ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αριθμός Απόφασης 479/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάννα Μπέη, Εφέτη, που ορίστηκε απ’ τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Ματσιώτα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ ………).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εδρεύουσας στη … Αττικής, οδός …………, ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», με ΑΦΜ ………., η οποία μετατράπηκε σε Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία (Ι.Κ.Ε.) με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «………» και εκπροσωπείται νόμιμα απ’ τη διαχειρίστρια και εκπρόσωπό της, …….., κάτοικο …., οδός ………., με ΑΦΜ ……., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Γιαγτζόγλου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ ….).
Η εκκαλούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 30-10-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……./2023 έφεσή της κατά της 3271/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ένδικη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και παραδεκτά κατ’ άρ. 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και την καταβολή του σχετικού παραβόλου (……….) κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, και εμπρόθεσμα (518 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού απ’ το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης. Η δε εκκαλουμένη δημοσιεύθηκε στις 2-10-2023 και η έφεση κατατέθηκε την 1η-11-2023, όπως προκύπτει απ’ την οικεία πράξη κατάθεσης. Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρ. 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην συνέχεια ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία όπως και πρωτοδίκως (535 ΚΠολΔ).
Με την από 26-9-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2022 ανακοπή της, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ζητά να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, η εκδοθείσα σε βάρος της υπ’ αριθμ. ………./2022 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 30.000 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τελευταίας, που αναγνωρίστηκε τελεσίδικα με την 3465/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, και να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ήταν καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο κατά τα άρθρα 633 παρ. 1, 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, δίκασε την ανακοπή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ και αφού έκανε δεκτό ότι η ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, την έκανε τυπικά δεκτή και την απέρριψε για ουσιαστικό λόγο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ηττηθείσα ανακόπτουσα με την ένδικη έφεσή της για κακή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να γίνει συνολικά δεκτή η ανακοπή της. Τέλος, ζητά να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική της δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ «Κατά τις διατάξεις των άρθρων 624 έως 636 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά και η απαίτηση, καθώς και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ή με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία εκδόθηκε μετά από ομολογία ή αποδοχή της αίτησης του οφειλέτη». Κατά την ορθή ερμηνεία της παραπάνω διάταξης, στην έννοια του δημοσίου εγγράφου περιλαμβάνεται και η τελεσίδικη δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την απαίτηση ή το οφειλόμενο ποσό, η οποία εκδόθηκε σε άλλη δίκη επί αγωγής του ζητούντος την έκδοση της διαταγής πληρωμής κατά του καθ’ ου πρόκειται να εκδοθεί αυτή. Έτσι, εκείνος που πέτυχε να εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση υπέρ αυτού, η οποία αναγνωρίζει τη χρηματική απαίτηση και αποτελεί δεδικασμένο στις μεταξύ αυτού και του αντιδίκου του σχέσεις (άρθρα 321, 325 αρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς την ύπαρξη της διαγνωσθείσας