ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
4ο τμήμα
Αριθμός απόφασης : 473/ 2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΥΠΕΡ ΉΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «τίτλο «………..» (………….), πρώην με την επωνυμία «…………..» η οποία εδρεύει στο ….. Αττικής, επί της αρ. ………, με ΑΦΜ …….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα Ελλάδος σύμφωνα με τον νόμο 4354/20151 δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13.03 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αρ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» (………….), που εδρεύει στο ….. της Ιρλανδία (οδός ………..) με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «……….» (……………) και τον διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………., με ΑΦΜ ……….. ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/ 2003, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : ……………., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της Δικηγόρου Γεράσιμου Παπακωστόπουλου.
ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «…………», η οποία εδρεύει στο ……. Αττικής, επί της ………. με ΑΦΜ …….. της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και με αριθ. ΓΕΜΗ …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον Ν. 4354/2015 και την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 118/2017 (αριθ. απόφασης 247/14.11.2017), υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εδρεύουσας στο …….. της Ιρλανδίας, οδός …………. αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….» (…………) με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 12.05.2023 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε στα βιβλία, κατ’ άρθρο 3 Ν. 2844/2000, του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο ….. με αυξ. αριθ. … και με αριθ. πρωτ. …./16.05.2023, του από 16.05.2023 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Ιρλανδίας …….. (…………) και της από 12.05.2023 σύμβασης λύσης διαχείρισης καταχωρισθείσας στα βιβλία, κατ’ άρθρο 3 Ν. 2844/2000, του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον Τόμο ….. με αυξ. αριθ. …. και αριθ.πρωτ. …./16.05.2023, η οποία εκπροσωπήθηκε από το πληρεξούσιο Δικηγόρο της Νικόλαο Νάκη (Νικόλαος Νάκης – Μαρία Δημητρίου Δικηγορική Εταιρία) με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 18.04.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022 ανακοπή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3537/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οποία έκανε δεκτή την ανακοπή. Κατά της τελευταίας απόφασης η εκκαλούσα άσκησε την 8-12-2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2023 έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την 12-4-2024 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2024 πρόσθετη παρέμβασή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη ίδια δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση των άνω υποθέσεων, αφού συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο, η εκκαλούσα δεν παραστάθηκε, ενώ οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των λοιπών διαδίκων παραστάθηκαν, όπως προαναφέρθηκε ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εκκαλούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις του, ο δε πληρεξούσιος Δικηγόρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας στις προτάσεις, που είχε προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 8-12-2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023 έφεση της καθ΄ής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ` αριθ. 3537/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά με την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 25.11.2022 και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 8.12.2022 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. . … …. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά του πινακίου η εκκαλούσα δεν παραστάθηκε, όπως δε προκύπτει από την επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….. στο αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που επιδόθηκε στην καθ΄ ής στις 16.5.2023 η συζήτηση της έφεσης έλαβε χώρα με την επιμέλεια της εκκαλούσας. Κατά συνέπεια η εκκαλούσα θα πρέπει να δικασθεί σαν να ήταν παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.3 ΚΠολΔ, ωστόσο, δεδομένου ότι εκκρεμεί στο ίδιο Δικαστήριο η (β) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, θα πρέπει να ερευνηθεί αν ως αναγκαίος ομόδικος, θα εκπροσωπηθεί από τους προσθέτως παρεμβαίνουσα.
