Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 383/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ

Αριθμός Απόφασης   383/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ………….. που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου, Θεοδώρας Μαζαράκη και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ……….. για τον εαυτό της ατομικά και ως ασκούσα την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου της, …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Ιωάννη Κάππο, με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ

Η μεν εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./29.9.2021 αγωγή, ο δε εκκαλών την από 6.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./6.10.2021 αγωγή, επί των οποίων συνεκδικαζομένων εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2706/2022 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τις έκανε εν μέρει δεκτές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος-ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 3.10.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./11.10.2022 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../12.10.2022 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Η κρινόμενη από 3.10.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/11.10.2022 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……../12.10.2022 έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου – ενάγοντος, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2706/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3, 593 έως 602 και 610 έως 613 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), επί αφενός της από 9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./29.9.2021 αγωγής της ενάγουσας – εναγομένης, . …….., ήδη εφεσίβλητης, σε βάρος του και αφετέρου, της από 6.10.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./6.10.2021 αγωγής του εναγομένου – ενάγοντος, ………., ήδη εκκαλούντος, σε βάρος της αντιδίκου του, τις οποίες έκανε εν μέρει δεκτές, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του εναγομένου – ενάγοντος – εκκαλούντος, στις 13.9.2022 στην ενάγουσα – εναγομένη – εφεσίβλητη, συντασσομένης της υπ’αριθμ….΄/13.9.2022 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, …………, που προσκομίζεται από τον εκκαλούντα, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 11.10.2022, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς εκ του άρθρου 592 αρ.3 ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο άρθρου 1 ν.4335/2015), οι οποίες ρητά απαλλάσσονται από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου για την άσκηση του ενδίκου μέσου, κατ’ άρθρο 495 παρ.3 τελ. εδ. ΚΠολΔ, (όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και, συνεπώς, ο εκκαλών ως εκ περισσού το κατέθεσε. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 §§ 1 και 7 ΚΠολΔ (ως τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 ν.4335/2015).

II. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 15.9.2021 αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις πρωτόδικες προτάσεις της (κατ’ άρθρ. 224 εδ. β’ και 591 παρ. 1 ΚπολΔ), ενεργούσα τόσο ατομικά όσο και ως ασκούσα προσωρινά την επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης θυγατέρας της, …………., την οποία έχει αποκτήσει από τον γάμο της με τον εναγόμενο, με τον οποίο βρίσκεται σε διάσταση, ζητούσε, κατόπιν επιτρεπτού με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εν όλω περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της, σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223, 295 §1 και 297 ΚΠολΔ) : α) να ανατεθεί σε αυτήν οριστικά η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ως άνω ανήλικου τέκνου τους, την επίβλεψη, ανατροφή και φροντίδα του οποίου έχει αναλάβει αποκλειστικά η ίδια από τη γέννηση του, β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της προκαταβάλλει την πρώτη εκάστου μηνός για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επίδοση της ένδικης αγωγής, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της ίδιας, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, καθόσον η έγγαμη συμβίωση διεκόπη για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, οι οποίοι αφορούν αποκλειστικά σε υπαιτιότητα του εναγομένου, η ίδια δε αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό της, όπως και κατά την διάρκεια της συμβίωσης, εφόσον δεν διαθέτει περιουσία, ούτε εισοδήματα και αδυνατεί να εργαστεί απασχολούμενη με την φροντίδα και ανατροφή του τέκνου τους, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής, γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της προκαταβάλλει την πρώτη εκάστου μηνός, με την ανωτέρω ιδιότητα της και για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών από την επίδοση της ένδικης αγωγής, ως τακτική μηνιαία διατροφή σε χρήμα, το ποσό των 700 ευρώ, καθώς το εν λόγω τέκνο τους αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του και στερείται περιουσίας και εισοδημάτων, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας παροχής, δ) να διαταχθεί οριστικά η συντελεσθείσα δυνάμει της υπ’αριθ.918/2021 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μετοίκηση του εναγόμενου από την άλλοτε οικογενειακή τους στέγη, που βρίσκεται στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού …….. και να της παραχωρηθεί η χρήση τόσο αυτής, προκειμένου να συνεχίσει να διαμένει εκεί με το ανήλικο τέκνο τους, όσο και του υπ’αριθμ.κυκλ. …………. IX οικογενειακού οχήματος, μάρκας Nissan Micra, 1200 κυβικών, προκειμένου να εξυπηρετούνται με ασφάλεια οι καθημερινές ανάγκες μετακίνησης της ιδίας και του τέκνου τους και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

III. Επί της ως άνω αγωγής, κατά συνεκδίκαση με την από 6.10.2021 αγωγή του εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, για την ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε αυτή ορισμένη και νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος οριστικής μετοίκησης του εναγόμενου από την οικογενειακή στέγη, που απορρίφθηκε, ως μη νόμιμο, με το σκεπτικό ότι συνιστά ασφαλιστικό μέτρο, κατά τη διάταξη του άρθρου 735 ΚΠολΔ, πρόσφορο για την προσωρινή ρύθμιση των σχέσεων των συζύγων που έχουν διαταραχθεί, προς διατήρηση της ειρήνης και τάξης στη συζυγική οικία, ακολούθως, την έκανε εν μέρει δεκτή, αναθέτοντας την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στην ενάγουσα, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να παραχωρήσει την χρήση στην ενάγουσα, αφενός της οικογενειακής στέγης, ώστε να διαμένει με το ανήλικο τέκνο τους και αφετέρου, του υπ’αριθμ.κυκλ. …… IXΕ οχήματος, μάρκας Nissan Micra, ιδιοκτησίας του, περαιτέρω δε, αφού έκρινε ότι η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης έγινε από εύλογη για την ενάγουσα αιτία, αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλλει, προκαταβολικά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοση της ένδικης αγωγής, το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ μηνιαίως, για τον εαυτό της και υπό την ιδιότητα της, ως ασκούσας αποκλειστικά την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου τους και για λογαριασμό του, το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, ως τακτική σε χρήμα διατροφή τους, νομιμότοκα από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής, καθώς επίσης ρύθμισε το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του ενάγοντος με το ως άνω ανήλικο θήλυ τέκνο του, κατά τους οριζόμενους χρόνους και με τον αναφερόμενο τρόπο.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται ο εκκαλών – εναγόμενος – ενάγων με την κρινόμενη έφεση, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, ώστε η ως άνω αγωγή της αντιδίκου του να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν.

