Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 576/2018

Αριθμός  576/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νόμιμα φέρονται προς περαιτέρω συζήτηση με την από 28-8-2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……..) κλήση του ενάγοντος – εφεσίβλητου :  α) η από 18-7-2013 (αριθμ. καταθ. ……..) έφεση  των εναγομένων και β) η ασκηθείσα με τις από 15-01-2015 έγγραφες προτάσεις του ενάγοντος αντέφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 3712/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ), μετά την έκδοση της υπ΄αριθμ. 345/2015 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου και τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης που αυτή διέταξε.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα υπ΄αριθμ. 3712/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, από τις υπ΄αριθμ. ………. ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει ο ενάγων, ληφθείσες νομοτύπως κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων του – εναγομένων, από την από 28-7-2017 με Α/Α …. έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την υπ΄αριθμ. 345/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου πραγματογνώμονα χειρούργου ορθοπεδικού …….., η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο  (άρθρ.387 ΚΠολΔ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και αυτά της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στις 10- 02-1998 μεταξύ του ενάγοντος υπήκοου Αλβανίας και της πρώτης εναγομένης εταιρίας με την τότε επωνυμία «………..», ομόρρυθμο μέλος, νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της οποίας είναι ο δεύτερος εναγόμενος, ο ενάγων προσλήφθηκε από τη δεύτερη με την ειδικότητα του βοηθού επιπλοποιού, προκειμένου να εργασθεί στην επιχείρηση της τελευταίας, με αντικείμενο δραστηριότητας την κατασκευή και εμπορία σκελετών ξύλινων επίπλων. Ο ενάγων παρείχε την ως άνω εργασία του σε πενθήμερη βάση εβδομαδιαίως επί 8 ώρες ημερησίως, με ωράριο ημερήσιας απασχόλησης από τις 7.00 πμ μέχρι τις 15.00, στα καθήκοντά του δε μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβανόταν και ο χειρισμός μηχανημάτων κοπής και επεξεργασίας ξύλων, όπως ξεμοστραρίστρα, τριπάνι, δισκοπρίονο, δισκοτρύπανο, σβούρα, πλάνη, κορδέλα κλπ.

Στις 17-06-2009 και περί ώρα 07.45 πμ, ο ενάγων βρισκόταν στο χώρο του ξυλουργείου για να κόψει κομμάτια ξύλου στο δισκοπρίονο. Το μηχάνημα αυτό αποτελείται από έναν πάγκο διαστάσεων 60 Χ 60 εκ. περίπου στο κέντρο του οποίου υπάρχει ένας δίσκος κοπής ο οποίος προεξέχει μερικά εκατοστά. Τα προς κοπή ξύλα ακουμπούν πάνω στον πάγκο και οδηγούνται από τον χειριστή με τα χέρια προς τον δίσκο κοπής, ενώ στο πλάι του μηχανήματος υπάρχει ένας περιστρεφόμενος διακόπτης on/of. Τα κομμάτια ξύλου που επρόκειτο να κόψει ο ενάγων είχαν μήκος 1,1 μ. και διατομή 4,5 Χ 2,5 εκατοστά, ενώ σκοπός του ήταν να τα κόψει έτσι ώστε να έχουν μήκος 90 εκατοστά. Σε εκτέλεση της εργασίας του αυτής ο ενάγων κρατούσε με το αριστερό του χέρι το μεγάλο τμήμα του ξύλου και με το δεξί του χέρι το μικρό τμήμα και τα οδηγούσε προς το δίσκο κοπής. Κατά τον ίδιο χρόνο στο χώρο του ξυλουργείου βρισκόταν και ο δεύτερος εναγόμενος ο οποίος επέβλεπε την άνω εργασία του ενάγοντος και ο οποίος από την αρχή επεσήμανε σ΄αυτόν ότι θα έπρεπε να βιαστεί να την ολοκληρώσει γιατί έπρεπε να παραδοθεί άμεσα η σχετική παραγγελία στον πελάτη.

