Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 456/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αριθμός Απόφασης 456/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάννα Μπέη, Εφέτη, που ορίστηκε απ’ τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην …………. και διατηρεί υποκατάστημα στην ……. στην περιοχή ……. (………..), νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ …….., η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Αγγέλας Σαρδελιάνου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ ………..).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………. που διατηρεί ατομική επιχείρηση στο Κερατσίνι, οδός ………., με ΑΦΜ …….., ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η εκκαλούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 4-2-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …./ …./2022 έφεσή της κατά της 559/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο η πληρεξούσια δι-κηγόρος της εκκαλούσας  ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις της, ο δε εφεσίβλητος δεν παραστάθηκε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 524 παρ. 1 ΚΠολΔ,  συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της, είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Έτσι, σε περίπτωση, μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, εφόσον, όμως, επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 524 παρ. 4 εδάφ. γ ΚΠολΔ επί ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, ως προς την έφεση, όπου η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη από το διάδικο που δεν εμφανίστηκε, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτή, τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος (ΑΠ 548/2019, ΕφΑΘ 82/2020, ΕφΑΘ 169/2019 και ΕφΠειρ 170/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπό κρίση έφεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εφεσίβλητος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε νομίμως από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από την από 15-11-2023 (ματαιωθείσα) έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών σε συνδυασμό με την από 30-11-2023 βεβαίωση της ιδίας όπως και την …/12-2-2024 έκθεση επίδοσής της, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις ημερήσιες εφημερίδες «……» και «….», που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, προκύπτει ότι επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλειά της, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με τις κάτωθι αυτού εκθέσεις κατάθεσης ενδίκου μέσου και προσδιορισμού δικασίμου και την πράξη προσδιορισμού δικασίμου για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στον εφεσίβλητο, ο οποίος, παρότι κλήθηκε, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από την σειρά του οικείου πινακίου, δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, ούτε κατέθεσε δήλωση εκ του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου ο εφεσίβλητος  πρέπει να δικασθεί ερήμην, η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 271, 272 παρ. 1, 524 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παραπάνω νομική σκέψη, με την επισημείωση ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της ένδικης έφεσης προσκομίστηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και το αγωγικό δικόγραφο, κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α, γ και δ ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος – εναγόμενος δεν είχε καταθέσει προτάσεις και δικάστηκε ερήμην, παρότι είχε κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει απ’ τις …/2-8-2019 και …../28-11-2018 εκθέσεις επίδοσης της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας.

Η υπό κρίση έφεση, την οποία ασκεί η ενάγουσα, στρέφεται κατά της 559/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγόμενου και πλέον εφεσίβλητου, και με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κήρυξε εαυτόν κατά τόπο αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας. Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, από τη δε δημοσίευση αυτής, που έλαβε χώρα στις 7-2-2020, μέχρι την κατάθεση της έφεσης, στις 4-2-2022, σύμφωνα με την οικεία πράξη κατάθεσης στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, δεν έχει παρέλθει διετία (518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Συντρέχουν δε όλες οι λοιπές προϋποθέσεις του παραδεκτού της άσκησης αυτής (άρθρα 495 παρ.1, 496, 498,  511, 513 παρ.1 β’, 514, 516 παρ.1, 517 εδάφιο πρώτο, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 ΚΠολΔ), με την ίδια  διαδικασία, όπως και πρωτοδίκως, δεδομένου ότι για την άσκησή της καταβλήθηκε  και το προβλεπόμενο κατά το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ παράβολο (………………./2022 e-παράβολο Δημοσίου).

