Αριθμός 444/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από το Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στη …… της Λιβερίας (…………, Αρ. Μητρώου εταιριών Λιβερίας ……….), στην πραγματικότητα όμως στην Ελλάδα (οδός ………..), (στερείται ΑΦΜ) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στο ……….. της Γερμανίας (…………..), στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Χρήστο Ρογκατσιο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2209/2023, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 30.10.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………../2023 -ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H κρινόμενη από 30.10.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2023 και με αριθμό προσδιορισμού ………./2023 έφεση κατά της με αριθμό 2209/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 14.1.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2022 αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία επίδοση ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα στις 2.10.2023, γεγονός που αποδεικνύεται από τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……….. στο προσκομιζόμενο αντίγραφο της εκκαλουμένη απόφασης (σχετ. Εφ3), ενώ η έφεση κατατέθηκε στις 30.10.2023 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 1, 517, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ……………/2023 ποσού 150 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 14.1.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2022 αγωγή, η ενάγουσα, η οποία σύμφωνα με το καταστατικό της εδρεύει στη Λιβερία, εκθέτει ότι στην πραγματικότητα εδρεύει και ασκεί την επιχειρηματική της δραστηριότητα στην Ελλάδα και ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Λιβερίας φορτηγού πλοίου «D», μεταφορικής σε βάρος ικανότητας 74.716 τόνων, το οποίο ναυλώνει σε ναυλώτριες εταιρείες για την εκτέλεση εμπορικών ταξιδιών μεταφοράς φορτίων ανά τον κόσμο. Ότι η ήδη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία με έδρα το Αμβούργο ασχολείται με την αντιπροσώπευση αλλοδαπών εταιρειών κατ’ επάγγελμα με σκοπό τη σύναψη παντός είδους συμβάσεων ναυλώσεων εμπορικών ποντοπόρων πλοίων παντός τύπου ανά την υδρόγειο. Ότι στις 27-7-2020 η ναυλομεσιτική εταιρεία με την επωνυμία «……………» ενημέρωσε, μέσω της διαχειρίστριας του ως άνω πλοίου εταιρείας με την επωνυμία «……….» την ενάγουσα ότι η εταιρεία με την επωνυμία «……….», υπέβαλε προς αυτήν πρόταση για τη ναύλωση του παραπάνω πλοίου, προκειμένου να μεταφέρει ένα φορτίο σιτηρών, ιδιοκτησίας της ναυλώτριας εταιρείας, από τη Βραζιλία στο Ιράν. ‘Οτι την ίδια ως άνω ημέρα η ενάγουσα διόρισε τη ………….. ως ναυλομεσίτρια για τη σύναψη του σχετικού ναυλοσυμφώνου και ζήτησε μέσω αυτής από την εναγομένη να της παράσχει πληροφορίες για ης επαγγελματικές δραστηριότητες της υποψήφιας ναυλώτριας, τους εκπροσώπους της, τις παρελθούσες και παρούσες ναυλώσεις, καθώς και για την οικονομική της κατάσταση, ούτως ώστε να αποφασίσει αν θα ήταν ασφαλές να εκναυλώσει το πλοίο της σε μία εταιρεία, την οποία δεν γνώριζε και θα συνεργάζονταν για πρώτη φορά. Ότι ακολούθως η εναγομένη, παρέστησε ψευδώς στην ενάγουσα ότι η ναυλώτρια ……….. ήταν μια εταιρεία με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, μέλος ενός πολυεθνικού ομίλου εταιρειών με τεράστιο όγκο συναλλαγών, ότι εδρεύει στη ……, όπου διατηρεί πολυτελή γραφεία, ότι έχει υποκατάστημα στην ……., ότι μεταφέρει τεράστια φορτία από τους παραγωγούς στους καταναλωτές παγκοσμίως, ότι συνεργάζεται με τις μεγαλύτερες εταιρείες φορτίων ότι διαθέτει τεράστιο προσωπικό αποτελούμενο από εξειδικευμένους επαγγελματίες, ότι είχε υπό ναύλωση τα αναφερόμενα στην αγωγή φορτηγά πλοία για να καλύψει συμβόλαια μεταφοράς 40.000 