ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 398/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………… για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας – εκκαλούσας – επικουρικώς εκκαλούσας – ανακόπτουσας – εναγομένης: Της εδρεύουσας στη …. (…………..) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο – Μιλτιάδη Ασπιώτη.
Της καθ’ης η κλήση – εφεσίβλητης – επικουρικώς εφεσίβλητης – καθ’ης η ανακοπή ερημοδικίας – ενάγουσας: Της εδρεύουσας στον … Αττικής (………) και νόμιμα εκπροσωπουμένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» και το διακριτικό τίτλο «……………..», η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Σωτήριο Μπούρο και Ελένη Σωτήραλη.
Η ενάγουσα ημεδαπή εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 7.10.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./8.10.2015) αγωγή της περί καταβολής του συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην της εναγομένης, εταιρείας εδρεύουσας στην αλλοδαπή, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.3114/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, στη συνέχεια έγινε κατά τα λοιπά δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας της εναγομένης τεκμηρίου ομολογίας από την τελευταία των περιεχομένων στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικών ισχυρισμών της ενάγουσας και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το σε ευρώ ισόποσο του συνολικού ποσού των 546.850,84 δολαρίων Η.Π.Α. του οφειλομένου τιμήματος της πώλησης, με την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 21.11.2014, καθώς και το ποσό των 23.200 ευρώ, ως δικαστικά έξοδα της ενάγουσας.
Η εναγόμενη άσκησε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 19.7.2019 (με αριθμ.εκθ.καταθ………../19.7.2019) ανακοπή ερημοδικίας κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην της.
Επί της εν λόγω ανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.1614/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως απαράδεκτη και δη ως εκπροθέσμως ασκηθείσα.
Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσα – εναγόμενη με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 31.8.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/1.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ………./1.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της προσέβαλε την υπ’αριθμ.1614/2020 εκδοθείσα επί της ανακοπής ερημοδικίας της οριστική απόφαση, σωρεύοντας στο δικόγραφο αυτής επικουρικά, για την περίπτωση απόρριψης της ανωτέρω κύριας έφεσής της, εκπρόθεσμη έφεση κατά της ερήμην της εκδοθείσας επί της αγωγής υπ’αριθμ.3114/2017 οριστικής απόφασης, καθώς και αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, προκειμένου να θεωρηθεί η έφεσή της κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ως εμπροθέσμως ασκηθείσα. Η ανωτέρω έφεση προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 18ης.3.2021 και εγγράφηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο αυτή όμως η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της δικαστηρίων από 11.2.2021 έως 22.3.2021 λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19. Στη συνέχεια με την υπ’αριθμ.90/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή η ανωτέρω έφεση προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 23ηης.9.2021.
Επί της ανωτέρω έφεσης, που συζητήθηκε κατά την τελευταία δικάσιμο, εκδόθηκε η υπ’αριθμ.105/2022 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση αυτής, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 524 παρ.4 του ΚΠολΔ.
Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 4.4.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2022) κλήση της εκκαλούσας, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 17ης.11.2022 και εγγράφηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτηση αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίσθηκαν οι ανωτέρω πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων και, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου με την από 4.4.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ……./2022) κλήση της εκκαλούσας, αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «……….», η από 31.8.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./1.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./1.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της ανωτέρω α) κατά της υπ’αριθμ.1614/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η από 19.7.2019 (με αριθμ. εκθ.καταθ……../19.7.2019) ανακοπή ερημοδικίας της ιδίας κατά της υπ’αριθμ. 3114/2017 οριστικής απόφασης του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε ερήμην της, επίσης κατά την τακτική διαδικασία, επί της σε βάρος της ασκηθείσης από 7.10.2015 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./8.10.2015) αγωγής της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «………..» και με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, στη συνέχεια έγινε κατά τα λοιπά δεκτή η αγωγή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας της (της τότε εναγομένης και ήδη εκκαλούσας) τεκμηρίου ομολογίας των περιεχομένων στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικών ισχυρισμών της ενάγουσας εταιρείας και β) κατά της ανωτέρω υπ’αριθμ. 3114/2017, εκδοθείσης επί της ουσίας της υπόθεσης οριστικής απόφασης, επικουρικά για την περίπτωση απόρριψης της κύριας έφεσής της κατά της υπ’αριθμ. 1614/2020 απορριπτικής της ανακοπής της οριστικής απόφασης, καθώς και της σωρευομένης στο ίδιο δικόγραφο αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προγενέστερη κατάσταση, λόγω απώλειας της προθεσμίας προς άσκηση της υπό στοιχείο β΄ έφεσης, κατόπιν της έκδοσης επί της ένδικης έφεσης της υπ’αριθμ. 105/2022 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 524 παρ.4 του ΚΠολΔ, διότι, η εκκαλούσα, παρά το γεγονός ότι κατά την εκφώνηση της έφεσης με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 23ης.9.2021 η εφεσίβλητη ήταν απούσα, δεν προσκόμισε μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση επικυρωμένο αντίγραφο των προτάσεων που είχε καταθέσει η αντίδικός της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τόσο σε σχέση με την κυρίως εκκαλούμενη υπ’αριθμ. 1614/2020 οριστική απόφαση επί της ως άνω από 19.7.2019 ανακοπής ερημοδικίας, όσο και σε σχέση με την επικουρικά εκκαλούμενη υπ’αριθμ. 3114/2017 οριστική απόφαση επί της από 7.10.2015 αγωγής, ούτε επικυρωμένο αντίγραφο του τελευταίου αυτού εισαγωγικού δικογράφου (αγωγής), ούτε τα ταυτάριθμα με τις κυρίως και επικουρικώς εκκαλούμενες αποφάσεις πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 501, 502 παρ. 1, 503 παρ.1, 509, 513 παρ.1, 516 παρ.1 και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ερήμην απόφαση προσβάλλεται με ανακοπή ερημοδικίας από το διάδικο που ερημοδικάσθηκε. Αν η ανακοπή απορριφθεί πρωτοδίκως, ο διάδικος μπορεί να προσβάλει την απορριπτική απόφαση με έφεση. Οι λόγοι έφεσης στην περίπτωση αυτή περιορίζονται κατ’ανάγκη στο αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ήτοι στην ύπαρξη ή στο έγκυρο της κλήτευσης του εκκαλούντος στην ερήμην δίκη ή στη συνδρομή ή μη λόγων ανωτέρας βίας. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κάνοντας δεκτή την έφεση, θα εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, θα δεχθεί την ανακοπή, θα ακυρώσει την ερήμην πρωτόδικη συζήτηση και την πρωτόδικη απόφαση και, αφού διατάξει την απόδοση του παραβόλου, θα προχωρήσει αμέσως στην εξέταση της διαφοράς. Λόγοι που πλήττουν και την ερήμην απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης δε μπορούν να προταθούν με την έφεση σε βάρος της απορριπτικής της ανακοπής απόφασης, διότι η απόφαση αυτή (η ερήμην εκδοθείσα) δε θεωρείται πλέον συνεκκληθείσα (βλ. σχετ. το άρθρο 3 παρ.19 του ν.2207/1994, που κατήργησε το άρθρο 515 του ΚΠολΔ). Μπορεί όμως να προσβληθεί με έφεση αυτοτελώς. Μάλιστα η έφεση κατ’αυτής μπορεί να σωρευθεί στο ίδιο δικόγραφο με την έφεση κατά της απόφασης, που απέρριψε την ανακοπή. Στην περίπτωση αυτή η έφεση κατά της ερήμην απόφασης ασκείται επικουρικώς, δηλαδή υπό τον όρο ότι η έφεση κατά της απορριπτικής της ανακοπής απόφασης θα απορριφθεί για τυπικό ή ουσιαστικό λόγο. Διότι, αν η έφεση αυτή γίνει δεκτή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 509 και 535 παρ.1 του ΚΠολΔ, με συνέπεια η έφεση κατ’αυτής να καθίσταται άνευ αντικειμένου (Σαμουήλ Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, Ε΄έκδοση, 2003, σελ.99, υπό τον αριθμό 228γ, βλ. επίσης περί της δυνατότητας άσκησης έφεσης σε βάρος της απορριπτικής της ανακοπής ερημοδικίας οριστικής απόφασης σε Νικολάου Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Δ΄έκδοση, 2022, σελ. 883, υπ’αριθμ.6 και ΑΠ 1222/2000 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 31.8.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/1.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ. ………/1.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) κύρια έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας, αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «………..», κατά της υπ’αριθμ.1614/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης η από 19.7.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/19.7.2019) ανακοπή ερημοδικίας της ανωτέρω εκκαλούσας κατά της υπ’αριθμ. 3114/2017 οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε ερήμην της, επίσης κατά την τακτική διαδικασία, επί της σε βάρος της ασκηθείσης από 7.10.2015 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../8.10.2015) αγωγής της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…………», διώκουσας την καταβολή στην ενάγουσα του οφειλομένου τιμήματος πώλησης ποσότητας ναυτιλιακών καυσίμων για τον εφοδιασμό πλοίου, πλοιοκτησίας της εναγομένης και με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, στη συνέχεια έγινε κατά τα λοιπά δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας της τελευταίας τεκμηρίου ομολογίας των περιεχομένων στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικών ισχυρισμών της ενάγουσας, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 1η.9.2020 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ………./1.9.2020), ήτοι εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης στις 29.4.2020, καθώς από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την άσκησή της το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3, στοιχ.Α΄, περ. β΄ του ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 150 ευρώ και δεν συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993) και με την οποία παραδεκτά προσβάλλεται πρωτόδικη οριστική απόφαση που απέρριψε την ασκηθείσα κατά εκδοθείσας ερήμην της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας απόφασης ανακοπή ερημοδικίας της ανωτέρω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 532 και 533 § 1 του ΚΠολΔ). Περαιτέρω στο ίδιο δικόγραφο παραδεκτά σωρεύεται από την εκκαλούσα εταιρεία έφεση (εκπρόθεσμη) κατά της σε βάρος της ερήμην εκδοθείσας οριστικής απόφασης επί της αγωγής, ήτοι της υπ’αριθμ.3114/2017 απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και δη επικουρικά, για την περίπτωση απόρριψης της κύριας έφεσής της σε βάρος της υπ’αριθμ. 1614/2020 επίσης οριστικής απόφασης, που απέρριψε ως εκπρόθεσμη την ασκηθείσα κατά της προαναφερθείσας απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης ανακοπή ερημοδικίας της, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, των περί του αντιθέτου προβληθεισών αιτιάσεων της εφεσίβλητης εταιρείας απορριπτομένων ως αβασίμων, καθώς και αίτηση των άρθρων 152 επ. του ΚΠολΔ περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση λόγω απώλειας της προθεσμίας άσκησης της επικουρικής έφεσης κατά της ερήμην της ήδη εκκαλούσας και τότε εναγομένης εκδοθείσας πρωτόδικης απόφασης. Επισημαίνεται ότι το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων των σωρευομένων στο δικόγραφο ανωτέρω αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και επικουρικώς ασκηθείσης έφεσης θα διερευνηθούν από το παρόν Δικαστήριο μόνον σε περίπτωση απόρριψης της κύριας έφεσης της εκκαλούσας.