IV. Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 του ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής (ΑΠ 1210/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 528/2018 ΧΡΙΔ 2019, 104, ΕφΠειρ 126/2015 ΕλΔνη 2016, 801, ΕφΛαρ 30/2013 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013, 89). Εύλογη αιτία για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι οποιοδήποτε γεγονός, που μπορεί να δικαιολογήσει τη διάσπαση της συμβίωσης (ΕφΠειρ 12/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), δηλαδή, γεγονός, που αντικειμενικά λαμβανόμενο, αποτελεί αιτία διακοπής της έγγαμης συμβίωσης για τον δικαιούχο σύζυγο (ΑΠ 1967/2014 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ανεξαρτήτως του εάν είναι υπαίτια ή ανυπαίτια, θα πρέπει να αναφέρεται στο πρόσωπο του εναγόμενου συζύγου ή στο πρόσωπο και των δύο, με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στο αντικειμενικά πρόσφορο για τη διακοπή της έγγαμης σχέσης γεγονός καθαυτό και στο πρόσωπο του εναγόμενου συζύγου ή και των δύο (ΑΠ 1028/2013 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 126/2015). Έτσι, είναι δυνατόν είτε ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος να διέκοψε ο ίδιος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη τέτοια αιτία, όπως ρητά ορίζεται στην πιο πάνω διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1391 του ΑΚ, είτε κατ’ επέκταση, η διακοπή της έγγαμης συμβιώσεως να προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου (ΑΠ 907/2011 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Το παραπάνω δικαίωμα υφίσταται, επομένως και όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην περίπτωση όμως αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλον διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου με αντίστοιχο προς τούτο αίτημα (ΑΠ 1967/2014, ΑΠ 551/2011, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 126/2015). Περαιτέρω, δικαιούχος διατροφής, είναι εκείνος που μετέχει, με βάση την οικονομική του δυνατότητα, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής του άλλου συζύγου συντρεχόντων και των λοιπών προϋποθέσεων (διακοπή έγγαμης συμβίωσης, εύλογη αιτία), αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου (ΕφΠειρ 484/2014 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 30/2013, ΕφΠειρ 12/2015 ό.π.). Έτσι, στην αγωγή περί διατροφής του συζύγου που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, πρέπει, κατά το άρθρο 216 § 1 του ΚΠολΔ,  ο ενάγων να επικαλείται τη συζυγική ιδιότητα, τη διακοπή της συμβίωσης για εύλογη αιτία και ότι οι βιοτικές του ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, οι οποίες δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύονται, με αναφορά στην απαιτούμενη για κάθε μία δαπάνη, αρκεί μόνο να αναφέρεται το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών (ΑΠ 773/2014, ΕφΠειρ 294/2016 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και όντας τυχόν διαφορετικές (αυξημένες ή μειωμένες) από εκείνες που υπήρχαν κατά τη διάρκεια της συμβίωσης (ΕφΠειρ 12/2015), δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο χρηματικό ποσό, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή, ούτε και στην απόφαση με την οποία επιδικάζεται διατροφή λόγω διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, η αποτίμηση της συνεισφοράς καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας (ΑΠ 873/2017 δημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 773/2014, ΕφΑθ 26/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 294/2016, ΕφΠειρ 12/2015) αφού, όπως προεκτέθηκε, η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων (ΑΠ 873/2017 ΑΠ 773/2014). Οι οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων που προσδιορίζουν την αναλογία συνεισφοράς καθενός από τους συζύγους στη διατροφή του δικαιούχου ενδέχεται να αποτελέσουν τη βάση σχετικής ένστασης του εναγομένου, καταλυτικής εν όλω ή εν μέρει της αγωγής (ΑΠ 873/2017, ΑΠ773/2014, ΕφΑθ 26/2018).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής από το νόμο μεταξύ των ανιόντων και κατιόντων, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευση του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου (ΑΠ 1384/2008, ΑΠ 823/2003). Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ΄ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεως του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005). Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων δεν προαφαιρείται από τα εισοδήματα του υπόχρεου, αλλά λαμβάνεται υπόψη ως επιπλέον βιοτική ανάγκη του (ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΑθ 493/2018, ΕφΔωδ 195/2013). Η συνεισφορά της μητέρας, που είναι επιφορτισμένη με την ανατροφή και επίβλεψη του ανήλικου τέκνου, συνυπολογίζεται στην υποχρέωσή της προς διατροφή του ανηλίκου. Εξάλλου, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, όπως προαναφέρθηκε, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ. 