ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
τμήμα 4ο
Αριθμός απόφασης : 457/ 2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………., για να δικάσει τις κατωτέρω υποθέσεις, μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ [Α-Β]: 1) ………… υπεισελθούσα στην θέση της αρχικώς εναγόμενης ήδη αποβιωσάσης ……………., 2) ……………, 3) ………………, 4) …………., 5) ………………., 6) ……………, 7) ………….. και 8) ……………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Eλευθέριο Βερβερίδη.
Α) TΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ……………. ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιάς του Δικηγόρου Ευθυμίας-Μαρίας Καραμπέτσου, 2) …………… και 3) ………….. οι οποίοι (2ος , 3ος) δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Β) TΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ……….. ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του Δικηγόρου Ευθυμίας-Μαρίας Καραμπέτσου, 2) …………. με την ιδιότητα του κληρονόμου του αποβιώσαντος . ………. και της αποβιωσάσης ……….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του Δικηγόρου Σπυρίδωνα Ρούσση, 3) ………… με την ιδιότητα του κληρονόμου του αποβιώσαντος ………….. και της αποβιωσάσης . ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Σπυρίδωνα Ρούσση, 4) ………….., με την ιδιότητα του κληρονόμου του αποβιώσαντος ……….. και της αποβιωσάσης …………., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Σπυρίδωνα Ρούσση, 5) ………….. και 6) …………. οι οποίοι (5ος , 6ος) δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Ο ενάγων και ήδη πρώτος εφεσίβλητος ……….. άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την 10-4-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 αγωγή προσβολής πατρότητας και αναγνώρισης σχέσης πατέρα τέκνου. Επ’ αυτής εκδόθηκαν οι αποφάσεις του άνω Δικαστηρίου : 887/2020 και 3123/2021 μη οριστικές και 1484/2023 οριστική ως προς την αγωγή προσβολής πατρότητας.
Οι εκκαλούντες (η 5η ως κληρονόμος της αρχικής εναγόμενης και οι λοιποί 6-14 ως εναγόμενοι) άσκησαν (α) την από 17-02-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …./2023, με την οποία ζήτησαν την εξαφάνιση της με αρ. 3123/2021 μη οριστικής απόφασης του άνω Δικαστηρίου, και (β) την από 17-06-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2023 έφεση με την οποία ζήτησαν την εξαφάνιση της με αρ. 1484/2023 απόφασης.
Οι υποθέσεις αυτές εκφωνήθηκαν από το πινάκιο και συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση των άνω υποθέσεων οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως αναφέρθηκε, και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 β` ΚΠολΔ, το ένδικο μέσο της έφεσης συγχωρείται μόνο κατά οριστικών αποφάσεων, που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, αν δε η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 308, 309, 321 και 539 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, οριστική απόφαση είτε του πρωτοβάθμιου είτε του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής, που απεκδύει τον δικαστή της περαιτέρω εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα. Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς. Σε έφεση υπόκεινται μόνο οι «εν όλω» οριστικές αποφάσεις. Οι εν μέρει οριστικές δεν υπόκεινται σε έφεση ούτε ως προς τις οριστικές τους διατάξεις (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. ε’, παράγρ. 