ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 440/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες και από το Γραμματέα Σ.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εδρεύουσας στον Πειραιά, επί της οδού …………….. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………….», με αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) …….., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Σταμούλη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] …………….., η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Κορδαλή με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και 2] ………………., ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Φωτάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά των εφεσιβλήτων την από 10.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./17.5.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1469/2022 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε για τυπικούς λόγους.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 11.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/15.7.2022 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε, κατόπιν αναβολής, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την ένδικη έφεση πλήττεται η με αριθμό 1469/2022 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, αφού συνεκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία α] αντιμωλία των διαδίκων την από 10.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/17.5.2021 αγωγή της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, που στράφηκε κατά των εναγόμενων φυσικών προσώπων με αίτημα αποκαταστάσεως δαπανών που προκλήθηκαν εξαιτίας ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος και β] ερήμην του προσεπικαλέσαντος και παρεμπιπτόντως ενάγοντος την από 15.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/2021 προσεπίκληση του δεύτερου εναγόμενου, στην οποία σωρεύθηκε και παρεμπίπτουσα αγωγή του εναντίον των προσεπικληθεισών και, συγκεκριμένα, της εδρεύουσας στην Ελευσίνα Αττικής και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο ……….. και της εδρεύουσας στο ………….. Αττικής και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………………», οι οποίες ενήχθησαν με την ιδιότητα του δικονομικού εγγυητή του προσεπικαλέσαντος αυτές, ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη στο σύνολό της και περαιτέρω, μολονότι η απόρριψη αυτή κατέστησε χωρίς αντικείμενο και, επομένως, αλυσιτελή την έρευνα της προσεπίκλησης και της ενωμένης με αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημιώσεως (ΑΠ 1726/2022, ΑΠ 1357/2018, ΑΠ 1783/2009, όλες διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τις παρεπόμενες αιτήσεις του δεύτερου εναγόμενου, τις οποίες και απέρριψε, την μεν προσεπίκληση ως απαράδεκτη, τη δε παρεμπίπτουσα αγωγή κατ’ ουσίαν, εξαιτίας της μη καταβολής του αναλογούντος στο περιουσιακό αντικείμενό της τέλους δικαστικού ενσήμου, που [ορθά] κρίθηκε οφειλόμενο παρά την τροπή του καταψηφιστικού της αιτήματος σε εξ ολοκλήρου αναγνωριστικό. Η έφεση αυτή της ενάγουσας, που ως εκ της ήττας της πρωτοδίκως νομιμοποιείται ενεργητικά στην υποβολή της, έχει ασκηθεί, αφενός, εμπρόθεσμα, εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 9.5.2022, δεδομένου ότι ουδείς διάδικος επικαλείται ούτε αποδεικνύει προγενέστερη επίδοσή της και, αφετέρου, νομότυπα με κατάθεση στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δικογράφου, στο οποίο επισυνάφθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό …………….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 15.7.2022 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της Τράπεζας Πειραιώς), συννόμως δε δεν στρέφεται και εναντίον των παρεμπιπτόντως εναχθεισών, οι οποίες, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη, πρωτοδίκως περιορίστηκαν στην απόκρουση της προσεπίκλησης και στην άρνηση της εναντίον καθεμιάς τους παρεμπίπτουσας αγωγής, χωρίς να ασκήσουν (πρόσθετη) παρέμβαση, με αποτέλεσμα να μην έχουν καταστεί, σε κάθε περίπτωση, διάδικες (ΑΠ 599/2022, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 1823/2014, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Στ. Πανταζόπουλος, Ένδικα Μέσα και Ανακοπές [Πολιτική Δικονομία ΙΙ], 2020, σελ. 57, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 436, Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 517, αρ. 18, σελ. 108, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 47, σελ. 152). Εφόσον, επομένως, η ένδικη έφεση αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 511, 513, 516 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ίδια ως και πρωτοδίκως διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ.
ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………», που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών προστασίας του θαλάσσιου και του παράκτιου περιβάλλοντος και της ανάληψης έργων αντιρρύπανσης και απορρύπανσης αντί αμοιβής καθοριζόμενης, κατά τους ισχυρισμούς της, βάσει τιμοκαταλόγου της, γνωστού και αποδεκτού από τους ναυτιλιακούς και ασφαλιστικούς κύκλους καθ’ άπασα την Επικράτεια, περιλαμβάνοντος άλλωστε τις ειθισμένες και εύλογες αμοιβές για την εκτέλεση παρόμοιων εργασιών και την παροχή υπηρεσιών αυτού του είδους, αναφέρθηκε, πρώτον, στη ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος στον Κόλπο της Ελευσίνας που προκλήθηκε από τη διαρροή στη θάλασσα πετρελαιοειδών από τις δεξαμενές του ρυμουλκού (Ρ/Κ) πλοίου Κ, νηολογίου Πειραιώς, όταν αυτό, το οποίο παρέμενε πρυμνοδετημένο και παροπλισμένο από το έτος 2004 στην περιοχή της Βλύχας και από το έτος 2017 είχε με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της ……. ενταχθεί στον κατάλογο επικίνδυνων και επιβλαβών πλοίων του λιμένα Ελευσίνας, στις 10.11.2019 έλαβε κλίση προς τα δεξιά και ημιβυθίστηκε, δεύτερον, στις ενέργειες απορρύπανσης που η ίδια εκτέλεσε κατ’ ανάθεση από την ……, κατά το χρονικό διάστημα από 10.11.2019 μέχρι 27.4.2020, τις οποίες