Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 485/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4Ο ΤΜΗΜΑ-

ΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΚΤΈΛΕΣΗ

Αριθμός απόφασης   485/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ………….., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιoυ δικηγόρου, Αθανάσιου Μακρή και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στη …. Αττικής, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», με έδρα το …. Ιρλανδίας (…………), ειδικής διαδόχου της εδρεύουσας στην Αθήνα (……….) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που κατέστη ειδική διάδοχος της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας (……….), νομίμως εκπροσωπουμένης, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο, Ελένη  Σκούρα.

Η εκκαλούσα, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../25.1.2023 ανακοπή και τους από 16.4.2023 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ……./21.4.2023 πρόσθετους λόγους αυτής, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2016/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τα απέρριψε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η ηττηθείσα ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 11.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……/11.7.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………../11.7.2023 έφεση, στο δικόγραφο της οποίας σώρευσε και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί, κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 11.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../11.7.2023 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/11.7.2023 έφεση, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύεται και αίτηση αναστολής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ,  της  ανακόπτουσας, καθ’ης η εκτέλεση και ήδη εκκαλούσας, ………., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 2016/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 23.1.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../25.1.2023 ανακοπή της, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και τους από 16.4.2023 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ………./21.4.2023 πρόσθετους λόγους αυτής, με τα οποία ζήτησε την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος της από την επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της νέας δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», με έδρα το ….. Ιρλανδίας, δυνάμει σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και συγκεκριμένα, της από 26.9.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ……/2003 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της μεταβιβασθείσας απαίτησης εκ συμβάσεως πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και της υπ’αριθμ……../12.12.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της περιγραφομένης, ευρισκομένης στον Δήμο Περάματος, ακίνητης περιουσίας της, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το  Πρωτοδικείο Αθηνών, . ……, με  την  οποία ορίστηκε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού στις 19.7.2023, ενώπιον της ορισθείσης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 εδαφ.α΄, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, με βάση τα οριζόμενα στην νέα διάταξη του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 Ν.4842/2021, που, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 116 παρ. 6 περ. γ’ του νόμου τούτου, εφαρμόζεται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, δηλαδή την 1.1.2022, στην κατάσχεση ακινήτων εξακολουθεί να μην παρέχεται η δυνατότητα αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας με την άσκηση της ανακοπής, παρά μόνο κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της απορριπτικής απόφασης, που εκδόθηκε επί της ανακοπής, όχι αυτοδικαίως, αλλά μετά από αίτηση του ασκούντος το ένδικο μέσο, που υποβάλλεται στο Δικαστήριο του ένδικου μέσου όχι αυτοτελώς, αλλά είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού. Το Δικαστήριο του ένδικου μέσου δικάζει την αίτηση αυτή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η πρόοδος της αναγκαστικής εκτέλεσης αφού δοθεί εγγύηση. Η αναστολή ή η εγγυοδοσία παρέχεται στην περίπτωση αυτή μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί του ένδικου μέσου, κατ’ άρθρο 938 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου όμως ότι η αίτηση δεν υποβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα αυτοτελώς, αλλά με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις επ’ αυτού, είναι βέβαιο ότι θα συνεκδικασθεί με το ένδικο μέσο και συνεπώς, θα εκδοθεί ενιαία απόφαση και επί της αιτήσεως αναστολής και επί του ένδικου μέσου. Ως εκ τούτου, πρακτικά η σημασία της υποβολής αιτήσεως αναστολής, κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου, έγκειται στο ότι παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ.3 ΚΠολΔ, η δυνατότητα να ζητηθεί σημείωμα (προσωρινή διαταγή) μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου (Χ. Απαλαγάκη, Σ. Σταματόπουλος, Ο Νέος ΚΠολΔ Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τομ. Β’, άρθρο 938, σελ. 3029 και Π. Ρεντούλη, Ο ΚΠολΔ μετά τους Ν. 4842/2021 και 4855/2021, Παρουσίαση των τροποποιήσεων και των θεωρητικών/ πρακτικών προεκτάσεων τους, σελ. 79). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 938 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προβλέπει ότι «Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.», εφαρμόζεται όταν ζητείται ειδικά η αναστολή του πλειστηριασμού και όχι εν γένει της εκτελεστικής διαδικασίας και πλέον η σημασία της περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις, που επιτρέπεται η υποβολή αίτησης αναστολής με την κατάθεση της ανακοπής, ήτοι μόνο σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης κινητά εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου, καθώς στην κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου δεν μεσολαβεί στάδιο πλειστηριασμού και τούτο διότι σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με αντικείμενο κατάσχεσης ακίνητα, η υποβολή αίτησης αναστολής παρέχεται μόνο με την άσκηση ενδίκου μέσου και δεν μπορεί να υποβληθεί αυτοτελώς, αλλά μόνο είτε με το ένδικο μέσο, είτε με τις προτάσεις επ’ αυτού, με αποτέλεσμα αφενός μεν να είναι δυσεφάρμοστη στην περίπτωση αυτή η τήρηση της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών πριν τον πλειστηριασμό, αφετέρου δε να μην μπορεί να εφαρμοστεί η προθεσμία για την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής στις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας πριν τον πλειστηριασμό, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση αυτή εκδίδεται ενιαία απόφαση τόσο επί της αίτησης αναστολής, όσο και επί του ενδίκου μέσου. Σημειωτέον, ότι η προθεσμία αυτή κατ’ ουδένα τρόπο συνδέεται από τις ως άνω διατάξεις με το χρόνο δημοσίευσης της απορριπτικής της ανακοπής κατά της εκτέλεσης οριστικής απόφασης ή με το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, εντεύθεν δε τα ως άνω χρονικά σημεία είναι αδιάφορα για την έναρξη και τη συμπλήρωση της προκείμενης προθεσμίας.

Εν προκειμένω, η σωρευομένη στο δικόγραφο της από 11.7.2023 ένδικης έφεσης, αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας και δη της διενέργειας του δημόσιου αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού των κατασχεθέντων με την υπ’αριθμ…../12.12.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το  Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., ακινήτων της ανακόπτουσας, ήδη εκκαλούσας, που έχει οριστεί στις 19.7.2023, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, …… …., παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ (όπως προστέθηκε εκ νέου με το άρθρο 60 Ν.4842/2021) που, εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον πρόκειται για την από 26.9.2022 επιταγή προς εκτέλεση, επιδοθείσα στις 12.10.2022, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος (1.1.2022) του εν λόγω νόμου, ομού με το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά της εκκαλουμένης απορριπτικής οριστικής απόφασης επί της ανακοπής της εκκαλούσας και των πρόσθετων λόγων της, κατά της επισπευδομένης σε βάρος της εκτέλεσης με την, ως άνω, επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του απογράφου του εκτελεστού τίτλου της υπ’αριθμ ……/2003 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, συνεκδικαζόμενη με την ένδικη έφεση.

ΙΙ. Η ανακόπτουσα, καθ’ης η εκτέλεση, με την από 23.1.2023 ανακοπή της, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και τους από 16.4.2023 πρόσθετους λόγους αυτής, ζήτησε για τους αναφερόμενους λόγους, αφενός την ακύρωση της από 26.9.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ……/2003 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της οποίας επιτάχθηκε από την επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, «…………», με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της νέας δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……», με έδρα το …. Ιρλανδίας, δυνάμει σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, να της καταβάλει για λογαριασμό της το ποσό των 146.735,10 ευρώ, εκ της αναφερόμενης σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που είχε συνάψει η ανακόπτουσα και ο σύζυγος της, ως εγγυήτρια και πιστούχος αντίστοιχα, με την απώτερη δικαιοπάροχο της, τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», εντόκως από την καταγγελία της, πλέον δικαστικών εξόδων και εξόδων εκτέλεσης και αφετέρου, της υπ’αριθμ……/12.12.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της περιγραφομένης, ευρισκομένης στον Δήμο Περάματος, ακίνητης περιουσίας της, της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το  Πρωτοδικείο Αθηνών, . …, με  την  οποία ορίστηκε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού στις 19.7.2023, ενώπιον της ορισθείσης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών, ………….

