ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αριθμός Απόφασης 478/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάννα Μπέη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ……….., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Γεωργίου Σταματογιάννη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (ΑΜ ΔΣΠ ……..).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ……………. κατά την εκφώνηση του ονόματος του οποίου εμφανίστηκε ο δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Πλάτωνας Τσουλουφάς (ΑΜ ΔΣΑ …..), ο οποίος δήλωσε ότι ο ανωτέρω απεβίωσε μετά την άσκηση της έφεσης και ότι τη δίκη συνεχίζει η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, θυγατέρα του, ……….., 2η εφεσίβλητη, καθολική του διάδοχος και 2) ………….., που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου της δικηγόρου Πλάτωνα Τσουλουφά του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (AM ΔΣΑ ……).
Η εκκαλούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 1-7-2020 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2020 έφεσή της κατά της 4251/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2022, και, εγγραφείσα στο πινάκιο, προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 20ης-10-2022, μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 16ης-11-2023 και μετά από νέα αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 286 και 287 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, η εκκρεμής δίκη διακόπτεται όταν αποβιώσει κάποιος από τους διαδίκους. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση στον αντίδικο του αποβιώσαντος του λόγου της διακοπής (θανάτου) από τους κληρονόμους του, που έχουν δικαίωμα να επαναλάβουν τη δίκη (άρθρο 287 ΚΠολΔ) (ΑΠ 1228/2005 ΕΕΝ 2006.465, ΕφΛαρ 691/2007 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΑΘ 4093/1998 Αρμ 2000.70). Εξάλλου, η γνωστοποίηση του λόγου διακοπής γίνεται με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης από εκείνον, που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή από εκείνον που μέχρι τη στιγμή της επέλευσης του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος διαδίκου (ΑΠ 65/2006 Δ 2006.543, ΑΠ 870/2006 Δ 2006.1319, ΑΠ 1420/2005 ΕλλΔνη 2006.125). Η γνωστοποίηση δεν είναι έγκυρη όταν γίνεται με τις προτάσεις, αφού αυτές δεν επιδίδονται, κατά την κρατούσα άποψη (ΑΠ 1240/2011 ΝοΒ 2012.654, ΑΠ 243/2010 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 1257/2008 ΝοΒ 2009.1384, ΑΠ 826/2005 ΕλλΔνη 2006.125, ΑΠ 52/1999 ΕλλΔνη 1999.594), υπιστηριζόμενης, όμως, και της αντίθετης άποψης (Ν. Παϊσίδου, Η διακοπή και η επανάληψη της δίκης κατά τον ΚΠολΔ, σ. 274, 275). Η γνωστοποίηση του λόγου διακοπής της δίκης, η οποία αποτελεί όρο για την επέλευση της διακοπής της, αν δεν γίνει κατά τον διαγραφόμενο από την διάταξη του άρθρου 287 ΚΠολΔ τύπο και από τα προς τούτο δικαιούμενα πρόσωπα, δεν επιφέρει διακοπή της δίκης (ΑΠ 1420/2006, ΕφΑθ 3533/1993 ΑρχΝ 1994.415), η οποία συνεχίζεται στο πρόσωπο του αρχικού διαδίκου, στο οποίο επήλθε η διακοπή (Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Β`. άρθρ. 287, αριθ. 4, Κ. Μακρίδου στην ΕρμΚΠολΔ των Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, τόμ. I, άρθρ. 287, αριθ. 1, ΑΠ 1228/2005, ΕφΠειρ 219/2013, δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την εκφώνηση του ονόματος του πρώτου εφεσίβλητου, ……., στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 20ης-10-2022 εμφανίστηκε ο δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Γεώργιος Τσουλούφας, και δήλωσε ότι ο εν λόγω διάδικος απεβίωσε και ότι τη δίκη συνεχίζει η θυγατέρα του, ………., ως μοναδική κληρονόμος του, όπως προκύπτει απ’ τα με αρ. …../20-10-2022 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου. Τα ίδια επανέλαβε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος – πρώτου εφεσίβλητου, Πλάτων Τσουλούφας, κατά την εκφώνηση του ονόματος αυτού στην επόμενη, μετά από αναβολή, ορισθείσα δικάσιμο της 16ης-11-2023. Τέλος, κατά την εκφώνηση του ονόματος του πρώτου εφεσίβλητου κατά την ορισθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, εμφανίστηκε ο αναγραφόμενος στο προεισαγωγικό τμήμα της παρούσας πληρεξούσιος δικηγόρος, Πλάτων Τσουλούφας, και δήλωσε ότι ο εν λόγω διάδικος απεβίωσε μετά την άσκηση της ένδικης έφεσης και ότι τη δίκη συνεχίζει η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος του, θυγατέρα του, δεύτερη εφεσίβλητη, την οποία και εκπροσωπεί. Προς απόδειξη δε της νομιμοποίησής της στην παρούσα δίκη, η εν λόγω διάδοχος προσκόμισε μετ’ επικλήσεως την υπ’ αριθ. …./7-10-2021 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου Σπετσών, απ’ την οποία προκύπτει ο θάνατος του ………., αρχικού εφεσίβλητου στις 17-8-2021, ήτοι μετά την κατάθεση της ένδικης έφεσης, που έλαβε χώρα την 1η -7-2020, όπως προκύπτει κατά την οικεία πράξη κατάθεσης και το υπ’ αριθ. πρωτ. ……/2-9-2021 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Σπετσών, από το οποίο προκύπτει ότι τυγχάνει μοναδική πλησιέστερη συγγενής του ανωτέρω, κατά τον χρόνο του θανάτου του. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η εναγομένη και πλέον εκκαλούσα συνομολογεί τη διαδοχή αυτή (261 ΚΠολΔ), μη αμφισβητώντας τη και απευθύνοντας τις προτάσεις της κατά αυτής (ΑΠΟλ 17/1987, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), νομίμως συνεχίζεται η δίκη ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο απ’ την δεύτερη εφεσίβλητη, καθολική του διάδοχο.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 520, 527 και 528 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης από τον ερήμην δικασθέντα σε πρώτο βαθμό διάδικο επιφέρει, χωρίς έρευνα των επιμέρους λόγων της, εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης εντός των καθοριζομένων από την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους ορίων (ΑΠ 635/2020, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 829/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 446/2007 ΝοΒ 56 138, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 46 1100, ΕφΑΘ 534/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει με τις προτάσεις του όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα είχε τη δυνατότητα να προβάλει πρωτοδίκως, μη υποκείμενος στους περιορισμούς της διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 446/2007 όπ. π., ΕφΑΘ 5950/2004 ΕλλΔνη 46 867, Μ. Μαργαρίτης – Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, Τ. I, 21 έκδ., 2018, υπό το άρθρο 528, αριθ. 6, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, Ερμηνεία -Νομολογία – Βιβλιογραφία – Ειδικές διατάξεις, 2015, υπό το άρθρο 528, αριθ. 2048).
Με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα στρέφεται κατά της 4251/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην της ως εναγομένης επί της από 3-3-2015 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2015 αγωγής του ενάγοντος και πρώτου εφεσίβλητου εναντίον της, κατά την τακτική διαδικασία. Η ένδικη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και παραδεκτά με την κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 1η-7-2020, όπως προκύπτει απ’ την οικεία έκθεση κατάθεσης δικογράφου της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιά, κατ’ άρ. 495 παρ. 1, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ, και την καταβολή του προβλεπόμενου παραβόλου (e-paravolo …………./2020) κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 2-6-2020, όπως προκύπτει απ’ τη σφραγίδα της δικαστικής επιμελήτριας ……….. στο επιδοθέν στην εκκαλούσα αντίγραφο αυτής, που προσκομίζει η τελευταία. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση εντός των τιθεμένων από τους λόγους έφεσης ορίων ως προς όλες τις διατάξεις της, να κρατηθεί η υπόθεση και να χωρήσει αναδίκαση αυτής από το παρόν Δικαστήριο σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Μετά δε την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης, πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα το παράβολο που έχει καταβληθεί κατά την κατάθεση της έφεσης σύμφωνα με την από 1-7-2020 έκθεση κατάθεσής της. Λόγω δε της κατάθεσης της ένδικης έφεσης μετά την 1η-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, υπό το νέο ισχύον δίκαιο μετά το Ν. 4335/2015, οι προτάσεις κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησης και η προσθήκη εντός τριημέρου. Απ’ την επισκόπηση δε των προτάσεων που κατέθεσαν τόσο η εκκαλούσα όσο και η δεύτερη εφεσίβλητη, προκύπτει ότι αυτές κατατέθηκαν εμπρόθεσμα στην άνω προβλεπόμενη προθεσμία, με συνέπεια την προσήκουσα παράστασή τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 806-809 ΑΚ και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής απόδοσής του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί απόδοσης άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητας και ποσότητας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής απόδοσης του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 992/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 847/2009 ΝΟΜΟΣ). Ο σκοπός δε χρησιμοποίησης του δανείσματος και δη με εξουσία ανάλωσής του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός, για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία (ΑΠ 1802/2007 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, δεν είναι αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, όπως και ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό κλπ (ΑΠ 889/2010, ΑΠ 663/2010, ΕφΘεσ 2253/2014, ΜονΕφΠειρ 430/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 291 και 292 παρ. 1 ΑΚ, καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 5422/ 1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι, όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 01.01.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα εξόφλησης όχι δε και κατά τον χρόνο της λήξης ή κάποιον άλλο χρόνο. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της πληρωμής, χωρίς να έχει υποχρέωση να καθορίσει την ισοτιμία κατά το χρόνο αυτό, που του είναι άλλωστε άγνωστη. Αντίστοιχα και το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της αγωγής και την επιδίκαση της απαίτησης, δεν διατάσσει απόδειξη για την ισοτιμία, αλλά υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει στο δανειστή το σε ευρώ ισάξιο του ξένου νομίσματος με βάση την τρέχουσα τιμή τούτου στον τόπο και κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, που γίνεται προς εξόφληση της οφειλής, είτε εκουσίως είτε κατόπιν αναγκαστικής εκτέλεσης του, αφορώντος την σε αλλοδαπό νόμισμα οφειλή, εκτελεστού τίτλου, η δε με τον τρόπο αυτό προσδιοριζόμενη απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και εγκύρως χωρεί γι’ αυτή αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως, η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση ξένου νομίσματος ως οφειλή από σύμβαση, είναι μη νόμιμη, αν δεν ζητείται το ισάξιο αυτού σε ευρώ, κατά το χρόνο της πραγματικής πληρωμής, που γίνεται προς εξόφληση της οφειλής. Το αίτημα δε της αγωγής αυτής, περί επιδίκασης του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ με την κατά το χρόνο της οφειλής συναλλαγματική ισοτιμία των νομισμάτων, δεν είναι “μείζον” και δεν νοείται, ως εκ τούτου, ότι συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτό, ως “έλασσον”, το αίτημα περί επιδίκασης του αλλοδαπού νομίσματος με βάση την ισοτιμία του, με το ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής. Και τούτο, διότι, ενόψει της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού και του αλλοδαπού νομίσματος, η αξία του τελευταίου σε ευρώ μπορεί κατά το πρώτο χρονικό σημείο (οφειλής) να είναι όχι μόνο μεγαλύτερη αλλά και μικρότερη απ` ό,τι κατά το δεύτερο χρονικό σημείο (της πληρωμής), με συνέπεια, στην τελευταία περίπτωση, να μεταπίπτει το κρίσιμο αίτημα από “μείζον” σε “έλασσον” (ΑΠ 208/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 497/2021, ΑΠ 885/2019, ΑΠ 537/2016).