Με την από 12-4-2024 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2024 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας, η οποία ασκήθηκε στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την αναβίωση της εκκρεμοδικίας με την άσκηση με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, η προσθέτως παρεμβαίνουσα, ισχυρίζεται ότι είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με τη επωνυμία στο «…………» (…………)», η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της εκκαλούσας, όπως ειδικότερα εκτίθεται. Επικαλούμενη δε, ως έννομο συμφέρον, της εκπροσωπούμενης από αυτήν ειδικής διαδόχου, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη, κατ’ άρθρο 325 του ΚΠολΔ, ζητεί να την παραδοχή της έφεσης, όπως το αιτητικό αυτής και να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά της έξοδα. Η άνω αυτοτελής αυτή πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά, το πρώτον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 80 και 591 Κ.Πολ.Δ.), με ιδιαίτερο δικόγραφο, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, κατά των εκκαλούντων και υπέρ της εκκαλούσας σ’ αυτήν, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 76, 83 και 225 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, τόσον στην καθ’ ης, όσον και στην υπέρ’ ής η παρέμβαση για (βλ. σχετ. τις με αριθμ. ……../1-11-2022 και ……./1-11-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικ., επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……., αντίστοιχα). Aπό τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδείχθηκαν όσον αφορά την άνω πρόσθετη παρέμβαση τα εξής : Δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./18.6.2019, στον Τόμο … με αριθμό …. την 11.5.2020, η οποία επέχει θέση αναγγελίας κατ’ άρθρο 10 παρ. 10 του Ν. 3156/2003, μεταβιβάσθηκαν από την ανώνυμη Τραπεζική εταιρία στην εδρεύουσα στο ……. Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………» (……….)», νομίμως εκπροσωπούμενη, ως ειδική διαδόχου – οι επιχειρηματικές απαιτήσεις της πρώτης και η απαίτηση από την επίδικη με αρ. …………. σύμβασης στεγαστικού δανείου, με συνοφειλέτρια την ανακόπτουσα, όπως φαίνεται στο παράρτημα της σύμβασης. H άνω εταιρία με την 18.6.2019 σύμβαση (μακροπρόθεσμης) διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που δημοσιεύθηκε σε περίληψη με αρ. πρωτ. …../18.6.2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον Τόμο … με αριθμό …. ανέθεσε την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων και μεταξύ αυτών και της επίδικης στην εταιρία με την επωνυμία : « …………», η οποία μετονομάσθηκε στην ήδη εκκαλούσα. Η σύμβαση αυτή επικαιροποιήθηκε με την με αρ. πρωτ. …./8.11.2022 σύμβαση (τόμος … αριθμός … του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών) ως προς τις εξουσίες της εκκαλούσας διαχειριστή απαιτήσεων (διευρύνοντας αυτές μεταξύ άλλων ως προς τις εξώδικη και δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων, διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και πτώχευσης). Η σύμβαση αυτή λύθηκε με την από 12.5.2023 σύμβαση λύσης (αρ. πρωτ. …/16.5.2023 τόμος … αριθμός … του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών) και καταρτίσθηκε την ίδια ημέρα νέα σύμβαση (αρ. πρωτ. …/16.5.2023 τόμος … αριθμός … του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών) με την προσθέτως παρεμβαίνουσα, η οποία κατέστη πλέον η νέα διαχειρίστρια των τιτλοποιημένων απαιτήσεων, όπως αναγράφονται στο με αρ.πρωτ. ……./18.6.2019 παράρτημα (και μεταξύ αυτών και της επίδικης) της «………». Συνεπώς η προσθέτως παρεμβαίνουσα ως η νέα διαχειρίστρια των απαιτήσεων της τελευταίας εταιρίας, στην οποία μεταβιβάσθηκε η επίδικη απαίτηση και κάθε παρεπόμενο, διαπλαστικό ή άλλο δικαίωμα που συνδέεται με την επίδικη απαίτηση, έχει δικαίωμα να παρέμβει υπέρ της εκκαλούσας, η οποία είχε ασκήσει την έφεσή της ως η αρχική διαχειρίστρια της απαίτησης, δεδομένου ότι η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί καταλαμβάνει τόσο την ειδική διάδοχο εταιρεία ειδικού σκοπού υπέρ της οποίας είχε ασκήσει η εκκαλούσα την έφεση ως αρχική διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτής, εκπροσωπώντας αυτή, όσο και την ίδια (άρθρα 83, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ). Ενόψει αυτών μεταξύ της εκκαλούσας και της προσθέτως παρεμβαίνουσας δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, ώστε η εκκαλούσα που είναι απούσα αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα που παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ.
Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής : Η καθ’ ής η ανακοπή εκτέλεση επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας με την από με αρ. …../28.3.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεση του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ….., αφού προηγήθηκε η από 31.1.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αρ. …./2013 πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αρ. …/2013 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η ανακόπτουσα με την από 27.4.2023 και με αριθ.καταθ. ……../2023 ανακοπή τους, ζήτησε την ακύρωση της επισπευδόμενης σε βάρος της εκτέλεσης. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία αφού απέρριψε τους πρώτο και δεύτερο λόγο έκανε δεκτή την ανακοπή ως προς τον τρίτο λόγο αυτής και ακύρωσε την εκτέλεση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την έφεσή της η εκκαλούσα – καθ΄ής η ανακοπή, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 4055/2012, «Λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης». Με την παραπάνω διάταξη καθιερώθηκε για την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ το σύστημα συγκέντρωσης, σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται να προβάλλονται σε αυτήν όλοι οι έως την άσκησή της γεννημένοι λόγοι ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι, εφόσον η προσβολή των πράξεων της εκτέλεσης καθίσταται όχι απλώς σταδιακή, αλλά υποχρεωτικά σταδιακή. Ειδικότερα, με την εν λόγω διάταξη η οποία αποβλέπει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών που αναφύονται στην εκτέλεση και εντεύθεν στην ασφάλεια των συναλλαγών, θεσπίζεται το απαράδεκτο προβολής λόγων που βάλλουν κατά του κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης, οι οποίοι ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με ήδη ασκηθείσα ανακοπή (ΑΠ 1660/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, για την εφαρμογή του άρθρου 935 ΚΠολΔ απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) να έχει προηγηθεί ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εναντίον ορισμένης πράξης της διαδικασίας εκτέλεσης, της οποίας το κύρος καλείται να εξετάσει άλλο δικαστήριο, είτε κυρίως είτε παρεμπιπτόντως, ανεξάρτητα από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προγενέστερη αυτή δίκη, χωρίς, δηλαδή, να ενδιαφέρει αν αυτή εκκρεμεί, συζητήθηκε ή περατώθηκε τελεσίδικα, β) οι μεταγενεστέρως προτεινόμενοι λόγοι να ήταν γεννημένοι και να μπορούσαν να προταθούν κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προγενέστερης δίκης, είτε με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής είτε με αυτό των πρόσθετων λόγων της, ως τέτοιοι δε νοούνται όχι μόνο οι γνωστοί στον ανακόπτοντα αλλά και οι άγνωστοι σ’ αυτόν. Κρίσιμο για την ερμηνεία του άρθρου είναι η δυνατότητα προβολής τους και όχι το αίτημα της προγενέστερης ανακοπής, δηλαδή η πράξη εκτέλεσης την ακύρωση της οποίας αυτή επιδιώκει. Η έννοια επίσης των «γεννημένων» λόγων περιλαμβάνει και όσους ήδη προτάθηκαν στην προγενέστερη ανακοπή. Αντίθετα, λόγοι ανακοπής που γεννήθηκαν μετά το χρονικό σημείο, στο οποίο ήταν δυνατή η παραδεκτή κατάθεση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων στην προηγούμενη δίκη δεν υπάγονται στο απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ και θεωρούνται ως λόγοι οψιγενείς (ΑΠ 1130/1994 ΕλλΔνη 1996,644). Επίσης, λόγοι ανακοπής που, μολονότι γεννημένοι, ήταν απαράδεκτοι κατά τον χρόνο διεξαγωγής της προηγούμενης δίκης της ανακοπής, γιατί δεν μπορούσαν να αποδειχθούν αμέσως (άρθρο 933 § 5 ΚΠολΔ), δεν νοούνται ως λόγοι που «μπορούν να προταθούν» και δεν θεωρούνται ότι καλύπτονται από το απαράδεκτο του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο των λόγων, αν αυτοί οι λόγοι αφορούν τυπικό ελάττωμα πράξης της εκτέλεσης ή την απαίτηση (ΟλΑΠ 49/2005 ΕλλΔνη 2006, 80, ΟλΑΠ 10/1993, Δ 1994, 562, ΑΠ 1711/2014, ΑΠ 1284/2008, ΑΠ 1660/2006 ΕλλΔνη 2008, 1410), γ) διεξαγωγή μεταγενέστερης δίκης στην οποία ανακύπτει, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, η εγκυρότητα της αυτής ή άλλης πράξης της εκτέλεσης. Σύμφωνα με την ερμηνεία, που είχε επικρατήσει μέχρι την αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ με το άρθρο 19 § 2 ν. 4055/2012, το ως άνω απαράδεκτο ανέκυπτε, όταν επρόκειτο για μεταγενέστερη προβολή λόγων ακύρωσης της ίδιας πράξης εκτέλεσης. Μετά όμως την αντικατάσταση της ως άνω διάταξης με το άρθρο 19 § 2 ν. 4055/2012, κατέστη ήδη υποχρεωτική η σώρευση στο δικόγραφο της ανακοπής όχι μόνο των γεννημένων κατά την άσκησή της λόγων που αφορούν στην προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη εκτέλεσης, αλλά και επιπρόσθετα και όλων των γεννημένων λόγων που αφορούν σε όσες άλλες πράξεις εκτέλεσης προηγήθηκαν, ανεξάρτητα δηλαδή αν προσβάλλεται με την ανακοπή η ίδια ή άλλη πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας (ΕφΑθ 1724/2023, ΕφΑθ 2472/2022, ΕφΑιγ 1/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). δ) ταυτότητα διαδίκων στην πρώτη και στη δεύτερη δίκη, δεδομένου ότι μόνο εκείνος που άσκησε προγενέστερη ανακοπή αποκρούεται με τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ και όχι τρίτος δανειστής του καθ’ ου. Οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι θεωρούνται ως συνέχεια του αρχικού διαδίκου στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, βαίνει παράλληλα, ανεξάρτητα και πέρα από εκείνο του άρθρου 933 παρ.4 ΚΠολΔ για τους καλυπτόμενους από το δεδικασμένο λόγους και η χρησιμότητα της διάταξης ακριβώς έγκειται στην κάλυψη περιπτώσεων, όπου δεν συντρέχουν οι όροι του. Δεν εφαρμόζεται, όταν η άσκηση της νεότερης ανακοπής γίνεται κατά το άρθρο 69 § 1δ’ ΚΠολΔ, συντρεχόντων των όρων αυτού (ΑΠ 242/2001, ΕφΑθ 3124/2024, ΕφΚρ 182/2024, ΕφΑθ 1724/2023, ΕφΚρητ 127/2023, ΕφΑθ 2472/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 330/2024, ΕφΠειρ 740/2022 https://www.efeteio-peir.gr/?, Μάζης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ2, άρθρο 935 αρ.2, 3 σελ. 247επ. Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως 2017, Μιχαηλίδου, III. Η αρχή της συγκέντρωσης των λόγων της ανακοπής, σε: Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σ. 217-223). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 118, 119 ΚΠολΔ συνάγεται ότι κάθε δικόγραφο πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων και την επωνυμία του νομικού προσώπου που την ασκεί, κατά τρόπο ώστε να μην γεννάται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Έτσι, η ενδεχομένως εσφαλμένη αναγραφή του ανωτέρω στοιχείου δεν επιφέρει ακυρότητα ή απαράδεκτο του δικογράφου, απαιτείται μάλιστα η επίκληση δικονομικής βλάβης, εφόσον από την εσφαλμένη αναγραφής του στοιχείου αυτού δεν δημιουργείται αμφισβήτηση ως προς την ταυτότητα του διαδίκου, το δε Δικαστήριο, για να την προσδιορίσει, χωρεί στη συνολική έρευνα του περιεχομένου του δικογράφου (βλ. σχετ. ΑΠ 968/2015, ΑΠ 1126/2010, ΑΠ 1719/1997, και ΑΠ 444/2000, ΕφΑθ ΤΝΠ NΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 61 ΚΠολΔ συνάγεται, εφόσον αυτή απευθύνεται κατά νομικού προσώπου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οποίου υπεισήλθε πλέον άλλο νομικό πρόσωπο εκτός αν ο διάδικος αγνοούσε την επελθούσα αυτή μεταβολή (βλ. ΑΠ 883/2012, ΟλΑΠ 27/1987, ΑΠ 433/2005, ΑΠ 1755/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η ανακόπτουσα στον δεύτερο λόγο της ανακοπής της ισχυρίστηκε ότι κατάρτισε (αυτή και οι συνοφειλέτες της) τη σύμβαση δανείου με την ανώνυμη Τραπεζική εταιρία «……….» η οποία και κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου, ενώ την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής υπέβαλε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……..», χωρίς η τελευταία αν αποδεικνύει τη νομιμοποίησή της. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, καθώς τον ίδιο ακριβώς λόγο ανακοπής έχει προβάλει η ανακόπτουσα με την από 21.2.2022 και με αρ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στρεφόμενη κατά της διαταγής πληρωμής (με αρ. ……/2013 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) και της προδικασίας όμως της παρούσας εκτέλεσης, ήτοι την από 31.1.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ιδίας διαταγής πληρωμής. Την δε παρούσα ανακοπή η ανακόπτουσα (ως προς τον άνω λόγο) δεν άσκησε με την αίρεση ευδοκίμησης κατά το άρθρο 69 παρ.1 δ ΚΠολΔ της προηγούμενης ανακοπής της, με συνέπεια να μην μπορεί να προβληθεί παραδεκτά ο άνω λόγος ανακοπής κατά τη διάταξη του άρθρου 935 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί όμως επιπλέον και ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι η ανώνυμη Τραπεζική εταιρία, η οποία κατάρτισε τη σύμβαση δανείου, είναι το ίδιο νομικό πρόσωπο με την αιτούσα την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, με μόνη διαφορά ότι η επωνυμία αυτής μεταβλήθηκε σε «………..», με αφαίρεση του στοιχείου «…..», (βλ. το με αρ. ΦΕΚ 8195/3.8.2022 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), χωρίς δηλαδή να υπάρχει καμία μεταβολή στο νομικό πρόσωπο αυτής και να δημιουργείται οποιαδήποτε σύγχυση ως προς την ταυτότητά της και για το λόγο αυτό ακυρότητα του δικογράφου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο τον άνω το λόγο ανακοπής, με το σκεπτικό ότι η αιτούσα της έκδοσης διαταγής πληρωμής δεν προσκόμισε στοιχεία για τη νομιμοποίησή της έσφαλε. Συνακόλουθα η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να εξεταστεί στην ουσία της η ένδικη ανακοπή και να απορριφθεί ο άνω λόγος αυτής. Στη συνέχεια, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ και καθώς κάθε λόγος ανακοπής αποτελεί ιδιαίτερη κεφάλαιο (ΑΠ 1556/2012, ΕΠολΔ 2013/559, ΑΠ 13/2010, ΝοΒ 2010/1440, ΑΠ 1568/2009, ΔΕΕ 2010/65) πρέπει να χωρήσει έρευνα των λοιπών λόγων της ανακοπής που δεν εξετάστηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο υποκαθίσταται πλέον στη θέση εκείνου.