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή και το δικόγραφο των πρόσθετων αυτής λόγων, ακολούθως, ερεύνησε το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων τους και τα απέρριψε καθ’ολοκληρίαν.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η ηττηθείσα ανακόπτουσα για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή τους.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 959§1 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο ισχύει μετά το Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ 190 Α΄/13.10.2021) και εφαρμόζεται για όσους πλειστηριασμούς προσδιοριστούν μετά από την έναρξη ισχύος τούτου (άρθρο 116 ν.4842/2021 έναρξη ισχύος άρθρου 1.1.2022), «Τα κατασχεμένα πράγματα πλειστηριάζονται με ηλεκτρονικά μέσα ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας τον τόπου όπου έγινε η κατάσχεση. Εάν, για οποιονδήποτε  λόγο, δεν είναι δυνατόν να ορισθεί συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης (κατάσχεσης), τα κατασχεμένα, πράγματα πλειστηριάζονται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης ή αν και αυτό δεν είναι δυνατό του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 955§2 «Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ` ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού και την τυχόν διενέργεια αυτού με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927, το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλειά του μέχρι τη δέκατη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων. Στο απόσπασμα περιλαμβάνεται και η τυχόν βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή σχετικά με την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης. Το απόσπασμα αυτό επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον ενεχυρούχο δανειστή, εφόσον το ενέχυρο είναι γραμμένο σε δημόσιο βιβλίο. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος”. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα: καίτοι από τη διάταξη του άρθρου 959§1 ΚΠολΔ, που ορίζει ως αρμόδιους για τον πλειστηριασμό συμβολαιογράφους πρωτευόντως αυτούς του τόπου της εκτελέσεως, δεν προβλέπεται ποινή ακυρότητας για τη διενέργεια αυτού από τοπικά αναρμόδιο συμβολαιογράφο, εντούτοις από την διάταξη του άρθρου 955§2 ΚΠολΔ επιβάλλεται ειδική αιτιολόγηση από την πλευρά του δικαστικού επιμελητή για την περίπτωση, που αυτός δεν ορίσει με την έκθεση κατασχέσεως, ως υπάλληλο του πλειστηριασμού, είτε συμβολαιογράφο του τόπου της εκτελέσεως είτε της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου. Από την διατύπωση της διάταξης που απαιτεί από τον δικαστικό επιμελητή «βεβαίωση για την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης», προκύπτει ευθεία υποχρέωση για τον δικαστικό επιμελητή, που ενεργεί την κατάσχεση, να ορίσει, ως υπάλληλο του πλειστηριασμού, πρώτα συμβολαιογράφο του τόπου της εκτελέσεως κι έπειτα, αν τέτοιος δεν είναι δυνατό να οριστεί, της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου άλλως δε της πρωτεύουσας του Κράτους. Η υποχρέωση μάλιστα αυτή, καίτoι αφορά έλλειψη της εκθέσεως κατασχέσεως και του αποσπάσματος αυτής και θα καλυπτόταν με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1α ΚΠολΔ, σύμφωνα με το σύστημα του κατά στάδια ελέγχου του κύρους των πράξεων εκτελέσεως που ακολουθεί ο ΚΠολΔ, ανάγεται από το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 955§2 ΚΠολΔ σε αυτοτελή προϋπόθεση του κύρους του πλειστηριασμού και συνεπώς, όσον αφορά την προσβολή του κύρους του τελευταίου, υπάγεται στην προθεσμία του άρθρου 934§1β`. Σκοπός του νομοθέτη, σύμφωνα με σχετικές αναφορές στην ΑιτΕκθ του ν. 4472/2017 ήταν να προβλεφθούν εναλλακτικές λύσεις, όταν όχι για συγκεκριμένους μόνο λόγους, λ.χ. λόγω έλλειψης προθυμίας των συμβολαιογράφων να πιστοποιηθούν στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ, αλλά για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι δυνατό να τηρηθεί ο κανόνας και να ορισθεί ως υπάλληλος του πλειστηριασμού συμβολαιογράφος του τόπου εκτέλεσης (κατάσχεσης), ώστε να μην κωλύεται η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης και η διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού εξ αυτού του λόγου. Νομοθετήθηκε, λοιπόν εξαιρετικά (Ρεντούλης, ΕφΑΔΠολΔ 2018. 272), η δυνατότητα διεξαγωγής του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού από συμβολαιογράφο που εδρεύει σε τόπο διάφορο εκείνου της κατάσχεσης και δη διαδοχικά, αν δεν υπάρχει πιστοποιημένος συμβολαιογράφος της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης, να ορίζεται (ελλείψει δηλαδή άλλης λύσης) συμβολαιογράφος του συμβολαιογραφικού συλλόγου της πρωτεύουσας του κράτους. Η εν λόγω εξαιρετική πρόβλεψη, ενισχύθηκε προς αποφυγή καταχρήσεων, αφενός με ρητή αναφορά στο άρθρο 954 § 2 ΚΠολΔ, ότι η κατασχετήρια έκθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει τη βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή «για το λόγο της αδυναμίας ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης», αφετέρου με αντίστοιχη αναφορά στο άρθρο 995 § 4 ΚΠολΔ, ότι και στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο εκδίδει ο δικαστικός επιμελητής, στηρίζεται στην κατασχετήρια έκθεση και δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του ΤΑΝ του ΕΤΑΑ, θα πρέπει να περιλαμβάνεται η ανωτέρω βεβαίωση του αναφορικά με την τυχόν αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου στην ειρηνοδικειακή περιφέρεια του τόπου εκτέλεσης ή στην περιφέρεια του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης. Η εν λόγω υποχρέωση συμπερίληψης στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης της ως άνω βεβαίωσης του δικαστικού επιμελητή, πρέπει, μάλιστα, να τηρηθεί με ποινή ακυρότητας του επισπευδόμενου πλειστηριασμού, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 995 § 4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ. Eξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 4 ν.2830/2000 «Κώδικας Συμβολαιογράφων»: «Άρθρο 4. Αρμοδιότητα κατά τόπο. 1) Ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντα του σε όλη την περιφέρεια του ειρηνοδικείου στην οποία είναι διορισμένος, όπως κάθε φορά η περιφέρεια του ειρηνοδικείου ορίζεται. 2) Κάθε πράξη του συμβολαιογράφου η οποία γίνεται έξω από την περιφέρεια της προηγούμενης παραγράφου είναι άκυρη και ο… 3) Κατ’ εξαίρεση των όσων ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους οι συμβολαιογράφοι που είναι διορισμένοι στους δήμους που υπάγονται δικαστηριακά στις περιφέρειες των παρακάτω Ειρηνοδικείων: α) Αθηνών, β) Πειραιά, γ)Νίκαιας, δ) Καλλιθέας, ε) Νέας Ιωνίας, στ) Περιστερίου, ζ) Χαλανδρίου, η) Αμαρουσίου, ι) Αχαρνών, ια) Κρωπίας, ιβ) Ελευσίνος, ιγ) Μεγάρων, ιδ) Μαραθώνος, ιε) Λαυρίου, πλην της νήσου Κέας, ιστ)Νέων Λιοσίων και ιζ) Αγίας Παρασκευής, έχουν το δικαίωμα να ασκούν τα καθήκοντα τους και στις άλλες περιφέρειες των πιο πάνω ειρηνοδικείων, αλλά μόνο εφόσον καλούνται να συντάξουν τις συμβολαιογραφικές πράξεις στην οικία, το κατάστημα ή το γραφείο των δικαιοπρακτούντων ή των συμβαλλομένων ή το χώρο νοσηλείας αν νοσηλεύονται, όπως και όταν συμπράττουν με άλλο συμβολαιογράφο ή τους ανατίθεται η διενέργεια πλειστηριασμού». Τα ανωτέρω επιρρωνύονται με την ερμηνευτική διάταξη για τους αρμόδιους συμβολαιογράφους για τη διενέργεια του πλειστηριασμού του άρθρου 22 του Ν.4912/2022 «Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων και άλλες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» (ΦΕΚ Α’ 59/17.3.2022), που ορίζει ότι κατά την αληθή έννοια της παρ. 1 του άρθρου 959 και της παρ.1 του άρθρου 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α΄ 182)], για τα ακίνητα που βρίσκονται εντός της Περιφέρειας Αττικής, αρμόδιοι συμβολαιογράφοι είναι οι συμβολαιογράφοι των εφετειακών περιφερειών Αθηνών και Πειραιώς.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη με την εκκαλουμένη του δεύτερου λόγου της ανακοπής της και των συναφών τρίτου και τέταρτου πρόσθετων αυτής λόγων, με τους οποίους υποστηρίζει την ακυρότητα της επισπευδομένης σε βάρος της με τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, λόγω διορισμού, ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, της ανωτέρω συμβολαιογράφου Αθηνών, χωρίς να υπάρχει βεβαίωση στην κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή, που ενήργησε την κατάσχεση, για την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου της εκτέλεσης, ήτοι της περιφέρειας του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Πειραιώς. Ο κρινόμενος λόγος δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα και ως εκ τούτου, τυγχάνει απορριπτέος, καθόσον, ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα σκέψη, η ορισμένη, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, πιστοποιημένη Συμβολαιογράφος Αθηνών, ………., της Εφετειακής περιφέρειας Αθηνών, είναι αρμόδια, κατά τον νόμο, για την διενέργεια του προκείμενου πλειστηριασμού, που αφορά οριζόντιες ιδιοκτησίες τριώροφης οικοδομής, κειμένης στο Πέραμα Αττικής, ήδη Δημοτική Κοινότητα και Ενότητα Περάματος, του Δήμου Περάματος της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς της Περιφέρειας Αττικής και δεν καθίσταται αρμόδια μόνο σε περίπτωση κωλύματος συμβολαιογράφου του τόπου της κατάσχεσης και της περιφέρειας του οικείου συμβολαιογραφικού συλλόγου, ούτως ώστε να απαιτείται επί ποινή ακυρότητας του επισπευδομένου πλειστηριασμού η σύνταξη σχετικής βεβαίωσης από το όργανο της εκτέλεσης, δικαστικό επιμελητή, για την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης και η περίληψη της στην κατασχετήρια έκθεση και το απόσπασμα αυτής, ως αβασίμως υπολαμβάνει η εκκαλούσα με τον υπό κρίση λόγο ανακοπής και τους πρόσθετους εκείνους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής και τους τρίτο και τέταρτο πρόσθετους αυτής λόγους, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της έφεσης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