2 του ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Ο εναγόμενος γονέας, συνεπώς, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρο 1489 παρ. 2 του AK και 262 του ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα για τη διατροφή του τέκνου του κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 680/2010, ΑΠ 837/2009, ΕφΔωδ 195/2013, ΕφΛαμ 98/2009, ΕφΑθ1384/2008). Ωστόσο, όμως, στην περίπτωση που με την αγωγή δεν ζητείται το σύνολο του ποσού, στο οποίο αποτιμώνται οι διατροφικές ανάγκες του δικαιούχου, αλλά μόνο το μέρος το οποίο κατά την άποψη του ενάγοντος πρέπει να βαρύνει τον εναγόμενο γονέα, σε αναλογία προς τις οικονομικές δυνάμεις αυτού και του άλλου γονέως (του εναγομένου), ο αμυντικός ισχυρισμός ότι η αναλογία αυτή είναι διαφορετική από εκείνη που αναφέρεται στην αγωγή, λειτουργεί ως άρνηση. Τότε, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων των δύο γονέων πρέπει να γίνει από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα προς τα εκατέρωθεν αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και ανεξάρτητα από την πληρότητα της σχετικής καταχώρισης του ισχυρισμού στα πρακτικά ή τις προτάσεις του εναγομένου (ΕφΘεσ 1101/2002). Περαιτέρω για το ορισμένο της αγωγής διατροφής σε χρήμα ανήλικου τέκνου, λόγω διάστασης ή λύσης του γάμου των γονέων του, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής, η συγγενική σχέση ενάγοντος-εναγομένου, η έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και η αδυναμία του να εργαστεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγόμενου γονέα του, οι ανάγκες του που είναι προσδιοριστικές του ύψους της διατροφής, η οποία πρέπει να του καταβληθεί και το αιτούμενο, για όλες αυτές τις ανάγκες του, συνολικό ύψος της δαπάνης που αποτελεί την, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ανάλογη διατροφή του, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός στο δικόγραφο της αγωγής με ακρίβεια και του απαραίτητου, για την κάλυψη κάθε επιμέρους ανάγκης του χρηματικού ποσού, που προκύπτει από τις συνθήκες της ζωής του, καθώς και των εισοδημάτων και της οικονομικής δυνατότητας και του άλλου γονέα και των συγκεκριμένων δαπανών που βαρύνουν καθέναν από τους γονείς (ΑΠ 416/2007, ΕφΠειρ 227/2022, ΕφΑθ 93/2017, ΕφΑθ 854/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, στην περίπτωση διάστασης των συζύγων υποχωρεί η προβλεπόμενη, από τη διάταξη του άρθρου 1386 ΑΚ, υποχρέωση για συμβίωση και με τη διάταξη του άρθρου 1393 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, δίνεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο, ύστερα από αγωγή ενός των συζύγων, για τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης, δηλαδή της κατοικίας στην οποία οι σύζυγοι, στο πλαίσιο των άρθρων 1386 και 1387 ΑΚ, συναποφάσισαν και, από τη σύναψη του γάμου τους, ανέπτυσσαν την κοινή συζυγική τους δραστηριότητα. Έτσι, όταν διακοπεί η συμβίωση, το Δικαστήριο, μέσα στην εξουσία του να προστατεύσει την οικογένεια, μπορεί, με καταψηφιστική του απόφαση, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας, ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ίδιων, ακόμη και αν τούτο ανήκει αποκλειστικά ή κατά ποσοστό στον άλλο σύζυγο, ή εάν ο άλλος σύζυγος έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Η ρύθμιση της χρήσης της συζυγικής στέγης σε εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης, δεν έχει μονιμότητα. Διαρκεί όσο διαρκεί η διάσταση, δηλαδή από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου. Η απόφαση αυτή παύει αυτοδικαίως μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου, οπότε οι σχέσεις των συζύγων αναφορικά με τα δικαιώματα στο ακίνητο της οικογενειακής στέγης διέπονται από τις γενικές διατάξεις του εμπράγματου και του ενοχικού δικαίου. Η σχετική απόφαση μπορεί να τροποποιηθεί ή μεταρρυθμιστεί, κατά τη διάρκεια ισχύος της, σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων που επέβαλαν την κατά το συγκεκριμένο τρόπο ρύθμιση. Η εκτεθείσα παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης στον ένα σύζυγο, ακόμη και στην περίπτωση που το ακίνητο ανήκει στον άλλο σύζυγο, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1393 ΑΚ, είναι επιτρεπτή, γιατί συνιστά επιβαλλόμενο με δικαστική απόφαση περιορισμό της ιδιοκτησίας, χάριν του συμφέροντος της οικογένειας, το οποίο εμπίπτει στο, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 17 παρ. 1 του Συντάγματος, γενικό συμφέρον, ενόψει και του ότι, κατ’ άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, τόσο η οικογένεια όσο και η παιδική ηλικία, τελούν υπό την προστασία του Κράτους και συνεπώς, δεν παραβιάζει τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος, ούτε είναι αντίθετη με την προστατευτική της περιουσίας διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, γιατί οι επιβαλλόμενοι με δικαστική απόφαση περιορισμοί σε έναν, από τους ευρισκόμενους σε διακοπή της συμβίωσης τους, συζύγους στη χρήση της οικογενειακής στέγης, είναι απότοκοι της φύσης και του σύστοιχου με αυτή προορισμού του πράγματος αυτού (ΑΠ 1922/2005). Η ιδιόρρυθμη σχέση που δημιουργείται με την παραχώρηση της χρήσης στο σύζυγο που δεν έχει δικαίωμα κυριότητας στο ακίνητο, δεν στερεί από τον άλλο σύζυγο, που είναι κύριος αυτού, την εξουσία διάθεσης του, και μπορεί να εκποιήσει τούτο σε τρίτο, με τον κίνδυνο μόνο ενδεχόμενης ευθύνης του έναντι του δικαιούχου της χρήσης συζύγου σε αποζημίωση (άρθρο 919 ΑΚ), εφόσον συντρέχουν οι κατά νόμο σχετικές προϋποθέσεις (ΑΠ 1880/2008, ΑΠ 219/1999). Η σύμφωνη με την προαναφερόμενη διάταξη παραχώρηση της χρήσης, γίνεται με βάση τις ειδικές συνθήκες του καθενός συζύγου, το συμφέρον των τέκνων και τις αρχές της επιείκειας, οι οποίες είναι δυνατόν να επιβάλλουν, κατά περίπτωση, η παραχώρηση αυτή να γίνεται και προς τον σύζυγο που δεν έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα στο ακίνητο, όπως επίσης να γίνεται με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα, το οποίο είναι δυνατόν να υπολογισθεί ή και να μην υπολογισθεί κατά τον καθορισμό της διατροφής, που οφείλει ο υπόχρεος και κύριος της παραχωρούμενης οικογενειακής στέγης στον άλλο σύζυγο ή στα τέκνα του (ΑΠ 1630/2002, ΑΠ 792/2000). Εξάλλου, με τη ρυθμιστική της χρήσης της οικογενειακής στέγης ως άνω διάταξη, θεσπίζεται ενδοτικού δικαίου ρύθμιση και, συνεπώς, δεν εμποδίζονται οι διάδικοι να συμφωνήσουν διαφορετικά ως προς τη διάρκεια της παραχώρησης.

V. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, …………. και ……….., που εξετάσθηκαν νομίμως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό ……………. στις 23.9.2017, που δεν έχει λυθεί εισέτι αμετάκλητα, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, την ………….., που γεννήθηκε στις 5.1.2019 (ηλικίας κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής 3 ετών), όπως συνάγεται από το από 18.1.2022 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου …………. του Νομού Αρκαδίας. Η έγγαμη συμβίωση τους, όμως, δεν εξελίχθηκε ομαλά λόγω διαφόρων προβλημάτων που δημιουργήθηκαν στη σχέση τους, η οποία εν τέλει κλονίσθηκε ανεπανόρθωτα, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε διάσταση από τον Σεπτέμβριο του έτους 2020. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ήδη από την αρχή της έγγαμης συμβίωσης οι διάδικοι είχαν διαφορετικές αντιλήψεις για την σχέση, τους ρόλους και τις προσδοκίες τους εντός γάμου. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αυτό, όταν ο εναγόμενος επέστρεφε στη συζυγική οικία από τα επαγγελματικά ταξίδια του στο εξωτερικό, απασχολούμενος ως Α΄ μηχανικός πλοίων, έχοντας συσσωρεύσει θυμό και απογοήτευση προς το πρόσωπο της ενάγουσας-εναγομένης, λόγω μη εκπλήρωσης εκ μέρους της των προσδοκιών που είχε ο ίδιος από τη σύντροφο του, αναφορικά με την εκδήλωση από αυτή συναισθημάτων προσμονής, αδημονίας και ικανοποίησης με την έλευση του μετά την πολύμηνη απουσία του σε επαγγελματικά ταξίδια, απευθυνόταν συχνά με τρόπο οξύθυμο και απαξιωτικό προς τη σύζυγο του, δημιουργώντας έριδες και εντάσεις μεταξύ τους, που πολλές φορές οδηγούσαν στην άσκηση εις βάρος της λεκτικής και ψυχολογικής βίας, όπως βεβαίωσε ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά την κατάθεση της, η μάρτυρας και μητέρα της ενάγουσας. Αποτέλεσμα της στάσης του αυτής ήταν η σταδιακή ψυχική του απομάκρυνση από τη σύζυγο του, την οποία χαρακτήριζε απαξιωτικά «βδέλλα» και την υποτιμούσε, επειδή εκείνος χρηματοδοτούσε τις ανάγκες του κοινού τους βίου, ενώ αυτή δεν αφοσιωνόταν στην φροντίδα του οίκου τους, των οικογενειακών υποθέσεων του ιδίου και του τέκνου τους. Την θεωρούσε, μάλιστα, φυγόπονη, ανοργάνωτη και ανίκανη να διαχειριστεί οικονομικά τα σημαντικά χρηματικά ποσά που της διέθετε για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών και υποχρεώσεων, αλλά και την εν γένει συντήρηση και λειτουργία του οίκου τους. Από την άλλη πλευρά η ενάγουσα, αν και νέα, υγιής και καθόλα ικανή, προσέφευγε συχνά στη συνδρομή της μητέρα της, ιδίως μετά την απόκτηση του βρέφους τους, αποφεύγοντας να διαμένει στην οικογενειακή τους στέγη, όταν απουσίαζε ο εναγόμενος, την οποία φαίνεται να είχε παραμελήσει, αλλά στη Σαλαμίνα, στην οικία της μητέρας της, στην υποστήριξη της οποίας προσέβλεπε. Ας σημειωθεί ότι ο ενάγων-εναγόμενος είχε σταθερά την αίσθηση της υπεροχής στον γάμο τους, ως ο κύριος χρηματοδότης της οικογένειας, δοθέντος ότι η εν διαστάσει σύζυγος του, καίτοι πτυχιούχος ελληνικής φιλολογίας και βρεφονηπιοκόμος με πιστοποίηση, έχουσα επαγγελματική κατάρτιση και εργασιακή εμπειρία, δεν επεδείκνυε διάθεση προς εργασία και απόκτηση οικονομικής ανεξαρτησίας, γεγονός που ο σύζυγος της απέδιδε στην φυγοπονία της, ενόψει του ότι είχε βολευτεί στην οικονομική άνεση που της εξασφάλιζε ο ίδιος με τις υψηλές αποδοχές του. Εν όψει της ως άνω διαμορφωθείσας κατάστασης ο εναγόμενος δεν επιθυμούσε πλέον να συνεχίσει τον γάμο του μαζί της, έχοντας απωλέσει τα όποια θετικά συναισθήματα είχε στην αρχή για εκείνη, ενώ εκδήλωνε πια μια καταφανώς αντισυζυγική συμπεριφορά προς την ενάγουσα, καθώς γινόταν συχνά προσβλητικός και υβριστικός απέναντι της, της συμπεριφερόταν δε κατά τρόπο απότομο, απόλυτο και εγωκεντρικό, μην αφήνοντας πολλά περιθώρια προσέγγισης του, αφού δεν αναγνώριζε την αξία της προσφοράς της προς τον ίδιο και το τέκνο τους με την παροχή των προσωπικών υπηρεσιών της κατ’ οίκον. Απέναντι στη στάση αυτή του συζύγου της η ενάγουσα δεν φαίνεται ότι μετήλθε κάθε δυνατή προσπάθεια για τη μεταστροφή του δυσμενούς κλίματος ανάμεσα στο ζεύγος, αφού ούτε η ίδια εκθέτει οτιδήποτε σχετικό στα δικόγραφα της ούτε η μάρτυρα της κατέθεσε κάτι για το αντίθετο. Αποτέλεσμα της προπεριγραφόμενης κατάστασης ήταν να επέλθει αποξένωση ψυχική και σωματική μεταξύ των διαδίκων, καθόσον η μεν ενάγουσα αντιμετώπιζε μια διαρκή προσβλητική και απαξιωτική συμπεριφορά από τον σύζυγο της, ο οποίος θέλοντας την εξαρτώμενη από τον ίδιο και έτοιμη ανά πάσα στιγμή να ικανοποιεί τις όποιες επιθυμίες και το πρόγραμμα του, δεν δίσταζε να γίνεται λεκτικά και ψυχολογικά κακοποιητικός απέναντι της, ο δε εναγόμενος αισθανόταν ότι εκείνη ότι δεν ήταν ικανή και άξια ως σύζυγος, καθώς δεν διαχειριζόταν με σύνεση τα χρήματα που ο ίδιος αποκέρδαινε από την εργασία του και της εμπιστευόταν για την κάλυψη των οικογενειακών τους αναγκών, δεν γνώριζε από οικιακή οικονομία, ενώ προσέτρεχε και προσέβλεπε σε κάθε ευκαιρία στη συνδρομή της πατρικής της οικογένειας και δη της μητέρας της για την επίλυση των οικογενειακών της δυσκολιών, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό και με την απροθυμία της να εργαστεί ακόμα και πάνω στο αντικείμενο των σπουδών της, να αισθάνεται ο ίδιος έντονα ότι τον εκμεταλλευόταν, αποσκοπώντας αποκλειστικά και μόνο στην οικονομική ασφάλεια και άνεση που της διασφάλιζε η εύπορη ζωή της κοντά του, με βάση τις υψηλές αποδοχές από την εργασία του, χωρίς εκείνη να προσφέρει αντίστοιχα στον οίκο τους και στον ίδιο και χωρίς να ανταποκρίνεται στη θέση της ως συζύγου. Έτσι αμφότεροι οι σύζυγοι, καταλογίζοντας μεταξύ τους αδιαφορία και αντισυζυγική συμπεριφορά, δεν προσπάθησαν να διαπιστώσουν τις αιτίες της διάστασης και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τους, να συνεννοηθούν για τις υποχρεώσεις της συμβίωσης και για τη ρύθμιση των θεμάτων που αφορούσαν τον κοινό συζυγικό βίο, για να διασώσουν τον γάμο τους, ώστε εν τέλει οδηγήθηκαν σε συναισθηματική ρήξη και κατ’επέκταση στον ισχυρό κλονισμό και τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους. Στο αποτέλεσμα αυτό συνέβαλε αναμφίβολα και η απόσταση, ένεκα της μακράς απουσίας του εναγομένου λόγω της φύσης της επαγγελματικής του απασχόλησης, κάτι το οποίο όμως ήταν εξ αρχής γνωστό, ενώ παράλληλα και η ενάγουσα δεν κατόρθωσε να το διαχειριστεί κατάλληλα και αποτελεσματικά, αποσοβώντας τον κίνδυνο της μεταξύ τους αποξένωσης. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά και των δύο δεν επεδείκνυε πνεύμα συζυγικής σύμπνοιας, συνεργασίας, αλληλοκατανόησης, αλληλοϋποστήριξης και συντροφικότητας, με συνέπεια η διάσταση τους να επέλθει από εύλογη αιτία με υπαιτιότητα που βαρύνει και τους δύο, ιδίως όμως τον εναγόμενο και πάντως όχι αποκλειστικά το πρόσωπο της ενάγουσας, δοθέντος μάλιστα ότι ο πρώτος ήταν αυτός που μετά το περιστατικό της 5ης.9.2020, το οποίο προκάλεσε ο ίδιος, της ζήτησε με τρόπο απόλυτο, απότομο και ξαφνικό να αποχωρήσει (εκείνη) από τη συζυγική οικία και να χωρίσουν, με τις φράσεις: «Αν δε φύγεις με τον καλό τρόπο, θα φύγεις με τον κακό. Να φύγεις και να σε δω πώς θα ζήσεις, εγώ έχω λεφτά, εσύ να δω τι θα κάνεις που είσαι μια βδέλλα», όπως ρητά εκθέτει στο αγωγικό της δικόγραφο η ενάγουσα-εναγόμενη, επιβεβαίωσε δε η μάρτυρας της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και δεν αμφισβήτησε ειδικά ο εναγόμενος. Κατ’ακολουθία των ανωτέρω, αποδείχθηκε πλήρως ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δυο συζύγων, οι οποίοι την προκάλεσαν με την ως άνω συμπεριφορά τους, που ήταν αντίθετη με τις εκδηλώσεις αγάπης, σεβασμού, ενδιαφέροντος, συμπαράστασης και αφοσίωσης του ενός συζύγου προς τον άλλο, μέσω των οποίων εκφράζεται η εσωτερική διάθεση για έγγαμη συμβίωση. Συνεπώς, εφόσον η διακοπή της έγγαμης συμβίωσης δεν οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της ενάγουσας – εφεσίβλητης, αλλά έγινε από εύλογη γι’αυτήν αιτία, δικαιούται αυτή να ζητήσει διατροφή από τον εναγόμενο – εκκαλούντα σύζυγο της, εφόσον η ίδια, υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης, είχε τη μικρότερη συνεισφορά, προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι ο ισχυρός κλονισμός της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων ανάγεται σε υπαιτιότητα και των δύο συζύγων και δεν οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της ενάγουσας και ως εκ τούτου, συντρέχει εύλογη αιτία για την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης εκ μέρους της ενάγουσας, ως προϋπόθεση της μετά την διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλομένης σ’αυτήν από τον υπόχρεο σύζυγο της διατροφής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου – εκκαλούντος, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσης του, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, ηλικίας, κατά τον χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής της, 36 ετών, είναι κάτοχος πτυχίου Ελληνικής Φιλολογίας από το Ε.Κ.Π.Α. και πτυχίου βρεφονηπιοκόμου με αντίστοιχη πιστοποίηση από το I.E.Κ. ….. Επίσης, διαθέτει εργασιακή εμπειρία και προϋπηρεσία σε θέσεις υπαλλήλου μουσείου και εκπαιδευτηρίου, καθόσον κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον αντίδικο, προ της εγκυμοσύνης της και γέννησης της θυγατέρας της, εργάστηκε ως τροφός (baby sitter), στο Λαογραφικό Μουσείο του Δήμου …………, με οκτάμηνη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο στον Πειραιά με την επωνυμία «……», εργασίες στις οποίες δεν παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα παραιτούμενη οικειοθελώς και κατ’απαίτηση του εναγομένου όταν οι συνθήκες απασχόλησης της δεν ανταποκρίνονταν στην βολή του. Επομένως, είναι υγιής, νέα και ικανή για εργασία, διαθέτει σημαντικά επαγγελματικά προσόντα και υπάρχουν σχετικές επαγγελματικές δυνατότητες απασχόλησης της σε ανάλογες θέσεις εργασίας, έστω μερικής απασχόλησης, που θα μπορούσε να της αποφέρει ανάλογο εισόδημα για να συμπληρώσει τις οικονομικές της δυνάμεις, τις οποίες διαθέτει για τη δική της διατροφή, καθώς και του τέκνου της σε χρήμα. Εξάλλου, δεν διαθέτει προσωπική προσοδοφόρα περιουσία, ούτε εισοδήματα ή άλλους πόρους από οποιαδήποτε πηγή. Από τις χρονικά περιορισμένες εργασίες, που ανέλαβε, όπως προεκτέθηκε και μέχρι τις αρχές της εγκυμοσύνης της, τον Απρίλιο του 2018, σύμφωνα με όσα συνομολογούνται από τα δικόγραφα και τους ισχυρισμούς των διαδίκων, η ενάγουσα συνεισέφερε στις οικογενειακές ανάγκες και δαπάνες διαβίωσης τους, το περιορισμένο εισόδημα, που εισέπραττε από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας της, που ήταν κατά πολύ χαμηλότερο από εκείνο του συζύγου της. Ωστόσο, μετά τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της, σταμάτησε να εργάζεται και να συνεισφέρει οικονομικά στις οικογενειακές ανάγκες και δαπάνες και από την γέννηση του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων έχει αφοσιωθεί αποκλειστικά στην φροντίδα και την ανατροφή του. Σε κάθε περίπτωση, τόσο όταν εργαζόταν κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης της με τον εναγόμενο, όσο και όταν έπαψε να εργάζεται, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει εξ ιδίων πόρων την διατροφή της, ούτε να συνεισφέρει ισότιμα με χρήματα στην κάλυψη της διατροφής του ανηλίκου τέκνου της, αλλά περιορισμένα, εξαρτώμενη για τη διαβίωση της από τα υψηλά εισοδήματα του συζύγου της. Αντιθέτως, ο εναγόμενος συνεισέφερε κατά το μεγαλύτερο μέρος σε χρήμα, με βάση τις σταθερές σημαντικές οικονομικές του δυνάμεις από την εργασία του, τόσο για την κάλυψη των αναγκών και δαπανών της δικής της διατροφής, όσο και αυτής του ανηλίκου τέκνου τους, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη και για τις διατροφικές της ανάγκες μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους, ως εν διαστάσει συζύγου και λόγω της μερικής απορίας της έναντι αυτού, συγκριτικά με τις οικονομικές τους δυνάμεις και τις ειδικές προσωπικές περιστάσεις, που διατελούν και από λόγους επιείκειας προς το πρόσωπο της, ως δικαιούχου διατροφής, ενόψει του ότι οι αναγόμενες στο καθεστώς της έγγαμης συμβίωσης τους περιστάσεις δεν έχουν ουσιωδώς μεταβληθεί μεταξύ τους, ώστε να δικαιολογείται ο αποκλεισμός του δικαιώματος της αυτού διαρκούντος εισέτι του γάμου τους και της συζυγικής σχέσης τους, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα συνέχισε να διαμένει, μετά τη διάρρηξη της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, στην μέχρι τότε οικογενειακή στέγη και ήδη από την έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως (Αύγουστος 2022), έχει μετοικήσει με το ανήλικο τέκνο τους σε διαμέρισμα, που τους παραχώρησε ο πατέρας της επί της οδού …………… στον Πειραιά και συνεπώς, δεν καταβάλει δαπάνη μισθώσεως οικίας, επιβαρυνόμενη μόνο με τα λειτουργικά έξοδα αυτής και με τις παροχές βιοτικών αγαθών και ειδών καθημερινής ανάγκης διατροφής και εν γένει διαβίωσης της ιδίας και του τέκνου τους, καθώς ουδόλως αποδείχθηκε, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο ότι αυτός έχει αναλάβει την πάγια κάλυψη τους.

