ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 442/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και το Γραμματέα Σ.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> και υπό το διακριτικό τίτλο <<……….>>, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της …………., με ΑΦΜ …. ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Γερασίμου (ΑΜ ΔΣΠ …., ΔΕ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΣΠ …..), που κατέθεσε την από 29-05-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> και το διακριτικό τίτλο <<….>> και η οποία για τις σχέσεις της με το εξωτερικό χρησιμοποιεί την επωνυμία <<………..>> που εδρεύει στο Δήμο Χανίων Κρήτης και ήδη της καθολικής διαδόχου αυτής λόγω συγχωνεύσεως δια απορροφήσεως, ήτοι της εταιρείας με την επωνυμία <<………..>> που εδρεύει στην ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Αικατερίνη Πρωτόπαπα (ΑΜ ΔΣΑ ………….), που κατέθεσε την από 28-05-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 26.02.2020 (με γεν.αριθ.κατάθ. …./2020 και ειδ. αριθ.καταθ. …./2020) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 1666/2021 οριστική απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 13-09-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/14-09-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/14-09-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./14-09-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./14-09-2022) έφεση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 21-09-2023, κατά την οποία δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανώτερης βίας που αφορά τη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος, προσδιορίστηκε δε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθ. 75/27-09-2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους που εμπεριέχονται στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση που στρέφεται κατά της υπ’αριθ. 1666/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης σε αυτούς, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 10.08.2021, μέχρι την κατέθεση της έφεσης στις 14.09.2022 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 εδ. β. 516 § 1, 517, και 518 § 2 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρ. 522, 524 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο παράβολο (βλ. το με αριθμό …………../2022 ηλεκτρονικό παράβολο).
Ι. Με το ν. 2107/1992 κυρώθηκε από την Ελλάδα η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25-8-1924, για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23-2-1968 και της 21-12-1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από τις διατάξεις των άρθρων 1 περ. β’, 2 παρ. 1-2, 3 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της άνω Δ.Σ, που εφαρμόζονται στην Ελλάδα από 23-6-1993, προκύπτει ότι αυτές έχουν ισχύ α) στις θαλάσσιες μεταφορές στις οποίες τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη και εφόσον καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο που αποτελεί τίτλο για θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων και β) στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (Α.Π. 343/2019, Α.Π. 376/2008, Εφ.Θεσ. 1241/2019, Εφ.Πειρ. 738/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κιάντου – Παμπούκη, Η κύρωση των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ και το δίκαιο της ναυλώσεως, Ε.Ν.Δ. 21, 287 επ.). Στην πρώτη από τις παραπάνω περιπτώσεις, η φορτωτική που εκδόθηκε πρέπει να είναι σε διαταγή και να κυκλοφόρησε, οπότε αποτελεί τον τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά (Εφ.Πατρ. 55/2018, Εφ.Πειρ. 1206/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έγγραφο παρόμοιο με τη φορτωτική, το οποίο να αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά, είναι προδήλως το έγγραφο που έχει παρόμοια λειτουργία με τη φορτωτική, δηλαδή που μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση και ενσωματώνει την αξίωση του κατόχου (κομιστή) αυτού για την παράδοση των πραγμάτων που φορτώθηκαν στον τόπο προορισμού τους. Τέτοιο πάντως, παρόμοιο με τη φορτωτική, έγγραφο δεν προβλέπεται στην ελληνική νομοθεσία ούτε χρησιμοποιείται στη ναυτιλιακή πρακτική χωρών με μεγάλη ναυτική παράδοση. Επομένως, δεν εφαρμόζεται η παραπάνω Δ.