IV. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των Ν.3156/2003 και 4354/2015 και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη με την εκκαλουμένη του τρίτου λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο υποστηρίζει την ακυρότητα της επισπευδομένης σε βάρος της με τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσιβλήτου, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται, κατ’εξαίρεση, ενεργητικά στην προκείμενη εκτελεστική διαδικασία, κατ’ άρθρο 2 παρ.4 ν.4354/2015, ως μη δικαιούχος διάδικος, διότι αυτή κατέστη διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, δυνάμει σχετικής σύμβασης του ν.3156/2003 και όχι του ν. 4354/2015, την οποία συνήψε με την δικαιούχο της απαίτησης αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, που την απέκτησε, λόγω σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων από επιχειρηματικά δάνεια στο πλαίσιο τιτλοποίησης, που διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 ν.3156/2003.

Με την υπ’αριθμ.1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, έχει κριθεί δεσμευτικά, ως προς την ερμηνεία των εφαρμοζομένων διατάξεων, ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 10 § 14 του Ν.3156/2003 και 2 § 4 του Ν.4354/2015, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), όπως η εφεσίβλητη, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων. Ενόψει τούτων, η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, που, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, εδρεύουσας στο … Ιρλανδίας αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», νομιμοποιείται, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων της, μεταξύ των οποίων και της δανειακής απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η προσβαλλομένη αναγκαστική εκτέλεση, έχει τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξη αυτής διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου και συνεπώς, νομιμοποιείται να διενεργήσει την επισπευδομένη αναγκαστική εκτέλεση στο δικό της όνομα για την ικανοποίηση της χρηματικής αξίωσης της δικαιούχου αυτής, καθώς και σε διεξαγωγή της παρούσας δίκης περί την εκτέλεση, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της ανακόπτουσας, που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο ανακοπής, ως αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο έκτος λόγος της έφεσης για έλλειψη νομίμου βάσεως της εκκαλουμένης, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

V. Δυνάμει του άρθρου 3 § 2 ν. 4354/2015 (όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του, δυνάμει του άρθρου 69 ν. 4549/2018), όσον αφορά στην πώληση και μεταβίβαση των «μη εξυπηρετούμενων» απαιτήσεων, καθώς ο νόμος προβλέπει, συγκεκριμένα σε αυτές τις περιπτώσεις, «εφόσον ο δανειολήπτης είναι καταναλωτής, κατά την έννοια του άρθρου 1α του ν. 2251/1994, να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου», να ρυθμίσει ή να διακανονίσει τις οφειλές του. Το εν λόγω ειδικό νομοθέτημα (ν. 4354/2015) κατατάσσεται στην κατηγορία των «εποπτικού δικαίου διατάξεων» του τραπεζικού δικαίου και, στο βαθμό που δεν προβλέπει ρητές αποκλίσεις από τις γενικώς ισχύουσες ρυθμίσεις του ΑΚ, αναφορικά με την υπόσταση και το κύρος των συμβάσεων πώλησης και εκχώρησης των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων (π.χ. ειδικός συστατικός τύπος, με διπλή δημοσιότητα της σύμβασης εκχώρησης, κατ’άρθρο 3 §§ 1, 3, 4, 6 ν. 4354/2015), εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις του ΑΚ, δυνάμει και της ρητής παραπομπής του άρθρου 3 § 1 εδ. γ΄ ν. 4354/2015. Άλλωστε, από καμία διάταξη του ν. 4354/2015 δεν προκύπτει ότι το κύρος, αφενός της υποσχετικής δικαιοπραξίας πώλησης της μη εξυπηρετούμενης απαίτησης του πιστωτικού ιδρύματος τίθεται υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης εξώδικης πρόσκλησης του οφειλέτη να ρυθμίσει την οφειλή του, αφετέρου δε και κατά μείζονα λόγο, δεν προκύπτει ότι θίγεται, λόγω τυχόν έλλειψης προηγούμενης εξώδικης πρόσκλησης του οφειλέτη προς ρύθμιση του χρέους, το κύρος της σύμβασης εκχώρησης της μη εξυπηρετούμενης απαίτησης, η οποία διαρθρώνεται από τον ΑΚ ως μια κατεξοχήν αναιτιώδης δικαιοπραξία. Επομένως, αφ’ ης στιγμής μόνη νόμιμη προϋπόθεση της ανάπτυξης εννόμων συνεπειών της κατ’ άρθρο 3 § 1 ν. 4354/2015 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων, με το τυπολογικά ειδικώς ορισμένο περιεχόμενο, βάσει της § 1 εδ. α΄ του ίδιου ως άνω άρθρου, τίθεται η τήρηση του συστατικού έγγραφου τύπου και των διατυπώσεων της διπλής δημοσιότητας, κατ’ άρθρο 3 §§ 1, 3, 4, 6 ν.4354/201523, προκύπτει ότι τυχόν έλλειψη προγενέστερης ενημέρωσης του οφειλέτη για την επικείμενη μεταβίβαση ή του υποψήφιου εκδοχέα για τα χαρακτηριστικά της μεταβιβαζόμενης απαίτησης συνεπάγεται, πιθανώς, την ευθύνη της τράπεζας σε επίπεδο διοικητικής εποπτείας μόνον και όχι την ακυρότητα ή την ανενέργεια της υποσχετικής και μεταβιβαστικής σύμβασης, ως κύρωση σε επίπεδο ουσιαστικού αστικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρ. 3 ν. 4354/2015, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση με το άρθρο 69 § 2 ν. 4549/2018, προηγούμενη εξώδικη πρόσκληση του οφειλέτη, δανειολήπτη ή εγγυητή, εντός δώδεκα (12) μηνών πριν την προσφορά προς πώληση απαιτείται πλέον μόνον στις περιπτώσεις, στις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) η προς μεταβίβαση απαίτηση προέρχεται από μη εξυπηρετούμενο δάνειο ή σύμβαση πίστωσης, β) ο οφειλέτης φέρει την ιδιότητα του καταναλωτή, υπό την έννοια του άρθρ. 1α περ. α΄ ν.2251/1994, όπως τροποποιήθηκε, δυνάμει του άρθρου 100 ν.4512/2018, και κωδικοποιήθηκε με το άρθρο 1 ΥΑ 5338/2018 και γ) δεν συντρέχει καμία από τις τρεις περιπτώσεις εξαιρέσεων που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 3 § 2 ν. 4354/2015. Με άλλα λόγια, μόνον εφόσον καταφάσκονται ταυτόχρονα τα εν λόγω στοιχεία επί συγκεκριμένων περιπτώσεων οφειλετών, κρίθηκε από το νομοθέτη κατάλληλη η διατήρηση της υποχρέωσης της τράπεζας να αποστείλει την κατ’ άρθρο 3 § 2 ν. 4354/2015 εξώδικη πρόσκληση στον πελάτη της, προς το σκοπό της παρότρυνσης του τελευταίου να διακανονίσει την οφειλή του. Συνεπώς, στη συντριπτική κατά τα λοιπά πλειοψηφία των περιπτώσεων τραπεζικών απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, στις οποίες δηλαδή α) το δάνειο ή σύμβαση πίστωσης εξυπηρετείται, ή, β) ο οφειλέτης συμβλήθηκε με την τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ή, γ) συντρέχει ορισμένη από τις τρεις περιπτώσεις εξαιρέσεων που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 3 § 2 ν.4354/2015, ισχύει ο γενικός κανόνας που εκτέθηκε ανωτέρω περί της μη υποχρέωσης ειδοποίησης του οφειλέτη, μέσω εξώδικης πρόσκλησης, για να ρυθμίσει την οφειλή του πριν την πώληση και μεταβίβαση στην Ε.Α.Α.Δ.Π. Περαιτέρω, όσον αφορά την υπό γ΄ κατηγορία εξαιρέσεων, στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 3 § 2 ν. 4354/2015 προβλέπονται τρεις περιπτώσεις εξαιρέσεων από τον κανόνα του πρώτου εδαφίου της ίδιας διάταξης, όπου η ως άνω εξώδικη πρόσκληση των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων προς το δανειολήπτη και τον εγγυητή κρίνεται από το νομοθέτη αλυσιτελής και, ως εκ τούτου, δεν ανάγεται σε όρο του κύρους της, κατ’ άρθρο 3 § 2 εδ. α΄ ν.4354/2015 προσφοράς προς πώληση γι’ αυτό και μπορεί να παραλειφθεί. Ειδικότερα, ήδη βάσει της γραμματικής διατύπωσης της ρύθμισης, η εν λόγω πρόσκληση δεν απαιτείται, διαζευκτικά, εάν η προς μεταβίβαση απαίτηση είναι (α) επίδικη, (β) επιδικασθείσα ή (γ) στρέφεται κατά προσώπου που έχει χαρακτηρισθεί «μη συνεργάσιμος οφειλέτης», υπό την έννοια του άρθρου 1 § 2 ν. 4224/2013, όπως ισχύει.