Σύμφωνα με γενικώς αποδεκτή (άγραφη) αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου συναγόμενη στο ελληνικό δίκαιο εμμέσως και από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 2 και 6 § 2 του ΚΠολΔ (περί της οποίας βλ. Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 72, Χ. Μεϊδάνη, σε Ε. Βασιλακάκη, Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 366, Τ. Παπαδοπούλου, Ο ρόλος του δικάζοντος δικαστή στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 2000, σελ. 52, σημ.140, Χ. Τσούκα, Ρήτρες διεθνούς δικαιοδοσίας – Ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, 1990, σελ. 25, Χ. Παμπούκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2020, αριθμ. 1052, σελ. 828, πρβλ. και Φ. Δωρή, Περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας στις ρήτρες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, 1988, σελ. 224), οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης επί ιδιωτικών διαφορών που εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας είτε εξ υποκειμένου, λόγω της προσωπικής κατάστασης των αντιδίκων είτε εξ αντικειμένου, λόγω των χαρακτηριστικών της κρινόμενης βιοτικής σχέσης ή εξαιτίας του εφαρμοστέου στην επίδικη έννομη σχέση ουσιαστικού δικαίου, κρίνονται πάντοτε κατά την lex fori, δηλαδή κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 1584/2011, ΕΝαυτΔ 2012.45 = ΕπισκΕΔ 2012.106), ενώ το ίδιο ισχύει και για τα δικονομικά ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με το παραδεκτό των ένδικων μέσων και των λόγων τους. Έτσι, επί ιδιωτικών διαφορών υπαγομένων στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, οι όροι έγκυρης έναρξης και διεξαγωγής της δίκης των ένδικων μέσων, μεταξύ των οποίων και το παραδεκτό του εισαγωγικού δικογράφου της ανακοπής ερημοδικίας, κρίνονται κατά το ημεδαπό αστικό δικονομικό δίκαιο, η δε εξέτασή τους προηγείται της έρευνας της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων τους (βλ. σχετ. ΑΠ 730/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 932/2020 ΝοΒ 2021.526, ΑΠ 438/2013, ΑΠ 1216/2012, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 178/2011 ΝοΒ 2011.1247, ΑΠ 366/2010 ΕΠολΔ 2011.364). Κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, που κατά τα προαναφερθέντα εφαρμόζεται και επί ενδίκων μέσων και αφορά σε υπόθεση με στοιχεία αλλοδαπότητας, στην οποία μετέχει διάδικος που διαμένει στο εξωτερικό σε γνωστή διεύθυνση, ο επισπεύδων την επίδοση της αγωγής ή της πρωτόδικης απόφασης έχει την ευχέρεια να την επιχειρήσει σύμφωνα με τις διατυπώσεις είτε α] της δικονομικής έννομης τάξης του κράτους στο οποίο θα πραγματοποιηθεί η επίδοση, δηλαδή κατά τις διατυπώσεις του αλλοδαπού νόμου και μέσω των οργάνων που αυτός προβλέπει (άρθρο 137 του ΚΠολΔ), οπότε ο χρόνος της συντέλεσης της επίδοσης αυτής, το κύρος της και η νομιμότητα της εν γένει διαδικασίας της επίδοσης θα κριθούν με βάση το δίκαιο του τόπου της επίδοσης, είτε β] του ημεδαπού νόμου και, συγκεκριμένα των άρθρων 134 και 136 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται σε όσες περιπτώσεις το κράτος εγκατάστασης του αποδέκτη της επίδοσης δεν συνδέεται με την Ελλάδα με διεθνή, διμερή ή πολυμερή, όπως η της Χάγης, σύμβαση ούτε είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι και η Σιγκαπούρη. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 134 παρ.1 του ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση του εγγράφου διαμένει ή έχει την έδρα του στην αλλοδαπή, το έγγραφο εγχειρίζεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, ή σ’αυτό, που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση. Ο εισαγγελέας, που παραλαμβάνει το έγγραφο, οφείλει να το προωθήσει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον αποδέκτη της επίδοσης, μέσω του Υπουργείου των Εξωτερικών. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 136 παρ.1 του ΚΠολΔ, η επίδοση που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134 θεωρείται ότι συντελέσθηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο για το οποίο προορίζεται. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν και εφαρμόζονται χωρίς τις διατυπώσεις και τις συνέπειες που τάσσονται από τη Σύμβαση της Χάγης, που κυρώθηκε με το νόμο 1334/1983, προκειμένου για επίδοση σε πρόσωπα, που έχουν διαμονή σε χώρες, οι οποίες δεν έχουν προσχωρήσει στη σύμβαση αυτήν (βλ.σχετ. περί των ανωτέρω ΑΠ 110/2001 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Αποδυναμώνονται οι συνέπειες της κατ’άρθρο 134 παρ.1 του ΚΠολΔ εγχείρισης του επιδοτέου εγγράφου στον εισαγγελέα αν για οποιοδήποτε, ανυπέρβλητο πάντως λόγο (εχθροπραξίες, άρνηση επίδοσης από το κράτος παραλαβής) δεν είναι δυνατή η επίδοσή του. Δεν παράγει, ακόμη, αποτελέσματα, η εγχείριση αυτή του εγγράφου στον εισαγγελέα, αν το επιδοτέο έγγραφο επιστράφηκε με την υπηρεσιακή οδό ως ανεπίδοτο, ενώ εάν το επιδοτέο έγγραφο έφθασε καθυστερημένα στον προορισμό του λόγω της γραφειοκρατικής αβελτηρίας, δίκαιο και επιεικές είναι να χαρακτηρισθούν οι συνθήκες αυτές ως λόγος ανώτερης βίας, που μπορεί, κατά περίπτωση, να θεμελιώσει δυνατότητα άσκησης αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (άρθρα 152 επ. του ΚΠολΔ) ή ανακοπής ερημοδικίας (βλ.σχετ.σε Νικολάου Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, ό.π., σελ.388, αριθμ.38). Περαιτέρω, στον αρμόδιο εισαγγελέα κατά τις διακρίσεις του άρθρου 134 του ΚΠολΔ γίνεται και η επίδοση σε πρόσωπα των οποίων είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής. Καθώς όμως ο εισαγγελέας δεν έχει εδώ δυνατότητες επικοινωνίας με τον αποδέκτη της επίδοσης απαιτείται επιπροσθέτως η δημοσίευση περίληψης του επιδοτέου εγγράφου σε δύο εφημερίδες. Η περίληψη αυτή συντάσσεται και υπογράφεται από το δικαστικό επιμελητή, που ενεργεί την επίδοση και πρέπει να διαλαμβάνει το περιεχόμενο, που προβλέπεται στο άρθρο 135 παρ.1 του ΚΠολΔ. Σκοπός της διά του ανωτέρω τρόπου επίδοσης είναι η παροχή δυνατότητας στον άγνωστης διαμονής ενδιαφερόμενο να πληροφορηθεί περί της επίδοσης και να λάβει από τον εισαγγελέα το σχετικό έγγραφο προς προάσπιστη των δικαιωμάτων του. Η επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής λαμβάνει χώρα κατά τους ορισμούς του άρθρου 135 του ΚΠολΔ και θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε από την (τελευταία) δημοσίευση της περίληψης, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα. Εξάλλου, επί ανακοπής ερημοδικίας ορίζεται με το άρθρο 503 παρ.2 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ ότι αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην έχει άγνωστη διαμονή, η προθεσμία της ανακοπής είναι εξήντα ημέρες και αρχίζει από την τελευταία δημοσίευση κατά το άρθρο 135 παρ.1 της περίληψης της έκθεσης για την επίδοση της απόφασης, ενώ με την παρ.3 ότι οι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και όταν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στο εξωτερικό, χωρίς να γίνεται στην τελευταία περίπτωση διάκριση γνωστής ή άγνωστης διαμονής. Για να αρχίσει δηλαδή η προθεσμία προς άσκηση του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας απαιτείται, με ρητή επιταγή, κατ’απόκλιση των γενικών διατάξεων περί πλασματικής επίδοσης των άρθρων 134 παρ.1 και 136 παρ.1 του ΚΠολΔ, η τήρηση των όρων του άρθρου 135 παρ.1 του ιδίου Κώδικα περί επίδοσης σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής σε κάθε περίπτωση για τον διάδικο που είναι κάτοικος εξωτερικού (ΑΠ 482/2004 ΕλλΔνη 2006.438). Πλέον ειδικότερα, αν ο ανακόπτων διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι εξήντα (60) ημέρες και αρχίζει να τρέχει από την επομένη της τελευταίας δημοσίευσης (άρθρο 144 παρ.1 του ΚΠολΔ) σε ημερήσια εφημερίδα της περίληψης της έκθεσης για τη δημοσίευση της απόφασης στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών με τα στοιχεία που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 503 παρ.2 εδαφ. β΄του ΚΠολΔ (άρθρο 503 παρ.2 εδαφ.α΄και παρ.3 του ΚΠολΔ). Εάν δεν επιδοθεί ή δεν επιδοθεί έγκυρα η ερήμην απόφαση δεν αρχίζει η προθεσμία άσκησης ανακοπής ερημοδικίας και συνεπώς μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, καθώς δεν υπόκειται σε παραγραφή. Ο ΚΠολΔ δεν προβλέπει και καταχρηστική προθεσμία άσκησης ανακοπής ερημοδικίας με αφετηρία την έκδοση της ερήμην απόφασης, ευλόγως μάλιστα, αφού διαφορετικά ο κίνδυνος υφαρπαγής τελεσίδικων αποφάσεων θα ήταν άμεσος. Έτσι, η ανεπίδοτη ερήμην εκδοθείσα πρωτόδικη απόφαση μπορεί να καταστεί ανέκκλητη με τη συμπλήρωση της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ, όχι όμως και τελεσίδικη, αφού θα υπόκειται σε (αιτιολογημένη) ανακοπή ερημοδικίας (βλ. σχετ. σε Νικολάου Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, ό.π., σελ.874, αριθμ.14). Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’αριθμ. 1614/2020 εκκαλουμένη απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, απέρριψε ως απαράδεκτη και δη ως εκπροθέσμως ασκηθείσα την από 19.7.2019 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ……./19.7.2019) ανακοπή ερημοδικίας της εκκαλούσας κατά της υπ’αριθμ. 3114/2017 οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε ερήμην της, κατά την τακτική διαδικασία, επί της σε βάρος της ασκηθείσης από 7.10.2015 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …………./8.10.2015) αγωγής της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης και με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, στη συνέχεια έγινε κατά τα λοιπά δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας της εναγομένης τεκμηρίου ομολογίας από την τελευταία των περιεχομένων στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικών ισχυρισμών της ενάγουσας και διέταξε την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από την ανακόπτουσα παραβόλου της ανακοπής της. Ειδικότερα με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η εκδοθείσα ερήμην της εναγομένης – ανακόπτουσας, εταιρείας εδρεύουσας στην αλλοδαπή σε γνωστή διεύθυνση και δη στη Σιγκαπούρη, ήτοι σε χώρα που δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση της Χάγης περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις της 15ης.11.1965, υπ’αριθμ.3114/2017 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, επιδόθηκε νομότυπα στην ανωτέρω, με την επιμέλεια της αντιδίκου της, διά της εγχείρισης του σχετικού εγγράφου στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, προκειμένου στη συνέχεια να προωθηθεί σ’αυτήν μέσω του Υπουργείου των Εξωτερικών, στις 19.12.2018, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 134 του ΚΠολΔ, που ρυθμίζει τη διαδικασία επίδοσης εγγράφου, του οποίου ο αποδέκτης διαμένει ή έχει την έδρα του στην αλλοδαπή, δηλαδή με βάση του ελληνικό δικονομικό