Αριθμός 427/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Λαμπρινή Παπαδουλη.
ΚΑΘ ΟΥ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Δημήτριο Λυκοκαπη.
Ο καθ΄ ου η ανακοπή άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.12.2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2013) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 1056/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη καθ΄ ου η ανακοπή με την από 19.2.2016 (αριθμ. εκθ. καταθ. στο Πρωτοδικείο …/2016 και ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο ………/2018) έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 125/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, ερήμην του εφεσίβλητου και ήδη ανακόπτοντος, ………….., η οποία δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Ο ήδη ανακόπτων άσκησε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς την από 24.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2021) ανακοπή ερημοδικίας, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 19η.5.2022, μετά δε από αναβολή η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 24-5-2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης ενδίκου μέσου …./24-5-2019 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης δικογράφου ………./19-11-2021 ανακοπή ερημοδικίας, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 125/2019 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε ερήμην του ανακόπτοντος – εφεσιβλήτου – εναγόμενου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 501, 502, 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ανακοπή ερημοδικίας ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον ανακόπτοντα – εφεσίβλητο – εναγόμενο την 9-5-2019 (βλ. προσκομιζόμενη απ’τον καθ’ου η ανακοπή, υπ’αριθμ. ……./9-5-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …………..), ενώ η ένδικη ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, την 24-5-2019, ήτοι εντός της 15ήμερης προθεσμίας του άρθρου 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της ανακοπής ερημοδικίας έχει κατατεθεί από τον ανακόπτοντα–εφεσίβλητο–εναγόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ, το παράβολο, που ορίσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου (βλ. το υπ’ αριθμ. …………………../24-5-2019 ηλεκτρονικό παράβολο).
Κατά το άρθρο 501 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης, που έχει εκδοθεί ερήμην, επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 126 παρ. 1 στοιχ. α’, 127 παρ. 1, 128 παρ. 1 εδ. α’ και 139 παρ. 1 στοιχ. δ’, παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται, πλην άλλων, ότι στην περίπτωση επίδοσης δικογράφου σε (φυσικό) πρόσωπο πρέπει να παραδίδεται τούτο προσωπικά σε εκείνον, στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο και η επίδοση συνίσταται στην παράδοση του εγγράφου στα χέρια του προσώπου προς το οποίο γίνεται, και αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενηλίκους συγγενείς ή υπηρέτες που συνοικούν μαζί του, οπότε πρέπει και αρκεί να αναγράφεται στην έκθεση η ιδιότητα και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138 (ΑΠ Ολ 900/1985, ΑΠ 1005/2005, ΑΠ 532/1999), για να μπορεί να διαπιστωθεί αν είναι ένα από τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα παραλαβής εγγράφου.Ως κατοικία δε κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 128 ΚΠολΔ ορίζεται αυθεντικά, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το σπίτι ή το διαμέρισμα που είναι προορισμένο για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, ακόμη και αν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα δεν χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό. Η έννοια της κατοικίας, στην προκειμένη διάταξη, είναι διάφορη από την αντίστοιχη έννοια του άρθρου 51 ΑΚ, του άρθρου 22 ΚΠολΔ, του τόπου διαμονής κατ’ άρθρο 624 παρ. 2 ΚΠολΔ καθώς για την ύπαρξή της απαιτούνται σε σχέση με τις ρυθμίσεις των άρθρων 51 ΑΚ, 22 και 624 παρ. 2 ΚΠολΔ λιγότερες προϋποθέσεις, αφού αρκεί ο χώρος να είναι προορισμένος για διημέρευση ή διανυκτέρευση. Επομένως, κατοικία για τις ανάγκες της επιδόσεως θεωρείται και ο χώρος που είναι προορισμένος για μόνιμη, κατ’ αρχήν, αλλά και προσωρινή διημέρευση ή διανυκτέρευση του αποδέκτη της επιδόσεως. Δεν αποκλείεται έτσι ο παραλήπτης να έχει περισσότερες κατοικίες, οπότε η επίδοση μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε από αυτές εγκύρως (ΕφΑθ 4071/1975 Αρμ 1975, 611). Δεν έχει επίσης σημασία, αν πρόκειται για κατοικία ιδιόκτητη ή μισθωμένη, αν ο παραλήπτης του εγγράφου φιλοξενείται εκεί ή διαμένει ως μέλος της οικογένειας ή ως σύνοικος (Γ. Ορφανίδης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ 1, (2000), 128 αρ. 4 και εκεί παραπομπές σε νομολογία). Ως σύνοικοι θεωρούνται κατά νόμον (128 παρ. 3 ΚΠολΔ) εκείνοι που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, οι θυρωροί πολυκατοικιών και τα