Αριθμός 429/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………..ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος.
ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας, νομίμως εκπροσωπούμενου, ο οποίος εδρεύει στο Κερατσίνι (………..) (ΑΦΜ ….), ως καθολικού διαδόχου της …………….. (…………………), η οποία προήλθε από συγχώνευση της ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Καραπαναγιώτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο καλών-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.12.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4819/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη καλών-εκκαλών με την από 5.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2019-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 5η.11.2020, μετά δε από διαδοχικές αναβολές στις δικασίμους της 4ης.2.2021 και 11ης.11.2021, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, καθώς και με τον από 25.11.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………../2022) πρόσθετο λόγο εφέσεως, του οποίου δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο καλών-εκκαλών, παραστας αυτοπροσώπως -ως δικηγόρος- αφου έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καθ΄ ου η κλήση-εφεσιβλήτου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανεπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεσή κατά της υπ΄αριθμ. 4819/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αμοιβών από εργασία), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1, 516 § 1, 517, 518 § 2 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προ πάσης επιδόσεως την 9.4.2019 και η επίδοση της εκκαλουμένης έλαβε χώρα την 11.2.2020. Εφόσον, επομένως, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 3 και 5 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 522 και 533 Κ.Πολ.Δ.).
Με το άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔικ, πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει, ότι, για να είναι παραδεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται στα προσβαλλόμενα με την έφεση κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης ή στα αναγκαία με αυτά συνεχόμενα, άλλως απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως. Ως αναγκαία συνεχόμενα κεφάλαια είναι οι διατάξεις της εκκαλούμενης απόφασης, που έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες διατάξεις είτε διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα είτε γιατί πηγάζουν από την ίδια ιστορική αιτία και διαμορφώνουν ή προσιδιάζουν το αντικείμενο εκείνων, ώστε τυχόν διαφορετική κρίση του Εφετείου σχετικά με την πρωτόδικη απόφαση να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 76/2015 δημοσιευμένη στην Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών – ενάγων με την έφεσή του προσβάλλει εν μέρει την εκκαλουμένη απόφαση και δη μόνο ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκαν οι αγωγικές αξιώσεις του για την καταβολή αμοιβών υπερημερίας και συναφών δώρων εορτών και επιδομάτων. Με το από 25.11.2022 ιδιαίτερο δικόγραφό του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 28.11.2022 (αριθμ. κατ. ……../2022) και επιδόθηκε στον εφεσίβλητο την 30.11.2022, (βλ την υπ΄αριθμ. ……………/30.11.2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ……….), ήτοι οκτώ (8) ημέρες πριν από την προκειμένη κατ’ έφεση συζήτηση, (η οποία έλαβε χώρα την 1.6.2023), άσκησε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρόσθετους λόγους έφεσης, με τους οποίους προσβάλλει την εκκαλουμένη απόφαση τόσο ως προς το προσβαλλόμενο με την έφεση κεφάλαιό της, με το οποίο απερρίφθησαν οι αγωγικές αξιώσεις του για την καταβολή πάγιων μηνιαίων αποδοχών υπερημερίας και συναφών δώρων και επιδομάτων, όσο και ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο απερρίφθη το αίτημά του να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος Δήμος να συστήσει προσωρινή προσωποπαγή θέση και να τον κατατάξει στις υπηρεσίες του με την ιδιότητα του νομικού συμβούλου, το οποίο δεν προσβάλλεται με την έφεση. Σύμφωνα, επομένως, με τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, οι πρόσθετοι λόγοι της εφέσεως κατά το μέρος που προσβάλλουν την τελευταία αυτή διάταξη της εκκαλουμένης περί απασχόλησης του εκκαλούντα στον εφεσίβλητο Δήμο, η οποία δεν προσβάλλεται με την έφεση, δεν ασκούνται παραδεκτά και πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Κατά τα λοιπά, κατά το μέρος δηλαδή, που προσβάλλουν το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που αφορά τις αγωγικές αξιώσεις του για την καταβολή πάγιων μηνιαίων αποδοχών υπερημερίας, δώρων και επιδομάτων, το οποίο προσβάλλεται και με την έφεση, οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης ασκούνται παραδεκτά (άρθρα 591 παρ 1 ζ΄και 520 παρ 2 Κ.ΠολΔ) και πρέπει, συνεκδικαζόμενοι με την έφεση, με την οποία έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα, και δεν νοείται χωριστή εκδίκαση τους (άρθρο 246 ΚπολΔ, ΑΠ 521/2010 ΤΝΠΝόμος, ΕΘ 496/2011 ΕΕΜΠΔ 2011. 355, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, στ’ έκδοση), να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια με την έφεση διαδικασία.
Με την παραπάνω αγωγή του, που ο ενάγων- ήδη εκκαλών και ασκών προσθέτους λόγους- άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου του, ότι δυνάμει της από 1.3.2004 σύμβασης έμμισθης εντολής ορισμένου χρόνου και τις αναφερόμενες εν συνεχεία έγγραφες και σιωπηρές ανανεώσεις της, που συνήψε με την υφισταμένη τότε ………. (…………), παρείχε στην τελευταία τις νομικές υπηρεσίες του ως εντεταλμένος νομικός σύμβουλος της επιχείρησης αυτής, έναντι πάγιας αμοιβής ποσού, αρχικά 540 ευρώ το μήνα και από τον Οκτώβριο του 2004 και εφεξής ποσού 650 ευρώ το μήνα. Ότι την 3.10.2008 η εν λόγω επιχείρηση μετατράπηκε σε κοινωφελή βάσει του ν. 3463/2006 και μετονομάσθηκε σε …………. (…………………. .) καταστάσα έκτοτε ΝΠΙΔ του ευρύτερου δημοσίου τομέα, στην οποία εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του μέχρι την 1.6.2011, οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβασή του με προφορική δήλωση του προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου. Ότι η καταγγελία αυτή της συμβάσεως έμμισθης εντολής, η οποία, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό της, θεωρείται εκ του νόμου ως αορίστου χρόνου, είναι άκυρη, διότι δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από το νόμο και την μεταξύ τους σύμβαση έγγραφος τύπος και δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Ότι, ακολούθως, δυνάμει της υπ΄αριθμ. 99/2011 αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου του οικείου Δήμου (ΦΕΚ 8/1295/16.6.2011), η οποία εκδόθηκε κατ΄εφαρμογήν του άρθρου 109 παρ.7 του ν. 3852/2010, η τελευταία αυτή επιχείρηση (……………………) συγχωνεύθηκε με άλλες επιχειρήσεις των συνενωθέντων Δήμων Κερατσινίου και Δραπετσώνας στην ενιαία πλέον δημοτική επιχείρηση με την επωνυμία “……………” (………………….), η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της συγχωνευθείσης (……………………) και ειδικότερα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ενδίκου συμβάσεως εμμίσθου εντολής, η οποία ήταν κατά τον χρόνο της διαδοχής έγκυρη και ισχυρή, λόγω της ακυρότητας της προφορικής καταγγελίας από την δικαιοπάροχό της. Ότι, παρά ταύτα, ούτε η τελευταία αυτή επιχείρηση (………………….), που προέκυψε από την συγχώνευση, τον απασχόλησε στις υπηρεσίες της, και δεν του κατέβαλε έκτοτε τις οφειλόμενες μηνιαίες αποδοχές του. Ότι, ακολούθως, δυνάμει της υπ΄αριθμ. 405/2013 αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου του εναγομένου Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας (ΦΕΚ Β/375/15.2.2014 η επιχείρηση ………………… λύθηκε οριστικά, ο δε εναγόμενος, στον οποίο περιήλθαν με την απόφαση αυτή και τα περιουσιακά της στοιχεία, ανέλαβε με την ίδια απόφαση και τις προς τους εργαζόμενους και τους τρίτους υποχρεώσεις της αδιακρίτως, και, επομένως, υπεισήλθε κατά τις διατάξεις του άρθρου 109 παρ. 7 του ν. 3852/2010 σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 2 του ν. 4047/2012 ως καθολικός διάδοχος σαυτές, μεταξύ των οποίων και η ένδικη αξίωσή του. Ότι με την ίδια ως άνω απόφαση εγκρίθηκε και η μεταφορά του προσωπικού της λυθείσης επιχείρησης στις υπηρεσίες του Δήμου, από την οποία όμως εξαιρέθηκε παράνομα ο ίδιος. Εκθέτοντας δε περαιτέρω, ότι από 2.6.2011 συντρέχει υπερημερία περί την αποδοχή των υπηρεσιών του στο πρόσωπο της αρχικής εντολέως του (………………….), η οποία συνεχίσθηκε διαδοχικά, αρχικά στο πρόσωπο της καθολικής διαδόχου της (…………………), και εν συνεχεία στο πρόσωπο του εναγομένου Δήμου, ο οποίος, ως καθολικός διάδοχος της τελευταίας και όφειλε να τον απασχολήσει στις υπηρεσίες του, ζητούσε, (μετά τον εν μέρει παραδεκτό περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματός του): α) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος Δήμος οφείλει, δυνάμει της παραπάνω αποφάσεως του δημοτικού του συμβουλίου, να του καταβάλει για αποδοχές υπερημερίας κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.12.2016 το συνολικό ποσό των 119.160 ευρώ, καθώς και για δώρα εορτών και επιδόματα αδείας του ιδίου χρονικού διαστήματος το συνολικό ποσό των 19.860 ευρώ νομιμότοκα από τότε που κατέστη απαιτητό έκαστο επί μέρους κονδύλιο και β) να υποχρεωθεί εναγόμενος Δήμος, να συστήσει προσωρινή προσωποπαγή θέση και να τον κατατάξει στις υπηρεσίες του με την ιδιότητα του νομικού συμβούλου.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή για μεν το αίτημά της για την επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας ως αβάσιμη στην ουσία της, λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης του εναγομένου Δήμου, για δε το αίτημά της να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να συστήσει προσωρινή προσωποπαγή θέση και να τον κατατάξει στις υπηρεσίες του με την ιδιότητα του νομικού συμβούλου ως μη νόμιμο.