αναλυτικά περιγράφει στο αγωγικό δικόγραφο και, τρίτον, στο κόστος των εργασιών αυτών, που ανήλθε στο χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου εκατόν πενήντα μιας χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα ευρώ και τριάντα λεπτών (1.151.990,30 €), πλέον του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) σε ποσοστό 24%, ύψους διακοσίων εβδομήντα έξι χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (276.477,67 €). Με βάση τα περιστατικά αυτά υπέβαλε αίτημα να της αποδοθεί το συνολικό χρηματικό ποσόν του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων είκοσι οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα επτά ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (1.151.990,30 € + 276.477,67 € = 1.428.467,97 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, το οποίο έστρεψε κατά των κληρονόμων του …………., πλοιοκτήτη του ρυπογόνου πλοίου μέχρι το χρόνο του θανάτου του στις 21.5.2018, για τον οποίο υποστήριξε ότι τυγχάνει υπαίτιος του ζημιογόνου περιστατικού, επειδή, αφενός, δεν μερίμνησε για την επισκευή του πλοίου του και τη διατήρηση της αξιοπλοΐας του, με αποτέλεσμα να υποστεί αυτό εκτεταμένη φθορά, που προκάλεσε την ημιβύθισή του και την επίμαχη περιβαλλοντική ζημία και, αφετέρου, δεν απομάκρυνε το πλοίο του ούτε εξουδετέρωσε τον επαπειλούμενο για το περιβάλλον κίνδυνο, μολονότι κλήθηκε προς τούτο με την από 2.10.2017 εξώδικη δήλωση της ………. Για τη νομική θεμελίωση της αξιώσεώς της και της εις ολόκληρον ευθύνης των εναγομένων επικαλέστηκε τις διατάξεις των άρθρων 914, 926 ΑΚ, 11 και 12 του Ν. 743/1977, 277 ΠΚ και 2 του υπ’ αριθμ. 43 Ειδικού Κανονισμού Λιμένα Ελευσίνας, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 156 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973) και δημοσιεύθηκε νόμιμα στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Β 449/1994), με το οποίο επιβάλλεται στον πλοιοκτήτη παροπλισμένου πλοίου η υποχρέωση διορισμού, αφενός, υπεύθυνου για τον τακτικό έλεγχο της καταστάσεως και της διαγωγής του και, αφετέρου, φυλάκων για τη διαρκή, σε εικοσιτετράωρη βάση, φύλαξή του. Εξάλλου, ως προς την κληρονομική ιδιότητα των αντιδίκων της η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι στην περιουσία της πρώτης εναγόμενης ………., θυγατέρας του …………., η οποία είχε αποποιηθεί νομότυπα την εξ αδιαθέτου επαχθείσα σ’ αυτήν κληρονομία του, περιήλθε με καθολική διαδοχή η αδικοπρακτική οφειλή του τελευταίου από τις υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του, που προκάλεσαν το επίδικο περιστατικό ρύπανσης, καθώς της μεταβιβάστηκε αιτία θανάτου η ακίνητη περιουσία του κληρονομούμενου πατρός της δυνάμει της από 9.7.2017 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Ειρηνοδικείο Αθηνών και κηρύχθηκε κύρια, την οποία και αποδέχθηκε με συμβολαιογραφική πράξη νομίμως μεταγεγραμμένη, ενώ με την ίδια διαθήκη η κινητή περιουσία του θανόντος, στην οποία περιλαμβάνεται και το ρυπογόνο πλοίο, επήχθη στην τρίτη – μη διάδικο ……………., σύζυγό του εν ζωή, η οποία την αποποιήθηκε νομότυπα, όπως έπραξαν η πρώτη εναγόμενη και οι λοιποί εγγύτεροι συγγενείς του, δηλαδή οι αδελφοί του ……. και ……….. και τα αναφερόμενα τέκνα τους, ως και το μνημονευόμενο τέκνο του προαποβιώσαντος έτερου αδελφού του κληρονομουμένου …………, με αποτέλεσμα να εγκατασταθεί σ’ αυτήν ο δεύτερος εναγόμενος, αδελφός και αυτός του θανόντος, ……………, ο οποίος, κληθείς κατά διαδοχή, δεν αποποιήθηκε την κληρονομία του ως προς οποιονδήποτε λόγο επαγωγής της, με αποτέλεσμα να ευθύνεται λόγω της ιδιότητάς του τόσον ως κληρονόμου όσον και ως πλοιοκτήτη του ζημιογόνου πλοίου, για τη διατήρηση του οποίου σε κατάσταση πλευστότητας και για το διορισμό υπεύθυνου παροπλισμού και φύλακα αυτού, ως όφειλε από το χρόνο της εγκατάστασής του στην κληρονομία, που ανατρέχει στο χρόνο της επαγωγής (δηλαδή του θανάτου του αδελφού του), δεν μερίμνησε αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις αυτές, τις οποίες, κατά την αγωγή, υπείχε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα (10.11.2019 – 27.4.2020), μολονότι στις 29.11.2019 το πλοίο εκποιήθηκε ως ναυάγιο και μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό, το αποτέλεσμα του οποίου αποδέχθηκε το διοικητικό συμβούλιο της …….., περιήλθε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….». Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι το αίτημα της ενάγουσας ιδιωτικής εταιρίας, περί καταβολής της αμοιβής της για την απορρύπανση που κλήθηκε από την ……… να διενεργήσει, αντιστοιχούσε σε αξίωση που αιτία γενέσεώς της είχε, ως προς τη μεν πρώτη εναγόμενη, την αδικοπραξία του θανόντος πατρός της, που ευθυνόταν «για τη μη τήρηση των όρων ασφαλείας του πλοίου, την αποτροπή βύθισής του και πρόκλησης της θαλάσσιας ρύπανσης» και ως προς τον δεύτερο εναγόμενο την εκ μέρους του κτήση της πλοιοκτησίας με καθολική διαδοχή, προδήλως εκ διαθήκης. Με τις εκτιμήσεις αυτές απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της για τυπικούς λόγους και, συγκεκριμένα, κατά μεν το μέρος της που στράφηκε εναντίον της πρώτης εναγόμενης ως παθητικώς ανομιμοποίητης, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεώς της, επειδή, όπως έκρινε, εκείνη δεν είχε υπό τα εκτιθέμενα καταστεί κληρονόμος του πατέρα της στο επίμαχο πλοίο, «καθόσον αποποιήθηκε εμπροθέσμως την κληρονομία του τόσο εξ αδιαθέτου όσο και εκ διαθήκης», όσον δε αφορά τον δεύτερο εναγόμενο λόγω της αοριστίας της αγωγής, στο δικόγραφο της οποίας δεν μνημονευόταν εάν εκείνος «είχε προβεί σε πράξη αποδοχής της κληρονομίας που του επήχθη ως προς το επίδικο πλοίο» ή σε μεταγραφή της, ώστε να «αποκτήσει την κυριότητά του αναδρομικά από το χρόνο θανάτου του αδελφού του». Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεσή της η ενάγουσα και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί την κατά παραδοχή της εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, προκειμένου να γίνει συνολικά δεκτή η αγωγή της.
