Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 448/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   448/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εδρεύουσας στη …………. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» και αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) …………, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ανάργυρος Κουτσούκος με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εδρεύουσας στον ………….. και νομίμως εκπροσωπούμενης ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «……..» και ΑΦΜ …….., η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Ροντήρη της δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία «Παπαπέτρος, Παπαγγελής, Τατάγια και Συνεργάτες ΔΕ», με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «……….» άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/30.6.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2826/2021 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, η εναγόμενη με την από 15.4.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/15.4.2022 έφεση και η ενάγουσα με την από 29.4.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./29.4.2022 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε εκείνη της 12ης.1.2023 και, κατόπιν αναβολής η της 21ης.9.2023, κατά την οποία, όμως, δεν εισήχθησαν προς συζήτηση για λόγους ανώτερης βίας και, συγκεκριμένα, λόγω της συμμετοχής των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας. Για το λόγο αυτό εκδόθηκε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 § 4 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, η υπ’ αριθμ. 75/27.9.2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ορίστηκε αυτεπαγγέλτως δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή τις παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά τις από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση και ανέπτυξαν τις απόψεις τις με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με τις υπό κρίση, αντίθετες, εφέσεις και, συγκεκριμένα, α] την από 15.4.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/15.4.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./15.4.2022 έφεση της εκκαλούσας – εναγόμενης [Α΄ έφεση] και β) την από 29.4.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/29.4.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./29.6.2022 έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας [Β΄ έφεση], οι οποίες, μετά την οφειλόμενη σε λόγους ανώτερης βίας και, συγκεκριμένα, εξαιτίας της συμμετοχής των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, μη εκφώνησή τους κατά τη, μετ’ αναβολή της αρχικώς ορισθείσας, δικάσιμο της 21ης.9.2023, νομίμως εισήχθησαν προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, που ορίστηκε αυτεπαγγέλτως μετά την υπ’ αριθμ. 75/27.9.2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 260 § 4 ΚΠολΔ, πλήττεται η με αριθμό 2826/2021 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 30.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/30.6.2020 αγωγής της ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «………», πλοιοκτήτριας της αναφερόμενης θαλαμηγού, δια της οποίας ασκήθηκαν αξιώσεις καταβολής, αφενός, ασφαλιστικής αποζημίωσης για τεκμαρτή ολική απώλεια του σκάφους αυτού, συνεπεία ημιβυθισεώς του άλλως για μερική απώλειά του και, αφετέρου, χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της φήμης και της αξιοπιστίας της ενάγουσας,  στραφείσες κατά της εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……………», οι πρώτες από τις οποίες έγιναν με την εκκαλουμένη κατά ένα μέρος δεκτές. Οι εφέσεις αυτές βάλλουν κατά εκκλητής αποφάσεως και έχουν ασκηθεί από διαδίκους που πρωτοδίκως ηττήθηκαν εν μέρει, κατατέθηκαν δε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνοδευόμενες από το νόμιμο παράβολο (βλ. για την Α΄ έφεση, το με αριθμό …………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 15.4.2022 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς και, για την Β΄ έφεση, το με αριθμό ………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 29.4.2022  έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA BANK»), εντός της νόμιμης, προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ, γνήσιας προθεσμίας από τη με παραγγελία της ενάγουσας επίδοση της εκκαλουμένης στην εναγόμενη, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 4.4.2022 (βλ. την υπ’ αριθμ. …/2022 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………….), ενώ οι εφέσεις ασκήθηκαν στις 15.4.2022 και στις 29.4.2022 αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις που συντάχθηκαν για την κατάθεσή τους (περί του ότι η επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης αποτελεί διαδικαστική πράξη που κινεί την προθεσμία εφέσεως και σε βάρος του ενάγοντος που την επέδωσε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 § 2 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1207/1975, ΝοΒ 1975/516, ΕφΑθ. 1716/2004, ΝοΒ 2005/94, ΕφΘεσ. 898/1999, ΑρχΝ 2000/146, ΕφΑθ. 4916/1986, Δ 1986/742, ΕφΑθ. 521/1986, ΑρχΝ 1986/233, Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 26, αρ. 13, σελ. 349). Κατά συνέπεια, οι ένδικες εφέσεις, που είναι συναφείς, πρέπει, αφού κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31, 246 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ συνεκδικαστούν, προκειμένου να διευκολυνθεί έτσι και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 ΚΠολΔ, κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [τακτική] διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, η ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία ταχύπλοου επαγγελματικού – τουριστικού (Ε/Γ–Τ/Ρ) σκάφους ΚΡ (CR), νηολογημένου στον Πειραιά, αναφέρθηκε, πρώτον, σε ασφαλιστική σύμβαση, συναφθείσα το έτος 2019 και διεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία ανέλαβε, έναντι καταβληθέντος ασφαλίστρου, την κάλυψη των ζημιών του κύτους, των μηχανών και του εξοπλισμού του σκάφους της μέχρι του ποσού των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000 €), στο οποίο αποτιμήθηκε από τα μέρη και συμφωνήθηκε η ασφαλιστική αξία, για το χρονικό διάστημα ενός [1] έτους από τις 29.3.2019, στην οποία (ασφαλιστική σύμβαση) περιελήφθη και όρος περί καλύψεως των εύλογων δαπανών αποτροπής ή ελαχιστοποίησης μιας αποζημιωτέας απώλειας, δεύτερον, στην επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου στις 19.7.2019, όταν κατά τη διάρκεια πλου του σκάφους από τη Μαρίνα Αλίμου προς τη Νήσο Αίγινα αυτό ημιβυθίστηκε συνεπεία εισροής θαλάσσιων υδάτων στο χώρο του μηχανοστασίου του, τρίτον, στην αιτία της ημιβυθίσεώς του, δηλαδή στη δημιουργία ρήγματος στο (ύφαλο) σημείο εξόδου του ελικοφόρου άξονα της δεξιάς προωστήριας μηχανής του, που επήλθε μετά από πρόσκρουση της δεξιάς έλικας σε επιπλέον σκληρό αντικείμενο, που περιλαμβάνεται μεταξύ των κινδύνων που ανελήφθησαν συμβατικά και η οποία επέφερε την παραμόρφωσή της, την κάμψη του άξονα και την θραύση του μπρακέτου στήριξής του, που είχαν ως αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη εισροή των θαλασσίων υδάτων στο εσωτερικό του σκάφους, τέταρτον, στο κόστος της επισκευής των ζημιών που αυτό υπέστη, το οποίο, βάσει προσφορών που έλαβε η ενάγουσα, ανέρχεται σε τριακόσιες σαράντα επτά χιλιάδες επτακόσια ευρώ (347.700 €) και υπερβαίνει την ασφαλισμένη αξία, πέμπτον, στην ηλεκτρονική επιστολή που μετά ταύτα απηύθυνε στις 23.9.2019 προς την αντίδικό της, δηλώνοντας ότι εγκαταλείπει σ’ αυτήν το ανεπισκεύαστο σκάφος της, προκειμένου να λάβει την προβλεπόμενη και ίση προς τη συμφωνημένη αξία του σκάφους της ασφαλιστική αποζημίωση, έκτον, στη στάση της εναγομένης, η οποία επιδεικνύοντας εξαιρετικά παρελκυστική συμπεριφορά και βασιζόμενη σε έκθεση πραγματογνωμοσύνης που η ίδια προκάλεσε, αρνήθηκε τελικά, στις 19.6.2020, δηλαδή ένα [1] περίπου έτος μετά το ζημιογόνο περιστατικό, να καταβάλει την οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση, απευθύνοντας προς την ενάγουσα δήλωση περί ασκήσεως του δικαιώματός της «να αποστεί από τη σύμβαση αναδρομικά με παρακράτηση ασφαλίστρου», την οποία αιτιολόγησε με την επίκληση, αφενός, της «…αθέτησης από την πλευρά της πλοιοκτήτριας του καθήκοντος της προσήκουσας και έντιμης παρουσίασης του κινδύνου … προεχόντως (ενδεικτικά) με την εκ μέρους της απόκρυψη, κατά τη σύναψη, της πραγματικής εμπορικής αξίας του προς ασφάλιση πλοίου, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό υπερασφάλιση…», αφετέρου, της πλημμελούς συντηρήσεως του σκάφους και, περαιτέρω, των βλαπτικών και επιζήμιων ενεργειών στις οποίες προέβησαν για την αντιμετώπιση του συμβάντος της 19ης.7.2019 οι επιβαίνοντες σ’ αυτό, μεταξύ των οποίων και ο ………………., στον οποίο με τη αγωγή αποδόθηκε η ιδιότητα του κυβερνήτη του σκάφους και του ενεργούντος για λογαριασμό της ενάγουσας και με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις της διευκρινίστηκε ότι ήταν μέτοχος και εκπρόσωπός της, δηλαδή με την προβολή ισχυρισμών που προσέβαλαν τη φήμη και την αξιοπιστία της ενώπιον όσων τρίτων προσώπων έλαβαν γνώση τους και τους οποίους η ενάγουσα αρνήθηκε καθ’ υποφοράν με την αγωγή της ως αβάσιμους και έβδομον στην πώληση του σκάφους της ανεπισκεύαστου στον αναφερόμενο τρίτο – μη διάδικο αντί τιμήματος δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (15.500 €), η οποία πραγματοποιήθηκε στις 10.2.2020. Με βάση αυτό το πραγματικό ζήτησε η ενάγουσα να της επιδικαστεί νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής της, κατά μεν το κύριο αίτημά της, α] το χρηματικό ποσόν των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000 €), ως ασφαλιστική αποζημίωση για την τεκμαρτή ολική απώλεια του σκάφους της και, κατά το επικουρικό, β] το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριακοσίων πενήντα πέντε χιλιάδων τριακοσίων είκοσι δύο ευρώ και σαράντα λεπτών (355.322,40 €), το οποίο απαρτίζεται: β1] από κονδύλιο ύψους τριακοσίων σαράντα επτά χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (347.700 €), που αντιστοιχεί στις δαπάνες «για την εκτέλεση των απαιτούμενων επισκευών για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη το Σκάφος μας από την επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου», αν ήθελε κριθεί ότι αυτές συνιστούν μερική απώλειά του και β2] από κονδύλιο ύψους επτά χιλιάδων εξακοσίων είκοσι δύο ευρώ και σαράντα λεπτών (7.622,40 €), που αντιστοιχεί στις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για την αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση της ζημίας της, σύμφωνα με τον «όρο εναγωγής και μόχθου», που περιελήφθη στο ασφαλιστήριο, πλέον γ] εκατό χιλιάδων ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα εξαιτίας των βλαπτικών για τη φήμη και την αξιοπιστία της ισχυρισμών που περιελήφθησαν στην ως άνω από 19.6.2020 δήλωση της εναγόμενης. Η τελευταία πρωτοδίκως συνομολόγησε τη συμβατική επιλογή του αγγλικού ως του διέποντος την επίδικη ασφάλιση δικαίου (συγκεκριμένα δε του νόμου περί θαλάσσιας ασφάλισης (ΜΙΑ 1906, όπως ισχύει μετά την ισχύ του INSURANCE ACT 2015 [στο εξής ΙΑ 2015], περί των οποίων θα γίνει λόγος πιο κάτω) και επικαλέστηκε τις διατάξεις του για να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς που αντέταξε ως άμυνα, αμφισβητώντας, κατ’ ορθή εκτίμησή τους, κυρίως τη νομική και, επικουρικώς, την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής. Ειδικότερα, υποστήριξε, αφενός, ότι μετά την εκ μέρους της υπαναχώρηση από την ασφαλιστική σύμβαση στις 19.6.2020, εξαιτίας της παραβίασης του προσυμβατικού καθήκοντος σε έντιμη παρουσίαση του κινδύνου από την αντίδικό της, που αποκρύπτοντάς της την πραγματική εμπορική αξία του σκάφους ΚΡ πέτυχε την υπερασφάλισή του, αναιρέθηκε, κατά τα άρθρα 17 ΜΙΑ 1906, 3 ΙΑ 2015 και 1 – 5 του Πρώτου Παραρτήματός του (Schedule 1), το συμβατικό υπόβαθρο, με αποτέλεσμα να μην έχει νόμιμο έρεισμα το αίτημα καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, δηλαδή εκπληρώσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως, το οποίο υπέβαλε η ενάγουσα, η οποία, μετά την αναδρομική ανατροπή της θα μπορούσε να αξιώσει μόνον αποζημίωση για την υπαίτια παραβίασή της από την ίδια (ασφαλίστρια), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα υπέβαλε αίτημα να κριθεί αδικαιολόγητη η υπαναχώρησή της, όπως όμως δεν έπραξε και, αφετέρου, ότι, κατά το αγγλικό δίκαιο (άρθρο 69 (3) ΜΙΑ 1906) αλλά και τις ρητές προβλέψεις της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης, το αίτημα αποζημίωσης για μερική ανεπισκεύαστη ζημία πλοίου που πωλήθηκε εντός της ασφαλιστικής περιόδου, όπως συνέβη εν προκειμένω, θα έπρεπε να συνίσταται στην ανόρθωση της απομείωσης της αξίας του λόγω της ανεπισκεύαστης κατάστασής του στο τέλος της ασφαλιστικής περιόδου και όχι στην απόδοση του κόστους επισκευής του, όπως ζήτησε η ενάγουσα, η οποία άλλωστε δεν υποβλήθηκε σε τέτοιες δαπάνες. Για την περίπτωση δε απορρίψεως των ισχυρισμών της αυτών η εναγόμενη, πέραν της αιτιολογημένης άρνησης της αγωγής, παρέταξε επικουρικώς και σε επάλληλη βάση σειρά καταλυτικών του αγωγικού δικαιώματος ενστάσεων, στις οποίες περιέλαβε 1] λόγο απαλλαγής της από το άρθρο 55 (2) a ΜΙΑ 1906, συνιστάμενο σε ηθελημένη κακοπροαίρετη συμπεριφορά (willful misconduct) του ……., για τον οποίο υποστήριξε ότι, ως ιδρυτής από κοινού με την κατονομαζόμενη σύζυγό του της ενάγουσας, ήταν το alter ego αυτής, κατά την έννοια του αγγλικού δικαίου, στο πρόσωπο του οποίου έπρεπε να κριθεί η συνδρομή γνώσης της ως προς ορισμένα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά και ο οποίος επέδειξε συμπεριφορά που υπήρξε τουλάχιστον «ριψοκίνδυνα αδιάφορη» (reckless behavior) ως προς την επέλευση του θαλάσσιου κινδύνου και αποτέλεσε την εγγύτερη αιτία (causa proxima) της ημιβύθισης του σκάφους της ενάγουσας, 2] ισχυρισμό περί αναξιοπλοΐας του ιδίου σκάφους, λόγω ελλιπούς επάνδρωσής του και εξαιτίας πλημμελούς συντηρήσεώς του, που συνιστά την από το άρθρο 39 (5) ΜΙΑ 1906 ένσταση, η ευδοκίμηση της οποίας επιφέρει την απαλλαγή του ασφαλιστή επειδή θεωρείται ότι τη ζημία επέφερε κίνδυνος μη καλυπτόμενος ασφαλιστικά, 3] λόγο απαλλαγής της από το άρθρο 78 (4) ΜΙΑ 1906, επειδή ο ………. παρέλειψε, αφενός, να προβεί σε κλήση για τον εντοπισμό του σκάφους που κινδύνευε και την παροχή βοήθειας σ’ αυτό και, αφετέρου, να λάβει μέτρα για τον περιορισμό της έκτασης των ζημιών του μετά την προσγιάλωσή του σε αμμώδη ακτή της Αίγινας από τον κατονομαζόμενο τρίτο αρωγό και διασώστη του, που επελήφθη ειδοποιηθείς από τη Λιμενική Αρχή, στην οποία γνωστοποίησαν το συμβάν τρίτοι, 4] λόγο απαλλαγής της από το άρθρο 14 (1) ΙΑ 2015, ιδρυόμενο εξαιτίας της εκ μέρους της αντιδίκου της υποβολής απατηλής αξιώσεως (fraudulent claim), υπό την έννοια της σκόπιμης διόγκωσης του κόστους επισκευής του σκάφους της και 5] ένσταση, από το άρθρο 55 (2) b ΜΙΑ 1906, λόγω επίτασης της ζημίας (aggravation of loss) εξαιτίας καθυστέρησης στη λήψη μέτρων συντήρησης του βλαβέντος αντικειμένου της ασφαλίσεως.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζοντας ημεδαπό δίκαιο απέρριψε το υπό στοιχ. γ΄ ανωτέρω αίτημα της αγωγής περί χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης της ενάγουσας ως αόριστο και, επομένως, απαράδεκτο, επειδή στο δικόγραφό της δεν έγινε αναφορά του προσώπου στο οποίο αποδόθηκε «η παράνομη και αδικοπρακτική συμπεριφορά της συκοφάντησης της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης ήτοι σε καταστατικό όργανο αυτής ή σε φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στην υπηρεσία της», ώστε να κριθεί αν ευθύνεται κατά το άρθρο 71 ΑΚ ή κατά τις διατάξεις των άρθρων 334 ή 922 του ιδίου Κώδικα. Ακολούθως, και με την επισήμανση ότι, σύμφωνα με τις παραδοχές της αγγλικής νομολογίας, κατά την έννοια του άρθρου 69 (3) ΜΙΑ 1906, επί μερικής απώλειας ασφαλισμένου πλοίου, που παρέμεινε ανεπισκεύαστο, η εύλογη απομείωση της αξίας του θα εκτιμηθεί από την άποψη του εύλογου κόστους επισκευής του, θεώρησε, απορρίπτοντας τους αντίθετους ισχυρισμούς της εναγομένης, την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του αγγλικού δικαίου και, συγκεκριμένα, των άρθρων 1, 16 (1), 21, 23, 24, 26, 27, 55, 56, 57, 60, 61, 61, 63, 67 (1), 68, 69, 78 ΜΙΑ 1906, σε συνδυασμό προς τις Ρήτρες υπ’ αριθμ. 9, 15.1, 15.2, 15.5 και 17 του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου [Institute of London Underwriters] για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής» (Institute Yacht Clauses) της 1ης.11.1985 αλλά και προς τις λοιπές Ρήτρες του που είχαν καταστεί αναπόσπαστο τμήμα του επίμαχου ασφαλιστήριου. Κατ’ εφαρμογήν δε του δικαίου αυτού έκρινε νόμιμες και όλες τις παραπάνω καταλυτικές ενστάσεις της εναγομένης, θεωρώντας μάλιστα ως τέτοια και τον ισχυρισμό της περί αναδρομικής ανατροπής της συμβάσεως κατόπιν υπαναχωρήσεώς της, για να προβεί στη συνέχεια στην έρευνα των αποδεικτικών μέσων. Από την αξιολόγηση τους το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα, μεταξύ άλλων, πρώτον, περί του ότι το ποσόν των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000 €), το οποίο αναγράφηκε στο ένδικο ασφαλιστήριο ως συμφωνημένη ασφαλιστική αξία είχε προκύψει μετά από επανειλημμένες διαπραγματεύσεις των μερών και δεν υπολειπόταν της πραγματικής εμπορικής αξίας του σκάφους της ενάγουσας κατά το χρόνο της ανανέωσης της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης το έτος 2019, με αποτέλεσμα, αφενός, να απορρίψει ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της εναγομένης περί προσυμβατικής παραβίασης του καθήκοντος έντιμης παρουσίασης της αξίας του εκ μέρους της ενάγουσας και, αφετέρου, να θεωρήσει ότι η υπαναχώρηση της πρώτης από την ασφαλιστική σύμβαση στις 19.6.2020 υπήρξε «μη νόμιμη και ανίσχυρη», δεύτερον, περί του ότι ως πιθανότερη αιτία της ζημίας του σκάφους της ενάγουσας έπρεπε να θεωρηθεί η πρόσπτωση της προπέλας της δεξιάς μηχανής του «σε επιπλέον ή ημιβυθισμένο στη θάλασσα αντικείμενο [κορμός ξύλου ή άλλο παρεμφερές αντικείμενο – υλικό], που προκάλεσε απώλεια της επιβαλλόμενης στεγανότητας του δεξιού ελικοφόρου αξονικού συστήματος [χοάνη και σημείο εδράσεως του μπρακέτου στήριξης του άξονα], με περαιτέρω συνέπεια την εισροή σημαντικής ποσότητας θαλασσίων υδάτων από δύο διαφορετικά σημεία του πυθμένα του σκάφους, που ήταν αδύνατο ν’ απαντληθούν από τα μέσα που διέθετε το σκάφος», δηλαδή σε γεγονός που συνιστούσε κίνδυνο της θάλασσας και ενεργοποιούσε την αποζημιωτική ευθύνη της εναγομένης ασφαλίστριας και, τρίτον, περί του ότι, με βάση την αναφερόμενη στην εκκαλουμένη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, το εύλογο κόστος της (ενδεχόμενης) επισκευής των βλαβέντων μηχανολογικών συστημάτων του σκάφους και των εργασιών που «οφείλονται στο ένδικο ναυτικό συμβάν…και μόνο» έπρεπε να εκτιμηθεί στο ποσόν των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ (180.000 €), αφού κατά το υπερβάλλον θα αφορούσε σε εργασίες μη συνδεόμενες αιτιωδώς με αυτό. Με τις διαπιστώσεις αυτές και αφού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες όλες τις ενστάσεις περί απαλλαγής της, που είχε προβάλει η εναγόμενη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε στη συνέχεια την αγωγή βάσιμη ως προς τα υπό στοιχ. β1 και β2 ανωτέρω αιτήματά της και με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε στην ενάγουσα ως εκτιμώμενο κόστος επισκευής του σκάφους της, που θεωρήθηκε ως μερική απώλεια, το συνολικό χρηματικό ποσόν των διακοσίων οκτώ χιλιάδων είκοσι ευρώ (208.020 €), που αντιστοιχούσε στις δαπάνες που ήταν αναγκαίες για την αποκατάσταση των ζημιών του σκάφους και κρίθηκε ότι δεν είχε σκοπίμως διογκωθεί (180.000 € ως κόστος επισκευαστικών εργασιών + 3.000 € για αμοιβή μηχανικού ασφαλείας + 3.720 € ως κόστος ρυμούλκησης από την Αίγινα στο Πέραμα Αττικής + 3.000 € για αμοιβή νηογνώμονα + 18.300 € για αμοιβή ναυπηγείου), πλέον τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και σαράντα λεπτών (4.718,40 €) για δαπάνες που η ενάγουσα πραγματοποίησε για την ελαχιστοποίηση της ζημίας του σκάφους της και συνολικά, μετ’ αφαίρεση του τιμήματος που η ενάγουσα εισέπραξε από την πώλησή του στις 10.2.2020, το χρηματικό ποσόν των εκατόν ενενήντα επτά χιλιάδων διακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και σαράντα λεπτών (212.738,40 € – 15.500 € = 197.238,40 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι αντίδικες πλευρές και αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την, κατά παραδοχή η καθεμία της εφέσεώς της, εξαφάνισή της, προκειμένου, αντιστοίχως, να γίνει δεκτή στο σύνολό της ή να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 299, 914, 919, 920 και 932 ΑΚ προς εκείνες των άρθρων 68 και 216 § 1 στοιχ. α΄ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί προκλήσεως ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου νομιμοποιείται ενεργητικά το πρόσωπο που εθίγη κατά τρόπο άμεσο. Ο ενάγων νομιμοποιείται μόνον όταν η προσβολή είναι εξατομικευμένη σε βαθμό που να επιτρέπει την εκ των προτέρων (δηλαδή στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής) αναγνώριση του προσώπου εναντίον του οποίου στράφηκε η προσβλητική συμπεριφορά. Αντιστρόφως, παθητικά νομιμοποιείται κάθε πρόσωπο που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα, του οποίου η συμπεριφορά δηλαδή, όπως εκτίθεται στην αγωγή, προκάλεσε το βλαπτικό αποτέλεσμα και, εφόσον στην προσβολή συνέβαλαν περισσότεροι, η αποκαταστατική αγωγή θα στραφεί εναντίον όλων των υπαιτίων, ανεξάρτητα από το βαθμό της υπαιτιότητας καθενός και το είδος της συμμετοχής του. Αν η προσβολή συνίσταται σε διάδοση δυσφημιστικών ειδήσεων, νομιμοποιείται παθητικά οποιοσδήποτε διαδίδει τον προσβλητικό ισχυρισμό (ΤριμΕφΑθ. 1143/2016, ΔιΜΜΕ 2016/216, ΜονΕφΛαρ. 191/2014, Δικογραφία 2014/842). Περαιτέρω, επί αδικοπραξίας κατά νομικού προσώπου, που αποτελεί υποκείμενο δικαίου διάφορο των μελών ή των διοικητών του, μόνο αυτό νομιμοποιείται να ασκήσει τη σχετική αγωγή αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, γιατί μόνον αυτό ζημιώνεται αμέσως και όχι οι μέτοχοι, οι εταίροι ή οι διοικητές του (ΑΠ 1648/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1947/2006, ΔΕΕ 2007/446, ΜονΕφΠειρ. 