Ειδικότερα, ο σκοπός της εξώδικης πρόσκλησης του οφειλέτη προς αποπληρωμή ή ρύθμιση της οφειλής του, σε χρόνο προγενέστερο της μεταβίβασης, στην περίπτωση που εκδόθηκε διαταγή πληρωμής για την εν λόγω απαίτηση, ή έστω και για μέρος αυτής, έχει καταφανώς ήδη εξυπηρετηθεί, σε χρόνο μάλιστα ήδη προηγούμενο από την έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάθεση εκ μέρους της τράπεζας της σχετικής αίτησης στο αρμόδιο δικαστήριο είναι το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της σχετικής οφειλής. Προκειμένου, δηλαδή, να καταστεί η εν λόγω απαίτηση κατά του οφειλέτη βέβαιη και εκκαθαρισμένη, ώστε να πληρούται, εντεύθεν, η τασσόμενη από το άρθρο 624 § 1 ΚΠολΔ προϋπόθεση του ορισμένου της επιδικαστέας αξίωσης, απαιτείται, κατ’ ελάχιστον, η προηγούμενη επίδοση εξώδικης πρόσκλησης προς τήρηση των συμβατικών όρων από τον τελευταίο εντός ορισμένης προθεσμίας και, σε περίπτωση μη υλοποίησης αυτής, η καταγγελία της δανειακής ή άλλης πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο των τηρούμενων σχετικά λογαριασμών. Επομένως, ο νόμος εξαιρεί από την προϋπόθεση της πρόσκλησης προς σύναψη σύμβασης μεταβίβασης (εκχώρησης) της απαίτησης την προηγούμενη εξώδικη πρόσκληση του οφειλέτη προς ρύθμιση της οφειλής στις περιπτώσεις όπου ο τελευταίος έχει ήδη λάβει την ιδιότητα του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, έστω και για μέρος της εκχωρούμενης απαίτησης, εφόσον και σε κάθε περίπτωση, η χρονικά προγενέστερη πρόσκληση του οφειλέτη από την τράπεζα προς συμμόρφωση στις αναληφθείσες συμβατικές του υποχρεώσεις, καθώς και η μεταγενέστερη δήλωση καταγγελίας της πιστωτικής σύμβασης, λόγω μη τήρησης των ως άνω υποχρεώσεων του, η οποία, επίσης επιδόθηκε στον οφειλέτη, λειτουργικά εξομοιώνεται και επιτελεί ίδιο ρόλο με την εξώδικη πρόσκληση, κατ’ άρθρο 3 § 2 εδ. α΄ ν. 4354/2015, για το σύνολο, μάλιστα, του ύψους της προς μεταβίβαση απαίτησης.