Σ, αλλά οι διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ σε περίπτωση διεθνούς θαλάσσιας μεταφοράς για την οποία δεν έχει εκδοθεί φορτωτική με την παραπάνω έννοια, αλλά έχει καταρτιστεί ναύλωση που διέπεται μόνο από ναυλοσύμφωνο ή έχει εκδοθεί δελτίο θαλάσσιας μεταφοράς ή εισιτήριο οχήματος ή απόδειξη παραλαβής ή δελτίο επιβίβασης οχήματος (τα οποία εκδίδονται συνήθως στις περιπτώσεις μεταφοράς πραγμάτων με οχηματαγωγά πλοία, εντός εμπορευματοκιβωτίων ή φορτηγών οχημάτων), δηλαδή έγγραφα που δεν έχουν αξιογραφική και εμπράγματη λειτουργία και χρησιμοποιούνται σε μεταφορές στις οποίες δεν υπάρχει ενδεχόμενο να μεταβιβαστούν τα πράγματα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς (Εφ.Πειρ. 545/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πατρ. 55/2018, ό.α, Εφ.Πειρ. 738/2009, ό.α, Εφ.Πειρ. 76/2006, Εφ.Πειρ. 1206/2005, Εφ.Πειρ. 286/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, contra Ν. Γερασίμου, Το νομικό καθεστώς που διέπει τη διεθνή θαλάσσια μεταφορά φορτίων και συνοδευόμενων οχημάτων χωρίς την έκδοση φορτωτικής (με αφορμή το ναυτικό ατύχημα του M/V ΝΑ), 9ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου – Δ.Σ.Πειραιά, σελ. 339, ιδίως σελ. 357 επ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 Κ.Ι.Ν.Δ, ο εκναυλωτής είναι υποχρεωμένος να διατηρεί το πλοίο κατάλληλο προς πλουν και προς διατήρηση του φορτίου. Το ελάττωμα του πλοίου, που προξενεί την ακαταλληλότητά του προς πλου είναι δυνατόν να οφείλεται σε διάφορες αιτίες, όπως στην έλλειψη των καταλλήλων οργάνων πλεύσης ή τηλεπικοινωνίας, στην κανονική σύνθεση του πληρώματος κ.λπ., συνεπεία των οποίων επιβάλλεται στο πλοίο διοικητική απαγόρευση απόπλου ή συνεχίσεως του πλου του. Το πιστοποιητικό του νηογνώμονα δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξιοπλοΐας του πλοίου, αλλά συνεκτιμάται με τις λοιπές αποδείξεις, πράγμα που σημαίνει ότι ο ναυλωτής μπορεί να αποδείξει την ακαταλληλότητα του πλοίου και συνακόλουθα τη μη εκτέλεση της συμβατικής υποχρέωσης του εκναυλωτή, δηλαδή τη μη εκτέλεση της αναληφθείσας μεταφοράς μέχρι την παράδοση του φορτίου στον παραλήπτη, σύμφωνα με τους ορισμούς του ανωτέρω άρθρου 111 ΚΙΝΔ (Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, 2005, σ. 198, Δ. Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σ. 390). Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 135 και 138 ΚΙΝΔ προκύπτει ότι ο εκναυλωτής ευθύνεται για κάθε ζημιά που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου, το οποίο υπήρχε κατά την έναρξη του πλου, ως προς την καταλληλότητα αυτού προς πλου και προς διατήρηση του φορτίου, η ευθύνη του μάλιστα αυτή έχει θεσπιστεί έναντι παντός έχοντος συμφέρον επί του φορτίου, δηλαδή έναντι του φορτωτή (κι αν ακόμη δεν είναι ο ναυλωτής), του παραλήπτη, του ασφαλίσαντος αυτό (φορτίο) ή του έχοντος ενέχυρο επ’ αυτού. Ειδικότερα δε ο εκναυλωτής – μεταφορέας είναι υπεύθυνος για κάθε αποκαλυπτόμενη προϋπάρχουσα πλημμέλεια του πλοίου συναπτόμενη με την καταλληλότητα αυτού, έστω και αν η μέριμνα ως προς αυτήν ανατέθηκε απ’ αυτόν (που δεν έχει τα προσόντα να ενεργεί προς τούτο προσωπικά) σε πρόσωπο ειδικευμένο που επέλεξε με επιμέλεια (Εφ.Πειρ. 545/2020, ό.α.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 134 Κ.Ι.Ν.Δ, ο εκναυλωτής, δηλαδή ο θαλάσσιος μεταφορέας, υποχρεούται σε κάθε επιμέλεια του φορτίου, κυρίως δε ως προς τη φόρτωση, τη στοιβασία, τη φύλαξη, την καλή διατήρηση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση, ευθυνόμενος σε αποζημίωση για κάθε ζημία η οποία οφείλεται στην απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων και η οποία προκλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παραλαβής αυτών προς μεταφορά και της παράδοσής τους στον παραλήπτη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 139 Κ.Ι.Ν.