δίκαιο, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στο αντίγραφο της απόφασης της Δικαστικής Επιμελήτριας ………… Ότι από την επομένη της κατά τα προεκτεθέντα νομότυπης επίδοσης της ερήμην απόφασης στην εναγόμενη, που θεωρείται συντελεσθείσα από την παράδοση του εγγράφου της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από την ανωτέρω διάδικο, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 136 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκκίνησε η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών για την άσκηση από την ερημοδικασθείσα διάδικο, που εδρεύει στο εξωτερικό, ανακοπής ερημοδικίας σε βάρος της απόφασης αυτής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 503 παρ.2 και 3 του ΚΠολΔ, η οποία συμπληρώθηκε μετά την παρέλευση του ως άνω χρονικού διαστήματος και δη στις 18.2.2019, χωρίς να ασκηθεί στο μεσοδιάστημα τέτοια ανακοπή από την εναγόμενη, διότι η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε τελικά από την τελευταία στις 19.7.2019, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………/ 19.7.2019), όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.1 του ΚΠολΔ για την άσκηση των ένδικων μέσων, επομένως, εκπρόθεσμα. Επιπροσθέτως με την ανωτέρω εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως επάλληλη αιτιολογία της απορριπτικής κρίσης του, ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η εξηκονθήμερη προθεσμία προς άσκηση από την εναγόμενη ανακοπής ερημοδικίας σε βάρος της ερήμην της εκδοθείσας υπ’αριθμ.3114/2017 οριστικής απόφασης άρχισε στις 26.3.2019, όταν η ανωτέρω παρέλαβε την εν λόγω απόφαση με συστημένη επιστολή μέσω του Προξενικού Γραφείου της Πρεσβείας της Ελλάδας στη Σιγκαπούρη, κατόπιν ρηματικής διακοίνωσης των Σιγκαπουριανών Αρχών ότι αδυνατούν να της επιδώσουν το σχετικό έγγραφο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο προσκομιζόμενο από την ενάγουσα και καθ’ης η ανακοπή υπό στοιχεία ΑΠ ………/3.7.2019 έγγραφο του προαναφερθέντος Προξενικού Γραφείου, η ένδικη ανακοπή ερημοδικίας που ασκήθηκε στις 19.7.2019 και πάλι απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη λόγω της άσκησής της εκτός της προβλεπομένης στον ΚΠολΔ εξηκονθήμερης προθεσμίας, απορριφθέντος ως αβασίμου του ισχυρισμού της ανακόπτουσας ότι ουδέποτε παρέλαβε η ίδια την ως άνω ερήμην απόφαση, διότι εδρεύει μεν στη Σιγκαπούρη, σε διαφορετική όμως διεύθυνση απ’αυτήν, στην οποία η απόφαση επιδόθηκε, όπου εδρεύει άλλη εταιρεία με την παραπλήσια επωνυμία «………….», καθώς και ότι ενημερώθηκε το πρώτον περί του γεγονότος της επίδοσης από την ανωτέρω εταιρεία στις 21.6.2019. Πλην όμως η κατά τα προαναφερθέντα επίδοση της ερήμην της εναγομένης εκδοθείσας υπ’αριθμ.3114/2017 οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, διά μόνης της παράδοσης στις 19.12.218 του σχετικού εγγράφου από τη Δικαστική Επιμελήτρια στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, ως αρμόδιο εισαγγελέα, προς περαιτέρω προώθηση στην παραλήπτρια εταιρεία, εδρεύουσα στην αλλοδαπή και δη στη Σιγκαπούρη σε γνωστή διεύθυνση, μέσω του Υπουργείου των Εξωτερικών, δεν ήταν νομότυπη, καθώς, προκειμένου να θεωρηθεί συντελεσθείσα η εν λόγω επίδοση και να εκκινήσει ακολούθως η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας σε βάρος της απόφασης αυτής από την ερημοδικασθείσα διάδικο, θα έπρεπε να επακολουθήσει της παράδοσης της απόφασης στον εισαγγελέα δημοσίευση περίληψης της έκθεσης για την επίδοσή της σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 135 παρ.1 του ΚΠολΔ, που να περιέχει τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 503 παρ.2 εδαφ.β΄ του ιδίου Κώδικα στοιχεία, από τη δεύτερη εκ των οποίων αρχίζει κατά νόμο η εν λόγω προθεσμία, όπερ ουδέποτε έλαβε χώρα στην κρινόμενη περίπτωση. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, εάν ο ανακόπτων διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής, η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση απ’αυτόν ανακοπής ερημοδικίας αρχίζει να τρέχει από την επομένη της τελευταίας δημοσίευσης σε ημερήσια εφημερίδα του αποδεικτικού επίδοσης της ερήμην απόφασης στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 503 παρ.2 εδαφ.α΄και 3 του ιδίου Κώδικα, διαφορετικά, εάν δηλαδή η ερήμην απόφαση δεν του επιδοθεί ή δεν του επιδοθεί νομότυπα, δεν αρχίζει η προθεσμία αυτή και η ανακοπή μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, εφόσον ο ΚΠολΔ, σε αντίθεση με την έφεση, δεν προβλέπει καταχρηστική προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από την έκδοση της ερήμην απόφασης. Επομένως εν προκειμένω, εφόσον η ερήμην της ανακόπτουσας εκδοθείσα απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν επιδόθηκε νομότυπα στην ανωτέρω διάδικο, με αποτέλεσμα να μην αρχίσει να τρέχει η προθεσμία της άσκησης κατ’αυτής ανακοπής ερημοδικίας, η ένδικη ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι η ανωτέρω ερήμην απόφαση όντως παραδόθηκε στην εναγόμενη στην έδρα της στη Σιγκαπούρη στις 26.3.2019, από το εν λόγω γεγονός ουδόλως μπορεί να γίνει δεκτό ότι έκτοτε αφετηριάζεται το πρώτον η προβλεπόμενη εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση από την τελευταία ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, ελλείψει σχετικής ρητής νομοθετικής πρόβλεψης, επομένως, η “επίδοση” αυτή ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, αφού δεν τηρήθηκαν προηγουμένως οι απαιτούμενες στον ΚΠολΔ διατυπώσεις για την επίδοση στην αλλοδαπή ερήμην απόφασης και την έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση από τον ερημοδικασθέντα διάδικο ανακοπής ερημοδικίας, πολλώ δε μάλλον, που, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ακόμη και εάν εν προκειμένω η επίδοση της ως άνω ερήμην απόφασης είχε νομότυπα συντελεσθεί διά της εγχείρισης του σχετικού εγγράφου στον αρμόδιο εισαγγελέα και στη συνέχεια της δημοσίευσης περίληψης της έκθεσης για την επίδοση σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, οπότε και είχε αρχίσει να τρέχει η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας από την τελευταία δημοσίευση, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής της απόφασης από την εναγόμενη, η καθυστερημένη, δηλαδή μετά την παρέλευση των 60 ημερών, περιέλευση του εγγράφου σ’αυτήν, για γραφειοκρατικούς λόγους, δεν θα αναιρούσε μεν το ότι η επίδοση έλαβε χώρα νομότυπα, πλην όμως θα μπορούσε να εκτιμηθεί ως λόγος ανωτέρας βίας, που θα δικαιολογούσε την άσκηση αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση των άρθρων 152 επ.του ΚΠολΔ ή ανακοπής ερημοδικίας. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. 1614/2020 οριστική απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη και δη ως εκπροθέσμως ασκηθείσα την ανωτέρω ανακοπή ερημοδικίας, εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εκκαλούσα – ανακόπτουσα με το σχετικό πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της. Πρέπει, επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση επί της ανωτέρω ανακοπής ερημοδικίας, η οποία, εμπροθέσμως και νομοτύπως ασκηθείσα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της νίκης της εκκαλούσας θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην τελευταία του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσής της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 Α στοιχ.γ και Γ εδαφ. προτελευταίο του ΚΠολΔ.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 501, 505 και 509 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ανακοπή ερημοδικίας επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσης, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Αποτελεί, δηλαδή, η δικονομική ανώτερη βία, έννοια, που συμπίπτει με την ομώνυμη έννοια της κατ` άρθρο 152 παρ. 1 ΚΠολΔ ανώτερης βίας και ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου. Κατά το περιεχόμενό της, επομένως, η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της αδυναμίας του διαδίκου ή και του πληρεξουσίου του να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο (ΑΠ 294/2023, ΑΠ 1084/2002, Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της ανακοπής ερημοδικίας κατά πιθανολόγηση. Το ελάττωμα της κλήτευσης ή η ύπαρξη του περιστατικού της ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία, που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι. Αν οι λόγοι κριθούν βάσιμοι, η ανακοπή, που έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, γίνεται δεκτή κατ` ουσίαν, εξαφανίζεται η ανακοπτόμενη απόφαση, διατάσσεται η επιστροφή του παραβόλου, οι διάδικοι επανέρχονται στην προ της ερήμην απόφασης κατάσταση και γίνεται νέα συζήτηση της υπόθεσης. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα των λόγων της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (ΑΠ 559/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Αμέσως μετά την παραδοχή της ανακοπής, το δικαστήριο προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, ήτοι ερευνά την αγωγή, έφεση κλπ και γίνεται νέα συζήτηση, χωρίς να δεσμεύεται από τις κρίσεις που είχαν διαληφθεί στην εξαφανισθείσα απόφαση, ως προς το παραδεκτό, τη νομιμότητα κλπ. Εκδίδεται δε, ενιαία απόφαση επί του παραδεκτού και βάσιμου της ανακοπής, καθώς ως προς την ουσία της διαφοράς (Στ. Πανταζόπουλος στην ΕρμΚΠολΔ – Ένδικα Μέσα και Ανακοπές, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Έκδοση 2020, άρθρο 509, αριθμ. 1-3, σελ. 48-49, Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ, Τόμος Γ΄, άρθρο 509, αριθμ. 1-3, σελ. 154, Μ. Μαργαρίτης – Αντ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, Έκδοση 2018, άρθρο 509, αριθμ. 2 και 4-5, σελ. 778-779, ΤριμΕφΑθ 619/2024 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της υπ’αριθμ. …/16.122020 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του ………., Γραμματέα Πρεσβείας Γ’, Διευθύνοντος το Προξενικό Γραφείο της Ελλάδος στη Σιγκαπούρη της μάρτυρος …………., η οποία λήφθηκε με την επιμέλεια της εκκαλούσας κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εφεσίβλητης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. …/10.12.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……….) και παραδεκτά προσκομίσθηκε το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου στην έκκλητη δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠλΔ (ΑΠ 248/2023 ΑΠ 383/2023, ΑΠ 1538/2022, ΑΠ 1718/2022, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος) και λαμβάνεται σε υπόψη ως ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, των περί του αντιθέτου προβληθεισών αιτιάσεων της εφεσίβλητης, σύμφωνα με τις οποίες η εν λόγω ένορκη βεβαίωση θα πρέπει να αποκρουσθεί από αυτό το Δικαστήριο, διότι δεν προσκομίσθηκε στον πρώτο βαθμό από την εκκαλούσα παρά το ότι υπήρχε η δυνατότητα, διότι η μάρτυρας τυγχάνει υπάλληλος της ανωτέρω και μπορούσε ευχερώς να καταθέσει, απορριπτομένων ως αβασίμων, καθώς σε κάθε περίπτωση η εξουσία του δικαστηρίου απόκρουσης των νέων αποδεικτικών μέσων ως απαράδεκτων αφορά μόνο τα αποδεικτικά μέσα που υπήρχαν κατά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό και όχι αυτά που σχηματίστηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης με προηγούμενη κλήτευση της εφεσίβλητης (βλ. σχετ. ΑΠ 1718/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), καθώς και από την επανεκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, σε συνδυασμό προς τις παραδοχές και τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ.β΄ και 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Σε βάρος της ανακόπτουσας, εταιρείας εδρεύουσας στην αλλοδαπή και δη στη Σιγκαπούρη, χώρα, που, όπως προεκτέθηκε, δεν έχει κυρώσει τη Σύμβαση της Χάγης «Για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Ν. 1334/1983 και εξακολουθεί να ισχύει για επιδόσεις προς συμβαλλόμενα κράτη εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αποτέλεσμα ως προς τις προς αυτήν επιδόσεις εφαρμοστέες να τυγχάνουν οι διατάξεις του ημεδαπού δικονομικού δικαίου και συγκεκριμένα οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ για την επίδοση σε όσους διαμένουν στο εξωτερικό, ασκήθηκε από την καθ’ης η ανακοπή η από 7.10.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./8.10.2015) αγωγή, με τη οποία ζητείτο να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια πλοίου, να της καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα της πώλησης ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων για τον εφοδιασμό του εν λόγω πλοίου, ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου στη δικάσιμο της 24ης.1.2017, για την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε από το πινάκιο από την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο της 10ης.5.2016, η εναγόμενη ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην της εναγομένης, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 3114/2017 οριστική απόφαση, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, στη συνέχεια έγινε κατά τα λοιπά δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη λόγω του συναγομένου εκ της ερημοδικίας της εναγομένης τεκμηρίου ομολογίας από την τελευταία των περιεχομένων στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικών ισχυρισμών της ενάγουσας (άρθρα 352 παρ.1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 271 παρ.3 του ίδιου Κώδικα) και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το σε ευρώ ισόποσο του συνολικού ποσού των 546.850,84 δολαρίων Η.Π.Α. του οφειλομένου τιμήματος της πώλησης, με την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 21.11.2014 μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 23.200 ευρώ, ως δικαστικά έξοδα της ενάγουσας. Το ανωτέρω Δικαστήριο με την ανακοπτόμενη απόφασή του, όσον αφορά το νόμιμο και εμπρόθεσμο της επίδοσης στην εναγόμενη της αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση, δέχθηκε τα κάτωθι: “Από την υπ’ αριθμ…../13.10.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………., την οποία νομίμως προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής μετά πράξεως ορισμού δικασίμου και κλήσεως προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 10ης Μαΐου 2016, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, νομίμως και εμπροθέσμως επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς (άρθρα 122 επ., 134 παρ. 1, 136 παρ. 1, 228 και 229 ΚΠολΔ), ως εκ της έδρας της εναγόμενης εταιρείας στη Σιγκαπούρη, η ως άνω δε αναβολή και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης της εναγομένης (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ)“. Με την ίδια απόφαση έγιναν επίσης δεκτά και τα κάτωθι: “Επισημαίνεται ότι η Σιγκαπούρη δεν έχει υπογράψει ούτε έχει προσχωρήσει στην από 15-11-1965 Διεθνή Σύμβαση της Χάγης «Για την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις», η οποία έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Ν. 1334/1983 και εξακολουθεί να ισχύει για επιδόσεις προς συμβαλλόμενα Κράτη εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως {για επιδόσεις προς Κράτη – Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύει από 13-11-2008 ο Κανονισμός (Ε.Κ.) 1.393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007, με τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς που αναφέρονται σε αυτόν}, και ως εκ τούτου αρκεί για το νομότυπο της επίδοσης προς πρόσωπα με κατοικία ή διαμονή ή έδρα στο κράτος αυτό η κατ’ άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ πλασματική επίδοση προς τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη, η δε επίδοση θεωρείται συντελεσθείσα μόλις παραδοθεί το επιδοτέο έγγραφο στον αρμόδιο εισαγγελέα, ανεξαρτήτως του χρόνου αποστολής και παραλαβής του από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται“. Πιθανολογήθηκε επίσης ότι η ανωτέρω αγωγή με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, κατά την οποία αρχικά προσδιορίσθηκε για να εκδικασθεί, ουδέποτε επιδόθηκε πραγματικά στην εναγόμενη και τούτο άνευ δικής της υπαιτιότητας, διότι επιστράφηκε διά της διπλωματικής οδού ως ανεπίδοτη, λόγω της παράδοσης στις αρμόδιες αρχές της Σιγκαπούρης προς επίδοση ενός αντιγράφου της αγωγής και ενός αντιγράφου της μετάφρασής της στην αγγλική γλώσσα, ενώ κατά το δίκαιο της Σιγκαπούρης απαιτείται η επίδοση δύο αντιγράφων της αγωγής και δύο αντιγράφων της μετάφρασής της στην αγγλική γλώσσα (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω το προσκομιζόμενο από αμφότερα τα διάδικα μέρη υπό στοιχεία Α.Π. Φ. ……../12.1.2016 έγγραφο της Πρεσβείας της Ελλάδος στην Μπανγκόκ προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς μετά του συνημμένου από 4.12.2015 σχετικού εγγράφου του Υπουργείου Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Σιγκαπούρης). Με δεδομένο ότι ο διάδικος δεν είναι καταρχήν υποχρεωμένος να λαμβάνει ιδιαίτερα μέτρα, που θα διευκολύνουν ή θα εξασφαλίσουν την έγκαιρη γνώση της προς αυτόν επίδοσης κάποιου δικογράφου, την οποία δεν αναμένει, η έλλειψη υπαιτιότητάς του καταρχήν καταφάσκεται επί επίδοσης δικογράφου εισαγωγικού δίκης στον πρώτο βαθμό. Παρά το ότι διά της εγχείρισης της αγωγής στον εισαγγελέα η επίδοσή της στην εναγόμενη, εταιρεία που εδρεύει στην αλλοδαπή, θεωρείται νομότυπα συντελεσθείσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 134 παρ.1 και 136 παρ.1 του ΚΠολΔ, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, κατά τα προεκτεθέντα, εντούτοις η επιστροφή της διά της διπλωματικής οδού ως ανεπίδοτης, δηλαδή για λόγους, που ουδόλως αφορούν στην ανωτέρω διάδικο, αλλά στις απαιτούμενες για την επίδοση διατυπώσεις σύμφωνα με το δίκαιο της Σιγκαπούρης, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, καθιστά την παράδοση του σχετικού εγγράφου άνευ αποτελέσματος, σε κάθε δε περίπτωση συνιστά οπωσδήποτε γεγονός ανωτέρας βίας, όπως η έννοια αυτής στο δικονομικό δίκαιο αναλύθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, που δικαιολογεί την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας σε βάρος της ερήμην της εκδοθείσης απόφασης, καθώς και την ευδοκίμηση της ασκηθείσης ανακοπής της, αφού δεν της δόθηκε η δυνατότητα, προβαίνοντας σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικώς, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, συνετή και άκρως ακόμη επιμελή ενέργεια, να ενημερωθεί περί της έναρξης της αντιδικίας, με αποτέλεσμα, μη έχοντας λάβει γνώση του περιεχομένου της σε βάρος της αγωγής και της ορισθείσης προς συζήτησή της δικασίμου, να μην παραστεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και να δικασθεί ερήμην, με τις προβλεπόμενες στον ΚΠολΔ δυσμενείς συνέπειες λόγω της ερημοδικίας της, καθώς η αγωγή θεωρήθηκε ομολογημένη και έγινε δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, συνεπώς να στερηθεί του δικαιώματός της δικαστικής ακρόασης, όπως ισχυρίσθηκε με το σχετικό λόγο της κρινόμενης ανακοπής της, που πιθανολογήθηκε ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμος. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή ερημοδικίας και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η ανακοπτόμενη ερήμην απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που κατέθεσε η ανακόπτουσα για την άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας της και το παρόν Δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της αγωγής, αφού οι ως άνω διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση πριν από την απόφαση που εξαφανίσθηκε (άρθρο 509 παρ.1 του ΚΠολΔ), όπως επίσης προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Επισημαίνεται ότι, κατόπιν της παραδοχής της ανακοπής κατά της ερήμην της εναγομένης εκδοθείσας απόφασης ως κατ’ουσίαν βάσιμης και της εξαφάνισης της απόφασης αυτής, παρέλκει πλέον η εξέταση του παραδεκτού και της βασιμότητας των επίσης σωρευομένων στο δικόγραφο έφεσης της εναγομένης κατά της ίδιας απόφασης και αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, έχοντας καταστεί άνευ αντικειμένου.
Κατά το άρθρο 904 εδαφ. α΄ του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β` της ίδιας διάταξης, η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) κατ` άρθρο 219 του ΚΠολΔ της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του ως άνω επιβοηθητικού χαρακτήρα της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη. Τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σ’αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Περαιτέρω, όταν η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται επίκληση απλή των προαναφερθεισών τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α΄ έως δ΄ για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδαφ.α΄ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία, στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές (προϋποθέσεις) θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη, και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Είναι όμως αναγκαία στην περίπτωση αυτή να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή, έστω και έμμεση, επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, χωρίς να απαιτείται και έκθεση των γεγονότων στα οποία οφείλεται, αφού στην εν λόγω περίπτωση η επικουρική βάση, όπως προεκτέθηκε, θα εξετασθεί μόνο αν η κυρία βάση απορριφθεί λόγω ακυρότητας της συμβάσεως ή ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, η οποία συνεπώς θα είναι δεδομένη, καθόσον πληρούται έτσι και ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ22/2003, ΑΠ 174/2024, ΑΠ 1372/2022, ΑΠ 408/2020, ΑΠ 1325/2019, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).