264/2015, Δνη 2016/820 = ΔΕΕ 2015/856), οι οποίοι εμμέσως μόνον και αντανακλαστικώς βλάπτονται από την αδικοπραξία, εκτός, βεβαίως, αν η βλαπτική συμπεριφορά στράφηκε και προσωπικώς εναντίον τους, οπότε για τη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησής τους πρέπει στην αγωγή να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα αντίστοιχα πραγματικά περιστατικά. Αν πάλι για την αποκατάσταση της ζημίας (υλικής ή ηθικής) που προκλήθηκε σε νομικό πρόσωπο από αδικοπραξία ενάγεται άλλο νομικό πρόσωπο, για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του πρέπει να εκτίθενται υπαίτιες και παράνομες πράξεις κάποιου φυσικού προσώπου, καταλογιστές αντικειμενικά στο εναγόμενο είτε ως δικές του είτε ως αλλότριες. Ευθύνη (συμβατική ή αδικοπρακτική) για αλλότριες πράξεις υπέχει το νομικό πρόσωπο, όταν η ζημία προκλήθηκε από υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά φυσικού προσώπου που βρίσκεται στην υπηρεσία του (είναι λ.χ. υπάλληλός του) ως βοηθός εκπληρώσεως ή ως προστηθείς, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 334 και 922 ΑΚ αντίστοιχα, ενώ περί ευθύνης για ίδιες πράξεις του νομικού προσώπου γίνεται λόγος όταν η ζημία προσκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη καταστατικών οργάνων του, που εκφράζουν τη βούλησή του (ΑΠ 16/1998, Αρμ. 1988/552, Κλ. Ρούσσος, Αιτιώδης συνάφεια και θεμελίωση ευθύνης κατ’ ΑΚ 914, 71 ή κατ’ ΑΚ 914, 922, σε Δνη 1994/1492 επομ. [1494]). Στην περίπτωση αυτή, αν η ζημιογόνος ενέργεια είναι υπαίτια και έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, παράγεται υποχρέωση αποζημιώσεως και σε βάρος του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, ενώ και το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου εις ολόκληρον υποχρέωση, ανεξάρτητη όμως αυτής του νομικού προσώπου (ΑΠ 625/2009, ΕπισκΕΔ 2009/953 = ΕΕμπΔ 2010/855 = Δνη 2011/385). Κατά τη σαφή έννοιά της η διάταξη αυτή, που αποτελεί κανόνα καταλογισμού της ευθύνης στο νομικό πρόσωπο, όταν τρίτος βλάπτεται από πράξη ή παράλειψη καταστατικού του οργάνου (ΑΠ 25/2000, Δνη 2000/712 = ΔΕΕ 2000/742 = ΕΕμπΔ 2000/320 = ΝοΒ 2001/29, Λ. Κιτσαράς, σε Κλ. Ρούσσου, Δίκαιο νομικών προσώπων, 2010, § 13, σελ. 306), δεν θεμελιώνει η ίδια υποχρέωση αποζημιώσεως αλλά προϋποθέτει ότι τέτοια υποχρέωση έχει ήδη γεννηθεί (Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος Ι Α, Γενικές Αρχές, δεύτερη έκδοση (2016), άρθρο 71, αρ. 2, σελ. 957) από πράξη ή παράλειψη που κατά κανόνα είναι παράνομη και υπαίτια (ΑΠ 869/2000, Δνη 2001/75 = ΕΕΝ 2001/877) και συνιστά είτε αδικοπραξία (ΑΠ 641/2011, ΧρΙΔ 2012/114) είτε αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, από την οποία παράγεται δευτερογενώς αξίωση αποζημιώσεως (ΑΠ 1498/2004, Αρμ. 2006/78, Δνη 2005/819 = ΕΕΔ 2005/1352, ΑΠ 883/2003, Δνη 2005/126) ή που δημιουργεί αντικειμενική ευθύνη (Απ. Γεωργιάδης,  Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2002, § 14, αρ. 34, σελ. 179). Η ΑΚ 71 ορίζει δηλαδή απλώς τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες επεκτείνεται και στο νομικό πρόσωπο η ευθύνη για ζημιογόνο πράξη που επιχειρήθηκε από καταστατικό όργανό του και ιδρύει, βάσει άλλων διατάξεων, υποχρέωση αποζημιώσεως, ώστε να ενισχύεται η θέση του ζημιωθέντος με την πρόσθεση της ευθύνης του νομικού προσώπου στην ενοχή του ζημιώσαντος φυσικού προσώπου. Αν στο πρόσωπο, από ενέργεια ή παράλειψη του οποίου ζημιώθηκε τρίτος, δε συντρέχει η ιδιότητα του οργάνου, δεν τίθεται ζήτημα ευθύνης του νομικού προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 71 ΑΚ αλλά κατά τις διατάξεις των άρθρων 334 ή 922 ΑΚ (Αθ. Κρητικός, ο.π., αρ. 12, 13, σελ. 960). Υπό την έννοια αυτή, δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη ευθύνη του νομικού προσώπου για το ίδιο φυσικό πρόσωπο τόσο βάσει της 71 ΑΚ όσο και βάσει της 922 ΑΚ (ΕφΘεσ. 393/1995, Δνη 1996/167), ενώ αν το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για αλλότριες πράξεις, η ευθύνη του αυτή δεν επεκτείνεται και στα καταστατικά του όργανα (Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος IV, πρώτη έκδοση (1982), άρθρο 922, αρ. 9, σελ. 744). Σε κάθε περίπτωση, αν το καταστατικό όργανο δεν ευθύνεται αυτοτελώς προς αποζημίωση με βάση άλλη διάταξη (λ.χ. τα άρθρα 57, 59, 914, 919 ΑΚ), αποκλείεται η επέκταση της ευθύνης του νομικού προσώπου σ’ αυτό κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 71. Τούτο συνάγεται και από το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, κατά το οποίο προϋποτίθεται υπαιτιότητα του οργάνου για τη θεμελίωση της συνευθύνης του (Κλ. Ρούσσος, Αστική ευθύνη διαχειριστών εταιρίας, σε ΧρΙΔ 2010/673 επομ.). Η ευθύνη αυτή πρέπει ως προς τα παραγωγικά περιστατικά της να εκτίθεται στην αγωγή, η οποία άλλως πάσχει αοριστία και απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Έτσι, ο βλαπτόμενος τρίτος που επιθυμεί να εναγάγει το νομικό πρόσωπο με βάση το άρθρο 71 ΑΚ επιδιώκοντας από αυτό αποζημίωση έχει το βάρος να ισχυριστεί κατά τρόπο ορισμένο στην αγωγή του και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως από το νομικό πρόσωπο, να αποδείξει, εκτός των άλλων, και ότι η ζημία του προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη συγκεκριμένου φυσικού προσώπου, το οποίο είχε την ιδιότητα αντιπροσωπεύοντος οργάνου του νομικού προσώπου και ενήργησε κατά την ενάσκηση των ανατεθειμένων σ’ αυτό καθηκόντων ή καθ’ υπέρβαση τούτων ή κατά κατάχρηση της ιδιότητάς του (ΤριμΕφΠειρ. 83/2019, ΕΝαυτΔ 2019/97). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 61 και 62 ΑΚ προκύπτει ότι, αφότου τηρηθούν οι νόμιμες προϋποθέσεις έγκυρης συστάσεώς τους, τα νομικά πρόσωπα καθίστανται υποκείμενα δικαίου με ικανότητα κτήσεως δικαιωμάτων και αναλήψεως υποχρεώσεων (ΑΠ 1048/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 339/2018, Ε7 2019/124), η δικαιοκτητική τους, όμως, ικανότητα δεν εκτείνεται σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου (ΑΠ 158/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, ο.π., άρθρο 62, αρ. 3, σελ. 884, Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2012, σελ. 196). Δεδομένου, επομένως, ότι τα νομικά πρόσωπα, ιδιωτικά ή δημόσιου δικαίου, είναι φορείς εννόμων αγαθών, μπορούν να είναι δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατά τα άρθρα 59, 299 και 932 ΑΚ, μολονότι αυτή, από τη φύση της, αφορά φυσικά πρόσωπα (ΕφΑθ. 4556/2005, Δνη 2007/868), εφόσον προσβάλλονται παράνομα στην προσωπικότητά τους σε οποιεσδήποτε από τις εκφάνσεις αυτής, που δεν προϋποθέτουν ανθρώπινη φύση (Εμ. Καλδέλλης, Η αξίωσις των νομικών προσώπων προς χρηματικήν ικανοποίησίν των λόγω ηθικής βλάβης, σε Αρμ. 1980/625 επομ. [629]), όπως συμβαίνει όταν θίγεται η επωνυμία, η φήμη, η εμπορική πίστη και η επαγγελματική υπόληψη εμπορικών εταιριών (ΟλΑΠ 2/2008, ΕΕμπΔ 2009/898, ΑΠ 1265/2010, ΧρΙΔ 2011/420 = Δνη 2011/1054, ΑΠ 488/1983, ΝοΒ 1984/268, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, § 61, αρ. 20, σελ. 613). Επειδή, όμως, η ηθική βλάβη στα πρόσωπα αυτά δεν αναφέρεται σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, χωρίς ανάγκη αποδείξεως, όπως στα φυσικά πρόσωπα αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση, όταν ενάγει νομικό πρόσωπο για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης πρέπει να επικαλεστεί και, εάν ο ισχυρισμός του αμφισβητηθεί, να αποδείξει συγκεκριμένη υλική ζημία (ΤριμΕφΑθ. 966/2022, Δνη 2022/823 = ΝοΒ 2022/1746, ΤριμΕφΠειρ. 541/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 6197/2011, ΔΕΕ 2012/319, ΕφΘεσ. 443/2009, ΕπισκΕΔ 2009/517 = Αρμ. 2007/672, ΕφΑθ. 5749/2009, Δνη 2010/260 = ΕΕμπΔ 2010/993, Απ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος IV, πρώτη έκδοση, 1982, άρθρο 932, αρ. 13, σελ. 817, Στ. Πατεράκης, Η Χρηματική Ικανοποίηση Λόγω Ηθικής Βλάβης, 2001, Γ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 932, αρ. 22, σελ. 1903, Ι. Γεροντίδης, Η “υλική υπόσταση” της ηθικής βλάβης των εμπορικών εταιριών, σε Δνη 2016/1024 επομ.). Ειδικότερα, θα πρέπει να αναφέρει στο δικόγραφό του ότι συνεπεία της προβολής από τον αντίδικο του της φήμης και της αξιοπιστίας του στις συναλλαγές, υπέστη συγκεκριμένη βλάβη, όπως, ενδεικτικά, ότι απομειώθηκαν τα έσοδα και η κερδοφορία από την επαγγελματική του δραστηριότητα ή ότι αυξήθηκαν οι δαπάνες του ή ότι, λόγω της εκ της δυσφημήσεώς του στον οικείο επαγγελματικό τομέα διαμορφωθείσας αρνητικής στάσης των δυνητικών αντισυμβαλλομένων του, περιορίστηκε ο κύκλος των εργασιών του (ΤριμΕφΠειρ. 106/2022, Αρμ. 2022/951 = ΠειρΝ 2022/124). Διαφορετικά η αγωγή του είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 και 216 § 1 ΚΠολΔ, αόριστη (ΑΠ 730/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2011, ΝοΒ 2011/2158 = Δνη 2011/1009). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ιδίου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]). Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Από την ίδια δε διάταξη συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και, επομένως, απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει και όταν ο λόγος έφεσης δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή περιορίζεται στην προβολή ενός ισχυρισμού αντίθετου προς τις κρίσεις της εκκαλουμένης, χωρίς ταυτόχρονα να αμφισβητεί ως προς την ορθότητά τους τις νομικές και πραγματικές παραδοχές της που στήριξαν το συμπέρασμά της ή, όπερ το αυτό, όταν ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Έτσι, είναι απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1254/2010, Δνη 2011/999) ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος (ΑΠ 1208/2008, ΧρΙΔ 2009/216) ή όταν, στην ειδικότερη περίπτωση της απορρίψεως ενδίκου βοηθήματος ως απαράδεκτου, χωρίς έρευνα του δικαιώματος που κατήχθη στη δίκη, ο λόγος της έφεσης δεν πλήττει τη (δικονομική) αιτία της απορρίψεως, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ανατρέψει το δεδικασμένο που θα παράξει η εκκαλουμένη επί (μόνου) του δικονομικού ζητήματος κατά την έννοια του άρθρου 322 § 1 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ. 175/2024, ΜονΕφΠειρ. 593/2023, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, με τον τέταρτο λόγο της Β΄ έφεσης πλήττεται η εκκαλούμενη κατά το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας για την ηθική βλάβη που επικαλέστηκε ότι υπέστη από τους αναληθείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς της εναγομένης, που περιελήφθησαν στην από 19.6.2020 δήλωσή της περί υπαναχωρήσεώς της από την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση και είχαν σχέση, αφενός, με την αποδιδόμενη σ’ αυτήν (ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα) υπερασφάλιση του σκάφους της και, αφετέρου, με τον ψόγο που αποδόθηκε στους επιβαίνοντες σ’ αυτό «…κυβερνήτη …….. καθώς και κ. ……… για τις ενέργειες που έκαναν υπό μεγάλη πίεση ενόσω το συμβάν ήταν εν εξελίξει για τον περιορισμό της εισροής των υδάτων με κίνδυνο της ζωής τους…». Όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό ως αόριστο και εντεύθεν απαράδεκτο, επειδή στο αγωγικό δικόγραφο δεν είχε προσδιοριστεί το φυσικό πρόσωπο, του οποίου οι πράξεις μπορούσαν να καταλογιστούν αντικειμενικά στο νομικό πρόσωπο της εναγομένης είτε ως δικές της είτε ως αλλότριες ούτε η ιδιότητά του ως υπαλλήλου της ή ως καταστατικού της οργάνου, ώστε εντοπιστεί, κατά την υπαγωγική διαδικασία, η νομική βάση της επίδικης αξίωσης. Σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν, η κρίση αυτή ήταν ορθή, δεδομένου ότι από την αγωγή απουσίαζε οποιαδήποτε μνεία του φυσικού προσώπου, που υπήρξε ο συντάκτης και ο υπογράφων το από 19.6.2020 έγγραφο που απευθύνθηκε στην ενάγουσα και του οποίου φέρεται ότι έλαβαν γνώση «οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, υπάλληλοι της εταιρίας και λοιποί παραλήπτες [του]..», καθώς και της ιδιότητάς του, αν και κατά τα ανωτέρω η αναφορά τους ήταν αναγκαία. Βέβαια, σε κάθε περίπτωση, το επανακρινόμενο αίτημα ήταν πολλαπλώς αόριστο, καθώς, εκτός της πιο πάνω ελλείψεως, στο αγωγικό δικόγραφο δεν γινόταν οποιαδήποτε αναφορά ούτε α] των συγκεκριμένων ενεργειών που η εναγόμενη απέδωσε με το επίμαχο έγγραφό της στους …….. και …… ., ώστε να κριθεί ο βλαπτικός ή μη χαρακτήρας τους όσον αφορά την επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου ή την έκταση της αποκαταστατέας ζημίας (δεδομένου μάλιστα ότι στο ίδιο δικόγραφο [σελ. 5 της αγωγής] η ενάγουσα παραδέχθηκε τη χρήση εργαλείου [σφυρί] επί του φίλτρου της δεξιάς μηχανής) ούτε β] συγκεκριμένης ζημίας της ενάγουσας από τις αναληθείς αναφορές της αντιδίκου της με υλική υπόσταση, δηλαδή απομείωσης της κερδοφορίας της, αύξησης των δαπανών της ή περιορισμού του κύκλου των εργασιών της. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος της Β΄ έφεσης πρέπει να απορριφθεί για όσους λόγους προαναφέρθηκαν. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι ο ίδιος λόγος κρίνεται επαλλήλως και ως αλυσιτελής, επειδή στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς μέμφεται την εκκαλουμένη για παραδοχή άλλη από αυτήν στην οποία πράγματι στηρίχθηκε το απορριπτικό διατακτικό της. Συγκεκριμένα, ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε αοριστία ως προς την παθητική νομιμοποίηση της εναγόμενης, η εκκαλούσα υπολαμβάνει ότι η πλημμέλεια στους ισχυρισμούς της, που προκάλεσε την απόρριψη της αγωγής της ως αόριστης, αφορούσε τη δική της (ενεργητική) νομιμοποίηση. Πράγματι, με σκοπό εξαφανίσεως της εκκαλουμένης, επικαλείται ειδικότερα ότι το σφάλμα της συνίσταται στο ότι παρέβλεψε τη ρητή αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο των ………. και …….. ως αποδεκτών της μομφής που της αποδόθηκε στο ως άνω έγγραφο της αντιδίκου της. Τέτοια παραδοχή, όμως, ότι δηλαδή η μομφή αυτή δεν προκύπτει ότι αποδόθηκε σε νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, δεν υπάρχει στην εκκαλουμένη και δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να υπάρχει, δεδομένου ότι, αντίθετα προς όσα με τον υπό κρίση λόγο της έφεσής της υποστηρίζει η εκκαλούσα, σε κανένα σημείο του δικογράφου της δεν αναφέρθηκε η ιδιότητα του …… ως νομίμου εκπροσώπου της, αφού μόνον στην προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις της έγινε, όπως ήδη σημειώθηκε, απαραδέκτως όμως κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, σχετική διευκρίνιση, ενώ όσον αφορά στον ……….. άλλη, εκτός του επιβαίνοντος στο σκάφος της, ιδιότητα που θα μπορούσε να καταστήσει κατά νόμο την προσβολή της προσωπικότητας εκείνου ισοδύναμη, από πλευράς εννόμων συνεπειών, με τρώση της επαγγελματικής και επιχειρηματικής υπόληψης της εναγομένης ούτε αυτή η ίδια ουδέποτε επικαλέστηκε. Πάντα δε ταύτα ανεξαρτήτως του ότι με τον κρινόμενο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα επιχειρεί για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό να συμπληρώσει τον αγωγικό της ισχυρισμό, υποστηρίζοντας ότι στους εν λόγω επιβαίνοντες στο σκάφος της η αντίδικός της απέδωσε μομφή ότι «ενήργησαν επί τούτου», δηλαδή σκοπίμως (για την πρόκληση ζημίας στο σκάφος), περιστατικό που στην αγωγή της δεν είχε αναφέρει ότι περιλαμβανόταν μεταξύ των ισχυρισμών που επικαλέστηκε ότι τη δυσφημούσαν. Η επίκληση, όμως, τέτοιου γεγονότος για πρώτη φορά στο πλαίσιο της έκκλητης δίκης συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, απαγορευμένη κατά τη διάταξη του άρθρου 526 ΚΠολΔ, που αποκλείει την παραλλαγή από τον εκκαλούντα – ενάγοντα των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε το αγωγικό αίτημά του (ΟλΑΠ 2/1994, Δνη 1994/352 = ΑρχΝ 1994/300 = ΕΕΝ 1994/379, ΑΠ 749/2020, ΑΠ 597/2019, ΑΠ 399/2018, ΑΠ 1867/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 962/2012, ΕΠολΔ 2013/424 = ΧρηΔικ 2012/454, ΑΠ 389/2010, ΕΠολΔ 2010/426 = ΕΕμπΔ 2010/918 = ΝοΒ 2011/337 = Αρμ. 2011/1171, Απ. Άνθιμος, Η μεταβολή της βάσης της αγωγής στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 98 – 108, Αθ. Πανταζόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 526, αρ. 3, σελ. 244, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, § 542, σελ. 231 επομ.). Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας θα σημειωθεί εδώ και ότι επί ομοίως αναληθούς προϋποθέσεως ερείδεται και ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης της Β΄ έφεσης (εναγομένης), που προβλήθηκε με τις προτάσεις της κατά της έφεσης της αντιδίκου της, χωρίς πάντως να αποτελεί ταυτόχρονα περιεχόμενο και της δικής της εφέσεως, με τον οποίο αποδίδεται σφάλμα στην εκκαλουμένη, επειδή για τον καθορισμό ως  διέποντος την κρινόμενη με στοιχεία αλλοδαπότητας (αδικοπρακτική) έννομη σχέση του ημεδαπού αντί του αγγλικού δικαίου, κατά το οποίο αποκλείεται η γέννηση απαιτήσεως για την ικανοποίηση ηθικής βλάβης επί παραλείψεως του ασφαλιστή να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση ή επί βλαπτικής για τα συμφέροντα του ασφαλισμένου συμπεριφοράς του, που εκδηλώνεται κατά την άμυνά του εναντίον της απαίτησης του τελευταίου, εφάρμοσε ως κανόνα συγκρούσεως το άρθρο 4 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), επειδή, όπως ισχυρίζεται, μετά την 31η.1.2020 και ήδη πλέον κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό (23.3.2021) ο Κανονισμός αυτός δεν είχε εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο λόγω της εξόδου του από την Ευρωπαϊκή Ένωση (BREXIT). Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αναληθείς, διότι κατά τα άρθρα 126 – 132 της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Επίσημη Εφημερίδα C-384 [12.11.2019], σελ. 1), που κυρώθηκε στις 30.1.2020 και τέθηκε σε ισχύ τα μεσάνυκτα (ώρα κεντρικής Ευρώπης) της 31ης.1.2020, η εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν έπαυσε ταυτόχρονα με την αποχώρηση αυτού από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή από την 1η.2.2020 αλλά συνεχίστηκε για μια μεταβατική περίοδο, η οποία διήρκεσε μέχρι τα μεσάνυκτα (ώρα κεντρικής Ευρώπης) της 31ης.12.2020. Μάλιστα στο άρθρο 66 στοιχ. β΄ της ίδιας Συμφωνίας ορίζεται ότι ο Κανονισμός 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου εξακολουθεί και μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου να εφαρμόζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο ως προς ζημιογόνα γεγονότα, τα οποία επήλθαν πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου (βλ. σχετ. και την υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 52547/11.11.2020 εγκύκλιο του Τμήματος Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης), ενώ από την 1η.1.2021 οι Κανονισμοί Ρώμη Ι και Ρώμη ΙΙ εξακολουθούν να εφαρμόζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο ως εσωτερικό πλέον δίκαιο, δυνάμει του Law Applicable to Contractual Obligations and Non-Contractual Obligations [Amendment etc.] (EU Exit) Regulations 2019 (SI 2019/834), όπως τροποποιήθηκε από το Jurisdiction, Judgements and Applicable Law [Amendment] (EU Exit) Regulations 2020 (Κ. Βουλγαράκης, Οι συνέπειες του Brexit στη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις από την πλευρά του αγγλικού δικαίου, Lex & Forum 2021/105 επομ. [116]). Ορθώς, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού 864/2007, ως κρίσιμα συνδετικά στοιχεία της συγκεκριμένης αξίωσης της ενάγουσας τον τόπο επέλευσης της επικαλούμενης ζημίας της και την συνήθη διαμονή των διαδίκων και την έκρινε κατά το ελληνικό και όχι κατά το αγγλικό δίκαιο, το οποίο άλλωστε δεν (εκθέτει η εκκαλούσα ότι) είχε επιλεγεί με την ασφαλιστική συμφωνία ως εφαρμοστέο και στις αδικοπρακτικές αξιώσεις που θα απέρρεαν ενδεχομένως από ή με αφορμή την επίμαχη ναυτική ασφάλιση.

IV. Το αλλοδαπό αυτό δίκαιο ευλόγως επιλέγεται ως εφαρμοστέο στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά θαλασσίων κινδύνων, ανεξαρτήτως μάλιστα της ιθαγένειας ή της κατοικίας των συμβληθέντων ή του τόπου σύναψης ή εκτέλεσης της συμβάσεως και τούτο διότι λόγω της αυστηρότητάς του, της απαρέγκλιτης τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλει στους συμβαλλομένους και της επί σειρά ετών νομολογιακής διαμορφώσεώς του έχει καθιερωθεί στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική, με αποτέλεσμα οι ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται στην Ελλάδα και αφορούν πλοία και πλωτά ναυπηγήματα να διέπονται από το δίκαιο αυτό, καθώς και από την αγγλική πρακτική (ΑΠ 1459/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ. 770/2019, Αρμ. 2020/1700, ΤριμΕφΠειρ. 480/2014, Δνη 2015/470, ΜονΕφΠειρ. 519/2016, ΕΕμπΔ 2017/597 = ΔΕΕ 2017/548, Α. Μπεχλιβάνης, Εγχειρίδιο Ναυτικού Δικαίου, 2023, § 9, σελ. 288). Το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον ως άνω αγγλικό νόμο περί θαλάσσιας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906 (MIA 1906), οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων (case law) και τους άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου (authorities), ίσχυσαν αναλλοίωτες μέχρι την εισαγωγή του νεότερου (και γενικότερου) Insurance Act 2015, που τέθηκε σε ισχύ στις 12.8.2016, ο οποίος αναδιατύπωσε βασικές αρχές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο κοινοδίκαιο (common law), όσο και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις, επιφέροντας ουσιώδεις μεν πλην περιορισμένες τροποποιήσεις στο νόμο ΜΙΑ 1906, οι οποίες αφορούν α] την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης (utmost good faith/uberrimae fidei), η παραβίαση της οποίας παρείχε κατά το προϊσχύσαν δίκαιο στο βλαπτόμενο μέρος το δικαίωμα ακύρωσης της συμβάσεως, κατά τη διακριτική του ευχέρεια και μάλιστα αναδρομικώς (ΜονΕφΠειρ. 858/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Αθανασοπούλου, Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης στη θαλάσσια ασφάλιση, 2010, σελ. 168, βλ. και Θ. Λιακόπουλου, Ασφαλιστικά βάρη: κοινά σημεία σε διαφορετικά νομικά συστήματα, σε ΚριτΕ 1994/92 επομ. [106]), ενώ τώρα η ακύρωση δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο θεραπείας της, β] τις προσυμβατικές δηλώσεις του ασφαλιζόμενου (representations), η ανακρίβεια των οποίων παρείχε στο παρελθόν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της συμβάσεως («to avoid the contract», βλ. σχετ. ΑΠ 1657/2006, ΕπισκΕΔ 2006/1065 = ΕπιΔικΙΑ 2007/301, ΤριμΕφΠειρ. 232/2011, ΕΝαυτΔ 2011/204, ΤριμΕφΠειρ. 530/2011, ΕΝαυτΔ 2012/55, ΕφΠειρ. 1141/2004, ΠειρΝ 2005/72 = ΕΕμπΔ 2005/573 = Αρμ. 2005/1761 = ΕπιΔικΙΑ 2005/409), ενώ πλέον ο νόμος καθορίζει απλώς τις ελάχιστες υποχρεώσεις του ασφαλιζόμενου ως προς την αποκάλυψη των πληροφοριών που είναι απαραίτητες, ώστε κατά το προσυμβατικό στάδιο να αντιληφθεί ο μέσος συνετός ασφαλιστής την πραγματική κατάσταση και να δυνηθεί να θέσει τις κατάλληλες περαιτέρω ερωτήσεις πριν αναλάβει τον κίνδυνο, γ] τις υποσχετικές εγγυήσεις (warranties) του λήπτη της ασφάλισης, των οποίων η αθέτηση υπό τον ΜΙΑ 1906 ήγε σε απαλλαγή του ασφαλιστή από τη συμβατική του ευθύνη (ΕφΠειρ. 1141/2004, ΠειρΝ 2005/72 = ΕΕμπΔ 2005/573 = Αρμ. 2005/1761 = ΕπιΔικΙΑ 2005/409), ενώ πλέον απλώς αναστέλλει την ευθύνη του ασφαλιστή μέχρι την ίαση της παραβίασης, οπότε και η ασφαλιστική σύμβαση επανέρχεται σε ισχύ και δ] τις απατηλές αξιώσεις του ασφαλισμένου (fraudulent claims), ως προς τις οποίες ήδη διευκρινίζεται ότι παρέχουν το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αρνηθεί την καταβολή του ασφαλίσματος (Merkin Rob/Gürses Özlem, The Insurance Act 2015: Rebalancing the Interests of Insurer and Assured, The Modern Law Review Limited, 2015, 78 (6) MLR 1004–1027, 2015). Πάντως, ο ΜΙΑ 1906 εξακολουθεί να ισχύει (Clarke Malcolm/Soyer Baris, The Insurance Act 2015: A new Regime for Commercial and Marine Insurance Law, 2017, Bennett Howard, Ship safety, policy terms and the Insurance Act 2015, σε Θαλάσσια Ασφάλεια. Νομικά ζητήματα σχετικά με το πλοίο, το φορτίο και τον ανθρώπινο παράγοντα, σε Πρακτικά 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2016, έκδοση ΔΣΠ 2016, σελ. 139 επομ., Rhidian Thomas D., The Modern Law of Marine Insurance, vol. one, 2015, Α. Σινανιώτη –

Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2024, σελ. 299 επομ., Γ. Δανιήλ, Στοιχεία του Δικαίου της Θαλάσσιας Ασφάλισης, 2022, σελ. 82) και οι διατάξεις του έχουν αποκλειστική μεν εφαρμογή επί συμβάσεων που καταρτίστηκαν πριν την εισαγωγή του Insurance Act 2015, ισχύουν όμως παραλλήλως, όπως τροποποιήθηκαν, και μετά από αυτήν σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Στην περίπτωση μάλιστα των τελευταίων η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται με βάση ειδικούς όρους που περιλαμβάνονται στις «Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου [Institute of London Underwriters] για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής» (Institute Yacht Clauses) της 1ης.11.1985 (ΤριμΕφΠειρ. 143/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 4/2013, ΔΕΕ 2013/355 = ΕΝαυτΔ 2013/50 = ΕΕμπΔ 2013/697 = Δνη 2014/1690), η εφαρμογή των οποίων είναι υποχρεωτική, εφόσον στη σύμβαση ασφαλίσεως γίνεται ρητή παραπομπή σ’ αυτούς, ακόμα και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως, οι όροι της οποίας είτε γενικοί είτε ειδικοί έχουν την ίδια νομική ισχύ και παράγουν την ίδια νομική δέσμευση (ΑΠ 955/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1584/2011, ΕΝαυτΔ 2012/45 = ΕπισκΕΔ 2012/106, ΑΠ 1650/2001, Δνη 2002/1040 = ΕΕμπΔ 2003/110 = ΕπιΔικΙΑ 2003/287 = ΕπιΔικΙΑ 2004/141, ΕφΠειρ. 566/2007, ΕΝαυτΔ 2008/56, βλ. και Χ. Στυλιανέα, Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση [Στη Ναυτική Ασφάλιση], σε Δνη 1992/725 επομ. [727]). Για την προσαρμογή εκάστης συμβάσεως στις ανάγκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης συνήθως λαμβάνει χώρα προσθήκη ή απάλειψη όρων στο ασφαλιστήριο (ΕφΠειρ. 671/2010, ΔΕΕ 2011/73), το οποίο με τον τρόπο αυτό προσδιορίζει το περιεχόμενο της ασφαλιστικής σχέσης (ΤριμΕφΠειρ. 295/2015, αδημ., ΕφΠειρ. 996/2004, Αρμ. 2005/1599 = ΠειρΝ 2005/65 = ΕπιΔικΙΑ 2006/94, Φ. Χριστοδούλου, Αγγλικό δίκαιο της θαλασσίας ασφαλίσεως, σε ΕΕμπΔ 1988/154 επομ. [156]). Η σύμβαση ασφάλισης πλοίου αναψυχής καταρτίζεται συνήθως για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (time policy) και όχι για έναν συγκεκριμένο πλου, όπως αντιθέτως συμβαίνει με τις ασφαλίσεις των εμπορικών πλοίων. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου (s.) 1 ΜΙΑ 1906, ο κύριος σκοπός της ναυτασφαλιστικής συμβάσεως συνίσταται στην παροχή εκ μέρους του ασφαλιστή, που αναλαμβάνει τους θαλάσσιους κινδύνους, στους οποίους θα εκτεθεί το ασφαλιζόμενο σκάφος, προς τον ασφαλισμένο αποζημιώσεως για τις ζημίες που θα προκληθούν εξαιτίας τους, υπό τους όρους και κατά την έκταση που έχουν συμφωνηθεί (ΤριμΕφΠειρ. 204/2015, ΜονΕφΠειρ. 110/2023, ΜονΕφΠειρ. 53/2023, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ποσό της αποζημίωσης που επί επελεύσεως του ασφαλισμένου κινδύνου πρέπει να καταβάλει ο ασφαλιστής εξαρτάται από το αν κατά την κατάρτιση της ασφαλιστικής συμφωνίας έχει γίνει συμβατική αποτίμηση της ασφαλισμένης περιουσίας ή όχι, με ειδική συμφωνία των μερών για την αξία του ασφαλισμένου πράγματος, που αναγράφηκε στο ασφαλιστήριο. Στην πρώτη περίπτωση (του αποτιμημένου ασφαλιστηρίου/valued policy, περί του οποίου ορίζει το άρθρο 27 ΜΙΑ 1906) η οφειλόμενη αποζημίωση ταυτίζεται με τη συμφωνημένη αξία, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ολική ή μερική απώλεια, ενώ στην αντίθετη περίπτωση (του μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου/unvalued policy, κατ’ άρθρο 28 ΜΙΑ 1906, εκείνου δηλαδή στο οποίο δεν καθορίζεται η αξία του αντικειμένου της ασφαλίσεως), το ποσό της καταβλητέας αποζημιώσεως θα προσδιοριστεί μετά την επέλευση του κινδύνου με τον τρόπο που προβλέπει ο νόμος (s. 67 και 68 ΜΙΑ 1906) και σε περίπτωση ολικής απώλειάς του θα ισούται με την εμπορική αξία του ασφαλισμένου αντικειμένου κατά το χρόνο έναρξης της ασφάλισης, σύμφωνα με το s. 16 ΜΙΑ 1906 (ΑΠ 1594/2023, ΜονΕφΠειρ. 612/2023, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 78/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 350/2018, ΕΝαυτΔ 2018/325). Η εκ των προτέρων προσδιορισμένη με συμφωνία αξία της ασφαλισμένης περιουσίας τεκμαίρεται εύλογη και δίκαιη και αποτελεί πλήρη απόδειξη της ασφαλιστικής αξίας μεταξύ των συμβαλλομένων, τους οποίους δεσμεύει, χωρίς να δύναται καταρχήν να αμφισβητηθεί, παρά μόνο για ελαττώματα της βουλήσεως και εικονικότητα. Για το λόγο αυτό το ασφάλισμα θα υπολογιστεί όχι με την αντιπαραβολή της αξίας που είχε το πράγμα πριν και μετά την επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου αλλά επί τη βάσει της αξίας αυτής, η οποία θα αποδοθεί ολόκληρη στον ασφαλισμένο ακόμα και αν η πραγματική ζημία του δεν υπερβαίνει το ασφαλιστικό ποσό. Αυτά ισχύουν τόσο στο ελληνικό δίκαιο (άρθρα 16 § 3 Ν. 2496/1997, 268 § 2 του προϊσχύοντος και 265 § 3 του νέου ΚΙΝΔ, βλ. και ΜονΕφΑθ. 118/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 5740/2002, ΕπισκΕΔ 2003/196, με παρατηρήσεις Κ. Παμπούκη, Α. Μπεχλιβάνη, Διάσταση μεταξύ ασφαλιστικού ποσού και ασφαλιστικής αξίας στη χερσαία ασφάλιση ζημίας. Υπασφάλιση και Υπερασφάλιση, 2015, σελ. 35 επομ., Ζ. Σκουλούδη, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, 1999, σελ. 376, Π. Κυριακουλάκου, Η συμβατική εκτίμησις του ησφαλισμένου αντικειμένου, 1967, σελ. 122 επομ., Η. Τσάγκαρι, Η θαλασσία ασφάλισις, 1954, σελ. 48), όσο και στο αγγλικό (Kyzuna Investments Ltd v. Ocean Marine Mutual Insurance Association [2000] EWHC [QΒ], 1 Lloyd’s Rep. 505, Bennett Howard, The Law of Marine Insurance, 2006, αρ. 7.26, σελ. 245). Ο συμβατικός προσδιορισμός του ύψους της ασφαλιστικής αξίας αποβλέπει στη διαδικαστική διευκόλυνση των μερών στο στάδιο διακανονισμού της ζημίας και εν γένει στην ασφάλεια δικαίου μέσω της αποτροπής αμφισβητήσεων (Δ. Χριστοδούλου, Περί των ορίων της συμβατικής ελευθερίας στον καθορισμό της ασφαλιστικής αξίας ιδίως στη θαλάσσια ασφάλιση, σε Αναμνηστικό Τόμο Καθηγητή Αντωνίου Μ. Αντάπαση, 2013, σελ. 1385 επομ. [1398]), ενέχει, όμως, κινδύνους γιατί μπορεί να οδηγήσει σε παράβαση της αποζημιωτικής αρχής, που απαγορεύει την απόκλιση της αποτιμημένης (και αποζημιωτέας) αξίας από την πραγματική, επειδή αυτή οδηγεί σε απαγορευμένο πλουτισμό του λήπτη της ασφάλισης. Τον κίνδυνο της υπερασφάλισης, δηλαδή της κάλυψης του αντικειμένου της ασφαλίσεως για αξία ανώτερη της πραγματικής, φέρει ο ασφαλιστής. Για το λόγο αυτό κατ’ αμφότερα τα δίκαια, οι συνέπειες της δόλιας υπερασφάλισης, αυτής δηλαδή που είναι αποτέλεσμα απατηλής δήλωσης του ασφαλισμένου στο προσυμβατικό στάδιο, είναι σοβαρές, όσον αφορά την τύχη της ασφαλιστικής σύμβασης. Ενώ, όμως, στο ελληνικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης η ασφαλιστική σύμβαση είναι άκυρη (άρθρα 180 ΑΚ, 17 § 3 εδαφ. α΄ Ν. 2496/1997 και 257 ΚΙΝΔ 1958 ήδη δε 252 § 1 Ν. 5020/2023, βλ. σχετ. Α. Μπεχλιβάνη, Η υπερασφάλιση στη θαλάσσια ασφάλιση, σε ΕΝαυτΔ 2006/81 επομ. [92 επομ.]), με αποτέλεσμα την ελευθέρωση του ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος αν επέλθει ο ασφαλισμένος κίνδυνος, στο αγγλικό δίκαιο [Involnert Management Inc v. Aprilgrange Ltd & Others (The “Galatea”) [2015] EWHC 2834 (Comm), Inversiones Manria SA v. Sphere Drake Insurance Co plc (The Dora) [1989], 1 Lloyd’s Rep. 69, Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, 2008, 12-19, σελ. 397, Bennett Howard, ο.π., αρ. 7.47, σελ. 254, Merkin Robert, Marine Insurance Legislation, 2000, s. 18, 20, πρβλ Birds John, Birds’ Modern Insurance Law, 1997, σελ. 273) η δόλια υπερασφάλιση παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της συμβάσεως (to avoid the contract), εφόσον θεωρήσει ότι η πραγματική αξία του ασφαλισμένου αντικειμένου, που αποτιμήθηκε επαυξημένη έναντι της αληθινής, ήταν ουσιώδες γεγονός που κατά την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης είτε του δηλώθηκε ανακριβώς (misrepresentation) είτε αποσιωπήθηκε (non-disclosure) από τον ασφαλισμένο. Αντίθετα, όμως, από το ημεδαπό δίκαιο, το οποίο την έννομη αυτή συνέπεια προσάπτει μόνο στη δόλια υπερασφάλιση και όχι στην καλόπιστη, αυτή δηλαδή που δεν οφείλεται σε δόλο του ασφαλισμένου (βλ. άρθρο 17 § 2 Ν. 2496/1997, με το οποίο αναγνωρίζεται δυνατότητα μειώσεως του ασφαλιστικού ποσού και του ασφαλίστρου, η οποία προϋποθέτει ισχυρή, παρά την υπερασφάλιση, ασφαλιστική σύμβαση), στο αγγλικό ναυτασφαλιστικό δίκαιο η αποφυγή (avoidance) της συμβάσεως είναι δυνατή σε κάθε περίπτωση υπερασφάλισης, ακόμα και επί καλόπιστα υπερτιμημένου ασφαλιστηρίου, επειδή στο s. 27 (3) MIA 1906 ορίζεται ότι ο συμβατικός προσδιορισμός της αξίας της ασφαλιζόμενης περιουσίας δεν επιτρέπει την αμφισβήτησή της «υπό την αίρεση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και εν απουσία δόλου». Ως τέτοιες διατάξεις θεωρούνται εκείνες των s. 18 και 20 (Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, ο.π., 12-19), κατά τις οποίες, υπό την ισχύ του ΜΙΑ 1906, πριν την τροποποίησή του από τον ΙΑ 2015, για την ίδρυση του δικαιώματος του ασφαλιστή να αποστεί της συμβάσεως αρκούσε μόνο το γεγονός της αποσιώπησης ή της ανακριβούς δήλωσης ουσιώδους γεγονότος, χωρίς να ενδιαφέρει αν αυτό έγινε από δόλο, αμέλεια, άγνοια, εσφαλμένη πεποίθηση ή τυχαίο λάθος. Το βάρος αποδείξεως έφερε, βέβαια, πάντοτε ο ασφαλιστής (Decorum Investments Ltd v. Atkin [The Elena G] EWHC [QΒ], [2001], 2 Lloyd’s Rep. 378), όμως ακόμα και αν δεν επιτύγχανε στην απόδειξη του δόλου του ασφαλισμένου το αποτέλεσμα παρέμενε ίδιο: η σύμβαση τερματιζόταν και ο ασφαλιστής απαλλασσόταν από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος, με τη διαφορά ότι δεν είχε δικαίωμα να παρακρατήσει και το ασφάλιστρο που είχε εισπράξει, όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να πράξει στην περίπτωση της απατηλής υπερασφάλισης. Το δογματικό έρεισμα της συνέπειας αυτής εντοπίζεται στη φύση της ασφαλιστικής συμβάσεως ως συναλλάγματος «εξόχως καλής πίστεως» (ΤριμΕφΠειρ. 841/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 11/2011, ΕΝαυτΔ 2011/211, ΕφΠειρ. 619/2008, ΕΝαυτΔ 2009/137, Φ. Χριστοδούλου, ο.