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, καθώς και με αυτούς που διαλαμβάνονται παραδεκτά στους προσθέτους λόγους της εφέσεώς του, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εν μέρει εξαφάνισή της και δη μόνο ως προς την διάταξή της με την οποία απερρίφθη το αίτημα της αγωγής για επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας και συναφών δώρων και επιδομάτων, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του ως προς το αντίστοιχο κεφάλαιό της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 224 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3994/2011 “είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής”. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών), επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (Ολ. Α.Π. 2/1994) – ανεξαρτήτως του δοθέντος από τους διαδίκους νομικού χαρακτηρισμού – χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (Α.Π. 1087/2014, Α.Π. 460/2013, Α.Π. 309/2011, Α.Π. 1261/1993). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης, κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 του ΚΠολΔ αρχής της τηρήσεως προδικασίας και επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη νέων περιστατικών παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (Ολ. Α.Π. 2/1994, ΑΠ 473/2022, ΑΠ 1183/2015, Α.Π. 962/2012, Α.Π. 389/2010 ΤΝΠΝ). Εξάλλου, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 216 παρ. 1 περ. α και 224 του ΚΠολΔ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά στο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι οι ισχυρισμοί που μεταβάλλουν, απαρτίζουν ή συμπληρώνουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγωγής και θεμελιώνουν αγωγικό αίτημα, εφόσον αυτοί δεν εκτίθενται στο κρινόμενο αγωγικό δικόγραφο (ΑΠ 177/2001). Η προσθήκη δε αυτών για πρώτη φορά στο Εφετείο, ακόμα και με την έφεση ή την αντέφεση επάγεται κατά το άρθρο 526 του ΚπολΔ, το απαράδεκτο της προβολής αυτών, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού με την προβολή αυτών, ως πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα, προστίθεται στο δεύτερο βαθμό νέο αντικείμενο δίκης (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1850/2022 ΑΠ 696/2021, ΑΠ 597/2019, ΑΠ 1704/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών ενάγων, υποστηρίζει το πρώτον με σχετικό λόγο της εφέσεώς του, ότι ο εναγόμενος Δήμος, έχοντας αποκτήσει, λόγω δωρεάς και δυνάμει της υπ΄αριθμ. 106/31.3.2014 αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου του, το σύνολο της περιουσίας της λυθείσης δημοτικής επιχείρησης …………………. με την οποία ο ίδιος (ενάγων) συνδέονταν με σύμβαση έμμισθης εντολής, “έχει καταδολιεύσει” το δικαίωμά του να στραφεί εναντίον της τελευταίας και να αξιώσει την ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεών του, που ερείδονται επί της μεταξύ τους συμβάσεως εντολής και κατέστησε αδύνατη την εκτέλεση των εναντίον της δικαστικών αποφάσεων, διότι αυτή στερείται πλέον περιουσιακών στοιχείων, με συνέπεια να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 479 του ΑΚ, με τις διατάξεις του οποίου ο εναγόμενος δήμος ευθύνεται σωρευτικά με την άνω επιχείρηση για τα χρέη της, και άρα και για τις ένδικες αξιώσεις του, μέχρι την αξία των μεταβιβασθέντων σαυτόν περιουσιακών στοιχείων της. Υποστηρίζει, επίσης, ότι, εφόσον ο εναγόμενος Δήμος αποδέχθηκε με την παραπάνω υπ΄αριθμ. 106/31.3.2014 απόφαση του δημοτικού του συμβουλίου την περιελθούσα σαυτόν δωρεά των περιουσιακών στοιχείων της λυθείσης επιχείρησης, υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος και στις υποχρεώσεις της τελευταίας και, ως εκ τούτου νομιμοποιείται παθητικά στην ένδικη αγωγή και για την αιτία αυτή, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου Δήμου παρίστανται εκ του λόγου αυτού ως καταχρηστικοί. Σύμφωνα όμως με το προεκτεθέν περιεχόμενο της αγωγής του, ο ενάγων θεμελιώνει την ευθύνη του εναγομένου Δήμου και, συνεπώς, και την παθητική νομιμοποίησή του, αποκλειστικά στην υπ΄αριθμ. 405/2013 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του, με την οποία υποστηρίζει ότι ο εναγόμενος Δήμος ανέλαβε αδιακρίτως, (εννοείται πριν την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης), όλες τις προς τους εργαζόμενους και τους τρίτους υποχρεώσεις της λυθείσης επιχείρησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 109 παρ. 7 του ν. 3852/2010 και 2 του (δευτέρου άρθρου) του ν. 4047/2012, οι οποίες προβλέπουν η μεν πρώτη, (ως είχε κατά τον επίδικο χρόνο), την δυνατότητα μεταφοράς των εργαζομένων από τις λυθείσες κοινωφελείς επιχειρήσεις των Δήμων και Κοινοτήτων σε υπηρεσίες των τελευταίων, καθώς και την δυνατότητα ανάληψης των υποχρεώσεών τους έναντι των εργαζομένων και των τρίτων από τον οικείο Δήμο, κατόπιν αιτιολογημένης αποφάσεως του δημοτικού του συμβουλίου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, η δε δεύτερη την εξόφληση των οφειλών των Δήμων και Κοινοτήτων προς το Ελληνικό Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία με συμψηφισμό. Με τα δεδομένα όμως αυτά της αγωγής, ο ενάγων επικαλείται και θεμελιώνει την αγωγή του στην κατά το άρθρο 471 ΑΚ στερητική αναδοχή των προς τους εργαζομένους και τους τρίτους υποχρεώσεων της πρωτοφειλέτριας ………………… από τον εναγόμενο Δήμο, που, όπως εννοείται με την αγωγή, έλαβε χώρα πριν από την περάτωση της εκκαθάρισης, με την επικαλούμενη στην αγωγή υπ΄αριθμ 405/28.11.2013 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του, ενώ δεν γίνεται ουδεμία αναφορά σαυτή περί συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 479 του ΑΚ., ή και περί ευθύνης του εναγομένου Δήμου από την περιέλευση των περιουσιακών στοιχείων της λυθείσης επιχείρησης σαυτόν είτε πριν είτε μετά το πέρας της εκκαθάρισης και της έγκρισης του ισολογισμού της με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του εναγομένου. (Σημειώνεται, ότι η περιέλευση των περιουσιακών στοιχείων της λυθείσης επιχείρησης στον εναγόμενο Δήμο, αναφέρεται μεν στην αγωγή, αλλά μόνον διηγηματικά και χωρίς να συνδέεται με ευθύνη του τελευταίου εκ του λόγου αυτού. Προσδιορίζεται δε η περιέλευση των περιουσιακών στοιχείων χρονικά και κατά περιεχόμενο αποκλειστικά στην υπ΄αριθμ. 405/28.11.2013 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του εναγομένου Δήμου και όχι και στην υπ΄αριθμ. 106/31.3.2014 απόφαση της δωρεάς που επικαλείται με την έφεση). Κατά συνέπειαν, η παράθεση το πρώτον με την έφεσή του, υπό το πρόσχημα της απόκρουσης ως καταχρηστικών των αντίθετων ισχυρισμών του αντιδίκου του, και περιστατικών ευθύνης του εναγομένου Δήμου λόγω της μεταβίβασης σαυτόν του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων της πρωτοφειλέτριας και περί ευθύνης αυτού μέχρι την αξία των μεταβιβασθέντων σαυτόν περιουσιακών της στοιχείων, δεν αποτελεί απλώς διευκρίνιση ή συγκεκριμενοποίηση των προεκτεθέντων αγωγικών ισχυρισμών που αποτελούν τη βάση της αγωγής του, αλλά συνιστά προσθήκη νέων περιστατικών, με τα οποία επιχειρείται ανεπίτρεπτη κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ μεταβολή και προσθήκη νέας ιστορικής βάσης της αγωγής με το δικόγραφο της έφεσης, χωρίς μάλιστα να αποδίδεται και αντίστοιχο σφάλμα στην εκκαλουμένη απόφαση. Ως εκ εκ τούτου ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Ι) Το άρθρο 277 του προϊσχύσαντος Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ΠΔ 410/1995) όριζε ότι, «1. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες μπορούν να συνιστούν δικές τους επιχειρήσεις ή να μετέχουν σε επιχειρήσεις που συνιστούν με άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις που ήδη υπάρχουν : α) για την εκτέλεση έργων που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού καθώς και για την οικονομική εκμετάλλευση των έργων αυτών, β) για την παραγωγή αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού, γ) την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που έχουν σκοπό την πραγματοποίηση εσόδων. 5. Οι παραπάνω δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από αυτόν τον νόμο». Με το άρθρο 263 του ισχύοντος Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν 3463/2006) ορίζονται τα εξής: 1. Δύο ή περισσότερες κοινωφελείς επιχειρήσεις του ίδιου Δήμου ή Κοινότητας είναι δυνατόν να συγχωνευθούν με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του. 2. Με την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου, η οποία λαμβάνεται μετά από εκτίμηση του ενεργητικού και παθητικού της περιουσίας των συγχωνευόμενων επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κ.Ν. 2190/1920, και την εκπόνηση σχετικής οικονομοτεχνικής μελέτης, λύονται χωρίς εκκαθάριση οι συγχωνευόμενες επιχειρήσεις και συστήνεται νέα κοινωφελής επιχείρηση. Η απόφαση αυτή περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 253 παράγραφος 1 και δημοσιεύεται κατά τον τρόπο που ορίζεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 254. 3. Από τη σύστασή της η νέα επιχείρηση υπεισέρχεται αυτοδικαίως, ως καθολικός διάδοχος, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των καταργούμενων επιχειρήσεων. 4. Το Προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου των επιχειρήσεων που συγχωνεύθηκαν μεταφέρεται σε αντίστοιχες θέσεις της νέας επιχείρησης. Πλεονάζον Προσωπικό απολύεται με απόφαση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου μετά από πρόταση του διοικητικού συμβουλίου της νέας επιχείρησης. Η Αποζημίωση του απολυόμενου προσωπικού βαρύνει τον οικείο Ο.Τ.Α.. Επίσης, στο άρθρο 269 του ιδίου ως άνω νόμου – όπως η προβλεπόμενη σ΄ αυτό προθεσμία παρατάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 17 § 3 του Ν.3812/2009 (ΦΕΚ Α` 234/28-12-2009)- ορίζεται ότι, «1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος έως τις 31-12-2010, όσες επιχειρήσεις ΟΤΑ, τις οποίες είτε έχουν συστήσει οι ίδιοι είτε συμμετέχουν σε αυτές κατά πλειοψηφία φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δεν προσαρμόζουν το καταστατικό τους στις διατάξεις του παρόντος νόμου, λύονται και τίθενται υπό εκκαθάριση. 2. Υφιστάμενες αμιγείς επιχειρήσεις του άρθρου 277 του ΠΔ 410/1995 του ίδιου Δήμου ή Κοινότητας είναι δυνατόν να συγχωνευθούν έως 31-12-2010 κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 263», ενώ με το άρθρο 270 του ιδίου Κώδικα ορίστηκε στην παράγραφο 1 αυτού ότι, «Επιχειρήσεις των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου εξακολουθούν μέχρι τη συγχώνευση, λύση ή μετατροπή τους να διέπονται από τις αντίστοιχες διατάξεις του ΠΔ 410/1995». Στη συνέχεια, με το άρθρο 107 § 1 του Ν.3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης» (ΦΕΚ Α` 87/7-6- 2010) ορίστηκε ότι, «Οι δήμοι μπορεί να έχουν μόνον: α) μία κοινωφελή επιχείρηση…», κατά δε το άρθρο 108 § 1 του ίδιου ως άνω νόμου ότι, «Οι δήμοι που προκύπτουν από συνένωση υπεισέρχονται αυτοδικαίως από την έναρξη λειτουργίας τους, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των συνενούμενων δήμων και κοινοτήτων, ως προς τις επιχειρήσεις αυτών, καθώς και στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις που έχουν υπογράψει, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις εργασίας ή έργου μέχρι τη λήξη τους», ενώ, κατά την παρ. 1 του άρθρου 109 του ίδιου νόμου, ότι, «Κοινωφελείς επιχειρήσεις των ΟΤΑ, πρώτου βαθμού, που συνενώνονται σε ένα νέο δήμο, συγχωνεύονται υποχρεωτικά σε μία κοινωφελή επιχείρηση…, η οποία υπεισέρχεται ως καθολικός διάδοχος σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συγχωνευόμενων επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των συμβάσεων μίσθωσης έργου και εργασίας ορισμένου χρόνου μέχρι τη λήξη τους…»