Με την υπό κρίση από 7.10.2015 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./8.10.2015) αγωγή, ασκηθείσα ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρεία εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, εκθέτει ότι δραστηριοποιείται επιχειρηματικά – μεταξύ άλλων – και στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες της λειτουργίας ποντοπόρων πλοίων, ούσα κάτοχος άδειας φορολογικής αποθήκης, αλλά και άδειας εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1 και εγκεκριμένος προμηθευτής καυσίμων πλοίων, καθώς και ότι η εναγόμενη, εταιρεία εδρεύουσα στη Σιγκαπούρη, είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Σιγκαπούρης πλοίου με την ονομασία “MV ΜJ”, πρώην “RDII””, νηολογίου Σιγκαπούρης, με αριθμό ΙΜΟ …., ΚΟΧ 56326, ΚΚΧ 29819, ΔΔΣ …… Ότι στο πλαίσιο της προαναφερόμενης εμπορικής δραστηριότητάς, της δυνάμει σύμβασης πώλησης, που κατήρτισε στις 17.10.2014 με την εδρεύουσα στην Μάλτα εταιρεία με την επωνυμία “. ……..”, η οποία ενεργούσε για τη συναλλαγή ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, έχοντας σιωπηρώς εξουσιοδοτηθεί από την τελευταία, ανέλαβε την υποχρέωση μεταβίβασης κατά κυριότητα και παράδοσης των συγκεκριμένα προσδιοριζομένων στην αγωγή ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων των επίσης αναφερομένων στο δικόγραφο τύπων, στο ως άνω πλοίο, που θα εκτελείτο με βάση τους επιμέρους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, έναντι επίσης συνομολογηθέντος τιμήματος, το οποίο ειδικότερα καθορίσθηκε σε δολάρια Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο καυσίμου. Ότι σε εκπλήρωση της ανωτέρω συμβατικά αναληφθείσης υποχρέωσής της προέβη στις 21.10.2014 στην προσήκουσα παράδοση στο προαναφερθέν πλοίο, ενόσω αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα του Πειραιώς, των πωληθεισών ποσοτήτων καυσίμων με το ναυλωθέν από την ίδια δεξαμενόπλοιο με την ονομασία «ΕR», σύμφωνα με τις οδηγίες που της δόθηκαν από την εταιρεία με την επωνυμία «………..», ναυτικής πράκτορος του πλοίου, που επίσης ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης, ως άμεσος αντιπρόσωπός της και συγκεκριμένα ποσότητας 999.241 μετρικών τόνων καυσίμου, τύπου IFO 380 CST, καθώς επίσης και ποσότητας 99.672 μετρικών τόνων καυσίμου, τύπου Marine Gasoil 0,1%, συνολικής αξίας 546.850,84 δολαρίων Η.Π.Α., εκ των οποίων το ποσό των 472.271,27 δολαρίων Η.Π.Α. αφορούσε στην παραδοθείσα ποσότητα των 999.241 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST και το υπόλοιπο ποσό των 74.579,57 δολαρίων Η.Π.Α. στην παραδοθείσα ποσότητα των 99.672 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1% αντίστοιχα, εκδοθέντος σχετικώς επί της συναλλαγής του υπό στοιχεία A-………../30.10.2014 τιμολογίου της για το προαναφερθέν συνολικό ποσό του τιμήματος των 546.850,84 δολαρίων Η.Π.Α., που πιστώθηκε και ορίσθηκε καταβλητέο στις 20.11.2014. Ότι σύμφωνα με τον υπ’αριθμ.9 όρο των Γενικών Όρων Πώλησης της ιδίας, στους οποίους γίνεται ρητή παραπομπή στο εκδοθέν επί της συναλλαγής ανωτέρω τιμολόγιό της, η σύμβαση θα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Ότι περαιτέρω, για την περίπτωση μη αποπληρωμής κατά την ανωτέρω ημερομηνία του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, που παρελήφθησαν ανεπιφύλακτα από τον Πλοίαρχο του πλοίου της εναγομένης, ο οποίος και υπέγραψε επί των σχετικών δελτίων αποστολής, που έχουν περιληφθεί αυτούσια στο δικόγραφο, συμφωνήθηκε ότι η οφειλή της τελευταίας θα επιβαρύνεται με τόκους, υπολογιζόμενους με επιτόκιο 2% μηνιαίως, όπως προβλέπεται στον υπ’αριθμ.7 όρο των Γενικών Όρων Πώλησης της ιδίας (της ενάγουσας). Ότι η εναγόμενη, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της δεν έχει εξοφλήσει την οφειλή της από την επίμαχη πώληση. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το σε ευρώ ισόποσο του συμφωνηθέντος σε δολάρια Η.Π.Α. ως άνω συνολικού τιμήματος των πωληθεισών ποσοτήτων καυσίμων, προσδιορισθησόμενο σύμφωνα με την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, κυρίως μεν με βάση τις διατάξεις περί της ενδοσυμβατικής της ευθύνης, διότι κατέστη υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση της συμβατικής της αυτής υποχρέωσης, που ανέλαβε διά των αντιπροσώπων της εταιρειών «…………….», οι οποίες ενήργησαν στην κρινόμενη περίπτωση στο όνομα και για λογαριασμό της, άλλως επικουρικώς, ως ενεχόμενη εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με την αγοράστρια εταιρεία “……….” με την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας του πλοίου, για τις ανάγκες του οποίου αγοράσθηκαν τα καύσιμα, όπως προβλέπεται στους γνωστούς στην εναγόμενη Γενικούς Όρους Πώλησης της ιδίας (της ενάγουσας), στους οποίους γίνεται παραπομπή και στο εκδοθέν για την επίμαχη πώληση τιμολόγιό της (συγκεκριμένα στον υπό στοιχεία 8.β όρο, σύμφωνα με τον οποίο: «Παραδόσεις ναυτιλιακών καυσίμων σύμφωνα με τους παρόντες όρους δε γίνονται μόνον σε πίστη της αγοράστριας, αλλά και σε πίστη και για λογαριασμό του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιεί τα ναυτιλιακά καύσιμα»), άλλως επικουρικότερα με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού κατέστη “…πλουσιότερη κατά το ποσό της αξίας των καυσίμων… χωρίς να καταβάλει το αναλογούν στην προμήθεια καυσίμων αντάλλαγμα”, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τις 21.11.2014, επομένη της συμφωνηθείσης δήλης ημέρας για την αποπληρωμή του τιμήματος, του οφειλομένου τόκου υπολογιζομένου με επιτόκιο 2% μηνιαίως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, άλλως με το κατά νόμο προβλεπόμενο επιτόκιο, μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησής της και να καταδικασθεί η εναγόμενη στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της καταγομένης προς κρίση διαφοράς, η οποία παρουσιάζει στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της εναγομένης στο εξωτερικό (άρθρα 3 παρ.1 και 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται με την αγωγή προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, τίθεται επιπροσθέτως θέμα καθορισμού και του εφαρμοστέου δικαίου. Με βάση τα προεκτεθέντα για τη συγκρότηση της ιστορικής βάσης της αγωγής πραγματικά περιστατικά, αυτή ερευνητέα τυγχάνει στο σύνολό της με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα: α) Όσον αφορά στην αγωγική βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης εκ της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσης πώλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008 που αντικατέστησε την από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως η ένδικη, ως το δίκαιο (ελληνικό) που κατά τα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο είχε συμφωνηθεί ρητά ως εφαρμοστέο από τα διάδικα μέρη επί της εν λόγω σύμβασης, β) ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης της εναγόμενης εταιρείας κατά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης πώλησης και της δέσμευσής της απ’ αυτήν έναντι της ενάγουσας από τις πράξεις της αντιπροσώπου της, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, δεδομένου ότι το εν λόγω ζήτημα αποκλείεται ρητά από το πεδίο εφαρμογής, τόσο του ανωτέρω Κανονισμού 593/2008 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ζ΄ του Κανονισμού), όσο και της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 19.6.1980 (άρθρο 1 παρ. 2 περ. στ΄ της Διεθνούς Σύμβασης). Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με κοινώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ, τα θέματα της δέσμευσης του αντιπροσωπευόμενου και της έκτασης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απέκτησε αυτός από τη σχετική δικαιοπραξία που επιχείρησε ο εκούσιος πληρεξούσιος, ως αντιπρόσωπος αυτού, ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000 ΕλλΔνη 2001.1317, 1350). Επομένως, εφαρμοστέο εν προκειμένω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στην οποία φέρεται ότι επιχείρησε η αντιπρόσωπος της εναγομένης την εν λόγω δικαιοπραξία, για την οποία της δόθηκε κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η σχετική πληρεξουσιότητα, εφόσον η ενάγουσα, που εδρεύει στην Ελλάδα (Πειραιάς), πρότεινε από εκεί στην εδρεύουσα στη Μάλτα εταιρεία με την επωνυμία «……………», που ενεργούσε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, να διενεργήσει τον εφοδιασμό του πλοίου της τελευταίας με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο ποσότητες καυσίμων έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος, ακολούθως δε περιήλθε στην ενάγουσα (ΑΚ 167) στο ίδιο μέρος (Πειραιάς) η αποδοχή της πρότασής της από την ανωτέρω εταιρεία στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης (ΑΚ 189), με αποτέλεσμα την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης μεταξύ ενάγουσας και αντιπροσωπευομένης εναγομένης (ΑΚ 192 – βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269) και γ) ως προς τη στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της (αγωγής), σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές της 11.7.2007, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το δίκαιο αυτό (ελληνικό) είχε συμφωνηθεί ρητά ως εφαρμοστέο από τα διάδικα μέρη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της (της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης), στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 216, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292, 293, 294, 341 εδ. α΄, 345 εδαφ. α΄, 361 και 513 επ. του ΑΚ και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να υποχρεωθεί η εναγόμενη στην καταβολή τόκων υπερημερίας επί του κεφαλαίου της οφειλής της με το συμφωνηθέν από τα συμβαλλόμενα μέρη μηνιαίο επιτόκιο 2% (ήτοι 24% ετησίως), το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθ’ό μέρος το εν λόγω επιτόκιο υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό του τόκου υπερημερίας, όπως αυτό ορίσθηκε με τις σχετικές αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Κ.