ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 483/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από το Γραμματέα Σ.Τ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α] ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην …….. Αττικής, επί της συμβολής των οδών ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, με αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) ………., την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Χαρίσης, μέλος της δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία «ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Άννα Κοντοσέα, μέλος της δικηγορικής εταιρίας με την επωνυμία «ΔΕ Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» και
Β] ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, εκπροσωπηθέντος στο ακροατήριο από την ίδια όπως παραπάνω πληρεξούσια δικηγόρο και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…….» και έδρα στον Πειραιά, επί της …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2] μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην …….. Αττικής, επί της συμβολής των οδών ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πιο πάνω πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Χαρίσης.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος …….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/30.12.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2990/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, η εκ των εναγομένων μονοπρόσωπη ναυτιλιακή εταιρία με την από 7.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../7.7.2023 έφεση και ο ενάγων με την από 12.4.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../12.4.2024 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκπροσωπηθέντων διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις και, συγκεκριμένα, α) η από 7.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/7.7.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./7.7.2023 έφεση της εκ των εναγομένων – εκκαλούσας [Α΄ έφεση] και β) η από 12.4.2024 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./12.4.2024 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/12.4.2024 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β΄ έφεση], οι οποίες πλήττουν την υπ’ αριθμ. 2990/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 28.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./30.12.2021 αγωγή του τελευταίου κατά της ως άνω εκκαλούσας της Α΄ έφεσης και της (εκ των εφεσίβλητων της Β΄ έφεσης) εδρεύουσας στον Πειραιά ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», η οποία εκδικάστηκε ερήμην αυτής και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 28.9.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ. Η συζήτηση της Β΄ έφεσης θα χωρήσει σα να ήταν παρούσα και η πρώτη εφεσίβλητη ως άνω ναυτική εταιρία, η οποία μολονότι κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρα 122 § 1, 123 § 1, 124 § 1, 126 § 1 περ. γ΄, 127 § 1, 128 §§ 1, 3 και 228 ΚΠολΔ) να παραστεί κατ’ αυτήν, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ……./15.4.2024 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………., εντούτοις δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου (άρθρο 524 § 4 ΚΠολΔ) κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Επιπλέον, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας αποφάσεως εκ μέρους της ερημοδικαζόμενης εφεσίβλητης πρέπει, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ, να οριστεί το νόμιμο παράβολο, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών της Β΄ έφεσης ήγειρε αξιώσεις από την παροχή εξαρτημένης της εργασίας του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 2.10.2021 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – 0/Γ) πλοίο BG, ολικής χωρητικότητας δεκαπέντε χιλιάδων εκατόν πενήντα κόρων (15.150 κ.ο.χ.), τις οποίες έστρεψε κατά της κυρίας του πλοίου ως άνω ναυτικής εταιρίας και κατά της εδρεύουσας στην …… Αττικής μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ασκούσε τον εφοπλισμό του πλοίου, στο οποίο ο ενάγων απασχολήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου δυνάμει των αναφερόμενων πέντε [5] διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου και αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων. Με βάση τις συμβάσεις αυτές και επικαλούμενος περαιτέρω, αφενός, ότι μετά τη λήξη της μηνιαίας αδείας αναπαύσεως που του χορηγήθηκε στις 2.2.2020, η δεύτερη εναγομένη προέβη καθυστερημένα στην επαναπρόσληψή του, στις 23.3.2020, γεγονός που συνεπάγεται ότι η προηγούμενη αποναυτολόγησή του συνιστά λύση της συμβάσεώς του με μονομερή καταγγελία εκ μέρους του πλοιάρχου, χωρίς να έχει συντρέξει δικό του παράπτωμα και, αφετέρου, ότι κατά τα περιγραφόμενα δρομολόγια του πλοίου, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, εργαζόταν καθημερινά επί δεκατέσσερις [14] ή δεκαεπτά [17] ώρες, ανάλογα με τη συχνότητα των δρομολογίων, χωρίς όμως να λάβει το σύνολο της αμοιβής του για τις ώρες της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων δώρου εορτών των ετών 2020 και 2021, τα οποία δικαιούτο ούτε πλήρη τη νόμιμη πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο ούτε τις νομίμως προβλεπόμενες άδειες διανυκτέρευσής του ή την αντίστοιχη αποζημίωση ούτε και τη νόμιμη αποζημίωση για τη μονομερή καταγγελία της σύμβασής του στις 2.2.2020, ζητούσε ο ενάγων, που πρωτοδίκως τροποποίησε παραδεκτά το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του σε εν μέρει αναγνωριστικό, όσον αφορά όλα τα κονδύλια της αγωγής του εκτός εκείνων της αμοιβής της υπερωριακής του απασχόλησης, να του επιδικαστεί έναντι των αντιδίκων του, ενεχόμενων εις ολόκληρον, της δε πρώτης από αυτές δια του πλοίου της και μέχρι την αξία του, το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριάντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (33.582,66 €) για τις ως άνω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την τελευταία αποναυτολόγησή του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη και στη συνέχεια, με την παραδοχή, μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων απασχολούταν καθημερινώς επί δώδεκα [12] ώρες κατά μέσο όρο όταν το πλοίο εκτελούσε μόνον ένα [1] βραδινό δρομολόγιο και επί δεκαπέντε [15] ώρες όταν εκτελούσε και πρόσθετο ημερινό, του επιδίκασε, με την εκκαλούμενη απόφασή του, καταψηφιστικώς και αναγνωριστικώς κατά μερική παραδοχή της αγωγής, το συνολικό χρηματικό ποσόν των είκοσι χιλιάδων τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (20.354,53 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και εορταστικών επιδομάτων, ως και για αποζημίωση απολύσεως, για μέρος του οποίου η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απολύσεως του ενάγοντος, ενώ με την ίδια απόφασή του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφενός, συμψήφισε στις αξιώσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και τις Κυριακές, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως της δεύτερης από τις αντιδίκους του, το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (2.005,22 €), που έλαβε ως έκτακτες αμοιβές του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και, αφετέρου, απέρριψε το μεν ως νομικά αβάσιμο τον αυτοτελή ισχυρισμό της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, το δε κατ’ ουσίαν το αγωγικό αίτημα περί καταβολής αποζημιώσεως για τις άδειες διανυκτέρευσης που δεν χορηγήθηκαν στον ενάγοντα. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι μετασχόντες στην πρωτοβάθμια δίκη και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της αγωγής του ο ενάγων και την καθ’ ολοκληρίαν απόρριψή της η δεύτερη εναγόμενη, η οποία υποβάλλει και πρόσθετο αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσόν των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €), που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 2003/160 = ΔΕΝ 2002/1314 = ΕΕΔ 2003/1166, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ο.π., ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 557/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 2010/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 2003/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 2002/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
IV. Το Δικαστήριο επανεκτιμά τις από 3.2.2022, 3.2.2022 και 4.2.2022 τρεις [3] ένορκες βεβαιώσεις του ………., του ……….. και του ………., αντίστοιχα, θαλαμηπόλων, που απασχολήθηκαν στο ίδιο πλοίο με τον ενάγοντα κατά διαστήματα εντός της επίδικης χρονικής περιόδου, έχοντας, σημειωτέον, αποναυτολογηθεί όλοι κατά το ίδιο χρονικό σημείο, οι οποίες με την επιμέλεια του ενάγοντος, που κλήτευσε προς τούτο τις αντιδίκους του (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……/31.1.2022 και ………/31.1.2022 εκθέσεις επιδόσεως της αυτής ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), δόθηκαν η πρώτη στη Συμβολαιογράφο Κομοτηνής ……., που συνέταξε σχετικά την υπ’ αριθμ. …../2022 Πράξη της, η δεύτερη στη Συμβολαιογράφο Άρτας …….., που συνέταξε σχετικά την υπ’ αριθμ. …./2022 Πράξη της και η τρίτη στο δικηγόρο Πειραιώς ……., για την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ΔΣΠ – ΕΒ – ……. ηλεκτρονική απόδειξη λήψης της από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 421 ΚΠολΔ και οι οποίες άπασες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι καθένας τους τυγχάνει αντίδικος της δεύτερης εναγόμενης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΜονΕφΠειρ. 358/2023, ΜονΕφΠειρ. 509/2022, αμφότερες διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΕφΑθ. 3978/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ 2004/266), καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω. Εκτιμά επίσης τις υπ’ αριθμ. …/8.6.2022 και …./8.6.2022 δύο [2] ένορκες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις των …………, προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου και …….. …….., θαλαμηπόλου, οι οποίοι συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BG, ο πρώτος κατά το χρονικό διάστημα μετά την 14η.7.2021 και ο δεύτερος καθ’ όλη την επίδικη χρονική περίοδο, που λήφθηκαν με την επιμέλεια της δεύτερης εναγόμενης μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευση του αντιδίκου της (βλ. τη με αριθμό ……/3.6.2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), τις οποίες το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε (αναιτιολόγητα) υπόψη, μολονότι είχαν νομότυπα με επίκληση προσκομιστεί, σχολιασθείσες μάλιστα με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις – αντίκρουση του ενάγοντος. Από τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ………, γεννηθείς στις 9.1.1971, τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό …… ναυτικού φυλλαδίου της …. ναυτικής περιφέρειας και από το έτος 1998 εργάστηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου σε πλοία της ιδιοκτησίας ή της εκμετάλλευσης της δεύτερης εναγόμενης, ενώ από το έτος 2015 απασχολήθηκε στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ ακτοπλοϊκό πλοίο BG, νηολογημένο στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής …, κόρων ολικής χωρητικότητας δεκαπέντε χιλιάδων εκατόν πενήντα (15.150), υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ….. Το πλοίο αυτό έχει μεταφορική ικανότητα χιλίων επτακοσίων ενενήντα (1.790) επιβατών και διαθέτει περίπου εκατόν εβδομήντα πέντε (175) κοιτωνίσκους (καμπίνες), δίκλινους και τετράκλινους, δύο [2] εστιατόρια επιβατών (το a la carte και το self service), τρία [3] κυλικεία (μπαρ), δύο [2] εσωτερικά και ένα [1] εξωτερικό, όπως και πληθώρα κοινόχρηστων χώρων. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1.1.2020 – 2.10.2021) το ίδιο πλοίο ανήκε στην κυριότητα της πρώτης των εναγομένων ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και τελούσε υπό τον εφοπλισμό της δεύτερης από αυτές, η οποία, όπως δεν αμφισβητείται, είχε αναλάβει την εμπορική του εκμετάλλευση και τη ναυτική του διεύθυνση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου πέντε [5] φορές με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν η τέταρτη στη Σούδα και όλες οι άλλες στον Πειραιά μεταξύ αυτού και των νομίμων εκπροσώπων της εφοπλίστριας εταιρίας. Η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίστηκε στις 15.12.2019 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι τις 2.2.2020, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς λαμβάνοντας άδεια έως τις 2.3.20202, όπως αναγράφεται στο ναυτικό του φυλλάδιο. Επαναπροσλήφθηκε στις 23.3.2020 και εργάστηκε μέχρι τις 2.11.2020 στον Πειραιά με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Ακολούθησαν δύο [2] ακόμα ναυτολογήσεις του ενάγοντος, στις 5.12.2020 και στις 21.2.2020, στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα, που διήρκεσαν μέχρι τις 16.1.2021 και τις 22.3.2021, αντίστοιχα, λυθείσες η πρώτη με κοινή συναίνεση και η δεύτερη εξαιτίας της διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, επικειμένης της ετήσιας επιθεώρησής του. Τέλος, στις 14.4.2021 ο ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου και υπηρέτησε στο ίδιο πλοίο μέχρι τις 2.10.2019, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά για την ίδια αιτία (λόγω ετήσιας επιθεώρησης, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο). Για τις δύο [2] πρώτες και τις δύο [2] τελευταίες από τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες (η δεύτερη υπογράφηκε στις 2.6.2020), αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η δεύτερη εναγόμενη, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό [μικτό] χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα ενός ευρώ και ογδόντα λεπτών (2.831,80 €). Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ίσχυσε η από 8.7.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, με έναρξη ισχύος από 1.1.2019, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/12.8.2019), οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν και τους διαδίκους. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της εν λόγω ΣΣΝΕ οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β΄ και γ΄ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Κατά την ίδια ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 5, 6, 8 § 13, 13, 10 § 4 και 15 § 2) ο μηνιαίος μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου ορίστηκε σε χίλια διακόσια τέσσερα ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτά (1.204,77 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια εξήντα πέντε ευρώ και πέντε λεπτά (265,05 €), το επίδομα ιματισμού σε πενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτά (58,78 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά (36,64 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τριάντα τρία ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά {[(1.204,77 € + 265,05 € : 22) + 19,98 €] Χ 5 ημέρες = 433,95 €}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (6,96 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (8,70 €) και σε δέκα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (10,44 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες (μικτές) αποδοχές του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες πεντακόσια τριάντα εννέα ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (2.539,81 €), δηλαδή σε χρηματικό ποσό που υπολειπόταν του συμβατικού κλειστού (μικτού) μισθού του. Σημειώνεται ότι στις καταβαλλόμενες αποδοχές του ενάγοντος, όπως αποτυπώνονται στις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, δεν περιλαμβάνεται το επίδομα ιματισμού, γεγονός που σημαίνει ότι η εργοδότιδα το κατέβαλε σε είδος (άρθρο 5 § 3 της ΣΣΝΕ), όπως άλλωστε και ο ενάγων εμμέσως συνομολογεί, μη συμπεριλαμβάνοντάς το στις αποδοχές επί των οποίων υπολογίζει τα εορταστικά επιδόματα, την πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές του πλοίου και την αποζημίωση απολύσεως, τα οποία αξιώνει. Περαιτέρω, κατά την ένδικη χρονική περίοδο στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BG στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων απασχολούταν προσωπικό που αριθμούσε είκοσι επτά [27] θαλαμηπόλους, δεκαεννέα [19] επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν [1] αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, δηλαδή, κατά το χρονικό διάστημα από 14.7.2021 έως και 2.10.2021, ο ως άνω μάρτυρας ανταποδείξεως. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο [2] ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α 64/13.3.1974). Τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι, οι οποίοι ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία διακρίνονται σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως στην οποία ανήκουν και βοηθούν αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντηρήσεως και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Εξάλλου, κατά την διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, εκτός από το χρονικό διάστημα από 13.4.2020 έως και 1.6.2020, οπότε τα δρομολόγιά του είχαν διακοπεί και το πλήρωμά του είχε ενταχθεί στις διατάξεις των υπ’ αριθμ. 2242/21372/2020, περί αναστολής των συμβάσεων ναυτολόγησης και 2242/32718/2020, περί αναστολής των δρομολογίων λόγω της πανδημίας, κοινών υπουργικών αποφάσεων, το πλοίο BG διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες προς τα Χανιά της Κρήτης, οι οποίοι επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και ολοκληρώνονταν χωρίς προσέγγιση σε ενδιάμεσους λιμένες. Συγκεκριμένα, καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21:00 ή στις 22:00, για να εκτελέσει βραδινό δρομολόγιο και να καταπλεύσει στα Χανιά στις 06:00 ή στις 06:30 ή στις 05:30 της επομένης, για να αποπλεύσει εκ νέου στις 22:00 για το δρομολόγιο της επιστροφής προς την αφετηρία του και να αφιχθεί στον Πειραιά στις 06:30 ή στις 06:00 της επομένης. Εκτελούσε δηλαδή επτά [7] δρομολόγια απλής μετάβασης (Πειραιάς – Χανιά και Χανιά – Πειραιάς) την εβδομάδα, εκτός από τις χρονικές περιόδους από 21.2.2021 έως 22.3.2021 και από 14.4.2021 έως και 18.4.2021, κατά τις οποίες κάθε Σάββατο διανυκτέρευε στα Χανιά, όπου είχε καταπλεύσει στις 06:00 και από όπου αναχωρούσε πάλι την Κυριακή στις 22:00. Η μη πραγματοποίηση του δρομολογίου του Σαββάτου οφειλόταν στη μειωμένη επιβατική κίνηση εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού Covid – 19 και για το ίδιο λόγο δεν εκτελέστηκαν τα (βραδινά) δρομολόγια του πλοίου ούτε κατά τα Σάββατα 5, 12, 19, 26.12.2020 (αργία), 2.1.2020, 27.2, 6, 13, 20 και 17.4.2021. Δρομολόγια δεν εκτελέστηκαν επίσης την Πέμπτη 2.1.2020, τη Δευτέρα 6.1.2020 (αργία), την Τρίτη 7.1.2020, το τριήμερο από 5.4.2020 έως 7.4.2020 (Κυριακή έως Τρίτη), λόγω διοικητικής απαγόρευσης απόπλου συνεπεία δυσμενών καιρικών συνθηκών, την Κυριακή 12.4.2020, για λόγους που δεν διευκρινίζονται στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, την Τρίτη και την Τετάρτη 23 και 24.2.2021, εξαιτίας της συμμετοχής του πληρώματος σε απεργία που εξήγγειλε η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (ΠΝΟ), όπως και κατά την αργία της 1ης.5.2021 αλλά και την επομένη, Κυριακή 2.5.2021, για τον ίδιο λόγο. Η ακινησία του πλοίου κατά τις ημέρες εκείνες αποδεικνύεται από τα αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου BG, που προσκομίζονται το πρώτον στην έκκλητη δίκη. Ακόμα, όμως, και αν η βραδεία προσκομιδή τους οφείλεται σε υπαιτιότητα της δεύτερης εναγόμενης, ο σχετικός ισχυρισμός της, που προβάλλεται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της Α΄ έφεσής της, δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα και πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένος. Αντίθετα, απαράδεκτος ως αλυσιτελής κρίνεται ο ίδιος ισχυρισμός κατά