ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός: 447 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τoν Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς κι από τη Γραμματέα KΣ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……………. με Α.Φ.Μ ……. 2) …………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια τους δικηγόρο τους Σοφία Κοφινά .
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………….» και διακριτικό τίτλο «………….» πρώην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……………. » και το διακριτικό τίτλο «……………. », που εδρεύει στο …….. Αττικής, επί της οδού …………, με ΑΦΜ …….. της Δ.Ο.Υ ΦΑΕ Πειραιά και με αριθμό ΓΕ.ΜΗ …….., αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμό 220/1/13.03.2017 απόφασης της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων [υπ΄ αριθμό 880/16.03.2017 Φ.Ε.Κ (Τ.Β΄)] η οποία, κατόπιν λύσης, δυνάμει της από 04.02.2022 σύμβασης, που συνήφθη μεταξύ άλλων ανάμεσα στην Εταιρεία Ειδικού Σκοπού με την επωνυμία «………….» (……….), που εδρεύει στο …….. Ιρλανδίας, οδός ………….., με αριθμό μητρώου ………., νομίμως εκπροσωπούμενης και το διαχειριστή ενδιάμεσης περιόδου ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία << ……….”, η οποία δημοσιεύτηκε την 04.02.2022, με αριθμό πρωτ. ….. και καταχωρίστηκε στα δημόσια βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. με αυξ. Αρ. ….., της από 17.12.2021 <<Σύμβαση διαχείρισης ενδιάμεσης περιόδου>> της αλλοδαπής εταιρείας Εταιρεία Ειδικού Σκοπού με την επωνυμία «………….» και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….”>>, περίληψη της οποίας είχε καταχωριστεί την 17.12.2021 με αριθμό πρωτ. ………/17.12.2021 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. με αυξ. Αρ. …., ( αρ. 10 παρ. 14 και 16 του ν. 3156/2003), ενεργεί δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης μακροχρόνιας διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (αρ. 10 παρ. 14 και 16 του ν. 3156/2003), περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε νόμιμα την 04.02.2022, με αριθμό πρωτ. …./04.02.2022 στα δημόσια βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο 13 με αυξ. Αρ. 319, (αρ. 10 παρ. 16 του ν. 3156/2003 ) σε συνδυασμό με το από 17.12.2021 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Ιρλανδίας ………. , με την ιδιότητα της μη δικαιούχου και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο ………. Ιρλανδίας (οδός …………) αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού υπό την επωνυμία «………..» η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<………….”, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποιήσης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τιος διατάξεις του ν. 3156/2003, δυνάμει της από 17.12.2021 <<Σύμβαση διαχείρισης ενδιάμεσης περιόδου>> της αλλοδαπής εταιρείας Εταιρεία Ειδικού Σκοπού με την επωνυμία «……………..» και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία << ……………….”>> , περίληψη της οποίας είχε καταχωριστεί την 17.12.2021 με αριθμό πρωτ. ………/17.12.2021 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο ….. με αυξ. Αρ. …….., (αρ. 10 παρ. 14 και 16 του ν. 3156/2003), δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε νόμιμα στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …. με αυξ. Αριθμό … και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …/17.12.2021 η δημοσίευση αυτή ως προς το παράρτημα της και για την ορθότητα αυτού, επαναλήφθηκε με την υπ΄ αριθμό πρωτ. …/20.01.2022 δημοσίευση συμβάσεων του άρθρου 10 παρ.8 του ν. 3156/2003 η οποία και καταχωρίστηκε στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αυξ. Αριθμό …. η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένης Σκούρα.
Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022 ) ανακοπή και το από 17.03.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023) δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1910/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 19.06.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2023, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2023) έφεσή τους . Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο. Στο ίδιο δικόγραφο οι εκκαλούντες σώρευσαν αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης και αίτημα χορήγησης σημειώματος- προσωρινής διαταγής.