ΙΙΙ. Στις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του Ν. 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α 319/17.10.1977), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 §§ 11 και 12 αντιστοίχως του Ν. 2252/1994 «Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης “για την ετοιμότητα, συνεργασία και αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο 1990” και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 192/1994) και κωδικοποιήθηκαν μεταγλωττισμένα στη δημοτική με το ΠΔ 55/1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος» (ΦΕΚ Α 58/20.3.1998) λαμβάνοντας την ίδια αρίθμηση, θεσπίζονται οι υποχρεώσεις των υπευθύνων ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος και καθιερώνεται αστική τους ευθύνη για την αποκατάσταση των εξ αυτής ζημιών και των δαπανών που είναι αναγκαίες για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση της ρύπανσης. Ειδικότερα, στο άρθρο 11 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου, ο προϊστάμενος ή διευθυντής της εγκατάστασης, καθώς και οι τυχόν εντεταλμένοι υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης της ρύπανσης. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο αυτός που προκάλεσε τη ρύπανση, οι συνυπεύθυνοι και οι τυχόν εντεταλμένοι αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης, ευθυνόμενοι επιπρόσθετα για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης (§ 1). Η Αρχή, αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό ρύπανσης ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο πρόκλησης ρύπανσης, παίρνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά τον πλοίαρχο ή πλοιοκτήτη ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του και σε περίπτωση απουσίας αυτών, τον πράκτορα ή άλλο αρμόδιο και σε περίπτωση εγκατάστασης τον ιδιοκτήτη ή αυτόν που την εκμεταλλεύεται (§ 2). Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητά τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών (§ 3). Η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε Οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε κάτω από τον έλεγχο της Αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο ή την εγκατάσταση και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση (§ 4). Οι εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης εκτελούνται πάντοτε υπό την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους (§ 5). Με απόφαση του Υπουργού καθορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας και οι ελάχιστες απαιτήσεις σε οργάνωση, επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, εξοπλισμό, υλικά, μέσα και ουσίες που πρέπει να διαθέτουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια προκειμένου να τους χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας ως αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης της θάλασσας (§ 6). Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου τους για τη λήψη των προβλεπόμενων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες υπό την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αρχής επί ποινή ανακλήσεως της άδειας που τους έχει χορηγηθεί (§ 7), ενώ στο υπό τον τίτλο «Εξασφάλιση απαιτήσεων» επόμενο άρθρο [12] του ιδίου αυτού Νόμου προβλέπεται ότι για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής, υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαίτια τη ρύπανση και μαζί με αυτόν ευθύνονται εις ολόκληρον, προκειμένου για πλοία και δεξαμενόπλοια, ο πλοίαρχος, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και για πλοία και δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε ανώνυμες εταιρίες και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Το πεδίο εφαρμογής του καθορίζει ο ίδιος ο Ν. 743/1977 (ΜονΕφΠειρ. 254/2014, Δνη 2015/524), ορίζοντας στο άρθρο 2 § 1 περ. α΄ αυτού ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις ρυπάνσεως των λιμένων, των ακτών της Χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων από πλοία ή δεξαμενόπλοια με ελληνική ή ξένη σημαία. Η αστική ευθύνη που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 12, που προπαρατέθηκε, δεν θεσπίστηκε αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος προς διασφάλιση των περιβαλλοντικών αγαθών αλλά και για την προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων (ΣτΕ 1893/2000, ΔΔίκη 2000/1467). Πρόκειται για ειδική αστική ευθύνη, της οποίας ο χαρακτήρας της είναι αποζημιωτικός και περιεχόμενο έχει την ανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν στο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον από τη ρύπανση, καθώς και την αποκατάσταση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν είτε προληπτικά, για την αποτροπή της είτε κατασταλτικά, για την εξουδετέρωση των βλαπτικών συνεπειών της (ΑΠ 657, 658 και 659/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως προς τη νομική της φύση είναι ευθύνη υποκειμενική, αφού προϋποθέτει πταίσμα, δηλαδή υπαιτιότητα (ΑΠ 537/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 499/2013, ΕΝαυτΔ 2013/450, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Αστική ευθύνη για θαλάσσια ρύπανση, σε Μνήμη Ιωάννη Κ. Καρακατσάνη, 1999, σελ. 441 επομ. [456], Γ. Θεοχαρίδης, Η σημασία της υπαιτιότητας στην κατάφαση κυρώσεων από θαλάσσια ρύπανση, σε ΕΝαυτΔ 2005/161 επομ. [164, σημ. 19], Ι. Καράκωστας/Β. Τσεβρένης, Η προστασία του περιβάλλοντος κατά το ιδιωτικό δίκαιο, σε ΧρΙΔ 2005/577 επομ. [583]) κάποιου φυσικού προσώπου, συνήθως εργαζομένου στο πλοίο, το οποίο (πταίσμα), μάλιστα, δεν τεκμαίρεται αλλά πρέπει να αποδειχθεί από το ζημιωθέντα (ΑΠ 746/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η αστική ευθύνη για ρύπανση της θάλασσας. Ευθύνη υποκειμενική ή αντικειμενική;, σε ΕΝαυτΔ 1989/1 επομ. [5], Ζ. Δημοπούλου, Ευθύνη από διακινδύνευση, 2003, σελ. 241). Πέραν του προσώπου που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση ο Ν. 743/1977 καθιερώνει ευθύνη και άλλων προσώπων που τελούν σε ειδική σχέση με το ρυπογόνο πλοίο (ΕφΠειρ. 