Λόγω δε της βιασύνης που υπήρχε για την εκτέλεση της παραπάνω εργασίας, ο δεύτερος εναγόμενος επέδειξε στον ενάγοντα να προβεί στην κοπή των ξύλων στο δισκοπρίονο – το οποίο συνήθως χρησιμοποιούνταν για την κοπή των ποδιών από συναρμολογημένες καρέκλες- και όχι στην κορδέλα, όπως συνήθως συνέβαινε σε περίπτωση που τα προς κοπή ξύλα ήταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, μη συναρμολογημένα. Την στιγμή δε που ο ενάγων έκοβε το δεύτερο από τα ανωτέρω κομμάτια ξύλου, ο δεύτερος εναγόμενος πλησίασε πίσω του και σε έντονο ύφος τον πρόσταξε να κάνει πιο γρήγορα. Λόγω δε της ταραχής που υπέστη ο ενάγων από την επίπληξη του δεύτερου εναγομένου, αποσπάστηκε της προσοχής του με αποτέλεσμα να απωλέσει τον έλεγχο του ξύλου που κρατούσε και ακολούθως το δεξί του χέρι να έλθει σε επαφή με το δίσκο κοπής, που την στιγμή εκείνη περιστρεφόταν, με συνέπεια να υποστεί σοβαρές βλάβες στα δάκτυλα του χεριού του. Αμέσως μετά το ατύχημα ο ενάγων διεκομίσθη στο ΚΑΤ όπου διαγνώσθηκε ότι πάσχει από βιώσιμο ακρωτηριασμό (ΔΕ) δείκτη και μέσου δακτύλου (διατομές εκτατικών και καμπτικών μηχανισμών και ενδαρθρικά κατάγματα φαλαγγοφαλαγγικών αρθρώσεων με έλλειμμα δερματικό) και υποβλήθηκε αυθημερόν σε χειρουργική επέμβαση (οστεοσύνθεση καταγμάτων με βελόνες k-wires και πλαστική μαλακών μορίων). Ο ενάγων εξήλθε από το νοσοκομείο με οδηγίες για περαιτέρω παρακολούθηση της υγείας του και υποβολή 20 συνεδριών φυσικοθεραπείας, ενώ κατόπιν διαδοχικών επανεξετάσεών του στα εξωτερικά ιατρεία του ως άνω νοσοκομείου του συνεστήθη σταδιακά αποχή από την εργασία του για το χρονικό διάστημα από 17-06-2009 μέχρι 19-03-2010.

Στη συνέχεια, μετά τη λήξη της αναρρωτικής του άδειας, ο ενάγων επέστρεψε στην εργασία του στις 22-03-2010, απασχολούμενος πλέον μόνο σε βοηθητικές εργασίες καθόσον αδυνατούσε εφεξής λόγω του τραυματισμού του να χειριστεί μηχανήματα κοπής ξύλου. Μετά δε την επιστροφή του στην επιχείρηση της πρώτης εναγομένης, προσέφερε τις υπηρεσίες του μέχρι τις 30-04-2011, οπότε λύθηκε η σύμβαση εργασίας του λόγω καταγγελίας της από τον δεύτερο εναγόμενο.

Ο ενάγων σήμερα μετά την ως άνω χειρουργική αντιμετώπιση και την παρατεταμένη φυσικοθεραπεία παραμένει σημαντική δυσχρηστία της δεξιάς χειρός λόγω της δυσλειτουργίας του δείκτη και του μέσου. Η δυσχρηστία αυτή, η οποία έχει πλέον παγιωθεί, εκτός των εμποδίων που θέτει στην εκτέλεση διάφορων χειρωνακτικών δραστηριοτήτων θέτει και ζήτημα ασφαλείας καθώς και το δεξιό χέρι λόγω της δυσλειτουργίας των δακτύλων και της υπαισθησίας, εκτίθεται κατά τη χρήση του σε κινδύνους νέων, πιθανόν βαρύτερων τραυματισμών. Ο ενάγων όπως αποδείχθηκε είναι δια βίου ανίκανος για χειρωνακτικές εργασίες που απαιτούν τη χρήση και του δεξιού χεριού του (όπως πχ. ως βοηθός επιπλοποιού ή ξυλουργού) ενώ μπορεί ευχερώς να χρησιμοποιεί το αριστερό σε δραστηριότητες όπως πχ ο εφοδιασμός οχημάτων με καύσιμα, καθώς όπως, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στην έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ο ενάγων δυσκολεύτηκε να βρει εργασία συμβατή με το να χρησιμοποιεί μόνο το αριστερό χέρι και τελικώς από τον Φεβρουάριο του 2014 εργάζεται σε βενζινάδικο ως πωλητής καυσίμων χειριζόμενος με το αριστερό χέρι την αντλία.