Δ, που είναι αυστηρού δικαίου (jus cogens), εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή (θαλάσσιου μεταφορέα) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 134 ΚΙΝΔ για ολική ή μερική απώλεια των μεταφερθέντων δια θαλάσσης πραγμάτων, ο εκναυλωτής υποχρεούται να αποζημιώσει τον δικαιούχο αυτών, δηλαδή να αποκαταστήσει την αξία που είχαν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποιότητας στο λιμάνι προορισμού τους, ήτοι στο λιμάνι εκφόρτωσής τους από το πλοίο, κατά το χρόνο έναρξης της εκφόρτωσής τους από αυτό. Τα ανωτέρω εκτεθέντα περί του καθορισμού της αποζημίωσης του παραλήπτη και της ευθύνης του εκναυλωτή σε αποκατάσταση της αξίας των απολεσθέντων πραγμάτων ισχύουν και επί συρροής αξιώσεων από αδικοπραξία και από σύμβαση, λόγω ταυτότητας της νομικής αιτίας καθορισμού της ιδιόμορφης ως άνω αποζημίωσης, καθόσον και η με βάση την αδικοπραξία αξίωση νοείται μόνο εντός των ορίων του συμβατικού πταίσματος, για να μη (άλλως) ματαιώνεται το εκ των προτέρων καθορισμένο όριο ευθύνης με την επιλογή της αγωγής με βάση την αδικοπραξία. Επομένως, οι προϋποθέσεις υπολογισμού της ζημίας και το είδος αυτής δεν είναι άλλες από αυτές που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 140 Κ.Ι.Ν.Δ, σύμφωνα με τις οποίες, εάν υπάρχει ευθύνη του εκναυλωτή για ολική ή μερική απώλεια των πραγμάτων, η αποζημίωση την οποία οφείλει στην περίπτωση συμβατικής ευθύνης είναι ίση με την αξία που έχουν τα πράγματα του αυτού γένους και της αυτής ποσότητας στον τόπο του προορισμού, ήτοι τον τόπο εκφόρτωσης (Α.Π. 1307/2006, Α.Π. 504/2003, Εφ.Θεσ. 1241/2019, Εφ.Πειρ. 738/2009, Εφ.Πειρ. 76/2006, Εφ.Πειρ. 286/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Νικ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, υπ’ άρθρα 139 και 140, σ. 400 έως 402, Αθ. Μαρκάκη, σε Ε.Ν.Δ. 31, 259). Ο ναυλωτής ή άλλος νομιμοποιούμενος επί του φορτίου, έναντι του οποίου ευθύνεται κατ’ άρθρο 135 ΚΙΝΔ ο εκναυλωτής, εκτός από την παραπάνω διαφορά δεν δικαιούται να αξιώσει άλλη ζημία, έστω και αν επικαλείται εξωσυμβατική ευθύνη του εκναυλωτή. Δεν δικαιούται δηλαδή να αξιώσει ούτε το κατά το άρθρο 298 ΑΚ διαφυγόν κέρδος ούτε άλλη περαιτέρω ζημία, θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από τη μη παράδοση ή τη βλάβη του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφέλειας από τη μη χρησιμοποίησή του (Εφ.Πειρ. 545/2020, ό.α, Εφ.Θεσ. 1241/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 142/2012, Εφ.Πειρ. 835/2010, ό.α, Εφ.Πειρ. 738/2009, ό.α, Εφ.Πειρ. 76/2006, ό.α, Εφ.Πειρ. 286/2004, ό.α, Εφ.Πειρ. 159/1996, Ε.Ν.Δ. 24, 337, Τ. Θεοχαρίδη, Η Αδικοπρακτική Ευθύνη του Θαλάσσιου Μεταφορέα, 2000, σ. 126, 127, Αλ. Κιάντου- Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, παρ. 100, σ. 355- 357). Περαιτέρω, κατά την εκτέλεση της σύμβασης είναι δυνατόν να ανακύψει αδικοπραξία των αντισυμβαλλομένων έναντι αλλήλων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη είναι υπαίτια και παράνομη και χωρίς τη συμβατική σχέση. Υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη, θα ήταν παράνομη. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο. Ειδικότερα, επί θαλάσσιας μεταφοράς, που διέπεται από τους Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζεται συρροή συμβατικής και εξωσυμβατικής ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα – εκναυλωτή είναι η απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του εκναυλωτή – θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού προσώπων. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια χωρίς την ύπαρξη σύμβασης ναύλωσης – θαλάσσιας μεταφοράς, μη υφισταμένης συνεπώς αδικοπραξίας (Εφ.Πειρ. 545/2020, ό.α, Εφ.Θεσ. 1241/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 76/2006, ό.α, Εφ.Πειρ. 106/1994, Ε.Ν.Δ. 22, 375, Εφ.Πειρ. 1741/1990, Ε.Ν.Δ. 1991, 159, Ιωαν. Βρέλλου, Η Ευθύνη Προς Αποζημίωση στο ελληνικό και το Διεθνές Ναυτικό Δίκαιο, 4ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου από 6 έως 9 Ιουνίου 2001, σ.σ. 56, 57, Τ. Θεοχαρίδη, ό.α, σ.σ. 128, 129). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 135 Κ.Ι.Ν.Δ, ο εκναυλωτής ευθύνεται για κάθε ζημία του φορτίου που προέρχεται από ελάττωμα του πλοίου ως προς την καταλληλότητα προς πλου ή προς διατήρηση του φορτίου, εκτός εάν αγνοούσε το ελάττωμα και δεν μπορούσε να το ανακαλύψει, έστω και καταβάλλοντας την απαιτούμενη επιμέλεια στις συναλλαγές, σε περίπτωση δε που το ελάττωμα δημιουργήθηκε μετά την έναρξη του πλου, εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 138. Το θεσπιζόμενο σύστημα της ευθύνης του θαλάσσιου μεταφορέα στα προαναφερθέντα άρθρα 134 και 135 Κ.Ι.Ν.