Ωστόσο, δεδομένης της νηπιακής ηλικίας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, γεννηθέντος στις 5.1.2019, σε συνδυασμό και με την έλλειψη οποιασδήποτε ικανοποιητικής εναλλακτικής επιλογής εκ μέρους της ενάγουσας για την φύλαξη και φροντίδα του, κατά τον χρόνο που αυτή θα πρέπει να απουσιάζει από κοντά του, απασχολούμενη στην εργασία της, αφού η πατρική της οικογένεια και ιδίως η μητέρα της, αν και την επικουρεί δεόντως, εντούτοις δεν δύναται να τη συνδράμει στον αναγκαίο βαθμό αναλαμβάνοντας αποκλειστικά την περιποίηση και επίβλεψη του τέκνου της σε σταθερή, καθημερινή βάση, κατά τις ώρες που εκείνη θα βρίσκεται στην εργασία της, δεδομένου ότι η μητέρα της ζει μόνιμα στη Σαλαμίνα και έχει επιπλέον την φροντίδα της υπέργηρης μητέρας της, ο δε πατέρας της στην Αρκαδία, κρίνεται ότι η ενάγουσα δεν δύναται να εργαστεί, έστω και σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και δη τουλάχιστον μέχρι το ανήλικο τέκνο ενταχθεί σε νηπιακό σταθμό και μπορέσει να προσαρμοστεί στο περιβάλλον και τις ιδιαίτερες συνθήκες και απαιτήσεις τούτου, χωρίς να αποζητά διαρκώς την μητέρα του ή να παρίσταται συχνά η ανάγκη φροντίδας και περίθαλψης του, λόγω της έκθεσης του σε ιογενείς λοιμώξεις, μεταδοτικές ασθένειες και τραυματισμούς, ένεκα του συγχρωτισμού με άλλα παιδιά, ούτως ώστε να δύναται η ενάγουσα να ανταποκριθεί προσηκόντως στα εργασιακά της καθήκοντα. Εξάλλου, εφόσον η ενάγουσα δεν έχει έτερο συγγενικό άτομο να την συνεπικουρεί σε μόνιμη βάση στην φροντίδα και ανατροφή του τέκνου της, έχοντας η ίδια αποκλειστικά την επιμέλεια του προσώπου τούτου καθημερινά από τη γέννηση του, χωρίς να την συνδράμει ουδόλως σ’αυτό ο εναγόμενος, ο οποίος έχει αποσείσει αυτήν την ευθύνη, θεωρώντας ότι αφορά μόνο την ενάγουσα, συνεπάγεται ότι η ενασχόληση της επιπλέον και με εργασία, υπό τους όρους και τις προβλεπόμενες από την εργασιακή νομοθεσία προϋποθέσεις, θα καθιστούσε αυτή σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση έναντι του έτερου γονέα εναγομένου, στο παρόν στάδιο, που οι ανάγκες φροντίδας, περιποίησης και περίθαλψης του τέκνου, λόγω της νηπιακής ηλικίας του είναι ιδιαίτερα αυξημένες, εφόσον αυτή θα έπρεπε επιπλέον να ανταποκριθεί και στις απαιτήσεις από την εργασία της, μειώνοντας αναπόφευκτα τον χρόνο απασχόλησης της με την φροντίδα του τέκνου, ή αναθέτοντας αυτήν σε τρίτο πρόσωπο επ’αμοιβή, γεγονός που τελικά θα απέβαινε σε βάρος του τέκνου και θα αύξανε τις οικογενειακές δαπάνες. Εξάλλου, για τον σκοπό αυτό, δεν είναι υποχρεωμένη να μετοικήσει η μητέρα της ενάγουσας στον Πειραιά στο σπίτι αυτής ή να μετοικήσει η ενάγουσα στην Σαλαμίνα στην μητρική οικία, προκειμένου να επιτευχθεί πάση θυσία η εργασιακή απασχόληση της δια της ανάθεσης της φροντίδας και περιποίησης του νήπιου τέκνου στην γιαγιά, όπως αβασίμως προκρίνει ο εναγόμενος, καθόσον υπόχρεοι προς τούτο είναι οι γονείς του.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, ηλικίας, κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, 40 ετών, εργαζόταν, ως Α΄ μηχανικός, σε ποντοπόρα πλοία της εργοδότριας ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», ενώ από το έτος 2021 εργάζεται, ως αρχιμηχανικός, στα γραφεία της ως άνω εταιρείας, αποκομίζοντας μηνιαίως καθαρά το ποσό των 5.500 ευρώ, ενώ επιπλέον η εταιρεία καταβάλει τις ασφαλιστικές του εισφορές στο NAT, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από 9.10.2020 σχετική βεβαίωση του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας, σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα της εφορίας, των φορολογικών ετών 2017, 2018, 2019 και 2020 και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ). Δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη μείωση των εισοδημάτων του από την μισθωτή εργασία του, κατά τα επόμενα έτη στο ποσό των 3.500 ευρώ μηνιαίως, σύμφωνα με την έφεση του και στο ποσό των 2.600 ευρώ περίπου μηνιαίως, σύμφωνα με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και με την επίκληση, προς απόδειξη του ισχυρισμού του, των εκκαθαριστικών των φορολογικών ετών 2021 και 2022, που όμως δεν έχει ελεγχθεί η ακρίβεια τους από την αρμόδια φορολογική αρχή, αλλά είναι κατά δήλωση του εναγομένου και δεν κρίνονται αξιόπιστα, όσον αφορά τα δηλωθέντα από τον ίδιο εισοδήματα, εφόσον δεν προσκομίζεται σχετική βεβαίωση συρρίκνωσης των αποδοχών του από την εργοδότρια εταιρεία, λαμβανομένου υπόψη ότι σε κάθε περίπτωση τούτο δεν θα δικαιολογείτο, αφού οι επικαλούμενες αυτές αποδοχές υπολείπονται των νομίμων για την ειδικότητα του, άλλωστε, ενώ εμφανίζει συνολικό δηλωθέν εισόδημα 32.375,41 ευρώ, έχει πραγματοποιήσει κατά το ίδιο έτος δαπάνες 55.552,18 ευρώ. Επιπλέον, ο εναγόμενος το έτος 2018, αγόρασε οικόπεδο στη ……….. Αττικής επί της οδού ………… και ανοικοδόμησε οικία σε τρία (3) επίπεδα, συνολικού εμβαδού περί τα 210 τ.μ., στην οποία διαμένει, καθώς επίσης διαθέτει διαμέρισμα εμβαδού 70 τ.μ., στο …………, ένα αγροτεμάχιο έκτασης 224 τ.