ΙΙ) Σύμφωνα με το άρθρο 284 του ΠΔ 410/1995, «Οι επιχειρήσεις διαλύονται με τη συμπλήρωση του χρόνου για τον οποίο είχαν συσταθεί, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται από τη συστατική απόφαση. Μετά την εκκαθάριση της περιουσίας της επιχείρησης όσα περιουσιακά στοιχεία απομένουν περιέρχονται στο δήμο ή στην κοινότητα που την είχε συστήσει». Με τον μετέπειτα Ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» ορίστηκαν τα εξής : Με το άρθρο 252 § 1, ότι «Οι Δήμοι και οι Κοινότητες μπορούν να συνιστούν ή να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις οι οποίες καλούνται επιχειρήσεις ΟΤΑ, σύμφωνα με τις παρακάτω ρυθμίσεις. Οι επιτρεπόμενες μορφές των επιχειρήσεων αυτών είναι οι εξής: α) δημοτικές ή κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις, β) ανώνυμες εταιρείες ΟΤΑ», με το άρθρο 260 § 1 και 5, ότι «Η διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική ή κοινοτική διαχείριση» και ότι «Ο Δήμος και η Κοινότητα δεν ευθύνεται για οφειλές ή οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έχει αναλάβει η επιχείρηση έναντι τρίτων», με το άρθρο 262 § 1, ότι «Δημοτική ή κοινοτική κοινωφελής επιχείρηση μπορεί να λυθεί πριν την πάροδο της διάρκειάς της με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του και πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 262 § 2 του Ν. 3463/2006 ορίζεται ότι τη λύση της (δημοτικής ή κοινοτικής) επιχείρησης ακολουθεί η εκκαθάριση αυτής και ότι μετά την εκκαθάριση όσα περιουσιακά στοιχεία απομένουν περιέρχονται στο Δήμο ή την Κοινότητα που την έχει συστήσει. Με το άρθρο 9 της υπ΄ αριθ. 50891/10-9-2007 απόφασης του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (ΦΕΚ Β` 1876/29-9-2007), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 264 εδ. δ` του ιδίου ως άνω Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, όπως η παρ. 6 αυτής αντικαταστάθηκε με την υπ` αριθ. 12049/19-4-2017 όμοια Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β` 1415/26-4-2017), ρυθμίσθηκαν οι λεπτομέρειες της λύσης και εκκαθάρισης δημοτικών ή κοινοτικών κοινωφελών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου επαναλαμβάνεται η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 262 § 2 του ως άνω Κώδικα, με την παρ. 3 ορίζεται ότι η εκκαθάριση γίνεται μόνο από ορκωτούς λογιστές που ορίζονται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, με την παρ. 4 ορίζεται ότι μετά τον ορισμό των εκκαθαριστών παύει αυτοδικαίως η εξουσία των μελών του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης και τις αρμοδιότητές του ασκούν οι εκκαθαριστές (εκτός από εκείνες που θα κρατήσει το ίδιο το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο), οι οποίοι οφείλουν να διενεργήσουν απογραφή, αμέσως μόλις αναλάβουν τα καθήκοντά τους, με την παρ. 5 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης διεκπεραιώνονται οι εκκρεμείς υποθέσεις, εισπράττονται οι απαιτήσεις, ρευστοποιείται η περιουσία και πληρώνονται τα χρέη της επιχείρησης, το δε υπόλοιπο περιέρχεται στο Δήμο ή την Κοινότητα που έχει συστήσει την επιχείρηση και ότι οι λογαριασμοί της εκκαθάρισης εγκρίνονται από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, το οποίο επίσης αποφασίζει για την απαλλαγή των εκκαθαριστών από κάθε ευθύνη και, τέλος, με την παρ. 6 ορίζεται ότι το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να υπερβεί την τριετία από την ημερομηνία έναρξης αυτής, ότι για τη συνέχιση της εκκαθάρισης πέραν της τριετίας και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο κάθε φορά για την ολοκλήρωση αυτής απαιτείται πράξη της αρμόδιας για την εποπτεία του Δήμου αρχής, κατόπιν σχετικής απόφασης του οικείου δημοτικού συμβουλίου και ότι σε κάθε περίπτωση ο συνολικός χρόνος της εκκαθάρισης δεν μπορεί να υπερβεί την οκταετία. Περαιτέρω, με την διάταξη του άρθρου 43 του ν. «Οφειλές των ανωτέρω επιχειρήσεων προς το Ελληνικό Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και προς τρίτους, περιλαμβανομένων και δεδουλευμένων αποδοχών του μεταφερόμενου προσωπικού τους, μπορούν να καταβάλλονται από τον οικείο δήμο μετά από αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του. Οι ρυθμίσεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται αναλογικά και για οφειλές αμιγών επιχειρήσεων του Π.Δ. 410/1995, που λύθηκαν.» Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 109 § 7 του Ν. 3852/2010, η οποία προστέθηκε το πρώτον (ως παράγραφος 7) με το άρθρο 26 § 6 του Ν. 3938/2011 (ΦΕΚ Α` 61/31-3-2011), τροποποιήθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 43 § 5 του Ν. 3979/2011 (ΦΕΚ ΑΆ 138/16-6-2011) και το άρθρο 10 § 15 του Ν. 4071/2012 (ΦΕΚ Α` 85/11-4-2012), η οποία ίσχυε κατά τον επίμαχο εν προκειμένω χρόνο ( 28.11.2013 έως 18.2.2014),, ορίζονται τα εξής : “Σε περίπτωση λύσης κοινωφελούς επιχείρησης ή Δ.Ε.Υ.Α. και ανάληψης των δραστηριοτήτων της από τον οικείο δήμο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αυτού, το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου μεταφέρεται στον αντίστοιχο φορέα με την ίδια σχέση εργασίας, ύστερα από απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Συμβάσεις έργου που έχουν συναφθεί από τις επιχειρήσεις που λύονται εκτελούνται από τον αντίστοιχο φορέα άσκησης των σχετικών αρμοδιοτήτων.” «Οφειλές των ανωτέρω επιχειρήσεων προς το Ελληνικό Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και προς τρίτους, περιλαμβανομένων και δεδουλευμένων αποδοχών του μεταφερόμενου προσωπικού τους, μπορούν να καταβάλλονται από τον οικείο δήμο μετά από αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του”. «Οι ρυθμίσεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται αναλογικά και για οφειλές αμιγών επιχειρήσεων του π.δ. 410/1995 που λύθηκαν, καθώς και για οφειλές ανωνύμων και αναπτυξιακών εταιριών των οποίων οι εταίροι είναι αποκλειστικά ΟΤΑ ή και νομικά τους πρόσωπα, εφόσον τελούν υπό εκκαθάριση ή λυθούν και τεθούν υπό εκκαθάριση μέχρι τις 31.12.2012.» Η παραπάνω παράγραφος 7 του νόμου αυτού αναριθμήθηκε σε παράγραφο 9α και διατηρήθηκε σε ισχύ με λεκτικές μόνο μεταβολές του περιεχομένου της με το άρθρο 76 του Ν. 4443/2016 (ΦΕΚ Α` 232/9-12-2016) και το άρθρο 15 του Ν. 4483/2017 (ΦΕΚ Α` 107/31-7-2017), και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με το άρθρο 16 §§ 1 και 3 του Ν.4575/2018 «Ενσωμάτωση στην Οδηγία 2014/50:Συμπληρ. συνταξιοδότηση/Καταβολή εφάπαξ ποσού σε Εν. Δυνάμεις, Ιατρούς, Δικαστές κλπ» (ΦΕΚ Α` 192/14-11-2018), με ισχύ από 31-7-2017 με την προσθήκη:: «9α. ….. Από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, (εννοείται του δημοτικού συμβουλίου), επέρχεται αυτοδικαίως στερητική αναδοχή από το δήμο των κατά την ημερομηνία αυτή βεβαιωμένων οφειλών, της υπό εκκαθάριση επιχείρησης προς το Δημόσιο και προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, κατά το ποσό που αναλαμβάνεται. Ο δήμος καθίσταται πλέον ο μοναδικός υπόχρεος για την καταβολή των οφειλών που αναδέχεται και η υπό εκκαθάριση επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής τους. Τα συνυπόχρεα με την υπό εκκαθάριση πρόσωπα απαλλάσσονται από κάθε αστική, ποινική ή άλλη ευθύνη για την καταβολή των οφειλών αυτών. Εμπράγματες ασφάλειες και αναγκαστικά μέτρα είσπραξης που έχουν ληφθεί σε βάρος της επιχείρησης ή/και των συνυπόχρεων με αυτήν προσώπων για τις οφειλές αυτές, εξαλείφονται ή αίρονται. Προληπτικά ή διασφαλιστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 46 του Ν. 4174/2013, ή και με προϊσχύουσες του νόμου αυτού διατάξεις, αίρονται υποχρεωτικά στις περιπτώσεις που ο δήμος αναλαμβάνει το σύνολο των οικείων, των μέτρων, οφειλών. Ήδη καταβληθέντα ή εισπραχθέντα με οποιονδήποτε τρόπο ποσά, από το Ελληνικό Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, για τις οφειλές της υπό εκκαθάριση επιχείρησης από την ίδια ή από τα συνυπεύθυνα με αυτήν πρόσωπα, δεν αναζητούνται και δεν επιστρέφονται. Η έκδοση απόφασης του δημοτικού συμβουλίου περί αναδοχής οφειλών διακόπτει το χρόνο παραγραφής αυτών». Ακολούθησε ο Ν. 4674/2020 «Στρατηγική αναπτυξιακή προοπτική OTA, ρύθμιση ζητημάτων Υπ. Εσωτερικών, ΕΕΤΤ, Ιθαγένεια, ΑΣΕΠ κ.α. διατάξεις», με το άρθρο 22 του οποίου ορίστηκε ότι η ισχύς της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 109 § 9 του Ν. 3852/2010 είναι από 1-1-2015. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων ερμηνευόμενες αυτοτελώς και σε συνδυασμό μεταξύ τους, συνάγεται ότι σε περίπτωση λύσης δημοτικής (κοινωφελούς) επιχείρησης ή αμιγούς επιχείρησης του ΠΔ 410/1995, ο οικείος Δήμος δεν καθίσταται άνευ άλλου τινός διάδοχος των προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους τρίτους υποχρεώσεων της δημοτικής επιχείρησης που λύθηκε, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δημοτικού συμβουλίου να αποφασίσει με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του την ανάληψη και εξόφληση τέτοιων οφειλών της υπό εκκαθάριση επιχείρησης από τη λειτουργία της. Η σχετική απόφαση του δημοτικού συμβουλίου φέρει τον χαρακτήρα στερητικής αναδοχής χρέους, όπως τούτο ορίσθηκε και ρητά, προς άρση σχετικών αμφισβητήσεων, με νομοθετική ρύθμιση και ειδικότερα με τη ρύθμιση του άρθρου 16 §§ 1 και 3 του Ν. 4575/2018, με ισχύ από 31-7-2017, ενώ επιπλέον, ορίστηκε ότι η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου διακόπτει την παραγραφή. Ήδη με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 22 § 2 του Ν. 4674/2020 προσδιορίστηκε η ισχύς των άνω ρυθμίσεων από 1-1- 2015. Ωστόσο, η ex lege στερητική αναδοχή για τον Δήμο επέρχεται, και μάλιστα αυτοδικαίως από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του δημοτικού συμβουλίου, ρητά, μόνο όσον αφορά τις βεβαιωμένες οφειλές της επιχείρησης προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Αντίθετα, οι προαναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις δεν καθιερώνουν αυτοδίκαιη, με την έκδοση απόφασης του δημοτικού συμβουλίου, στερητική αναδοχή για τις οφειλές των επιχειρήσεων προς τρίτους, όπως τούτο προκύπτει από τη σαφή λεκτική διατύπωση της συγκεκριμένης διάταξης, που αναφέρεται μόνο σε βεβαιωμένες οφειλές της υπό εκκαθάριση επιχείρησης προς το Δημόσιο και προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, ενώ πιο κάτω ορίζει ότι τα πρόσωπα που ορίζονται εκκαθαριστές των υπό εκκαθάριση νομικών προσώπων δεν διώκονται ποινικώς ούτε υπέχουν ευθύνη για χρέη προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, και στη συνέχεια προβλέπεται ότι τα ήδη καταβληθέντα ή εισπραχθέντα με οποιονδήποτε τρόπο ποσά, από το Ελληνικό Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, για τις οφειλές της υπό εκκαθάριση επιχείρησης δεν αναζητούνται και δεν επιστρέφονται. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη για την αυτοδίκαιη στερητική αναδοχή αναφορικά με τις οφειλές των εν λόγω επιχειρήσεων μόνο προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία έγινε για λόγους προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, καθώς η εξόφλησή τους δύναται με τον τρόπο αυτόν να εξασφαλισθεί μέσω συμψηφισμού με τα έσοδα του δήμου από τους κεντρικούς κρατικούς πόρους. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η θέσπιση με την ίδια διάταξη ως λόγου διακοπής της παραγραφής των οφειλών μόνο προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία η έκδοση απόφασης του οικείου δημοτικού συμβουλίου περί αναδοχής των οφειλών αυτών. Αντίθετα, όσον αφορά τις οφειλές των δημοτικών επιχειρήσεων προς τρίτους δεν θεσπίζεται αυτοδίκαιη στερητική αναδοχή με την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, και τούτο, διότι η στερητική αναδοχή χρέους είναι σύμβαση, που συνάπτεται με τον δανειστή, [ΑΠ 1175/2021, ΑΠ 286/2018, ΝΟΜΟΣ], οπότε απαιτείται η εκ μέρους του δανειστή αποδοχή της προτάσεως του ενδιαφερομένου, νέου, οφειλέτη δήμου ή συναίνεση του, η οποία δύναται να γίνει και σιωπηρώς [ΑΠ 681/1995 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 5369/1982 ΑΡΜ 1983.377]. Η σύμβαση, δηλαδή, στερητικής αναδοχής δύναται να καταρτιστεί και σιωπηρώς, η πρόθεση όμως των μερών για την αλλαγή του προσώπου του παλαιού οφειλέτου πρέπει να προκύπτει σαφώς, διότι άλλως δεν πρόκειται περί στερητικής αναδοχής χρέους, κατ΄ άρθρο 471 ΑΚ αλλά ενδεχομένως περί σωρευτικής τοιαύτης, κατ` άρθρο 477 ΑΚ [Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, υπό άρθρο 471, αριθ. 1). Εξάλλου, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι οι οφειλές των κοινωφελών και αμιγών επιχειρήσεων του ΠΔ 410/1995 προς τρίτους μπορούν να αναληφθούν από τον οικείο δήμο, με τις ως άνω προϋποθέσεις, ενόσω διαρκεί το στάδιο εκκαθάρισης της εν λόγω επιχείρησης, οπότε, εάν ο δήμος δεν αναλάβει τα χρέη της επιχείρησης οι δανειστές της μπορούν να στραφούν μόνο κατά αυτής και να ικανοποιηθούν από το προϊόν της εκκαθάρισης. Μετά όμως τη λήξη της εκκαθάρισης της δημοτικής επιχείρησης με την έγκριση του ισολογισμού λήξης αυτής από το δημοτικό ή το κοινοτικό συμβούλιο, η οποία (εκκαθάριση) έχει συγκεκριμένη εκ του νόμου χρονική διάρκεια, οπότε παύει να υφίσταται η επιχείρηση ως νομικό πρόσωπο και όλα τα περιουσιακά της στοιχεία (και επομένως και οι υποχρεώσεις) περιέρχονται στο Δήμο, μόνον ο τελευταίος καθίσταται υπόχρεος πλέον για τις τυχόν αμφισβητούμενες και μη ικανοποιηθείσες από την εκκαθάριση απαιτήσεις τρίτων κατά της δημοτικής επιχείρησης [ΑΠ 379/2019 ΝΟΜΟΣ]. Μετά το στάδιο λοιπόν ολοκλήρωσης της εκκαθάρισης, οπότε ο δήμος καθίσταται νομίμως ειδικός διάδοχος της λυθείσας δημοτικής επιχείρησης, πρέπει να θεωρηθεί ότι επέρχεται αυτοδικαίως ex lege στερητική αναδοχή χρέους από τον Δήμο, με την έννοια του άρθρου 471 ΑΚ, και κατ` ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 109 § 9 εδ. β` του του Ν. 10 3852/2010. Τέλος με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 4071/2012 (ΦΕΚ Α΄85/11.4.2012 ορίζεται ότι “Οι οφειλές προς το ελληνικό δημόσιο και το ΙΚΑ των αμιγών δημοτικών επιχειρήσεων, του Π.Δ. 410/1995 ή των κοινωφελών επιχειρήσεων, των αστικών μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων των ΟΤΑ, καθώς και των επιχειρήσεων των τέως νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων που περιήλθαν στις περιφέρειες, οι οποίες λύθηκαν και τελούν υπό το καθεστώς εκκαθάρισης, βεβαιωμένες ταμειακά ή μη έως και τις 31.12.2010 απαλλάσσονται από πρόσθετους φόρους, πρόστιμα, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και κάθε μορφής επιβαρύνσεις και η εξόφλησή τους γίνεται υποχρεωτικά από τους ΟΤΑ που τις έχουν συστήσει. Από τους ίδιους ως άνω ΟΤΑ γίνεται και η εξόφληση οφειλών προς εργαζόμενους. Στις ανωτέρω οφειλές περιλαμβάνονται και όσες προκύπτουν έπειτα από έλεγχο των αρμόδιων ελεγκτικών οργάνων”. Η παραπάνω διάταξη, όπως προκύπτει από την λεκτική διατύπωσή της, αναφέρεται στις ήδη λυθείσες ή τελούσες υπό καθεστώς εκκαθάρισης δημοτικές επιχειρήσεις κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού (11.4.2012), και όχι σε εκείνες που ήδη συγχωνεύθηκαν κατά το άρθρο 109 του ν. 3852/2010 και λύνονται μετά την παραπάνω ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου, που εν προκειμένω ενδιαφέρει, για τις οποίες εφαρμόζονται οι προεκετεθείσες διατάξεις των 262, 269 του ΚΔΚ και 109 § 9α του Ν. 3852/2010.
ΙΙΙ) Με το άρθρο 63 παρ. 3, 4 και 5 του ν. 3026/1954, (προϋσχύσας Κώδικας Δικηγόρων) όπως η παρ. 3 προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 27 του Ν. 1366/1983, ο οποίος εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου κατάρτισης και καταγγελίας της επίδικης σύμβασης, ορίζεται ότι: “…….3. Είναι ασυμβίβαστος προς το Δικηγορικόν λειτούργημα πάσα έμμισθος υπηρεσία παρά φυσικώ ή νομικώ προσώπω ……. 4. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται εις τον Δικηγόρον: α) η επί παγία ετησία ή μηνιαία αμοιβή παροχή καθαρώς νομικών εργασιών είτε ως Δικαστικού ή Νομικού Συμβούλου, είτε ως Δικηγόρου και β) …., 5. Απαγορεύεται η συμφωνία περί παροχής νομικών υπηρεσιών επί παγία περιοδική αμοιβή υπό προθεσμίαν. Τοιαύτη υπό προθεσμίαν σύμβασις και προ του Κώδικος γενομένη, θεωρείται ως αορίστου χρόνου. Πάσα σύμβασις αορίστου χρόνου λύεται: 1. …….”4) Διά καταγγελίας παρά του εντολέως ή διά καταγγελίας παρά του εντολοδόχου. ……..Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και κοινοποιείται προς τον εντολοδόχον ή τον εντολέα”. Εξ άλλου, με το άρθρο 46 παρ. 2 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. Ν. 4194/2013), ορίζεται ότι: 2. Η σύμβαση μεταξύ έμμισθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και λύεται μόνο: α) με το θάνατο, β) τη λύση, κατάργηση ή διάλυση με οποιονδήποτε τρόπο του νομικού προσώπου που απασχολεί τον δικηγόρο, γ) την πτώχευση του εντολέα και δ) με καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα ή εντολοδόχο δικηγόρο. Αν στο προσωπικό που απασχολείται στον εντολέα ισχύει κανονισμός εργασίας που προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία, η καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα γίνεται μόνο για σπουδαίο λόγο. Η καταγγελία με ποινή ακυρότητας είναι έγγραφη και σε αυτή αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης, επιδίδεται δε με δικαστικό επιμελητή. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 349, 350, 648, 656 και 669παρ.2 ΑΚ προκύπτει, ότι, εάν η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη για οποιοδήποτε λόγο, ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού που απολύθηκε και υποχρεούται στην καταβολή των μισθών του, μέχρις ότου καταγγείλει εγκύρως την σύμβαση ή προσκαλέσει τον μισθωτό να επαναλάβει την εργασία του με τους ίδιους όρους της σύμβασης, καθόσον επί άκυρης καταγγελίας (επειδή λείπουν προϋποθέσεις του κύρους της) δεν επέρχεται η διαπλαστική της ενέργεια (λύση της σύμβασης) και η σύμβαση εξακολουθεί να υφίσταται (η δικαστική δε απόφαση που αναγνωρίζει την ακυρότητά της απλώς επιβεβαιώνει την έκτοτε ανυπαρξία του ως άνω αποτελέσματος), του μισθωτού μη όντος υποχρέου σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται αυτονοήτως και η δήλωση βούλησης του να μην αποδέχεται στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυομένου μισθωτού (για τα παραπάνω βλ.ΑΠ 1169/1999 ΕλλΔνη 41.721, ΑΠ 688/1999 ΕλλΔνη 41727, ΑΠ 545/1999 ΕλλΔνη 41.93, ΑΠ 579/1994 ΝοΒ 43 808, ΑΠ 1093/1993 ΕλλΔνη 35.1592, ΑΠ 1420/1990 ΔΕΝ 49.468). Σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται αυτοδικαίως στις υποχρεώσεις από την υπερημερία του αρχικού εργοδότη, λόγω της άκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου, ενώ ο τελευταίος δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του στο νέον εργοδότη (ΑΠ 317/2022, ΑΠ 1116/2021, ΑΠ 227/2021 δημοσιευμένες στον ιστότοπο του ΑΠ).