961/2005, ΕΕμπΔ 2005/799). Στον κύκλο των προσώπων αυτών, στα οποία επεκτείνεται η αστική ευθύνη, περιλαμβάνονται, προκειμένου για πλοία και δεξαμενόπλοια, ο πλοίαρχος, αν, βέβαια, δεν προκάλεσε ο ίδιος υπαίτια τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και, εφόσον φορέας της πλοιοκτησίας (κατά το γράμμα του νόμου [«ανήκει»] αλλά με τελολογική διαστολή του και) του εφοπλισμού ή της διαχείρισης είναι ανώνυμη εταιρία και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, όπως και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Αφορά, δηλαδή, η ευθύνη αυτή πρόσωπα που ωφελούνται από την εκμετάλλευση του πλοίου, στα οποία, κατά τη νομοθετική βούληση, είναι σκόπιμο να επιρριφθεί το κόστος της αποκατάστασης της ζημίας (Ι. Καράκωστας, Περιβάλλον & Δίκαιο, Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών, 2011, σελ. 418) τόσο για λόγους διανεμητικής δικαιοσύνης, όσον και προκειμένου να εξαναγκαστούν σε επίταση της προσοχής τους προς το σκοπό ελαχιστοποιήσεως των ρυπογόνων καταστάσεων στον ευαίσθητο χώρο του υγρού στοιχείου (ΤριμΕφΠειρ. 159/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζής, Η αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου του 2001, σε Δνη 2008/1293 επομ. [1297]). Πρόκειται για ευθύνη εξωδικαιοπρακτική και αντικειμενική (ΑΠ 332/2006, ΧρΙΔ 2006/614 = ΕΕμπΔ 2006/405), βασιζόμενη στην αιτιότητα, δηλαδή στην απλή αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παράνομης ενέργειας και ζημιογόνου αποτελέσματος (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 59, αρ. 4, σελ. 642), που αποσκοπεί στην κάλυψη της ζημίας που μπορεί να προκαλέσει η άσκηση μιας νόμιμης κατά βάση (οικονομικής) δραστηριότητας, στα πλαίσια της οποίας και λόγω του κινδυνώδους χαρακτήρα της τίθεται σε διακινδύνευση το προστατευόμενο έννομο (δημόσιο περιβαλλοντικό αλλά και ιδιωτικό) αγαθό (Λ. Κοτσίρης, Αστική ευθύνη για ρύπανση θαλάσσης από πετρελαιοειδή, σε Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Γ. Λιτζερόπουλο, 1985/505 επομ. [508]), με την (ουσιώδη) διαφορά, όμως, ότι ανακύπτει μόνον αν διαπιστωθεί υπαιτιότητα του προσώπου που προκάλεσε τη ρύπανση, δηλαδή προσώπου άλλου από εκείνο στο οποίο επεκτείνεται η ευθύνη (ΑΠ 539/2024, αδημ.). Στην ουσία, η ευθύνη που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 12 § 1 του Ν. 743/1977 δε διαφέρει ως προς τις προϋποθέσεις της από την ευθύνη για αλλότριες πράξεις (περί της οποίας βλ. Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, § 7, αρ. 3, σελ. 350) που καθιερώνουν οι διατάξεις των άρθρων 922 και 926 ΑΚ, με τις οποίες ρυθμίζεται η έναντι του ζημιωθέντος ευθύνη προστήσαντος και προστηθέντος, παρά μόνο κατά το ότι διευρύνει τον κύκλο των «προστησάντων», εκκινώντας και πάλι από τη βασική ιδέα της θεμελίωσης ευθύνης σε βάρος των ωφελούμενων από τη δραστηριότητα του υπαίτιου προσώπου (Ι. Καράκωστας, ο.π.). Η ευθύνη των υπόχρεων σε αποζημίωση διαμορφώνεται νομοθετικά ως παθητική ενοχή εις ολόκληρον, με αποτέλεσμα τη γένεση αυτοτελούς δικαιώματος του ζημιωθέντος κατά ενός εκάστου των κατά νόμο συνυποχρέων, τη διατήρηση της ευθύνης όλων των συνοφειλετών μέχρι την πλήρη ικανοποίηση του δανειστή και την παραγωγή, μετά από αυτήν, αμοιβαίου δικαιώματος αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ευθυνομένων κατά τα άρθρα 481, 487 και 488 ΑΚ (ΑΠ 657/2020, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 501/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 624/2018, ΕΝαυτΔ 2018/343). Ειδικότερα, η ευθύνη αυτή των ως άνω προσώπων για την ανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν από την ρύπανση και την αποκατάσταση των δαπανών που έγιναν για την αποτροπή ή την εξουδετέρωσή της υφίσταται [και] έναντι αυτού που πραγματοποίησε την απορρύπανση, ανεξάρτητα από το αν τη συνδρομή του ζήτησε η αρμόδια λιμενική αρχή, κατά την παρεχομένη σ’ αυτήν με το άρθρο 11 § 3 του Ν. 743/1977 ευχέρεια ή το σχετικό έργο του ανατέθηκε με σύμβαση που συνήψε μαζί του ο εκμεταλλευόμενος το ρυπογόνο πλοίο πλοιοκτήτης, εφοπλιστής ή διαχειριστής του, αφού ο νόμος δεν διακρίνει (ΕφΠειρ. 1000/2006, ΕΝαυτΔ 2007/187). Εξάλλου, η εις ολόκληρον με το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνη των τρίτων επεκτείνεται εντός των ορίων που, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, θέτουν από τη μια πλευρά η ανάγκη της όσο το δυνατόν πληρέστερης προστασίας του εννόμου αγαθού (ΜονΕφΠειρ. 83/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που ως προς την κύρια [κοινωνική] όψη του (φυσικό περιβάλλον και ποιότητα ανθρώπινης διαβίωσης) έχει συνταγματική περιωπή (άρθρο 24 § 1 Σ) και η οποία προκαλεί καταρχάς τη διεύρυνση της ευθύνης και σε ανυπαίτια πρόσωπα και, από την άλλη, η δικαιοπολιτική σκοπιμότητα επιρρίψεως των δυσμενών συνεπειών της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας μόνον στον ωφελούμενο από την άσκησή της, η οποία επιβάλλει την περιστολή της επέκτασης. Έτσι, μαζί με τον υπαίτιο ευθύνεται εις ολόκληρον [πλην του (ανυπαίτιου, διότι άλλως δεν ευθύνεται αντικειμενικά αλλά υποκειμενικά) πλοιάρχου του ρυπογόνου πλοίου ή δεξαμενόπλοιου, που από τη φύση του πράγματος συνδέεται με το ζημιογόνο περιστατικό] και ο φορέας της ναυτιλιακής επιχείρησης, κατά την άσκηση της οποίας ανέκυψε ο κίνδυνος της περιβαλλοντικής ζημίας ή επήλθε αυτή ή απαιτήθηκαν δαπάνες προς αποτροπή ή εξουδετέρωσή της, δηλαδή ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής ή ο διαχειριστής του πλοίου, ανεξαρτήτως αν είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο (ΜονΕφΠειρ. 