Σήμερα μπορεί να αυτοεξυπηρετείται, όμως η φύση των τραυματισμών του προκάλεσε πλήρη ανικανότητα για αυτοεξυπηρέτηση επί 4μηνο τουλάχιστον, από του τραυματισμού, ακολούθως δε μερική ανικανότητα για αυτοεξυπηρέτηση επί ένα ακόμη 6μηνο.

Όσον δε αφορά το βαθμό μόνιμης αναπηρίας του ενάγοντος, αυτός είναι τουλάχιστον 25%, και ο ίδιος όπως προαναφέρθηκε, θεωρείται ολικά ανίκανος δια βίου για εργασίες που απαιτούν τη συστηματική χρήση του δεξιού χεριού του, όπως εκείνη του βοηθού επιπλοποιού, ενώ εικόνα τραυματικής βλάβης του αριστερού χεριού δεν διαπιστώθηκε.

Στα ανωτέρω δε συμπεράσματα κατέληξε ο διορισθείς με την προαναφερόμενη μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου πραγματογνώμονας χειρούργος- ορθοπεδικός.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι το παραπάνω ατύχημα, το οποίο είναι εργατικό, αφού προκλήθηκε από αιφνίδιο βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ενάγοντος, οφείλεται σε πταίσμα των εναγομένων, τόσο όσο αφορά στην αιτία πρόκλησης αυτού, όσο και ως προς την έκταση της βλάβης της υγείας του ενάγοντος, καθόσον επέδειξαν αμέλεια, δηλαδή έλλειψη προσοχής που όφειλαν και μπορούσαν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις να καταβάλουν και δεν φρόντισαν να τηρήσουν όλους τους κανόνες ασφαλείας και τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της σωματικής ακεραιότητας του ενάγοντος- εργαζομένου τους.

Ειδικότερα, οι εναγόμενοι,  κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 7,8 και 22 του Β.Δ. «Περί προστασίας των εν τοις ξυλουργικοίς εργοστασίοις ασχολουμένων εργατών και τεχνιτών» και άρθρ. 4 παρ.1 και 3 σε συνδ.με παρ.2.13 και 2.14 Παραρτ. Ι του ΠΔ 395/ 1994, δεν φρόντισαν ώστε το μηχάνημα του δισκοπρίονου να είναι εφοδιασμένο με κατάλληλο προφυλακτήρα, έτσι ώστε να εμποδίζει την πρόσβαση στις επικίνδυνες ζώνες όπου υπήρχε κίνδυνος επαφής με το κινούμενο μηχανικό στοιχείο του μηχανήματος. Αντιθέτως, ο δίσκος κοπής του δισκοπρίονου ήταν ακάλυπτος χωρίς προφυλακτήρα και επικίνδυνος για τη χρήση. Ο ισχυρισμός δε των εναγομένων, που αποτελεί και σχετικό λόγο έφεσης ότι αποκλειστικά υπαίτιος ή συνυπαίτιος για την πρόκληση του ατυχήματος και της επ΄αυτό ζημίας του είναι ο ίδιος ο ενάγων  διότι αυτοβούλως επιχείρησε να κόψει τα ξύλα στο δισκοπρίονο αντί για την πριονοκορδέλα και δεν ήταν προσηλωμένος στον χειρισμό του μηχανήματος αλλά είχε αποσπαστεί της προσοχής του λόγω συνομιλίας του με άλλον εργαζόμενο στον ίδιο χώρο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί, δεν αποδείχθηκε από κάποιο πειστικό αποδεικτικό μέσο και ως εκ τούτου απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος.

Σημειώνεται δε ότι με την υπ΄αριθμ. 42563/2016 τελεσίδικη απόφαση του Α΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ο δεύτερος των εναγομένων κρίθηκε αποκλειστικά υπαίτιος και κηρύχθηκε ένοχος για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης εξ αμελείας παρ΄υποχρέου και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών.