207 και 223 -επ). Με την έννοια αυτή μη οριστική είναι η απόφαση μεταξύ άλλων που αποφαίνεται για το ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσιαστική βασιμότητα αυτής και διατάσσει επανάληψη συζητήσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, προκειμένου λχ. να προσκομισθεί κάποιο έγγραφο ή να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη. Εν μέρει οριστική είναι η απόφαση, με την οποία περατώνεται η δίκη σε ορισμένο κεφάλαιο μόνο αυτής, ενώ για τα υπόλοιπα εξακολουθεί να είναι εκκρεμής, και εκείνη που δέχεται την αγωγή ως προς ορισμένα κονδύλια, ενώ ως προς άλλα αναστέλλει την πρόοδο της δίκης (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας [Πανταζόπουλος] ΚΠολΔ2 άρθρο 513 αρ. 1-9.). Σκοπός της ανωτέρω απαγόρευσης είναι η αποφυγή κατάτμησης της διαφοράς μεταξύ δικαστηρίων πρώτου και δευτέρου βαθμού, όπως και η εξοικονόμηση δαπανών και χρόνου για τον οριστικό τερματισμό της δίκης. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 513 § 1 β ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 218 § 1 του ίδιου Κώδικα σε περίπτωση αντικειμενικής σωρεύσεως αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας του ιδίου ενάγοντος κατά του ιδίου εναγόμενου σε ένα δικόγραφο, η απόφαση που περατώνει την δίκη ως προς μία αίτηση, χωρίς να αποφαίνεται οριστικώς ως προς την άλλη, δεν υπόκειται σε προσβολή με τα ως άνω ένδικα μέσα, ιδίως όταν οι υποβληθείσες αξιώσεις τελούν μεταξύ τους σε σχέση εξαρτήσεως, δηλαδή η μία είναι παρεπόμενη της άλλης και η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την επίλυση της άλλης (ΟλΑΠ 1/2019, ΑΠ 685/2022, ΑΠ 800/2021, ΑΠ 409/2009, ΑΠ 1060/2004, ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 81/2018 Αρμ. 2018.1345). Κατά άλλη άποψη όμως αν σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο περισσότερες αγωγές, μεταξύ των οποίων υπάρχει ουσιαστική και δικονομική ετερότητα και διαφορετικές έννομες σχέσεις δίκης, εφόσον εκδοθεί για τη μία από αυτές οριστική απόφαση και για την άλλη μη οριστική, η απόφαση υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση (ΑΠ 1506/2014, ΑΠ 99/2008 σε www.areiospagos.gr). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 516 § 1 ΚΠολΔ, δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι, που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, και οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι ο ακριβής προσδιορισμός των προσώπων που έχουν δικαίωμα άσκησης έφεσης και από τη διατύπωσή της προκύπτει ότι το δικαίωμα έφεσης έχουν μόνο τα υποκείμενα της πρωτοβάθμιάς δίκης, όπως αυτοί προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση και όχι ο καθένας που έχει έννομο συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ακόμα και αν δεσμεύεται από τις έννομες συνέπειες της απόφασης (δεδικασμένο εκτελεστότητα, διαπλαστική ενέργεια, βλ. Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας [Πανταζόπουλος] ΚΠολΔ2 άρθρο 516 αρ. 1). Αν η έφεση ασκηθεί από πρόσωπο ή απευθυνθεί κατά προσώπου, που δεν ήταν διάδικος στην εκκαλούμενη απόφαση, απορρίπτεται για το πρόσωπο αυτό ως απαράδεκτη κα αυτεπαγγέλτως (άρθρα 12, 532, 106, 111 §2 ΚΠολΔ), για το πρόσωπο, που δεν ήταν ως διάδικος στην εκκαλούμενη απόφαση (ΟλΑΠ 11/1992, ΕλΔνη 33,759 και ΑΠ 1027/2011, ΑΠ 684/2010, EφΠειρ 188/2021, ΕφΑθ 5281/2018, ΕφΘεσ 423/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με αυτές των διατάξεων των άρθρων 218 παρ. 1 και 246 ΚΠολΔ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί υποθέσεων που συνεκδικάσθηκαν ακόμα και σωρευόμενων στο ίδιο δικόγραφο αγωγών με διαφορετικούς όμως διαδίκους, έχει κάθε διάδικος κάθε μίας από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών (ΑΠ 323/2016, ΑΠ 1355/2004, ΕφΑθ 8662/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 76 παρ. 1, 3 και 4 και 517 ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας η έφεση πρέπει να απευθύνεται εναντίον όλων των ομοδίκων που υπήρξαν διάδικοι στον πρώτο βαθμό ή των κληρονόμων τους, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ωστόσο, ως ομόδικοι, που νομιμοποιούνται παθητικώς στην κατ’ έφεση δίκη, νοούνται μόνον οι αντίδικοι του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό και όχι και οι δικοί του ομόδικοι, αφού με διαφορετική εκδοχή ο αναγκαίος στον πρώτο βαθμό ομόδικος του εκκαλούντος θα είναι στον δεύτερο βαθμό εφεσίβλητος και συγχρόνως, κατά τρόπο λογικώς και νομικώς ανακόλουθο, συνεκκαλών, δεδομένου ότι η άσκηση ενδίκων μέσων από οποιονδήποτε των ομοδίκων έχει αποτελέσματα και για τους λοιπούς (ΟλΑΠ 63/1981 Δ 1981 314, ΑΠ 197/2020, ΑΠ 1822/2017, www.areiospagos.gr, ΕφΛαρ 18/2018, ΕφΠειρ 111/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1465 παρ. 1, 1467 και 1470 εδ. 1 του Α.Κ. συνάγεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία το τέκνο γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου της μητέρας του, ως καλυπτόμενο από το τεκμήριο καταγωγής από τον γάμο της μητέρας του, δεν μπορεί να αναγνωριστεί δικαστικά από τον αληθινό του πατέρα. Το τεκμήριο όμως αυτό, ως μαχητό, μπορεί να ανατραπεί με την άσκηση αγωγής προσβολής της πατρότητας την οποία έχει δικαίωμα να ασκήσει και το τέκνο, είτε εκπροσωπούμενο από την μητέρα του ή τον πατέρα του, εφόσον είναι ανήλικο, είτε αυτοπροσώπως μετά την ενηλικίωσή του (άρθρο 1470 αρ. ΑΚ). Στην περίπτωση, αυτή η αγωγή ασκείται εντός αποσβεστικής προθεσμίας ενός έτους από την ενηλικίωση του του τέκνου (άρθρο 1470 αρ.3 ΑΚ και απευθύνεται, κατά της μητέρας και του συζύγου της (φερόμενου ως πατέρα με το τεκμήριο), ή των κληρονόμων τους, αν αυτοί έχουν αποβιώσει (άρθρο 609 παρ.1 εδ β.ΚΠολΔ). Διάφορη από την προηγούμενη είναι η αγωγή αναγνώρισης πατρότητας που ρυθμίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1468, 1479, 1480, 1481 εδ. α’, 1482 Α.Κ και όταν ασκείται από το τέκνο απευθύνεται κατά του βιολογικού του πατέρα ή αν αυτός έχει αποβιώσει των κληρονόμων του (άρθρο 1480 εδ.2 ΑΚ, καθώς η αγωγή αυτή δεν ρυθμίζεται στις περιπτώσεις της διάταξης του άρθρου 609 ΚΠολΔ, βλ. Απαλαγάκη ΚΠολΔ 2022, άρθρο 609 αρ. 1. σ.2089), με απαραίτητα στοιχεία του δικογράφου της την ιδιότητα του τέκνου ως γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του και τη σαρκική συνάφεια του φερόμενου ως πατέρα με τη μητέρα του τέκνου κατά το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται μεταξύ των 180 και 300 ημερών προ του τοκετού. Στοιχείο της αγωγής αυτής δεν αποτελεί η επιτυχής, προσβολή της πατρότητας, αν το τέκνο καλύπτεται από το τεκμήριο του άρθρου 1465 παρ.1 Α.