μέλη της οικογένειάς τους που συνοικούν μαζί τους, οι διευθυντές ξενοδοχείων και οικοτροφείων, καθώς και το υπηρετικό και υπαλληλικό προσωπικό τους, όχι όμως οι ένοικοι άλλου διαμερίσματος ή δωματίου της ίδιας κατοικίας (ΑΠ 350/2013 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτήν ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της έκθεσης ως πλαστής. Τα περιστατικά αντίθετα που βεβαιώνονται σ’ αυτήν (έκθεση επίδοσης), την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, όπως είναι και το ότι η συγκεκριμένη διεύθυνση, όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου είναι η κατοικία του παραλήπτη ή ότι εκείνος στον οποίο εγχειρίσθηκε το έγγραφο είναι σύνοικος αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, το βάρος δε της οποίας φέρει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια της σχετικής βεβαίωσης στην έκθεση του επιμελητή (ΑΠ 350/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1232/2012 ΧρηΔικ 2013, 173, ΑΠ 1005/2005, ΑΠ 532./1999, βλ. και Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, έκδ. 3η, (1986), σελ. 285 επ., ΠΠρΚαλαμ 73/2017, δημ. ΕφΑΔ 2018, 189) Λαμβανομένου υπόψιν ότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 128 § 1 και 130 § 1, σύμφωνα με τις οποίες, “αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους συγγενείς ή υπηρέτες που συνοικούν μαζί του…” (128 § 1) και “αν ο παραλήπτης της επίδοσης ή τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 128 και 129 αρνηθούν να παραλάβουν το έγγραφο το όργανο της επίδοσης επικολλά το έγγραφο στην πόρτα….”, σαφώς προκύπτει ότι, για το νομότυπο της κατ` αυτής επίδοσης σε σύνοικο απαιτείται πραγματική συνοίκηση, κατά το χρόνο της επίδοσης και δεν αρκεί τυχαία παρουσία ή τυχαία ή παροδική παροχή εργασίας. Έτσι, αν αποδειχτεί ότι κατά τον χρόνο όπου έλαβε χώρα η επίδοση ο προς ον αυτή κατοικούσε μονίμως σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση που θα μπορούσε να πληροφορηθεί, καταβάλλοντος κάθε δυνατή προς τούτο -κατά το μέτρο επιμελούς ανθρώπου- προσπάθεια, εκείνος που παρήγγειλε την επίδοση ή ο δικαστικός επιμελητής που την ενήργησε, η επίδοση είναι άκυρη, εφόσον η σχετική παράβαση επέφερε την κρίση του δικαστή τέτοια βλάβη, η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί διαφορετικά, παρά μόνο με κατά την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 1719/2007, ΕλλΔ/νη 2009/1035, ΝοΒ 2008. 699, ΑΠ 260/1987, ΑρχΝ Λθ. 633, ΕφΠειρ 44/2006, ΝΟΜΟΣ). Αν δηλαδή ο διάδικος προς τον οποίο έγινε η επίδοση ως πρόσωπο άγνωστης διαμονής αμφισβητήσει το στοιχείο αυτό, ο αντίδικος του φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι αυτός ήταν πράγματι άγνωστης διαμονής, αφού ο παραλήπτης της επίδοσης αμφισβητεί απλώς το κύρος της επίδοσης (ΕφΔωδ 201/1992, ΕλλΔνη 36. 407, ΕφΑΘ 2812/1987, ΕλλΔνη 29. 153, βλ. και Δεληκωστόπουλου/Σινανιώτη, ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρο 136, σ. 354). Δεν είναι νόμιμη η επίδοση που γίνεται με δόλο και γνώση του παραγγέλλοντος ότι το έγγραφο δεν θα περιέλθει σε αυτόν στον οποίο απευθύνεται και αφορά (ΕφΘεσ2933/2017).
Κατά το άρθρο 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μή κλήτευση ή τη μή νόμιμη ή μή εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μή εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008 ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 του ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020 ό.π., ΜονΕφΠειρ 87/2022 ό.π., ΜονΕφΠειρ 9/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 341/2021 ό.π).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο καθ’ου η ανακοπή είχε εγείρει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος του ανακόπτοντος την από 27-12-2012 και με αριθμό κατάθεσης …../10-01-2013 αγωγή. Το δικαστήριο αυτό με την υπ’αριθμ……./27-02-2014 απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ.663 επ.ΚΠολΔ) και υποχρέωσε τον ανακόπτοντα-εναγόμενο να καταβάλει νομιμοτόκως στον καθ’ου η ανακοπή-ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα (8.840,00) ευρώ. Ο καθ’ου η ανακοπή-ενάγων άσκησε σε βάρος της ως άνω απόφασης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, την από 19-02-2016 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2018 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε, ερήμην του εφεσιβλήτου και ήδη, ανακόπτοντος, η υπ’ αριθμ. 125/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε τυπικά και κατ’ουσίαν δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε στο σύνολό της η ως άνω εκκαλούμενη απόφαση, κρατήθηκε η υπόθεση, δικάστηκε η αγωγή, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος και ήδη ανακόπτων να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα (19.890) ευρώ και αναγνώρισε ότι του οφείλει το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι και δέκα πέντε λεπτών (19.520,15 ευρώ), με τον νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, κατά ης διακρίσεις που αναφέρονται στο σκεπτικό, μέχρι την εξόφληση.. ΄Όπως ρητά αναφέρεται στο σκεπτικό της υπ’αριθμ. 