυτήν ήτοι τη δεύτερη ενάγουσα και της περί δικαστικής δαπάνης διάταξη αυτής), το σύνολο των δικαστικών εξόδων των εναγομένων την οποία υπολόγισε κατά τις διατάξεις του άρθρου 68 παρ.1 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ.1γ του Ν. 4194/2013,  αφού δε κρίθηκε ότι οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων είχαν ίδιο συμφέρον για χωριστή εκπροσώπηση έναντι του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων που εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο, επεδίκασε το ποσό των ευρώ 9.400 ως δικαστική δαπάνη του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και το ποσό των ευρώ 9.400 για έκαστο των τρίτου και τετάρτου των εναγομένων για την ίδια αιτία. Ήδη, με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης, η πρώτη ενάγουσα πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση ως προς την ανωτέρω διάταξή της, για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, αφενός μεν λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, αφ’ ετέρου δε λόγω της αμφιβολίας των εναγουσών ως προς την έκβαση της παρούσας δίκης, κατά το εδάφιο β του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται και εν προκειμένω. Επί του λόγου αυτού εφέσεως, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, όπως το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε, δυνάμει  των  άρθρων 8 και 120 του Ν.4842/2021 (ΦΕΚ A’ 190/13.10.2021) και κατά την παρ.1β άρθρου 116 του αυτού νόμου (4842/2021), όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 του Ν.4871/2021 εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις [, καθόσον η ένδικη υπόθεση ήταν εκκρεμής κατά τη δημοσίευση αυτού του νόμου (13.10.2021) κατά δε τη διάταξη του άρθρου 116 του ιδίου νόμου (Ν.4842/2021), όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 του Ν.4871/2021 «β) Το …  το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 179, ….., όπως τροποποιούνται με τον παρόντα, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις.»], «Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και τον δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να συμψηφίσει ένα μέρος των εξόδων, εάν, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης.». Από το συνδυασμό δε της ανωτέρω διατάξεως με τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1290). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα. Η διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως, ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, διότι εάν ο λόγος που αφορά στην ουσία της υπόθεσης κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης, αναγκαίως μεταβάλλεται και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος εφέσεως για τα έξοδα. Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι΄ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (πρβλ. ΑΠ 13/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 462/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, ο ανωτέρω πέμπτος λόγος έφεσης, παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ από την πρώτη ενάγουσα – εκκαλούσα, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμος και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία του. Εν προκειμένω, οι διατάξεις του νόμου που εφαρμόσθηκαν, δεν κρίνονται ιδιαίτερα δυσχερείς. Επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν προέβη σε συμψηφισμό των δικαστικών εξόδων ή μέρους αυτών, εκ του λόγου ότι, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, ο ανωτέρω πέμπτος λόγος εφέσεως να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, εν τούτοις, ενόψει των ειδικών περιστάσεων της ένδικης υπόθεσης, όπως αυτές προέκυψαν κατά την ουσιαστική διερεύνησή της, κρίνεται ότι πράγματι υπήρξε εύλογη αμφιβολία, στο πρόσωπο της πρώτης ενάγουσας, για την έκβαση της παρούσας δίκης. Επομένως, συνέτρεχε λόγος συμψηφισμού, κατά ένα μέρος, των δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων και επιβολής του υπολοίπου σε βάρος πρώτης ενάγουσας, κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, όπως αυτό προστέθηκε, δυνάμει των άρθρων 8 και 120 του Ν.4842/2021 (ΦΕΚ A’ 190/13.10.2021) και ισχύει στην ένδικη περίπτωση, κατά την παρ.1β άρθρου 116 του αυτού νόμου (4842/2021), όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 του Ν.4871/2021. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος των εναγομένων, επέβαλε σε βάρος της πρώτης ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων στο σύνολό τους και δη υποχρέωσε την πρώτη ενάγουσα να καταβάλει ως δικαστική δαπάνη του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων το ποσό των ευρώ 9.400 και για την ίδια αιτία το ποσό των ευρώ 9.400 σε έκαστο των τρίτου και τετάρτου των εναγομένων, έσφαλε και συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτός κατά τούτο ο πέμπτος λόγος εφέσεως ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, όσον αφορά στην πρώτη ενάγουσα – εκκαλούσα εταιρεία, αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά τα δικαστικά έξοδα και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατά το ως άνω μέρος της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και των εναγομένων και να επιβληθεί το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων) των εναγομένων σε βάρος της πρώτης ενάγουσας όσον αφορά την πρωτόδικη δίκη, κατά τα οριζόμενα ακολούθως, καθώς επίσης και στο διατακτικό της παρούσας.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, από το παρόν Δικαστήριο, δεν εκτιμάται ότι με τις έγγραφες προτάσεις των εναγουσών, που κατετέθησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επαναφέρεται αίτημα αυτών περί μερικής ανάκλησης, άλλως μεταρρύθμισης της με αριθμό 1967/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών Μέτρων, μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη εταιρεία με την επωνυμία…………………, διότι πράγματι στη σελίδα 106 γίνεται αναφορά στις σελίδες 232 έως 248 των από 22.3.2021 εγγράφων προτάσεων που οι ενάγουσες κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πλην όμως εν τέλει με τις έγγραφες προτάσεις δεν ζητείται σαφώς η εν λόγω μερική ανάκληση, άλλως μεταρρύθμιση της ανωτέρω αποφάσεως.