Κ., όμως εφόσον το γεγονός αυτό αμφισβητείται από τον εναγόμενο, ο ενάγων ευθύνεται με την απόδειξή του. Πάντως, πρέπει να προηγηθεί της αναγνώρισης η προσβολή της πατρότητας κατ’ άρθρ. 1467 ΑΚ, η οποία μπορεί να επιδιωχθεί μόνο μόνο με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή. Σε περίπτωση δε που η σχετική αγωγή αναγνώρισης πατρότητας ασκηθεί πριν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή της πατρότητας, η αγωγή αυτή δεν απορρίπτεται ούτε ως νόμω αβάσιμη ούτε ως απαράδεκτη, αλλά υποχρεούται το Δικαστήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 600 εδ.β ΚΠολΔ., να αναβάλλει την συζήτηση της υπόθεσης μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για την προσβολή της πατρότητας (ΑΠ 1475/2021, ΑΠ 2033/2014, ΕφΠειρ 6/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν οι εφέσεις (α) από 17-02-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2023 και (β) από 17-06-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023. Οι ανωτέρω εφέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς αφορούν την ίδια υπόθεση [η (α) στρέφεται κατά μη οριστικής απόφασης και η (β) βάλλει κατά της οριστικής και των συνεκκαλουμένων αυτής] και πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δικής και επέρχεται μείωση των δικαστικών εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ). Περαιτέρω έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ) κι έχουν κατατεθεί τα με αρ. ……… και ………… παράβολα (e – paravolo) ποσών 100 € αντίστοιχα για την (α) και (β) έφεση (άρθρο 495 ΚΠολΔ). Πρέπει περαιτέρω να ερευνηθούν για το παραδεκτό και βάσιμό τους. Εξάλλου οι 2ος και 3ος [(α) έφεση] και αντίστοιχα 5ος και 6ος [(β) έφεση] εφεσίβλητοι …….. και ……………, 7ος και 11ος αρχικοί εναγόμενοι, δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση των υποθέσεων στη σειρά του οικείου πινακίου, οι οποίοι δεν έχουν κληθεί στην παρούσα συζήτηση, με δεδομένο ότι την επίσπευση της συζήτησης ενήργησε ο εφεσίβλητος – ενάγων ………. (βλ. τις με αρ. Δ-.. και … /21.12.2023 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο του Εφετείου Αθηνών ………) και δεν προκύπτει ότι ενήργησε και για λογαριασμό των ανωτέρω ή εκπροσωπούντο αυτοί από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του.
Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής : Ο ενάγων ………. άσκησε την από 10-4-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 αγωγή του, με την οποία ισχυρίστηκε ότι, ενώ γεννήθηκε στις 20.6.1969 κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ……….., με τον ………., όμως αληθινός του πατέρας είναι ο …………, ο οποίος απεβίωσε στις 30.12.2018, το οποίο πληροφορήθηκε για πρώτη φορά στις 21-12-2018. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε : α) να αναγνωρισθεί ότι o τεκμαιρόμενος πατέρας του …………….. δεν είναι ο βιολογικός του πατέρας και να ανατραπεί το τεκμήριο καταγωγής του από γάμο και β) να αναγνωρισθεί ότι να είναι γνήσιο τέκνο του ……………… Στο δικόγραφο της άνω αγωγής έχει σωρευθεί i) αγωγή προσβολής πατρότητας, ii) αναγνωριστική αγωγή σχέσης τέκνου – πατέρα (αναγνώρισης πατρότητας). Οι άνω αγωγές έχουν σωρευθεί στο δικόγραφο, αλλά έχουν διαφορετική ιστορική βάση και διαδίκους. Η (i) αγωγή στρέφεται κατά της μητέρας του ενάγοντος (στη θέση της