Με την από 3-3-2015 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2015 αγωγή του ο ενάγων και πρώτος εφεσίβλητος εξέθεσε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 19-11-2010 έως και 22-3-2012 με διαδοχικές συμβάσεις δανείου που σύναψε με την εναγομένη, της μεταβίβασε κατά κυριότητα χρήματα συνολικού ποσού 153.660 ευρώ, όπως επιμερίζεται το κάθε επιμέρους ποσό στο δικόγραφο, προκειμένου η τελευταία να τακτοποιήσει φορολογικές, πολεοδομικές και άλλες εκκρεμότητες που είχε, με την ανάληψη της υποχρέωσης να του τα επιστρέψει το αργότερο μέχρι τον Οκτώβριο του 2013, πράγμα που όμως δεν έγινε. Ότι τον Οκτώβριο του 2013, με νέα δανειακή σύμβαση που συνήφθη ανάμεσά τους, ο ενάγων μεταβίβασε στην εναγομένη κατά κυριότητα εκατό (100) χρυσές λίρες Αγγλίας τύπου «Ελισσάβετ 1973 και προγενεστέρων ετών», αξίας εκάστης 219,28 ευρώ (αγορά) και 264,55 ευρώ (πώληση) στις 10-10-2013, η δε εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να του επιστρέψει μέχρι τις 30-12-2013 είτε 100 χρυσές λίρες Αγγλίας είτε το ισότιμο 100 χρυσών λιρών Αγγλίας του ιδίου τύπου, μαζί με το ποσό των 153.660 ευρώ. Ότι στις 30-12-2013 η αξία της κάθε λίρας Αγγλίας του άνω τύπου ανερχόταν σε 198,68 ευρώ (αγορά) και 239,79 ευρώ (πώληση). Ότι επειδή η εναγομένη, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, δεν του επέστρεψε κατά τα συμφωνηθέντα ούτε το χρηματικό ποσό των 153.660 ευρώ ούτε τις χρυσές λίρες Αγγλίας ή το ισότιμο αυτών, με την από 1-12-2014 εξώδικη διαμαρτυρία που της επέδωσε, κατήγγειλε τη δανειακή σύμβαση και ζήτησε να του επιστρέψει η εναγομένη το άνω χρηματικό ποσό και τις 100 χρυσές λίρες Αγγλίας ή το ισόποσο σε ευρώ, το οποίο προσδιόρισε κατά το χρόνο εκείνο σε 22.000 ευρώ, εντός τριάντα ημερών, πλην, όμως, δίχως αποτέλεσμα. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ο ενάγων ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις νομίμως κατατεθείσες πρωτόδικες προτάσεις του (294, 295, 297 ΚΠολΔ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης α) να του καταβάλει το ποσό των 153.660 ευρώ νομιμότοκα από την πάροδο μηνός απ’ την καταγγελία των δανειακών συμβάσεων, άλλως απ’ την επίδοση της αγωγής και β) να του αποδώσει εκατό (100) χρυσές λίρες Αγγλίας τύπου Ελισσάβετ κοπής 1973 και προγενέστερων ετών, άλλως το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ κατά την ισοτιμία ευρώ-χρυσής λίρας στις 30-12-2013, άλλως στις 2-3-2015, άλλως κατά την ημέρα εξόφλησης. Ζήτησε επίσης να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 33 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο αυτής, όπως αυτά διαλαμβάνονται στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, και νόμιμη όσον αφορά στις δανειακές συμβάσεις που συνήφθησαν σε ευρώ, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 806, 807 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ. Όσον αφορά στη δανειακή σύμβαση που συνήφθη σε χρυσές λίρες Αγγλίας, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη κατά τις αυτές ως άνω διατάξεις μόνο ως προς το αίτημα καταβολής του ισάξιου σε ευρώ της κάθε χρυσής λίρας Αγγλίας ποσού κατά την ημέρα της πληρωμής (εξόφλησής) του, απορριπτομένης ως μη νόμιμης κατά τα λοιπά αιτήματα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, η αγωγή τυγχάνει ερευνητέα περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 393 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, συμβάσεις και συλλογικές πράξεις, δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες, εφόσον η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α’ του ίδιου Κώδικα, εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εάν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης, που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη. Για την ύπαρξη αρχής έγγραφης απόδειξης από έγγραφο απαιτείται αυτό να πιθανολογεί, δηλαδή να καθιστά πιθανό το αμφισβητούμενο γεγονός. Τούτο συμβαίνει, όταν από το έγγραφο δεν αποδεικνύεται πλήρως το αμφισβητούμενο γεγονός, αλλά αναφέρονται σε αυτό περιστατικά, από τα οποία με πιθανότητα μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα για την ύπαρξη του αμφισβητούμενου γεγονότος. Πότε δε το έγγραφο καθιστά πιθανό το αποδεικτέο γεγονός είναι ζήτημα πραγματικό. Αν το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση του περιεχομένου του εγγράφου, κρίνει ότι υπάρχει πιθανολόγηση για το αποδεικτέο γεγονός δέχεται τη συνδρομή της αρχής έγγραφης απόδειξης και επιτρέπει βάσει αυτής τη μαρτυρική απόδειξη. Όταν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης από επικαλούμενο και νόμιμα προσκομιζόμενο έγγραφο, το δικαστήριο επιτρέπει τη μαρτυρική απόδειξη, έστω και αν δεν προταθεί από το διάδικο ότι το έγγραφο αυτό αποτελεί αρχή έγγραφης απόδειξης, καθόσον η αναγκαιότητα της πρότασης αυτής δεν προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη, ούτε και από άλλη διάταξη (ΑΠ 230/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2253/2014 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 47/2021 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον κατά τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες, εάν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο. Ηθική αδυναμία κτήσης εγγράφου υπάρχει, αν τα μέρη είχαν κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης τόσο στενό δεσμό, ώστε σύμφωνα με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, η αξίωση σύνταξης εγγράφου για την συγκεκριμένη σύμβαση θα παρίστατο αδικαιολόγητη ή θα ενείχε μη ανεκτή δυσπιστία. Ο δεσμός αυτός μπορεί να είναι στενή συγγένεια, μνηστεία, ερωτικός ή στενός φιλικός δεσμός (ΑΠ 2/2015, ΑΠ 346/2013, ΑΠ 402/2012, ΕφΔωδ 17/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 393 παρ. 1 και 394 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, προκύπτει ότι επιτρέπεται το εμμάρτυρο μέσο προς απόδειξη σύμβασης δανείου, η αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το από το ως άνω άρθρο 393 παρ. 1 οριζόμενο ποσό, σε κάθε περίπτωση που υπάρχει ηθική αδυναμία για την απόκτηση αποδεικτικού εγγράφου. Η απόδειξη για το γεγονός από το οποίο μπορεί να προκύψει ηθική αδυναμία, το οποίο (γεγονός) επικαλείται ο υπόχρεος σε απόδειξη, εφόσον αμφισβητηθεί, γίνεται και με μάρτυρες. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, εφόσον βεβαιώνει την ύπαρξη ηθικής αδυναμίας για την απόκτηση έγγραφης απόδειξης, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των άνω δικονομικών διατάξεων (ΑΠ 866/2019, ΑΠ 2/2015, ΑΠ 346/2013, ΑΠ 1383/2009, ΑΠ 1402/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο διάδικος δεν είναι ανάγκη να επικαλεστεί τη συνδρομή αρχής έγγραφης απόδειξης ή φυσικής αδυναμίας κτήσης εγγράφου, αφού το Δικαστήριο θα επιτρέψει και αυτεπάγγελτα μάρτυρες, αν κρίνει ότι βάσει των προσκομιζόμενων εγγράφων ή των επικαλούμενων περιστατικών συντρέχει η εξαίρεση του άρ. 394 ΚΠολΔ.
Τέλος, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου (ή του νόμιμου εκπροσώπου νομικού προσώπου) είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1389/2021 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 397/2016 Ε7 2017, 557, ΑΠ 1080/2015, ΑΠ 2194/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 374/2011 ΝοΒ 2011). Η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας φυσικού προσώπου ως διαδίκου κατά τον χρόνο λήψης της μαρτυρικής κατάθεσης, που αποτελεί και τον κρίσιμο χρόνο για τον χαρακτηρισμό της ως ανυπόστατης (ΑΠ 894/2021, ΑΠ 1353/2019, ΑΠ 715/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1010/2009 ΧρΙΔ 2010, 282), καθόσον τότε υφίσταται ο δικαιολογητικός λόγος της απαγόρευσης λήψης υπόψη της μαρτυρίας του προσώπου αυτού, που είναι η έλλειψη της αντικειμενικότητάς του (ΑΠ 717/2020 ΠειρΝομ 2021, 213, ΑΠ 2076/2017, ΑΠ 908/2017 ΤΝΠ Νόμος).