Κατά την παραπάνω δικάσιμο η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης αφού έλαβε τον λόγο από τον Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 19.06.2023 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……../2023 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2023, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……../2023 έφεση των ηττηθέντων πρωτοδίκως ανακοπτόντων κατά της ανώνυμης εταιρείας <<…………..» και διακριτικό τίτλο «……………» , ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» (………….), που εδρεύει στο ….. Ιρλανδίας, προς εξαφάνιση της με αριθμό 1910/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την από 29.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022) ανακοπή και το από 17.03.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023) δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής, των εκκαλούντων κατά της εφεσίβλητης και κατά των από 12.10.2022 και 17.10.2022 επιταγών προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εκ του υπ΄ αριθμό …./2019 πρώτου (α) εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αριθμό …./2019 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 25.10.2022 γραπτής εντολής – πληρεξουσιότητας της επισπεύδουσας προς το Δικαστικό Επιμελητή ………… και της με αριθμό ……./29.11.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. , έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 στις 19.6.2023 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, η δε ως άνω έφεση ασκήθηκε σε τρεις (3) ημέρες από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για να δικαστεί με την ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό του ένδικου μέσου έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες κατ’ άρθρο 495 παρ.3Α στοιχ.β’ του ΚΠολΔ το με κωδικό ………/2023 e- Παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφα του e- Παράβολου και της από 19.6.2023 βεβαίωσης της Γραμματέως περί εξόφλησης αυτού). Με την παραπάνω έφεση παραδεκτά σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο και συνεκδικάζεται κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ με επίκληση επικείμενου κινδύνου πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης, αίτηση αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται με τις προσβαλλόμενες πράξεις, να ανασταλεί ο πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου που πρόκειται να γίνει στις 05.07.2023 με ηλεκτρονικά μέσα (ηλεκτρονικός πλειστηριασμός) στην πλατφόρμα ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΩΝ (https//www.eauction.gr) ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών ………. , κατοίκου Αθηνών, ή ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή της, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ασκηθείσας εφέσεως και χωρίς εγγύηση. Σημειωτέον ότι από τις 23.6.2023 έχει γίνει δεκτή η σωρευθείσα από τους εκκαλούντες στο ίδιο δικόγραφο αίτηση προσωρινής διαταγής προς τον Δικαστή του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και έχει ανασταλεί προσωρινά η αρξαμένη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την εκδίκαση της της υπό κρίση εφέσεως και υπό τον όρο εκδίκασης στην ορισθείσα δικάσιμο. Τέλος, να καταδικασθεί η εφεσίβλητη- καθ’ης η ανακοπή στη συνολική δαπάνη των εκκαλούντων – ανακόπτοντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και στη δικαστική δαπάνη της αίτησης αναστολής. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, οι σωρευμένες στο ίδιο δικόγραφο αίτηση αναστολής και έφεση αρμοδίως εισάγονται για να συζητηθούν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αντίστοιχα κατά τα άρθρα 938 παρ.2 ΚΠολΔ (ως αυτό ισχύει, μετά τη γενόμενη τροποποίησή του με το Ν.4842/2021, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, λόγω του χρόνου επιδόσεως των από 12.10.2022 και 17.10.2022 επίδικων επιταγών προς πληρωμή, στις 14.10.2023 και 19.10.2023 αντίστοιχα και 19 περ.α’ του ΚΠολΔ. Ειδικότερα ως προς την αίτηση αναστολής της εκτέλεσης σημειώνεται ότι και μετά την προσθήκη του άρθρου 938 ΚΠολΔ με το άρθρο 60 του ν. 4842/2021, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση της ανακοπής, αφού με βάση τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 938 ΚΠολΔ παρέχεται τέτοια δυνατότητα μόνο κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδικαίως, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο που υποβάλλεται στο δικαστήριο του ένδικου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού. Το δικαστήριο του ένδικου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται στην περίπτωση αυτή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ένδικου μέσου κατ’ άρθρο 938 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου όμως ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα αυτοτελώς, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο και συνεπώς θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αιτήσεως αναστολής και επί του ένδικου μέσου (εκτός από την περίπτωση που ζητηθεί και προσδιορισθεί για τη σωρευμένη στο εφετήριο αίτηση αναστολής χωριστή δικάσιμος και μάλιστα νωρίτερα από τη δικάσιμο της έφεσης). Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής αιτήσεως αναστολής κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ.3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (βλ. Π. Ρεντούλη σε Απαλαγάκη- Σταματόπουλου, Ο Νέος ΚΠολΔ 2, Νομική Βιβλιοθήκη 2022, σελ. 3029, παρ.4 και 5). Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση παραδεκτά μεν υποβάλλεται με το εφετήριο και αίτηση αναστολής εκτέλεσης με βάση την επιβληθείσα αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου, πλην όμως δεδομένου ότι υποβλήθηκε με το ίδιο δικόγραφο από τους εκκαλούντες – αιτούντες και αίτημα έκδοσης σημειώματος περί αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί του ενδίκου μέσου, το οποίο εξετάσθηκε κι έγινε δεκτό από την Πρόεδρο Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιά στις 23.6.2023, η οποία ανέστειλε την εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος των εκκαλούντων – αιτούντων μέχρι την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση έφεσης, χωρίς μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο για τη συζήτηση της έφεσης η εκδοθείσα προσωρινή διαταγή να έχει ανακληθεί, καθίσταται άνευ αντικειμένου, ελλείψει έννομου συμφέροντος η εξέταση της σωρευμένης στο ίδιο δικόγραφο αίτησης αναστολής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της παρούσας έφεσης.
Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης από 29.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022) ανακοπή και το από 17.03.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023) δικόγραφο πρόσθετων λόγων, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ζητούσαν για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση των από 12.10.2022 και 17.10.2022 επιταγών προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εκ του υπ΄ αριθμό …./2019 πρώτου (α) εκτελεστού απογράφου της υπ΄ αριθμό …/2019 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 25.10.2022 γραπτής εντολής – πληρεξουσιότητας της επισπεύδουσας προς το Δικαστικό Επιμελητή …………… και της με αριθμό ……./29.11.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….. με την οποία κατασχέθηκε το ειδικότερα αναφερόμενο ακίνητο και ορίστηκε ημέρα πλειστηριασμού η 05-07-2023. Επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους στο σύνολό τους . Ήδη οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεση τους παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι να γίνουν δεκτοί στο σύνολό τους .
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ` της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. …… 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (Α` 220). ……Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντoς πιστωτικού ιδρύματος. …… 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…..». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1γ και δ του ίδιου ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρείες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄246). Εφόσον οι Εταιρείες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (βλ. άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΦΕΚ Β` 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003 προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθού η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθού η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. (ΑΠ 598/2021ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,Β. Βαθρακοκοίλη, Ερµηνεία ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 925, αρ. 2,3 και 4). Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (πρβλ. ΑΠ 345/2006 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νοµιµοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των µεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συµβάσεων µεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύµφωνα µε το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, ήτοι η δηµοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε µε τη µε αριθµό 161/337/2003 (ήδη Υ.Α. 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του µεταβιβάζοντος, µε το σχετικό απόσπασµα των µεταβιβαζόµενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της µεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ού η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νοµοτυπική µορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (Εφ.Θεσ. 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 574/2020, Εφ.Πειρ.352/2022, αδημ. στο νομιμό τύπο, Εφ.Θεσ.(Μον).177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Π. Γιαννόπουλος ‘’Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως µη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθµίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις’’ Αρµ. 2019.233 επ., Γ. Αποστολάκης ‘’Ζητήµατα από την κατ’ εξαίρεση νοµιµοποίηση των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια’’ ΕπΑΚ 2021 σελ. 703-704) Μονομελές Εφετείο Πειραιά 432/2024, Μονομελές Εφετείο Πειραιά 174/2024, Μονομελές Εφετείο Πειραιά 697/2023, Μονομελές Εφετείου Πειραιά 2689/2022, νομολογία Εφετείου Πειραιά.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η δεύτερη εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου πρόσθετου λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι η κατάσχεση επιβλήθηκε με βάση ελλιπή νομιμοποιητικά έγγραφα και συγκεκριμένα ότι δεν της επιδόθηκε και η τελευταία ισχύουσα διαχειριστική σύμβαση, ούτε έγινε μνεία αυτής στο σώμα της κατασχετήριας έκθεσης και συνεπώς η επιβληθείσα κατάσχεση τυγχάνει ακυρωτέα ελλείψει νομιμοποίησης. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι μετά την επίδοση προς αυτήν της συμπροσβαλλόμενης από 17.10.2022 επιταγής προς πληρωμή, καταρτίστηκε μεταξύ της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..» και της καθ΄ ης η ανακοπή – διαχειρίστριας απαιτήσεων και ήδη εφεσίβλητης, η από 08.11.2022 σύμβαση συμπλήρωσης, η οποία καταχωρήθηκε σε περίληψη με αριθ, πρωτ. …../08.11.2022 στο βιβλίο που τηρείται στο ενεχυροφυλάκειο Αθηνών που συμπλήρωσε την παράγραφο δ (περίληψη των εξουσιών του διαχειριστή απαιτήσεων) του κεφαλαίου 2 (συμβατικοί όροι) της από 04.02.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων καταρτίστηκε μεταξύ της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………» και της καθ΄ ης η ανακοπή – διαχειρίστριας απαιτήσεων . Ότι αφού πριν την επιβολή της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης δυνάμει της με αριθμό ……/29.11.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης η οποία κοινοποιήθηκε στην καθ΄ ης την 30.11.2022, καταρτίσθηκε η ως άνω νέα σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων μεταξύ της δικαιούχου της απαίτησης – αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού και της καθ΄ ης η ανακοπή – διαχειρίστριας απαιτήσεων, έπρεπε να είχε κοινοποιηθεί και η με αριθμό πρωτ. περίληψη δημοσιεύσεων ……/08.11.2022 σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων που ήταν η ισχύουσα και να γίνει κοινοποίηση νέας επιταγής προς πληρωμή, με την οποία να συγκοινοποιηθεί η νέα σύμβαση, ή τουλάχιστον να συγκοινοποιηθεί και η ως άνω σύμβαση ή και να γίνει μνεία της ως άνω σύμβασης στο σώμα της υπ΄ αριθμό ……/29.11.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης. Ότι, με βάση αυτά, η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται σε βάρος της δεύτερης ανακύπτουσας και ήδη εκκαλούσας, πάσχει ακυρότητας. Με τέτοιο περιεχόμενο, ο πρόσθετος αυτός λόγος της ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι από τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν µπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, η επιταγή και τα έγγραφα που τον νοµιµοποιούν. Συνεπώς η κοινοποίηση των εγγράφων που νομιμοποιούν τον επιτάσσοντα ως διάδοχο του αρχικού δικαιούχου απαιτείται όταν υπάρξει διαδοχή (ειδική ή καθολική) στο πρόσωπο του δικαιούχου. Εν προκειμένω, όμως, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής δεν υπήρξε ειδική διαδοχή στο πρόσωπο της καθ΄ης ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων, η οποία με την ιδιότητα αυτή επισπεύδει την αναγκαστική εκτέλεση, ώστε δεν απαιτείται συγκοινοποίηση της από 08.11.2022 σύμβαση συμπλήρωσης, η οποία καταχωρήθηκε σε περίληψη με αριθ, πρωτ. …./08.11.2022 στο βιβλίο που τηρείται στο ενεχυροφυλάκειο Αθηνών και συμπλήρωσε την παράγραφο δ (περίληψη των εξουσιών του διαχειριστή απαιτήσεων) του κεφαλαίου 2 (συμβατικοί όροι) της από 04.02.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων με αριθμό πρωτ. καταχώρισης περίληψης στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών …./04.02.2002. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της ανακοπής, η από 08.11.2022 σύμβαση συμπλήρωσης δεν ανατέθηκε εκ νέου εξουσία διαχείρισης αλλά συμπληρώθηκε η παράγραφος δ που αναφέρεται στην περίληψη των εξουσιών του διαχειριστή απαιτήσεων του κεφαλαίου 2 που αναφέρεται στους συμβατικούς όρους της από 04.02.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Συνεπώς δεν έλαβε χώρα μετάθεση της νομιμοποίησης προς δικαστική επιδίωξη της απαίτησης από το πρόσωπο του δικαιούχου σε τρίτο μη δικαιούχο διάδικο διότι η μεταβολή στο πρόσωπο του δικαιούχου της ένδικης απαίτησης είχε συντελεστεί πριν την έναρξη της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με την επίδοση της συμπροσβαλλόμενης από 17.10.2022 επιταγής προς πληρωμή και η εν λόγω σύμβαση αφορούσε μόνο τη συμπλήρωση της παραγράφου δ (περίληψη των εξουσιών του διαχειριστή απαιτήσεων) του κεφαλαίου 2 (συμβατικοί όροι) της από 04.02.2022 σύμβασης. Συνεπώς ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, πλην όμως θα αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης από τις αιτιολογίες της παρούσας ως πληρέστερες κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ και ακολούθως θα απορριφθεί στην ουσία του ο πρώτος σχετικός λόγος εφέσεως.
Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου λόγων της ανακοπής τους. Ειδικότερα, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής, με το συναφές πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής και με τον συναφή τέταρτο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης πάσχουν από ακυρότητα, λόγω παράβασης της διάταξης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Τούτο διότι με τις προσβαλλόμενες επιταγές προς πληρωμή, οι οποίες συντάχθηκαν κάτω από αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. ……………/2019 διαταγής πληρωμής και επιδόθηκαν στους ανακόπτοντες την 14.10.2022 και την 19.10.2022, αντίστοιχα, η καθ’ ης η ανακοπή, ενεργώντας ως διαχειρίστρια απαιτήσεων για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», λόγω πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με το Ν. 3156/2003, συγκοινοποίησε προς τους ανακόπτοντες τα εξής έγγραφα σε επικυρωμένα αντίγραφα: 1) Την υπ’ αριθ. πρωτ. …/17.12.2021 περίληψη δημοσίευσης της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στον τόμο … με αριθμό …. του δημόσιου βιβλίου που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών, 2. Την υπ΄ αριθ. πρωτ. …./20.01.2022 περίληψη δημοσίευσης στον τόμο … με αριθμό …, με την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη προβαίνουν σε ορθή επανάληψη του παραρτήματος της από 17.12.2021 σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, 3. Απόσπασμα του παραρτήματος της υπ΄ αριθ. πρωτ. …./20.01.2022 περίληψης δημοσίευσης, 4. Την υπ΄ αριθ. πρωτ. …/17.12.2021 περίληψη δημοσίευσης της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων ενδιάμεσης περιόδου, που καταχωρήθηκε στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, 5. Την υπ΄ αριθ. πρωτ. …./04.02.2022 περίληψη δημοσίευσης της από 04.02.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …., δυνάμει της οποίας λύθηκε η από 17.12.2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικοί απαιτήσεων ενδιάμεσης περιόδου, 6. Την υπ΄ αριθ. πρωτ. …./04.02.2022 περίληψη δημοσίευσης της από 04.02.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στον τόμο … με αύξοντα αριθμό ….. Ότι η καθ΄ ης, κατά παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν συγκοινοποίησε στους ανακόπτοντες, όπως όφειλε, το αρχικό απόσπασμα από το παράρτημα της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (με αριθ. πρωτ. …./17.12.2021) που καταρτίσθηκε μεταξύ της αρχικής δανείστριας τράπεζας – «…………..» και της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», παρά μόνο συγκοινοποίησε το απόσπασμα που συνοδεύει την υπ΄ αριθ. πρωτ. …../20.01.2022 περίληψη δημοσίευσης, με την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη προβαίνουν σε ορθή επανάληψη του παραρτήματος της παραπάνω αναφερόμενης από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης (πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής). Ότι η καθ΄ ης, κατά παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΙΙολΔ, δεν συγκοινοποίησε παράρτημα ή απόσπασμα της από 04.02.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι μεταξύ των απαιτήσεων που διαχειρίζεται περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση σε βάρος των ανακοπτόντων (πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής). Ότι η καθ΄ ης, κατά παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν συγκοινοποίησε στους ανακόπτοντες τα πλήρη κείμενα της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης και της σύμβασης διαχείρισης (τέταρτος λόγος της ανακοπής). Με τέτοιο περιεχόμενο ο δεύτερος λόγος της ανακοπής, ως προς το πρώτο σκέλος του, ο τρίτος λόγος της ανακοπής, ως προς το πρώτο σκέλος του και ο τέταρτος λόγος της ανακοπής τυγχάνουν απορριπτέοι ως μη νόμιμοι. Τούτο διότι σε περίπτωση εκχώρησης απαιτήσεων λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, όπως ισχύει εν προκειμένω, με βάση τα ιστορούμενα με το δικόγραφο, η μεταβολή στο πρόσωπο του δανειστή επέρχεται, στις μεταξύ του εκχωρητή με τον εκδοχέα σχέσεις, από την καταχώριση της περίληψης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000, ενώ στις σχέσεις του οφειλέτη με του εκδοχέα απαιτείται αναγγελία, ως τέτοια όμως λογίζεται η καταχώριση στο ως άνω δημόσιο βιβλίο, θεσπίζεται δηλαδή πλασματική αναγγελία (άρθρο 10 παρ. 8 – 10 Ν. 3156/2003), κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, σε περίπτωση ειδικής διαδοχής που έλαβε χώρα μετά την έκδοση του εκτελεστού τίτλου, λόγο) τιτλοποίησης