απαίτησης, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο για την αναγνωρισθείσα τελεσιδίκως απαίτησή του, να ζητήσει να εκδοθεί υπέρ αυτού διαταγή πληρωμής κατά τη διαδικασία των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ (ΑΠ 694/2022, ΑΠ 1347/2011, ΑΠ 665/2006, ΑΠ 448/2006, ΑΠ 124/2005, ΑΠ 1424/2004, ΕφΑθ 2649/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτή τη δυνατότητα την έχει ο δανειστής παράλληλα με τη δυνατότητα άσκησης καταψηφιστικής αγωγής και εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια ποια από τις δύο θα επιλέξει για την είσπραξη της απαίτησής του. Στην περίπτωση δε αυτή, που το έγγραφο από το οποίο αποδεικνύεται η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποτελεί τελεσίδικη αναγνωριστική δικαστική απόφαση, που εκδόθηκε μεταξύ του αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής και του καθ’ ου αυτή η αίτηση ως διαδίκων, είναι απαράδεκτη η αμφισβήτηση με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής της ύπαρξης και της έκτασης της χρηματικής απαίτησης, όσον αφορά την πραγματική, αλλά και τη νομική της υπόσταση, διότι αυτά τα ζητήματα, όπως και τα τυχόν δικονομικά ζητήματα (π.χ. το ορισμένο της απαίτησης) που κρίθηκαν οριστικά, καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ. Επίσης, το δεδικασμένο εκτείνεται και στις ενστάσεις που προτάθηκαν κατά της απαίτησης του δανειστή κατά τη δίκη επί της αναγνωριστικής αγωγής του, καθώς και σε εκείνες που θα μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, με εξαίρεση αυτών που προβλέπονται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 330 ΚΠολΔ, όπως εκτείνεται και στα παρεμπιπτόντως κριθέντα ζητήματα, που αποτελούσαν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, υπό την προϋπόθεση του άρθρου 331 ΚΠολΔ. Το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 332 ΚΠολΔ) και επομένως λόγοι ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, που αναφέρονται σε όλα τα παραπάνω ζητήματα επί των οποίων εκτείνεται το δεδικασμένο, απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, όταν η χρηματική απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής έχει αναγνωρισθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τότε δεν μπορεί λόγω του δεδικασμένου να αμφισβητηθεί η ύπαρξή της με ανακοπή κατά της εκδοθείσας διαταγής πληρωμής (ΕφΑιγ 23/2019, ΕφΛαρ 123/2013, ΕφΠειρ 1071/1998, ΠΠΑ 1625/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο παρ. 19 σελ. 223).
Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, που νόμιμα και εμπρόθεσμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς, όμως, κάποιο από αυτά να παραληφθεί κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, και δίχως η ρητή αναφορά ορισμένων εξ αυτών να τους προσδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά έγγραφα (ΑΠ 1628/2003, ΕλλΔνη 2004, 723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από όσα οι διάδικοι εκθέτουν στις έγγραφες προτάσεις τους, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (ενάγουσα) κατά της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας, του ………., της ………….., του …………. και του ……….. (εναγομένων) την από 20-11-2017 με αρ. κατ. …………/20-11-2017 αγωγή, με την οποία ισχυριζόμενη ότι με το από 15-10-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας συμφωνήθηκε να προμηθεύει την πρώτη εναγομένη με εμπορεύματά της, τα οποία θα πωλούνταν σε συγκεκριμένα καταστήματά της (της πρώτης εναγομένης) στο εμπορικό κέντρο «…………» για λογαριασμό της ενάγουσας με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιέχονταν στο άνω δικόγραφο. Ότι η μεταξύ τους συνεργασία επεκτάθηκε και σε άλλο κατάστημα που διατηρούσε η πρώτη εναγομένη στο εκπτωτικό εμπορικό κέντρο «………..», πλην, όμως, απ’ τον Ιούνιο του 2017 η πρώτη εναγομένη αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν α) οφειλές της ύψους 346.824,96 ευρώ με βάση τη μηνιαία εκκαθάριση των μεταξύ τους