π., σελ. 166), υπό την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στον ασφαλιστή πριν τη σύναψή της πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς, αληθείς και ακριβείς, με αποτέλεσμα η απόκρυψη ή η παραμόρφωσή τους, εφόσον πρόκειται για ουσιώδες περιστατικό (ο χαρακτήρας του οποίου νομοθετικά [s. 20 (4) MIA 1906] οριζόταν ότι είναι ζήτημα πραγματικό), το οποίο μπορεί να επηρεάσει και πράγματι επηρέασε τον ασφαλιστή στην απόφαση αναλήψεως του κινδύνου και στον καθορισμό του ύψους του ασφαλίστρου, να επιφέρει ανατροπή του συμβατικού δεσμού (ΑΠ 308/2009, Αρμ. 2009/1536 = ΕπισκΕΔ 2010/91 = ΕΕμπΔ 2010/395 = ΕπιΔικΙΑ 2010/75). Κατά τη λογική του προϊσχύοντος αγγλικού δικαίου η παραβίαση της υπέρτατης καλής πίστης αποτελούσε παραβίαση της συμβάσεως (breach of contract) και η παραβίαση αυτή παρείχε το δικαίωμα στον ανυπαίτιο συμβαλλόμενο να ακυρώσει τη σύμβαση, ανεξαρτήτως αν το έτερο μέρος ενήργησε δόλια ή όχι, καθώς ο λόγος της ακυρώσεως ήταν αντικειμενικός (: η παραπλάνηση του ενός) και όχι υποκειμενικός (: η υπαιτιότητα του άλλου). Αυτά όριζε η θεμελιώδης διάταξη του s. 17 ΜΙΑ 1906, κατά την οποία «η ναυτική ασφάλιση βασίζεται επί της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης («utmost good faith») και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από οποιονδήποτε των συναλλασσομένων, η σύμβαση δύναται να ακυρωθεί (may be avoided) από το άλλο μέρος». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς εκείνες των s. 18 και 20 ΜΙΑ 1906 προέκυπτε, μεταξύ άλλων, αφενός, ότι η ακύρωση της σύμβασης αποτελούσε το μοναδικό μέσο προστασίας των συμβαλλομένων σε περίπτωση παραβίασης της υπέρτατης καλής πίστης και, αφετέρου, ότι αν η παραβίαση αυτή λάμβανε χώρα κατά το προσυμβατικό στάδιο, κατά το οποίο υποχρεώσεις υπείχε μόνον ο ασφαλιζόμενος, φορέας του δικαιώματος ακυρώσεως ήταν μόνον ο ασφαλιστής. Υπό τα δεδομένα αυτά, στην περίπτωση της υπερασφάλισης, η ρύθμιση του αγγλικού δικαίου κατ’ ουσίαν επέτρεπε την απαλλαγή του ασφαλιστή ακόμα και αν δεν μπορούσε να αποδείξει το δόλο του ασφαλισμένου (Α. Μπεχλιβάνης, ο.α.π.). Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους η μέχρι το 2015 αγγλική νομοθεσία της θαλάσσιας ασφάλισης και η αντίληψη του «όλα ή τίποτα» («all-or-nothing approach») την οποία εξέφραζε, επικρίθηκε ως σκληρά τιμωρητική («harsh») για τον ασφαλισμένο ή και δρακόντεια ακόμα σε βάρος του (Bennett Howard, ο.π., αρ. 4.157, σελ. 161, Wright Harry, The Insurance Act 2015, 2015, σελ. 16). Για τον εξορθολογισμό του νομοθετικού πλαισίου και τη διαμόρφωσή του κατά τρόπο «φιλικότερο» προς τον ασφαλισμένο, ο ΙΑ 2015 εισήγαγε συγκεκριμένες ρυθμίσεις εγκαταλείποντας πλέον την αντίληψη ότι η απαλλαγή του ασφαλιστή σε περίπτωση παραβίασης της υπέρτατης καλής πίστης μπορεί να είναι το μοναδικό μέσο προστασίας του («remedy»). Ειδικότερα, με το s. 14 (3) IA 2015 απαλείφθηκε από το πραγματικό του κανόνα του s. 17 MIA 1906 η κύρωση της παραβίασης της υπέρτατης καλής πίστης (avoidance of contract) και με το s. 21 (2) IA 2015 καταργήθηκαν τα s. 18 – 20 MIA 1906, περί προσυμβατικών απεικονίσεων και στη θέση τους, με το s. 3 εισήχθη το καθήκον της έντιμης παρουσίασης των πραγματικών περιστατικών (duty of fair representation) ως υποχρέωση του ασφαλισμένου, ο οποίος κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων πριν τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης οφείλει να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστή κάθε ουσιώδη περίσταση την οποία γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει είτε να του παράσχει επαρκείς πληροφορίες, οι οποίες θα ωθούσαν ένα συνετό ασφαλιστή να εξετάσει περαιτέρω τις ουσιώδεις περιστάσεις, για τις οποίες το s. 7 (3) διευκρινίζει ότι εννοούνται όσες θα επηρέαζαν την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης και ως προς τη διαμόρφωση των όρων της. Αν ο ασφαλιστής αποδείξει, κατ’ αντιστοιχία, ότι χωρίς την παραβίαση του καθήκοντος της έντιμης παρουσίασης του κινδύνου δεν θα είχε συμβληθεί ή θα το είχε πράξει υπό άλλους όρους, η κεντρικής σημασίας διάταξη του s. 8 ΙΑ 2015 ορίζει ότι του παρέχεται remedy, επειδή στην περίπτωση αυτή η παραβίαση θεωρείται «qualifying breach» («προνομιούχος» ή «διακεκριμένη»), ως τέτοιας νοουμένης είτε της σκόπιμης (deliberate) ή της ριψοκίνδυνης (επικίνδυνα απερίσκεπτης – reckless) είτε της άνευ δόλου ή επικίνδυνης απερισκεψίας τελεσθείσας. Σκοπός παραβιάσεως της καλής πίστης ή επικίνδυνη απερισκεψία υφίσταται κάθε φορά που ο ασφαλισμένος ενεργεί είτε γνωρίζοντας ότι παραβιάζει το καθήκον της έντιμης παρουσίασης του κινδύνου είτε μη ενδιαφερόμενος αν το παραβιάζει [s. 8 (5) IA 2015],  ενώ το βάρος αποδείξεως του δόλιου ή ριψοκίνδυνου χαρακτήρα της παραβίασης εξακολουθεί να φέρει ο ασφαλιστής [s. 8 (6) IA 2015]. Τα κατ’ ιδίαν μέσα έννομης προστασίας (remedies) προβλέπονται στο Πρώτο Τμήμα του Πρώτου Παραρτήματος του ΙΑ 2015. Εκεί ορίζεται ότι σε περίπτωση σκόπιμης ή επικίνδυνα απερίσκεπτης παραβίασης ο ασφαλιστής δύναται να αποστεί από τη σύμβαση και να αρνηθεί κάθε αξίωση του ασφαλισμένου («may avoid the contract and refuse all claims»), χωρίς να υποχρεούται σε επιστροφή του ληφθέντος ασφαλίστρου (s. 2), καθώς και ότι σε περίπτωση που η παραβίαση ήταν ακούσια ή συνέβη λόγω έλλειψης προσοχής, ο ασφαλιστής δύναται, αν μεν χωρίς αυτήν δεν θα είχε συμβληθεί υπό οποιονδήποτε όρο, να αποστεί από τη σύμβαση και να αρνηθεί κάθε αξίωση του ασφαλισμένου, αποδίδοντας όμως το ληφθέν ασφάλιστρο (s. 4), ενώ, αν θα είχε συνάψει τη σύμβαση υπό διαφορετικούς όρους, δύναται είτε να απαιτήσει να ισχύουν στη σύμβαση αυτοί οι διαφορετικοί όροι (s. 5) είτε, αν χωρίς την παραβίαση το ασφάλιστρο θα είχε συνομολογηθεί υψηλότερο, να μειώσει αναλογικά το ποσό που θα κληθεί ενδεχομένως να καταβάλει ως ασφάλισμα (s. 6), ώστε να αντιστοιχεί στο χαμηλότερο συνομολογηθέν ασφάλιστρο. Από τις παραπάνω διατάξεις του ΙΑ 2015 (για την ερμηνεία των οποίων βλ.  Gürses Özlem, Marine Insurance Law, 2023, σελ. 128 – 130, Merkin Robert/ Gürses Özlem, Insurance contracts after the Insurance Act 2015, (2016) 132 (3) Law Quarterly Review 445, Costabel Attilio, The UK Insurance Act 2015: a restatement of marine insurance law, St. Tmonas L. Rev. 2015, σελ. 133 επομ., Hancock Christopher/Leary Thomas, The Insurer’s Obligations of Good Faith and the Insurance Act 2015, σε Rhidian Thomas, The Modern Law of Marine Insurance, 2015, σελ. 109 επομ., Wright Harry, ο.π., σελ. 16 – 20, Α. Σινανιώτη – Μαρούδη, ο.π., σελ. 300 – 307, Γ. Δανιήλ, ο.π., Στοιχεία του Δικαίου της Θαλάσσιας Ασφάλισης, 2022, ΜονΕφΠειρ. 130/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) συνάγεται ότι με αυτές σκοπήθηκε η επίτευξη αναλογικότητας  στις έννομες συνέπειες της παραβίασης της υπέρτατης καλής πίστης, υπό την έννοια της διαβάθμισης της δραστικότητας των δυνατοτήτων που παρέχονται στον ασφαλιστή με βάση τη βαρύτητα της παραβίασης. Πάντως, δεν μεταβλήθηκε η νομική φύση του δικαιώματος αποφυγής της συμβάσεως, που παραμένει το μόνο remedy που αναγνωρίζεται στον ασφαλιστή, όταν αυτός παρακινήθηκε να συνάψει την ασφαλιστική σύμβαση από την ανακριβή παράσταση του κινδύνου (insurer’s inducement), αν και δεν θα αναλάμβανε την κάλυψή του αν το καθήκον της έντιμης παρουσίασής του είχε τηρηθεί. Επομένως, ως προς το δικαίωμα to avoid the contract εξακολουθούν να ισχύουν όσα γίνονταν δεκτά και υπό το κράτος των καταργημένων s. 18 και 20 ΜΙΑ 1906. Όπως υπό τις διατάξεις εκείνες, έτσι και υπό την ισχύ του s. 8 ΙΑ 2015 και του Πρώτου Παραρτήματός του, η δυνατότητα της avoidance the contract πρέπει να νοηθεί ως ένα δικαίωμα διαπλάσεως της συμβάσεως με μονοσήμαντο περιεχόμενο, συνιστάμενο στην ακύρωση (ανατροπή καθ’ ολοκληρίαν και όχι μερική τροποποίηση) της ασφαλιστικής σύμβασης, η οποία εξαιτίας της παραβίασης της υπέρτατης καλής πίστης δεν είναι eo iprso άκυρη (void) αλλά καθίσταται ακυρώσιμη (voidable) με μονομερή απευθυντέα δήλωση του ασφαλιστή προς τον ασφαλισμένο, η οποία είναι ανεπίδεκτη αιρέσεως και μη δεκτική ανακλήσεως, δυνάμενη δε να γίνει οποτεδήποτε, ακόμα και μετά τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου (ΤριμΕφΠειρ. 143/2015, ο.π., ΤριμΕφΠειρ. 480/2014, Δνη 2015/470, ΤριμΕφΠειρ. 4/2013, ΕΝαυτΔ 2013/50 = ΕΕμπΔ 2013/697 = Δνη 2014/1690). Η άσκηση του δικαιώματος αυτού απόκειται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια (ΑΠ 1651/2005, ΕΝαυτΔ 2005/241 = ΧρΙΔ 2006/346 = ΕΕμπΔ 2006/362, ΜονΕφΠειρ. 519/2016, ο.π, ΤριμΕφΠειρ. 232/2011, ο.π.) του δικαιούχου, δηλαδή του ασφαλιστή, που μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της υπέρτατης καλής πίστης εκ μέρους του ασφαλισμένου, ο οποίος δεν τήρησε το καθήκον της έντιμης παρουσίασης του κινδύνου στο προσυμβατικό στάδιο, χωρίς να έχει έννομη σημασία αν ενήργησε σκοπίμως ή επικινδύνως απερίσκεπτα ή από πλάνη του ως προς την αληθή κατάσταση. Από τη στιγμή που ο ασφαλιστής γνωστοποιήσει ότι θεωρεί τη σύμβαση άκυρη, τα μέρη επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν την σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης και ο ασφαλιστικός κίνδυνος θεωρείται ότι ουδέποτε αναλήφθηκε από τον ασφαλιστή (Α. Μπεχλιβάνης, Το καθήκον προσυμβατικής αναγγελίας στο ασφαλιστικό δίκαιο, 2008, σελ. 172), με αποτέλεσμα αυτός, αφενός, να μην υπέχει πλέον ευθύνη για την πληρωμή ασφαλίσματος ή, αν αυτό έχει ήδη καταβληθεί, να δικαιούται στην ανάκτησή του και, αφετέρου, να υποχρεούται στην απόδοση του ληφθέντος ασφαλίστρου, εφόσον δεν παρακινήθηκε στην ανάληψη του κινδύνου από σκόπιμη ή επικίνδυνα απερίσκεπτη ενέργεια του ασφαλισμένου, αφού άλλως έχει δικαίωμα να το παρακρατήσει [s. 2 (b) του Πρώτου Παραρτήματος ΙΑ 2015, βλ. και s. 84 (1) MIA 1906]. Παρέπεται ότι η ενέργεια της δήλωσης του ασφαλιστή περί ακυρώσεως της σύμβασης έχει αναδρομική (ex tunc) ενέργεια και επιφέρει την ανατροπή της ασφαλιστικής συμβάσεως ab initio, δηλαδή από τότε που καταρτίστηκε (Colinvaux & Merkin’s Insurance Contract Law, 2007, A-0936, σελ. 10899, Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, ο.π., 15-78, σελ. 606, Ivamy Hardy, Marine Insurance, 1979, σελ. 41 επομ., ΜονΕφΘεσ. 660/2013, ΕπισκΕΔ 2013/699, ΤριμΕφΠειρ. 530/2011, ο.π., ΕφΠειρ. 9/2009, ΕΝαυτΔ 2009/123 = Αρμ. 2009/1377, ΕφΠειρ. 773/2005, ΕΝαυτΔ 2006/20, ΕφΠειρ. 890/2003, ΕΝαυτΔ 2003/372 = ΕΕμπΔ 2004/116 = ΕπιΔικΙΑ 2004/298). Μάλιστα, για την ανατροπή της συμβάσεως, της οποίας επιβιώνουν μόνον οι ρήτρες παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας και επιλογής εφαρμοστέου δικαίου (Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, ο.π., 15-79, σελ. 607), δεν είναι αναγκαία οποιαδήποτε προσφυγή του ασφαλιστή στο δικαστήριο ούτε η προηγούμενη έκδοση δικαστικής απόφασης (Bennett Howard, ο.π., αρ. 4.156, σελ. 160, Mance LJ/Goldrein Iain/Merkin Robert, Insurance Disputes, 2003, αρ. 4.40, σελ. 70, Β. Αθανασοπούλου, ο.