Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 474/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως 474/2024

ΤΟ  TΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών,   Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Ελένη Μοτσοβολέα  Εφέτη- Εισηγήτρια  και από την Γραμματέα  Κ.Σ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του  εκκαλούντος : ………………,  ο  οποίος  στο ακροατήριο  εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο  δικηγόρο Ιωάννη Παπαδάκη, βάσει δηλώσεως.

Της  εφεσίβλητης: Της ανώνυμης   εταιρείας  με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «………….»  που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, η οποία, από 30-8-2019 αποτελεί την νέα επωνυμία της ανώνυμης εταιρείας «……….» και τον διακριτικο τίτλο «…………» (προηγούμενη επωνυμία   «………..» με διακριτικό τίτλο «……….» – Ανακοινωση Γ.Ε.ΜΗ. με αριθμ. πρωτ. …./31-8-2016) η οποία αλλαγή επωνυμίας εγκρίθηκε με την με αριθμο …/2019 απόφαση του Αντιπεριφερειαρχη ΠΕ Βόρειου Τομέα Αθηνών και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ την 30-8-2019 με αριθμ. πρωτ. ……), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο  από  τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Ρουμελιώτη, βάσει δηλώσεως.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7-3-2020 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………./2020 αγωγή του  κατά  της  εναγομένης  και ήδη εφεσίβλητης   επί της οποίας εκδόθηκε   η με αριθμο  3011/2021  οριστικη  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου  διά της οποίας απερρίφθη η αγωγή.   Την αποφαση  αυτή   προσέβαλε   ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εναγων   με την από 10-1-2023 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2023 έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………/2023, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο,  οι    πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Η  υπό κρίση έφεση του ενάγοντος κατά της υπ’ αριθμ. 3011/2021 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που  εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία  και  απέρριψε την από 7-3-2020 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020) αγωγή του  εναντίον  της εφεσίβλητης   έχει ασκηθεί νομοτύπως   και εμπροθέσμως (άρθρα   495 παρ. 1, 2 , 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518  ΚΠολΔ), αφού δεν προκυπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ εξάλλου δεν έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευσή της,  αρμοδίως δε φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής  ………… παράβολο) σύμφωνα με το  άρθρο  495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 7-3-2020 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020) αγωγή, ο  ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε ότι συνήψε με την εναγομένη εταιρεία με πρώην επωνυμία  «………….»  και,   κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής με την επωνυμία «………….» με διακριτικό τίτλο «………» (στις 3-8-2016 η επωνυμία της εταρείας από «……….» μετονομάσθηκε σε «……….» και τον διακριτικο τίτλο «……..», και στις 30-8-2019 μετονομάσθηκε σε  «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………….»)  