Με τον έβδομο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα αιτιάται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ν.4354/2015 και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη με την εκκαλουμένη του τέταρτου λόγου της ανακοπής της, με τον οποίο υποστηρίζει την ακυρότητα της επισπευδομένης σε βάρος της με τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης, που ανάγεται στην ακυρότητα της από 30.4.2020 σύμβασης μεταβίβασης της ένδικης απαίτησης από την απώτερη δικαιούχο πιστώτρια τράπεζα με την επωνυμία «………» στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», καθόσον δεν τηρήθηκαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ.2 του ν.4354/2015  και  δη περί εξώδικης πρόσκλησης του πιστούχου και του εγγυητή προ 12μήνου από την προσφορά των απαιτήσεων προς πώληση, ώστε να διακανονίσουν την οφειλή τους, βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης,  σύμφωνα και με τις  διατάξεις  του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, με αποτέλεσμα να πάσχουν ακυρότητας και οι μεταγενέστερες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης και εκχώρησης των απαιτήσεων, από 10.1.2022 στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» και από 11.4.2022 στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», καθώς και η από 11.4.2022 σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης τους στην καθ’ης η ανακοπή-εφεσίβλητη, η δε συμπεριφορά της επισπεύδουσας να παρίσταται παράνομη και καταχρηστική.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύεται ότι οι συμβάσεις πώλησης και εκχώρησης των μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της “………..», συμπεριλαμβανομένης της εκτελούμενης, αρχικά με την από 30.4.2020 σύμβαση στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003 και τα άρθρα 513επ. και 455επ. του ΑΚ και εντεύθεν διαδοχικά στις λοιπές, ως άνω, εταιρείες ειδικού σκοπού και συγκεκριμένα με την 10.1.2022 σύμβαση στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «.  ……….», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4354/2015 και με την από 11.4.2022 σχετική σύμβαση στην τελική δικαιούχο της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……….»,  σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003 και τα άρθρα 513επ. και 455επ. του ΑΚ, οι οποίες έχουν καταχωρηθεί νομότυπα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, είναι έγκυρες και ισχυρές τηρουμένου του έγγραφου συστατικού τύπου και των προβλεπομένων διατυπώσεων δημοσιότητας, το δε κύρος τους, ενόψει των ρηθέντων στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, δεν θίγεται, λόγω έλλειψης προηγούμενης εξώδικης πρόσκλησης του οφειλέτη προς ρύθμιση του χρέους, ήτοι δεν συνεπάγεται, την ακυρότητα ή την ανενέργεια της υποσχετικής και μεταβιβαστικής σύμβασης, ως κύρωση σε επίπεδο ουσιαστικού αστικού δικαίου. Εξάλλου, ο νόμος εξαιρεί από την προϋπόθεση της πρόσκλησης προς σύναψη σύμβασης μεταβίβασης (εκχώρησης) της απαίτησης, την προηγούμενη εξώδικη πρόσκληση του οφειλέτη προς ρύθμιση της οφειλής, στις περιπτώσεις όπου ο τελευταίος έχει ήδη λάβει την ιδιότητα του καθ’ ου η διαταγή πληρωμής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο σκοπός της επίμαχης διάταξης, στην περίπτωση που εκδόθηκε διαταγή πληρωμής για την εν λόγω απαίτηση, ή έστω και για μέρος αυτής, έχει καταφανώς ήδη εξυπηρετηθεί, με την χρονικά προγενέστερη πρόσκληση του οφειλέτη από την τράπεζα προς συμμόρφωση στις αναληφθείσες συμβατικές του υποχρεώσεις, καθώς και τη μεταγενέστερη δήλωση καταγγελίας της πιστωτικής σύμβασης, λόγω μη τήρησης των ως άνω υποχρεώσεων του, που επιδόθηκε στον οφειλέτη, λειτουργικά εξομοιώνεται και επιτελεί ίδιο ρόλο με την εξώδικη πρόσκληση του. Ενόψει τούτων, ο κρινόμενος λόγος, καθόσον επιχειρείται να θεμελιώσει ακυρότητα της συμβάσεως πώλησης και μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης στην δικαιούχο της απαίτησης, καθώς και της ανάθεσης της διαχείρισης της στην εφεσίβλητη, που επισπεύδει την διενεργούμενη εκτέλεση και συνάμα παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά του απώτερου δικαιούχου της απαίτησης πιστωτικού ιδρύματος και της επισπεύδουσας, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και ως εκ τούτου, κρίνεται αβάσιμος, κατ’ουσίαν. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που τον απέρριψε με διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά κατ’αποτέλεσμα έκρινε, απορριπτομένου του έβδομου λόγου της έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμου. Άλλωστε, η επιχειρούμενη θεμελίωση της καταχρηστικότητας της επισπεύδουσας στην προσπάθεια υπαγωγής της ανακόπτουσας στον ν.3869/2010, αλυσιτελώς προβάλλεται, συνεπεία νομότυπης παραίτησης της, κατά την πρωτόδικη εκδίκαση της υπόθεσης, από τον συναφή πρώτο λόγο της ανακοπής της.

VI. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 919 παρ. 1 και 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όταν ο επισπεύδων δεν είναι ο αρχικός φορέας της αξίωσης, της οποίας η ικανοποίηση επιχειρείται με την αναγκαστική εκτέλεση, η επιταγή προς πληρωμή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, τα οποία στηρίζουν τη νομιμοποίηση του (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκ. Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, εκδ. 1998, σελ. 435) . Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 925 παρ. 2 ΚΠολΔ, «ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν». Επομένως, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Ως έγγραφα που νομιμοποιούν το διάδοχο νοούνται εκείνα, δημόσια είτε ιδιωτικά, που αποδεικνύουν τη διαδοχή. Απαιτείται δε, η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα και δεν αρκεί η απλή μνεία τους στην επιταγή. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε, ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής (Π. Μάζη, Ερμ, ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, έκδοση 2021, άρθρο 925, σελ. 163-165) . Για το λόγο αυτό, στην περίπτωση της εκχώρησης, ο εκδοχέας της απαιτήσεως πρέπει να κοινοποιήσει την αναγγελία της εκχωρήσεως στον οφειλέτη και μάλιστα ολόκληρο το εκχωρητήριο. Η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντας δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποιήσεως προς δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαιτήσεως σε τρίτο – μη δικαιούχο διάδικο (ΕΑ 8/2023, ΕΘ 1557/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 380). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίηση τους σύμφωνα με το νόμο αυτό («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003) . Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 1688/2003) και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν.4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Έτσι, μολονότι κατά τα αναφερόμενα στην πρώτη παράγραφο της νομικής τούτης σκέψης ο ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ου η εκτέλεση νέα επιταγή, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα δημόσια είτε ιδιωτικά, ολόκληρα και όχι σε αποσπάσματα, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα, στην ειδικότερη περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβιβάσεως των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβιβάσεως και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβιβάσεως και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβιβάσεως επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβιβάσεως καθ’ εαυτή, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβιβάσεως και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβιβάσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση και η ανάθεση της διαχείρισης αυτής. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 585/2022, ΕφΑθ 5722/2022, ΕφΘεσ 177/22, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 160/2022, ΕφΠειρ574/2020, ΕφΘεσ 1643/2019, Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου-Δημητράς. Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021 σελ. 137-140 με παραπομπές σε σύγχρονη νομολογία Πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια ΕπΑΚ 2021 σελ. 703-704). Αυτά τα έγγραφα πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων στην επιταγή (ΕφΑθ 1017/2024 ΤΝΠ Νομος). Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 1343/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3577/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 494/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ Π. Μάζης, Ερμηνεία ΚΠολΔ -Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, υπό άρθρο 925 σελ. 164-165, I. Κατράς Σύστημα Ασφαλιστικών Μέτρων, Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Διαταγών Πληρωμής και Απόδοση, Τ’ εκδ. παρ. 164 Β.2) Τέλος, η εκ μέρους του ανακόπτοντος αμφισβήτηση της τήρησης των οριζομένων στην παρ. 1 του άρθρου 925 ΚΠολΔ, συνιστά άρνηση των προϋποθέσεων της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του, με αποτέλεσμα το βάρος απόδειξης της προσήκουσας συγκοινοποίησης των απαραίτητων εγγράφων από τον διάδοχο του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης του να το φέρει ο επισπεύδων δανειστής (Γ7. Γέσιου – Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής εκτέλεσης – Γενικό Μέρος, 2018, σελ. 563,564). Εξάλλου, το δικαστήριο, που δικάζει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης εφόσον διαπιστώσει ότι δεν κοινοποιήθηκαν στον οφειλέτη τα αναγκαία έγγραφα για την απόδειξη της ειδικής διαδοχής του επισπεύδοντος την εκτέλεση σε βάρος του, σύμφωνα με το άρθρο 925 ΚΠολΔ, δεν μπορεί να διαγνώσει στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά που συγκοινοποιήθηκαν, δηλαδή σε έγγραφα προσκομιζόμενα για πρώτη φορά στη δίκη της ανακοπής αλλά οφείλει να δεχθεί τον σχετικό λόγο και το αίτημα της ανακοπής και να απαγγείλει την προβαλλόμενη ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης (ΑΠ 914/2018).