π., σελ. 155, η ίδια, Η υπέρτατη καλή πίστη ως αόριστη έννοια του δικαίου της θαλάσσιας ασφάλισης και η αρχή της αναλογικότητας, σε Αναμνηστικό Τόμο Καθηγητή Αντωνίου Μ. Αντάπαση, 2013, σελ. 31 επομ. [32]), χωρίς, βέβαια, να αμφισβητείται η δυνατότητα του ασφαλιστή να ζητήσει να αναγνωριστεί δικαστικά το κύρος της δηλώσεώς του. Το διαπλαστικό αυτό δικαίωμα του ασφαλιστή αποτελεί ειδική έκφανση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως (rescission) του κοινού δικαίου, που έχει και νομοθετική πρόβλεψη στο άρθρο 2 του Νόμου περί Αναληθών Δηλώσεων του 1967 (Misrepresentation Act 1967) και, όσον αφορά τις λοιπές, μη ασφαλιστικές, συμβάσεις, επιτρέπει την αναδρομική ανατροπή τους (ex tunc) σε περίπτωση που ο ένας συμβαλλόμενος έχει προβεί σε αναληθείς δηλώσεις (misrepresentations) κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (όχι όμως και σε αποσιωπήσεις) για να πείσει (induce) τον αντιδιαπραγματευόμενο στη σύναψη της σύμβασης, με σκοπό να περιέλθουν τα μέρη στη θέση που βρίσκονταν πριν τη σύναψη της συμβάσεως, αποδίδοντας ό,τι έλαβαν σε εκτέλεσή της μέχρι τη δήλωση της υπαναχώρησης του ενός. Και τα δύο δικαιώματα θεωρούνται μέσα αυτοεξυπηρέτησης (self help remedies, Drake Insurance PLC v. Provident Insurance PLC [2003] EWCA Civ 1834, Lloyd’s Rep IR 277) εκείνου που ζημιώνεται από τις αναληθείς δηλώσεις του αντισυμβαλλομένου του (Anson’s Law of Contract, 2020, σελ. 522 επομ., Bennett Howard, ο.π., αρ. 4.22, σελ. 108, Mance LJ/Goldrein Iain/Merkin Robert, ο.π., ΗΙΗ Casualty & General Insurance Ltd v. Chase Manhattan Bank [2001] EWHC Civ 1250, 2 Lloyd’s Rep. 483), διαφέρουν όμως ως προς τη δυνατότητα δικαστικής ανατροπής των αποτελεσμάτων τους. Συγκεκριμένα, κατά το γενικό δίκαιο των συμβάσεων το δικαστήριο δύναται να ανατρέψει την υπαναχώρηση (rescission) λόγω αμελούς ή ανυπαίτιας (όχι δόλιας) ανακριβούς δηλώσεως, ακυρώνοντας έτσι τις έννομες συνέπειές της, εφόσον κρίνει ότι δεν συνέτρεξαν οι νόμιμες προϋποθέσεις γενέσεως του δικαιώματος. Αντιθέτως, τέτοια ευχέρεια δεν υφίσταται στις ασφαλιστικές συμβάσεις, καθώς το δικαστήριο δεν δύναται να ανατρέψει την ακύρωση της συμβάσεως εξ υπαρχής (avoidance ab initio) ούτε και τα αποτελέσματα της αναδρομικής ακυρώσεώς της, ακόμα και αν η αναληθής δήλωση δεν ήταν απατηλή. Το κύρος της αναδρομικής ακύρωσης δεν μπορεί να κριθεί ούτε παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο αγωγής του ασφαλισμένου και μάλιστα όχι μόνον όταν αυτός ενάγει για την καταβολή του ασφαλίσματος με βάση τη σύμβαση που έχει ακυρωθεί με δήλωση του ασφαλιστή αλλά και όταν ζητεί να κριθεί ότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι για τη μονομερή ακύρωσή της, φέροντας τότε και το βάρος αποδείξεως του ισχυρισμού του. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι ο ασφαλισμένος παραμένει απροστάτευτος σε περίπτωση αδικαιολόγητης άσκησης του δικαιώματος της avoidance the contract από τον ασφαλιστή. Με δεδομένο, όμως, ότι τα αναδρομικά της αποτελέσματα δεν μπορούν να ανατραπούν δικαστικά και το κύρος της δήλωσης που τα επέφερε παραμένει δικαστικά απρόσβλητο (Brotherton and Others v. Aseguradora Colseguros SA and Another [2003], EWCA Civ 705), το μέσο προστασίας που ο ασφαλισμένος έχει στη διάθεσή του αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας που του προκάλεσε η αντίθεση της συμπεριφοράς του ασφαλιστή στην υπέρτατη καλή πίστη, η οποία δεν αμφισβητείται ότι κατά το s. 17 ΜΙΑ 1906, όπως ίσχυε πριν αλλά εξακολουθεί να ισχύει και μετά τον ΙΑ 2015, δεσμεύει αμφότερους τους συμβαλλόμενους στην ασφαλιστική σύμβαση. Επομένως, η αδικαιολόγητη avoidance νομιμοποιεί τον ασφαλισμένο να επιδιώξει αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη από αυτήν είτε με αγωγή που θα έχει τέτοιο αίτημα είτε με αίτημα σωρευόμενο στην πιο πάνω αναγνωριστική της ακυρότητας της μονομερούς εκ μέρους του ασφαλιστή ακυρώσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως, η οποία, αν κριθεί αδικαιολόγητη, θα συνιστά repudiatory breach of contract εκ μέρους του ασφαλιστή, υπό την έννοια της χωρίς δικαίωμα αρνήσεως εκπληρώσεως των συμβατικών του υποχρεώσεων, όπως μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέβη αν κριθεί ότι δεν υπήρξε ανέντιμη παρουσίαση του ασφαλιστέου κινδύνου ή ότι η παρουσίαση δεν αφορούσε σε ουσιώδες περιστατικό ή ότι αυτή η παρουσίαση δεν παρακίνησε τον ασφαλιστή στην κάλυψη του κινδύνου (Colinvaux & Merkin’s Insurance Contract Law, ο.π., Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, ο.π., 15-156 επομ., σελ. 592 επομ., έτσι και οι υπ’ αριθμ. 335/14.9.2022 και 367/1.12.2023 δύο [2] νομικές πληροφορίες του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που χορηγήθηκαν κατ’ αίτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης, στις οποίες γίνεται επιπλέον παραπομπή, αφενός, σε Chitty on Contracts, v. II, Specific Contracts, Insurance, 2018, 42-042, όπου σημειώνεται ότι «δεν υφίσταται ευχέρεια του δικαστηρίου κατά τους κανόνες της επιείκειας [equity], ώστε να περιορίσει ή να ακυρώσει μία κατά τα άλλα νομότυπη ακύρωση της σύμβασης» και, αφετέρου, στην απόφαση Transthene Packaging Co v. Royal Insurance [UK] Ltd [1996], LRLR 32, που αφορά αιτίαση περί αδικαιολόγητης υπαναχώρησης του ασφαλιστή επί ασφαλίσεως ακινήτου κατά κινδύνου πυρός). Η αγωγή του ασφαλισμένου για την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη από την αδικαιολόγητη avoidance του ασφαλιστή έχει μάλλον αδικοπρακτική βάση, δεδομένου ότι το αγγλικό συμβατικό δίκαιο έχει δικονομική προέλευση και ιστορικά αναπτύχθηκε στη βάση της αδικοπρακτικής ευθύνης, αφού ο οφειλέτης ευθύνεται όχι επειδή αθέτησε την υπόσχεσή του αλλά γιατί ζημίωσε το δανειστή (Gregory Klass, Introduction to Philosophical Foundations of Contract Law, 2014, σελ. 12, Ι. Ανδρουλιδάκη – Δημητριάδου, Αι υποχρεώσεις συναλλακτικής πίστεως, 1972, σελ. 76 επομ., βλ. και ΤριμΕφΠειρ. 290/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, πρβλ Waddams SM, The Choice of Remedy for Breach of Contract, σε Beatson Jack/Friendmann Daniel, Good Faith and Fault in Contract Law., 1995, σελ. 472 επομ.). Με δεδομένο ότι ζημία του ενάγοντος συνδεόμενη αιτιωδώς με την ενέργεια του εναγόμενου ασφαλιστή είναι η απώλεια του ασφαλίσματος, που οποίο θα είχε εισπραχθεί από τον πρώτο, αν δεν είχε μεσολαβήσει η συμπεριφορά του δεύτερου, με την ως άνω αγωγή μπορεί να αναζητηθεί, δευτερογενώς, η αποκατάσταση της αξίας της βλάβης που το ασφαλισμένο πράγμα υπέστη συνεπεία της επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, η οποία δεν αποζημιώθηκε εξαιτίας της αντισυμβατικής ενέργειας του ασφαλιστή να ακυρώσει αδικαιολόγητα την ασφαλιστική σύμβαση. Δεν δύναται, όμως, ο ασφαλισμένος να ασκήσει την αξίωσή του από τη σύμβαση ασφαλίσεως, η οποία είναι πρωτογενής (Lowry John/Rawlings Philip/Merkin Robert, Insurance Law: Doctrines and Principles, 2011, σελ. 325, 1.1.1, Kyriaki Noussia, The Principle of Indemnity in Marine Insurance Contracts, 2007, σελ. 27, Hodges Susan, Law of Marine Insurance, 1996, ch. 1, σελ. 1, Staring Grayden, Law of reinsurance, 1993, Chapter 6, σελ. 2, Brown Robert, Marine Reinsurance, 1981, βλ. και Θ. Λιακόπουλου, Η αποζημιωτική αρχή στο παράδειγμα της υπερασφάλισης και η διεθνής δημόσια τάξη, σε ΝοΒ 1991/510 επομ. [515 και 516]) μιας και το συμβατικό θεμέλιό της έχει αναδρομικά ανατραπεί. Περαιτέρω, κατά το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης, επί έγκυρης και ισχυρής ασφαλιστικής σύμβασης, εφόσον η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει καθ’ ον χρόνο είναι ενεργός η ασφαλιστική κάλυψη, ο ασφαλιστής ευθύνεται να αποκαταστήσει οποιαδήποτε ζημία συνδέεται αιτιωδώς με τον ασφαλισμένο κίνδυνο [s. 55 ΜΙΑ 1906: … the insurer is liable for any loss proximately caused by a peril insured against…]. Στο s. 56 ορίζεται ότι η ζημία αυτή [loss] μπορεί να είναι ολική ή μερική [total or partial] και ότι μερική είναι κάθε ζημία που δεν συνιστά ολική απώλεια (§ 1), ενώ η τελευταία μπορεί να είναι είτε πραγματική [actual] είτε τεκμαρτή – πλασματική  [constructive]. Περίπτωση πραγματικής ολικής απώλειας ανακύπτει όταν το αντικείμενο της ασφαλίσεως έχει καταστραφεί κατά την υλική του υπόσταση ή έχει υποστεί τέτοια βλάβη (αλλοίωση), ώστε να μην αποτελεί πλέον πράγμα του είδους που ασφαλίστηκε ή όταν ο ασφαλισμένος το έχει ανεπανόρθωτα αποστερηθεί (s. 57). Αντιθέτως, τεκμαρτή ολική απώλεια ασφαλισμένου πλοίου, πλην αντίθετης συμφωνίας, υπάρχει, μεταξύ άλλων, όταν τούτο έχει βλαβεί από τον ασφαλισμένο κίνδυνο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το κόστος της επισκευής των ζημιών του να υπερβαίνει την αξία του κατά την επισκευή του (s. 60 §§ 1 και 2). Ειδικώς επί ασφαλίσεως σκαφών αναψυχής στον υπ’ αριθμ. 17 όρο των Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1ης.11.1985 διευκρινίζεται ότι, για την εξακρίβωση του κατά πόσον υφίσταται ολική απώλεια του πλοίου, ως αξία επισκευής θεωρείται η ασφαλιστική αξία (§ 1) και ορίζεται ότι, αν το κόστος επισκευής του πλοίου δεν την υπερβαίνει, δεν καταβάλλεται αποζημίωση για τεκμαρτή ολική απώλεια (§ 2). Τούτο σημαίνει ότι η χαμηλότερη από τις δύο αυτές αξίες αποτελεί το όριο της αποζημιωτικής ευθύνης του ασφαλιστή επί ολικής ζημίας είτε αυτή είναι πραγματική είτε τεκμαρτή υπό την έννοια που προεκτέθηκε, καθώς και ότι η ίδια χαμηλότερη από τις δύο αξία θα χρησιμοποιεί προκειμένου να εξακριβωθεί αν υπάρχει τεκμαρτή ολική ζημία ή όχι (Lambeth R. J., Templeman on Marine Insurance: Its principles and practice, 1981, σελ. 238). Εξάλλου, κατά το s. 61 ΜΙΑ 1906, σε περίπτωση τέτοιας απώλειας, ο ασφαλισμένος δύναται είτε να θεωρήσει την απώλεια ως μερική είτε να εγκαταλείψει το αντικείμενο της ασφαλίσεως στον ασφαλιστή και να θεωρήσει τη ζημία ως ολική απώλεια. Με τη διάταξη αυτή παρέχονται στον ασφαλισμένο δύο [2] αποζημιωτικές αξιώσεις που τελούν μεταξύ τους σε σχέση εκλεκτικής ή διαζευκτικής συρροής, με αποτέλεσμα μόνο η μία να δύναται κάθε φορά να ασκηθεί. Συγκεκριμένα, ο ασφαλισμένος μπορεί να αξιώσει αποζημίωση είτε για μερική είτε για (τεκμαρτή) ολική ζημία, εφόσον, όμως στη δεύτερη περίπτωση παραιτηθεί από το δικαίωμά του σε ό,τι απέμεινε από το πλοίο και το εγκαταλείψει στον ασφαλιστή (Kastor Navigation Co Ltd & Anor v. AXA Global Risks (UK) Limited and Ors (The Kastor Too) [2004] Lloyd’s Rep. I.R. 481, Merkin Robert, Colinvaux’s Law of Insurance, 2006, αρ. 23 – 84, σελ. 922, Lambeth R.J., ο.π., σελ. 218). Η επιλογή λαμβάνει χώρα με βάση οικονομικά κριτήρια, που σχετίζονται με το συμφέρον του ασφαλισμένου πλοιοκτήτη να διατηρήσει το βλαβέν πλοίο στην περιουσία του ή όχι (Bennett Howard, ο.α.π., αρ. 21.77, σελ. 658), σταθμίζοντας ιδίως το γεγονός ότι σε περίπτωση ολικής απώλειας ως μέτρο της αποζημιώσεως, επί αποτιμημένου ασφαλιστηρίου, λαμβάνεται κατά τα προαναφερθέντα το ασφαλιστικό ποσό [βλ. και s. 68 (1) ΜΙΑ 1906]. Αν επιλεγεί η εγκατάλειψη (abandonment) του αντικειμένου της ασφαλίσεως, ο ασφαλισμένος προκειμένου να ικανοποιηθεί για τεκμαρτή ολική απώλεια οφείλει να επιδώσει με εύλογη επιμέλεια (with reasonable diligence) στον ασφαλιστή ειδοποίηση περί της εγκαταλείψεως, συνήθως έγγραφη αλλά πάντοτε σαφή ως προς την πρόθεση του δηλούντος να εγκαταλείψει το αντικείμενο της ασφαλίσεως άνευ όρων (s. 62 §§ 1 – 3). Η δήλωση (notice of abandonment) πρέπει να προέρχεται από τον ασφαλισμένο ή από βοηθό εκπληρώσεώς του ή από εξουσιοδοτημένο πράκτορά του (Kyriaki Noussia, ο.π., σελ. 105). Η προηγούμενη επίδοση της ειδοποίησης θεωρείται μάλιστα ως αναγκαίος όρος (condition precedent) του δικαιώματος του ασφαλισμένου να αποζημιωθεί για τεκμαρτή ολική απώλεια (Bank of America National Trust and Savings Association v. Chrismas (The Kyriaki) [1993], 1 Lloyd’s Rep. 137, Royal Boskalis Westminster N.V. and others v. Mountain and others [1997], 2 All ER 929 = LRLR 523, Bennett Howard, ο.