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης, που λήφθηκε νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του εν λόγω δικαστηρίου και λαμβάνεται κανονικά υπόψη, αφού κατά το χρόνο λήψης της η εν λόγω μάρτυρας δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του συνεχίζοντος τη δίκη διαδίκου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που λήφθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, απ’ όλα τα έγγραφα που νομίμως και μετ’ επίκλησης προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι φωτογραφίες, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα (444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), από τα έγγραφα των σχηματισθεισών ποινικών δικογραφιών, που επίσης λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων, ………………, γεννημένος το 1940, μόνιμος κάτοικος Σπετσών, απεβίωσε στις 17-8-2021. Καθολική του διάδοχος τυγχάνει η θυγατέρα του, …………, μοναδική πλησιέστερη συγγενής κατά το χρόνο θανάτου του, η οποία συνεχίζει νόμιμα τη δίκη. Η εναγομένη, γεννηθείσα το 1963, κατάγεται απ’ τις Σπέτσες αλλά ζει στον Κορυδαλλό Αττικής. Επισκέπτεται τακτικά το νησί της, όπου ζει ο πατέρας της και τα τέκνα της. Ο ενάγων εν ζωή ήταν ψαράς και διατηρούσε με τα αδέλφια του κοινή επιχείρηση αλιείας. Η οικονομική του κατάσταση ήταν πολύ καλή, διέθετε ακίνητη περιουσία και δη ιδιόκτητη οικία στις Σπέτσες και δύο ακίνητα στον Πειραιά, τα οποία εκμίσθωνε, πράγμα που ήταν γνωστό στη μικρή κοινωνία των Σπετσών. Στα τέλη του 2010, ο ενάγων, που ήταν πλέον συνταξιούχος και χήρος απ’ το 2008, που απεβίωσε η σύζυγός του, και η εναγομένη σύναψαν ερωτική σχέση. Το Νοέμβριο του 2010, και ενώ η σχέση του ήταν σε αρχικό στάδιο, η εναγομένη, γνωρίζοντας την καλή οικονομική κατάσταση του ενάγοντος, προφασιζόμενη ότι διέθετε ακίνητο στο Αγκίστρι, το οποίο επιθυμούσε να πωλήσει, πράγμα που, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν αληθές, αφού η εναγομένη δεν διέθετε κατά το χρόνο εκείνο ακίνητο στο Αγκίστρι, απευθύνθηκε στον ενάγοντα, προκειμένου να τη διευκολύνει οικονομικά δανείζοντάς της χρήματα, ώστε να μπορέσει να πουλήσει το εν λόγω ακίνητο, υποσχόμενη ότι με το τίμημα που θα λάμβανε απ’ την πώληση του ακινήτου θα του επέστρεφε τα χρήματα. Στα πλαίσια της ερωτικής σχέσης που διατηρούσαν, ο ενάγων πείστηκε και καταρτίστηκαν άτυπα (προφορικά) μεταξύ τους διαδοχικές συμβάσεις άτοκου δανείου και συγκεκριμένα α) στις 19-11-2010 ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη σε μετρητά το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο είχε προηγουμένως αναλάβει από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στο κατάστημα των Σπετσών, β) στις 21-11-2011 ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη το χρηματικό ποσό των 500 ευρώ, γ) στις 3-1-2012 ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη σε μετρητά 1) το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο είχε προηγουμένως αναλάβει από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στο Κατάστημα Σπετσών και 2) το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο είχε προηγουμένως αναλάβει από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε στην ALPHA Τράπεζα στο κατάστημα των Σπετσών, δ) στις 25-1-2012 ο ενάγων μεταβίβασε στην εναγομένη το χρηματικό ποσό των 1.200 ευρώ, το οποίο μεταφέρθηκε καθ’ υπόδειξή της από τραπεζικό του λογαριασμό στον τραπεζικό λογαριασμό της θυγατέρας της, ………., στην ALPHA Τράπεζα με αρ. ……., ε) στις 12-3-2012 ο ενάγων της μεταβίβασε το χρηματικό ποσό των 460 ευρώ, το οποίο και πάλι μεταφέρθηκε καθ’ υπόδειξή της από τραπεζικό του λογαριασμό στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της θυγατέρας της, …………., στην ALPHA Τράπεζα και στ) στις 22-3-2012 ο ενάγων της μεταβίβασε το χρηματικό ποσό των 1.500 ευρώ, με μεταφορά του καθ’ υπόδειξη της εναγομένης στον ίδιο ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της θυγατέρας της, ………., στην ALPHA Τράπεζα. Τα ανωτέρω προέκυψαν με σαφήνεια απ’ την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης, η οποία κρίνεται αρκούντως πειστική και αξιόπιστη και δεν αναιρείται από άλλα αποδεικτικά μέσα. Αναφορικά δε με τις δανειακές συμβάσεις, που υπερέβαιναν το ποσό των 20.000 ευρώ, για τη σύσταση των οποίων δεν απαιτείται έγγραφος τύπος, και το επιτρεπόμενο κατ’ εξαίρεση εμμάρτυρο μέσο για την απόδειξή τους, αποδείχθηκε ότι υπήρχε ηθική αδυναμία κατάρτισής τους εγγράφως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. β ΚΠολΔ, λόγω της ερωτικής σχέσης που διατηρούσαν οι συμβαλλόμενοι, η οποία εμπόδιζε τον ενάγοντα να ζητήσει να εξασφαλισθεί η απόδειξη των δανειακών συμβάσεων με κάποιο έγγραφο. Περαιτέρω, και όσον αφορά στο χρόνο επιστροφής των δανείων, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε συγκεκριμένος χρονικός προσδιορισμός, καθώς η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να επιστρέψει στον ενάγοντα τα παραπάνω ποσά, όταν θα πουλούσε το ακίνητο στο Αγκίστρι. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά από καιρό και ενώ η εναγομένη δεν είχε επιστρέψει κανένα ποσό στον ενάγοντα, σε μη επακριβώς προσδιορισθέντα χρόνο, σε κάθε, όμως, περίπτωση μέχρι τα τέλη του 2013, αφού τον Ιανουάριο του 2014 διακόπηκε η σχέση τους, η εναγομένη, επικαλούμενη και πάλι οικονομική ανάγκη, ζήτησε απ’ τον ενάγοντα ξανά δάνειο, πλην, όμως, επειδή ο τελευταίος δεν διέθετε άλλα χρήματα σε μετρητά, της μεταβίβασε κατά κυριότητα εκατό (100) χρυσές λίρες Αγγλίας, που είχε στην οικία του, τις οποίες η εναγομένη παρέλαβε υποσχόμενη ότι θα του τις επέστρεφε είτε σε λίρες είτε σε μετρητά κατά την ισοτιμία τους σε ευρώ, μόλις ολοκληρωνόταν η πώληση του ακινήτου στο Αγκίστρι. Τον Ιανουάριο όμως του 2014 οι σχέσεις τους διερράγησαν και εξελίχθηκαν σε δικαστική διαμάχη, καθώς η εναγομένη στις 29-1-2014 κατήγγειλε τον ενάγοντα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για βιασμό, που φερόταν ότι τελέστηκε σε βάρος της στην οικία του στις Σπέτσες στις 24-1-2014. Ο ενάγων έλαβε γνώση της έγκλησης της εναγομένης στις 18-11-2014, όταν κλήθηκε σε προκαταρκτική εξέταση απ’ την Πταισματοδίκη του 1ου Τμήματος Πειραιά και στις 3-12-2014 υπέβαλε έγκληση σε βάρος της εναγομένης για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία και συκοφαντική δυσφήμιση, στην οποία επικαλέστηκε ότι η έγκλησή της σε βάρος του έγινε προκειμένου να αποφύγει την επιστροφή των άνω δανεισθέντων χρηματικών ποσών. Ακολούθως, στις 16-12-2014, όπως προκύπτει απ’ την υπ’ αριθμ. …/16-12-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………, ο ενάγων επέδωσε στην εναγομένη την από 1-12-2014 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση, καταγγελία χορηγηθέντος δανείου και δήλωση, με την οποία αφού διαμαρτυρόταν για την μη απόδοση των δανεισθέντων ποσών και των λιρών, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, κατήγγειλε τις διαδοχικές δανειακές συμβάσεις συνολικού ποσού 153.660 ευρώ και 22.000 ευρώ, στο οποίο αποτίμησε κατά το χρόνο εκείνο την αξία των 100 χρυσών λιρών Αγγλίας, καλώντας την εναγομένη να του τα αποδώσει εντός τριάντα ημερών απ’ την επίδοση της καταγγελίας, πλην, όμως, δίχως αποτέλεσμα, αφού η εναγομένη ποτέ δεν του επέστρεψε τα αιτούμενα ποσά, αρνούμενη παντελώς την κατάρτιση των δανειακών συμβάσεων. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ουδέποτε της δάνεισε ο ενάγων το χρηματικό ποσό των 150.000 με τρεις διαδοχικές συμβάσεις, τα δε ποσά των 500, 1.200 και 460 ευρώ ισχυρίζεται ότι αποτελούσαν χρήματα που δόθηκαν απ’ τον ενάγοντα στην ίδια για την αγορά ειδών ένδυσης και καλλυντικών στα πλαίσια της σχέσης τους, καθώς και για την αγορά ειδών ένδυσης του ιδίου. Οι ισχυρισμοί της αυτοί, όμως, δεν αποδεικνύονται αληθείς, αφού δεν ενισχύονται από άλλο αποδεικτικό μέσο (παραστατικά αγοράς σχετικών ειδών), πέραν της κατάθεσης της θυγατέρας της, μάρτυρα ανταπόδειξης, κατά την οποία τα χρήματα αυτά ο ενάγων τα έδινε στη μητέρα της γενικά και αόριστα, για να ψωνίζει ρούχα δικά του και της ιδίας. Επιπλέον, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η οικονομική της κατάσταση ήταν καλή και δεν είχε ανάγκη να δανειστεί απ’ τον ενάγοντα, πλην, όμως, ούτε ο ισχυρισμός της αυτός αποδείχθηκε, αφού δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί τυχόν εργασίας της και εισοδήματός της. Μόνη δε η κατάθεση της μάρτυρα ανταπόδειξης, κατά την οποία η εναγομένη δούλευε κρατώντας παιδιά και είχε μισθό 600 ευρώ, δεν κρίνεται επαρκής. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα η εναγομένη είχε αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις, στις οποίες αδυνατούσε να ανταποκριθεί, αφού ήταν επιβαρημένη με τραπεζικό δάνειο για το σπίτι, στο οποίο διέμενε στον Κορυδαλλό, στην οδό …………., στο οποίο είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης της δανείστριας τράπεζας (τότε Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος), ενώ με την …./31-12-2013 κατασχετήρια έκθεση της είχε επιβληθεί και αναγκαστική κατάσχεση με επισπεύδοντα το Ελληνικό Δημόσιο. Τέλος, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αγωγή αποτελεί μέρος σχεδίου, που κατέστρωσε ο ενάγων εναντίον της, μετά την μήνυση που η ίδια υπέβαλε σε βάρος του στις 29-1-2014 για βιασμό. Ως προς τούτο αποδείχθηκε ότι η εναγομένη υπέβαλε στις 29-1-2014 έγκληση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά σε βάρος του ενάγοντος για βιασμό, συνεπεία της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του (του ενάγοντος) και του . ………. για βιασμό από κοινού, πράξη που φέρεται τελεσθείσα στις Σπέτσες στις 24-1-2014. Οι δύο κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά που θα προσδιορίσει ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών Πειραιά, να δικαστούν για την άνω πράξη τους, πλην, όμως, η εκδίκαση της υπόθεσης δεν έχει γίνει ακόμη, με αποτέλεσμα, ως προς τον ενάγοντα, να πρέπει να παύσει η ποινική δίωξη λόγω του επελθόντος θανάτου του. Πέραν όμως, τούτου, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων επινόησε τις δανειακές συμβάσεις, προκειμένου να καλυφθεί για τη γενόμενη σε βάρος του καταγγελία, όπως η εναγομένη διατείνεται, το γεγονός δε ότι προέβη στην καταγγελία των επίμαχων συμβάσεων μετά την έγκληση της εναγομένης σε βάρος του, δεν αναιρεί το γεγονός της σύναψής τους, λαμβανομένων υπόψη των όσων παραπάνω έγιναν δεκτά. Μετά ταύτα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη-εκκαλούσα υποχρεούται να καταβάλει στην συνεχίζουσα τη δίκη, καθολική διάδοχο του ενάγοντα, θυγατέρα του, ……….., για την αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας αιτία α) το ποσό των 153.660 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τριακοστής ημέρας απ’ την επίδοση της από 1-12-2014 καταγγελίας των δανειακών συμβάσεων, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και β) το ισάξιο σε ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων (ευρώ-χρυσής λίρας Αγγλίας) κατά το χρόνο πληρωμής ποσό των εκατό (100) χρυσών λιρών Αγγλίας. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος – εφεσιβλήτου και της συνεχίζουσας τη δίκη διαδόχου του για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εναγομένης – εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 περ. α’ και β`, 68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 – 2 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», ΟλΑΠ 6/2021 ΕλλΔνη 63 411), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του ηλεκτρονικού παράβολου της έφεσης στην καταθέσασα εκκαλούσα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 4251/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την υπόθεση κατ’ ουσίαν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στη συνεχίζουσα τη δίκη, καθολική διάδοχο του ενάγοντα, ………., α) το ποσό των εκατόν πενήντα τριών χιλιάδων, εξακοσίων εξήντα (153.660) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τριακοστής ημέρας απ’ την επίδοση της από 1-12-2014 καταγγελίας των δανειακών συμβάσεων, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και β) το ισάξιο σε ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων (ευρώ-χρυσής λίρας Αγγλίας) κατά το χρόνο πληρωμής ποσό των εκατό (100) χρυσών λιρών Αγγλίας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη-εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος-εφεσίβλητου και της συνεχίζουσας τη δίκη διαδόχου του, για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσόν των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις 8-10-2024
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 8-10-2024 με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αναχώρησης της Εφέτη, Μαριάννας Μπέη, αποτελούμενη απ’ την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, και με την ίδια Γραμματέα, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