ΙV) Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 του ΚΠολΔ η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, μεταξύ των ιδίων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, δεδικασμένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης για το δικαίωμα που κρίθηκε, για τη δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωμα που κρίθηκε εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του, το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή λαμβάνοντάς το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη η μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Περαιτέρω από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το δεδικασμένο καλύπτει, όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών των οποίων ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, καθώς και τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που το Δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου. Τα προαναφερόμενα ισχύουν και όταν η έννομη σχέση, που έχει τελεσιδίκως διαγνωσθεί, αποτελεί προδικαστικό ζήτημα άλλης μεταγενέστερης επίδικης αξίωσης. Επομένως, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στην νέα δίκη πρόκειται να κριθεί ή ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Δεδικασμένο αποτελεί και η ενδεχομένως άδικη ή εσφαλμένη τελεσίδικη απόφαση (ΟλΑΠ 10/2002). Τέλος, ειδικότερα, σε διαρκή έννομη σχέση, από την οποία πηγάζουν πλείονες έννομες συνέπειες, όπως στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στην οποία η απασχόληση του μισθωτού θεμελιώνει ποικίλες αξιώσεις, που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νόμους, Σ.Σ.Ε., Δ.Α. κ.λ.π. οι τελεσίδικες αποφάσεις που κρίνουν επί μέρους αιτήματα, ως συνέπειες της διαρκούς έννομης σχέσης έστω και, κατά τα παραπάνω, εσφαλμένες, αποτελούν δεδικασμένο και για απαιτήσεις που γεννώνται στο μέλλον, ως προς τις προϋποθέσεις και το ύψος αυτών, εφόσον παραμένει αμετάβλητο το νομικό καθεστώς (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 2027/ 2017, ΑΠ 411/2016 TNΠN). Έτσι, μεταξύ άλλων, καλύπτονται από το δεδικασμένο ο χαρακτήρας της σύμβασης εργασίας, δηλαδή ο νομικός χαρακτηρισμός που δόθηκε από την απόφαση στην έννομη σχέση και το κύρος της σύμβασης εργασίας και της τυχόν καταγγελίας της. Τα ως άνω, όπως η νομολογία έχει δεχθεί (ΑΠ 180/2019 ΕΕργΔ 2019.624, ΑΠ 1364/2019 ΕΕργΔ 2020.457) ισχύουν αναλογικά και για τους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σύμβαση έμμισθης εντολής, λόγω των ομοιοτήτων που έχει η παροχή έμμισθων υπηρεσιών του δικηγόρου με την παροχή εξαρτημένης εργασίας (Δ. Ζερδελή. ά.α., σσ. 1771, ΕφΑθ. 1213/2013 ΤΝΠΝ). Η κατάφαση ή η άρνηση στην απόφαση εννόμων σχέσεων, που δεν ανάγονται σε στοιχεία του πραγματικού του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, στον οποίο θεμελιώνεται η διαγνωσθείσα από την απόφαση έννομη συνέπεια, αλλά απλώς χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα στη δικαστική απόφαση, δεν περιβάλλονται με ισχύ δεδικασμένου, Τέλος, κατά το άρθρο 325 του ΚπολΔ, το δεδικασμένο ισχύει, εκτός από τους διαδίκους και υπέρ και κατά εκείνων που έγιναν διάδοχοί τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της.
Στην προκειμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα του ενάγοντος που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά (ο εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη άλλα προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενώ, ορισμένα από αυτά μνημονεύονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς, ωστόσο, να παραβλέπεται η αποδεικτική δύναμη κανενός κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (βλ. Ολ. ΑΠ 15/2003, ΕλλΔ/νη 2003/937, ΑΠ 195/2020, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), σε συνδυασμό με όσα άμεσα ή έμμεσα συνομολογούν οι διάδικοι (άρθρα 261 εδαφ. β` και 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ΄αριθμ. 225/2003 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του τότε Δήμου Κερατσινίου συνεστήθη κατά τις διατάξεις των άρθρων 277 – 284, 291 και 304 του π.δ. 410/1995, αμιγής δημοτική επιχείρηση με την επωνυμία “……………” (……….), με κύριο σκοπό της τον σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων μαζικής άθλησης. Την 3.10.2008 η επιχείρηση αυτή, μετετράπη σε κοινωφελή επιχείρηση του άρθρου 254 του ν. 3463/2006 και άλλαξε την επωνυμία της σε “……….. (…………………), λειτουργώντας πάντοτε ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου. Ο ενάγων είναι δικηγόρος εγγεγραμμένος στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, (και ήδη δικηγόρος Πειραιά), που διορίσθηκε στο Πρωτοδικείο Αθηνών την 3.3.1999, προήχθη σε δικηγόρο στο Εφετείο Αθηνών την 9.12.2003 και στον Άρειο Πάγο την 17.5.2011. Με σύμβαση έμμισθης εντολής ορισμένου χρόνου, που συνήψε δυνάμει του από 1.3.2004 ιδιωτικού συμφωνητικού με τον νόμιμο εκπρόσωπο της αρχικής ως άνω επιχείρησης με την επωνυμία ………….. (………), του ανατέθηκε και, αντίστοιχα εκείνος ανέλαβε, την υποχρέωση, να παρέχει τις νομικές του υπηρεσίες σε φορολογικές και λογιστικές αποκλειστικά υποθέσεις της επιχείρησης αυτής για το χρονικό διάστημα μέχρι την 28.2.2005, έναντι πάγιας μηνιαίας αμοιβής ποσού 540 ευρώ, η οποία αυξήθηκε από 1.10.2004 σε 650 ευρώ, χωρίς πρόσθετα δώρα εορτών και επιδόματα, και έπρεπε να του καταβάλλεται την τελευταία εβδομάδα κάθε μήνα, έναντι έκδοσης αντίστοιχου νομίμου παραστατικού παροχής υπηρεσιών. Με τον όρο 5 του ιδιωτικού συμφωνητικού ορίσθηκε ότι, εφόσον δεν θα μεσολαβούσε καταγγελία της, η σύμβαση θα ανανεωνόταν σιωπηρά μετά την πάροδο της ως άνω ετήσιας διάρκειάς της και με τον όρο 8 του συμφωνητικού ορίσθηκε, ότι για την καταγγελία της συμβάσεως θα έπρεπε να προηγηθεί έγγραφη ειδοποίηση του καταγγέλλοντα και τα αποτελέσματά της θα επέρχονταν ένα μήνα μετά την έγγραφη ειδοποίηση του εντολοδόχου δικηγόρου, χωρίς στην περίπτωση αυτή να διατηρούν τα μέρη εκατέρωθεν αξιώσεις. Ρητά ορίσθηκε, επίσης, ότι “η σχέση που δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων με την παρούσα σύμβαση δεν είναι σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά σχέση παροχής υπηρεσιών ελεύθερου επαγγελματία έναντι κατ΄ αποκοπήν αμοιβής” Η σύμβαση λειτούργησε με τους ίδιους πάντοτε όρους καθ΄όλη την διάρκεια της παραπάνω επιχείρησης και δη τόσο κατά το χρονικό διάστημα που αυτή έφερε την επωνυμία ………., όσο και μετά την αλλαγή της σε κοινωφελή επιχείρηση με την επωνυμία ………………….., δεδομένου ότι είτε ανανεωνόταν σιωπηρά κατά τον όρο 5 της συμβάσεως είτε μεσολαβούσε η υπογραφή νέων ιδιωτικών συμφωνητικών ορισμένου χρόνου και ομοίου περιεχομένου με το αρχικό, με μόνη διαφοροποίηση ως προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες, οι οποίες από το δεύτερο συμφωνητικό και εφεξής χαρακτηρίζονται ως “νομικές υπηρεσίες σε κάθε περίπτωση εξυπηρέτησης των συμφερόντων” της αντισυμβαλλόμενης επιχείρησης. Ειδικότερα, εκτός από το παραπάνω αρχικό συμφωνητικό, ο ενάγων προσυπέγραψε με την ως άνω επιχείρηση και τα ακόλουθα ιδιωτικά συμφωνητικά με τους ίδιους πάντοτε όρους και το ίδιο ποσό αμοιβής, χωρίς πρόσθετα επιδόματα και δώρα εορτών: Το από 24.5.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ορίσθηκε διάρκεια της σύμβασης από 1.1.2007 έως 31.1.2007, το από 29.1.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ορίσθηκε διάρκεια της σύμβασης από 1.1.2008 έως 31.12.2008, το από 16.2.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ορίσθηκε διάρκεια της σύμβασης από 1.1.2009 έως 31.12.2009 και το από 28.1.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ορίσθηκε διάρκεια της σύμβασης από 1.1.2010 έως 31.12.2010. Με το πέρας του τελευταίου αυτού χρονικού διαστήματος η σύμβαση ανανεώθηκε σιωπηρά, βάσει του όρου 5 της αρχικής και των μεταγενέστερων εγγράφων συμβάσεων, ο δε ενάγων καθ΄όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα της λειτουργίας της παρείχε στην εντολέα του επιχείρηση τις νομικές υπηρεσίες του ανελλιπώς και σε περιορισμένη έκταση κατ΄αναλογίαν με την συμφωνηθείσα αμοιβή του, δεδομένου ότι η τελευταία απασχολούσε μόλις τέσσερα άτομα και δεν είχε μεγάλο εύρος εργασιών. Συγκεκριμένα, από τα έγγραφα που προσκομίζει ο ίδιος,, προκύπτει, ότι καθ΄όλη την 7ετή περίπου διάρκεια της λειτουργίας της συμβάσεώς του ο ενάγων συνέταξε για λογαριασμό της εντολέως του ελάχιστες γνωμοδοτήσεις για θέματα κυρίως προσωπικού (τέσσερις), κατασκευής και λειτουργίας κολυμβητικών δεξαμενών (μία), για την αρμοδιότητα του διοικητικού της συμβουλίου ως προς τις προμήθειες (μία) και για την φύση της εντολέως του ως ΝΠΙΔ (μία), μία απλή απόδειξη καταβολής ποσού και ελάχιστα απλά ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης (δύο). Τα υπόλοιπα συμφωνητικά μίσθωσης, ανάθεσης έργου κ.λ.