οποίας υπεισήλθαν ως κληρονόμοι της οι λοιποί εναγόμενοι), και των κληρονόμων του φερόμενου ως φυσικού του πατέρα (2ος έως 4ος εναγόμενοι), ενώ η (ii) αγωγή έχει απευθυνθεί κατά των κληρονόμων του φερόμενου ως αληθινού πατέρα του (5ης έως 14ης των εναγόμενων). Επί των άνω υποθέσεων εκδόθηκε αρχικά η με αρ. 887/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επέτρεψε προσωρινά στον Δικηγόρο των 4ου – εναγόμενων Παναγιώτη Δίκαιο να συμμετέχει στη δίκη και διέταξε επανάληψη συζητήσεως προκειμένου να συμπληρωθεί η ειδική πληρεξουσιότητα αυτού και να προσκομισθεί έγγραφο από την Εισαγγελία Πρωτοδικών. Κατόπιν εκδόθηκε η με αρ. 3123/2021 μη οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία ως προς τη (i) αγωγή προσβολής πατρότητας ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφαση και διέταξε επανάληψη συζητήσεως προκειμένου να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη, διατάσσοντας ταυτόχρονα την εκταφή της σωρού του . …., κι επιπλέον ανέβαλε την συζήτηση της (ii) αγωγής, αναγνώρισης πατρότητας. Τελικώς εκδόθηκε η με αρ. 1484/2023 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση αναφορικά με την (ii) αγωγή αναγνώρισης πατρότητας, ενώ έκανε δεκτή την (i) αγωγή και κήρυξε τον ενάγοντα μη γνήσιο τέκνο του …………… Με την (α) έφεση (την από 17-02-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023) οι εκκαλούντες βάλλουν κατά της με αρ. 3123/2021 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου προβάλλοντας τους εξής λόγους εφέσεως: α) εσφαλμένα έλαβε χώρα συζήτηση της αγωγής την 11.6.2021, β) εσφαλμένα η εκκαλούμενη δέχθηκε το παραδεκτό, νόμω και ουσία βάσιμο της αγωγής του ενάγοντος ως προς εμπρόθεσμο αυτής, γ) εσφαλμένα διέταξε την εκταφή της σωρού του θανόντος . …… Όμως η άνω απόφαση, αφού έκρινε ότι η (i) αγωγή προσβολής πατρότητας έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανέβαλε ως προς αυτή την έκδοση οριστικής απόφασης, διατάσσοντας επανάληψη συζητήσεως και επίσης ανέβαλε τη συζήτηση της (ii) αγωγής, δηλαδή δεν αποφάνθηκε τελειωτικά για καμία από τις σωρευόμενες στο δικόγραφο αιτήσεις δικαστικής προστασίας, ώστε είναι μη οριστική, με την έννοια που προεκτέθηκε. Συνεπώς η (α) έφεση, αφού απευθύνεται κατά μη οριστικής απόφασης έχει ασκηθεί απαραδέκτως. Η (β) έφεση έχει στραφεί κατά της με αρ. 1484/2023 απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και των συνεκκαλουμένων με αυτή προγενέστερων με αρ. 3123/2021 και 887/2020 μη οριστικών αποφάσεων. Η απόφαση αυτή, έχει αποφανθεί οριστικά ως προς την αγωγή προσβολής πατρότητας, καθώς κήρυξε τον ενάγοντα μη γνήσιο τέκνο του …….. και περαιτέρω καταδίκασε τους εναγόμενους της αγωγής αυτής στα δικαστικά του έξοδα. Όμως δεν αποφάνθηκε οριστικά για την σωρευόμενη στο δικόγραφο (ii) αγωγή, αφού ως προς αυτή κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Η απόφαση αυτή ως προς την οριστική της διάταξη, που αφορά την αγωγή προσβολής πατρότητας υπόκειται σε έφεση, παρά το ότι έχει σωρευθεί στο δικόγραφο και η αγωγή αναγνώρισης πατρότητας, καθώς πρόκειται για δύο διάφορες έννομες σχ2έσεις δίκης, που τελούν μεταξύ τους σε δικονομική αυτοτέλεια κι έχουν διαφόρους διαδίκους (εναγόμενους), ώστε εξαρχής να μην συνέτρεχε και η προϋπόθεση της ταυτότητας διαδίκων (ίδιοι εναγόμενοι) για τη σώρευσή τους στο ίδιο δικόγραφο (άρθρο 218 παρ.1 ΚΠολΔ). Οι εκκαλούντες όμως έχουν την ιδιότητα των εναγόμενων της (ii) αγωγής, ώστε δεν περιλαμβάνονται στον κύκλο των διαδίκων της (i) αγωγής προσβολής πατρότητας, οι οποίοι νομιμοποιούνται και έχουν δικαίωμα έφεσης κατά της άνω απόφασης (ήτοι κληρονόμοι της μητέρας και του τεκμαιρόμενου πατέρα του ενάγοντος, λόγω της προαποβίωσης τους, βλ. άρθρο 609 παρ.1 εδ β.