π., αρ. 22.33, σελ. 693, Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, ο.π., 22–33, σελ. 693, O’ May Donald, Marine Insurance Law and Policy, 1993, ch. 14, σελ. 423, Ivamy Hardy, ο.π., σελ. 411, για δε τη διπλή λειτουργία του condition precedent στο αγγλικό δίκαιο των συμβάσεων, αφενός ως αναβλητικής αιρέσεως και αφετέρου ως διαδικαστικής προϋπόθεσης που πρέπει να τηρηθεί για τη γένεση ενός δικαιώματος ή για την ενάσκηση μιας αξιώσεως βλ. Chitty on Contracts, Vol. 1, 2004, General Principles, αρ. 2 – 145, σελ. 193). Αν ο ασφαλισμένος δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του αυτή, η απώλεια μπορεί να θεωρηθεί μόνον ως μερική ζημία [s. 62 (1 εδαφ. β΄) MIA 1906 και θα αποζημιωθεί κατά τις ακόλουθες διακρίσεις τις οποίες εισάγει η διάταξη του s. 69 MIA 1906: α] αν έχει γίνει πλήρης επισκευή του πλοίου θα αποζημιωθεί το λογικό κόστος αυτής, εφόσον δεν υπερβαίνει το ασφαλιστικό ποσό, ενώ β] αν πραγματοποιήθηκε μερική επισκευή του θα αποζημιωθεί το λογικό κόστος αυτής και θα αποκατασταθεί ο δικαιούχος κατά το ποσό της αξίας του πλοίου που απομειώθηκε εξαιτίας των ζημιών που δεν επισκευάστηκαν, εφόσον βέβαια το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως δεν υπερβαίνει το κόστος της πλήρους επισκευής και, τέλος, γ] αν το πλοίο δεν επισκευαστεί και δεν πουληθεί στην κατάσταση που ευρίσκεται μετά την ζημία, ο δικαιούχος θα αποζημιωθεί για τη λογική υποτίμηση της αξίας του πλοίου, που οφείλεται στις ανεπισκεύαστες ζημίες του, εφόσον όμως και πάλι το συνολικό ποσό της αποζημιώσεως δεν υπερβαίνει το εύλογο κόστος επισκευής (Μ. Παζαρζής, Ναυτασφαλίσεις, 2015, σελ. 222). Το ίδιο θα ισχύσει και στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος ενάγει μεν για ολική απώλεια αδυνατεί όμως να την αποδείξει, οπότε μπορεί να αποζημιωθεί για τη μερική ζημία που ενδεχομένως προκύψει κατά την ουσιαστική έρευνα της αγωγής, αν η νομική της βασιμότητα δεν αναιρείται για άλλους λόγους, επειδή, κατά το αγγλικό δίκαιο [s. 56 (4) MIA 1906], η μερική απώλεια εμπεριέχεται ως έλασσον στο μείζον αίτημά της. Στην περίπτωση αυτή η αποζημίωση θα είναι πλήρης, υπό την έννοια ότι θα καλύπτει τη (μερική) ζημία στο σύνολό της και μέχρι το ύψος του ασφαλιστικού ποσού (ΤριμΕφΠειρ. 138/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 319/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Στην ίδια περίπτωση ανακύπτει ζήτημα σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού του ύψους του ασφαλίσματος, που οφείλεται εφόσον η μεν ζημία του ασφαλισμένου αντικειμένου (συνήθως πλοίου αλλά ενδεχομένως και του φορτίου του) παραμείνει ανεπισκεύαστη αλλά το ίδιο πωληθεί κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής καλύψεως και τούτο διότι στο s. 69 (3) ΜΙΑ 1906 δεν υφίσταται ρητή πρόβλεψη. Σχετικά, πριν την εισαγωγή του ΜΙΑ 1906 αλλά και μετά από αυτήν μέχρι το έτος 1985, υποστηρίχθηκαν δύο απόψεις. Κατά την πρώτη, το μέτρο της αποζημιώσεως πρέπει να προσδιοριστεί κατόπιν συγκρίσεως της αξίας του ασφαλισμένου πλοίου χωρίς ζημίες και του τιμήματος της πωλήσεώς του με τις βλάβες που υπέστη και κατά την δεύτερη, η εύλογη απομείωση της αξίας του κατά το s. 69 (3) πρέπει να εκτιμάται από την άποψη του εύλογου κόστους επισκευής της ζημίας που υπέστη (βλ. σχετ. Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, 2018, 27-17, σελ. 1467, Rose F. D., Marine Insurance: Law and Practice, 2012, 22.21, σελ. 465, Hodges Susan, Cases and Materials on Marine Insurance Law, 1999, σελ. 676 επομ.. Goole and Hull Steam Towing Co Ltd v. Ocean Marine Imsurance Co Ltd [1927] 29 LIL Rep 242). Ορθότερη πρέπει να θεωρηθεί η πρώτη, δεδομένου ότι στην περίπτωση πωλήσεως ανεπισκεύαστου του βλαβέντος πλοίου, το μέτρο της αποζημιώσεως πρέπει να αντιστοιχεί στη ζημία του ασφαλισμένου, που συνίσταται στην απομείωση της εμπορικής αξίας του συνεπεία των βλαβών του, το κόστος των οποίων δεν κατέβαλε ο ίδιος κατά την πώλησή του αλλά ο αγοραστής, ο οποίος ακριβώς για το λόγο αυτό κατέβαλε μειωμένο τίμημα έναντι εκείνου που θα αντιστοιχούσε στην άθικτη κατάσταση του πλοίου. Πάντως, μετά το έτος 1985 γίνεται δεκτό ότι το ζήτημα αντιμετωπίζεται με βάση τον όρο 16 των ως άνω Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου, που ορίζει ότι «Το μέτρο της αποζημίωσης σχετικά με απαιτήσεις για ανεπισκεύαστες ζημιές θα είναι η λογική υποτίμηση στην αγοραστική αξία του πλοίου κατά τη στιγμή που η παρούσα ασφάλιση λήγει και η οποία προκύπτει εξ αιτίας των ανεπισκεύαστων ζημιών, εφόσον δεν υπερβαίνει το λογικό κόστος των επισκευών», χωρίς καμία διάκριση με βάση την πώληση ή μη του πλοίου ανεπισκεύαστου (Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, ο.π.). Η ρήτρα αυτή περιλαμβάνεται ως συμβατικός όρος σε κάθε ασφαλιστήριο σκάφους αναψυχής, το οποίο παραπέμπει ρητώς στις Ρήτρες του Ινστιτούτου, έστω και η παραπομπή στο συγκεκριμένο όρο είναι εξυπακουόμενη και συνάγεται από το γεγονός της μη ρητής διαγραφής του από το σύνολο των Ρητρών στις οποίες η παραπομπή αναφέρεται.

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η επανακρινόμενη αγωγή, με την οποία ζητήθηκε η εκπλήρωση διεπόμενης από το αγγλικό δίκαιο ασφαλιστικής σύμβασης δια της καταβολής ασφαλίσματος, κυρίως μεν για ολική απώλεια και, επικουρικώς, για μερική απώλεια του (Ε/Γ–Τ/Ρ) σκάφους ΚΡ, λόγω επελεύσεως του ασφαλισμένου κινδύνου στις 19.7.2019 μετά, όπως στο δικόγραφό της εκτίθεται, α] την από 23.9.2019 δήλωση της ενάγουσας ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας περί εγκατάλειψής του, β] την από 10.2.2020 πώλησή του ανεπισκεύαστου σε  τρίτον και γ] την από 19.6.2020 δήλωση της εναγομένης ασφαλίστριας περί ακυρώσεως της ασφαλίσεως εξαιτίας δόλιας υπερασφαλίσεώς του, δεν ήταν νόμιμη. Και τούτο διότι μετά την ab initio ανατροπή, της επίμαχης ασφαλιστικής συμβάσεως με δήλωση της εναγομένης, της οποίας το κύρος δεν μπορεί, κατά το εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο, να ερευνηθεί δικαστικά ούτε παρεμπιπτόντως, δεν είναι δυνατή η καταβολή ασφαλίσματος από τον ασφαλιστή που επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμά του να αποστεί της συμβάσεως, ανεξαρτήτως του δικαιολογημένου ή μη της ασκήσεώς του, καθώς αυτός μπορεί να υποχρεωθεί μόνον σε αποζημίωση του ασφαλισμένου, αν η δήλωσή του ήταν πράγματι αδικαιολόγητη. Με την ένδικη αγωγή, όμως, δεν επιδιώκεται η αποζημίωση της ενάγουσας για την αιτία αυτή  αλλά ρητώς η καταβολή της πρωτογενούς οφειλής της εναγόμενης ασφαλίστριας (σελ. 21 της αγωγής), όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται και στο δεύτερο βαθμό (σελ. 15 των προτάσεων της εφεσίβλητης επί της έφεσης της αντιδίκου της). Άλλωστε, η ενάγουσα συνομολόγησε καθ’ υποφοράν με την αγωγή της την μονομερή ακύρωση της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης εκ μέρους της αντιδίκου της, κατά της οποίας ισχυρίζεται μόνον, αφενός, ότι δεν ήταν νόμιμη, επειδή πραγματοποιήθηκε μετά τη λήξη της περιόδου της ασφαλιστικής καλύψεως και, αφετέρου, ότι ήταν αβάσιμη επειδή η ασφαλίστρια τελούσε σε γνώση της πραγματικής αξίας του ασφαλισθέντος σκάφους της, δεδομένου ότι αυτό είχε ασφαλιστεί το πρώτον το έτος 2006 και έκτοτε είχαν μεσολαβήσει διαδοχικές ανανεώσεις με νέα ασφαλιστήρια, πριν την υπογραφή των οποίων είχαν προηγηθεί διαπραγματεύσεις των μερών. Για όσους λόγους προαναφέρθηκαν και σύμφωνα με τα ισχύοντα στο αγγλικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης από τους ισχυρισμούς αυτούς ο πρώτος είναι νομικά αβάσιμος και ο δεύτερος δεν μπορεί να ερευνηθεί. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι τρίτος και τέταρτος λόγοι της υπό κρίση Α΄ έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα – εναγόμενη επαναφέρει τους και πρωτοδίκως προταθέντες σχετικούς ισχυρισμούς της, οι οποίοι, όμως, απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη, η οποία, κρίνοντας παρεμπιπτόντως ότι οι ισχυρισμοί της ασφαλίστριας που περιελήφθησαν στην από 19.6.2020 δήλωσή της περί ακύρωσης της ασφαλιστικής συμβάσεως ήσαν αβάσιμοι και θεωρώντας την αγωγή κατά τα ως άνω αιτήματά της νόμιμη και, ακολούθως εν μέρει βάσιμη, έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του αγγλικού ναυτασφαλιστικού δικαίου και για το λόγο αυτό πρέπει κατά τα αντίστοιχα κεφάλαιά της να εξαφανιστεί. Ο λόγος της απορρίψεως της αγωγής κατά το αίτημα καταβολής ασφαλίστρου για τεκμαρτή ολική απώλεια του Ε/Γ–Τ/Ρ σκάφους ΚΡ συμπαρασύρει στο ίδιο αποτέλεσμα και την επικουρική βάση του, που αναφέρεται σε μερική απώλειά του, δεδομένου ότι και αυτή επιχειρείται να θεμελιωθεί σε ισχυρή ασφαλιστική σύμβαση, όπως εν προκειμένω δεν συμβαίνει μετά την 19.6.2020. Για την πληρότητα, όμως, της αιτιολογίας της παρούσας πρέπει να σημειωθεί και ότι το ίδιο (επικουρικό) αίτημα τυγχάνει νομικά αβάσιμο και απορριπτέο, επειδή με αυτό δεν επιδιώχθηκε η αποκατάσταση της ζημίας της ενάγουσας από την απομείωση της αξίας του σκάφους που πωλήθηκε, υπό τα εκτιθέμενα, ανεπισκεύαστο αλλά το εκτιμώμενο κόστος της επισκευής του, στο οποίο, όμως, η ενάγουσα δεν υποβλήθηκε. Επομένως, η εκκαλουμένη που δέχθηκε το αντίθετο, παραβλέποντας τους σχετικούς συμβατικούς όρους και, συγκεκριμένα, τον με αριθμό 16 όρο των Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου, που, όπως εκτέθηκε στην αγωγή, είχε περιληφθεί στο επίμαχο ασφαλιστήριο, αφού δεν διαγράφηκε ρητώς (βλ. σελ. 3 της αγωγής), έσφαλε ως προς την εφαρμογή των νομικών κανόνων που έπρεπε να εφαρμόσει, όπως και η εκκαλούσα της Α΄ έφεσης υποστηρίζει με τους παρομοίου περιεχομένου δύο [2] πρώτους λόγους της Α΄ έφεσής της.

V. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερθέντων παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αμφοτέρων των ενδίκων εφέσεων, με τους οποίους προβάλλονται παράπονα κατά των πρωτόδικων ουσιαστικών κρίσεων επί της αγωγής κατά τα κεφάλαιά της που κρίνονται ήδη απορριπτέα ως νομικά αβάσιμα. Μετά ταύτα, πρέπει κατά παραδοχή της Α΄ έφεσης και μετ’ απόρριψη της Β΄ έφεσης, αμφοτέρων κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη στο σύνολό της και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή καθ’ ολοκληρίαν, να κριθεί η τύχη των παραβόλων που κατατέθηκαν για την άσκηση εκάστης, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό και να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που ανέκυψε κατά την ερμηνεία των κανόνων του αλλοδαπού δικαίου που κρίθηκαν εφαρμοστέοι.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 2826/2021 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Απορρίπτει τη Β΄ έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιου ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε για την έφεση αυτή.

Δέχεται την Α΄ έφεση.

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Απορρίπτει την από 30.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/30.6.2020 αγωγή στο σύνολό της.

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 29 Αυγούστου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχώρησης των Εφετών Αναστασίου Αναστασίου και Θεόκλητου Καρακατσάνη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτες και με Γραμματέα τη Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