Με την από 23-11-2018 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./23-11-2018 αγωγή της η ενάγουσα, που εδρεύει στη …… Καβάλας και δραστηριοποιείται στην εμπορία κρεάτων, εκθέτει ότι κατά το χρονικό διάστημα 2007-2010 πώλησε και παρέδωσε στον εναγόμενο δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που καταρτίστηκαν στη …… Καβάλας τα αναλυτικά αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο εμπορεύματα, για τα οποία εξέδωσε τα επισυναπτόμενα σ’ αυτό (το δικόγραφο) εκατόν εννέα (109) τιμολόγια με τα αντίστοιχα δελτία αποστολής, συνολικού ποσού 49.252,13 ευρώ, και άλλα πέντε (5) πιστωτικά τιμολόγια συνολικού ποσού 467,37 ευρώ. Ότι παρόλο που η ίδια εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ο εναγόμενος, αν και παρέλαβε τα πωληθέντα σ’ αυτόν εμπορεύματα, δεν της έχει καταβάλει ολοσχερώς το οφειλόμενο τίμημα, αλλά συνεχίζει να της οφείλει το ποσό των 48.480 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, όπως εξειδικεύεται στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για την παραπάνω αιτία το εν λόγω ποσό, με το νόμιμο τόκο απ’ την πάροδο τριάντα (30) ημερών απ’ την έκδοση κάθε τιμολογίου, άλλως απ’ την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, κηρυττομένης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, αφού δίκασε την αγωγή ερήμην του εφεσίβλητου, έκανε δεκτό ότι σε ορισμένα εκ των επίδικων τιμολογίων υπάρχει έγγραφη ρήτρα παρέκτασης για τα δικαστήρια της Αθήνας και σε κάποια άλλα για τα δικαστήρια της Καβάλας, με την υπογραφή του εναγομένου παραλήπτη τους, με συνέπεια να καθιδρύεται αποκλειστική αρμοδιότητα για τα εν λόγω δικαστήρια κατά παρέκταση. Ακολούθως, για λόγους οικονομίας της δίκης και προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών έκρινε μη σκόπιμο τον χωρισμό της υπόθεσης, και, λαμβανομένης υπόψη της έδρας της πωλήτριας ενάγουσας, του τόπου κατάρτισης των πωλήσεων και του τόπου εκπλήρωσης της παροχής, κήρυξε εαυτόν κατά τόπο αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή για εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να γίνει δεκτή η έφεσή της και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της. Τέλος ζητά να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική της δαπάνη και αμοιβή της πληρεξουσίας της δικηγόρου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 535 ΚΠολΔ υποχρέωση αναπομπής μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης διατηρήθηκε μόνο σε περίπτωση σφάλματος ως προς την καθ’ ύλη αρμοδιότητα, ενώ ως προς την κατά τόπο αρμοδιότητα, μόνο όταν η διαφορά υπάγεται σε δεύτερο βαθμό σε εφετείο άλλης περιφέρειας. Αν, αντίθετα, υπάγεται πρωτοδίκως σε διάφορο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο όμως λειτουργικά υπάγεται στην περιφέρεια του δικάζοντος εφετείου, τότε η παραπομπή είναι απλώς δυνητική (άρθ. 535 § 2 ΚΠολΔ) (ΕφΝαυπλ 460/2007, ΕΠολΔ 3/2008.390-392, σχόλιο Π. Αρβανιτάκη). Συνεπώς, εφόσον το κριτήριο για να διακρατήσει ή να παραπέμψει το Δικαστήριο την υπόθεση αποτελεί μόνο το αν δικαστήριο που κρίνεται ως αρμόδιο βρίσκεται εκτός της έδρας του κατ’ έφεση δικάζοντος δικαστηρίου, είναι προφανές ότι παραπομπή μπορεί να γίνει και προς το Δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση (επιχ. από Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο πολιτικής δικονομίας, 4η έκδ., 2022, § 115, σ. 959, αρ. 5. Η αναπομπή, όπως άλλωστε και η διακράτηση, διατάσσεται αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ενδεχόμενη αίτηση του διαδίκου με περιεχόμενο την αναπομπή ή τη διακράτηση της υπόθεσης μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης μπορεί να εκληφθεί απλώς ως έκφραση της βούλησης του εκκαλούντος να εξετασθεί η