Τ. κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2842/2000) και το οποίο ανερχόταν συγκεκριμένα από 10.9.2014 έως 15.3.2016 σε ποσοστό 7,3% ετησίως και από 16.3.2016 και εντεύθεν σε ποσοστό 7,25% ετησίως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 293, 294 του ΑΚ και 109 του ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον, η δε περί ανώτατου θεμιτού ορίου τόκου ως άνω διάταξη είναι δημόσιας τάξης και κάθε αντικείμενη προς αυτή συμφωνία είναι άκυρη και δεν μπορεί να καλυφθεί με αναγνώριση του υποχρέου ή έμπρακτη καταβολή (ΕφΘεσ 1762/2012 Αρμ.2013.1841, ΕφΘεσ 2262/2010 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 6029/1999 ΕλλΔνη 1999.1625). Τέλος, η κατά δικονομική επικουρικότητα προβαλλόμενη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη, διότι για την κατά νόμο θεμελίωσή της η ενάγουσα επικαλείται ακριβώς τα ίδια πραγματικά περιστατικά, τα οποία παραθέτει για τη στοιχειοθέτηση της κύριας βάσης της αγωγής της (από τη σύμβαση πώλησης), χωρίς να γίνεται μνεία, έστω και έμμεσα, περί ακυρότητας της εν λόγω σύμβασης, από την οποία απορρέει η ένδικη αξίωσή της, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει καταβληθεί από την ενάγουσα το αναλογούν στο αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Από την προαναφερόμενη διάταξη προκύπτει ότι όρος της άμεσης αντιπροσώπευσης είναι και η επιχείρηση της δικαιοπραξίας από τον αντιπρόσωπο στο όνομα άλλου με την έννοια, ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις απ’αυτήν θα παράγονται στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (ΑΠ 689/2013 ΕΝΑΥΤΔ 2013.183, ΑΠ 271/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Πότε συνάγεται σαφώς εκ των περιστάσεων ότι η δήλωση βούλησης επιχειρείται επ’ονόματι άλλου, είναι ζήτημα που πρέπει να επιλύεται με την μέθοδο και τα κριτήρια της ερμηνείας δήλωσης βούλησης, δηλ. με την προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια, και όχι σε υποκειμενικές εντυπώσεις των συναλλασσομένων, κατά τρόπον ώστε η λειτουργία της άμεσης αντιπροσώπευσης να αποκλείεται, χάριν της σταθερότητας των συναλλαγών, μόνον εάν τα περιστατικά, που υφίσταντο κατά την σύναψη της δικαιοπραξίας ήταν τέτοια, ώστε σε κάθε συνετό άνθρωπο να ήταν επιτρεπτή η γένεση αμφιβολίας ως προς την ιδιότητα υπό την οποία ενήργησε ο αντισυμβαλλόμενός του (ΜονΕφΠειρ 63/2013 ΕλλΔνη 2014.181, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 37.13). Περαιτέρω, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 212 του ΑΚ, αν δε μπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα. Η προς αντιπροσώπευση εξουσία παρέχεται δια της πληρεξουσιότητας, η οποία, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 212, 216, 217, 218, 222, 223, 229, 231 παρ. 1 και 361 του ΑΚ αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, που έχει ως αποτέλεσμα την παροχή από τον αντιπροσωπευόμενο σε τρίτον (τον πληρεξούσιο) της εξουσίας αντιπροσώπευσής του. Η δικαιοπραξία αυτή είναι, κατά κανόνα, άτυπη. Υποβάλλεται όμως, κατ’εξαίρεση, σε έγγραφο συστατικό τύπο, είτε διότι για την συγκεκριμένη πληρεξουσιότητα το απαιτεί ο νόμος, είτε διότι η δικαιοπραξία στην οποία αφορά η πληρεξουσιότητα είναι τυπική, οπότε, τον για την δικαιοπραξία αυτή επιβαλλόμενο τύπο, πρέπει, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, να περιβληθεί και η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με το άρθρο 217 περ.β΄ του ΑΚ (ΑΠ 362/2017, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 1305/2009, άπασες δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Περαιτέρω, ο ν. 3054/2002 με τίτλο “Οργάνωση της αγοράς πετρελαιοειδών και άλλες διατάξεις” (Α΄230/2.10.2002), που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης, ορίζει στο άρθρο 1 ότι σκοπός του “είναι η ρύθμιση θεμάτων πετρελαϊκής πολιτικής της χώρας” και ότι “η παροχή υπηρεσιών και κάθε δραστηριότητα που έχει σχέση με τη διύλιση, εμπορία, μεταφορά και αποθήκευση αργού πετρελαίου και πετρελαιοειδών προϊόντων υπάγεται στις διατάξεις του νόμου αυτού και εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον”. Προς επίτευξη του σκοπού αυτού, ο ως άνω νόμος, αφενός καθιερώνει καθεστώς αδειοδότησης προς άσκηση των δραστηριοτήτων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του και αφετέρου προβλέπει παράλληλη ευθύνη, σχετικά με την ποιότητα των πετρελαιοειδών προϊόντων, όλων των προσώπων που ασχολούνται με τη διακίνηση των προϊόντων αυτών (ιδίως άρθρα 3 έως 9, 14, 15), τιμωρουμένων, σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεών τους, με διοικητικές ή και ποινικές κυρώσεις (άρθρα 16, 17). Ειδικότερα, με το άρθρο 4 παρ. 1 του ως άνω νόμου, ορίζεται ότι “η άσκηση των δραστηριοτήτων Διύλισης, Εμπορίας, Λιανικής Εμπορίας, Μεταφοράς με αγωγό πετρελαιοειδών προϊόντων και Εμφιάλωσης Υγραερίων επιτρέπεται μόνον εφόσον έχει χορηγηθεί η αντίστοιχη άδεια”, με το άρθρο 6 παρ.1, ότι “η άδεια εμπορίας χορηγείται μόνον σε ανώνυμες εταιρείες ή νομικά πρόσωπα άλλης μορφής της ευρωπαϊκής ένωσης …”, ενώ με την παρ. 9 του άρθρου 6 ορίζεται ότι “κατ’εξαίρεση επιτρέπεται η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων είτε απευθείας με τον διαχειριζόμενο το πλοίο είτε με άλλο πρόσωπο που συνδέεται συμβατικά με αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης αποκλειστικά των κατόχων άδειας εμπορίας, οι οποίοι θα εκδίδουν τα παραστατικά πώλησης προς τον διαχειριζόμενο το πλοίο ή τον συνδεόμενο συμβατικά με αυτόν”. Τέλος με τα άρθρα 16 και 17 αυτού, προβλέπονται ποινικές και διοικητικές κυρώσεις (φυλάκιση και επιβολή προστίμων) για κάθε παράβαση των διατάξεών του. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1, η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων χωρίς την απαιτούμενη προς τούτο άδεια, είναι έγκυρη. Και τούτο για το λόγο ότι ο νόμος, αν και προβλέπει αυστηρές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, δεν αποδοκιμάζει και συνεπώς δεν απαγορεύει τη σύμβαση, ώστε να επέρχεται ακυρότητα αυτής σύμφωνα με το άρθρο 174 του ΑΚ, αλλά απαγορεύει την παροχή με την μορφή πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, όχι όμως καθεαυτή, αλλά μόνον αν δεν πληρούται ορισμένη διατύπωση και ειδικότερα αν δεν έχει χορηγηθεί η προβλεπόμενη σχετική άδεια. Στην περίπτωση αυτή, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 174 του ΑΚ και η απειλούμενη με αυτό ακυρότητα της σύμβασης, αλλά το άρθρο 365 του ΑΚ και οι κατά παραπομπή αυτού διατάξεις των άρθρων 362 – 364 του ιδίου Κώδικα (πρβλ.ΑΠ 1903/2011). Ενισχυτικό της άποψης αυτής, είναι και το γεγονός ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 9 του ως άνω νόμου, επιτρέπεται κατ’εξαίρεση η κατάρτιση συμβάσεων πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων και από μη κάτοχο άδειας, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των προϊόντων αυτών θα γίνεται στο πλοίο με ευθύνη και παραστατικά παράδοσης των κατόχων άδειας εμπορίας, χωρίς και εν προκειμένω η μη τήρηση της προϋπόθεσης αυτής να επάγεται ακυρότητα των συμβάσεων αυτών. Αν ο νομοθέτης ήθελε κάτι τέτοιο θα το όριζε ρητά ως έννομη συνέπεια, όπως όρισε ως συνέπεια της παράβασης των διατάξεών του την επιβολή ποινικών και διοικητικών κυρώσεων (ΑΠ 1479/2012 ΧρΙΔ 2013.207). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216 παρ. 1, 224, 335 και 338 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που επικαλούνται και αποδεικνύουν οι διάδικοι, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1α του ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 κα1 236 του ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και την νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας ή τα οποία μπορούν μόνο αυτά να θεμελιώσουν νέα αγωγή (ΑΠ 1087/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα μεταβολή της βάσης της αγωγής που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 του ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται με άλλη η ιστορική βάση της αγωγής (ΑΠ 1859/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012.142).
Από την εκτίμηση από το παρόν Δικαστήριο των αυτών ως άνω αποδεικτικών μέσων πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα τυγχάνει ανώνυμη εταιρεία, εδρεύουσα στον Πειραιά Αττικής, η οποία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων, των ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες κίνησης και εν γένει λειτουργίας των ποντοπόρων πλοίων συμπεριλαμβανομένων. Προς τούτο έχει εφοδιασθεί με την υπό στοιχεία ……/18.2.2024 άδεια φορολογικής αποθήκης, και επιπροσθέτως είναι εγκεκριμένος προμηθευτής καυσίμων σε πλοία, διαθέτοντας την υπό στοιχεία …./27.3.2012 άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, καθώς και κάτοχος της υπό στοιχεία ……/23.5.1997 άδειας εμπορίας πετρελαιοειδών προϊόντων κατηγορίας Ε, που υπέχει θέση άδειας εμπορίας αφορολόγητων ναυτιλιακών καυσίμων κατηγορίας Β1. Με την κρινόμενη αγωγή, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ζητήθηκε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ως αγοράστρια ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων για τις ανάγκες εφοδιασμού και εν γένει λειτουργίας του υπό σημαία Σιγκαπούρης πλοίου με την ονομασία “MV ΜJ”, πρώην “RDII””, νηολογίου Σιγκαπούρης, με αριθμό ΙΜΟ …, ΚΟΧ 56326, ΚΚΧ 29819, ΔΔΣ …., πλοιοκτησίας της και συγκεκριμένα ποσότητας 999.241 μετρικών τόνων καυσίμου, τύπου IFO 380 CST, καθώς επίσης και ποσότητας 99.672 μετρικών τόνων καυσίμου, τύπου Marine Gasoil 0,1%, συνολικής αξίας 546.850,84 δολαρίων Η.Π.Α., εκ των οποίων το ποσό των 472.271,27 δολαρίων Η.Π.Α. αφορά στην ποσότητα των 999.241 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου IFO 380 CST και το υπόλοιπο ποσό των 74.579,57 δολαρίων Η.Π.Α. στην ποσότητα των 99.672 μετρικών τόνων καυσίμου τύπου Marine Gasoil 0,1% αντίστοιχα, που παραδόθηκαν προσηκόντως στο ανωτέρω πλοίο, ενώ αυτό ναυλοχούσε στο λιμένα του Πειραιώς, στις 21.10.2014, από το ναυλωμένο από την ενάγουσα δεξαμενόπλοιο με την ονομασία «ER» και παραλήφθηκαν ανεπιφύλακτα από τον Πλοίαρχο του πλοίου, ο οποίος και έθεσε τη σφραγίδα του πλοίου και υπέγραψε επί των εκδοθέντων σχετικώς και περιληφθέντων στο δικόγραφο υπ’αριθμ…../21.10.2014 και …../21.10.2014 δελτίων αποστολής της εταιρείας ……, από την οποία η ενάγουσα αγόρασε τις ακολούθως μεταπωληθείσες ποσότητες, να καταβάλει στην ενάγουσα, ως πωλήτρια των καυσίμων, το ποσό του οφειλομένου τιμήματος, ισόποσο της αξίας τους και ανερχόμενο ειδικότερα σε 546.850,84 δολάρια Η.Π.