Στην προκειμένη περίπτωση από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή-εφεσίβλητη επέδωσε στην ανακόπτουσα-εκκαλούσα συντασσομένης της υπ’ αριθμ………/12.10.2022  έκθεσης  επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας  της  περιφέρειας  του Εφετείου Αθηνών, με έδρα  το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, την από 26.9.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ…../2003 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που του χορηγήθηκε από τη συμβολαιογράφο Αθηνών, …….., που τηρεί το αρχείο της τέως συμβολαιογράφου, ……… εκ του πρωτοτύπου προσηρτημένου στην υπ’αριθμ………/2004 πράξη αυτής, όπως προκύπτει από την σχετική βεβαίωση στο σώμα τούτου από την ανωτέρω συμβολαιογράφο, καθώς επίσης συγκοινοποίησε  στην καθ’ης η εκτέλεση – ανακόπτουσα, κατ’άρθρο 925 ΚΠολΔ, σε ενιαίο σώμα με την προσβαλλομένη επιταγή προς εκτέλεση, τα αναφερόμενα σ’αυτήν, έγγραφα, μεταξύ των οποίων και εκείνα που την νομιμοποιούν στην διενεργούμενη εκτέλεση, ως  την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις στην δικαιούχο της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» και ειδικότερα τις καταχωρίσεις στο δημόσιο βιβλίο σε περίληψη, που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία, των από 11.4.2022 συμβάσεων μεταβιβάσεως των απαιτήσεων και ανάθεσης της διαχείρισης τους, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν.2844/2000, ήτοι την δημοσίευση του εντύπου, που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, εκ των οποίων προκύπτει η καταχώριση της μεταβιβάσεως της απαιτήσεως της καθ’ ης η εκτέλεση στην ως άνω δικαιούχο αυτής και η ανάθεση της διαχείρισης της στην επισπεύδουσα. Τα κρίσιμα αυτά έγγραφα κοινοποιήθηκαν σε επικυρωμένα φωτοτυπικά αντίγραφα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της επισπεύδουσας, που έδωσε την εντολή στον δικαστικό επιμελητή, προς πληρωμή, άλλως προς εκτέλεση, …………., με την από 26.9.2022 πράξη επικύρωσης στο τέλος του σώματος των επιδιδόμενων εγγράφων, από τα εις χείρας του ακριβή αντίγραφα εκ των πρωτοτύπων, που είναι καταχωρηθέντα στα δημόσια βιβλία του ν.2844/2000, στον οικείο τόμο, καθένα φέροντας την βεβαίωση της ακρίβειας του από τον αρμόδιο προϊστάμενο του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, που λειτουργεί και ως Ενεχυροφυλακείο. Περαιτέρω, ομοίως σε επικυρωμένα από τον ανωτέρω πληρεξούσιο δικηγόρο φωτοτυπικά αντίγραφα από ακριβή αντίγραφα, κοινοποιήθηκαν και οι οικείες καταχωρίσεις στο Ενεχυροφυλακείο σε περίληψη, που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία, των προγενέστερων συμβάσεων μεταβιβάσεως των απαιτήσεων και ανάθεσης της διαχείρισης τους, βάσει των οποίων η δικαιοπάροχος της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……..», αλλά και η απώτερη δικαιοπάροχος της, αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», απέκτησαν διαδοχικά τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις της απώτατης δικαιοπαρόχου, αρχικής πιστώτριας τράπεζας “……….» και ανέθεσαν τη διαχείριση τους στις αναφερόμενες εταιρείες. Επίσης συγκοινοποιήθηκαν επικυρωμένες, με την ως άνω πράξη επικύρωσης, φωτοτυπίες από τα σχετικά συμβολαιογραφικά πληρεξούσια σε ακριβή αντίγραφα, με την οικεία βεβαίωση του εκδίδοντος έκαστο αρμόδιου συμβολαιογράφου, περί ορισμού της εκάστοτε διαχειρίστριας εταιρείας, ως εντολοδόχου, ειδικής πληρεξουσίας, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εκάστοτε δικαιούχου της απαίτησης και παροχής πληρεξουσιότητας διενέργειας των αναφερόμενων πράξεων. Οι κοινοποιηθείσες ανακοινώσεις καταχώρησης στο Γ.Ε.ΜΗ των αποφάσεων της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων περί των μεταβολών της “…………», δεν ήταν αναγκαίες για την θεμελίωση της νομιμοποίησης της επισπεύδουσας, άλλωστε αποτελούν ηλεκτρονικά αντίγραφα εξαγόμενα μηχανογραφικά από τον διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ, ως εκ τούτου δεν χρήζουν επικύρωσης και σε κάθε περίπτωση καλύπτονται από την ως άνω πράξη επικύρωσης του πληρεξούσιου δικηγόρου, που συνέταξε την προσβαλλομένη επιταγή προς πληρωμή. Εξάλλου, δεν απαιτείτο για την εγκυρότητα των επιδιδόμενων εγγράφων η θέση σφραγίδας στις ενώσεις τους, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο πέμπτος λόγος της κρινόμενης ανακοπής, με τον οποίο υποστηρίζεται η ακυρότητα της επισπευδομένης εκτέλεσης, καθόσον δεν θεμελιώνεται ούτε αποδεικνύεται η νομιμοποίηση της καθ’ης η ανακοπή επισπεύδουσας, λόγω  μη συγκοινοποίησης   επικυρωμένων αντιγράφων  του εκτελεστού τίτλου της διαταγής  πληρωμής και των λοιπών  νομιμοποιητικών  εγγράφων,  κατ’ άρθρο  925 ΚΠολΔ, αφού  ελλείπει   η σχετική  πράξη επικύρωσης τους από  τον υπογράφοντα  δικηγόρο και η σφράγιση τους στις ενώσεις, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον κρινόμενο λόγο, αν και με ελλιπή εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά, κατ’αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο δεύτερος λόγος της έφεσης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VII. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης προσβάλλεται η απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης αναφορικά με τον πρώτο και δεύτερο πρόσθετους λόγους της ανακοπής, με τους οποίους προβάλλεται ακυρότητα του ορισθέντος πλειστηριασμού, λόγω μη τήρησης  των διατυπώσεων του άρθρου 995 ΚΠολΔ, περί επιδόσεως της κατασχετήριας έκθεσης στην ανακόπτουσα, ως οφειλέτη, στον προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά και  τον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιά, αλλά και του αποσπάσματος αυτής στις  ενυπόθηκες δανείστριες τράπεζες  «………..» και «…………», αφού οι εν λόγω επιδόσεις δεν διενεργήθηκαν από την ορισμένη με την σχετική εντολή εκτέλεσης δικαστική επιμελήτρια, ………., αλλά από διαφορετικούς επιμελητές, που η τελευταία όρισε χωρίς να έχει την σχετική εξουσία, με αποτέλεσμα να είναι ανυπόστατες και κατ’επέκταση η κατάθεση τους στην υπάλληλο του πλειστηριασμού να λογίζεται ως μη γενομένη και άκυρη.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 927 εδ.α΄ ΚΠολΔ, όπως το άρθρο είχε τροποποιηθεί   με το άρθρο 59 παρ.1 Ν.4472/2017 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 207 παρ.1 Ν.4512/2018 (ΦΕΚ Α 5/17.1.2018), η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει, ο οποίος δίνει, επάνω στο απόγραφο, τη σχετική εντολή σε ορισμένο δικαστικό επιμελητή και ορίζει τον τρόπο και αν είναι δυνατό και τα αντικείμενα επάνω στα οποία θα γίνει η εκτέλεση.

Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 26 ν.2318/1995 «Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών», για την ανάθεση πράξης εκτελεστικής διαδικασίας σε άλλο δικαστικό επιμελητή, προβλέπεται ότι : «Ο δικαστικός επιμελητής μπορεί: α) να αναθέσει με έγγραφη εντολή του σε άλλο δικαστικό επιμελητή, κατά τόπο αρμόδιο, την ενέργεια οποιασδήποτε πράξεως της διαδικασίας εκτελέσεως, που έχει ανατεθεί σε αυτόν, εκτός από την πρώτη μετά την επίδοση επιταγής πράξη, την κατάρτιση της κατά τα άρθρα 955 και 999 ΚΠολΔ περίληψης κατασχετήριας έκθεσης και την έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού και β) να αναπληρωθεί ή αντικατασταθεί με έγγραφη εντολή του παραγγέλοντος διαδίκου ή του νόμιμου πληρεξουσίου του.». Σημειωτέον, ότι το άρθρο 999 ΚΠολΔ καταργήθηκε με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 Ν.4335/2015 και πλέον εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλεια αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 995παρ.4  ΚΠολΔ, απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης βάσει του οποίου διενεργείται ο πλειστηριασμός.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 995 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 77 Ν.4842/2021 (ΦΕΚ Α 190) : «1.Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ` ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνηση του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα. Ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά τον χρόνο της κατάσχεσης κατά το π.δ. 59/2016 (Α` 95). 2. Με ποινή ακυρότητας, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται στον υποθηκοφύλακα (κτηματολόγιο) της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση. Αν πρόκειται για πλοία νηολογημένα στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που τηρεί το νηολόγιο, όπου είναι γραμμένο το πλοίο, και αν πρόκειται για αεροσκάφη γραμμένα σε μητρώο που τηρείται στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που το τηρεί. Ο υποθηκοφύλακας ή όποιος τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο οφείλει να εγγράφει την ίδια ημέρα την κατάσχεση σε ειδικό βιβλίο κατασχέσεων που τηρείται για το σκοπό αυτό και να παραδώσει μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών, αφότου κατά τα προαναφερόμενα του έγινε η επίδοση, το σχετικό πιστοποιητικό βαρών στον αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστικό επιμελητή, ενώ ο γραμματέας του ειρηνοδικείου οφείλει αυθημερόν να καταχωρίσει την κατασχετήρια έκθεση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο, με βάση τα ονοματεπώνυμα των καθ` ων η κατάσχεση…3… 4. Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κατάσχεση, να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση επίδοσης της επιταγής της εκτέλεσης, την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις επίδοσης της στον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα ή όποιον τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο, το πιστοποιητικό βαρών, καθώς και, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, την έκθεση εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή του π.δ. 59/2016. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει έκθεση για όλα αυτά. Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, που θέτει ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στον δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927 και το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλεια αυτού μέχρι την δέκατη πέμπτη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (eΕΦΚΑ). Στο απόσπασμα περιλαμβάνεται και η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, σχετικά με την αδυναμία ορισμού συμβολαιογράφου του τόπου εκτέλεσης ή της Περιφέρειας του συμβολαιογραφικού συλλόγου του τόπου εκτέλεσης. Το απόσπασμα επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος…»