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η ένδικη έφεση και οι πρόσθετη λόγοι αυτής. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης όσον αφορά στην δεύτερη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………………» και να εξαφανισθεί ως προς αυτήν (δεύτερη εκκαλούσα – ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………………») η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του ο πέμπτος λόγος έφεσης της πρώτης ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία «…………………», και δη κατά το μέρος που αφορά τη δικαστική δαπάνη, ως αναλύεται ανωτέρω, να απορριφθούν δε κατά τα λοιπά οι λόγοι έφεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Ακολούθως, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει, πρέπει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ), καθό μέρος εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και να απορρίψει την ένδικη αγωγή, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος των εναγομένων από την δεύτερη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………………» ως αβάσιμη στην ουσία της, όσον δε αφορά στην πρώτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………………», ως προς την οποία η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίσθηκε μόνον καθό μέρος αφορά την επιδικασθείσα με την εκκαλουμένη απόφαση δικαστική δαπάνη, πρέπει να δικάσει την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και περαιτέρω πρέπει να συμψηφισθεί κατά ένα μέρος η μεταξύ της πρώτης ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία «…………………» και των εναγομένων δικαστική δαπάνη για την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία και να επιβληθεί το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων) των εναγομένων σε βάρος της πρώτης ενάγουσας όσον αφορά την πρωτόδικη δίκη. Λόγω δε των ειδικών περιστάσεων της ένδικης υπόθεσης, όπως αυτές προέκυψαν κατά την ουσιαστική έρευνα της ένδικης αγωγής, πρέπει να συμψηφισθούν κατά ένα μέρος τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και να επιβληθεί το υπόλοιπο μέρος αυτών (δικαστικών εξόδων), σε βάρος των εκκαλουσών εταιρειών. Ενόψει δε του ότι, η ο τρίτος και τέταρτος των εναγομένων, είχαν ίδιο συμφέρον για χωριστή εκπροσώπηση, διάφορο από αυτό του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων που εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο (κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 181 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ), πρέπει να επιδικασθεί μέρος των εξόδων των εναγομένων, αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας, σε βάρος των εναγουσών λόγω της ήττας τους (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της ένδικης έφεσης στις εκκαλούσες, λόγω της νίκης της δεύτερης ενάγουσας και εν μέρει νίκης της πρώτης ενάγουσας στην παρούσα (δευτεροβάθμιο) δίκη, την οποία αυτό αφορά (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 19.7.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …………………/19-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………………/19.7.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και το από 8.2.2023 (αρ. εκθ. καταθ. δικ. …………………/8.2.2023) δικόγραφο προσθέτων λόγων επ’ αυτής, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την ένδικη έφεση και τους προσθέτους λόγους αυτής τυπικά.

Δέχεται την ένδικη έφεση, καθό μέρος ηγέρθη από τη δεύτερη εκκαλούσα ενάγουσα εταιρείας με την επωνυμία «…………………» και στην ουσία της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

Δέχεται ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την ένδικη έφεση της πρώτης εκκαλούσας ενάγουσα εταιρείας με την επωνυμία «…………………», μόνον κατά το μέρος που αφορά την επιβληθείσα, με την εκκαλουμένη απόφαση, σε βάρος αυτής (πρώτης ενάγουσας) και υπέρ των εναγομένων, δικαστική δαπάνη.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 1918/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), καθό μέρος απέρριψε την από 5.11.2020 (με αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………………/6.11.2020) αγωγή της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία «…………………».

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 1918/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), όσον αφορά στην πρώτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………………», αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά τη δικαστική δαπάνη.

Διατάσσει την επιστροφή του προκαταβληθέντος προς έγερση της ένδικης έφεσης παραβόλου στους εκκαλούντες.

Κρατεί και Δικάζει την ένδικη υπόθεση καθό μέρος εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Απορρίπτει την ένδικη αγωγή της δεύτερης ενάγουσας.

Συμψηφίζει κατά ένα μέρος τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων (δηλαδή των εναγουσών – εκκαλουσών και των εναγομένων – εφεσιβλήτων), αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και υποχρεώνει τις ενάγουσες στην καταβολή του υπολοίπου μέρους αυτής και δη υποχρεώνει αμφότερες τις ενάγουσες – εκκαλούσες εταιρείες να καταβάλουν, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας  του,  μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων – εκκαλούντων και δη το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ στον πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, καθώς επίσης και το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ εις έναν έκαστο των τρίτου και τετάρτου των εναγομένων. Επιπλέον των ανωτέρω, υποχρεώνει την πρώτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………………», να καταβάλει για την εν λόγω αιτία, το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ στον πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, καθώς επίσης και το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ εις έναν έκαστο των τρίτου και τετάρτου των εναγομένων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε την    29 Αυγούστου  2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε  σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, με άλλη σύνθεση -λόγω προαγωγής και αναχώρησης του Εφέτη Αναστασίου Αναστασίου- αποτελούμενη από τους Δικαστές  Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου και Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτες, και με τη Γραμματέα  Δήμητρα Πάλλα, δίχως την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, την  30 Σεπτεμβρίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