Κατά την έννοια δε της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, κατά το οποίο η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμο τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η συμπεριφορά αυτή τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (βλ. Ολ ΑΠ 17/1995 και 62/1990). Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για αυτόν (υπόχρεο) επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 62/1990 ανωτ.). Περαιτέρω, το ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση ασκήσεως του δικαιώματός του  (ΟλΑΠ 33/ 2005, ΟλΑΠ 8/ 2001, ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 971/ 2004, ΑΠ 66/ 2004, ΑΠ 938/ 2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).Στην προκειμένη περίπτωση ο ισχυρισμός των εναγομένων, που αποτελεί και λόγο έφεσης ότι ο ενάγων άσκησε την ένδικη αξίωσή του καταχρηστικά καθόσον τραυματίστηκε αποκλειστικά από δικό του πταίσμα, ενώ άσκησε την αγωγή μετά από χρονικό διάστημα τριών ετών από το εν λόγω ατύχημα αποκλειστικά και μόνο για λόγους αντεκδίκησης στο πρόσωπο του δευτέρου εναγομένου, λόγω της απόλυσής του από την εργασία του, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος και τούτο διότι όπως αποδείχθηκε ο ενάγων υπέστη εργατικό ατύχημα από αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων και επομένως διατηρεί εναντίον τους νόμιμη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ενώ το γεγονός ότι άσκησε την αγωγή μετά την παρέλευση τριών ετών από το ατύχημα και μάλιστα για λόγους αντεκδίκησης στο πρόσωπο του δευτέρου των εναγομένων, δεν καθιστούν την άσκηση του εν λόγω  δικαιώματός του καταχρηστική κατ΄άρθρο 281 του ΑΚ σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας.Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που για όλους τους παραπάνω ισχυρισμούς έκρινε ομοίως και τους απέρριψε, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων και οι συναφείς λόγοι έφεσης απορριπτέοι τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών. Στην προκειμένη περίπτωση από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την εύλογη χρηματική ικανοποίηση της οποίας, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος, το μέγεθος και την έκταση του τραυματισμού του ενάγοντος, την δια βίου ανικανότητα αυτού για χειρωνακτικές εργασίες που απαιτούν τη χρήση και του δεξιού χεριού του, το ποσοστό μόνιμης αναπηρίας του ενάγοντος, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας αυτού κατά το χρόνο του ατυχήματος (38 ετών),του σωματικού και ψυχικού άλγους που δοκίμασε αυτός, το βαθμό του πταίσματος των εναγομένων, την έλλειψη οιουδήποτε πταίσματος από την πλευρά του ενάγοντος, τις ιδιότητες και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών  (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να καθοριστεί αυτή στο ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ.Το ποσό αυτό είναι δίκαιο και εύλογο (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Τούτων δοθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης εξαιτίας ηθικής βλάβης το οποίο δικαιούται ο ενάγων και α) υποχρέωσε τους εναγομένους ευθυνόμενους εις ολόκληρον να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και β) αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον οφείλουν στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα ενάντια υποστηριζόμενα με την έφεση και την ασκηθείσα με τις προτάσεις αντέφεση (όσον αφορά το ύψος του επιδικασθέντος ποσού) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Επόμενως, πρέπει οι υπό κρίση έφεση και ασκηθείσα με τις προτάσεις  αντέφεση να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμεςΤέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για την έφεση για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρ. 107, 176, 181, 193 ΚΠολΔ),  ενώ λόγω του ότι η αντέφεση ασκήθηκε με τις προτάσεις δεν επιβάλλονται δικαστικά έξοδα σε βάρος του αντεκκαλούντος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων : α) την από 18-7-2013 (αριθμ. καταθ. ……..) έφεση και β) την με τις από 15-1-2015 έγγραφες προτάσεις του ενάγοντος ασκηθείσα αντέφεση κατά της υπ΄αριθμ. 3712/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών).

Δέχεται τυπικά αυτές και τις απορρίπτει κατ’ ουσία. ΚΑΙ

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  14 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