απαιτήσεων με βάση του Ν. 3156/2003, δεν απαιτείται η συγκοινοποίηση με την επιταγή προς πληροί μη ολόκληρων των κειμένων της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης και της σύμβασης διαχείρισης, όπως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, αλλά αρκεί και ανταποκρίνεται στην πρόβλεψη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ η συγκοινοποίηση της δημοσίευσης σε περίληψη των εν λόγω συμβάσεων, με το σχετικό απόσπασμα από το παράρτημα της σύμβασης πώλησης, από το οποίο προκύπτει η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης σε βάρος του καθ΄ ου η εκτέλεση. Περαιτέρω και κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν είναι αναγκαία η συγκοινοποίηση με την επιταγή οποιουδήποτε επιπλέον εγγράφου σε σχέση με την ανάθεση της διαχείρισης και ειδικότερα παράρτημα ή απόσπασμα της σύμβασης διαχείρισης, όπως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής, διότι η σύμβαση διαχείρισης αφορά στο σύνολο των απαιτήσεων που μεταβιβάζονται λόγω τιτλοποίησης, όπως τούτο συνάγεται από τους ορισμούς του Ν. 3156/2003, αφού δεν είναι δυνατόν να λαμβάνει χώρα ξεχωριστή ανάθεση διαχείρισης για κάθε απαίτηση που τιτλοποιήθηκε και μεταβιβάσθηκε, ενώ, επιπλέον, τέτοια ανάθεση γίνεται με μία πράξη για όλες τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις (άρθρο 10 παρ. 14 Ν. 3156/2003). Τέλος, στην προκειμένη περίπτωση αρκούσε και ανταποκρινόταν στην πρόβλεψη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ η συγκοινοποίηση αποσπάσματος του παραρτήματος της υπ΄ αριθ. πρωτ. …./20.01.2022 περίληψης δημοσίευσης στον τόμο … με αριθμό …., το οποίο (απόσπασμα του παραρτήματος), με βάση τα ιστορούμενα με το δικόγραφο, αποτελούσε ορθή επανάληψη του αρχικού παραρτήματος της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, και δεν ήταν αναγκαία η συγκοινοποίηση του αρχικού παραρτήματος της σύμβασης, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής, διότι, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, τα μόνα έγγραφα, που πιστοποιούν την μεταβίβαση των απαιτήσεων και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνεπώς, η κοινοποίηση της καταχώρισης σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση , είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το όρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που συγκοινοποιήθηκαν στους εκκαλούντες σχετικά με την μεταβίβαση της απαίτησης (δημοσίευση της σύμβασης σε περίληψη και απόσπασμα του παραρτήματος), προκύπτουν τα κρίσιμα στοιχεία, δηλαδή η μεταβίβαση της απαίτησης και το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού υπεισήλθε στη θέση της αρχικής δανείστριας τράπεζας, ενώ από το ως άνω περιεχόμενο του όρου 3 της δημοσίευσης σε περίληψη της σύμβασης πώλησης προκύπτει, ότι στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού μεταβιβάσθηκε το σύνολο της απαίτησης σε βάρος του οφειλέτη από την επίδικη δανειακή σύμβαση, χωρίς χρονικούς ή ποσοτικούς περιορισμούς. Συνεπώς ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής. Κατόπιν τούτου και ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες διατείνεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Με τον τρίτο λόγο της ως άνω έφεσης οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου πρόσθετου λόγου της ανακοπής τους. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης πάσχουν από ακυρότητα, λόγω παράβασης της διάταξης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ . Τούτο διότι στην από 17.12.2021 σύμβαση μακροχρόνιας διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που δημοσιεύτηκε νόμιμα και συγκοινοποιήθηκε με τις προσβαλλόμενες επιταγές προς πληρωμή δεν αναφέρονται τα ελάχιστα στοιχεία πού απαιτούνται από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 Ν. 4354/2025 και ειδικότερα δεν αναφέρεται η επίδικη σύμβαση σδιαχείρησης, ούτε η μεταβιβαζόμενη ένδiκη απαίτηση β, το στάδιο της εξυπηρέτησης της, ούτε η σύμβαση με την οποία μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις σε βάρος τους από την αρχθκλ΄γ δανείστρια << ……………. >> στην προαναφερόμενη εταιρεία ειδικού σκοπού . Ότι εξαιτίας των ελλείψεων αυτών δεν υπάρχει νομιμοποίηση ως επισπεύδουσα την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους. Με τέτοιο περιεχόμενο ο δεύτερος πρόσθετος λόγος της ανακοπής, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμοι. Τούτο διότι στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, αρχίζει η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων , έτσι ώστε τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή, τα οποία είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συµβάσεων µεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύµφωνα µε το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, ήτοι η δηµοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε µε τη µε αριθµό 161/337/2003 (ήδη Υ.