με αντικειμενο την εμπορία πετρελαιοειδών, το από 15-6-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης – εμπορικής συνεργασίας. Ότι δυνάμει  της σύμβασης αυτής, η εναγομένη, υπό την ιδιότητά της ως υπεκμισθώτριας, υπεκμίσθωσε στον ενάγοντα ένα σταθμό εξυπηρέτησης αυτοκινήτων, κείμενο στον Δημο ……… (επί της οδού ………), που περιελάμβανε  κατάστημα πώλησης  πετρελαιοειδών, χώρους για πλύση και λίπανση  αυτοκινήτων και βοηθητικούς  χώρους. Ότι η διάρκεια της ως άνω σύμβασης μίσθωσης – εμπορικής συνεργασίας συμφωνήθηκε για το χρονικό διάστημα  από 15-6-2009 έως 31-12-2013. Ότι, δυνάμει της ως άνω συμβάσεως, ο ενάγων θα λειτουργούσε το μίσθιο ως πρατήριο πώλησης βενζίνης και πετρελαίου και ως λιπαντήριο, για την εξυπηρέτηση των αυτοκινήτων των πελατών  της επιχείρησής του και θα προμηθευόταν αποκλειστικά από την εναγομένη εταιρεία βενζίνη και ακάθαρτο πετρέλαιο, καθώς και λιπαντικά, που η τελευταια εμπορεύεται. Ότι το μίσθιο περιήλθε στην κατοχή του,  αφού προηγουμένως εξέτασε αυτό όσο και τον εξοπλισμό του και το βρήκε κατάλληλο για την χρήση που το προόριζε (όρος 6).  Ότι  σύμφωνα με το προσάρτημα της σύμβασης (όρος Α1), η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να παραμείνουν στο πρατήριο, μεταξύ άλλων, μία δεξαμενή τύπου ΜΟΒ -10 Μ3, δύο φρεάτια, μία δεξαμενή 7Μ3, ένα σύστημα αυτόματης ογκομέτρησης, ένα κάλυμμα φρεάτων Δ/Ξ, μία δεξαμενή 3,5 Μ3, δύο δεξαμενές 7Μ3, ένας ηλεκτρικος πίνακας καταστήματος, μία αντλία διπλή  wayne, μία αντλία διπλή schlumberger, μία αντλία δίδυμη schlumberger, ένας αεροστάτης 7,5 HP, ένα σύστημα διακοπής ρεύματος, ένα αερόμετρο πεζοδρομίου, ένα αερόμετρο βαρελάλι, ένα σύστημα  παρακολούθησης αντίών, μία πινακίδα τιμών Harmony και ένα μονόποδο σήμα 1 μηνύματος. Ότι με τον όρο Α2 του αυτού προσαρτήματος  συμφωνήθηκε ότι με εγκυκλίους, που η εναγομένη θα εξέδιδε και θα απέστειλε, θα καθόριζε ποία εκ των πραγμάτων του εξοπλισμού θα συντηρούνταν από την ίδια ή από άλλη εξουσιοδοτημένη  επιχείρηση, ενώ ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει  την  αντίστοιχη δαπάνη. Ότι, επειδή η άντληση του καυσίμου από την δεξαμενή, η οποία είχε εγκατασταθεί με ευθύνη της εναγομένης, η οποία όφειλε να γνωρίζει τις επιταγές του νόμου, όσον αφορά στις προδιαγραφές εγκατάστασής τους στα πρατήρια, γινόταν, κατά παράβαση του π.δ. 118/2006, από τον πυθμένα αυτής, χωρίς να υπάρχει το όριο ασφαλείας των 15 cm,  στις 16-10-2009 και 21-1-2011, κλιμάκιο ελέγχου της αρμόδιας Διεύθυνσης Ελέγχου του Υπουργείου Ανάπτυξης (ΚΕΔΑΚ) πραγματοποίησε έλεγχο  στο άνω πρατήριο  υγρών καυσίμων και  διεπίστωσε, από δείγματα, που έλαβε, με βάση την προβλεπόμενη στο νόμο διαδικασία, ότι το πετρέλεαιο  κίνησης,  που διέθετε από το πρατηριό του ο ενάγων, είχε πρόσμιξη με θείο, σε ποσότητα 86 mg/kg,  αντί του μέγιστου 10  mg/kg, για το πετρέλαιο κίνησης την πρώτη φορά και 16,5 mg/kg αντί του μέγιστου 10  mg/kg την δεύτερη φορά, με αποτέλεσμα να του επιβληθούν  πρόστιμα 110.884, πλέον προσαυξήσεων  7.665,38 ευρώ και 50.000 ευρώ πλέον προσαυξήσεων 4.700 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία βεβαιώθηκαν στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ενώ, λόγω της καθ’ υποτροπή εμφαινόμενης παραβατικής συμπεριφοράς του, συνεπεία της καθυστέρησης αποκατάστασης του προβλήματος από την εναγομένη, επεβλήθη το διοικητικό μέτρο της σφράγισης του πρατηρίου για μία (1) εβδομάδα. Ότι, λόγω της οφειλής του ο ενάγων συνελήφθη και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών για το αδίκημα  της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, ενώ έχουν  ασκηθεί σε βάρος του ποινικές διώξεις για λαθρεμπορία και παραβάσεις της αγορανομικής νομοθεσίας. Ότι λόγω των χρεών από τα επιβληθέντα σε αυτόν πρόστιμα ο ενάγων διέκοψε την δραστηριότητα της επιχείρησής του τον Απρίλιο του 2013 και ζήτησε από την εναγομένη να παραδώσει το μίσθιο.  