μετρικών τόνων φορτίου, ότι είχε ήδη ναυλώσει δυνάμει του από 3-7- 2020 ναυλοσυμφώνου το φορτηγό πλοίο «OG” για φόρτωση φορτίου 60.000 μετρικών τόνων, καθώς και το φορτηγό πλοίο «Ρ” και το φορτηγό πλοίο «T”, και ότι είναι κυρία όλων των μεταφερόμενων φορτίων, τα οποία η ίδια ασφαλίζει κατά παντός κινδύνου. Ότι όλα τα ανωτέρω ήταν ψευδή και η εναγομένη τελούσε σε γνώση της αναλήθειας αυτών, αφού γνώριζε πολύ καλά ότι η παραπάνω εταιρεία ήταν ανύπαρκτη, ότι δεν υφίστατο καν ως νομικό πρόσωπο, διότι είχε ήδη λυθεί από τον Απρίλιο του 2018 και είχε διαγραφεί από το Μητρώο Εταιρειών της …… και ότι δεν είχε περιουσία, ούτε καμία οικονομική συναλλαγή. Ότι επειδή η εναγομένη παρέστησε ψευδώς στην ενάγουσα ότι είχε προβεί σε ειδικώς επισταμένο έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας, της αξιοπιστίας και της φερεγγυότητας της ναυλώτριας εταιρείας …., την έπεισε ότι η τελευταία θα εκπλήρωνε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα να συνάψει το από 4-8-2020 ναυλοσύμφωνο, στο οποίο μάλιστα περιλήφθηκαν οι παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις. Ότι σε εκτέλεση του παραπάνω ναυλοσυμφώνου το πλοίο της ενάγουσας αφίχθη στο λιμένα φόρτωσης την 18-8-2020, πλην όμως η ναυλώτρια δεν φόρτωσε κανένα φορτίο. Ότι στις συνεχείς οχλήσεις της η εναγομένη τη διαβεβαίωνε ψευδώς μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων έως και τις 9-11-2020 ότι το φορτίο δημητριακών επρόκειτο να φορτωθεί στο πλοίο άμεσα κι ότι η ναυλώτρια εταιρεία θα της κατέβαλε αποζημίωση υπεραναμονής για την καθυστέρηση τριών μηνών. Ότι τελικά η ναυλώτρια κατά παράβαση των ουδέποτε φόρτωσε κανένα φορτίο, ούτε κατέβαλε οποιαδήποτε αποζημίωση αναμονής που όφειλε βάσει των όρων του ναυλοσυμφώνου, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να καταγγείλει τη σύμβαση ναύλωσης στις 13-11-2020. Ότι από την αθέμιτη εξαπάτηση της εναγομένης αυτή ζημιώθηκε: α) κατά το ποσό των 1.059.142,50 ευρώ που αντιστοιχεί σε αποζημίωση υπεραναμονής (demurrage) από 28-8-2020 έως 13-11-2020, β) κατά το ποσό των 28.220 δολαρiων ΗΠΑ που αντιστοιχεί στην αξία των καυσίμων που κατανάλωσε το παραπάνω πλοίο για το ταξίδι του από το λιμένα Σάντος προς το λιμένα του Ρίο Γκράντε, από όπου θα απέπλεε για την εκτέλεση νέου ναυλοσυμφώνου που είχε συνάψει με τη ναυλώτρια εταιρεία …., γ) κατά το ποσό των 235.365 ευρώ που αντιστοιχεί σε κόστος επιπρόσθετης αποζημίωσης υπεραναμονής από 13-11-2020 (ημερομηνία απόσυρσης του πλοίου από τη ……) έως 1-12-2020 (έναρξη φόρτωσης από τη νέα ως άνω ναυλώτρια) και δ) κατά το ποσό των 1.027.620 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη και δη για διαφορά ναύλου που θα αποκέρδαινε εάν δεν την είχε εξαπατήσει η εναγομένη, ήτοι συνολικά για όλες τις ανωτέρω αιτίες (ζημιώθηκε) κατά το ποσό των 2.350.347,50 ευρώ και υπέστη ηθικής βλάβη από την εξαπάτηση της στη φήμη αξιοπιστία και στο μέλλον της στις συναλλαγές κι ότι ως εύλογη χρηματική ικανoπoίηση το ποσό των 100.000 ευρώ. Ακολούθως αφού παραιτήθηκε από τα υπό στοιχεία, β, γ και δ και περιόρισε το αίτημα περί ηθικής βλάβης αιτήθηκε 1) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει, για το υπό στοιχείο α κονδύλιο, το ποσό των 1.059.142,50 ευρώ και 2) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 20.000 ευρώ, εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή ορθά ασκήθηκε εμπρόθεσμα με επίδοση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών (σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και όχι με πραγματική επίδοση στην έδρα του νομικού προσώπου στο εξωτερικό αφού έκρινε ότι για τη συντέλεση της επίδοσης της αγωγής με βάση τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Κανονισμού 1393/2007 παραπέμπει ευθέως