υπόθεσή του κατ’ ουσίαν από δικαστήρια και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας ή, αντίστοιχα, αποκλειστικά και μόνον από το εφετείο. Η βούληση αυτή, αν πρόκειται για περίπτωση δυνητικής αναπομπής ή διακράτησης (άρθρ. 535 Ι, περίοδος β΄, ΙΙ 2), μπορεί να συνεκτιμηθεί από το εφετείο, χωρίς πάντως να προκαλείται καμία σχετική δέσμευση. Το εφετείο μπορεί να διατάξει την αναπομπή ή τη διακράτηση καταρχήν κατ’ ελεύθερη κρίση, και μόνο κατ’ εξαίρεση υποχρεωτικά, αν συντρέχει η περίπτωση του άρθρ. 535 Ι, περίοδος α΄ (υποχρεωτική διακράτηση), και ΙΙ 1 (υποχρεωτική αναπομπή). Η επιλογή του εφετείου μεταξύ αναπομπής ή διακράτησης, ως αποτέλεσμα της στάθμισης μεταξύ του κανόνα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας και της αρχής της οικονομίας της δίκης, δεν μπορεί παρά να αναζητείται in concreto. Τέτοια κριτήρια, ενδεικτικά να είναι το είδος ή η φύση της επίδικης διαφοράς, η οποία ενδεχομένως να αναδεικνύει ως πρωτεύον στοιχείο της αξίωσης δικαστικής προστασίας την ταχεία επίλυση της διαφοράς έναντι της ενδεχόμενης διέλευσής της από αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, η ευχερής απόφανση ως προς την ουσία της διαφοράς από το εφετείο, η διερεύνηση δηλαδή της ουσίας χωρίς ιδιαίτερη δυσχέρεια, η βούληση των διαδίκων, οι οποίοι μπορεί να επιθυμούν προεχόντως είτε τη διέλευση της διαφοράς από τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας είτε την άμεση εκδίκασή της από το εφετείο, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (Π. Αρβανιτάκης, Η κατ΄ ουσίαν έρευνα της διαφοράς μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως κατά τον ΚΠολΔ, 2001, § 5, σ. 125-130) (ΕφΑνΚρ 20/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 221 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ η κατάθεση της αγωγής, υπό τον όρο της επίδοσής της, αποκρυσταλλώνει την τοπική και υλική αρμοδιότητα του επιλαμβανόμενου δικαστηρίου, η οποία δεν μεταβάλλεται μεταγενέστερα ούτε από τη βούληση των διαδίκων (λ.χ. με συμφωνία παρέκτασης) ούτε από τη συμπεριφορά ενός εκάστου από αυτούς (λ.χ. με τη μεταβολή της κατοικίας ή της έδρας του εναγομένου ή με τον περιορισμό του αγωγικού αιτήματος εκ μέρους του ενάγοντος). Εξάλλου, σε περίπτωση αντικειμενικής κατά το άρθρο 218 § 1 του ιδίου Κώδικα σώρευσης περισσοτέρων αγωγών στο ίδιο δικόγραφο, οπότε ανακύπτουν περισσότερα αντικείμενα δίκης, η τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο η αγωγή απευθύνεται, μπορεί να θεμελιωθεί και στην ειδική αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας (άρθρο 31 ΚΠολΔ), εφόσον ελλείπει άλλο συνδετικό στοιχείο θεμελιωτικό αυτής χωριστά για κάθε μία από τις σωρευόμενες αιτήσεις (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 61, αρ. 7, σελ. 158, Φ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον ΚΠολΔ και η συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001, 2008, σελ. 103, Ε. Μπαλογιάννη/Π. Ρεντούλης, σε Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ Άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 218, αρ. 5, σελ. 654). Μάλιστα το forum connexitatis διατηρεί το προβάδισμα όχι μόνο έναντι της γενικής νόμιμης δωσιδικίας αλλά και έναντι των άλλων αποκλειστικών δωσιδικιών (ΕφΑθ. 7997/1999, Δνη 2001/447), ακόμα και έναντι της παρέκτασης. Έτσι, επί αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, όταν υπάρχει παρέκταση για ορισμένες από αυτές, ενώ για μία ισχύει κάποια ειδική συντρέχουσα δωσιδικία, και η αγωγή ασκηθεί στο δικαστήριο της τελευταίας, αυτό καθίσταται κατά τόπον αρμόδιο και για τις λοιπές σωρευόμενες αγωγές, για τις οποίες είχε συμφωνηθεί παρέκταση, εφόσον είναι συναφείς (ΕφΠειρ 297/2019, δημ. στον ιστότοπο του Εφετείου Πειραιώς).