π. που προσκομίζονται από τον ενάγοντα, δεν αντιστοιχούν σε καταρτισθείσες συμβάσεις, αλλά πρόκειται για προεκτυπωμένα ασυμπλήρωτα έγγραφα, κυρίως συμβάσεων μισθώσεως, που δεν αποδεικνύουν παροχή νομικών υπηρεσιών. Εξ άλλου, ο ενάγων δεν παρείχε τις υπηρεσίες του καθημερινά ή με συγκεκριμένο ωράριο, ούτε προσέρχονταν στην έδρα της εντολέως του, καθώς δεν διατηρούσε γραφείο σαυτή και δεν είχε συμμετοχή στα διοικητικά της συμβούλια, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, ή τουλάχιστον αυτή ήταν πολύ περιορισμένη, όπως συνάγεται και από την κατάθεση της μάρτυρα …………., αντιπροέδρου στο διοικητικό συμβούλιο της εντολέως του ………………….., η οποία κατέθεσε στα πλαίσια άλλης συναφούς δίκης και περιέχεται στα υπ΄αριθμ. …………/2012 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η οποία βεβαιώνει ότι δεν τον γνωρίζει, διότι δεν τον συνάντησε ποτέ στα διοικητικά της συμβούλια. Στα πλαίσια των προσφερόμενων ως άνω υπηρεσιών, η εντολέας του επιχείρηση κατέβαλε ανελλιπώς στον ενάγοντα την συμφωνηθείσα κατ΄ αποκοπήν για τις παραπάνω υπηρεσίες του μηνιαία αμοιβή των 650 ευρώ μέχρι και τον μήνα Φεβρουάριο του 2011. Έκτοτε, μολονότι ο ενάγων εξακολουθούσε να προσφέρει κανονικά τις υπηρεσίες του σαυτήν, έπαψε να του καταβάλει την συμφωνηθείσα μηνιαία αμοιβή του, την οποία δεν του κατέβαλε ούτε μετά την υπ΄αριθμ. πρωτ. …../9.5.2011 έγγραφη αίτηση – όχλησή του, με την οποία ζητούσε την καταβολή της. Την 1.6.2011 ο ενάγων όχλησε και προφορικά τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της εντολέα επιχείρησης …………………. για την καταβολή των οφειλόμενων αμοιβών του, οπότε ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι δεν χρειάζονται πλέον τις υπηρεσίες του. Ωστόσο, δεν του κοινοποιήθηκε τότε και εγγράφως η καταγγελία αυτή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπ΄αριθμ. IV νομική σκέψη (άρθρο 63 παρ. 5 του ν. 3026/1954), ούτε τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τον προεκτεθέντα όρο 8 της σύμβασης προ μηνός προειδοποίηση, ενώ δεν του καταβλήθηκε και η προβλεπόμενη αποζημίωση από το άρθρο 94 του αυτού ως άνω νόμου (3026/1954). Στην συνέχεια, δυνάμει της υπ΄αριθμ. 99/11.6.2011 αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου του νέου (Καλλικρατικού) Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας και πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β/1295/16.6.2011 η παραπάνω κοινωφελής επιχείρηση με την επωνυμία “……” (……………………), καθώς και οι δημοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις “………..”, “……….” και …………” συγχωνεύθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 263 του ν. 3463/2006 και 109 του ν. 3852/2010, στο νέο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία “……………” (…………………). Από την σύστασή του το νέο νομικό πρόσωπο που προέκυψε από την συγχώνευση υπεισήλθε αυτοδικαίως ως καθολικός διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συγχωνευόμενων επιχειρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 263 παρ. 3 του ν. 3463/2006 και 109 παρ. 1 του ν. 3852/2010, που παρατίθενται στην με στοιχεία Ι νομική σκέψη, και, επομένως, και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις από την ένδικη σύμβαση εντολής, όπως άλλωστε προκύπτει ρητά και από την παραπάνω απόφαση περί συγχωνεύσεως του δημοτικού συμβουλίου του εναγομένου Δήμου, στο άρθρο 8 της οποίας ορίζονται κατά λέξη τα εξής: “Το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι νομικοί σύμβουλοι καθώς και οι δικηγόροι με σχέση έμμισθης εντολής των κοινωφελών επιχειρήσεων που συγχωνεύονται, καθίστανται αυτοδικαίως προσωπικό και παρέχει τις υπηρεσίες του στη νέα κοινωφελή επιχείρηση που προκύπτει από τη συγχώνευση με την ίδια σχέση εργασίας και έμμισθης εντολής.” Η απόφαση αυτή του δημοτικού συμβουλίου του εναγομένου Δήμου να υποκατασταθεί το νέο νομικό πρόσωπο που προέκυψε από την συγχώνευση σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβάσεων έμμισθης εντολής των νομικών συμβούλων και των δικηγόρων που απασχολούνταν στις συγχωνευθείσες επιχειρήσεις, δεν οφείλεται σε σφάλμα ή παραδρομή, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος Δήμος, αλλά σε συνειδητή επιλογή του δημοτικού του συμβουλίου, η οποία είναι σύμφωνη και με τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 263 του ν. 3463/2006 και 109 του ν. 3852/2010, που προβλέπουν την καθολική διαδοχή του νέου νομικού προσώπου και την υποκατάσταση αυτού σε όλα, ανεξαιρέτως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συγχωνευόμενων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων είναι και αυτά που προκύπτουν από τις συμβάσεις έμμισθης εντολής των νομικών συμβούλων και δικηγόρων και του ενάγοντα ειδικότερα, ο οποίος συνδέονταν με έγκυρη κατά τον χρόνο αυτό σχέση έμμισθης εντολής με την συγχωνευθείσα επιχείρηση ………………….. Παρέπεται, επομένως, ότι η ενεργή κατά το χρόνο της συγχώνευσης (16.6.2011) σύμβαση εντολής του ενάγοντα με την επιχείρηση …………………., η οποία θεωρείται εκ του νόμου ως μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου (άρθρο 63 του ν. 3026/1954), εφόσον δεν είχε μέχρι τότε καταγγελθεί έγκυρα με την επίδοση σχετικού εγγράφου, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 46 παρ. 5 του ισχύοντος λόγω του χρόνου της καταγγελίας Κώδικα Δικηγόρων (ν. 3026/1954), και μάλιστα με προ ενός μηνός προειδοποίηση κατά τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, εξακολούθησε υφισταμένη και μετά την συγνώνευσή της, με υπόχρεη πλέον την καθολική διάδοχό της …………………, που προέκυψε από τη συγχώνευση. Ωστόσο, ούτε η τελευταία αυτή επιχείρηση απασχόλησε τον ενάγοντα σύμφωνα με την μεταξύ τους πλέον σύμβαση εντολής, ούτε κατήγγειλε τη σύμβαση εγκύρως και έκτοτε, η υπερημερία περί την αποδοχή των προσφερόμενων προσηκόντως υπηρεσιών, του, που άρχισε την 2.6.2011 στο πρόσωπο της αρχικής εντολέως του …………………., εξακολούθησε υφισταμένη και στο πρόσωπο της καθολικής διαδόχου της …………………., τουλάχιστον μέχρι την 31.12.2011, όπως κρίθηκε τελεσιδίκως με την υπ΄αριθμ. 343/2015 απόφαση αυτού του δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της από 19.6.2012 προγενέστερης αγωγής του ενάγοντα κατά της άνω επιχείρησης (…………………). Ειδικότερα, με την εν λόγω απόφαση κρίθηκε ότι οι ως άνω διαδοχικές έγγραφες συμβάσεις ορισμένου χρόνου και οι σιωπηρές ανανεώσεις τους μέχρι την 31.12.2011, χρονικό σημείο μέχρι το οποίο έκρινε η εν λόγω απόφαση, αποτελούν μία ενιαία σύμβαση έμμισθης δικηγορικής εντολής πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου, η οποία ήταν έγκυρη, διότι ο ενάγων προσέφερε τις υπηρεσίες του αποκλειστικά με νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις και δεν απαιτείτο για την πρόσληψή του η τήρηση της διαδικασίας προκήρυξης και επιλογής του άρθρου 11 του ν. 1649/1986. Με την ίδια απόφαση αναγνωρίσθηκε περαιτέρω, ότι η καταγγελία της συμβάσεώς του, που έγινε την 1.6.2011 με προφορική δήλωση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της τότε εντολέως του (………………….) ήταν άκυρη, διότι δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από το νόμο και την σύμβαση εντολής έγγραφος τύπος και δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Υποχρεώθηκε δε η εναγομένη επιχείρηση να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 55.000 ευρώ, που αφορούσε, εκτός των άλλων, (διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, δώρα εορτών και επιδόματα αδείας για το χρονικό διάστημα 1.1.2006 έως 2.6.2011, και αποδοχές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος 2.6.2011 έως 31.12.2011, ποσού 9.268 ευρώ. Από την παραπάνω τελεσίδικη απόφαση παράγεται δεδικασμένο ως προς τον χαρακτήρα της ένδικης συμβάσεως ως έγκυρης συμβάσεως εμμίσθου εντολής πλήρους απασχόλησης αορίστου χρόνου, ως προς την ακυρότητα της από 1.6.2011 καταγγελίας, και ως προς την περιέλευση της επιχείρησης …………………., καθώς και της καθολικής διαδόχου της ………………… σε υπερημερία μέχρι την 31.12.2011, που, σύμφωνα με την υπ΄αριθμ. ΙV νομική σκέψη, εμποδίζει την εκ νέου έρευνά τους από το Δικαστήριο αυτό, καθώς ανακύπτουν ως προδικαστικά ζητήματα στην ένδικη διαφορά, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο εναγόμενος Δήμος κατέστη στο μεταξύ, (κατά την διάρκεια της παραπάνω δίκης ή μετά από αυτή), καθολικός ή ειδικός διάδοχος της τελευταίας ως άνω επιχείρησης, ώστε να καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο μεταξύ των παραπάνω διαδίκων (άρθρο 325 αριθμ 2 ΚπολΔ), γεγονός το οποίο θα ερευνηθεί παρακάτω. Περαιτέρω αποδεικνύεται, ότι η υπερημερία που άρχισε την 2.6.2011 στο πρόσωπο της αρχικής εντολέως του …………………. και εξακολούθησε υφισταμένη στο πρόσωπο της καθολικής διαδόχου της ………………… μέχρι την 31.12.2011, συνεχίσθηκε στο πρόσωπο της τελευταίας και μετά την ημερομηνία αυτή και μέχρι τουλάχιστον την 28.11.2013, καθώς δεν μεσολάβησε μέχρι τότε έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εντολής του ενάγοντα ή λύση αυτής με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία με την υπ΄αριθμ. 405/28.11.2013 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του εναγομένου Δήμου, όπως επαναλήφθηκε κατά το ορθότερον την 16.12.2013, και την προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθου 262 του ν. 3463/2006 πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Β/375/18.2.2014, αποφασίσθηκε η λύση της υπερήμερης κοινωφελούς επιχείρησης …………………. η ανάληψη των δραστηριοτήτων της από τον οικείο Δήμο και η θέση της υπό εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 262 του Ν. 3463/2006, 107, 109, 225, 238, 280 του ν. 3852/2010, 43 παρ. 5 του Ν. 3979/2011, 10 παρ. 1 του Ν. 4071/2012 και 16 του Ν. 4147/2013 και την υπ’ αριθμ. 11 Εγκύκλιο του ΥΠ.