Σύμφωνα, δε, με την παρ.6  περ. ιβ του  άρθρου 116 του ν.4842/2021, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 176 ν.4855/2021 (ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021) : «…ιβ) Οι παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 995 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιούνται με το άρθρο 77 του παρόντος, εφαρμόζονται για επιδόσεις που πρόκειται να γίνουν μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου». Σύμφωνα δε με το άρθρο 120 του ν. 4842/2021, η έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου έλαβε χώρα από την ημέρα δημοσίευσης του στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης, η οποία έλαβε χώρα την 13η.10.2021. Η παράλειψη ή το εκπρόθεσμο των διατυπώσεων των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 995 ΚΠολΔ, λχ. η μη επίδοση ή η εκπρόθεσμη επίδοση του αντιγράφου ή της περίληψης της εκθέσεως κατάσχεσης, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της κατάσχεσης, εξαιτίας της σπουδαιότητας που αποδίδει σ΄αυτές  ο νομοθέτης και   θεμελιώνεται λόγος ανακοπής της διάταξης του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης (ΑΠ 1255/2020, ΕφΠειρ 252/2024, ΕφΠειρ 181/2024, ΕφΑθ 55/2024, δημ.TNΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΙωαν 525/2023 ΤΝΠ ΔΣΑ, Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας 2,  Ερμηνεία ΚΠολΔ 2021, άρθρο 995 ΚΠολΔ, αρ. 3, Ορφανίδης σε Κεραμεύς, ΕρμΚΠολΔ 2000, άρθρο 159 ΚΠολΔ, παρ. 8, 9 σελ. 380, Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙ, Ειδικό Μέρος, Γ΄ Έκδοση, σελ. 252 επ), ενώ, αντίθετα, οι παραλείψεις ή τα ελαττώματα της εμπρόθεσμης επίδοσης του αντιγράφου ή της περιλήψεως της κατασχετήριας έκθεσης, επιφέρουν ακυρότητα μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της δικονομικής βλάβης, η οποία πρέπει να προσδιορίζεται ειδικά στην απόφαση που ακυρώνει την κατάσχεση (ΑΠ 1255/2020, ΑΠ 196/2006, ΑΠ 1470/2004, ΕφΠειρ 252/2024, ΕφΠειρ 181/2024, δημ.TNΠ ΝΟΜΟΣ, Κιουπτσίδιου – Στρατουδάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδοση 2021, σελ. 854).

Στην προκειμένη περίπτωση από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η ορισμένη με την από 24.10.2022 εντολή προς εκτέλεση, του πληρεξουσίου δικηγόρου της επισπεύδουσας, ήδη εφεσίβλητης, πάνω στο απόγραφο του εκτελεστού τίτλου, δικαστική επιμελήτρια της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., σε εκτέλεση της δοθείσης εντολής προέβη στην κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας της καθ’ης η εκτέλεση, οφειλέτιδος, που είχε υποδειχθεί από την εντολέα, υπέρ ης η εκτέλεση, δια του πληρεξουσίου της, με την σύμπραξη της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……., συντασσομένης της υπ’αριθμ…../12.12.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της ανωτέρω δικαστικής επιμελήτριας. Ακολούθως, ακριβές αντίγραφο της εν λόγω κατασχετήριας έκθεσης, ύστερα από έγγραφη παραγγελία της ορισμένης για την διενεργούμενη εκτέλεση δικαστικής επιμελήτριας, ……….., επί του σώματος τούτου, επιδόθηκε από την ως άνω συμπράττουσα δικαστική επιμελήτρια, στην ανακόπτουσα, τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων και  τον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, συντασσομένων των υπ’αριθμ…./13.12.2022, …/14.12.2022 και …./14.12.2022 εκθέσεων επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, ενώ ακριβές αντίγραφο του υπ’αριθμ……./12.12.2022 αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, που εξέδωσε, ως έδει, η επί της εκτελέσεως ορισμένη δικαστική επιμελήτρια, ………, κατόπιν ομοίως έγγραφης παραγγελίας, που χορήγησε στον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, . ……., επιδόθηκε νομότυπα στις ενυπόθηκες δανείστριες τράπεζες «……….», συντασσομένων των υπ’αριθμ…. και …/23.12.2022 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού αυτού επιμελητή. Ενόψει των ανωτέρω, συντελέστηκαν οι προβλεπόμενες επί ποινή ακυρότητας διατυπώσεις επιδόσεων του άρθρου 995 παρ.1, 2 και 4 ΚΠολΔ και δεν παραβιάστηκε η εντολή της επισπεύδουσας προς εκτέλεση στην ορισμένη δικαστική επιμελήτρια, αφού η δοθείσα εντολή δεν περιελάμβανε απαγόρευση ανάθεσης από την ίδια των επιμέρους επιδόσεων σε έτερο δικαστικό επιμελητή, ούτε έλαβε χώρα υποκατάσταση της ή αντικατάσταση της ή αναπλήρωση της, χωρίς πληρεξουσιότητα, καθόσον ουδόλως υποκαταστάθηκε ή αντικαταστάθηκε ή αναπληρώθηκε στα καθήκοντα της, ως όργανο της εκτέλεσης, ως αβασίμως υπολαμβάνει η ανακόπτουσα, αλλά, όπως είχε δικαίωμα, κατ’εφαρμογή του άρθρου 26 του Κώδικα Δικαστικών Επιμελητών, ανέθεσε την διενέργεια των εν λόγων επιδόσεων της κατασχετήριας έκθεσης και του αποσπάσματος της, στους ανωτέρω έτερους επιμελητές αντίστοιχα και όχι την κατάρτιση της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της περιγραφομένης ακίνητης περιουσίας της καθ’ης η εκτέλεση και την έκδοση του αποσπάσματος αυτής, που της ανατέθηκαν με την εντολή προς εκτέλεση και συνιστούν κατεξοχήν τον ορισμό της, ως επί της εκτελέσεως δικαστικής επιμελήτριας, με αποτέλεσμα οι γενόμενες επιδόσεις να είναι υποστατές και έγκυρες και να μην τίθεται θέμα κατάθεσης στην υπάλληλο του πλειστηριασμού ανυπόστατων εγγράφων και ακυρότητας της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, απορριπτομένων των κρινόμενων πρόσθετων λόγων, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε όμοια κρίση, με συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά έκρινε και συνεπώς, ο τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, που αιτιάται την εκκαλουμένη για έλλειψη νομίμου βάσεως, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VIII. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης πλήττεται η απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης, όσον αφορά τον έκτο λόγο της ανακοπής, με τον οποίο διαλαμβάνεται ότι η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση πάσχει από ακυρότητα, διότι η καθ’ ης δεν κοινοποίησε στην ανακόπτουσα και αντίγραφο της έκθεσης εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή για τον προσδιορισμό της εμπορικής αξίας των κατασχεθέντων, βάσει της οποίας καθορίζεται η τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό τους, προκειμένου να ελέγξει τη μέθοδο και την πρακτική που ακολουθήθηκε, καθώς και τυχόν σφάλματα της, ώστε να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα της, με αποτέλεσμα να προκληθεί σε βάρος της δικονομική βλάβη. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος, ως νόμω αβάσιμος, διότι με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που ορίζουν τον τύπο και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν προβλέπεται, ως αναγκαία προϋπόθεση του κύρους της, η κοινοποίηση προς τον καθ’ ου η εκτέλεση αντιγράφου της έκθεσης εκτίμησης, παρά μόνο, με βάση το άρθρο 995 παρ. 4 εδ. α’ ΚΠολΔ, προβλέπεται η κατάθεση από τον δικαστικό επιμελητή, μεταξύ άλλων εγγράφων, αντιγράφου της έκθεσης εκτίμησης σε έντυπη και ψηφιακή μορφή στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του τέταρτου λόγου της έφεσης, που  αποδίδει τις εν λόγω πλημμέλειες στην εκκαλουμένη, ως ουσιαστικά αβασίμου.