στις προθεσμίες ενέργειας και όχι στις προπαρασκευαστικές της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου με αποτέλεσμα να αρκεί η πλασματική επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω έκρινε με βάση το άρθρο 7 παρ. 2 του κανονισμού 1215/2012 και τα άρθρα 18 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του ν. 2172/1993 ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα και συνεπώς διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης. Έκρινε δε ορθά διότι η διεθνής δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου θεμελιώνεται πράγματι στο άρθρο 7 παρ. 2 του καν. 1215/2018 με βάση την ειδική συντρέχουσα δωσιδικία για διαφορές από αδικοπραξία (βλ. Δεληκωστόπουλο Ζητήματα από την εφαρμογή του κανονισμού 1215/2012 γ’ έκδοση Θεσσαλονίκη 2022 124επ) αφού η εναγομένη ναυλομεσίτρια υπέδειξε στη διαχειρίστρια γενική πράκτορα του πλοίου της ενάγουσας που εδρεύει στον Πειραιά την κατάρτιση του συγκεκριμένου ναυλοσυμφώνου και τα ναύλα σύμφωνα με το επικαλούμενο από 4.8.2020 ναυλοσύμφωνο ήταν πληρωτέα στον λογαριασμό της διαχειρίστριας στον Πειραιά. Σημειωτέον ότι ως “τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός” δεν νοείται αυτός, όπου ο ζημιωθείς ισχυρίζεται ότι υπέστη τη ζημία που αποτελεί τη συνέπεια της αρχικά επελθούσας ζημίας που υπέστη εντός άλλου συμβαλλόμενου Κράτους, αλλά ο τόπος όπου το παραγωγικό της ευθύνης από αδικοπραξία ή οιονεί αδικοπραξία ζημιογόνο γεγονός παρήγαγε απ` ευθείας τα ζημιογόνα αποτελέσματα εις βάρος του αμέσως ζημιωθέντος. Για τον προσδιορισμό του “τόπου επέλευσης της ζημίας” έχει σημασία ο καθορισμός της “ζημίας” που είναι ληπτέα υπόψη. Ως “ζημία“ νοείται βλάβη της περιουσίας ή του προσώπου του ενάγοντος, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια προς το ζημιογόνο γεγονός, δηλαδή την παράνομη συμπεριφορά, η οποία αποδίδεται στον εναγόμενο, – όχι δε η έμμεση ή η απώτερη ή από αντανάκλαση ζημία, που υποστηρίζει κάθε φορά, ότι υφίσταται ο ενάγων. Περαιτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του κανονισμού 867/2007 (Ρωμη ΙΙ) ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επέφερε αποτελέσματα η επικαλούμενη στην αγωγή αδικοπραξία. Να σημειωθεί ότι έκρινε ότι η αγωγή επιδόθηκε εμπροθέσμως με την πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα δηλαδή κατ’άρθρο 134 παρ. 1 του ΚΠολΔ, διότι η επίδοση της αγωγής έχει προθεσμία ενέργειας και δεν αποτελεί προπαρασκευαστική προθεσμία απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό περί του αντιθέτου της ήδη εφεσίβλητης. Στη συνέχεια όμως απέρριψε ως δικονομικά απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του το αίτημα περί αποζημίωσης λόγω περιουσιακής βλάβης με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα θα έπρεπε να αναφέρει ποιος ήταν ο συμβατικά καθορισμένος χρόνος αναμονής για τη φόρτωση του ένδικου πλοίου, ούτε ποιος ήταν ο συμβατικά καθορισμένος χρόνος αναμονής για τη φόρτωση του ένδικου πλοίου μετά τη λήξη του οποίου άρχιζε ο χρόνος της υπεραναμονής, ούτε ποια ήταν η συμφωνημένη διάρκεια της υπεραναμονής, ούτε ποια ήταν η συμφωνία των μερών στο από 4.8.2020 ναυλοσύμφωνο αναφορικά με το ύψος του πρόσθετου ανταλλάγματος υπεραναμονής, δηλαδή αν αυτό είχε προσδιοριστεί ανά ημέρα καθυστέρησης και σε ποιο ποσό και ποιος ήταν ο συμφωνημένος χρόνος πληρωμής του, κρίνοντας μάλιστα ότι απαραδέκτως με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων προσδιορίστηκε ο χρόνος έναρξης της αναμονής με βάση τη ρήτρα 36 του ναυλοσυμφώνου ως η 8η πρωινή της επόμενης εργάσιμης της ημέρας που εδίδετο η επιστολή ετοιμότητας, και το ύψος του πρόσθετου ναύλου με βάση τη ρήτρα 20 του ναυλοσυμφώνου. Ακολούθως έκρινε ότι χωρίς συγκεκριμένη βλάβη που να έχει υλική υπόσταση ήταν αόριστο και το αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της και τους διαλαμβανόμενους σε αυτής λόγους για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη.