το μέρος που αναφέρεται στην ακινησία του πλοίου κατά τα Σάββατα 14, 21, 28.11.2020, 23, 30.1.2021, 6, 13, 20.2.2021, 27.3.2021, 3, 10.4.2021, όπως και την Δευτέρα 16.3.2020, την Παρασκευή 6.11.2020, την Δευτέρα 15.2.2021 και την Τρίτη 16.2.2021, αφού αφορά σε χρονικά σημεία κατά τα οποία δεν υπήρχε σε ισχύ σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος, ενώ αναπόδεικτος παραμένει όσον αφορά την επικαλούμενη ακινησία του πλοίου κατά τις ημερομηνίες 1.1.2020, 9.1.2020 και 16.1.2020, αφού δεν προσκομίζονται τα αντίστοιχα αποσπάσματα από το ημερολόγιο της γέφυράς του. Πάντως, κατά τις θερινές περιόδους των ετών 2020 και 2021 το πλοίο εκτελούσε και πρόσθετο (ημερήσιο) δρομολόγιο, αναχωρώντας, αφενός μεν στις 25, 26, 29.7.2020, στις 14, 29, 30.8.2020, όπως και στις 17, 18, 21, 22, 23, 24, 25, 28, 29, 30 και 31.7.2021, στις 1, 4, 5, 6, 7, 8, 28, 29.8.2021 και στις 1 και 4.9.2021 από τα Χανιά στις 10:00, για να καταπλεύσει στον Πειραιά στις 18:00 ή στις 19:00 της ιδίας ημέρας, και, αφετέρου, στις 31.7, στις 1, 2, 7, 8, 9, 11, 16, 19, 20, 21, 22, 23 και 27.8.2020, όπως και στις 10, 13, 14, 15, 18, 19, 20, 21, 22, 25 και 26.8.2021 από τον Πειραιά στις 10:00, για να καταπλεύσει στα Χανιά στις 18:00 της ιδίας ημέρας, προκειμένου να εκτελέσει στη συνέχεια το κανονικό (βραδινό) δρομολόγιό του, ενώ το ίδιο συνέβη και στις 31.12.2020. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατά τα χρονικά διαστήματα που το πλοίο πραγματοποιούσε ένα [1] μόνο (βραδινό) δρομολόγιο εργαζόταν επί δεκατέσσερις [14] ώρες ημερησίως, απασχολούμενος από τις 05:00 καθ’ εκάστη και μέχρι τις 11:30 με την προετοιμασία και την ολοκλήρωση της αποβίβασης των επιβατών και εν συνεχεία με την καθαριότητα των κοιτωνίσκων τους και των κοινόχρηστων χώρων και εν συνεχεία από τις 17:00 έως τα μεσάνυκτα με την επιβίβαση των επιβατών και την παροχή υπηρεσιών στο εστιατόριο self service του πλοίου, ενώ όταν αυτό εκτελούσε και δεύτερο (ημερινό) δρομολόγιο εργαζόταν επί δεκαεπτά [17] ώρες, απασχολούμενος και κατά το τρίωρο από 12:00 έως 15:00 είτε στο ως άνω εστιατόριο είτε σε ένα από τα σαλόνια του πλοίου που διέθετε κυλικείο. Η δεύτερη εναγόμενη δεν αρνείται τα καθήκοντα με τα οποία ήταν επιφορτισμένος ο αντίδικός της, αμφισβητεί όμως το ωράριο εντός του οποίου τα εκτελούσε, υποστηρίζοντας ότι καθ’ εκάστην αναλάμβανε υπηρεσία για την πρωινή βάρδια στις 06:00 και ολοκλήρωνε τις εργασίες που του είχαν ανατεθεί έως τις 09:00 και απασχολούταν και κατά την απογευματινή βάρδια από τις 17:00 και μέχρι την λήξη της λειτουργίας του εστιατορίου στις 23:00, ενώ κατά τα ημερήσια δρομολόγια του πλοίου τον απασχολούσε επιπλέον τα πρωινά επί μία [1] ώρα κατά την επιβίβαση των επιβατών έως τις 10:00 και το μεσημέρι κατά το δίωρο 12:00 – 14:00 στο εστιατόριο self service. Κατ’ ουσίαν, η εναγόμενη παραδέχεται τουλάχιστον ενδεκάωρη καθημερινή εργασία του ενάγοντος κατά τις περιόδους που το πλοίο της εκτελούσε δύο [2] δρομολόγια εντός της ίδιας ημέρας. Αλλά και όσον αφορά τις περιόδους που το πλοίο εκτελούσε ένα μόνο (βραδινό) δρομολόγιο, από τις αποδείξεις πληρωμής του, που προσκομίζονται εκατέρωθεν αλλά και από τις «καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος», που προσκομίζει η εργοδότρια, επιβεβαιώνεται ότι αυτός λάμβανε κάθε πλήρη μήνα εκατόν σαράντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (147,99 €) ως «αμοιβή υπερωριών» και για απασχόλησή του για λιγότερες των τριάντα [30] ημέρες ανά μήνα κλασματική αναλογία αυτού. Το ποσόν αυτό, διαιρούμενο με το ωρομίσθιο της υπερωριακής απασχόλησης κατά καθημερινές και Κυριακές (με την απλή προσαύξηση κατά ποσοστό 25%), αποδίδει πηλίκο 17 και ο αριθμός αυτός, που παριστά τις ώρες της μηνιαίας υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος (147,99 € ÷ 8,70 € = 17), αντιστοιχεί σε σαρανταπεντάλεπτη περίπου εργασία πέραν του οκταώρου σε καθημερινή βάση. Από τα ίδια έγγραφα προκύπτει επιπλέον ότι ανά πλήρη μήνα ο ενάγων λάμβανε για «Σάββατα και αργίες», δηλαδή ως αμοιβή για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες εκείνες, κατά τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, η εργασία θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, το ποσόν των τετρακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (476,96 €), που με βάση το ωρομίσθιο με τη διπλή προσαύξηση (50%) αντιστοιχεί σε περίπου σαράντα έξι (476,96 € ÷ 10,44 € = 45,68) ώρες εργασίας μηνιαίως (εκ των οποίων οι 10,67 ώρες αντιστοιχούν στις αργίες κατά το άρθρο 18 § 2 της ΣΣΝΕ και οι λοιπές στα 4,33 Σάββατα του μήνα κατά το άρθρο 13 § 1 εδαφ. β΄ της ΣΣΝΕ) ή σε 8,08 ώρες ανά Σάββατο, δηλαδή σε απασχόληση πέραν του οκταώρου, έστω επ’ ελάχιστον. Εξάλλου, από το «πλάνο καθαρισμού καμπινών» προκύπτει ότι ο ενάγων ήταν επιφορτισμένος με την φροντίδα (αντικατάσταση κλινοσκεπασμάτων και γενική καθαριότητα) δώδεκα [12] κοιτωνίσκων καθημερινά, καθώς και ότι την εργασία αυτή εκτελούσε με τη βοήθεια ενός [1] επίκουρου, ενώ στα προσκομιζόμενα πρωτότυπα του «αρχείου ωρών ανάπαυσης ναυτικών» που φέρουν την υπογραφή του ενάγοντος και, για τους μήνες Ιούλιο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του έτους 2020, του [τότε] προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου …. και για τους μήνες Φεβρουάριο έως και Μάϊο του επόμενου έτους 2021 του [τότε] προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου ……., ο ενάγων εμφανίζεται να απασχολείται επί δέκα [10] ώρες κάθε ημέρα και, συγκεκριμένα, από τις 05:30 έως τις 10:30 και από τις 18:30 έως τις 23:30 (το έτος 2020) ή από 17:30 έως 22:30 (το έτος 2021), στις δε 25, 26, 28 και 30.7.2020 και κατά το χρονικό διάστημα από 12:00 έως 14:00. Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει ιδίως α) των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή, που δεν επέτρεπε την εναλλαγή επιβατών στο ίδιο δρομολόγιο, β) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα του ενδίκου χρονικού διαστήματος χρηματικών ποσών για αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, τόσον κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, όσον και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, γ) της ειδικότητάς του, της φύσης και του αντικειμένου της κύριας απασχόλησής του, δ) του γεγονότος ότι το πλοίο της εναγομένης διατηρούσε πάντοτε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος και ε) της μειωμένης λόγω της πανδημίας του covid – 19 επιβατικής κίνησης, ιδίως κατά την περίοδο από 13.12.2020 έως 13.5.2021, κατά την οποία με διοικητικά μέτρα είχε μειωθεί και η πληρότητα των επιβατηγών πλοίων που διέθεταν καμπίνες στο 55% (βλ. τις ΚΥΑ που δημοσιεύθηκαν εκείνη την περίοδο στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο Δεύτερο Τεύχος [5486/15.12.2020, 1/2.1.2021, 30/8.1.2021, 89/16.1.2021, 341/29.1.2021, 534/10.2.2021, 793/27.2.2021, 895/6.3.2021, 996/13.3.2021, 1308/3.4.2021, 1682/24.4.2021 και 1814/29.4.2021]), κρίνεται ότι κατέστη απαραίτητο, προς εξυπηρέτηση των αναγκών που δημιουργούνταν από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου BG και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, ο ενάγων να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, τις μεν καθημερινές και τις Κυριακές επί τρεις [3] ώρες ημερησίως, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί ένδεκα (11) ώρες την ημέρα κατά τις χρονικές περιόδους που το πλοίο πραγματοποιούσε μόνον ένα [1] δρομολόγιο (το βραδινό), ενώ κατά τις θερινές περιόδους η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος προσαυξανόταν κατά δύο [2] ακόμα ώρες το μεσημέρι, κατά τις οποίες παρείχε τις υπηρεσίες του στο εστιατόριο self service του πλοίου. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχολήσεώς του επί δεκατέσσερις (14) και δεκαεπτά [17] ώρες καθημερινώς, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης μέρος του. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 207/2023, ΜονΕφΠειρ. 677/2023, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 655/2022, ΜονΕφ.Πειρ. 569/2022, ΜονΕφ.Πειρ. 423/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 196/2020, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα [12] και δεκαπέντε [15] ώρες κατά μέσο όρο, κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει από τους προαναφερθέντες λόγους των ενδίκων εφέσεων, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, ο μεν πρώτος της Β΄ έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο δε ταυτάριθμος της Α΄ έφεσης να γίνει εν μέρει δεκτός. Σφάλμα, όμως, στο συγκεκριμένο αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης εντοπίζεται και στον αριθμό των καθημερινών ημερών, των Κυριακών, των Σαββάτων και των αργιών για τις οποίες έγινε δεκτό ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακώς. Πράγματι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι ο τελευταίος εργάστηκε υπερωριακά επί τετρακόσιες πενήντα πέντε [455] ημέρες και, ειδικότερα, επί εξήντα τρία [63] Σάββατα, δεκαοκτώ [18] αργίες και τριακόσιες εβδομήντα τέσσερις [374] καθημερινές και Κυριακές, ενώ τούτο δεν αληθεύει, δεδομένου, πρώτον, ότι οι ημέρες της ναυτολόγησής του ανέρχονται συνολικά σε τετρακόσιες πενήντα δύο [452] και, δεύτερον, ότι κατά τα προαναφερθέντα ένδεκα [11] Σάββατα (εκ των οποίων τα δύο συνέπιπταν και με αργία), κατά την αργία της εορτής των Θεοφανίων 2020, επί έξι [6] καθημερινές (2.1.2020, 7.1.2020, 6.4.2020, 7.4.2020, 23.2.2021 και 24.2.2021) και κατά τις Κυριακές 5.4.2020, 12.4.2020 και 2.5.2020, δεν πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια, οπότε δεν παρασχέθηκε υπερωριακή εργασία, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν παρίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού σε πλοίο που ακινητεί (ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ο.π.). Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή του για την αιτία αυτή: Α] για τα δεκατρία [13] Σάββατα των θερινών περιόδων (25.7.2020, 1, 8, 22, 29.8.2020 και 17, 24, 31.7.2021, 7, 14, 21, 28.8.2021 και 4.9.2021), κατά τις οποίες εκτελούνταν δύο [2] δρομολόγια ημερησίως, όπως και για την αργία της 15ης.8.2021, οπότε απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί δεκατρείς [13] ώρες ημερησίως, το χρηματικό ποσόν των χιλίων εννιακοσίων ευρώ και οκτώ λεπτών (14 ημέρες Χ 13 ώρες = 182 ώρες Χ 10,44 € το ωρομίσθιο = 1.900,08 €) και Β] για τα υπόλοιπα σαράντα [40] Σάββατα και τις δεκαεπτά [17] αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος, οπότε το πλοίο εκτελούσε μόνο βραδινά δρομολόγια και η μέση ημερήσια απασχόλησή του διαρκούσε επί ένδεκα [11] ώρες, το χρηματικό ποσόν των έξι χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών (57 ημέρες Χ 11 ώρες = 627 ώρες Χ 10.44 € το ωρομίσθιο = 6.545,88 €) και συνολικά για την απασχόλησή του υπερωριακά κατά τα Σάββατα και τις αργίες οκτώ χιλιάδες τετρακόσια σαράντα πέντε ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (1.900,08 € + 6.545,88 € = 8.445,96 €), έναντι των οποίων έλαβε όπως βασίμως η εκκαλούσα της Α΄ έφεσης στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της υποστηρίζει και όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του επτά χιλιάδες εκατόν είκοσι δύο ευρώ και εξήντα δύο λεπτά (7.122,62 €), οφειλομένης πλέον της διαφοράς των χιλίων τριακοσίων είκοσι τριών ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (8.445,96 € – 7.122,62 € = 1.323,34 €). Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται: Γ] για τις τριάντα εννέα [39] καθημερινές και Κυριακές του χρονικού διαστήματος των πρόσθετων (ημερήσιων) δρομολογίων, κατά τις οποίες εργαζόταν κατά μέσο όρο επί δεκατρείς [13] ώρες ανά ημέρα, εκ των οποίων τις πέντε [5] υπερωριακά, το χρηματικό ποσόν των χιλίων εξακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (39 ημέρες Χ 5 ώρες = 195 ώρες υπερωρίας Χ 8,70 € το ωρομίσθιο = 1.696,50 €) και Δ] για τις υπόλοιπες τριακόσιες είκοσι τρεις (323) καθημερινές και Κυριακές, κατά τις οποίες η μέση ημερήσια απασχόλησή του κατά την εκτέλεση του μοναδικού (βραδινού) δρομολογίου διαρκούσε επί ένδεκα [11] ώρες, εκ των οποίων οι τρεις [3] συνιστούσαν υπερωρία, το χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα ευρώ και τριάντα λεπτών (323 ημέρες Χ 3 ώρες = 969 ώρες υπερωρίας Χ 8.70 € το ωρομίσθιο = 8.430,30 €) και, συνολικά για την απασχόλησή του υπερωριακά κατά Κυριακές και καθημερινές δέκα χιλιάδες εκατόν είκοσι έξι ευρώ και ογδόντα λεπτά (1.696,50 € + 8.430,30 € = 10.126,80 €), έναντι των οποίων έλαβε όπως συνομολογεί και όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής του δύο χιλιάδες εκατόν ενενήντα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (2.190,25 €), οφειλομένης πλέον της διαφοράς των επτά χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα έξι ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (10.126,80 € – 2.190,25 € = 7.936,55 €). Επομένως, το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ανέρχεται στο χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (1.323,34 € + 7.936,55 € = 9.259,89 €), το οποίο ο ενάγων βασίμως αξιώνει. Στο [υπέρτερο έναντι του ανωτέρω και ανερχόμενο συγκεκριμένα σε ένδεκα χιλιάδες οκτακόσια σαράντα δύο ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτά (11.842,85 €)] ποσόν που έκρινε οφειλόμενο για αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και Κυριακές, η εκκαλουμένη καταλόγισε, κατά παραδοχή ως και ουσιαστικά βάσιμης της προταθείσας πρωτοδίκως ένστασης συμψηφισμού της εναγομένης, το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (2.005,22 €), το οποίο η τελευταία είχε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα καταβάλει τμηματικά στον ενάγοντα ως «έκτακτες αμοιβές» του, δεχόμενη ειδικότερα ότι αυτό αντιστοιχούσε σε ποσοστό επί των μηνιαίων εισπράξεων των κυλικείων του πλοίου και ότι για τον καταλογισμό του στις αξιώσεις του ενάγοντος για αμοιβή υπερωριακής εργασίας υπήρχε ειδική συμφωνία των διαδίκων. Την κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττει ο ενάγων με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της Β΄ έφεσής του αιτιώμενος εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις προσκομιζόμενες επίδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος και δεν αμφισβητείται ότι ίσχυε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, συμφώνως και προς όσα ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙΙ της παρούσας αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 383/2023, 315/2023, 300/2023, 725/2022, 433/2022, διαθέσιμες όλες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Άλλωστε, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων αποδείξεως προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του αποτελούσαν ποσοστό επί των εισπράξεων των κυλικείων του πλοίου, διανεμόμενο μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαιτήσεως. Τα ποσά αυτά, ανεξαρτήτως του ότι μνημονεύονται στις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος ως «έκτακτες αμοιβές», δεν προκύπτει ότι του καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….», στην οποία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πωλήσεως από αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές κατά τα προεκτεθέντα στα μέλη του πληρώματος ενδιαιτήσεως, ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαιτήσεως (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνον δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το συναφή βάσιμο λόγο της ένδικης Β΄ έφεσης.
V. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), o ενάγων δικαιούται, αναλογία των επιδομάτων δώρου εορτών για τα έτη 2020 και 2021. Τα επιδόματα αυτά θα προσδιοριστούν με συνυπολογισμό στο άθροισμα των νόμιμων αποδοχών του (2.539,81 €), όπως αυτές ανωτέρω καθορίστηκαν, του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, που ισούται προς χίλια διακόσια τριάντα δύο ευρώ και εβδομήντα λεπτά (18.572,76 € καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των ναυτολογήσεών του ÷ 452 ημέρες συνολικής διάρκειάς τους Χ 30 μέρες/μήνα = 1.232,70 €). Επί μηνιαίων συνολικών αποδοχών, επομένως, ύψους τριών χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (2.539,81 € + 1.232,70 € = 3.772,51 €), ο ενάγων δικαιούται: α) για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2020 το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών [3.772,51 € ÷ 2 = 886,26 € ÷ 15 = 125,75 € Χ 6,75 οκταήμερα (54 ημέρες ÷ 8) = 848,81 €], έναντι του οποίου η εργοδότρια του έχει, όπως συνομολογεί ο ενάγων, καταβάλει τετρακόσια εξήντα δύο ευρώ και πενήντα τρία λεπτά (462,53 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των τριακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (848,81 € – 462,53 € = 386,28 €), β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2020 το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών [3.772,51 € Χ 2/25 = 301,80 € Χ 8,15 δεκαεννεαήμερα (155 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 2.459,67 €], έναντι του οποίου η εργοδότρια του έχει, όπως ο ενάγων συνομολογεί, καταβάλει χίλια πεντακόσια ενενήντα ευρώ και ένδεκα λεπτά (1.590,11 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των οκτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (2.459,67 € – 1.590,11 € = 869,56 €), γ] για αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2021 το χρηματικό ποσόν των χιλίων ογδόντα τριών ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών [3.772,51 € ÷ 2 = 1.886,26 € ÷ 15 = 125,75 € Χ 8,62 οκταήμερα (69 ημέρες ÷ 8) = 1.083,97 €], έναντι του οποίου η εργοδότρια του έχει, όπως συνομολογεί ο ενάγων, καταβάλει πεντακόσια πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (559,87 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των πεντακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και δέκα λεπτών (1.083.97 € – 559,87 € = 524,10 €) και δ) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2021 το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών [3.772,51€ Χ 2/25 = 301,80 € Χ 8,16 δεκαεννεαήμερα (155 ημέρες ναυτολόγησης ÷ 19) = 2.462,69 €], έναντι του οποίου η εργοδότρια του έχει, όπως ο ενάγων συνομολογεί, καταβάλει χίλια τριακόσια τριάντα δύο ευρώ και είκοσι λεπτά (1.332,20 €), με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των εννιακοσίων τριάντα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (2.462,69 € – 1.332,20 € = 930,49 €). Συνολικώς δε για την αιτία αυτή οφείλεται στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων δέκα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (386,28 € + 869,56 € + 524,10 € + 930,49 € = 2.710,43 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε στον ενάγοντα για την ίδια αιτία το υπέρτερο συνολικό χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (524,10 € + 1.124 € + 636,24 € + 1.674,94 € = 3.959,68 €), έσφαλε και πρέπει, αφού απορριφθεί ο συναφής δεύτερος λόγος της Β΄ έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών επανέφερε το αγωγικό του αίτημα, να εξαφανιστεί, κατά μερική παραδοχή του αντίστοιχου δεύτερου λόγου της Α΄ έφεσης, η εκκαλούμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της αυτό.
VΙ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00 – 07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του, το επίδομα άδειας (ΜονΕφΠειρ. 743/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονων γραμμών (ΜονΕφΠειρ. 673/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όχι, όμως, η μηνιαία αναλογία των εορταστικών επιδομάτων, καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των τακτικών μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (ΜονΕφΠειρ. 161/2024, ΜονΕφΠειρ. 423/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, βλ., όμως, αντιθέτως, ΜονΕφΠειρ. 435/2022, διαθέσιμη στην ίδιο Διαδικτυακό τόπο).
Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 25.7.2020 έως 30.8.2020 και από 17.7.2021 έως 4.9.2021, ως και στις 31.12.2020, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο BG εκτέλεσε δεκατέσσερα και μισό [14,5] εξπρές δρομολόγια και με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε αναγνωριστικώς στον ενάγοντα ως διαφορά της πρόσθετης αμοιβής του για την αιτία αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 33 της ΣΣΝΕ, το χρηματικό ποσόν των εννιακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (949,39 €), το οποίο προσδιόρισε με συνυπολογισμό του μέσου όρου της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας επί δώδεκα [12] και δεκαπέντε [15] ώρες ημερησίως κατά τα προαναφερθέντα. Το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης πλήττεται εκατέρωθεν με τον τρίτο λόγο εκάστης εφέσεως, με τον οποίο οι αντίδικοι υποστηρίζουν ότι η μέση αναλογία της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος ήταν μικρότερη ή μεγαλύτερη αυτής που δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ ο ενάγων παραπονείται και για τον πρόσθετο λόγο ότι η απαίτησή του έπρεπε να προσδιοριστεί με συνυπολογισμό και της αναλογίας του δώρου εορτών που δικαιούτο, στον οποίο η εκκαλουμένη δεν προέβη. Η τελευταία αυτή αιτίαση είναι νομικά αβάσιμη, καθόσον για τον προσδιορισμό της επίδικης πρόσθετης αμοιβής δεν συνυπολογίζεται η μέση αναλογία των εορταστικών επιδομάτων, όπως προαναφέρθηκε. Κατά τα λοιπά πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή του κατά το άρθρο 33 της ΣΣΝΕ και για τη συμμετοχή του στα ως άνω [14,5] δρομολόγια εξπρές, που δεν αμφισβητείται ότι πραγματοποίησε το πλοίο, το χρηματικό ποσόν των χιλίων οκτακοσίων είκοσι τριών ευρώ και τριάντα επτά λεπτών [(3.772,51 € Χ 1/30 =) 125,75 € Χ 14,5 δρομολόγια εξπρές = 1.823,37 €). Έναντι του ποσού αυτού έλαβε, όπως συνομολογεί, χίλια εξήντα δύο ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (1.062,19 €), με αποτέλεσμα να του οφείλονται ακόμα επτακόσια εξήντα ένα ευρώ και δεκαοκτώ λεπτά (1.823,37 € – 1.062,19 € = 761,18 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που του επιδίκασε για την αιτία αυτή υπέρτερο χρηματικό ποσό, συνυπολογίζοντας μεγαλύτερη της πραγματικής μέση αναλογία υπερωριακής αμοιβής, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βασίμως και η εναγόμενη ισχυρίζεται, οι δε συναφείς πλην όμως αντίθετοι ισχυρισμοί του ενάγοντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
VII. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§ 3)». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ερμηνευόμενων σύμφωνα με το σκοπό τους, η υποχρέωση του εργοδότη του ναυτικού να του χορηγεί άδεια διανυκτέρευσης εκτός του πλοίου δύο [2] φορές σε καθένα των μηνών από Οκτώβριο έως και Ιούνιο ανακύπτει για κάθε εξ αυτών μήνα πλήρους απασχόλησης του ναυτικού και όχι για κάθε μήνα κατά τον οποίο η ναυτολόγησή του δεν καλύπτει τριάντα [30] ημέρες, οπότε αρκεί και μία [1] άδεια.
Εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογήν των ιδίων διατάξεων η εναγόμενη είχε υποχρέωση να ρυθμίσει την υπηρεσία των απασχολούμενων στο πλοίο της ναυτικών, κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η δυνατότητα χορηγήσεως στον ενάγοντα δύο [2] αδειών διανυκτέρευσης εκτός του Ε/Γ – Ο/Γ BG σε καθέναν των μηνών Ιανουαρίου, Ιουνίου, Οκτωβρίου του έτους 2020, Μαΐου και Ιουνίου του έτους 2021, κατά τους οποίους αυτός ήταν ναυτολογημένος καθ’ όλη τη διάρκειά τους και μιας [1] άδειας κατά τους λοιπούς μήνες και, συγκεκριμένα, τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 2020 και του 2021, όπως προβλέπεται και κατά τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Δεκέμβριο του έτους 2020, Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο του έτους 2021, κατά τους οποίους ο ενάγων δεν ήταν ναυτολογημένος καθ’ όλη τη διάρκειά τους. Συνολικά, επομένως, η εναγόμενη όφειλε να χορηγήσει στον ενάγοντα είκοσι τρεις [23] άδειες διανυκτέρευσης ή, αν αυτό δεν ήταν εφικτό, να του καταβάλει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσόν των χιλίων διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών [(1.204,77 € ο μισθός ενέργειας του θαλαμηπόλου Χ 1/22 =) 54,76 € ανά μία [1] άδεια διανυκτέρευσης που δεν χορηγήθηκε Χ 23 διανυκτερεύσεις = 1.259,48 €). Από τις προαναφερθείσες αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του προκύπτει ότι στον ενάγοντα καταβλήθηκε ως «διανυκτερεύσεις» (δηλαδή ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτέρευσης) το χρηματικό ποσόν των εκατόν εννέα ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (109,52 €), που ισούται με την αποζημίωση δύο [2] διανυκτερεύσεων (54,76 € Χ 2 = 109,52 €) ανά καθέναν των μηνών Ιανουαρίου, Ιουνίου, Οκτωβρίου 2020, Μαΐου 2021 και Ιουνίου 2021 και το χρηματικό ποσόν των πενήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (54,76 €) ανά καθέναν των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου 2020 και Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2021, σε εξόφληση της σχετικής υποχρέωσης της εργοδότριας για τους μήνες αυτούς. Από δε το προαναφερθέν «αρχείο ωρών ανάπαυσης ναυτικών» του μηνός Σεπτεμβρίου 2020 προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε διανυκτέρευση στις 15 και στις 16 του μηνός εκείνου και για το λόγο αυτό δεν του καταβλήθηκε κατά τον ίδιο μήνα αποζημίωση, ενώ από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου προκύπτει ότι κατά τα Σάββατα του μηνός Δεκεμβρίου 2020, οπότε το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, κατά τα προαναφερθέντα, χορηγούνταν άδειες διανυκτέρευσης σε όλα τα μέλη του πληρώματος, που δεν είχαν οριστεί ως προσωπικό ασφαλείας, όπως δεν προκύπτει ότι συνέβη με τον ενάγοντα, με αποτέλεσμα να μην του οφείλεται αποζημίωση ούτε για το μήνα αυτό. Αντιθέτως, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι ο ενάγων έλαβε ανά μία [1] άδεια διανυκτέρευσης τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο 2020 και Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο 2021, με αποτέλεσμα να του οφείλεται ως αποζημίωση το χρηματικό ποσόν των τριακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (6 μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις Χ 54,76 € = 328,56 €), από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσόν των πενήντα τεσσάρων ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (54,22 €), που του καταβλήθηκε για την αιτία αυτή (ανά επτά ευρώ και δώδεκα λεπτών [7,12 €], για καθέναν των μηνών Φεβρουαρίου 2020, Νοεμβρίου 2020 και Οκτωβρίου 2021, ως και τριάντα δύο ευρώ και ογδόντα έξι ευρώ [32,86 €] το Μάρτιο 2020). Συνεπώς, για την ίδια αιτία ο ενάγων δικαιούται συνολικά διακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και τριάντα τέσσερα λεπτά (328,56 € – 54,22 € = 274.34 €). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο ως αβάσιμο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το σχετικό βάσιμο (και τελευταίο) πέμπτο λόγο της ένδικης Β΄ έφεσης.