Δ, που περιέχουν εν μέρει διαφορετική ρύθμιση σε σχέση με αυτήν της άνω Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, βασίζεται στο τεκμαιρόμενο πταίσμα του οφειλέτη, δηλαδή στη νόθο αντικειμενική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα. Ειδικότερα, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα ως προς την τήρηση της απαιτούμενης επιμέλειας (συνετού εκναυλωτή), κυρίως ως προς τη φόρτωση, τη στοιβασία, τη φύλαξη, την καλή διατήρηση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση των μεταφερόμενων πραγμάτων κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της παραλαβής αυτών προς μεταφορά και της παράδοσής τους στον παραλήπτη (Εφ.Θεσ. 1241/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 738/2009, ό.α, Εφ.Πειρ. 76/2006, ό.α, Εφ.Πειρ. 286/2004, ό.α, Νικ. Καμβύση, ό.α, υπ’ άρθρα 134-138, σ.σ. 385-386). Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (άρθρο 330 και 334 Α.Κ.), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα (Εφ.Πειρ. 142/2012, Εφ.Πειρ. 835/2010, Εφ.Πειρ. 738/2009, Εφ.Πειρ. 76/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 138 ΚΙΝΔ ορίζεται ότι «Ο εκναυλωτής ευθύνεται δια το πταίσμα των υπ’ αυτού προστηθέντων, ιδία του πλοιάρχου και του πληρώματος, ως δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εάν η ζημία προεκλήθη εκ πράξεως ή παραλείψεως περί την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα. Εις την διακυβέρνησιν ή τον χειρισμόν του πλοίου δεν περιλαμβάνονται μέτρα λαμβανόμενα κυρίως προς το συμφέρον του φορτίου. Εάν η ζημία προήλθεν εκ πυρκαγιάς, ο εκναυλωτής ευθύνεται μόνον δι’ ίδιον αυτού πταίσμα». Με την τελευταία αυτή διάταξη καθιερώνεται το ανεύθυνο του μεταφορέα για ζημιές, μεταξύ άλλων, από πυρκαγιά και μόνον όταν η πυρκαγιά οφείλεται σε δικό του προσωπικό πταίσμα αναβιώνει η ευθύνη του. Πταίσμα του πλοιάρχου, του πληρώματος και γενικά των προσώπων που έχουν προστηθεί από το μεταφορέα δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, αλλά απαιτείται «ίδιον», δηλαδή προσωπικό, πταίσμα του ή, εφόσον πρόκειται για εταιρία, των προσώπων που την εκπροσωπούν ή ασκούν τη διοίκηση της, αφού η ως άνω διάταξη απαλλάσσει στη συγκεκριμένη περίπτωση το μεταφορέα από την ευθύνη για το πταίσμα των προστηθέντων του. Για το λόγο αυτό γίνεται δεκτό ότι με τη διάταξη αυτή, εισάγεται μαχητό τεκμήριο υπέρ του μεταφορέα για την έλλειψη ευθύνης του για ζημιές από πυρκαγιά, το οποίο μπορεί να ανατραπεί με την απόδειξη προσωπικού πταίσματος αυτού και συνεπώς ο μεταφορέας, για να απαλλαγεί από την ευθύνη, αρκεί να αποδείξει ότι η ζημία οφείλεται σε πυρκαγιά, ενώ ο αντίδικός του που ζημιώθηκε μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό αποδεικνύοντας ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από προσωπικό πταίσμα του μεταφορέα (Εφ.Πειρ. 545/2020, ό.α, Εφ.Πατρ. 55/2018, ό.α, Εφ.Πειρ. 142/2012, ό.α, Εφ.Πειρ. 835/2010, ό.α, Εφ.Πειρ. 543/2010, Εφ.Πειρ. 830/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Νικ. Καμβύση, ό.α, υπ’ άρθρα 134-148, σ. 399, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 2003, παρ. 108, σ. 390-391). Η αρχή δε της συσταλτικής ερμηνείας των εξαιρετικών διατάξεων, όπως είναι και η παραπάνω του άρθρου 138 εδάφ. δ’ Κ.Ι.Ν.Δ, επιβάλει να ισχύει το ανεύθυνο του μεταφορέα για ζημία που προκλήθηκε από πυρκαγιά μόνο στην περίπτωση που η ζημία αποδίδεται αποκλειστικά στην ύπαρξη «ναυτικού πταίσματος» του πλοιάρχου ή του πληρώματος και ο μεταφορέας δεν εμπλέκεται προσωπικά ούτε ως ένα ελάχιστο βαθμό (Δ. Καμβύση, ό.α, υπ’ άρθρο 139, σ.σ. 398, 399), ενώ ακόμη και εάν αποδειχθεί ότι συντρέχει πράγματι «ναυτικό πταίσμα» των προστηθέντων του μεταφορέα, δεν αποκλείεται να αναβιώσει η ευθύνη του, ιδίως στις περιπτώσεις που ο ίδιος ενέκρινε τις πράξεις ή παραλείψεις που σχετίζονταν με τη «διακυβέρνηση» ή τον «χειρισμό» του πλοίου ή που επωφελήθηκε αυτών [Γεωργία Μαρία Τσαϊνη, Η οριοθέτηση του ναυτικού πταίσματος, 2019, https://………………, Γ. Βιτάλη, Βασικαί αρχαί της ευθύνης του εκναυλωτού εν τη μεταφορά πραγμάτων, Ε.Εμπ.Δ. ΚΑ’, 1970, σ. 198, π.ρ.β.λ. και Wilson, Carriage of Goods by Sea, 1998, p. 254, Chorley &. Giles, Shipping Law, 8th edition, p. 322, 388, “The Arzew” (1981) I Lloyds Rep. 142, “The Wagon Mound” (no 1) Overseas Tankship (UK) Ltd v Morts Dock and Engineering Co Ltd (1961) AC 388] (Εφ.