Η ανακόπτουσα στους 3ο (οι 1ος και 2ος έχουν απορριφθεί ήδη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) έως 24ο λόγο ανακοπής βάλλει της απαίτησης και της νομιμοποίησης της αιτούσας, ως προς την έκδοση της διαταγής πληρωμής ισχυριζόμενη ότι : η απαίτηση της καθ’ ής δεν αποδεικνύεται από τον δανειακό λογαριασμό (3ος), δεν αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο (4ος), δεν νομιμοποιείται η καθ’ ής η ανακοπή, με βάση τα έγγραφα που προσκόμισε με την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής και επιταγή προς πληρωμή (5ος), δεν επέδωσε με την επιταγή προς πληρωμή τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα (6ος), και αυτούσιες τις συμβάσεις πώλησης και μεταβίβασης (7ος), δεν προκύπτει η μεταβίβαση της απαίτησης (8ος), δεν αποδεικνύεται η ειδική πληρεξουσιότητα του πληρεξουσίου της Δικηγόρου κατά την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής (9ος), δεν προκύπτει η νομιμοποίηση της καθ’ ής για τη σύνταξη της από 31.1.2022 επιταγής προς πληρωμή (10ος), η σύμβαση δανείου περιέχει όρους αδιαφανείς και καταχρηστικούς, ενώ η ανακόπτουσα έχει την ιδιότητα του καταναλωτή (11ος), δεν προσκομίστηκαν αποδεικτικά καταβολής του επίδικου δανείου (12ος), η Τράπεζα δεν απέδειξε την αιτία της πληρωμής από τη διαταγή πληρωμής (13ος), παράνομα μετακυλίσθηκε στην ανακόπτουσα η εισφορά του ν. 128/1975 (14ος), η καθ΄ής κεφαλαιοποίησε την εισφορά του ν. 128/1975 και ενσωμάτωνε παρανόμως τόκους και τόκους ανατοκισμό (15ος), δεν προκύπτει το χρηματικό ποσό που συγκροτεί το απαιτητό ποσό ως εισφορά του ν.128/1975 (16ος), ο όρος επιβάρυνσης με την εισφορά του ν.128/1975 είναι προδιατυπωμένος, αδιαφανής και αόριστος (17ος), κακώς μετακύλισε την εισφορά αυτή η Τράπεζα, αφού αποτελεί δική της φορολογική υποχρέωση (18ος), τα ποσά της εισφοράς ανατοκίστηκαν παρανόμως (19ος), οι τόκοι υπολογίστηκαν με έτος 360 ημερών (20ος), η απαίτηση είναι ανεκκαθάριστη, καθώς περιλαμβάνει ποσά ασφαλίστρων που δεν αποδεικνύονται (21ος), είναι άκυρος και καταχρηστικός ο όρος παραίτησης από το δικαίωμα αμφισβήτησης των αποσπασμάτων των λογαριασμών του δανείου (22ος), η Τράπεζα επιβάρυνε παράνομα και καταχρηστικά με πάσης φύσεως έξοδα, φόρους τέλη και εισφορές, χωρίς να ενημερώσει για το ύψος αυτών τα οποία ανατοκίστηκαν (23ος ) και η καθ΄ής έχει υποχρέωση να αποδείξει την απαίτησή της (24ος λόγος ανακοπής). Ισχυρίζεται επιπλέον ότι και η κατασχετήρια έκθεση πάσχει από ακυρότητα, αφού βασίζεται σε εκτελεστό τίτλο που θα ακυρωθεί για τους ως άνω λόγους που έχει εκθέσει. ¨Όμως τους ίδιους λόγους είχε επικαλεσθεί ομοίως με την με την από 21.2.2022 και με αρ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στρεφόμενη κατά της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς πληρωμή, που σημαίνει ότι, αφού οι λόγοι αυτοί ήταν γεγενημένοι και προτάθηκαν κατά προηγούμενης πράξη εκτέλεσης (της έναρξης αυτής) προσκρούουν στο απαράδεκτο της διάταξης του άρθρου 935 ΚΠολΔ. ¨Ότι οι ίδιοι λόγοι επιδρούν ακυρωτικά και κατά της μεταγενέστερης πράξης εκτέλεσης (της κατασχετήριας έκθεσης), δεν ασκεί έννομη επιρροή, ενόψει του ότι όπως εκτέθηκε, είναι κρίσιμο το γεννημένο των λόγων και όχι η πράξη εκτέλεσης που προσβάλλεται και καθώς η προσβολή των πράξεων της εκτέλεσης είναι υποχρεωτικώς σταδιακή, με την έννοια της ισχυροποίησης της ελαττωματικής πράξης εκτέλεσης σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης προσβολής της κατά το άρθρο 934 ΚΠολΔ. Επιπλέον, απουσιάζει ρητή μνεία ότι η παρούσα μεταγενέστερη ανακοπή, με την οποία προβάλλεται η ακυρότητα της έκθεση κατάσχεσης, λόγω ακυρότητας της προγενέστερης πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης, ασκείται υπό την αίρεση της ευδοκίμησης της προγενέστερης ανακοπής (άρθρο 69 παρ. 1 δ ΚΠολΔ), οπότε δε θα ήταν αναγκαίο να υποβληθούν σε νέα κρίση οι ίδιοι λόγοι, που είχαν προβληθεί με την προγενέστερη ανακοπή και τότε θα ήταν παραδεκτή η προβολή τους (ΑΠ 242/2001, ΕφΚρ 182/2024). Η διαδικαστική πορεία της προγενέστερης αυτής ανακοπής, αν αυτή δικάσθηκε ή όχι ή ακόμα έχει προσδιορισθεί να συζητηθεί σε απώτερο χρόνο σε σχέση με την επόμενη δεν ασκεί επιρροή (Α. Παπαδοπούλου, Η συγκέντρωση των λόγων ανακοπής στην Αναγκαστική Εκτέλεση, 2016 σ.138) και το άτοπο αυτό θα μπορούσε να επιλυθεί με την συνεκδίκασή τους (αν εκκρεμούσαν στο ίδιο Δικαστήριο), είτε ακόμα από την παραίτηση από το δικόγραφο από την προγενέστερη ανακοπή, (άρθρο 297 ΚΠολΔ) ώστε να κριθεί η μεταγενέστερη, δεδομένου ότι το άρθρο 935 ΚΠολΔ εφαρμόζεται μόνο επί εκκρεμών ανακοπών. Κατόπιν αυτών οι λόγοι αυτοί της ανακοπής πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
Με τον τελευταίο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της καθ΄ής η ανακοπή, έδωσε στο δικαστικό επιμελητή την από 18.2.2022 γραπτή εντολή για κατάσχεση του ακινήτου αυτής χωρίς να έχει λάβει από αυτή ειδική πληρεξουσιότητα, ή να ενσωματώσει στην έκθεση κατάσχεσης κάποιο πληρεξούσιο έγγραφο. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς όπως προκύπτει από το με αρ. ………/4.4.2022 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., η εκκαλούσα, όπως νομίμως εκπροσωπείτο είχε παράσχει μεταξύ άλλων στον Δικηγόρο ……… την εξουσία να εκπροσωπεί αυτή ενώπιον κάθε Δικαστηρίου και να ενεργεί κατασχέσεις κινητών και ακινήτων οφειλετών της, πλειστηριασμούς και να παρίσταται στην διαδικασία της εκτέλεσης, δηλαδή υπήρχε στο πρόσωπό του τον κρίσιμο χρόνο (8.12.2022, που εξέδωσε την εντολή προς στο δικαστικό επιμελητή για την σύνταξη της επίδικης κατασχετήριας έκθεσης) η πληρεξουσιότητα κατά τη διάταξη του άρθρου 97 παρ.1 ΚΠοΔ (γενική πληρεξουσιότητα) να εκπροσωπεί την καθ’ ής ενώπιον των Δικαστηρίων και να ενεργεί πράξεις εκτέλεσης. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής, αυτή θα πρέπει απορριφθεί. Σε βάρος της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατά το αίτημά της, των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εκκαλούσας, η οποία αντιπροσωπεύεται από την προσθέτως παρεμβαίνουσα και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 8-12-2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023 έφεση και την 12-4-2024 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2024 πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση και την πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα που κατέθεσε αυτό.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αρ. 3537/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 18.04.2022 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………… /2022 ανακοπής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ΄ής η ανακοπή των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 4.10.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