624/2018, ο.π.). Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι η διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 743/1977 προϋποθέτει για την εφαρμογή της ρύπανση (ή κίνδυνο ρύπανσης) του θαλάσσιου περιβάλλοντος από επιβλαβείς ουσίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το πετρέλαιο και ως έννομη συνέπεια προβλέπει την παραγωγή ευθύνης με την ίδρυση δύο [2] αξιώσεων με κοινούς αποδέκτες αλλά διαφορετικούς φορείς η καθεμία. Συγκεκριμένα, παρέχεται, αφενός, αξίωση ανορθώσεως της ζημίας που προκλήθηκε από τη ρύπανση (η οποία μπορεί να ασκηθεί και προληπτικά) και, αφετέρου, αξίωση αποκαταστάσεως των δαπανών πρόληψης ή αντιμετώπισης της ρύπανσης. Ενόψει του ότι αποκαταστατέα ζημία δεν είναι η επιδείνωση του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος (του οικοσυστήματος και της βιοποικιλότητας) αλλά η αντανάκλασή της σε ιδιωτικά έννομα αγαθά (ΤριμΕφΠειρ. 350/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, Ι. Καράκωστας, Ιδιωτικό δίκαιο προστασίας περιβάλλοντος, ΝοΒ 2010/1921 επομ. [1926], Α. Καλαβρός, Προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών και ευθύνη κατά τον αστικό κώδικα [δ.δ.], 2009, σελ. 160), φορέας της πρώτης αξιώσεως, η οποία είναι αδικοπρακτικής φύσεως (άρθρο 914 ΑΚ), μπορεί να είναι όποιος εξαιτίας της ρύπανσης υπέστη ζημία σε ιδιωτικό έννομο αγαθό του, όπως η υγεία ή η περιουσία του (Τ. Κοσμίδης/Χ. Χασάπης, σε Ν. Φαραντούρη [επιμ.] Ενέργεια, Ναυτιλία και Θαλάσσιες Μεταφορές, 2013, σελ. 82, βλ. και Ι. Κοροτζή, Η ευθύνη προς αποζημίωση κατά τη διεθνή σύμβαση για την αστική ευθύνη για ζημία σε σχέση με τη θαλάσσια μεταφορά επικίνδυνων και επιβλαβών ουσιών, σε ΕΕμπΔ 2008/25 επομ.). Αντιθέτως, δικαιούχος της δεύτερης αξίωσης είναι εκείνος που υποβλήθηκε σε δαπάνες για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση της ρύπανσης και κατεξοχήν οι αναγνωρισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις καταπολέμησης της θαλάσσιας ρύπανσης (ΕφΠειρ. 127/2009, ΕΝαυτΔ 2009/429 = ΕΕμπΔ 2010/691, Χ. Χασάπης/Τ. Κοσμίδης, σε Ν. Φαραντούρη [επιμ.] Δίκαιο Υδρογονανθράκων, 2015, σελ. 441), ανεξαρτήτως, όπως ήδη σημειώθηκε, αν ενεργούν με εντολή της αρμόδιας λιμενικής αρχής ή κατόπιν συμβάσεώς τους με τον εκμεταλλευόμενο το ρυπογόνο πλοίο. Στην πρώτη περίπτωση, η αξίωση αποκαταστάσεως των δαπανών απορρύπανσης ή αντιρρύπανσης είναι μεν ενοχική, εξωδικαιοπρακτική και πταισματική, δεν είναι όμως αδικοπρακτική κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δεδομένου ότι για τη γέννηση της ευθύνης δεν απαιτείται βλάβη (ή απειλή βλάβης) δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος αλλά μόνο η πραγματοποίηση δαπανών αιτιωδώς συνδεόμενων με την υπαίτια πρόκληση της ρύπανσης (ή του κινδύνου ρύπανσης). Πράγματι, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις καταπολέμησης της θαλάσσιας ρύπανσης δεν θίγονται σε ιδιωτικό τους δικαίωμα από τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Μάλιστα, το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει, αφού η αντιμετώπισή της είναι το αντικείμενο της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Παρέπεται ότι η αξίωση του απορρυπαντή ιδρύεται με την υποβολή του σε δαπάνες και δεν υφίσταται πριν την πραγματοποίησή τους. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου ούτε υπόχρεος σε αποκατάσταση των δαπανών αυτών υφίσταται πριν την πραγματοποίησή τους. Ως εκ τούτου η υποχρέωση αυτή μπορεί να μεταβιβαστεί με καθολική διαδοχή στον κληρονόμο του φορέα της μόνο μετά τη γέννηση της αντίστοιχης αξίωσης. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με την υποχρέωση αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, η οποία είναι μεν κληρονομητή, μόνον όμως εφόσον μέχρι το χρόνο της επαγωγής έχει γεννηθεί, εφόσον δηλαδή μέχρι τότε έχουν συντρέξει όλοι οι νόμιμοι όροι για την ίδρυση της αδικοπρακτικής ευθύνης, μεταξύ των οποίων η ζημία, δεδομένου ότι πιο πριν δεν έχει ακόμη επιβαρυνθεί το παθητικό της κληρονομιαίας περιουσίας, της οποίας η αποζημιωτική υποχρέωση δεν αποτελεί ακόμα χρέος (Απ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος IV, 1982, άρθρο 914, αρ. 79, σελ. 711 και τόμος ΙΧ, 1996, άρθρο 1710, αρ. 58, σελ. 39, Ρ. Παντελίδου, στο ίδιο συλλογικό έργο, τόμος Χ, 1998, άρθρο 1901, αρ. 11, σελ. 254, βλ. και ΑΠ 1567/2004, ΕπΙδικΙΑ 2005/163 = Δνη 2005/803, ΤριμΕφΠατρ. 499/2011, ΑχΝομ 2012/483). Επομένως, επί δαπανών απορρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος από περιστατικό που συνέβη μετά το θάνατο του πλοιοκτήτη, τον οποίο ο απορρυπαντής θεωρεί υπαίτιο για την πρόκληση της ρύπανσης, η αποκαταστατική των δαπανών του αγωγή δεν στρέφεται παραδεκτώς κατά του κληρονόμου του υπαιτίου, αφού η κληρονομιαία περιουσία δεν είχε κατά το χρόνο του θανάτου του επιβαρυνθεί με την υποχρέωση ανορθώσεως των ιδίων δαπανών, οι οποίες ως όρος για την παραγωγή της ειδικής αστικής ευθύνης του άρθρου 12 του Ν. 743/1977 δεν είχαν πραγματοποιηθεί ενόσω εκείνος ζούσε.