Α. και δη το σε ευρώ ισάξιο του ποσού αυτού με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, πλέον τόκων υπερημερίας από τις 21.11.2014, επομένη της καθορισθείσης από τα συμβαλλόμενα μέρη δήλης ημέρας αποπληρωμής του τιμήματος. Σύμφωνα με τα επίσης εκτιθέμενα στην αγωγή η σύμβαση πώλησης, σε εκτέλεση της οποίας μεταβιβάσθηκαν κατά κυριότητα και παραδόθηκαν οι ανωτέρω ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων, καταρτίσθηκε με τη διαμεσολάβηση της εδρεύουσας στη Μάλτα εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης, ως άμεση αντιπρόσωπος αυτής, δυνάμει σιωπηρής εξουσιοδότησης της αντιπροσωπευομένης, διά των εκπροσώπων της, οι οποίοι ήρθαν στις 17.10.2014 σε επικοινωνία με την ενάγουσα, ζητώντας της να υποβάλει για το σκοπό αυτό έγγραφη προσφορά σχετικά με το τίμημα της πώλησης των προναφερθεισών ποσοτήτων, που προορίζονταν για τον εφοδιασμό του εν λόγω πλοίου, της διαβίβασης του αιτήματος αυτού υπέχουσας θέση πρόσκλησης προς την ενάγουσα προς υποβολή πρότασης κατ’άρθρο 185 του ΑΚ για την κατάρτιση μεταξύ της τελευταίας και της εναγομένης σύμβασης πώλησης με το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ότι ακολούθως, η ενάγουσα απέστειλε την ίδια ημέρα στην εταιρεία «……………», ως αντιπρόσωπο της εναγομένης, έγγραφη προσφορά της [το περιληφθέν στο δικόγραφο έγγραφο, που τιτλοφορείται «επιβεβαίωση πώλησης καυσίμων» («Bunker Sale Confirmation» στο αγγλικό πρωτότυπο)], υπέχουσα θέση πρότασης προς σύναψη σύμβασης πώλησης για τις ανωτέρω παραγγελθείσες ποσότητες καυσίμων με το ειδικότερα αναφερόμενο στην πρόταση τίμημα, έγκυρα προσδιορισθέν ανά μετρικό τόνο καυσίμου σε αλλοδαπό νόμισμα και δη σε δολάρια Η.Π.Α., υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 185 του ΑΚ, την οποία αποδέχθηκε αυθημερόν η εταιρία «…………» στο όνομα και για λογαριασμό της αντιπροσωπευομένης πλοιοκτήτριας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 189 του ιδίου Κώδικα, με αποτέλεσμα από και διά της περιέλευσης στην ενάγουσα της ως άνω δήλωσης αποδοχής να θεωρείται η σύμβαση καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και της εναγομένης, κατ’άρθρο 192 του ΑΚ, διά της κατά περιεχόμενο σύμπτωσης των δηλώσεων βούλησης των ανωτέρω συμβαλλομένων μερών, της εναγομένης δεσμευομένης από τις πράξεις της αντιπροσώπου της, που παράγουν για την ίδια (την εναγόμενη) δικαιώματα και υποχρεώσεις εκ της τοιουτοτρόπως καταρτισθείσης σύμβασης. Επισημαίνεται ότι επικουρικώς και σε κάθε περίπτωση ζητήθηκε με την αγωγή να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, στο οποίο διατέθηκαν τα καύσιμα, να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό του τιμήματος, ενεχόμενη εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με την αγοράστρια αλλοδαπή εταιρεία «…………….», σύμφωνα με σχετικό όρο των Γενικών Όρων Πώλησης της ιδίας (της ενάγουσας), παραπομπή στους οποίους ως εφαρμοστέους στη σύμβαση γίνεται στο εκδοθέν επί της συναλλαγής υπό στοιχεία A-…………/30.10.2014 τιμολόγιό της και οι οποίοι δεσμεύουν και την εναγόμενη, λόγω συναφθείσης σωρευτικής αναδοχής του εν λόγω χρέους. Πλην όμως από τα αποδεκτικά στοιχεία, που τέθηκαν υπόψη του παρόντος Δικαστηρίου, ουδόλως αποδείχθηκε πλήρως και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι εν προκειμένω ήταν η εναγόμενη αυτή που συμβλήθηκε στην επίδικη σύμβαση πώλησης των εν λόγω ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων, η ίδια απευθείας ή διά αντιπροσώπου (της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας), της εξουσιοδότησης της τελευταίας παρασχεθείσης δυνάμει ρητής πληρεξουσιότητας, είτε συναγομένης από τις περιστάσεις της κρινόμενης περίπτωσης, υπό οιαδήποτε ιδιότητα σε σχέση με το συγκεκριμένο πλοίο, για τον εφοδιασμό του οποίου παραδόθηκαν και παραλήφθηκαν οι ανωτέρω ποσότητες ναυτιλιακών καυσίμων και όχι μόνον της πλοιοκτήτριας, με την οποία ενάγεται, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο για την κατά νόμο θεμελίωση της ευθύνης της, ώστε να υποχρεούται, ως αγοράστρια, σε κάθε περίπτωση ως πλοιοκτήτρια, εις ολόκληρον με την αγοράστρια εταιρεία «…………..», σε καταβολή του οφειλομένου τιμήματος, όπως κυρίως, άλλως επικουρικώς, ζητείται με την αγωγή. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν υπήρξε η αγοράστρια των πωληθεισών ποσοτήτων καυσίμων και αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν κατονομάζεται ως τέτοια σε κανένα εκ των εγγράφων, που προσκομίζονται από αμφότερα τα διάδικα μέρη και αφορούν στην επίδικη συναλλαγή, ούτε σε κάθε περίπτωση συνάγεται κάτι σχετικό από το περιεχόμενό τους, ή από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, πολλώ δε μάλλον εφόσον κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης πώλησης (Οκτώβριος του 2014) δε συνδεόταν με το πλοίο με οποιαδήποτε έννομη σχέση, ως εκ της οποίας θα ανέκυπτε ανάγκη να συμβληθεί, η ίδια ή διά αντιπροσώπου, προκειμένου να προμηθευτεί καύσιμα για τις ανάγκες λειτουργίας του και ιδίως με αυτήν της πλοιοκτήτριας, όπως φέρεται στην αγωγή. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο πλοιοκτήτρια του πλοίου, τότε υπό σημαία Παναμά, με την ονομασία «RDII» και υπό τη διαχείριση της εδρεύουσας στην Ιαπωνία εταιρείας με την επωνυμία «…………», ήταν η εδρεύουσα στον Παναμά εταιρεία με την επωνυμία «………..», η οποία πώλησε και παρέδωσε το πλοίο στην εναγόμενη στις 15.2.2015, οπότε και αυτό νηολογήθηκε στο νηολόγιο της Σιγκαπούρης και μετονομάσθηκε σε «MJ» (βλ. περί των προεκτεθέντων τα προσκομιζόμενα από την εναγόμενη σχετικά έγγραφα υπ’αριθμ.12 και 13). Επισημαίνεται ότι η ανωτέρω εταιρεία με την επωνυμία «…………..» και όχι η εναγόμενη αναφέρεται στη σφραγίδα του πλοίου, που τέθηκε από τον Πλοίαρχο αυτού με την υπογραφή του επί των δύο εκδοθέντων από την εταιρεία ….. δελτίων αποστολής, που προαναφέρθηκαν, κατά την παράδοση των πωληθεισών ποσοτήτων καυσίμων, ο οποίος βεβαίωσε αυτό ακριβώς το πραγματικό γεγονός της παραλαβής των καυσίμων. Λεκτέον επίσης ότι στο εκδοθέν επί της συναλλαγής υπό στοιχεία A-……../30.10.2014 τιμολόγιο πώλησης της ενάγουσας, που δε φέρει υπογραφές εκδότη και παραλήπτη, ναι μεν γίνεται μνεία ότι ο πλοίαρχος και/ή οι πλοιοκτήτες και/ή οι ναυλωτές και/ή οι διαχειριστές του εν λόγω πλοίου και/ή η εταιρεία «……………», αλλά και/ή το ίδιο το πλοίο, στο οποίο παραδόθηκαν οι πωληθείσες ποσότητες καυσίμων, ευθύνονται έκαστος εξ αυτών ατομικά για την καταβολή ολοκλήρου του ποσού του τιμολογίου, πλην όμως αναγράφεται ως πελάτης της ενάγουσας με συγκεκριμένο αριθμό μόνον η ανωτέρω αλλοδαπή εταιρεία, καθώς και η διεύθυνσή της στη Μάλτα, όταν, όλοι οι υπόλοιποι, πλην του πλοίου, που παρατίθενται διαζευκτικά, προφανώς ως υπόχρεοι για την αποπληρωμή του τιμήματος, χωρίς βέβαια μόνον το γεγονός αυτό να τους καθιστά πράγματι τέτοιους, αναφέρονται όλως γενικώς και επιγραμματικώς, άνευ έτερων προσδιοριστικών της ταυτότητάς τους στοιχείων, ενώ στις παρατηρήσεις διαλαμβάνεται ότι η πώληση αυτή διέπεται από τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις πώλησης της εκδότριας του τιμολογίου εταιρείας και διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, καθώς και ότι αρμόδια για την επίλυση των εξ αυτής διαφορών είναι τα δικαστήρια του Πειραιά, σε κάθε περίπτωση πάντως ούτε καν κατονομάζεται η εναγόμενη, ως κατά την πωλήτρια ευθυνόμενη για την καταβολή του ποσού του τιμολογίου, η οποία, άλλωστε, όπως προεκτέθηκε, δεν έφερε κατά τον επίμαχο χρόνο την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας, η κάποια άλλη ιδιότητα σε σχέση με το πλοίο, εκ των αναφερομένων στο τιμολόγιο. Εξάλλου ούτε αποδείχθηκε ότι στην επίμαχη σύμβαση πώλησης, το συνολικό ποσό του τιμήματος της οποίας διεκδικεί η ενάγουσα να της καταβληθεί από την εναγόμενη με την ένδικη αγωγή της, η εταιρεία με την επωνυμία «…………» συμβλήθηκε ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, υπό την έννοια, που προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, ήτοι στο όνομα και για λογαριασμό της, κατόπιν παροχής προς αυτήν σχετικής πληρεξουσιότητας, όπως διατείνεται η ενάγουσα για τη θεμελίωση της κύριας αγωγικής βάσης, ούτως ώστε τα αποτελέσματα και οι συνέπειες της τοιουτοτρόπως επιχειρηθείσας από την ως άνω εταιρεία δικαιοπραξίας να επέλθουν απευθείας στο πρόσωπο της εναγομένης, υπέρ και κατά της, και να ενέχεται η τελευταία σε καταβολή του αιτουμένου με την αγωγή ποσού της αξίας των πωληθεισών ποσοτήτων καυσίμων. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι κατά την κατάρτιση της πώλησης υπήρξε σχετική ρητή δήλωση προς την ενάγουσα – άμεσα και ευχερώς αντιληπτή απ’αυτήν – της εν λόγω εταιρείας «…………..» περί της εμπλοκής της στη σύμβαση αποκλειστικά και μόνον με την ιδιότητα της άμεσης αντιπροσώπου της εναγομένης [μάλιστα στην προσκομιζόμενη από αμφότερες τις διαδίκους από 17.10.2014 επιβεβαίωση εντολής αγοράς (Purchase Order Confirmation) ποσοτήτων καυσίμων του εν λόγω πλοίου, που απέστειλε η εταιρεία αυτή στην ενάγουσα, ουδέν περί τούτου αναφέρεται σχετικώς, όπως θα ήταν εύλογο και αναμενόμενο με βάση τις συνήθειες των συναλλαγών και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, εφόσον η ανωτέρω εταιρεία ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της εναγομένης, αντίθετα ρητά αναφέρεται στο σχετικό κείμενο η ίδια παραπλεύρως της λέξης Λογαριασμός (Account), προφανώς παραπέμποντας σε χρέωση σε βάρος της του ποσού του τιμήματος από την πωλήτρια], ή σιωπηρή μεν, πλην όμως σαφώς συναγόμενη από το όλο περιεχόμενο της περιληφθείσας στη μεταξύ τους ανταλλαγείσα αλληλογραφία δήλωσής της αναφορικά με την ιδιότητα, με την οποία συμβάλλεται, ως οπωσδήποτε θα συνέβαινε σε διαφορετική περίπτωση, και, άλλωστε θα επεδίωκε και η ίδια να αναγράφεται στα σχετικά έγγραφα, ή σε κάθε περίπτωση να προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας εξ αυτών, για τη δική της εξασφάλιση, προκειμένου να καθίσταται απολύτως σαφές ότι δεν ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της, αλλά ως άμεση αντιπρόσωπος άλλου, ώστε να μην ανακύψει στο μέλλον θέμα δικής της ευθύνης για την καταβολή του τιμήματος. Ούτε βέβαια τοιαύτη αντιπροσωπευτική εξουσία της ως άνω εταιρείας («………….») προς σύναψη της πώλησης θα μπορούσε να συναχθεί κατά τρόπο αντικειμενικά εμφανή από το σύνολο των περιστάσεων της κρινόμενης περίπτωσης, κατόπιν ερμηνείας με αντικειμενικά κριτήρια της περιελθούσας στην ενάγουσα δήλωσης δικαιοπρακτικής της βούλησης, οι οποίες ευλόγως θα δικαιολογούσαν τη βάσιμη πρόκληση στην αποδέκτρια της δήλωσης αυτής – ενάγουσα, όπως άλλωστε και στο μέσο συνετό άνθρωπο, της πεποίθησης ότι η συγκεκριμένη αλλοδαπή εταιρεία συμβάλλεται, όχι για δικό της λογαριασμό, αλλά επ’ονόματι της εναγομένης, ως αντιπρόσωπός της, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω κατά τον επίμαχο χρόνο μεταξύ της εναγομένης και του πλοίου αποδείχθηκε ότι δεν υφίστατο κάποια έννομη σχέση, η οποία να δικαιολογεί την παροχή πληρεξουσιότητας σε έτερο πρόσωπο για την αντιπροσώπευσή της στη συναλλαγή, που αφορά στην προμήθεια καυσίμων για τις ανάγκες του πλοίου (κυριότητας, εφοπλισμού, πλοιοκτησίας, διαχείρισης, ναύλωσης). Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί έλλειψης οιουδήποτε συμβατικού δεσμού μεταξύ ενάγουσας και εναγομένης δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εταιρεία «……………» δε διαθέτει άδεια εμπορίας στην Ελλάδα ναυτιλιακών καυσίμων, γεγονός που, κατά την ενάγουσα, συνηγορεί υπέρ της παραδοχής ότι η ανωτέρω εταιρεία δε θα μπορούσε να ενεργήσει εν προκειμένω ως πωλήτρια η ίδια, ει μη μόνον ως διαμεσολαβήσασα στην πώληση καυσίμων διότι, αφενός μεν εξ αυτού του λόγου και μόνον δε μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αυτή ενεπλάκη στην επίδικη σύμβαση ως άμεση αντιπρόσωπος της εναγομένης, ώστε η τελευταία να δεσμεύεται από τις πράξεις της, αφετέρου δε, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, επιτρέπεται κατ’εξαίρεση η κατάρτιση τέτοιας σύμβασης πώλησης και από μη κάτοχο σχετικής άδειας, υπό την προϋπόθεση ότι η παράδοση των καυσίμων στο πλοίο και η έκδοση των απαιτουμένων παραστατικών θα γίνεται αποκλειστικά από κάτοχο άδειας εμπορίας, στην δε κρινόμενη περίπτωση τα πωληθέντα καύσιμα παραδόθηκαν στο πλοίο από την πωλήτρια της ενάγουσας εταιρεία με την επωνυμία «……………», που εξέδωσε και τα αντίστοιχα δελτία αποστολής των παραληφθεισών ποσοτήτων, για τα οποία έχει γίνει ήδη λόγος σε προηγούμενο χωρίο της παρούσας απόφασης και διαθέτει άδεια εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων στην Ελλάδα, κατά τα προαναφερθέντα, με την περαιτέρω επισήμανση ότι σε κάθε περίπτωση η μη τήρηση της εν λόγω προϋπόθεσης ουδόλως επάγεται ακυρότητα της σύμβασης. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο αρνητικός της αγωγής ισχυρισμός της εναγομένης, σύμφωνα με τον οποίο ουδέποτε συμβλήθηκε η ίδια υπό οιαδήποτε ιδιότητα στην επίδικη πώληση, ώστε να υποχρεούται σε καταβολή του τιμήματος, όπως ζητείται με την αγωγή, αλλά προφανώς ήταν άλλη εταιρεία και συγκεκριμένα η εδρεύουσα στη Δανία εταιρεία με την επωνυμία «……….», με την οποία ουδεμία σχέση τη συνδέει επιχειρηματική ή επιχειρησιακή και η οποία, ναυλώτρια ούσα του πλοίου, έδωσε την παραγγελία στην εταιρεία «……….» για την αγορά και τη στη συνέχεια παράδοση στο πλοίο με την τότε ονομασία «RDII» των επίδικων ποσοτήτων καυσίμων στο λιμένα του Πειραιώς, επιρρωνύεται από το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη (με αριθμό σχετικού της 15) από 17.10.2014 έγγραφο επιβεβαίωσης παραγγελίας («Sales Order Confirmation» στο αγγλικό πρωτότυπο») της εταιρείας «……..», απευθυνόμενο προς την ανωτέρω εταιρεία «…………», με το οποίο η πρώτη, ως πωλήτρια η ίδια των καυσίμων («seller») και όχι ως αντιπρόσωπος άλλου, πολλώ δε μάλλον της εναγομένης, επιβεβαιώνει την παραγγελία των συγκεκριμένων ποσοτήτων καυσίμων, που προσδιορίζονται ειδικότερα κατά τον τύπο και την τιμή μονάδας και καθορίζονται οι όροι της παράδοσής τους (ημερομηνία, λιμένας, πλοίο), καθώς και της αποπληρωμής του τιμήματος. Σημειωτέον ότι εξ ουδενός στοιχείου προέκυψε ότι η ανωτέρω εταιρεία και η εναγόμενη είναι ένα και το αυτό νομικό πρόσωπο παρά την παρεμφερή επωνυμία τους. Μάλιστα αποδείχθηκε ότι κατόπιν της πτώχευσης του ομίλου εταιρειών «……….», που υπήρξε ο μεγαλύτερος παγκοσμίως προμηθευτής – πωλητής – μεσίτης ναυτιλιακών καυσίμων σε ποντοπόρα πλοία, ασκώντας την επιχειρηματική του δραστηριότητα διά διαφόρων θυγατρικών του εταιρειών ανά το κόσμο, μεταξύ των οποίων και η ανωτέρω εδρεύουσα στη Μάλτα εταιρεία με την επωνυμία «…………..», που πράγματι ενεπλάκη στην επίδικη σύμβαση, αν και όχι ως αντιπρόσωπος της εναγομένης και οι οποίες επίσης επτώχευσαν, όλες οι ανωτέρω εταιρείες εκχώρησαν τις έναντι τρίτων υφιστάμενες αλλά και μελλοντικές απαιτήσεις τους από την πώληση καυσίμων στην τράπεζα «………….» δυνάμει του από 19.12.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού (συντάχθηκε στην αγγλική γλώσσα υπό τον τίτλο «Omnibus Security Agreement» και προσκομίζεται από την εναγόμενη σε μετάφραση με αριθμό σχετ.16). Της έγγραφης ενημέρωσης των οφειλετών περί της εκχώρησης επακολούθησε η κατάρτιση του από 18.10.2016 Συμφωνητικού Διακανονισμού («Settlement Agreement» στο αγγλικό πρωτότυπο, που προσκομίζεται ομού μετά μετάφρασης αποσπασμάτων του στην ελληνική γλώσσα από την εναγόμενη με αριθμ.σχετ.18) μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας «……..», της «………..», της εταιρείας «……….» και της εταιρείας με την επωνυμία ««………», με το οποίο η εταιρεία «………» ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην ως άνω εκδοχέα τράπεζα το ποσό των 546.850,84 δολαρίων Η.Π.Α., που, κατά τα εκτιθέμενα στο συμφωνητικό, όφειλε στην εταιρεία «………» λόγω της αγοράς από αυτήν στις 17.10.2014 των επίμαχων ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων, τα οποία η εταιρεία «…………..» είχε προηγουμένως αγοράσει από την ενάγουσα και παραδόθηκαν στο πλοίο με την ονομασία «RDII» για τον εφοδιασμό του, ενώ ναυλοχούσε στο λιμένα του Πειραιώς, πλέον τόκων και εξόδων. Μάλιστα εκ του προσκομιζομένου από την εναγόμενη εγγράφου με αριθμ.σχετ.18α προκύπτει ότι το ποσό αυτό πράγματι καταβλήθηκε στην προαναφερθείσα τράπεζα από την εταιρεία «…………», σε εξόφληση της οφειλής της από την επίδικη πώληση, με βάση τους όρους του ανωτέρω συμφωνητικού. Τα προεκτεθέντα σαφώς επιρρωνύουν την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ότι δεν ήταν η εναγόμενη αυτή που συμβλήθηκε ως αγοράστρια στην επίδικη σύμβαση πώλησης, ώστε να υποχρεούται σε καταβολή του τιμήματος, ευθυνόμενη ενδοσυμβατικά, ούτε όμως, εφόσον ήθελε γίνει δεκτό ότι αγοράστρια των καυσίμων από την ενάγουσα ήταν όντως η εταιρεία «…………», η εναγόμενη ήταν πλοιοκτήτρια του πλοίου κατά τον επίμαχο χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης, ώστε να ευθύνεται υπό την ιδιότητά της αυτή, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την ανωτέρω αγοράστρια εταιρεία, για την εξόφληση της οφειλής από την πώληση, με βάση τους Γενικούς Όρους Πώλησης της ενάγουσας, όπως επικουρικά ζητήθηκε με την αγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις περί σωρευτικής αναδοχής χρέους του ΑΚ, ούτε όμως και κυρία αυτού, ούτως ώστε να ενέχεται πραγματοπαγώς έως της αξίας του. Λεκτέον επίσης ότι η ενάγουσα το πρώτον με τις προτάσεις, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της ανακοπής ερημοδικίας στον πρώτο βαθμό, απαραδέκτως ισχυρίσθηκε ότι η εναγόμενη σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι δεν ήταν κατά το χρόνο κατάρτισης της επίμαχης σύμβασης πώλησης πλοιοκτήτρια και δεν υποχρεούται, υπό την ιδιότητα αυτή και κατ’επέκταση ως αγοράστρια, σε καταβολή του αιτουμένου ποσού της αξίας των πωληθεισών και παραδοθεισών για τις ανάγκες του πλοίου ποσοτήτων καυσίμων και πάλι ευθύνεται για τα χρέη της προηγούμενης πλοιοκτήτριας μέχρι την αξία του μεταβιβασθέντος πλοίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ, διότι πρόκειται περί δικονομικά ανεπίτρεπτης μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, εφόσον τοιουτοτρόπως επιχειρείται να θεμελιωθεί κατά νόμο η αξίωση της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης σε πραγματικά περιστατικά νέα και ουσιωδώς διάφορα των εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο, όπως αναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη.
Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, εφόσον δεν αποδείχθηκαν, σε βαθμό σχηματισμού στο παρόν Δικαστήριο πλήρους δικανικής πεποίθησης, τα επικαλούμενα στο αγωγικό δικόγραφο από την ενάγουσα, που έχει και το σχετικό δικονομικό βάρος, πραγματικά περιστατικά για την στοιχειοθέτηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και την κατά νόμο θεμελίωση της ευθύνης της εναγομένης προς καταβολή του αιτουμένου χρηματικού ποσού, ν’απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, η δικαστική δαπάνη της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από την ανωτέρω με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σχετικό αίτημα, θα επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων επί της από 31.8.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/1.9.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../1.9.2020 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης κατά της υπ’αριθμ.1614/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την ανωτέρω έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσής της.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’αριθμ. 1614/2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση επί της από 19.7.2019 (με αριθμ.εκθ.καταθ…………../19.7.2019) ανακοπής ερημοδικίας κατά της υπ’αριθμ. 3114/2017 οριστικής ερήμην απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την ανωτέρω ανακοπή.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην ανακόπτουσα του κατατεθέντος παραβόλου της ανακοπής της.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’αριθμ. 3114/2017 ερήμην απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση επί της από 7.10.2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./8.10.2015) αγωγής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανωτέρω αγωγή.
EΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 23/5/2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κι αντ΄ αυτής λόγωσυνταξιοδοτήσεωςκαι αναχωρήσεώς της,η ορισθείσα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς ΣυμβουλίουΔιεύθυνσης του ΕφετείουΠειραιώς, Καλλιόπη Σκούρτη, Γραμματεας |
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, με άλλη σύνθεση λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Θεόκλητο Καρακατσάνη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτες και με Γραμματέα την Καλλιοπη Σκούρτη, λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεως της Γραμματέως Τριανταφυλλιάς Λαμπροπούλου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 9/8/2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