λογαριασμών για το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 2015 έως και τον Ιούνιο του 2017 απ’ την προμήθεια εμπορευμάτων στα καταστήματα της πρώτης εναγομένης στο εμπορικό κέντρο «……..» και β) οφειλές της ύψους 229.835,65 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 22-9-2015 έως 19-10-2017 απ’ την προμήθεια εμπορευμάτων στο κατάστημα της πρώτης εναγομένης στο εμπορικό κέντρο «…………», τις οποίες η εναγομένη αρνείτο παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της να καταβάλει. Ότι, πέραν των ανωτέρω, η πρώτη εναγομένη παρακράτησε παράνομα και ιδιοποιήθηκε το ποσό των 346.824,96 ευρώ, ευθυνομένων για τούτο και των νομίμων εκπροσώπων της και μελών του ΔΣ αυτής, λοιπών εναγομένων. Με βάση το ιστορικό αυτό, μετά από παραδεκτή μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που περιλήφθηκε στις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωριστεί α) ότι άπαντες οι εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 346.824,96 ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη επίδοσης της αγωγής και β) ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 229.835,65 ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη επίδοσης της αγωγής. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 3465/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως προς τους 2ο, 3η, 4ο και 5ο των εναγομένων ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης αυτών κατά το μέρος που θεμελιωνόταν στη σύμβαση, και λόγω αοριστίας κατά το μέρος που θεμελιωνόταν στην αδικοπραξία, και έγινε δεκτή κατά τα λοιπά ως προς την πρώτη εναγομένη, η οποία αναγνώρισε ότι οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα τον ποσό των 576.660,61 ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη της επίδοσης της αγωγής, αφού, κατά το σκεπτικό της απόφασης, αποδείχθηκε ότι υπήρχε εμπορική συνεργασία μεταξύ των αντίδικων πλευρών με την υπογραφή του από 15-10-2013 ιδιωτικού συμφωνητικού, η οποία αρχικά εξελίχθηκε ομαλά, πλην, όμως, απ’ το μήνα Αύγουστο του 2015 και εντεύθεν άρχισαν να δημιουργούνται διάφορα προβλήματα, που συνίσταντο στην αδυναμία της πρώτης εναγομένης να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις, που απέρρεαν τόσο απ’ το από 15-10-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό όσο και από τη μετέπειτα προφορική συμφωνία που επέκτεινε τη συνεργασία μεταξύ των διαδίκων και ότι, παρά τις διαπραγματεύσεις των μερών για εξεύρεση λύσης, αυτή δεν κατέστη εφικτή, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να κοινοποιήσει στις 8-11-2017 στην πρώτη εναγομένη την από 30-10-2017 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία-πρόσκληση, με την οποία κατήγγειλε το από 15-10-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό. Στα πλαίσια της επίμαχης δίκης, η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε ότι ζημιώθηκε από τη συνεργασία της με την ενάγουσα, επικαλούμενη ότι μεταξύ τους είχε συμφωνηθεί να ανέρχονται ετησίως οι πωλήσεις σε 5.000 ευρώ ανά τ.μ. χρήσης του καταστήματος και ότι αυτές τελικά δεν υπερέβησαν ούτε το ποσό των 3.000 ευρώ ανά τ.μ., ότι η ενάγουσα με την πάροδο του χρόνου επεκτάθηκε εντός του καταστήματός της χρησιμοποιώντας περισσότερα τετραγωνικά μέτρα και ότι μετά τη συμβατική λήξη η ενάγουσα συνέχισε να της καταβάλει ως αμοιβή της το συμφωνηθέν ποσοστό 30% επί των πωλήσεων, παρά το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη επανειλημμένα είχε διαμαρτυρηθεί ζητώντας την αναπροσαρμογή της αμοιβής της σε ποσοστό 40% επί των πωλήσεων. Επικαλούμενη τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε ότι ζημιώθηκε με το ποσό των 243.513,77 ευρώ από υπαιτιότητα της ενάγουσας, προς απόδειξη δε των ισχυρισμών της επικαλέστηκε και προσκόμισε στο άνω δικαστήριο την από 12-1-2018 έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή …….., η οποία στο συμπέρασμά της βεβαιώνει ότι το ποσό της ζημίας απ’ την επίμαχη συνεργασία