μ. περίπου στη …. Αττικής και δύο (2) αυτοκίνητα, ένα μάρκας Toyota Auris 1400 κ. και ένα μάρκας Nissan Micra 1200κ. Ο ίδιος και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, ενόσω ταξίδευε στα πλοία που εργαζόταν, συνήθιζε να αποστέλλει στην ενάγουσα σύζυγο του τακτικά, μέσω τραπεζικού εμβάσματος, χρηματικά ποσά 900 έως 1000 ευρώ μηνιαίως, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αναλυτικές καταστάσεις του τραπεζικού λογαριασμού της ενάγουσας στην Τράπεζα Πειραιώς, τις οποίες αυτός δεν αμφισβητεί, ενώ, μάλιστα, προέκυψε ότι ο εναγόμενος πρότεινε να καταβάλλει ένα ποσό της τάξης αυτής, ως διατροφή της ιδίας της εν διαστάσει συζύγου του και του τέκνου τους συνολικά, στα πλαίσια απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς. Αλλά εισοδήματα δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει, είτε από σταθερή είτε από περιστασιακή εργασία οποιασδήποτε μορφής, ούτε από προσοδοφόρα περιουσία ή πόρους από οποιαδήποτε άλλη πηγή, ενώ δεν καταβάλλει δαπάνη στέγασης του, καθώς διαμένει στην ως άνω ιδιόκτητη οικία του στη …… Αττικής. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι βαρύνεται με διατροφικές υποχρεώσεις προς τρίτα πρόσωπα, πλην του ως άνω ανήλικου τέκνου του, που απέκτησε με την ενάγουσα, ενώ οι δαπάνες για τη διατροφή, τη συντήρηση, την ένδυση και την ψυχαγωγία του ίδιου είναι οι συνήθεις των ανδρών της ηλικίας του, προσέτι δε η ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη καλύπτεται από τον ασφαλιστικό του φορέα, εφόσον εργάζεται. Η ενάγουσα έχει, ωστόσο, να αντιμετωπίσει τις δαπάνες διατροφής και συντήρησης της (για σίτιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ένδυση, υπόδηση, ψυχαγωγία και λειτουργικά έξοδα), οι οποίες είναι οι συνήθεις και ανέρχονται, κατά τον επίδικο χρόνο, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, αφού φυσικά ληφθούν υπόψη και οι νέες προσωπικές ανάγκες της από τη χωριστή πλέον διαβίωση, στο ποσό των 450 ευρώ το μήνα. Με βάση, επομένως, τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, όπως αυτές καθορίζονται από τα εισοδήματα τους και την περιουσία τους, κατ’εφαρμογή και της γενικής αρχής της επιείκειας, σε συσχετισμό των δυνάμεων του καθενός προς το άθροισμα των δυνάμεων και των δύο, κατά το διάστημα της συμβίωσης τους και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, λαμβανομένων δε υπόψη και των διατροφικών αναγκών της ενάγουσας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, συνεκτιμωμένων και των νέων συνθηκών και αναγκών της τελευταίας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη διάσπαση της συμβίωσης και την χωριστή εγκατάσταση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα, εφόσον αυτή, υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης, όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά, η δε έγγαμη συμβίωση της με τον εναγόμενο σύζυγο της διεκόπη από εύλογη για αυτήν αιτία, δικαιούται να αξιώσει από τον τελευταίο διατροφή σε χρήμα, ανερχόμενη στο ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως, που ανταποκρίνεται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή και τη συντήρηση της και η οποία θα καταβαλλόταν και υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης. Το ποσό αυτό, το οποίο πρέπει να συνεισφέρει ο εναγόμενος στην εν διαστάσει σύζυγο του για τη διατροφή της, ανταποκρίνεται στις στοιχειώδεις ανάγκες της και δεν υπερβαίνει την αναλογία, που αυτός ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης τους, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ανήλικο θήλυ τέκνο των διαδίκων, αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του, καθόσον στερείται πλήρως εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή και δεν έχει τη δυνατότητα, λόγω της ηλικίας του, να εργαστεί. Συνεπώς, υπόχρεοι προς διατροφή του είναι οι γονείς του από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις οικονομικές του δυνάμεις, ενώ το μέτρο της διατροφής του πρέπει να προσδιοριστεί με βάση τις ανάγκες του, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες διαβίωσης του και πρέπει να περιλαμβάνει όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση, την περίθαλψη και ανατροφή του. Ειδικότερα, το ανωτέρω ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ηλικίας τριών ετών κατά τον χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, κατοικούσε, όπως προαναφέρθηκε, με τη μητέρα του, στην προαναφερόμενη οικία στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού ……………., η χρήση της οποίας της παραχωρήθηκε για τον σκοπό αυτό, δυνάμει της εκκαλουμένης δικαστικής απόφασης και ήδη διαμένει σε διαμέρισμα που τους έχει παραχωρηθεί από τον παππού του από την μητρική γραμμή. Το τέκνο οφείλει να συμμετέχει εν μέρει, κατά το ποσοστό που του αναλογεί, δια των δαπανών, που αφορούν τις τακτικές διατροφικές του ανάγκες και στους λογαριασμούς, που αφορούν την κάλυψη καθημερινών βιοτικών του αγαθών, συνυφασμένων με τη διαβίωση του στην εν λόγω οικία (ηλεκτρική ενέργεια, ύδρευση, τηλεφωνία, θέρμανση, είδη πρώτης ανάγκης, υγιεινής κλπ.). Άλλες ιδιαίτερες ανάγκες και δαπάνες για διατροφή, ένδυση, ψυχαγωγία, εκπαίδευση και υγεία, δεν αποδείχθηκε ότι έχει, πλην των συνήθων της ηλικίας του και σε ανάλογη περίπτωση τέκνου της ιδίας κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης και των αυτών προσωπικών περιστάσεων του ιδίου και των γονέων του. Περαιτέρω, το ίδιο από τον Σεπτέμβριο 2022 απασχολείται μερικώς σε νηπιακό σταθμό, ενώ άλλες δραστηριότητες του ανήλικου τέκνου των διαδίκων εκπαιδευτικές ή ψυχαγωγικές, δεν αποδείχθηκαν. Επιπλέον δε αυτό δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, καλύπτεται μάλιστα, ως προς την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη, από τον ιδιωτικό ασφαλιστικό φορέα με την επωνυμία «………………….», με τον οποίο ο εναγόμενος έχει συνάψει σύμβαση για λογαριασμό του τέκνου του. Οι λοιπές δαπάνες διαβίωσης του ανήλικου, που απαιτούνται μηνιαίως για διατροφή εν στενή έννοια, ένδυση, υπόδηση, είδη ατομικής υγιεινής, ψυχαγωγία και αυτές που αντιστοιχούν στην αναλογία του στις δαπάνες των λειτουργικών εξόδων της οικίας, όπου διαμένει με τη μητέρα του, είναι οι συνήθεις των συνομηλίκων του, σύμφωνα πάντα με τις οικονομικές δυνατότητες των γονέων του. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι, για την ανάλογη με τις ανάγκες του προαναφερόμενου τέκνου των διαδίκων διατροφή, όπως αυτές προκύπτουν και έχουν διαμορφωθεί από τις συνθήκες της ζωής του και συγκεκριμένα τις ανάγκες του για διατροφή, ένδυση, υπόδηση, εκπαίδευση και ψυχαγωγία, απαιτείται, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης υπόψη και της οικονομικής κατάστασης των γονέων του και του βιοτικού τους επιπέδου, το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η, συνεπεία της στέγασης του, προκύπτουσα επιβάρυνση των λειτουργικών εξόδων της κατοικίας, όπου διαμένει, ενώ συνυπολογίζονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου του, υπηρεσίες (παρασκευή φαγητού, πλύσιμο, σιδέρωμα κλπ), των οποίων έχει ανάγκη για την ανατροφή του και, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, συνδέονται με τη συνοίκηση και του προσφέρονται από την ενάγουσα, αποτιμώνται δε κατά μήνα τουλάχιστον στο ποσό των 100 ευρώ. Για τον προσδιορισμό της συνεισφοράς, που βαρύνει τους γονείς του ανήλικου, πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας έκαστου εξ αυτών στο σύνολο των εισοδημάτων τους. Έτσι, ο εναγόμενος πατέρας του πρέπει, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική δυνατότητα του και την προσωπική κατάσταση του, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της ενάγουσας μητέρας του ανήλικου, να καλύψει το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 100 ευρώ, που είναι αναγκαίο για τη διατροφή του ανήλικου κατά τα ανωτέρω, βαρύνει τη μητέρα του, με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών στην ανατροφή του και των λοιπών, συνδεόμενων με τη συνοίκηση τους, παροχών, ως έχουσα, κατά νόμο, συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής του, κατά μερική παραδοχή και της συναφούς, κατ’άρθρο 1489 § 2 ΑΚ, ένστασης του εναγομένου, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί υποχρέωσης συνεισφοράς της ενάγουσας στην διατροφή του ανηλίκου, κατά ποσοστό 30%, ως εν μέρει βάσιμης κατ’ ουσίαν.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που καθόρισε ομοίως το ποσό της διατροφής του ανηλίκου για το επίδικο χρονικό διάστημα στο ποσό των 600 ευρώ και όχι στο ποσό των 400 ευρώ, που υποστηρίζει ο εναγόμενος και εξηύρε την αναλογία που βαρύνει έκαστο γονέα αποτιμώντας την στο ποσό των 500 ευρώ για τον υπόχρεο εναγόμενο πατέρα και στο ποσό των 100 ευρώ για την υπόχρεη ενάγουσα μητέρα, λαμβάνοντας υπόψη τα εισοδήματα και την περιουσία, που διαθέτει καθένας τους και τις αποτιμώμενες σε χρήμα προσωπικές υπηρεσίες της ενάγουσας μητέρας στο ανήλικο συνδεόμενες με την συνοίκηση τους, ενώ έκρινε ότι δεν υφίστατο δυνατότητα εισοδημάτων από παροχή εργασίας της ενάγουσας, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, τόσο για την δική της διατροφή, όσο και για να συνεισφέρει σε χρήμα στην διατροφή του τέκνου τους, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται από την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των δεύτερου και τέταρτου λόγων της έφεσης, που υποστηρίζουν τα αντίθετα και αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Όσον αφορά την παραχώρηση με την εκκαλουμένη της οικογενειακής στέγης στην ενάγουσα για να διαμένει με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν εξέλειπαν οι λόγοι, που θεμελίωσαν το σχετικό αίτημα, αφού έχει απαγγελθεί μεν η λύση του γάμου των διαδίκων δυνάμει της υπ’αριθμ.2156/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, πλην όμως δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, αλλά εκκρεμεί η άσκηση έφεσης κατ’αυτής. Ενόψει τούτων, ο τρίτος λόγος της έφεσης του εναγομένου, που πλήττει την εκκαλουμένη όσον αφορά την κρίση της αυτή για έλλειψη νόμιμης βάσης, τυγχάνει απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, η ενάγουσα, όπως προεκτέθηκε, ήδη μετοίκησε οικειοθελώς με το ανήλικο τέκνο από την εν λόγω οικία και συνεπώς, το ζήτημα έχει καταστεί άνευ αντικεμένου.

VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, κατ’ άρθρα 179 εδ.1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, λόγω της σχέσης ων διαδίκων ως συζύγων και της συγγενικής εξ αίματος σχέσης τους με το διάδικο τέκνο τους, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση κατά της υπ’αριθμ.2706/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 31 Ιουλίου 2024.

             Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