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 33 ΚΠολΔ, διαφορές που αφορούν την ύπαρξη και το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή, καθώς και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίσθηκε η δικαιοπραξία, ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Η ανωτέρω δωσιδικία της δικαιοπραξίας συντρέχει με αυτήν της κατοικίας του άρθρου 22 ΚΠολΔ, και γενικά αποτελεί συντρέχουσα και όχι αποκλειστική. Έτσι οι διαφορές που αφορούν την ύπαρξη και το κύρος μιας δικαιοπραξίας εν ζωή, αλλά και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή, όπως είναι και τα δικαιώματα που δημιουργούνται από τη σύμβαση της πώλησης, μπορούν να εισαχθούν, κατ’ επιλογή του ενάγοντος, είτε στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, είτε στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η σύμβαση πώλησης, είτε στο δικαστήριο του τόπου εκπλήρωσης της παροχής (ΕφΘρ 287/2011 ΝΟΜΟΣ). Ο τόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας, ως στοιχείο θεμελιωτικό της τοπικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου, καθορίζεται με αναδρομή στις σχετικές διατάξεις του ΑΚ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, πρωτοβάθμιο τακτικό  δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 43 ΚΠολΔ, η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Το έγγραφο που απαιτείται, κατά την τελευταία διάταξη για την ανωτέρω συμφωνία, είναι συστατικό αυτής και όχι αποδεικτικό, όπως σαφώς προκύπτει από την όλη διατύπωση της εν λόγω διάταξης και ιδίως από τη φράση «είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη». Περαιτέρω, οι καταχωριζόμενες στα δελτία αποστολής–τιμολόγια συμπληρωματικές ρήτρες, είναι ισχυρές και υποχρεώνουν τους συμβληθέντες, όταν τα έγγραφα αυτά φέρουν τις υπογραφές τους. Διαφορετικά, η σχετική συμφωνία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΟλΑΠ 4/1992 ΝοΒ 40. 707, ΕφΘεσ 2588/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 861/2007 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 49/2015 ΝΟΜΟΣ).

Από την επισκόπηση των ενσωματωμένων στην αγωγή εκατόν εννέα (109) τιμολογίων των επίδικων συμβάσεων πώλησης, προκύπτει ότι σε κάποια απ’ αυτά υπάρχει έγγραφη ρήτρα περί τοπικής αρμοδιότητας υπέρ των δικαστηρίων της Καβάλας και σε άλλα υπέρ των δικαστηρίων της Αθήνας (ρήτρα παρέκτασης). Ωστόσο, αν και αυτά στο σύνολο τους έχουν υπογραφεί νομίμως από την ενάγουσα, εξ αυτών μόνον τα σαράντα οκτώ (48) φέρουν και την υπογραφή του εναγομένου ή εξουσιοδοτημένου απ’ αυτόν προσώπου, με συνέπεια για τις υπόλοιπες εξήντα μία (61) αντίστοιχες πωλήσεις να μην είναι έγκυρη η ρήτρα παρέκτασης, επειδή δεν έχει τηρηθεί ο έγγραφος (συστατικός) τύπος, που επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 43 ΚΠολΔ  (ΜονΕφΠειρ 49/2015, ΕφΘεσ334/2009  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και ως προς αυτές να ισχύει η τοπική αρμοδιότητα των Δικαστηρίων Πειραιά ως εκ του τόπου κατοικίας του εναγομένου (άρθρο 22 ΚΠολΔ) και δη του καθ’ ύλην, λόγω ποσού, αρμόδιου (δικάσαντος πρωτοδίκως) Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Περαιτέρω, για τις υπόλοιπες συμβάσεις, για τις οποίες έχει εγκύρως συμφωνηθεί ρήτρα παρέκτασης, η αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου θεμελιώνεται λόγω συνάφειας στο άρθρο 31 ΚΠολΔ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση και με τις προεκτεθείσες αιτιολογίες έκρινε  τον εαυτό του κατά τόπο αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής και παρέπεμψε αυτήν στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Καβάλας, έσφαλε κατά την ερμηνεία του νόμου.  Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει αφού γίνει δεκτός ως βάσιμος ο κύριος λόγος έφεσης, να γίνει δεκτή και η έφεση στο σύνολό της ως και ουσία βάσιμη, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου της έφεσης στην εκκαλούσα, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να αναπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δη στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 46 και 535 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ), κατά την ελεύθερη, αυτεπάγγελτη κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της ερημοδικίας του εφεσίβλητου, της μη υποβολής αιτήματος της εκκαλούσας περί διακράτησης της υπόθεσης και προς αποφυγή της δυσμενούς συνέπειας της απώλειας της κρίσης ενός  βαθμού δικαιοδοσίας, συνεκτιμώμενου και του γεγονότος ότι απ’ το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει η προσκομιδή δικαστικού ενσήμου. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας-ενάγουσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό, βαρύνουν τον εφεσίβλητο-εναγόμενο λόγω της ήττας του (άρθρα 46, 176, 183, 191 παρ. 2, 535 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να οριστεί και παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση, που ο εφεσίβλητος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εφεσίβλητου.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 559/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΑΝΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση να δικαστεί ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εφεσίβλητου, τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου της έφεσης στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στις 19-9-2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 19-9-2024, με άλλη σύνθεση, λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως της Εφέτου Μαριάννας Μπέη, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, και με την ίδια Γραμματέα, απόντων των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