ανέρχεται στο ύψος των 243.513,77 ευρώ και για τα δύο καταστήματα της πρώτης εναγομένης, ότι οι συσσωρευμένες ζημίες από 1-1-2014 έως 30-9-2017 για το υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης «……..» στο εμπορικό κέντρο «…………» ανέρχονται στο συνολικό ποσό του 1.106.448,57 ευρώ και για το υποκατάστημα αυτής «……..» στο εκπτωτικό χωριό “……….” στο συνολικό ποσό των 235.976,43 ευρώ και ότι στις ανωτέρω αναφερόμενες ζημίες αντιστοιχεί ως ζημία το ποσό των 186.780,98 ευρώ κι εκείνο των 56.732,79 ευρώ από τη συνεργασία της πρώτης εναγομένης με την ενάγουσα. Επί των ισχυρισμών αυτών της πρώτης εναγομένης εκείνο το δικαστήριο έκρινε ότι απ’ τις διαπιστώσεις της άνω έκθεσης δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα ότι η μερικότερη ζημία της πρώτης εναγομένης από την συνεργασία οφείλεται σε υπαιτιότητα της ενάγουσας, δεδομένου ότι η συνολική δραστηριότητα της πρώτης εναγομένης για την ανωτέρω χρονική περίοδο ήταν ζημιογόνος ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη η επικαλούμενη ζημία της απ’ τη συνεργασία της με την ενάγουσα καθώς και ότι η ζημία που επικαλέστηκε η πρώτη εναγομένη οφειλόταν πιθανότατα σε τυχόν δικές της άστοχες επιχειρηματικές κινήσεις και όχι στην επικαλούμενη αντισυμβατική συμπεριφορά της ενάγουσας, λαμβανομένου υπόψη ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί της πρώτης εναγομένης περί ειδικότερης συμφωνίας σε σχέση με τις πωλήσεις ανά τ.μ. χρήσης των καταστημάτων της και της κατάληψης κατ’ έτος όλο αι περισσότερων τ.μ. εντός των καταστημάτων της, δεν αποδείχθηκαν, καθόσον το από 1-10-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας περιλαμβάνει αναλυτικούς όρους περί της επίδικης συνεργασίας και σε περίπτωση αναδιαμόρφωσης της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας μια τόσο ουσιώδης διαφοροποίηση θα αποτυπωνόταν εγγράφως, γεγονός που όχι μόνο δεν έγινε ποτέ αλλά και δεν περιλήφθηκε στη μεταξύ των διαδίκων ανταλλαγή εξωδίκων δηλώσεων, καθώς η πρώτη εναγομένη επικαλέστηκε τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για πρώτη φορά στο άνω δικαστήριο, πέραν του ότι δεν είχαν τεθεί υπόψη ούτε του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή, που συνέταξε την σχετική από 12-1-2018 έκθεση. Επιπλέον, η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε κατά την εκδίκαση της άνω αγωγής σε βάρος της, ότι η άσκηση αυτής ήταν καταχρηστική κατ’ άρ. 281 ΑΚ, επικαλούμενη ότι, αν και είχε συμφωνηθεί προφορικά με την ενάγουσα να διευθετηθεί το χρέος της και να καταβληθεί τμηματικά και σε δόσεις, η τελευταία εντελώς αυθαίρετα, άκαιρα και άνευ σπουδαίου λόγου κατήγγειλε το μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό και διέκοψε τη συνεργασία τους. Την ένσταση αυτή της πρώτης εναγομένης, το Δικαστήριο την απέρριψε ως ουσία αβάσιμη, διότι αφενός μεν έκρινε ότι η καταγγελία δεν ήταν άκαιρη και άνευ σπουδαίου λόγου, αφού η ίδια η πρώτη εναγομένη συνομολογούσε την ύπαρξη της οφειλής και άρα την αθέτηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, αφετέρου δε μεταξύ των διαδίκων ουδεμία συμφωνία περί διευθέτησης του χρέους είχε γίνει, όπως αναληθώς ισχυριζόταν η πρώτη εναγομένη, παρά μόνο προτάσεις για τη ρύθμιση των οφειλών με τις από 2-11-2017 και 9-11-2017 εξώδικες δηλώσεις της (της πρώτης εναγομένης), τις οποίες η ενάγουσα είχε κάθε δικαίωμα να μην αποδεχθεί μετά τη στάθμιση των επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων της, επιλέγοντας να ακολουθήσει τη δικαστική οδό για την καταβολή των οφειλόμενων απ’ την πρώτη εναγομένη με την άσκηση της εν λόγω αγωγής, δικαίωμα που εντάσσεται στο πλαίσιο της αξιοποίησης εκείνων των δικονομικών βοηθημάτων που της παρέχει η νομοθεσία για την προστασία της και σε καμία περίπτωση δεν καθιστά την αγωγή καταχρηστική. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν εφέσεις τόσο η ενάγουσα όσο και η πρώτη εναγομένη και συγκεκριμένα η ενάγουσα άσκησε την από 2-11-2018 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…., …/…., …./2018 έφεσή της και η πρώτη εναγομένη την από 15-11-2018 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…,…/…,…./2018 έφεσή της. Ειδικά και όσον αφορά στην έφεση της πρώτης εναγομένης, η τελευταία παραπονιόταν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της περί της προκληθείσας απ’ την ενάγουσα ζημίας, όπως και την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ’ άρ. 281 ΑΚ. Συγκεκριμένα, η πρώτη εναγομένη με τον πρώτο λόγο της έφεσής επανέλαβε ότι ζημιώθηκε απ’ τη συνεργασία της με την ενάγουσα, επικαλούμενη τα αυτά πραγματικά περιστατικά, ως πρωτοδίκως, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού της επικαλέστηκε και προσκόμισε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο την από 12-1-2018 έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή, …………., και με το δεύτερο λόγο της έφεσης ότι αν και είχε συμφωνηθεί προφορικά με την ενάγουσα να διευθετηθεί το χρέος της και να καταβληθεί τμηματικά και σε δόσεις, η τελευταία εντελώς αυθαίρετα, άκαιρα και άνευ σπουδαίου λόγου κατήγγειλε το μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό και διέκοψε τη συνεργασία τους. Επί των ασκηθεισών εφέσεων εκδόθηκε η 2904/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε αμφότερους τους λόγους έφεσης της πρώτης εναγομένης-εκκαλούσας ως αβάσιμους στην ουσία τους, όπως και την έφεσή της στο σύνολό της, δεχόμενο τα αυτά πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με τη συμπλήρωση σε ό,τι αφορά στον πρώτο λόγο έφεσης της πρώτης εναγομένης – εκκαλούσας, ότι η ύπαρξη ενός τόσο ελάχιστου ετήσιου ύψους πωλήσεων ανά τ.μ. και η αύξηση του ποσοστού της προμήθειας που εισέπραττε η πρώτη εναγομένη απ’ την πώληση εμπορευμάτων της ενάγουσας στο εμπορικό κέντρο «………..» από 30% σε 35% συζητήθηκαν μεν μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων των διάδικων εταιριών στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων, που έλαβαν χώρα απ’ το καλοκαίρι του 2017 και μετέπειτα μέχρι την καταγγελία της από 15-10-2013 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας, που έλαβε χώρα το Νοέμβριο του 2017, προκειμένου να βρεθεί μια λύση και να μπορέσει η πρώτη εναγομένη να αποπληρώσει τις μέχρι τότε υπάρχουσες οφειλές της προς την ενάγουσα, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα, αφού οι ως άνω διαπραγματεύσεις δεν ευοδώθηκαν και τα παραπάνω δεν αποτέλεσαν περιεχόμενο της μεταξύ τους συμφωνίας. Μετά την τελεσιδικία της 3465/2018 αναγνωριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της …./2022 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σε βάρος της πρώτης εναγομένης, με την οποία η τελευταία υποχρεώθηκε να της καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη επίδοσης προς αυτή της από 20-11-2017 με αρ. κατ. …/…../20-11-2017 αγωγής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έγινε τελεσίδικα δεκτή, ήτοι από 22-11-2017 έως την ολοσχερή εξόφληση. Το εν λόγω ποσό των 30.000 ευρώ αποτελεί κατά την αρχή της διαθέσεως που καθιερώνει το άρ. 106 ΚΠολΔ, μέρος της μίας εκ των δύο (2) ληξιπρόθεσμων, βεβαίων, εκκαθαρισμένων και τελεσιδίκως αναγνωρισμένων απαιτήσεων της ενάγουσας σε βάρος της πρώτης εναγομένης με την 3465/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δη της ανερχόμενης στο συνολικό ποσό των 229.835,65 ευρώ, το ποσό δε αυτό βάσιμα αιτήθηκε η ενάγουσα με την αίτησή της για την έκδοση της άνω διαταγής πληρωμής, επιφυλλασσόμενη του δικαιώματός της να ζητήσει μελλοντικά την καταβολή του υπολοίπου μέρους της απαίτησής της, μετά των νομίμων αυτού τόκων, καθώς και του ποσού της άλλης ως άνω τελεσιδίκως αναγνωρισθείσας απαίτησής της κατά της πρώτης εναγομένης εκ ποσού 346.824,96 ευρώ. Κατά της εκδοθείσας ……./2022 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς πρωτοδικείου Πειραιά, η πρώτη εναγομένη, καθ’ ης η διαταγή πληρωμής, άσκησε την ένδικη ανακοπή της, με την οποία, με