Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 575/2018

Αριθμός     575/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 15-01-2015 (αρ. καταθ. ………) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4804/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διατροφών (άρθρ. 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1-3 και 672-676 και άρθρο 681 Β΄ του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, καθόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, ούτε η εφεσίβλητη ισχυρίζεται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως μέχρι την άσκησή της (εφέσεως) (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).  Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης έφεσης δεν απαιτείται η κατάθεση παράβολου εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012).Με την από 17-01-2014 (αρ. καταθ. …….) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 7-05-2014, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ήδη εκκαλών, να της καταβάλει για τακτική μηνιαία σε χρήμα διατροφή της ποσό 620 ευρώ, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, γιατί, η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε από εύλογη για εκείνη αιτία και δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της από εισοδήματα ή την περιουσία της, για χρονικό διάστημα πέντε ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης, ζήτησε να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4804/ 2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού (ορθώς) έκρινε αυτή ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε εν μέρει την ένδικη αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο ήδη εκκαλούντα να προκαταβάλει μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στην ενάγουσα τακτική σε χρήμα διατροφή της ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ μηνιαίως, προκαταβολικά και για χρονικό διάστημα πέντε ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την πλήρη εξόφληση.  Επίσης κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη και συμψήφισε (πέραν των προκαταβληθέντων εξόδων) τη δικαστική δαπάνη εξ ολοκλήρου μεταξύ των διαδίκων.Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή του  ο εν μέρει ηττηθείς εναγόμενος και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 ΑΚ προκύπτει ότι 1) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, 2) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, 3) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση και συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Επίσης συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής. (ΑΠ 1028/2013, ΕφΘρ 74/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, αυτός που μετέχει, με βάση την οικονομική του δυνατότητα, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής του άλλου συζύγου δικαιούται, συντρεχόντων και των λοιπών προϋποθέσεων (διακοπή έγγαμης συμβίωσης, εύλογη αιτία) διατροφή από τον τελευταίο, αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου. Το παραπάνω δικαίωμα υφίσταται και όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην περίπτωση όμως αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλον διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου με αντίστοιχο προς τούτο αίτημα. Εξάλλου από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση, λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων (ΑΠ 1061/2012, ΑΠ 132/2003, ΕφΛαρ 30/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, από τις υπ΄αριθμ. ….. και ……. ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα ληφθείσες νομοτύπως κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, έστω και μη ειδικώς κατωτέρω μνημονευόμενα, τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο στις 29-6-1986 στον Πειραιά, από τον οποίο (γάμο) απέκτησαν δύο ενήλικα ήδη τέκνα, το ……και το ……..Η έγγαμη συμβίωσή τους αρχικά ήταν αρμονική, ωστόσο, αργότερα  παρουσιάστηκαν προβλήματα στη σχέση τους, λόγω της συμπεριφοράς του εναγομένου με αποτέλεσμα η ενάγουσα να υποβάλλει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζητούσε τη μετοίκηση του συζύγου της και την καταβολή διατροφής σε αυτήν ατομικά και στα ανήλικα τότε τέκνα της.  