Η σύμβαση ναυλομεσιτείας είναι άτυπη και ετεροβαρής σύμβαση βασιζόμενη στη διάταξη του άρθρου 703 ΑΚ. Με βάση τη διάταξη αυτή ο ναυλομεσίτης (sea broker) έχει αξίωση για αμοιβή, ευθύς μόλις καταρτισθεί η σύμβαση της ναύλωσης, για την οποία διαμεσολάβησε ή υπέδειξε την προς τούτο ευκαιρία (ΤρΕφΠειρ 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013, σελ. 190 – ΤρΕφΠειρ 456/2000, ΕΕμπΔ 2000, σελ. 544), χωρίς η αμοιβή του αυτή να εξαρτάται πολλές φορές από την εκτέλεση της σύμβασης ναύλωσης ή της πρότερης απόληψης του ναύλου από τον εκναυλωτή, ο δε ναυλομεσίτης διατηρεί την αξίωση του για αμοιβή και αν ακόμη η σύμβαση της ναύλωσης διαρρηχθεί ανυπαίτια για τον εκναυλωτή, όταν αυτός δικαιούται αποζημίωσης λόγω μη εκπλήρωσης της σύμβασης (ΑΠ 333/1999 ΕλΔ 1999.1735, Εφ Πειρ 456/2000 ΔΕΕ 2000.892, ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 1998.420, Δ. Καμβύση «ΚΙΝΔ» εκδ.1982 σελ. 290, Σακκέτας στην ΕρμΑΚ άρθρο 703 αριθμ. 23, 29 και 38, Καυκά «Ενοχικό Δίκαιο» υπ` άρθρο 703 παρ. 1, 2, και 3). Όμως, ο ναυλομεσίτης, που είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας και έμπορος, συνήθως μεσολαβεί μόνο και δεν μετέχει στην κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ των ενδιαφερομένων, τους οποίους φέρνει απλώς σε επαφή, οπότε και δεν ευθύνεται για την καλή εκτέλεση αυτής. Μερικές φορές, βέβαια, ο ναυλομεσίτης, που εξυπηρετεί μία ή και περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ή εμπόρους, δεν περιορίζεται στο να φέρει σε επαφή τους ενδιαφερομένους, αλλά παίρνει μέρος και στην κατάρτιση της σύμβασης. Ενεργεί, δηλαδή, πράξεις ή δικαιοπραξίες στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του (πλοιοκτήτη), όπως π.χ. όταν συμβάλλεται στο ναυλοσύμφωνο, εισπράττει ολόκληρο τον ναύλο με σκοπό να τον αποδώσει σε αυτόν κ.λ.π. Στην περίπτωση αυτή, φυσικά, ενεργεί κατ’ ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας και γι’ αυτό πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση που προσήκει στον τελευταίο (ΤρΕφΛαρ 460/2006, ΕπισκΕμπΔ 2006, σελ. 562 – ΤρΕφΠειρ 456/2000, ΕΕμπΔ 2000, σελ. 544 – ΤρΕφΠειρ 237/2000, ΕπισκΕμπΔ 2000, σελ. 785). Εξάλλου κατά το άρθρο 713 του ΑΚ, “με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει, χωρίς αμοιβή, την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας”, ενώ στο άρθρο 714 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι “ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 297, 298 και 914 του ΑΚ, προκύπτουν, πλην άλλων, τα εξής: O εντολοδόχος οφείλει να διεξάγει την ανατεθείσα σ` αυτόν υπόθεση, να πράξει δηλαδή για λογαριασμό του εντολέα του, ότι υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υποθέσεως, ευθυνόμενος έναντι του εντολέα για κάθε πταίσμα. Έτσι, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή πλημμελούς εκπλήρωσης ή παράβασης των νόμιμων υποχρεώσεων αξιώνεται, όχι ο μειωμένος βαθμός επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαριά αμέλεια), αλλά, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, η αυξημένη επιμέλεια κοινού οφειλέτη και υποχρεούται ο εντολοδόχος να ανορθώσει την οφειλόμενη σε πταίσμα του θετική ή αποθετική ζημία του εντολέα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 335 ΑΚ (ΑΠ 2212/2014). Ζημία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θετική μεν είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (ΑΠ 536/2004). Από τη διάταξη του άρθρου 714 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα”, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 713, 719, 297, 298, 330 και 335 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της συμβάσεως εντολής ο εντολοδόχος ευθύνεται όχι με το μειωμένο βαθμό επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (για δόλο ή βαριά αμέλεια), αλλά και για ελαφρά αμέλεια, υποχρεούμενος, εάν δεν διεξαγάγει την υπόθεση που του έχει ανατεθεί σύμφωνα με τις οδηγίες του εντολέα ή επί μη υπάρξεως τέτοιων οδηγιών, εάν δεν πράξει ο,τιδήποτε επιβάλλει η φύση της υπόθεσης για το συμφέρον του εντολέα, σε ανόρθωση κάθε ζημίας αυτού. Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια, την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως η κατά το άρθρο 714 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεών του προς εκπλήρωση της εντολής (ΑΠ 1115/2003). Για την υποχρέωση αποζημιώσεως απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας που επήλθε στον εντολέα. Αν, επομένως, ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή αν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του εντολέα. Η αξίωση αποζημίωσης για ζημία, που προκλήθηκε από το ότι ο εντολοδόχος παρέλειψε οφειλόμενη απ` αυτόν κατά την εκτέλεση της εντολής ενέργεια, θεμελιώνεται στα άρθρα 714 και 330 του ΑΚ και όχι σε αδικοπραξία, εκτός αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 919 ΑΚ ή ειδικές περιστάσεις, που στοιχειοθετούν αδίκημα (όπως απάτη, υπεξαίρεση κ.λ.π.) οπότε υπάρχει συρροή αξιώσεων. Τέτοια παράλειψη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 714 και 330 του ΑΚ, που δημιουργεί αντίστοιχη αξίωση αποζημίωσης του εντολοδόχου από τον εντολέα, συνιστά και η αποσιώπηση από τον πρώτο προς τον δεύτερο ουσιωδών πληροφοριών ή η παράλειψη ενημέρωσης για επικείμενο κίνδυνο, αφού η υποχρέωση αυτή του εντολοδόχου ευθέως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 718 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες στον εντολέα σχετικά με την υπόθεση που του ανατέθηκε, εφόσον αυτές είναι αναγκαίες κατά την καλή πίστη. Το πότε συμβαίνει τούτο εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες της εντολής, αν, δε, παραβεί την υποχρέωσή του αυτή, ο εντολοδόχος, καθίσταται υπόχρεος σε αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υφίσταται ο απληροφόρητος εντολέας του, εφόσον η ζημία του τελευταίου συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη της πληροφόρησής του (ΑΠ 1082/2013). Παράλληλα, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και έκτης θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, Α.Π. 831/2005, Α.Π. 174/2005). Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ` εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κάποιος υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Επίσης, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 του ίδιου Κώδικα και 386 του Π.Κ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει, όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, αποσκοπώντας στη δήλωση βουλήσεως του απατηθέντος, ο οποίος ένεκα της απάτης προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 481/2012, ΑΠ 325/2009), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο (ΑΠ 631/2015, ΑΠ 1501/2014). Δηλαδή απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων, ως αληθινών, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βούλησης του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 209/2018, ΑΠ 1269/2017 ο.π., ΑΠ 745/2017, ΑΠ355/2010, ΑΠ282/2010, ΕφΛαρ 137/2006 ΤΝΠ Νόμος). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά τον χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 209/2018, ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 745/2017, ΑΠ 282/2010 ο.π.). Συνεπώς, από την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147,148, 281,288 και 919 ΑΚ συνάγεται ότι η απάτη του άρθρου 386 ΠΚ δεν συμπίπτει αναγκαίως με τη δικαιοπρακτική. Έτσι, αν η παραπλάνηση που δημιουργείται ή ενισχύεται ή διατηρείται σε κάποιο πρόσωπο από την απάτη αυτή, προκάλεσε ζημία, στην οποία υπάγεται και οποιαδήποτε μείωση του ενεργητικού της περιουσίας του, γεννιέται υπέρ του εν λόγω προσώπου αυτοτελής πρωτογενής από αδικοπραξία αξίωση αποζημίωσης από το πρόσωπο που μετήλθε την απάτη (ΑΠ 683/1995 ΝοΒ 45.607)