VIII. Στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1993, § 58, σελ. 209). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ. §60, σελ. 212 επομ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, εφόσον προηγήθηκαν οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 244/2024, ΜονΕφΠειρ. 161/2024, ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η πρώτη σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος λύθηκε στις 2.2.2020 στο λιμένα του Πειραιώς λόγω λήψεως άδειας έως 2.3.2020, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο, δηλαδή κατόπιν αποδοχής από τον πλοίαρχο σχετικού αιτήματός του. Με την αγωγή του ο ενάγων υποστήριξε ότι στην πραγματικότητα η λύση της συμβάσεώς του τότε επήλθε κατόπιν καταγγελίας της από τον πλοίαρχο χωρίς δική του υπαιτιότητα, επειδή η δεύτερη εναγόμενη αρνήθηκε να τον επαναπροσλάβει μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος της άδειας που έλαβε και τούτο έπραξε μόνο κατόπιν οχλήσεών του και με μεγάλη καθυστέρηση στις 23.3.2020. Ο ισχυρισμός του είναι αβάσιμος. Πράγματι, όπως δεν αμφισβητείται, αποδεικνύεται άλλωστε από τα υπ’ αριθμ. …/02-20 και …./03-20 έντυπα σήματα του 1ου Δ.Θ.Σ. του Λιμενικού Σώματος, από τις 3.3.2020 το πλοίο BG είχε με διοικητική έγκριση διακόψει τα δρομολόγιά του, προκειμένου να υποβληθεί σε εργασίες ετήσιας συντήρησής του, η δε διακοπή αυτή διήρκεσε μέχρι τις 22.3.2020. Την επομένη (23.3.2020), η δεύτερη εναγόμενη επαναπροσέλαβε τον ενάγοντα. Επομένως, η απόλυσή του στις 2.2.2020 δεν υπέκρυπτε μονομερή καταγγελία της σύμβασής του, με αποτέλεσμα, αφού δεν είχε προσχηματικό χαρακτήρα, να μην υπάρχει εν προκειμένω έδαφος εφαρμογής των διατάξεων του ΚΙΝΔ που προαναφέρθηκαν. Άλλωστε, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιβεβαιώνεται με ασφάλεια ότι ο ενάγων όχλησε την εργοδότριά του κατά τον διάστημα της διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, αιτούμενος την επαναπρόσληψή του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, δεκτού καθισταμένου του συναφούς τέταρτου λόγου της Α΄ έφεσης, η εκκαλούμενη απόφασή του να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιό της, με το οποίο επιδικάστηκε στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων ογδόντα ενός ευρώ και εννέα λεπτών (2.081,09 €).
ΙΧ. Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και πιο πάνω υπό στοιχ. IV της παρούσας σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.).
Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της ένδικης Α΄ έφεσής της η εναγόμενη – εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας προηγήθηκε επανειλημμένη άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος περί ανυπαρξίας οικονομικών απαιτήσεών του κατ’ αυτής, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του, ενώ ουδέποτε την όχλησε για την εξόφλησή τους, αντιθέτως λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της και την αμοιβή του για την πέραν της νόμιμης υπερωριακή απασχόλησή του, παραλαμβάνοντας τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του χωρίς να διατυπώσει επ’ αυτών ποτέ οποιαδήποτε επιφύλαξη. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης ως νομικά αβάσιμο, ορθώς έκρινε και ο ερευνώμενος λόγος της Α΄ έφεσης είναι απορριπτέος.
Χ. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και δεδομένου ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, ΜονΕφΠειρ. 8/2024, ΜονΕφΘεσ. 174/2018, ΜονΕφΠειρ. 16/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 700/2011, ΕΝαυτΔ 2012/113), συμπεριλαμβανομένης της περί της επιβολής δικαστικών εξόδων διατάξεώς της και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και, κατά τις αγωγικές διακρίσεις, να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (9.259,89 €) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησής του (2.10.2021), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην καταβολή τριών χιλιάδων επτακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (2.710,43 € + 761,18 € + 274,34 € = 3.745,95 €) ως διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και αποζημίωσης λόγω μη χορηγήσεως αδειών διανυκτέρευσης, με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως άνω αφετήριο σημείο, εκτός από το χρηματικό ποσό των εννιακοσίων τριάντα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (930,49 €), που αντιστοιχεί στο επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2021 και είναι τοκοφόρο από 1.1.2022 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 48/2021, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Είναι αυτονόητο ότι το ευνοϊκό για τη δεύτερη εναγόμενη δεδικασμένο που εκλύει η παρούσα απόφαση ισχύει και για την απλή ομόδικό της (άρθρο 537 ΚΠολΔ), δηλαδή την πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία, που παρέλειψε την άσκηση δικής της εφέσεως εντός της νόμιμης προθεσμίας, της οποίας η παραμέληση δεν συνιστά αποδοχή της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΑΠ 31/2014, ΧρΙΔ 2014/452, ΑΠ 187/12007, Δ 2007/593), χωρίς για την επέκταση αυτή της ισχύος της, που επέρχεται ευθέως εκ του νόμου εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του (ΑΠ 1121/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), να απαιτείται η συμπερίληψη στην παρούσα σχετικής διατάξεως (ΑΠ 796/2021, ΑΠ 1841/2008, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1274/2008, ΝοΒ 2009/563, ΑΠ 213/1980, ΝοΒ 1980/1485).
ΧΙ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της Α΄ έφεσης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, πλέον τόκων, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.
ΧΙΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης της Β΄ έφεσης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων τις εφέσεις.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα ευρώ (250 €).
Δέχεται τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.
Υποχρεώνει την δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (9.259,89 €), με το νόμιμο τόκο από 3.10.2021.
Αναγνωρίζει ότι η δεύτερη εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων επτακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (3.745,95 €), με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 9 Οκτωβρίου 2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Οκτωβρίου 2024, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη Αναστασίου Αναστασίου, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