Πειρ. 219/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ.1, 4 παρ.1, 5 εδ. β, 4β της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών της 25-8-1924 (Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ), συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας ευθύνεται για απώλεια ή μερική βλάβη των πραγμάτων κατά το χρόνο της μεταφοράς και ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης αυτών σε θαλάσσια μεταφορά οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου, δηλαδή αυτός που ζημιώνεται από την απώλεια ή βλάβη του, δικαιούται να στραφεί κατά του θαλάσσιου μεταφορέα και να αξιώσει αποζημίωση, το μέτρο της οποίας θα υπολογίζεται με βάση τη χρηματιστηριακή ή αν δεν υπάρχει τέτοια, την τρέχουσα ή τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων στον τόπο και κατά το χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς (ΑΠ 343/2019, ΑΠ 928/2011). Εξάλλου, με το άρθρο 3 παρ. 6 εδ. 4 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου της 23-2-1998, ορίζεται ότι “Σε κάθε περίπτωση, ο μεταφορέας και το πλοίο απαλλάσσονται από κάθε ευθύνη για απώλειες ή ζημίες, εφόσον δεν ασκηθεί αγωγή μέσα σ` ένα χρόνο, από την παράδοση των εμπορευμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχε γίνει η παράδοση”. Με το άρθρο αυτό καθιερώνεται βραχυχρόνια ετήσια παραγραφή του δικαιώματος του παραλήπτη για αποζημίωση του απολεσθέντος ή βλαβέντος φορτίου. Η παραγραφή αυτή αρχίζει από την παραλαβή ή την παράδοση των πραγμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί και ισχύει ενιαίως, τόσο στην συμβατική όρο και στην εξωσυμβατική ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα, όχι μόνο για την απώλεια ή βλάβη εμπορευμάτων, αλλά και για τις λοιπές αξιώσεις του ενδιαφερομένου ως προς το φορτίο (ΑΠ 1092/2014, ΑΠ 1657/2008, ΑΠ 381/2008). Με την εν λόγω Διεθνή Σύμβαση, όμως, δεν ορίζεται περαιτέρω ό,τιδήποτε για την διακοπή ή την αναστολή της παραγραφής. Επομένως, οι περιπτώσεις αυτές ρυθμίζονται από το εφαρμοστέο δίκαιο και, εφόσον αυτό είναι το ελληνικό, όσον αφορά μεν την διακοπή της παραγραφής από τα άρθρα 261 επ. ΑΚ, όσον αφορά δε την αναστολή της παραγραφής, πλέον του άρθρου 255 ΑΚ και από τα άρθρο 14 παρ. 5 Ν. 2496/1997 κατά το οποίο: “Σε περίπτωση υποκατάστασης του ασφαλιστή, η παραγραφή των αξιώσεων του λήπτη της ασφάλισης κατά του τρίτου δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι (6) μηνών από την υποκατάσταση και εφόσον αυτή έλαβε χώρα πριν από την παραγραφή ή την απόσβεση αυτών των αξιώσεων” (ΑΠ 1127/2020, ΑΠ 1092/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, στην προαναφερθείσα αγωγή της εξέθετε ότι είναι ασφαλιστική εταιρεία και ότι στο πλαίσιο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας είχε ασφαλίσει, για λογαριασμό των αναφερόμενων ασφαλισμένων – πελατών της, τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή εμπορεύματα, τα οποία φορτώθηκαν στις 28-08-2018 σε φορτηγά και επικαθήμενα οχήματα προκειμένου να μεταφερθούν από τον τόπο φόρτωσής τους στον Πειραιά, στο λιμάνι των Χανίων Κρήτης, καλύπτοντας, μεταξύ άλλων και το στάδιο της θαλάσσιας μεταφοράς τους, με το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο <<ΕΒ>>, με αριθμό νηολογίου Χανίων …., του οποίου πλοιοκτήτρια τυγχάνει η εναγομένη. Οτι κατά την ανωτέρω ημερομηνία και περί ώρα 23.41, ενόσω το πλοίο έπλεε μεταξύ της νήσου Υδρας και της νησίδας του Αγ. Γεωργίου, ξέσπασε πυρκαγιά στο κυρίως γκαράζ (κλειστό κατάστρωμα Νο 3), όπου ήταν σταθμευμένα τα ανωτέρω έμφορτα φορτηγά οχήματα, με συνέπεια την ολοσχερή καταστροφή των ασφαλισμένων εμπορευμάτων. Οτι μετά την κατά τα άνω επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, η ίδια (ενάγουσα), σε εκπλήρωση νόμιμης και συμβατικής της υποχρέωσης, κατέβαλε στους ασφαλισμένους της την ασφαλιστική αποζημίωση, ανερχόμενη συνολικά στο ποσό των 108.149,42 ευρώ, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή αποδείξεων καταβολής, εκχώρησης απαίτησης και υποκατάστασης στα δικαιώματα αυτών. Οτι η προκληθείσα πυρκαγιά οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης, η οποία δεν επέδειξε την προσήκουσα επιμέλεια που απαιτείτο