Ότι η εναγομένη, με την από 13-6-2013  εξώδικη δήλωσή της, ζήτησε από αυτόν την καταβολή των οφειλομένων  μισθωμάτων, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 2013 και, κατόπιν αιτήσεώς της, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …../2013 διαταγή απόδοσης  χρήσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε εκτέλεση  της οποίας παρέδωσε τη χρήση του μισθίου σε αυτήν.  Ότι η σύμβαση μίσθωσης του πρατηρίου όπως και η παραχώρηση του εν αυτώ υπάρχοντος εξοπλισμού χωρίς αντάλλαγμα είχαν σαν σκοπό την διευκόλυνσης υλοποίησης της κύριας σύμβασης εμπορικής συνεργασίας μεταξύ τους.  Ότι η εναγομένη πριν την κατάρτιση της από 15.6.2009 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας – υπομισθώσεως έδει να είχε προβεί σε σχετικό έλεγχο και της συγκεκριμένης δεξαμενής και αναφορικά με τις προδιαγραφές που έδει να έχει σύμφωνα με τον νόμο τις οποίες οφειλε να γνωρίζει ως εκ του αντικειμένου δραστηριότητάς της.  Ότι η εναγομένη γνωριζε ότι ο ενάγων κατά την κατάρτιση της σύμβασης δεν μπορούσε να αντιληφθεί το συγκεκριμένο ελάττωμα όση επιμέλεια και αν κατέβαλε  αφού η διαπίστωση του ελαττώματος προέκυψε ύστερα από πολυήμερη έρευνα και έλεγχο που πραγματοποίησε εξειδικευμένο συνεργείο που απέστειλε η εναγομένη.  Ότι τελικά η εναγομένn αφού παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον του έτους από τον πρώτο έλεγχο και διενεργήθηκε και δεύτερος έλεγχος ποιότητας του καυσίμου (πετρέλαιο κίνησης), περί τα μέσα Ιανουαρίου 2011 απέστειλε στο πρατήριο εξειδικευεμένο συνεργείο προκειμενου να ελεχθούν οι συνθήκες αποθήκευσης καυσίμων, ότι μετά την ολοκληρωση των  εργασίων ελέγχου που  διήρκεσαν περίπου ένα μήνα, διεπιστώθη την 17/2/2011 ότι η αντληση του καυσίμου  κατά παράβαση του ΠΔ 118/2006 γινόταν από τον πυθμένα χωρίς να υπάρχει το όριο ασφαλείας των 15 cm.  Ότι η ευθύνη της εναγομένης εκτός από ενδοσυμβατική είναι και αδικοπρακτική  λόγω των ενεργειών και παραλείψεων τις οποίες μετήλθαν οι αναφερόμενοι  υπάλληλοι – προστηθέντες αυτής αλλά και διευθυντικά της στελέχη δεσμεύοντα πλήρως αυτήν. Ότι συνεπεία  της συμπεριφοράς της εναγομένης  υπέστη ζημία συνιστάμενη στην επιβολή δύο προστίμων αλλά και την σφράγιση  του πρατηρίου  επί μία εβδομάδα και ότι το επελθόν αποτέλεσμα είναι σε άμεση συνάφεια με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης.  Ότι η εναγομένη ενήργησε παράνομα και υπαίτια τόσο κατά τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της κατάρτισης της σύμβασης όσο και κατά την κατάρτιση  αλλά και στη συνέχεια. Ότι όλη η ως άνω εν γένει υπαίτια, κακόπιστη και αντισυμβατική  συμπεριφορά της εναγομένης, διά των αναφερομένων  στην αγωγή προστηθέντων και οργάνων της  (αρθρα 71 και 922 ΑΚ) προσέβαλε την τιμή,  την υπόληψη και την επαγγελματική του φήμη και υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της προσβολής  της προσωπικότητάς του. Ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του  ΑΚ 71, 297, 298, 914 και 932 η εναγομένη υποχρεούται να του αποκαταστήσει την επελθούσα ηθική βλάβη ύψους 350.000,00 ευρώ.  Ότι ο ενάγων είχε ασκήσει  την προγενέστερη από 18-4-2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2014) αγωγή του με την ίδια ιστορική  αιτία και τα αυτά αιτήματα, η οποία απερριφθη τελεσίδίκως ως αόριστη και  ως μη νόμιμη  διά της  υπ’ αριθμόν 514/2019 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς  και ότι  άσκησε  την ένδικη αγωγή εντός εξαμήνου από την έκδοση της ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει  το συνολικό ποσό των 423.209,38 ευρώ, ήτοι  173.209,38 (110.844 + 7.665,38+ 50.000+ 4.700)  ευρώ  για τη θετική ζημία  που υπέστη λόγω της επιβολής των προστίμων και ποσό 250.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (κατόπιν νομίμου και παραδεκτού περιορισμού του αρχικώς αιτηθέντος αιτήματος με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προκατατεθείσες προτάσεις του, άρθρα 223, 224, 295 παρ. 1 εδ β ΚΠολΔ), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής,  μέχρις εξοφλήσεως, και να καταδικασθεί στην δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε  την  υπ’  αριθμον  3011/2021 απόφασή του διά της οποίας, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, ακολούθως την απέρριψε  ως μη νόμιμη ως προς αμφότερες τις βάσεις της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγων  και ήδη εκκαλων, με την υπό κρίση  έφεσή του  για τους αναφερόμενους  σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου  και διώκει  την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή. Σημειούται ότι επί της προγενεστέρας από 18-4-2014 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2014) αγωγής του εκκαλούντος, ταυτοσήμου κατά το ενδιαφερον μέρος με την ένδικη αγωγή, εξεδόθη η υπ’ αριθμόν 514/2019 απόφαση του Τριμελούς  Εφετείου Πειραιώς, διά της  οποίας η αγωγή  απερριφθη προεχόντως  ως αόριστη και με επάλληλη αιτιολογία απερρίφθη   ως μη νόμιμη  ως προς αμφότερες τις βάσεις της (αδικοπρακτική και ενδοσυμβατική ευθύνη). Ήδη με την υπό κρίση αγωγή   συνεμορφώθη  ο εκκαλών ως προς την περί αοριστίας κρίση της προλαβούσης αποφάσεως και εντεύθεν λόγω δικονομικού δεδικασμένου η αγωγή είναι ορισμένη. Αντιθέτως η περί μη νομίμου κρίση της ως  άνω τελεσιδικου αποφάσεως εξεφέρθη άνευ ανάγκης και συνεπως δεν παραγει δεδικασμενο, καθόσον  από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321 και 322 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δικαστική απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αγωγή για τυπικό λόγο, όπως για αοριστία αυτής, νομική ή ποσοτική, όταν καταστεί τελεσίδικη δημιουργεί δεδικασμένο μόνο ως προς το δικονομικό ζήτημα της αοριστίας της αγωγής το οποίο ως αναγόμενο στο παραδεκτό αυτής, προηγείται στην έρευνα του δικαστηρίου, όχι δε και ως προς το ουσιαστικό δικαίωμα που έχει καταχθεί σε δίκη με την αγωγή, για το οποίο, μετά την απόρριψη αυτής ως αόριστης δεν υφίσταται στάδιο έρευνας, αν δε παρά ταύτα έλαβε χώρα τέτοια έρευνα, η όποια αιτιολογία του δικαστηρίου, ως πλεοναστική, δεν αποτελεί έρεισμα του άνω διατακτικού της απόφασής του και δεν δημιουργεί δεδικασμένο (ΑΠ 463/2007 Νόμος, Κονδύλης Το Δεδικασμένο, 2007 σ. 331, Χαρ. Απαλαγάκη Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2019. αρθ. 322, σ. 976 ).