το μοναδικό λόγο ανακοπής, αφού εκθέτει το περιεχόμενο της από 15-1-2013 εμπορικής συμφωνίας της με την αντίδικό της, καθ’ ης η ανακοπή, ισχυρίζεται ότι η τελευταία αφενός μεν της προκάλεσε από το έτος 2013 μέχρι και το Σεπτέμβριο του 2017, από υπαιτιότητά της ζημία συνολικού ύψους 243.513,77 ευρώ, όπως αποδεικνύεται απ’ την από 12-1-2018 έκθεση του Ορκωτού Ελεγκτή Λογιστή … ……, αφετέρου δε ότι παραβίασε την από Ιούλιο 2017 προφορική συμφωνία αποπληρωμής της οφειλής της ύψους 368.000 ευρώ και προέβη καταχρηστικά με την από 8-11-2017 εξώδικη δήλωση σε άκαιρη και αναίτια εξώδικη καταγγελία της σύμβασης εμπορικής συμφωνίας, την οποία της επέδωσε στις 12-11-2017, ήτοι σε περίοδο επίσημων εκπτώσεων και προ των εορτών των Χριστουγέννων, που είναι ιδιαίτερα εμπορική περίοδος. Επίσης, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι έχει ασκήσει κατά της καθ’ ης η ανακοπή την με αρ. κατ. …../2018 αγωγή, με την οποία ζητά να αναγνωριστεί ότι η τελευταία της οφείλει εις ολόκληρον με τον ομόρρυθμο εταίρο της το ποσό των 883.030,29 ευρώ εξ αδικοπραξίας ως αποζημίωση για την προκληθείσα σ’ αυτή ζημία και για την άκαιρη καταγγελία της εμπορικής τους συμφωνίας. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, όμως, εμπίπτει στα όρια του δεδικασμένου, καθόσον με την 3465/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε τελεσίδικα η ύπαρξη της απαίτησης της ενάγουσας και ήδη καθ’ ης η ανακοπή και το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής συνεργασίας των αντίδικων μερών απ’ αυτή (την καθ’ ης η ανακοπή), μετά την ουσιαστική απόρριψη των ισχυρισμών της ανακόπτουσας για την προκληθείσα σ’ αυτή εξ υπαιτιότητας της καθ’ ης ζημίας και η ένσταση καταχρηστικότητας κατ’ άρ. 281 ΑΚ της γενόμενης καταγγελίας της σύμβασης, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτέθηκαν παραπάνω. Απ’ αυτή την τελεσίδικη κρίση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την 3465/2018 απόφασή του, παράγεται, επομένως, δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη της εν λόγω έννομης σχέσης, την απαίτηση και την εγκυρότητα της γενόμενης καταγγελίας, κατ’ άρ. 330, 331 ΚΠολΔ, όπως κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορρίπτοντας την ανακοπή της ανακόπτουσας. Τέλος, όσον αφορά στον ισχυρισμό της τελευταίας, που επαναφέρεται με το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου έφεσης, περί άσκησης από 29-1-2018 με ειδ. αρ. κατ. ……/2018 αγωγής της, με την οποία αιτείται να αναγνωριστεί η υποχρέωση της καθ’ ης η ανακοπή και του ομορρύθμου εταίρου της να της καταβάλουν ως αποζημίωση το ποσό των 883.030,29 ευρώ λόγω της γενόμενης βάρος της αδικοπραξίας και δη για την προκληθείσα ζημία εξ υπαιτιότητάς της το ποσό των 243.513,77 ευρώ και για την παράνομη καταγγελία της σύμβασης το ποσό των 639.516,52 ευρώ, πλέον του ποσού των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, αποδείχθηκε ότι επί της αγωγής της αυτής εκδόθηκε η 1415/2020 οριστική απορριπτική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της οποίας δεν προκύπτει η τελεσιδικία, ώστε να κριθεί το παραγόμενο απ’ αυτή δεδικασμένο, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορριπτομένου και του σκέλους αυτού του μοναδικού λόγου της έφεσης. Κατόπιν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει η εκκαλούσα να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας της (άρθρα 183, 176, 191 § 2ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό μέρος.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατ’ ουσία.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 8-10-2024
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 8-10-2024 με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αναχώρησης της Εφέτη, Μαριάννας Μπέη, αποτελούμενη απ’ την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, Φεβρωνία Τσερκέζογλου Πρόεδρο Εφετών, και με την ίδια Γραμματέα, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