Α. 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του µεταβιβάζοντος, µε το σχετικό απόσπασµα των µεταβιβαζόµενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της µεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ού η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νοµοτυπική µορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση. Τούτο διότι με τις προσβαλλόμενες επιταγές προς πληρωμή, οι οποίες συντάχθηκαν κάτω από αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. …../2019 διαταγής πληρωμής και επιδόθηκαν στους ανακόπτοντες την 14.10.2022 και την 19.10.2022, αντίστοιχα, η καθ’ ης η ανακοπή, ενεργώντας ως διαχειρίστρια απαιτήσεων για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», λόγω πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με το Ν. 3156/2003, συγκοινοποίησε προς τους ανακόπτοντες τα εξής έγγραφα σε επικυρωμένα αντίγραφα: 1) Την υπ’ αριθ. πρωτ. …./17.12.2021 περίληψη δημοσίευσης της από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στον τόμο … με αριθμό … του δημόσιου βιβλίου που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών, 2. Την υπ΄ αριθ. πρωτ. …./20.01.2022 περίληψη δημοσίευσης στον τόμο … με αριθμό …., με την οποία τα συμβαλλόμενα μέρη προβαίνουν σε ορθή επανάληψη του παραρτήματος της από 17.12.2021 σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, 3. Απόσπασμα του παραρτήματος της υπ΄ αριθ. πρωτ. …/20.01.2022 περίληψης δημοσίευσης, 4. Την υπ΄ αριθ. πρωτ. …/17.12.2021 περίληψη δημοσίευσης της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων ενδιάμεσης περιόδου, που καταχωρήθηκε στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, 5. Την υπ΄ αριθ. πρωτ. …/04.02.2022 περίληψη δημοσίευσης της από 04.02.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …., δυνάμει της οποίας λύθηκε η από 17.12.2021 σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικοί απαιτήσεων ενδιάμεσης περιόδου, 6. Την υπ΄ αριθ. πρωτ. …../04.02.2022 περίληψη δημοσίευσης της από 04.02.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …. Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς, ότι στους εκκαλούντες συγκοινοποιήθηκαν με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή όλα τα αναγκαία έγγραφα κατ’ άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ, που αποδεικνύουν την ιδιότητα της εφεσίβλητης ως κατ΄ εξαίρεση νομιμομοποιούμενης να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη της διαχειριζόμενης από αυτήν απαίτησης και συγκεκριμένα οι περιλήψεις των συμβάσεων μεταβίβασης λόγω πώλησης και ανάθεσης της της ένδικης απαίτησης, οι οποίες (περιλήψεις) περιέχουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων αυτών, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εκκαλούντων, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Συνεπώς ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, πλην όμως θα αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης από τις αιτιολογίες της παρούσας ως πληρέστερες κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ και ακολούθως θα απορριφθεί στην ουσία του ο τρίτος λόγος εφέσεως. . Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ ομοίως πρέπει να απορριφθεί και η σωρευόμενη αίτηση αναστολής ως άνευ αντικειμένου. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρο 176 παρ.1, 191 παρ.2 και 183 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των αντιμωλία των διαδίκων τις σωρευθείσες στο ίδιο δικόγραφο από 19.06.2023 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………../2023 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………/2023, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2023 έφεση κατά της με αριθμό 1910/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών και την από 23.06.2023 αίτηση αναστολής εκτέλεσης .
Απορρίπτει την αίτηση αναστολής.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό ……………./2023 παραβόλου, ποσού 100 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 17 Σεπτεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