Η ως άνω αίτηση όμως δεν συζητήθηκε καθόσον οι διάδικοι αποφάσισαν να εξομαλύνουν τις διαφορές τους αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες δεσμεύσεις με την υπογραφή ενώπιον δικηγόρου του από 23-4-1996 ιδιωτικού συμφωνητικού σύμφωνα με το οποίο ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να συμβιώνει με τη σύζυγό του και να καλύπτει οικονομικά τις ανάγκες διαβίωσης της οικογένειας και συντήρησης του συζυγικού οίκου. Στα τέλη δε του έτους 1996 ο ενάγων μετατέθηκε στο ………… ν. Λακωνίας και μετακόμισε στην πόλη αυτή για την εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών του αναγκών ενώ η εναγομένη εξακολούθησε να διαμένει στην οικογενειακή στέγη που βρισκόταν στον Πειραιά. ΄Εκτοτε η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε οριστικά με τη φυσική και ψυχική αποξένωσή τους και την έλλειψη διάθεσης κοινωνίας βίου χωρίς να εκδηλωθεί από καμία πλευρά προσπάθεια για αποκατάσταση της συζυγικής τους σχέσης. Αποδείχθηκε δε ότι η διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους οφείλεται αποκλειστικά σε λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου ο οποίος με την εν λόγω μετάθεσή του απομακρύνθηκε από τη σύζυγό του με σκοπό να διασπάσει την έγγαμη συμβίωσή τους αφού εγκαταστάθηκε μόνιμα στον τόπο εργασίας του χωρίς να επιδιώξει την μετάθεσή του στον Πειραιά όπου έμενε η οικογένειά του, διατηρώντας και κάποιο διάστημα εξωσυζυγική σχέση. Η ενάγουσα δεν αποδείχθηκε ότι επέδειξε αντισυζυγική συμπεριφορά καθόσον η παραμονή της στον Πειραιά και το γεγονός ότι δεν ακολούθησε τον εναγόμενο στην μετάθεσή του δεν μπορεί να της προσδώσει υπαιτιότητα για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης καθώς αρχικά ο εναγόμενος δεν είχε μισθώσει οικία στον τόπο της μετάθεσής του και υποσχόταν τη σύντομη επιστροφή του στη συζυγική οικία στον Πειραιά. Ο εναγόμενος δε, άσκησε την από 19-7-2010 αγωγή του για τη λύση του γάμου του με την εναγομένη επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 2027/ 2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία λύθηκε ο γάμος των διαδίκων πλην όμως δεν προέκυψε ότι αυτή κατέστη αμετάκλητη. Με βάση όλα τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι αποκλειστικά υπαίτιος για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων είναι ο εναγόμενος ο οποίος απέστη της έγγαμης συμβίωσης. Επομένως εφόσον η ενάγουσα διέκοψε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία δικαιούται κατ΄αρχήν αυτή να ζητήσει διατροφή από το σύζυγό της κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο που αποτελούν και σχετικό λόγο έφεσης απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.Στη συνέχεια από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος (ηλικίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 62 ετών) είναι συνταξιούχος του Δημοσίου με βαθμό ……… και η μηνιαία σύνταξή του ανέρχεται περίπου στο ποσό των 1.100 ευρώ ενώ λαμβάνει επιπλέον και ένα επίδομα ποσού 200 ευρώ μηνιαίως όπως κατέθεσε ο εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μάρτυράς του. Ο εναγόμενος διαμένει σε μισθωμένη οικία στη ….. Λακωνίας και επιβαρύνεται έτσι με δαπάνη στέγασης με το ποσό των 230 ευρώ μηνιαίως καθώς και με τα λειτουργικά έξοδα της οικίας αυτής. Επίσης αυτός είναι κύριος αγροτικών εκτάσεων 30 περίπου στρεμμάτων καλλιεργημένων με ελιές, που βρίσκονται στο ….. Λακωνίας τα οποία όμως δεν αποδείχθηκε ότι του αποφέρουν εισόδημα, επίσης είναι κύριος ενός οικοπέδου εμβαδού 5.524 τμ που βρίσκεται στο δήμο …… και 2 οικιών στο …… Λακωνίας. Άλλα εισοδήματα ή περιουσία από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο εναγόμενος, ούτε όμως επιβαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων.Από την άλλη πλευρά, η ενάγουσα ηλικίας (κατά την άσκηση της αγωγής) 59 ετών, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης συμμετείχε στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών με την προσωπική της εργασία στον συζυγικό οίκο και ουδέποτε άσκησε οποιαδήποτε άλλη επαγγελματική δραστηριότητα ούτε απασχολήθηκε πουθενά και ως εκ τούτου δεν έχει καμία σχετική εργασιακή εμπειρία και προϋπηρεσία. Η ίδια αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα υγείας όπως σακχαρώδη διαβήτη, διαβητική νευροπάθεια, αρτηριακή υπέρταση, υποθυρεοειδισμό, ρευματοειδή πολυμυαλγία, εκφυλιστική οστεο-αρθροπάθεια και αλλεργικό άσθμα. Σήμερα δεν εργάζεται και ούτε είναι εύκολο να ασκήσει οποιοδήποτε βιοποριστικό επάγγελμα λόγω της έλλειψης εμπειρίας και εξειδικευμένων επαγγελματικών γνώσεων σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει.Η ενάγουσα διαμένει με τα ενήλικα τέκνα της σε διαμέρισμα στον Πειραιά που της ανήκει κατά κυριότητα και αποτελούσε την οικογενειακή στέγη και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στεγάσεώς της πλην όμως βαρύνεται με την ανάλογη συμμετοχή της στα λειτουργικά έξοδα της οικίας της ενώ λόγω των ως άνω προβλημάτων υγείας, έχει να αντιμετωπίσει και αυξημένες  ιατροφαρμακευτικές δαπάνες εκτός από αυτές που καλύπτονται από τον ασφαλιστικό της φορέα. Έχει δε στην κυριότητά της ένα οικόπεδο στη …. στο οποίο υπάρχει λυόμενη οικία που αποτελούσε την εξοχική κατοικία της οικογένειας και είναι συγκύρια κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου εμβαδού 211 τμ στην ….. … … και επίσης συγκύρια σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ενός αγρού 4 στρεμμάτων που βρίσκεται στη …., τα οποία όμως είναι απρόσοδα. Άλλα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η ενάγουσα ούτε όμως επιβαρύνεται αυτή  με την υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων. Οι διατροφικές λοιπόν ανάγκες της ενάγουσας κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονται,  με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, αφού ληφθούν υπόψη και οι νέες προσωπικές ανάγκες της από τη χωριστή πλέον διαβίωση στο ποσό των 550 ευρώ μηνιαίως.Εφόσον λοιπόν ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια της συμβίωσης όφειλε τη μεγαλύτερη συνεισφορά είναι υπόχρεος σε χρηματική διατροφή της ενάγουσας η οποία είναι η σύζυγος που κατά τη διάρκεια της συμβίωσης όφειλε τη μεγαλύτερη συνεισφορά.

Ενόψει δε των προεκτεθέντων με βάση τις οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, όπως αυτές καθορίζονται από τα ως άνω εισοδήματα και την περιουσία τους καθώς και από τις πρόσθετες υποχρεώσεις τους σε συσχετισμό με τις δυνάμεις του καθενός κατά το διάστημα της συμβιώσεώς τους και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, με βάση και τις διατροφικές ανάγκες της ενάγουσας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, συνεκτιμωμένων και των νέων συνθηκών και των αναγκών της τελευταίας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τη διάσπαση της συμβιώσεως και τη χωριστή εγκατάσταση, η διατροφή που δικαιούται από τον εναγόμενο η ενάγουσα η οποία από εύλογη γι΄αυτήν αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση, ανέρχεται στο ποσό των 450 ευρώ μηνιαίως, ποσό που ανταποκρίνεται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή και τη συντήρηση της ενάγουσας και αποτελεί τη διαφορά που προκύπτει εάν από τη δική του συμμετοχή στις ανάγκες της ενάγουσας αφαιρεθεί η δική της συνεισφορά στις ανάγκες αυτού, η οποία θα καταβαλλόταν και υπό καθεστώς εγγάμου συμβιώσεως.

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και επιδίκασε ως τακτική μηνιαία διατροφή της ενάγουσας το παραπάνω ποσό των 450 ευρώ, αφού ορθώς απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση περί διακινδύνευσης ιδίας διατροφής του εναγομένου, η οποία δεν μπορεί να προταθεί στη δίκη διατροφής μεταξύ συζύγων (ΑΠ 1382/2000, ΑΠ 605/2015, Εφ Πειρ 454/2016, ΕφΠειρ 481/2016, ΕφΠειρ 30/2016,  ΕφΠειρ 294/2016,  Εφ Πειρ 329/2015, ΕφΠειρ 126/2015, ΕφΠειρ 308/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ως μη νόμιμη την περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ένσταση του εναγομένου (αρθρ. 281 ΑΚ), καθόσον αυτός δεν επικαλείτο πλην της μακροχρόνιας αδράνειας της δικαιούχου ενάγουσας και άλλα περιστατικά που δημιούργησαν σ΄αυτόν (εναγόμενο) εύλογα την πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν θα ασκήσει την ένδικη αξίωσή της, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών – εναγόμενος με τους σχετικούς λόγους της κρινόμενης έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί  ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρ. 179 εδαφ.α΄ και 183 ΚΠολΔ).ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων. Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 4804/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία διατροφών).  ΚΑΙ Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