Με την αγωγή που επανακρίνεται ασκήθηκε αξίωση της ενάγουσας εταιρίας παροχής υπηρεσιών προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και ανάληψης έργων αντιρρύπανσης και απορρύπανσης για την αποκατάσταση των δαπανών, στις οποίες κατ’ ανάθεση από την …….., υποβλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 10.11.2019 έως 27.4.2020 για την αντιμετώπιση της ρύπανσης του Κόλπου της Ελευσίνας, η οποία προκλήθηκε από την ημιβύθιση του Ρ/Κ πλοίου Κ και οφείλεται σε υπαιτιότητα του πλοιοκτήτη του ……….., ο οποίος επέδειξε εξακολουθητικά από το έτος 2017 τουλάχιστον την περιγραφόμενη στο δικόγραφό της αμελή συμπεριφορά. Υπό τα εκτιθέμενα, η αξίωσή της αυτή δεν προϋπήρχε της 10ης.11.2019 ούτε οι νόμιμοι όροι για τη γέννησή της είχαν συντρέξει στις 21.5.2018, οπότε ο ……… απεβίωσε. Επομένως, υπό τα εκτιθέμενα πάντοτε, στο παθητικό της περιουσίας του τελευταίου, η οποία περιήλθε σε όσους από τους κληρονόμους του δεν την αποποιήθηκαν, δεν είχε περιληφθεί κατά το χρόνο της επαγωγής της κληρονομίας η αξίωση της ενάγουσας, της οποίας ο θανών δεν είχε καταστεί οφειλέτης. Συνεπώς, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, η ένδικη αξίωση δεν μπορούσε να ασκηθεί εναντίον της πρώτης εναγόμενης, θυγατέρας του θανόντος πλοιοκτήτη, υπό μόνη την ιδιότητά της ως κληρονόμου του, η οποία υπό τα εκτιθέμενα δεν νομιμοποιούταν παθητικώς, αφού, στην κληρονομιαία περιουσία, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι την αποδέχθηκε, δεν περιλαμβανόταν τέτοιο χρέος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι η ασκηθείσα αξίωση είχε αδικοπρακτική φύση και ήταν κληρονομητή, δεν είχε περιέλθει όμως ως βάρος στην περιουσία της πρώτης εναγομένης, επειδή εκείνη αποποιήθηκε εμπρόθεσμα την κληρονομία του πατρός της κατά την επαγωγή της τόσον εξ αδιαθέτου όσον και εκ διαθήκης. Για το λόγο αυτό απέρριψε την αγωγή ως προς την εναγόμενη αυτήν ως απαράδεκτη «λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης». Οι παραδοχές αυτές φανερώνουν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε ορθά το περιεχόμενο ούτε της επικαλούμενης αξίωσης της ενάγουσας ούτε της ευθύνης της πρώτης εναγομένης ούτε της ίδιας της αγωγής, αφού παρέβλεψε ότι η εν λόγω εναγόμενη είχε πράγματι καταστεί (εκ διαθήκης) κληρονόμος του πατρός της, μολονότι είχαν με σαφήνεια στο δικόγραφό της εκτεθεί τα πραγματικά περιστατικά της εκ μέρους της συμβολαιογραφικής αποδοχής της κληρονομίας του και της μεταγραφής της, επειδή περιελάμβανε ακίνητα. Οι αστοχίες αυτές, όμως, δεν επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, αφού η αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη ορθώς κατ’ αποτέλεσμα απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής της νομιμοποίησης. Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα μέμφεται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 1901 ΑΚ πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η αξίωσή της μπορούσε να είναι αντικείμενο της κληρονομιάς περιουσίας, αφενός, επειδή «στα χρέη του κληρονομουμένου που μεταβιβάζονται με την επαγωγή στον κληρονόμο περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις τρίτων … ακόμα και … από αδικοπραξία που είχε διαπράξει όσο ζούσε, έστω και αν υποχρέωση γεννήθηκε μετά το θάνατό του…» και, αφετέρου, διότι στην κληρονομιαία περιουσία περιλαμβάνονται και οι «υποχρεώσεις του κληρονομουμένου που είχαν δημιουργηθεί λόγω αντικειμενικής ευθύνης» του, όπως συνέβη με το …………., ο οποίος υπείχε ευθύνη για την επίδικη ρύπανση «και ως πλοιοκτήτης του ρυπογόνου πλοίου και δη αντικειμενικώς … αδιαφόρως της εν προκειμένω αποδειχθείσης δικής του υπαιτιότητας», δηλαδή σε ισχυρισμούς οι οποίοι δεν έχουν έρεισμα στο νόμο, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, πρώτον, εν προκειμένω σε δίκη κατήχθη απαίτηση αποκατάστασης δαπανών και όχι αδικοπρακτική, μολονότι και τέτοια αν ήταν η επίδικη, δεν θα μπορούσε να μεταβιβαστεί με κληρονομική διαδοχή, αφού δεν είχε γεννηθεί κατά το χρόνο του θανάτου του ………….. και, δεύτερον, αντικειμενική ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυπογόνου πλοίου δεν νοείται, εφόσον για την πρόκληση της ρύπανσης δεν υφίσταται υπαιτιότητα άλλου προσώπου (και όχι του ιδίου, όπως η ενάγουσα υποστήριξε).