από τις περιστάσεις, ενώ περαιτέρω παρέλειψε να λάβει όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα, που όφειλε και μπορούσε να λάβει κατά τις περιστάσεις, προκειμένου να αποτρέψει την επέλευση της πυρκαγιάς ή έστω να περιορίσει την έκταση και τις συνέπειες αυτής και ειδικότερα η πταισματική συμπεριφορά της εναγομένης οφείλεται στο γεγονός ότι καθ’όλους τους κρίσιμους χρόνους, το σύστημα καταγραφής περιπολιών δεν ήταν συντονισμένο με την ώρα του πλοίου, με την οποία θα πρέπει να είναι συντονισμένος και ο πίνακας αναγγελίας πυρκαγιάς καθώς και στο ότι δεν είχαν τηρηθεί οι απαραίτητες αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ των σταθμευμένων οχημάτων που μεταφέρονταν εντός του πλοίου. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και επικαλούμενη, πέραν της συμβατικής ευθύνης της εναγομένης ως θαλάσσιας μεταφορέα, την ύπαρξη και αδικοπρακτικής ευθύνης αυτής κατ’άρθρα 914 επ ΑΚ, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 108.149,42 ευρώ, νομιμοτόκως από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθ. 1666/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α και Β Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) και ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ως προς την ερειδόμενη στην ενδοσυμβατική ευθύνη βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1,2,3 της ΔΣ των Βρυξελλών 1924 και των άρθρων 1,2,3 και 5 του Πρωτοκόλλου Βίσμπυ του 1968 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ), 169, 170, 171, 172 και 173 ΚΙΝΔ, 297, 298, 345, 346, 455, 460,462 ΑΚ, 210 ΕμπΝ, σε συνδ. με άρθρ. 14 παρ.1 του ν.2496/1997, 257, 264 και 269 ΚΙΝΔ, ενώ έκρινε αυτήν ως μη νόμιμη ως προς την ερειδόμενη στις περί αδικοπραξίας διατάξεις συρρέουσα βάση της, ακολούθως δε απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη, κατ’αποδοχήν της ένστασης παραγραφής που προέβαλε η εναγομένη και απορριπτόμενου ως μη νόμιμου του προβληθέντος κατ’αντένσταση ισχυρισμού της ενάγουσας περί αναστολής άλλως επιμήκυνσης της παραγραφής συνεπεία εμπρόθεσμης ασφαλιστικής υποκατάστασης.
Κατά της άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση, ζητώντας, για τον περιεχόμενο σε αυτήν λόγο, κατά τα επιμέρους σκέλη του, που ανάγεται, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή της έφεσής της και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή.
Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε μερικά των οποίων θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα τους (άρθρα 264 εδάφ. β, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία, ασχολούμενη, μεταξύ άλλων, με την κάλυψη έναντι ασφαλίστρων, των κινδύνων ζημίας καθώς και της ολικής ή μερικής απώλειας εμπορευμάτων που μεταφέρονται αεροπορικώς, σιδηροδρομικώς, οδικώς και δια θαλάσσης, είτε διεθνώς είτε εντός της ελληνικής επικράτειας, ασφάλισε, στο πλαίσιο της ως άνω επιχειρηματικής της δραστηριότητας, για λογαριασμό των κάτωθι αναφερόμενων ασφαλισμένων – πελατών της, τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή εμπορεύματα, τα οποία φορτώθηκαν στις 28-08-2018 σε φορτηγά και επικαθήμενα οχήματα, προκειμένου να μεταφερθούν από τον τόπο φόρτωσής τους στον Πειραιά, στο λιμάνι των Χανίων Κρήτης, με το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο <<Ε>>, με αριθμό νηολογίου Χανίων …., ΙΜΟ ….., Κ.Ο.Χ 25.230,98, Κ.Κ.Χ. 18.308,85, ολικού μήκους 175,48 μ, μέγιστου πλάτους 28,50 μ και έτους ναυπηγήσεως 1984, του οποίου πλοιοκτήτρια τυγχάνει η εναγομένη. Μετά τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι του Πειραιά και ενόσω αυτό έπλεε μεταξύ της θαλάσσιας περιοχής της νήσου Υδρας και της νησίδας του Αγίου Γεωργίου, περί ώρα 23.41 της 28-08-2018, ξέσπασε πυρκαγιά στο πρωραίο διαμέρισμα του αριστερού κλειστού γκαράζ (κλειστό κατάστρωμα Νο 3), που βρίσκονταν σταθμευμένα τα ανωτέρω έμφορτα φορτηγά. Εξαιτίας του πυκνού καπνού που είχε κατακλύσει το χώρο του κυρίως γκαράζ, η ορατότητα ήταν μηδενική και η Ομάδα Αντιμετώπισης Κινδύνου δεν μπορούσε να επιχειρήσει κατάσβεση της φωτιάς. Προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση της φωτιάς, ο πλοίαρχος έδωσε εντολή να κλείσουν οι πυροφράκτες του χώρου, να τεθούν εκτός λειτουργίας οι ανεμιστήρες τροφοδοσίας και να ενεργοποιηθεί το σύστημα κατάσβεσης πυρκαγιάς (Drencher) στις αντίστοιχες ζώνες, ενώ τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 29-08-2018, λαμβάνοντας υπόψη τον περιορισμό της πυρκαγιάς, αποφάσισε να αλλάξει πορεία και να επιστρέψει πίσω στο λιμάνι του Πειραιά. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας άρχισε η εκφόρτωση από το πλοίο, των πρώτων ΙΧ οχημάτων, ενώ παράλληλα η Πυροσβεστική Υπηρεσία, συνεπικουρούμενη από το πλήρωμα του πλοίου, προσπαθούσε να κατασβέσει τις εστίες πυρκαγιάς που εντοπίζονταν σε κάποια φορτηγά οχήματα στην αριστερή πλευρά του κυρίως γκαράζ. Η πυρκαγιά τέθηκε τελικά υπό πλήρη έλεγχο το βράδυ της 02-09-2018, ενώ η εκφόρτωση όλων των οχημάτων ολοκληρώθηκε την επόμενη ημέρα. Κατά τον έλεγχο που πραγματοποίησαν πραγματογνώμονες, διορισμένοι από την ενάγουσα, διαπιστώθηκε ότι όλα τα ασφαλισμένα εμπορεύματα είχαν καταστραφεί ολοσχερώς. Επελθούσης συνεπώς της ασφαλιστικής περίπτωσης, η ενάγουσα ανταποκρινόμενη στη νόμιμη και συμβατική της υποχρέωση έναντι των ασφαλισμένων – πελατών της και δυνάμει των από 01-03-2019, 27-12-2018, 31-12-2018, 29-07-2019, 31-10-2019 και 07-11-2019 αντίστοιχα αποδείξεων καταβολής ασφαλιστικής αποζημίωσης, εκχώρησης απαίτησης και υποκατάστασης, κατέβαλε στους ασφαλισμένους της την ασφαλιστική αποζημίωση για την ολική απώλεια των ένδικων φορτίων, ανερχόμενη συνολικά στο ποσό των 108.149,42 ευρώ και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα τους. Ωστόσο οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας έχουν υποπέσει σε παραγραφή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. 4 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου της 23-2-1998, δεδομένου ότι από το χρόνο παράδοσης των εμπορευμάτων στους ασφαλισμένους της ενάγουσας, η οποία έπρεπε να λάβει χώρα την 29-08-2018, που το ένδικο πλοίο θα προσέγγιζε το λιμάνι της Σούδας Χανίων, έως την άακηση της αγωγής, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 26-02-2020 και επιδόθηκε στην εναγομένη στις 28-02-2020, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερου του έτους, λαμβανομένης υπόψη της υποκατάστασης που έλαβε χώρα από την ενάγουσα, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ.5 του άρθρου 14 του Ν.2496/1997, η οποία διαφοροποιεί επί το ευμενέστερο σε όφελος του ασφαλιστή, τον χρόνο παραγραφής, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, α) αναφορικά με την ένδικη αξίωση που αφορά την αποζημίωση της ασφαλισμένης της ενάγουσας, εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, από την ημέρα που θα έπρεπε να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην ασφαλισμένη στις 29-08-2018 έως την επίδοση της αγωγής στην εναγομένη, στις 28-02-2020, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και επομένως από την 29-08-2019 είχε συμπληρωθεί η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 3 παρ.6 εδ.4 των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ. Επιπλέον η υποκατάσταση της ενάγουσας επήλθε στις 01-03-2019, όπως η ίδια συνομολογεί, επομένως την 28-02-2020 που ασκήθηκε η αγωγή, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, β) αναφορικά με την ένδικη αξίωση που αφορά την αποζημίωση της ασφαλισμένης της ενάγουσας, εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>, από την ημέρα που θα έπρεπε να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην ασφαλισμένη στις 29-08-2018 έως την επίδοση της αγωγής στην εναγομένη στις 28-02-2020, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και επομένως από την 29-08-2019 είχε συμπληρωθεί η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 3 παρ.6 εδ.4 των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ. Επιπλέον η υποκατάσταση της ενάγουσας επήλθε στις 27-12-2018, όπως η ίδια συνομολογεί, επομένως την 28-02-2020 που ασκήθηκε η αγωγή, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, γ) αναφορικά με την ένδικη αξίωση που αφορά την αποζημίωση της ασφαλισμένης της ενάγουσας, εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>, από την ημέρα που θα έπρεπε να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην ασφαλισμένη στις 29-08-2018 έως την επίδοση της αγωγής στην εναγομένη στις 28-02-2020, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και επομένως από την 29-08-2019 είχε συμπληρωθεί η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 3 παρ.6 εδ.4 των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ. Επιπλέον η υποκατάσταση της ενάγουσας επήλθε στις 31-12-2018, όπως η ίδια συνομολογεί, επομένως την 28-02-2020 που ασκήθηκε η αγωγή, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, δ) αναφορικά με την ένδικη αξίωση που αφορά την αποζημίωση της ασφαλισμένης της ενάγουσας, εταιρείας με την επωνυμία <<………….