IX. Σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 995παρ.4 ΚΠολΔ, με τις οποίες ορίζονται οι διατυπώσεις που αποτελούν την αναγκαία προδικασία του πλειστηριασμού, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η κατάθεση από τον δικαστικό επιμελητή στον υπάλληλο του πλειστηριασμού του εκτελεστού τίτλου, της έκθεσης επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, της κατασχετήριας έκθεσης, καθώς και των εκθέσεων επίδοσης της προς τον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα, του πιστοποιητικού βαρών, καθώς και, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή, της έκθεσης εκτίμησης του πιστοποιημένου εκτιμητή του π.δ. 59/2016, ενώ για την κατάθεση των παραπάνω εγγράφων προβλέπεται η σύνταξη σχετικής έκθεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Παρά τη γραμματική διατύπωση του έκτου εδαφίου «Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος», πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα και με τη θεμελιώδη διάκριση που επικράτησε στη νομολογία υπό το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε και πριν την εισαγωγή του Ν. 4335/2015, ότι μόνο η παντελής (πλήρης) παράλειψη των παραπάνω προβλεπόμενων διατυπώσεων ή η εκπρόθεσμη τήρηση τους προκαλεί απόλυτη ακυρότητα, με βάση το άρθρο 159 αριθ. 1 ΚΠολΔ, η οποία απαγγέλλεται μέσω της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που ασκείται εντός της οριζόμενης με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. β’ του ίδιου Κώδικα προθεσμίας, δηλαδή ασκείται εντός εξήντα ημερών από την μεταγραφή περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης. Αντίθετα, αν πραγματοποιηθούν εμπρόθεσμα οι παραπάνω προβλεπόμενες διατυπώσεις της προδικασίας του πλειστηριασμού, αλλά αυτές πάσχουν από ελαττώματα, ελλείψεις ή πλημμέλειες, τότε οι ίδιες αυτές πράξεις προσβάλλονται με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με επίκληση δικονομικής βλάβης (άρθρο 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ), εντός της οριζόμενης με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 στοιχ. α’ εδ. α’ του ίδιου Κώδικα προθεσμίας, δηλαδή μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης (Νίκα Ν., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Β’ τόμος, 2ι έκδοση, 2018, §43, αριθ. 39, σελ. 259 – 260, με τις εκεί νομολογιακές παραπομπές με αριθ. υποσημ. 120, Γέσιου – Φαλτσή Π., Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙα, Ειδικό Μέρος, Γ’ έκδοση, 2018, §59, αριθ. 60, σελ. 490, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2ι έκδοση, 2021, άρθρο 995, αριθ. 10, σελ. 860).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η κύρια διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύδεται σε βάρος της, πάσχει από ακυρότητα, διότι τα έγγραφα, που κατατέθηκαν στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφο Αθηνών, ………, όπως αναφέρονται στην υπ’αριθμ……./23.12.2022 σχετική πράξη της, ήταν ελλιπή και συγκεκριμένα δεν κατατέθηκαν τα νομιμοποιητικά έγγραφα της επισπεύδουσας, ως διαχειρίστριας της δικαιούχου της απαίτησης, που συνεπιδόθηκαν στην ανακόπτουσα με την προσβαλλόμενη από 26.9.2022 επιταγή προς πληρωμή, ούτε ειδικό πληρεξούσιο προς τον υπογράφοντα τις προσβαλλόμενες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, πληρεξούσιο δικηγόρο.

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως την επισκόπηση της υπ’αριθμ………/23.12.2022 συμβολαιογραφικής πράξης  κατάθεσης εγγράφων πλειστηριασμού, αποδεικνύεται εναργώς ότι έχουν κατατεθεί στην υπάλληλο του πλειστηριασμού άπαντα  τα έγγραφα, που απαιτούνται  για  την νόμιμη επίσπευση του, κατ’ άρθρο 995 παρ. 4 ΚΠολΔ, τα δε έγγραφα, που νομιμοποιούν την επισπεύδουσα, ως διαχειρίστρια της δικαιούχου της απαίτησης ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, είχαν επιδοθεί νομότυπα, κατ’άρθρο 925ΚπολΔ, στην ανακόπτουσα με την προσβαλλόμενη από 26.9.2022 επιταγή προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου της υπ’αριθμ…../2003 διαταγής πληρωμής και διαλαμβάνονται αναλυτικά στο περιεχόμενο της, τα οποία με την νόμιμη κοινοποίηση τους προς την οφειλέτρια, καθ’ης η εκτέλεση, ανακόπτουσα, κατατέθηκαν προσηκόντως στην υπάλληλο του πλειστηριασμού και μνημονεύονται στην οικεία συμβολαιογραφική πράξη και δεν απαιτείτο η κατάθεση των νομιμοποιητικών εγγράφων αυτούσιων στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, ούτε αυτό συνιστά διενέργεια του πλειστηριασμού, άνευ απόδειξης της σχετικής νομιμοποίησης της επισπεύδουσας, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα.

Εξάλλου, για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση αρκεί και γενική πληρεξουσιότητα, η οποία μπορεί να χορηγηθεί και προφορικά, ενώ πράξεις που έγιναν χωρίς τη χορήγηση πληρεξουσιότητας μπορούν να εγκριθούν μεταγενέστερα (ρητά ή σιωπηρά) (Πελαγία Γέσιου Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, 2017, Τόμος 1, σελ. 492 – 493 αρ. 2 και υποσημ. 21). Εν προκειμένω, η επισπεύδουσα, καθ’ ης η ανακοπή,  δεν συγκοινοποίησε με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έγγραφο προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο, που συνέταξε αυτήν, με το οποίο να του χορηγεί ρητή εντολή και πληρεξουσιότητα να προβαίνει στο όνομα και για λογαριασμό της σε κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία είναι αναγκαία για τη διεκδίκηση των απαιτήσεων που η ίδια διαχειρίζεται, ούτε ήταν αναγκαία τέτοια ρητή πληρεξουσιότητα, σε κάθε όμως περίπτωση ενέκρινε σιωπηρά τις ενέργειες του ως άνω πληρεξουσίου δικηγόρου της, ο οποίος συνέταξε τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον κρινόμενο πρόσθετο λόγο, αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του πέμπτου λόγου της έφεσης, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβασίμου.

X. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, κατ’ουσίαν, η έφεση της ανακόπτουσας – εκκαλούσας και κατά συνέπεια, λόγω μη ευδοκίμησης κάποιου λόγου έφεσης και έκδοσης της παρούσας απόφασης, η κρινόμενη αίτηση αναστολής του ορισθέντος πλειστηριασμού, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της απορριφθείσης έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, στην εκκαλούσα, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την ένδικη έφεση, μετά της αιτήσεως αναστολής εκτέλεσης.

Δέχεται την έφεση, μετά της αιτήσεως αναστολής, τυπικά.

Απορρίπτει αυτές.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα, τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 10.10.2014.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αποχώρησης της Δικαστού Ελένης Νικολακοπούλου, Εφέτη, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 10 Οκτωβρίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