IV. Στο άρθρο 6 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι «προς μεταβίβασιν της κυριότητος πλοίου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος ότι δια νόμιμόν τινά αιτίαν μετατίθεται εις αυτόν η κυριότης. Η συμφωνία γίνεται εγγράφως και υποβάλλεται εις καταχώρισιν εν των νηολογίω. Άνευ της κατά το προηγούμενον εδάφιον εγγραφής δεν επέρχεται η μεταβίβασις της κυριότητος του πλοίου», ενώ κατά το άρθρο 8 του ιδίου Κώδικα «Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις των άρθρων 1192 έως 1195, 1197 και 1199 έως 1204 του ΑΚ», από τις οποίες εκείνη του άρθρου 1193 ΑΚ αναφέρεται στη μεταγραφή της κληρονομίας ή κληροδοσίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, με τις οποίες επέρχεται εξομοίωση του πλοίου με ακίνητο, όσον αφορά την παράγωγη κτήση της κυριότητάς του, συνάγεται ότι η εγγραφή της αποδοχής της κληρονομίας, που αφορά πλοίο, στο νηολόγιο αποτελεί συστατικό όρο για τη μετάθεση της κυριότητάς του με κληρονομική διαδοχή, η οποία δεν επέρχεται χωρίς αυτήν. Αντιθέτως, εφόσον η αποδοχή της κληρονομίας καταχωρηθεί στο νηολόγιο, η κυριότητα του κληρονομιαίου πλοίου μετατίθεται στον κληρονόμο από το νόμο ή από διαθήκη και θεωρείται ότι περιήλθε σ’ αυτόν ήδη από το θάνατο του κληρονομουμένου (ΑΠ 55/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 75/2018, ΝοΒ 2019/21, ΑΠ 298/2016, ΕπισκΕΔ 2017/153, ΤριμΕφΠειρ. 421/2013, ΕΝαυτΔ 2013/418 – ΕεμπΔ 2014/405, ΤριμΕφΠειρ. 142/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1131/2002, ΠειρΝ 2003/95, Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 361, σελ. 191, Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2021, αρ. 82, σελ. 49, Ν. Δελούκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1979, § 62, σελ 116). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι την ιδιότητα του πλοιοκτήτη, όπως και όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ο νόμος συνάπτει προς αυτήν, αποκτά ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πλοίου μόνον με τη μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας, αφού μόνον έκτοτε του μεταβιβάζεται η κυριότητα του πλοίου, μολονότι εφεξής θεωρείται ότι την είχε αναδρομικώς από το χρόνο της επαγωγής (έτσι και η ad hoc γνμδ ΝΣΚ 26/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, που έκρινε αρνητικά επί του ζητήματος της δυνατότητας επιβολής διοικητικών κυρώσεων και καταλογισμού των δαπανών απορρύπανσης στο δεύτερο εναγόμενο, επειδή πριν από την καταχώρηση στο νηολόγιο πράξης αποδοχής της κληρονομίας εκ μέρους του δεν μπορούσε να έχει καταστεί κύριος του πλοίου).
Εν προκειμένω, για την ικανοποίηση της ως άνω περιουσιακής αξίωσής της η ενάγουσα στράφηκε και εναντίον του δεύτερου εναγόμενου, αδελφού του ……….., για τη θεμελίωση της ευθύνης του οποίου μνημόνευσε τη συγγενική του σχέση με το θανόντα πλοιοκτήτη και το γεγονός της περιελεύσεως της κυριότητας του ρυπογόνου πλοίου σ’ αυτόν μετά την αποποίηση της επαγωγής της κινητής περιουσίας του από όλους τους λοιπούς κληθέντες κατά νόμο στην κληρονομία του συγγενείς του. Δεν επικαλέστηκε, όμως, ούτε ότι ο συγκεκριμένος εναγόμενος αποδέχθηκε την κληρονομία του αδελφού του, στην οποία περιλαμβανόταν το Ρ/Κ Κ ούτε ότι καταχώρησε στο οικείο νηολόγιο οποιαδήποτε δήλωση αποδοχής της και μόνο στο εφετήριό της γίνεται αναφορά στην «υπ’ αριθμ. ……../2020 πράξη αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………. με την οποία ο δεύτερος εναγόμενος αποδέχθηκε την περιελθούσα σ’ αυτόν κληρονομία συνιστάμενη μεταξύ άλλων στο ένδικο πλοίο». Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή, ως προς την κατ’ αυτού εγερθείσα αξίωση, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσής της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ειδικότερα, αβάσιμοι είναι, πρώτον, ο ισχυρισμός της ότι η μεταγραφή της πράξης αποδοχής της κληρονομίας του …………. από τον εναγόμενο αδελφό του, την οποία κατά παράβαση του άρθρου 1846 ΑΚ απαίτησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την πληρότητα του περιεχομένου της αγωγής της, δεν αποτελούσε δημιουργικό λόγο κτήσης της κυριότητας του πλοίου αλλά νομική αίρεση αυτής, επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η καταχώρηση στο νηολόγιο αποτελεί συστατικό όρο της μεταβίβασης της κυριότητας πλοίου και με κληρονομική διαδοχή, δεύτερον, ο ισχυρισμός της ότι με την πρωτοβάθμια κρίση παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 1856 ΑΚ, κατά το οποίο η επαγωγή της κληρονομίας στον κατά διαδοχή και μετά την αποποίηση άλλων προσώπων καλούμενο στην κληρονομία εξ αδιαθέτου κληρονόμο θεωρείται ότι έγινε κατά το θάνατο του κληρονομουμένου, επειδή, όπως επίσης προαναφέρθηκε, ειδικά επί κληρονομίας πλοίου, η αναδρομή στο χρόνο της επαγωγής προϋποθέτει καταχώρηση της αποδοχής της κληρονομίας στο νηολόγιο, τρίτον, ο ισχυρισμός της ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε να ερμηνεύσει τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 743/1977 κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να περιλάβει, κατ’ αναλογία δικαίου, μεταξύ των υπόχρεων προς αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας προσώπων και τον κληρονόμο του πλοιοκτήτη, που δεν προέβη σε δήλωση αποδοχής της κληρονομίας που του επήχθη ούτε μετέγραψε τέτοια δήλωση, καθώς τούτο επιβάλλει το πνεύμα και ο σκοπός του Ν. 743/1977, επειδή η αναλογία δικαίου, δηλαδή η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του ισχύοντος κανόνα δικαίου και επί ετέρου αρρύθμιστου ζητήματος, το οποίο εμφανίζει νομικά ενδιαφέρουσα ομοιότητα με την νομοθετικά διευθετημένη περίπτωση, προκειμένου να τύχουν ισότιμης μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις, ως ερμηνευτική μέθοδος, προϋποθέτει κενό του νόμου (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ. 624/2018, ο.π., όπου και άλλες παραπομπές), το οποίο δεν υφίσταται εν προκειμένω, δεδομένου ότι το ζήτημα της κτήσης του πλοίου με κληρονομική διαδοχή ρυθμίζεται από τον ΚΙΝΔ με την προαναφερθείσα ειδική διάταξη του άρθρου 8 αυτού, που τέθηκε μάλιστα προς νομοθετική επίλυση ζητήματος που είχε ανακύψει υπό το προ του ΚΙΝΔ καθεστώς (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος 2004, άρθρο 8, αρ. 1, σελ 71) και, τέταρτον, ο ισχυρισμός της ότι, όπως και πρωτοδίκως είχε υποστηρίξει, χωρίς τα λεγόμενά της να αξιολογηθούν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο δεύτερος εναγόμενος ευθυνόταν όχι μόνον «αντικειμενικά ως κύριος του ρυπογόνου πλοίου αλλά και υποκειμενικά, αφού αδιαφόρησε για την ασφάλειά του…», καθώς «…αφ’ ης εγκαταστάθηκε στη νομή του ενδίκου πλοίου … με δίκες του πράξεις και παραλείψεις οδήγησε στη βύθισή του…», επειδή ο ισχυρισμός αυτός παραβλέπει πως μεταξύ των προσώπων, που κατά το άρθρο 11 του Ν. 743/1977 βαρύνονται με την υποχρέωση λήψης μέτρων προς αποτροπή επαπειλούμενης ρύπανσης, δεν περιλαμβάνεται ο νομέας του πλοίου αλλά ο πλοίαρχός του και ο εκπρόσωπος του πλοίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας θα σημειωθεί και ότι ο κληρονόμος που απέκτησε τη φυσική εξουσία (κατοχή) του πλοίου πριν την εγγραφή της αποδοχής του στο νηολόγιο, θα μπορούσε μεν να θεωρηθεί μέχρι τη συντέλεση της καταχώρησης εφοπλιστής (και εφεξής πλοιοκτήτης), κατά το άρθρο 105 ΚΙΝΔ, μόνον όμως εφόσον έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί πράγματι για δικό του λογαριασμό τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΑΠ 776/2010, ΕΝαυτΔ 2011/314 = Ε7 2012/373, ΑΠ 5/2009, Αρμ. 2009/1885 = ΔΕΕ 2009/800, ΑΠ 271/1998, ΕΝαυτΔ 1998/279, Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., § 19, αρ. 769 επομ., σελ. 397 επομ., Α. Αντάπασης, Ιδιωτικό ναυτικό δίκαιο, 2015, σελ. 399 επομ., Ι. Κοροτζής, Κυριότητα πλοίου, πλοιοκτησία και εφοπλισμός, σε Δνη 1986/1098 επομ. [1102], Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 105, § 2, σελ. 323). Όμως, τέτοια βούληση, όπως και πράξεις κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης του Ρ/Κ Κ από τον δεύτερο εναγόμενο εν προκειμένω δεν εκτίθενται.
V. Τέλος, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα προσβάλλει τη διάταξη της εκκαλουμένης τη σχετική με την επιβολή της δικαστικής δαπάνης, παραπονούμενη για τον σε βάρος της καταλογισμό των δικαστικών εξόδων που αντιστοιχούσαν στο αντικείμενο της αγωγής της που απορρίφθηκε. Ο λόγος αυτός παραδεκτώς μεν κατ’ άρθρο 193 ΚΠολΔ προβάλλεται, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤριμΕφΑθ. 1891/2015, ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3080/2010, Δνη 2011/1068), όμως κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι, όπως στη διάταξη του άρθρου 176 ΚΠολΔ ορίζεται, η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε είναι συνέπεια της αρχής της ήττας και δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας (ΑΠ 859/2002, Δνη 44/1260, ΕφΑθ. 798/2007, Δνη 2008/239). Να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα χαρακτηρίζει τα δικαστικά έξοδα που επιδικάστηκαν σε βάρος της (ύψους είκοσι μιας χιλιάδων ευρώ [21.000 €] «δυσθεώρητα» και επιβληθέντα «ως εάν είχαμε απασχολήσει το δικαστήριο χωρίς λόγο», χωρίς όμως και να αμφισβητεί ότι το ύψος τους δικαιολογείται με βάση το χρηματικό αντικείμενο της αγωγής της που κρίθηκε πρωτοδίκως.
VI. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημά τους, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63, 68 § 1 και 69 § 1 του ισχύοντος Ν. 4194/2013), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδαφ. δ ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1469/2022 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριάντα οκτώ χιλιάδες ευρώ (38.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 21 Ιουνίου 2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 6 Σεπτεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