ΚΠολΔ), ανεξαρτήτως αν η απόφαση που αφορά την προσβολή πατρότητας θίγει τα έννομα συμφέροντά τους λόγω της διαπλαστικής της ενέργειας (άρθρο 602 παρ.1 β ΚΠολΔ). Το γεγονός ότι έλαβαν μέρος (με κατάθεση προτάσεων και αποδεικτικών μέσων) στη σχετική δίκη δεν ασκεί έννομη επιρροή και δεν οδηγεί σε διάφορη απάντηση, αφού έπεται ότι η συμμετοχή τους στη δίκη ήταν μόνο για την (ii) αγωγή που ήταν εναγόμενοι (βλ. ΑΠ 323/2016, ΕφΑθ 5281/2018 ο.π.), όπως άλλωστε αναφέρεται και στην εκκαλούμενη απόφαση (στην πίσω όψη του 5ου φύλλου αυτής). Συνακόλουθα οι εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 513 και 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, αλλά και όπως ορθά ισχυρίστηκαν οι εφεσίβλητοι. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι οι μη κληθέντες εφεσίβλητοι 2ος και 3ος [της (α) έφεσης] και αντίστοιχα 5ος και 6ος [(β) έφεση] ……… και ………… είναι συνεναγόμενοι στην (ii) αγωγή αναγνώρισης πατρότητας, και συνεπώς έχουν ιδιότητα αναγκαίου ομοδίκου (76 παρ.1 ΚΠολΔ) με τους εκκαλούντες, από την ίδια πλευρά όμως του εναγόμενου, ώστε αφού οι εκκαλούντες δεν επικαλούνται λόγους εφέσεως, που να αφορούν ειδικά αυτούς, έχουν απευθυνθεί απαραδέκτως οι εφέσεις σε βάρος τους. Κατά συνέπεια από την αρχή της οικονομίας της δίκης επιβάλλεται η απόρριψη των εφέσεων και ως προς αυτούς ως απαράδεκτων, χωρίς να τεθεί διάταξη για το παραδεκτό της συζήτησης λόγω της μη κλήτευσής τους (ΕφΠειρ 342/2024 σε https://www.efeteio-peir.gr/). Σε κάθε περίπτωση λόγω του ότι δεν υπάρχει οριστική απόφαση για την αγωγή αναγνώρισης πατρότητας που είναι εναγόμενοι και οι εφέσεις απορρίπτονται ως απαράδεκτες, η μη κλήτευσή τους δεν δημιουργεί δικονομικό απαράδεκτο στην παρούσα έκκλητη δίκη. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες ηλεκτρονικών παραβόλων στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος τους εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας τους, μειωμένα όμως λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 183, 179 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις εφέσεις : α) από 17-02-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …/2023, και (β) από 17-06-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …./2023.
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των 2ου και 3ου [(α) έφεση] και αντίστοιχα 5ου και 6ου [(β) έφεση] εφεσίβλητων …… και …….., και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις εφέσεις ως απαράδεκτες.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των παριστάμενων 1ου εφεσίβλητου της (α) έφεσης και 1ου, 2ου, 3ου και 4ου εφεσίβλητων της (β) έφεσης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) € για κάθε έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες παραβόλων, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 19.9.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