125/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην του εφεσιβλήτου, και ήδη ανακόπτοντος «Από την υπ’ αριθμ. Ε …./21-02-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, . …………., που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και κλήση για να παραστεί στη συζήτηση, κατά τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος, όμως δεν εμφανίστηκε, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην παραπάνω δικάσιμο από τη νόμιμη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και πρέπει, επομένως, να δικαστεί ερήμην, η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών(άρθρ.524 παρ.4 ΚΠολΔ)». Ο ανακόπτων-εφεσίβλητος-εναγόμενος, ο οποίος δεν άσκησε έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1056/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που τον υποχρέωνε σε καταβολή ποσού 8.840 ευρώ, με την ένδικη ανακοπή και κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, διατείνεται όχι ότι δεν έλαβε γνώση, αλλά ότι δεν κλητεύθηκε νόμιμα κατά την εκδίκαση της έφεσης του καθ’ου η ανακοπή, διότι αυτή κοινοποιήθηκε στην κατοικία των γονέων του, στη ………., ενώ ο ίδιος είναι κάτοικος Νάξου και συγκεκριμένα, ότι κατοικεί στο χωριό …… της Νάξου. Ωστόσο, στην ίδια διεύθυνση, δηλαδή, στη ………. είχε κοινοποιηθεί τόσο n από 27-12-2012 αγωγή του καθ’ου η ανακοπή, όσο και η υπ’ αριθμ. 125/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και παρελήφθησαν από τη μητέρα του ανακόπτοντος, ……….., ως σύνοικο αυτού, η οποία παρέλαβε τα επιδοθέντα έγγραφα (δικόγραφο αγωγής και απόφαση του Εφετείου) και υπέγραψε τις εκθέσεις επίδοσης χωρίς να προβάλλει καμία επιφύλαξη και χωρίς να προβάλει τον ισχυρισμό ότι ο ανακόπτων-εφεσίβλητος-εναγόμενος δεν διαμένει εκεί αλλά, είναι κάτοικος Νάξου (βλ. προσκομιζόμενα απ’τον καθ’ου η ανακοπή, αντίγραφα των υπ’ αριθμ. …/2-1-2013 και Ε …………/9-5-2019 εκθέσεων επίδοσης της αγωγής και της απόφασης του Εφετείου, αντίστοιχα του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών, ………..). Μάλιστα ο ανακόπτων, στον οποίο κοινοποιήθηκε στη ………….., η υπ’ αριθμ. 125/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και παρελήφθη ανεπιφύλακτα από τη μητέρα του, έλαβε γνώση και αυτής και άσκησε εμπρόθεσμα την ένδικη ανακοπή ερημοδικίας την τελευταία ημέρα της 15νθήμερης προθεσμίας του άρθρου 503 παρ. 1 ΚΠολΔ, από την ημέρα της επίδοσης της εν λόγω απόφασης. Η επίμαχη έκθεση επίδοσης, η οποία αποτελεί δημόσιο έγγραφο, αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτήν ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του, καθώς δεν προσβλήθηκε για πλαστότητα, ενώ για τα περιστατικά που βεβαιώνονται σ’ αυτήν (έκθεση επίδοσης), την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, όπως είναι και το ότι η συγκεκριμένη διεύθυνση, όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου ήταν η κατοικία του παραλήπτη ή ότι εκείνος στον οποίο εγχειρίσθηκε το έγγραφο ήταν σύνοικος, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη. Ο ανακόπτων, ο οποίος φέρει και το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του ως προς το ότι η διεύθυνση κατοικίας του του είναι το χωριό ……. στη Νάξο, δεν προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό του περί μετοίκησης, ενώ ο ίδιος ο ανακόπτων στην ανακοπή και στις προτάσεις του αναφέρει ως αρμόδια ΔΟΥ, τη ΔΟΥ Πειραιά, γεγονός που μαρτυρά ότι ουδέποτε άλλαξε κατοικία. Επιπλέον, ο πατέρας του ανακόπτοντος, ουδέποτε κατά τη διαδικαστική διαδρομή της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς παρέλαβε κάποιο έγγραφο που να αφορούσε τον ανακόπτοντα, παρά μόνον η σύνοικος μητέρα του. Κατόπιν των ανωτέρω, ο προβαλλόμενος λόγος της ένδικης ανακοπής ερημοδικίας δεν πιθανολογείται ως βάσιμος και πρέπει η ανακοπή ως αβάσιμη να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να επιβληθούν σε βάρος του ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα του καθ’ου η ανακοπή, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με παρόντες τους διαδίκους, την από 24-5-2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης ενδίκου μέσου ………/24-5-2019 και ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης δικογράφου ……../19-11-2021 ανακοπή ερημοδικίας, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 125/2019 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε ερήμην του ανακόπτοντος – εφεσιβλήτου – εναγόμενου,
Απορρίπτει την ανακοπή ερημοδικίας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του υπ’ αριθμ. …………./24-5-2019 παραβόλου, που κατέθεσε ο ανακόπτων κατά την άσκησή της, ποσού τριακοσίων (300) ευρώ.
Επιβάλει σε βάρος του ανακόπτοντος, τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 3 Σεπτεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