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα κατάρτισε σύμφωνο εκναυλώσεως του πλοίου της με μια φερόμενη ως ανύπαρκτη εταιρία τη ……… . μετά από πρόταση της εναγομένης η οποία γνώριζε ότι η υποψήφια ναυλώτρια δεν υφίστατο πλέον ως νομικό πρόσωπο και παρόλα αυτά της παρέστησε ψευδώς ότι η εταιρία αυτή εξακολουθούσε να υπάρχει και ότι ήταν φερέγγυα αφού είχε συνάψει και πρόσφατη άλλη ναύλωση συνεργαζόμενη με μεγάλα ονόματα στο χώρο των θαλάσσιων μεταφορών, ενώ όλα τα παραπάνω ήταν ψευδή γεγονός που το γνώριζε η εναγομένη και παρόλα αυτά την έπεισε να καταρτίσει το αναφερόμενο στην αγωγή ναυλοσύμφωνο με την ανύπαρκτη εταιρία με αποτέλεσμα να υποστεί αυτή την αναφερόμενη στην αγωγή θετική ζημία που συνίσταται στην αύξηση του παθητικού της περιουσίας της καθώς αυτή επιβαρύνθηκε με το ύψος των σταλιών ποσού 1.059.142,50 ευρώ για το αναφερόμενο στην αγωγή διάστημα. Η εκκαλούσα επομένως αιτήθηκε ως αποζημίωση από την εναγομένη ήδη εφεσίβλητη το προαναφερόμενο ποσό λόγω της σύμβασης που δεν εκπληρώθηκε διότι αυτή είχε καταρτιστεί με ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, λόγω της απατηλής δηλαδή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης που είχε μεταφέρει την πρόταση για την κατάρτιση της ναύλωσης ενεργώντας ως ναυλομεσίτρια του ανύπαρκτου νομικού προσώπου, το ποσό των σταλιών που επιβαρύνθηκε. Όμως η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο ήταν νομικά αβάσιμη διότι η ενάγουσα δεν μπορούσε να αιτηθεί από την τρίτη μη συμβαλλόμενη στο ναυλοσύμφωνο τη θετική της ζημία που συνιστούσε το ποσό των σταλιών αλλά θα μπορούσε να ζητήσει μόνο το διαφυγόν κέρδος δηλαδή τη μη αύξηση της περιουσίας της δηλαδή τη μείωση του ενεργητικού της όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, διότι δεν εισέπραξε τα ποσά που είχαν συμφωνηθεί στο ναυλοσύμφωνο που θα εισέπραττε από άλλη ναυλώτρια με την οποία θα κατάρτιζε σύμβαση ναυλώσεως αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι ψευδείς παραστάσεις της εναγομένης, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να συμβληθεί με μια ανύπαρκτη εταιρία. Επιπλέον το ποσό επισταλιών που οφείλεται καθορίζεται πάντα μετά τη φόρτωση σύμφωνα με τα άρθρα 149 και 150 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ (ΟλΑΠ 68/1990, βλ. ήδη άρθρο 103 ν. 5020/2023 στο οποίο ορίζεται ρητά ότι οφείλεται το συμβατικά συμφωνημένο με προσαύξηση 25%, αν η αναμονή είναι υπέρμετρη, ενώ εάν ολοκληρωθεί η φόρτωση χωρίς την εξάντληση της αναμονής οφείλεται μόνο το μισό ποσό που έχει συμφωνηθεί συμβατικά ως υπεραναμονή και μόνο αν συνηθίζεται στην οικεία αγορά). Όμως το παρόν δικαστήριο δεν μπορεί να απορρίψει ως νομικά αβάσιμη, την αγωγή διότι αυτό θα συνιστούσε χειροτέρευση της θέσης της εκκαλούσας (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ), η οποία υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν μπορούσε να ασκήσει την αγωγή σε βάρος της ναυλώτριας διότι αυτή ήταν ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο. Όμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι το αγωγικό αίτημα που αφορούσε τις σταλίες ήταν αόριστο ερμήνευσε ορθά το νόμο δεδομένου ότι ο πρόσθετος ναύλος για την υπεραναμονή καθορίζεται συμβατικά (ΕφΠειρ 