ΕΣ. (ΑΠ οικ. 4569/ 27−01−2011). Εφόσον, επομένως, η επιχείρηση αυτή τέθηκε υπό εκκαθάριση, εξακολούθησε υφισταμένη και μετά την λύση της και για όσο χρόνο διαρκούσε η εκκαθάριση (άρθρο 72 ΑΚ), ευθυνόμενη η ίδια έναντι των τρίτων, ο δε εναγόμενος Δήμος δεν κατέστη αυτοδίκαια με την λύση της καθολικός διάδοχος αυτής, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων. Με την ίδια εξ άλλου απόφασή του το δημοτικό συμβούλιο του εναγομένου Δήμου αποφάσισε και “τη μεταφορά, τη σύσταση προσωρινών προσωποπαγών θέσεων και την κατάταξη του προσωπικού της επιχείρησης με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας, μετά τον έλεγχο από το Δήμο των ατομικών υπηρεσιακών φακέλων του μεταφερόμενου προσωπικού και τη διαπίστωση της συνδρομής όλων των απαραίτητων εκ του νόμου προϋποθέσεων για την νομιμότητα της μεταφοράς των εργαζομένων στο Δήμο”. Διέλαβε δε και ονομαστικά στην απόφασή του τα πρόσωπα των εργαζομένων που θα μεταφέρονταν στις υπηρεσίες του, μεταξύ των οποίων δεν συμπεριλαμβανόταν ο ενάγων. Με την λύση της τελευταίας αυτής επιχείρησης (…………………) λύθηκε αυτοδικαίως και η σχέση εντολής που την συνέδεε με τον ενάγοντα δικηγόρο, σύμφωνα με την παρ. 2, εδ β΄ του άρθρου 46 του ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α 208/27.9.2013), ο οποίος εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου λύσης του άνω νομικού προσώπου, με την οποία ορίζεται ότι “η σύμβαση μεταξύ έμμισθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και λύεται μόνο: α)……, β) τη λύση, κατάργηση ή διάλυση με οποιονδήποτε τρόπο του νομικού προσώπου που απασχολεί τον δικηγόρο”. Κατά συνέπειαν, και η αρξαμένη την 2.6.2011 υπερημερία της παραπάνω αρχικής εντολέως του ενάγοντα (…………………..), η οποία συνεχίσθηκε και στο πρόσωπο της καθολικής διαδόχου της (………………….) διακόπηκε σε κάθε περίπτωση με την δημοσίευση στις 18.2.2014 της άνω απόφασης για τη λύση της τελευταίας. Υπερημερία δε μετά την λύση της ως άνω σύμβασης εντολής στο πρόσωπο του εναγομένου Δήμου, όπως έμμεσα υποστηρίζει ο ενάγων στην αγωγή του, εφόσον ζητεί την επιδίκαση μισθών υπερημερίας και για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα μέχρι την 31.12.2016, δεν νοείται σε καμία περίπτωση, πολύ δε περισσότερο που ο εναγόμενος Δήμος, σύμφωνα με προεκτεθέντα και όσα αναφέρονται στην νομική σκέψη με αριθμό ΙΙ, δεν υπεισήλθε κατά το χρονικό αυτό σημείο στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της λυθείσης επιχείρησης ως καθολικός διάδοχος, ώστε να υποχρεούται να τον απασχολήσει έκτοτε στις υπηρεσίες του σε συνέχεια της υφιστάμενης μέχρι τότε συμβάσεως εντολής, ούτε είχε υποχρέωση από τον νόμο να τον μεταφέρει στις υπηρεσίες του και να τον απασχολήσει σαυτές, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, και κατά τούτο δεν προσβάλλεται η απόφασή του με την έφεση. Με την ίδια εξ άλλου απόφαση του δημοτικού του συμβουλίου (405/28.11.2013), όπως αυτή επαναλήφθηκε ορθά την 16.12.2013, ο εναγόμενος Δήμος, ανέλαβε πριν από την περάτωση της εκκαθάρισης της λυθείσης επιχείρησης, και τις ακόλουθες υποχρεώσεις, οι οποίες κατά την κατά λέξη διατύπωσή τους στις παραγράφους 8 και 9 αυτής έχουν, κατά τα ενδιαφέροντα εδώ σημεία τους, ως εξής: “8) Οι οφειλές της ………………… και των συγχωνευθέντων με αυτήν φορέων προς το Ελληνικό Δημόσιο, τα Ασφαλιστικά Ταμεία και τους εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων και των δεδουλευμένων αποδοχών του μεταφερόμενου προσωπικού, μεταφέρονται στο Δήμο και αναλαμβάνονται από αυτόν. Ήτοι: – Οφειλές …………………. και συγχωνευμένων κοινωφελών επιχειρήσεων …… προς το ΙΚΑ έως 30.11.2013, ποσού ….., – Οφειλές ………………… προς το Ελληνικό Δημόσιο (ΔΟΥ) έως 30.11.2013, ποσού ……., – Οφειλές ………………… προς τους εργαζόμενους (δεδουλευμένες αποδοχές προσωπικού) έως 30.11.2013, 818.000 ευρώ Κ.Α. ……..” και “9) Οι οφειλές της ………………… και των συγχωνευμένων με αυτήν φορέων προς τρίτους (προμηθευτές, εργολήπτες κ.λ.π.) αναλαμβάνονται από το Δήμο κατόπιν απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου για κάθε μία περίπτωση από αυτές. Ήτοι: – Οφειλές ………………… προς τρίτους (προμηθευτές, ΑΠΥ, ενοίκια) ποσού 720.000 ευρώ Κ.Α. …………, – …… Τα ποσά αυτά εδόθησαν εγγράφως από την …………………. Όποιο άλλο ποσό προκύψει κατά τον έλεγχο και την εκκαθάριση θα προβλεφθεί στους αντίστοιχους προϋπολογισμούς των επόμενων ετών”. Από την διατύπωση της παραπάνω πρώτης παραγράφου (με αριθμό 8), ερμηνευόμενη κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, όπου χρειάζεται, προκύπτει ότι ο εναγόμενος Δήμος δεν ενέταξε τον ενάγοντα στους αναφερόμενους στην παράγραφο αυτή “εργαζόμενους” και δεν ανέλαβε με την αντίστοιχη ρύθμιση την εξόφληση των προς αυτόν ενδίκων οφειλών της λυθείσης επιχείρησης …………………, δεδομένου ότι, ενώ στην αρχή αναφέρεται γενικά σε “εργαζόμενους” , διευκρινίζεται στην συνέχεια ότι αναλαμβάνει μόνο τις υποχρεώσεις για “τις δεδουλευμένες αποδοχές προσωπικού”. Ως “δεδουλευμένες” δε αποδοχές, εννοεί τις αποδοχές του προσωπικού για την προσφερθείσα πραγματικά εργασία τους, και όχι αυτές από την υπερημερία, όπως οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντα, ενώ ως “προσωπικό” της επιχείρησης εννοεί μόνο τους εργαζόμενους με σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, όχι όμως και τους απασχολούμενους με σχέση έμμισθης εντολής δικηγόρους, όπως ο ενάγων. Και τούτο διότι, ο ίδιος ο εναγόμενος Δήμος με την προγενέστερη υπ΄αριθ, 99/11.6.2011 απόφαση του δημοτικού του συμβουλίου, με την οποία συγχωνεύθηκε η τότε επιχείρηση …………………… στην ενιαία επιχείρηση …………………, διαχωρίζει το προσωπικό της με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας από τους απασχολούμενους με σχέση έμμισθης εντολής δικηγόρους και νομικούς συμβούλους, τους οποίους αναφέρει ως ξεχωριστή κατηγορία μεταφερόμενων στην νέα επιχείρηση προσώπων. Ομοίως, επίσης, διαφοροποιεί και ο νομοθέτης τους απασχολούμενους με σχέση έμμισθης εντολής δικηγόρους, τους οποίους διαφοροποιεί από το προσωπικό των δημοτικών επιχειρήσεων, καθώς στο άρθρο 269 παρ. 3 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006), που προβλέπει, την, σε περίπτωση συγχώνευσής τους, δυνατότητα μεταφοράς του προσωπικού τους σε άλλες υπηρεσίες των δήμων δεν συμπεριλαμβάνονται οι δικηγόροι, οι οποίοι εντάχθηκαν στην παράγραφο αυτή ως ξεχωριστή κατηγορία με ρητή προς τούτο παραπομπή με το άρθρο 42 παρ.1-3 του Ν.3801/2009, (ΦΕΚ Α 163/4.9.2009), το οποίο προβλέπει ότι “στις ρυθμίσεις των παραγράφων 3, 7 και 8 του άρθρου 269 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/ 2006), καθώς και της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 3613/ 2007 (ΦΕΚ 263 Α`), όπως ισχύουν, υπάγονται και οι δικηγόροι, εφόσον είχαν προσληφθεί με σχέση έμμισθης εντολής μέχρι 31.12.2005”. Εξ άλλου, με την παραπάνω απόφαση του δημοτικού συμβουλίου (405/28.11.2013), με την οποία αναλαμβάνει ο εναγόμενος Δήμος τις προς τους εργαζόμενους υποχρεώσεις της λυθείσης επιχείρησης, προβλέπεται συγκεκριμένη, και, επομένως, γνωστή κατά το χρονικό αυτό σημείο δαπάνη για την αποζημίωση του προσωπικού της και μόνον για τις δεδουλευμένες αποδοχές αυτού, ενώ ο ενάγων είχε πάψει προ πολλού και δη πριν από δυόμιση περίπου έτη να απασχολείται πραγματικά στην λυθείσα επιχείρηση, χωρίς να έχει γνωστοποιήσει μέχρι τότε τις απαιτήσεις του για το επίδικο χρονικό διάστημα, τις οποίες αγνοούσε τόσο ο εναγόμενος Δήμος όσο και η υπό εκκαθάριση …………………, αφού, όπως συνομολογείται, ούτε οχλήθηκαν σχετικά μέχρι την έκδοση της άνω αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου του εναγομένου Δήμου, ούτε ο ενάγων διεκδίκησε τότε τις επίδικες αξιώσεις του. Η δε ένδικη αγωγή, που κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου πολύ αργότερα και μετά το πέρας της εκκαθάρισης της ως άνω επιχείρησης και συγκεκριμένα την 29.12.2016 και επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 30.12.2016, αποτελεί την πρώτη και μοναδική όχληση του εναγομένου Δήμου για τις επίδικες αξιώσεις του, (η επιχείρηση …………………, δεν οχλήθηκε ποτέ σχετικά). Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές, ότι δεν μπορούσε το δημοτικό συμβούλιο κατά τον επίμαχο χρόνο της έκδοσης της αποφάσεώς του να προβλέψει και να προσδιορίσει το ακριβές ποσό των ενδίκων αξιώσεων, και, επομένως, να διαλάβει τα ποσά αυτά στις αναληφθείσες υποχρεώσεις, δεδομένου μάλιστα ότι, ειδικά ως προς την αποζημίωση του προσωπικού της, δεν αναλαμβάνει με την απόφαση αυτή και την υποχρέωση να εξοφλήσει τα ποσά που θα προκύψουν στο μέλλον. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί, ότι ο εναγόμενος Δήμος, δεν ήταν υποχρεωμένος να αναλάβει τις υποχρεώσεις της λυθείσης επιχείρησης προς τους εργαζομένους της σύμφωνα την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4071/2012 που επικαλείται το πρώτον με τον πρόσθετο λόγο της εφέσεώς του ο ενάγων, δεδομένου, ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση. Και τούτο, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, που εκτίθεται στην με στοιχεία ΙΙ νομική σκέψη, η διάταξη αυτή προβλέπει μεν υποχρέωση των ΟΤΑ να εξοφλήσουν τις οφειλές προς τους εργαζομένους τους, αλλά μόνον για τις κοινωφελείς επιχειρήσεις που, στα πλαίσια της ανασυγκρότησης των Δήμων και Κοινοτήτων με το ν. 3852/2010, είχαν ήδη λυθεί και τελούσαν υπό εκκαθάριση κατά τον χρόνο της δημοσίευσης του νόμου αυτού (ΦΕΚ 85/11.12.2012) και όχι και για τις επιχειρήσεις που θα λύονταν στο μέλλον, όπως η ένδικη περίπτωση που η λύση της ………………… έλαβε χώρα μεταγενέστερα (18.4.2014).Περαιτέρω και σε συνέπεια με τα παραπάνω, προκύπτει σαφώς από την επόμενη παράγραφο 9 της ίδιας υπ΄ αριθμ. 