>>, από την ημέρα που θα έπρεπε να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην ασφαλισμένη στις 29-08-2018 έως την επίδοση της αγωγής στην εναγομένη στις 28-02-2020, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και επομένως από την 29-08-2019 είχε συμπληρωθεί η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 3 παρ.6 εδ.4 των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ. Επιπλέον η υποκατάσταση της ενάγουσας επήλθε στις 29-07-2019, όπως η ίδια συνομολογεί, επομένως την 28-02-2020 που ασκήθηκε η αγωγή, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, ε) αναφορικά με την ένδικη αξίωση που αφορά την αποζημίωση της ασφαλισμένης της ενάγουσας, εταιρείας με την επωνυμία <<……………>>, από την ημέρα που θα έπρεπε να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην ασφαλισμένη στις 29-08-2018 έως την επίδοση της αγωγής στην εναγομένη στις 28-02-2020, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και επομένως από την 29-08-2019 είχε συμπληρωθεί η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 3 παρ.6 εδ.4 των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ. Επιπλέον η υποκατάσταση της ενάγουσας επήλθε στις 29-07-2019, επομένως την 28-02-2020 που ασκήθηκε η αγωγή, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, στ) αναφορικά με την ένδικη αξίωση που αφορά την αποζημίωση της ασφαλισμένης της ενάγουσας, εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>, από την ημέρα που θα έπρεπε να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην ασφαλισμένη στις 29-08-2018 έως την επίδοση της αγωγής στην εναγομένη στις 28-02-2020, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και επομένως από την 29-08-2019 είχε συμπληρωθεί η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 3 παρ.6 εδ.4 των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ. Επιπλέον η υποκατάσταση της ενάγουσας επήλθε στις 31-01-2019, επομένως την 28-02-2020 που ασκήθηκε η αγωγή, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών και ζ) αναφορικά με την ένδικη αξίωση που αφορά την αποζημίωση του ασφαλισμένου της ενάγουσας ……….., από την ημέρα που θα έπρεπε να παραδοθούν τα εμπορεύματα στην ασφαλισμένη στις 29-08-2018 έως την επίδοση της αγωγής στην εναγομένη στις 28-02-2020, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και επομένως από την 29-08-2019 είχε συμπληρωθεί η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 3 παρ.6 εδ.4 των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ. Επιπλέον η υποκατάσταση της ενάγουσας επήλθε στις 07-11-2019, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο η εν λόγω αξίωση είχε ήδη υποπέσει στην ετήσια παραγραφή. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι άπασες οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας έχουν υποπέσει σε παραγραφή και απέρριψε την αγωγή με ικανή αιτιολογία, δεν έσφαλε στην κρίση του ως προς την ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ως εκ τούτου ο σχετικός (μοναδικός) λόγος της έφεσης καθ’όλα τα επιμέρους σκέλη αυτού, με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος όπως και η έφεση στο σύνολό της. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του υπ’ αριθ. ………../2022 παραβόλου στο δημόσιο ταμείο λόγω της ήττας της εκκαλούσας (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ), και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρ. 183, 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και
Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του κατατεθέντος από την εκκαλούσα ………../2022 ηλεκτρονικού παράβολου έφεσης, ποσού εκατό (100) ευρώ.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους στις 9 Σεπτεμβρίου 2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