1082/2001 ΕΝΔ 2002, 209), και πράγματι στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφερόταν ο συμβατικά καθορισμένος χρόνο αναμονής για τη φόρτωση του ένδικου πλοίου, μετά τη λήξη του ποίου άρχιζε ο ο χρόνος της υπεραναμονής, ούτε ποια ήταν η συμφωνημένη διάρκεια της υπεραναμονής, ούτε ποια ήταν η συμφωνία των συμβαλλομένων μερών στο από 4.8.2020 ναυλοσύμφωνο αναφορικά με το ύψος του πρόσθετου ανταλλάγματος, δηλαδή αν αυτό είχε προσδιοριστεί ανά ημέρα καθυστέρησης και σε ποιο ποσό και τα στοιχεία αυτά έπρεπε να υφίστανται σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. ενδ. ΜΕφΠειρ 695/2018 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό πρώτο λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46. 823, ΕφΛαρ 710/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 5440/2022 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη λόγω αδικοπραξίας μπορεί να ζητήσει και το νομικό πρόσωπο, όταν εξαιτίας της πλήττεται η φήμη του και η αξιοπιστία του, το κύρος του, η επαγγελματική του δραστηριότητα, το μέλλον του ή και τα λοιπά αναγνωριζόμενα σε αυτό άυλα αγαθά. Η επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως για την παραπάνω αιτία αφέθηκε στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο προσδιορίζει το ποσό αυτής μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ως προς το βαθμό του πταίσματος του δράστη, το είδος της προσβολής, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής όσον αφορά την ηθική βλάβη των φυσικών προσώπων, εάν κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη, καθώς και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (ΑΠ 932/2019 ΕΕμπΔ 2020.223). Στις περιπτώσεις όμως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης νομικού προσώπου, αυτό για το ορισμένο της αγωγής του απαιτείται να επικαλείται και, στη συνέχεια, να αποδεικνύει, πέραν των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους της προσβολής, της βαρύτητας και της έκτασης της βλάβης, του πταίσματος του υπαιτίου και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, και την παράνομη προσβολή της πίστης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος ή των λοιπών αναγνωριζόμενων σ` αυτό άυλων αγαθών, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 876/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα areiospagos.gr, ΑΠ 15/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 382/2011 Δ/ΝΗ 2011.1009). Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρείες με νομική προσωπικότητα, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 876/2022 ο.π., ΑΠ 15/2021 ο.π., ΑΠ 1048/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση πέραν του ότι η αγωγή έπασχε αοριστίας ως προς το αγωγικό αίτημα της περί περιουσιακής ζημίας της και το παραπάνω στοιχείο της περιουσιακής βλάβης συνιστά ίδιον και αυτοτελές στοιχείο της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, ώστε η παράθεσή του να καθίσταται αναγκαία για την πληρότητά της, αφού λαμβάνεται υπ’ όψιν από το Δικαστήριο για να καθορισθεί το ύψος της τυχόν επιδικασθησόμενης, εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως του παθόντος, δεν εκτίθονταν και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά με τα οποία θα θεμελιωνόταν η αγωγική αξίωση περί αποκατάστασης της ηθικής βλάβης του νομικού προσώπου, δηλαδή ότι από τη συμπεριφορά της εναγομένης εβλάβη με συγκεκριμένο τρόπο (και ποιον) η πίστη, η φήμη, το κύρος και τα λοιπά άυλα αγαθά που αναγνωρίζονται στην υπόσταση του νομικού προσώπου. Κρίνοντας όμοια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απορρίπτοντας το σχετικό αγωγικό αίτημα ως αόριστο ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Τέλος οι λόγοι εφέσεως δεν πρέπει μόνο να είναι σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητας τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτα απορριπτέος ως απαράδεκτος αφού στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. σχ. ΑΠ 122/2014, Εφ.