405/2013 απόφασης, με την οποία ο εναγόμενος Δήμος αναφέρεται, (πάντοτε πριν την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης και την περιέλευση των περιουσιακών της στοιχείων σαυτόν), στην εξόφληση των υποχρεώσεων της λυθείσης επιχείρησης προς τους, πέραν του προσωπικού της, τρίτους, ότι συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή και οι ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντα, έστω και αν αυτές προέκυπταν κατά τον έλεγχο και την διάρκεια της εκκαθάρισης, αφού με την παράγραφο αυτή αναλαμβάνεται η υποχρέωση εξόφλησης, εκτός των άλλων (εργοληπτών, προμηθευτών κ.λ.π.) και των απαιτήσεων από την έκδοση ΑΠΥ (αποδείξεων παροχής υπηρεσιών). Εντάσσονται δε σαυτή οι ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντα, διότι ο τελευταίος αμοιβόταν κατά την παραδοχή και του ιδίου, μόνον με την έκδοση αντίστοιχης απόδειξης παροχής υπηρεσιών. Ωστόσο, με την παράγραφο αυτή ο εναγόμενος Δήμος δεν αναλαμβάνει άμεσα την υποχρέωση εξόφλησης των απαιτήσεων από την έκδοση αποδείξεων παροχής υπηρεσιών, αλλά ρητά επιφυλάσσεται να ερευνήσει ξεχωριστά κάθε γνωστή ήδη περίπτωση ή και περίπτωση που θα προέκυπτε κατά την διάρκεια της εκκαθάρισης, και να εξοφλήσει αυτές μόνο μετά την έκδοση νέας αποφάσεως από το δημοτικό του συμβούλιο, που να αναφορά την ανάληψη της σχετικής υποχρέωσης για συγκεκριμένη κάθε φορά αξίωση. Στα πλαίσια μάλιστα της πρόβλεψης αυτής ο εναγόμενος Δήμος εξέδωσε στην συνέχεια δια του διοικητικού του συμβουλίου πλείστες κατά περίπτωση αποφάσεις για την εξόφληση διαφόρων υποχρεώσεων της λυθείσης επιχείρησης προς συγκεκριμένους κάθε φορά τρίτους, τις οποίες επικαλείται και ο ενάγων. Παρόμοια όμως απόφαση που να αναλαμβάνει την εξόφληση των ενδίκων αξιώσεών του για αμοιβές υπερημερίας του χρονικού διαστήματος 1.1.2012 έως 31.12.2016 δεν επικαλείται ο ενάγων, ότι εκδόθηκε στο μεταξύ από το δημοτικό συμβούλιο του εναγομένου Δήμου. Αντιθέτως, υποστηρίζει, ότι με την παραπάνω αρχική απόφασή του (405/28.11.2013) ο εναγόμενος Δήμος ανέλαβε ανεπιφύλακτα, (εννοείται, πριν την περάτωση της εκκαθάρισης), και την υποχρέωση να εξοφλήσει όλες αδιακρίτως τις προς τρίτους υποχρεώσεις της λυθείσης επιχείρησης, μεταξύ των οποίων και τις ένδικες αξιώσεις του, διότι, κατά την άποψή του, η συγκεκριμένη παράγραφος, με την οποία το δημοτικό συμβούλιο επιφυλάχθηκε να εκδώσει νέα σχετική απόφασή του κατά περίπτωση, ηθελημένα διαγράφηκε από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας και δεν διαλαμβάνεται στο τελικό κείμενο της δημοσιευθείσης ως άνω απόφασής του στο ΦΕΚ Β/375/18.2.2014. Η άποψη όμως αυτή δεν είναι βάσιμη, διότι, αφενός μεν δεν δημοσιεύεται στο ΦΕΚ η ίδια η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, αλλά μόνον η εγκριτική πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, (άρθρο 16 του ν. 4147/2013), η οποία περιέχει μόνο περίληψή της, αφετέρου δε η διακριτική ευχέρεια να αναλάβει ο Δήμος και πριν από την περάτωση της εκκαθάρισης τις προς τρίτους υποχρεώσεις της λυθείσης επιχείρησης επιφυλάσσεται από τον νόμο μόνο υπέρ του δημοτικού συμβουλίου (άρθρο 262 παρ.1 ν. 3463/2006), ο δε Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας δεν είχε την εξουσία να υποκαταστήσει το δημοτικό συμβούλιο και να διαφοροποιήσει τις αποφάσεις του, αλλά μόνο να εγκρίνει ή να απορρίψει αυτές μετά από έλεγχο της νομιμότητάς τους. (Σημειώνεται ότι στην παραπάνω δημοσίευση, αναφέρεται μόνο η κατά κατηγορία δαπάνη που θα βαρύνει τον προϋπολογισμό του Δήμου, χωρίς να γίνεται ουδεμία αναφορά για ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων έναντι των τρίτων). Τέλος, και σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί, ότι δεν μεταβιβάσθηκαν με την παραπάνω απόφαση ούτε τα περιουσιακά στοιχεία της λυθείσης επιχείρησης στον εναγόμενο Δήμο, ώστε να προκύπτει ότι αναλαμβάνονται από αυτόν και πριν από το πέρας της εκκαθάρισης οι αντίστοιχες υποχρεώσεις προς τους τρίτους καθώς με την παρ. 10 της αποφάσεως αυτής, με την οποία ορίζεται ότι “ μετά τη λύση και εκκαθάριση της επιχείρησης όλα τα περιουσιακά στοιχεία (κινητά και ακίνητα) που ανήκουν στην …………………. περιέρχονται στο Δήμο”, οριοθετείται μόνον χρονικά η περιέλευση αυτών στον Δήμο και ορίζεται ότι θα λάβει χώρα μετά το πέρας της εκκαθάρισης, εφόσον, εννοείται, υπάρχουν κατά το χρονικό αυτό σημείο υπολειπόμενα περιουσιακά στοιχεία. Κατά συνέπειαν, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος Δήμος ανέλαβε κατά την διάρκεια της εκκαθάρισης με την επικαλούμενη στην αγωγή υπ΄αριθμ. 405/28.11.2013 απόφασή του την υποχρέωση της λυθείσης επιχείρησης ………………… να ικανοποιήσει τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντα, δεν συντρέχει εν προκειμένω ούτε στερητική ή, έστω, σωρευτική αναδοχή του χρέους αυτού από τον εναγόμενο Δήμο με την προεκτεθείσα στην νομική σκέψη (ΙΙ) έννοια και η αγωγή κατά το αίτημά της που θεμελιώνεται στην παραπάνω απόφαση του δημοτικού του συμβουλίου και αφορά την αναγνώριση οφειλής αποδοχών υπερημερίας στον ενάγοντα για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.12,2016 είναι απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης του εναγομένου Δήμου. Διαφορετικό βεβαίως είναι το ζήτημα, αν ο τελευταίος υποχρεούται έναντι του ενάγοντα για την ικανοποίηση των ενδίκων αξιώσεων μετά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, την έγκριση του ισολογισμού της από το δημοτικό συμβούλιο και την περιέλευση των περιουσιακών στοιχείων της λυθείσης επιχείρησης ………………… σαυτόν, η οποία (εκκαθάριση) προκύπτει ότι πράγματι περατώθηκε και εγκρίθηκε ο ισολογισμός της και μάλιστα πριν από την άσκηση της ένδικης αγωγής (30.12.2016) με την υπ΄αριθμ. 199/31.3.2016 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του εναγομένου, γεγονός όμως που δεν έχει εξουσία να ερευνήσει το παρόν δικαστήριο, διότι ο ενάγων δεν θεμελιώνει την αγωγή του στο πέρας της εκκαθάρισης και στην περιέλευση των περιουσιακών στοιχείων της λυθείσης επιχείρησης στον εναγόμενο Δήμο (ΑΠ 379/2019, ΑΠ 2005/2017 ΤΝΠΝ), αλλά μόνον στην στερητική αναδοχή χρέους, που έλαβε χώρα με την προαναφερόμενη υπ΄αριθμ. 405/28.11.2013 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου του κατά την διάρκεια της εκκαθάρισης Πρέπει, επίσης να σημειωθεί, ότι δεν παράγεται δεδικασμένο ως προς την παθητική νομιμοποίηση του εναγομένου Δήμου από την υπ΄αριθμ. 1073/2022 απόφαση του ΑΠ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων, αλλά, ενδεχομένως, μόνον από την αναιρεσιβληθείσα ενώπιόν του υπ΄αριθμ. 596/2019 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της από 4.12.2017 ανακοπής κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης της υπ΄αριθμ 343/2013 απόφασης αυτού του δικαστηρίου, που εκδόθηκε μεταξύ ενάγοντος και …………………. Ωστόσο η απόφαση αυτή (596/2019), πέραν του γεγονότος, ότι αναφέρεται στην παθητική νομιμοποίηση του εναγομένου Δήμου για την μετά το πέρας της εκκαθάρισης επισπευδόμενη σε βάρος του εκτέλεση της λυθείσης επιχείρησης και με βάση ήδη εκτελεστό τίτλο εναντίον της, αναιρείται με την άνω 1073/2022 απόφαση του ΑΠ, με συνέπεια να αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης επί της οποίας εκδόθηκε και δεν παράγεται δεδικασμένο από αυτήν. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, αν και με συνοπτική και εν μέρει διάφορη αιτιολογία, κατά την οποία συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα, απέρριψε για τον ίδιο παραπάνω λόγο το αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση στον ενάγοντα αμοιβών υπερημερίας του χρονικού διαστήματος 1.1.2012 έως 31.12.2016, ορθά εφήρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε παραδεκτός μόνος λόγος της εφέσεως και ο ταυτόσημος παραδεκτός πρόσθετος λόγος της πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθούν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της στο σύνολό τους και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του εναγομένου – εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντα ενάγοντα (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2), μειωμένη όμως κατά το μέτρο του άρθρου 281 παρ. 2 του ν. 3463/2006 “Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων”, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων
Δέχεται τυπικά την έφεση και, εν μέρει, και τους από 25.11.2022 προσθέτους λόγους της (μόνο κατά το μέρος που προσβάλλουν την εκκαλουμένη ως προς την διάταξή της που απέρριψε τις αγωγικές αξιώσεις για επιδίκαση αμοιβών υπερημερίας) κατά της υπ΄αριθμ. 4819/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Απορρίπτει ως απαράδεκτο τον πρόσθετο λόγο της εφέσεως, με τον οποίο προσβάλλεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς την διάταξή της που απορρίπτει το αίτημα της αγωγής να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος Δήμος, με την απειλή χρηματικής ποινής, να συστήσει προσωποπαγή θέση και να κατατάξει τον ενάγοντα στις υπηρεσίες του με την ιδιότητα του νομικού συμβούλου.
Απορρίπτει την έφεση και, κατά τα λοιπά, και τους προσθέτους λόγους της στην ουσία τους.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 3 Σεπτεμβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κι αντ΄ αυτής λόγω συνταξιοδοτήσεως και αναχωρήσεώς της, η ορισθείσα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Καλλιόπη Σκούρτη, Γραμματεας |