Πειρ. 6/2021, Εφ.Πειρ. 425/2021, Εφ.Αιγαίου 37/2021 δημ. σε Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, βλ. και Σαμουήλ Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ σελ. 193). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα με τον τελευταίο τρίτο λόγο της εφέσεως της παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα διαδικαστικά έγγραφα και τις αποδείξεις που προσκόμισε με επίκληση για τον απόδειξη της αγωγή της. Εκθέτει δε ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τις τρεις ένορκες βεβαιώσεις δύο ναυλομεσιτών και του νομίμου εκπροσώπου της διαχειρίστριας του πλοίου της, τα αναφερόμενα ηλεκτρονικά μηνύματα, το πρόσθεμα ναυλοσυμφώνου, την ιστοσελίδα της υποτιθέμενης ναυλώτριας και την προσκομιζόμενη και χαρακτηριζόμενη ως “κρίσιμη” αλληλογραφία. Ωστόσο, αφενός το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έκρινε επί της ουσίας της υπόθεσης αφού απέρριψε ως αόριστα τα δύο προαναφερόμενα αγωγικά αιτήματα που εξετάστηκαν παραπάνω με τους δύο πρώτους λόγους εφέσεως, ενώ σε κάθε περίπτωση τυχόν τέτοια νομική πλημμέλεια εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν καθιστά εξαφανιστέα την εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου αυτού, διότι το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της κρινόμενης εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ), κατά τον έλεγχο του συναφούς λόγου της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την υπόθεση και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (άρθρου 534 ΚΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προσκομιζομένων από τους διαδίκους νόμιμων αποδεικτικών μέσων και επομένως και τα προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης. Επομένως, ο λόγος της έφεσης προβάλλεται αλυσιτελώς και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος και τούτο διότι ακόμη και σε περίπτωση ουσιαστικής παραδοχής του δεν οδηγεί σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως, οι παραδεκτά προβληθέντες τρεις λόγοι της από εφέσεως πρέπει να απορριφθούν κατ΄ ουσίαν όπως και η εν λόγω έφεση στο σύνολό της και να διαταχθεί κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, η κατάπτωση του παραβόλου εφέσεως και εισαγωγή του στο δημόσιο ταμείο. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή σχετικών αιτημάτων της νικήσασας εφεσίβλητης πρέπει μα επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., 63 παρ. 1 περ. γ΄, 68 και 69 παρ. 1 ν. 4194/2013 (2% επί του αντικειμένου της διαφοράς), κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 30.10.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2023 και με αριθμό προσδιορισμού …………./2023 έφεση κατά της με αριθμό 2209/2023 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 14.1.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2022 αγωγής
Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ουσία
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ……../2023 ποσού 150 ευρώ,
Επιβάλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των είκοσι μία χιλιάδων εξακοσίων (21.600) ευρώ
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 29 Αυγούστου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 12η Σεπτεμβρίου 2024, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη Αναστασίου Αναστασίου, αποτελούμενη από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτες και το Γραμματέα Σαράντα Ταρλάμη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