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 810 και 812 του ΑΚ, με τη σύμβαση χρησιδανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους (χρήστης) παραχωρεί στον άλλο τη χρήση πράγματος χωρίς αντάλλαγμα και αυτός (χρησάμενος) έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα μετά τη λήξη της σύμβασης. Ο χρήστης οφείλει αποζημίωση για ελαττώματα του πράγματος, που την ύπαρξη τους αποσιώπησε με δόλο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εάν το χρησιδανεισθέν πράγμα έχει νομικά ή πραγματικά ελαττώματα, από τα οποία προκαλείται ζημία στο χρησάμενο, ευθύνη του χρήστη υπάρχει μόνο αν αυτός, γνωρίζοντας το ελάττωμα, το αποκρύπτει με δόλο από το χρησάμενο. Η μη ανακοίνωση του ελαττώματος στο χρήστη από υπαίτια άγνοια δεν μπορεί να στηρίξει ευθύνη βάσει της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ, γιατί για την ευθύνη του χρήστη απαιτείται δόλια αποσιώπηση του ελαττώματος (ΑΠ 506/1978,  Εφ Πατρ 77/2007 ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, εκδ. 2006, κάτω από το άρθρο 812 ΑΚ, αριθμ. 4 και 6,).   Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και προς εκείνες των άρθρων 297, 298, 299 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: (α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), (β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, (γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια και (δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά, αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομής τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή, η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως, ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της παραλειφθείσας θετικής ενέργειας, η οποία (υποχρέωση) μπορεί να απορρέει από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη, τις κρατούσες κοινωνικές και συναλλακτικές αντιλήψεις από προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 και 919 του ΑΚ (ΑΠ 1734/2013).  Η αθέτηση της συμβάσεως καθ’ εαυτή δεν συνιστά άνευ ετέρου αδικοπραξία. Βεβαίως, αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται, όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής ή την αθέτηση ενοχής εν γένει.  Είναι,  δυνατόν, ωστόσο  ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, τόσο της αθετήσεως της συμβάσεως, όσο και της αδικοπραξίας. Έτσι, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη προϋπάρχουσα συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κάποιος σε άλλον υπαιτίως ζημία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου. Η ευθύνη από την αδικοπραξία θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους. Κατά συνέπεια όταν   το πταίσμα, το οποίο επέφερε τη ζημία, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς  την παραβίαση της συμβάσεως και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 1593/2022, ΑΠ 1144/2021, ΑΠ 587/2020, ΑΠ 862/2020, 345/2018,  ΑΠ 449/2014,   ΑΠ 1120/2005, ΑΠ 212/2000, Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή  κατά την βάση αυτης, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί  ενδοσυμβατικής ευθύνης  είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη. Και τούτο διότι, εφόσον ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η αναφερόμενη στην αγωγή ζημία του, συνεπεία της επιβολής των ως άνω προστίμων, λόγω της διαπίστωσης πρόσμιξης του πετρελαίου κίνησης με θείο, κατά την άντληση δειγμάτων από τον πυθμένα της δεξαμενής, που υπό  τα εκτιθέμενα, αποτελούσε  μέρος του χρησιδανεισθέντος σε αυτόν εξοπλισμού, οφειλόταν στην μη τήρηση από την εναγομενη των εκ του νόμου προδιαγραφών εγκατάστασης των δεξαμενών, η οποία όφειλε να γνωρίζει τις σχετικές επιταγές του νόμου, το σχετικό κονδύλιο των 173.209,38 ευρώ, που αφορά πρόστιμα, πλέον προσαυξήσεων, που επιβλήθηκαν σε βάρος του, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι δεν στοιχειοθετειται εν προκειμένω, αξίωση αποζημίωσης, λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης, αφού δεν επικαλείται, κατά την διάταξη του άρθρου 812 ΑΚ, ότι η εναγομένη αποσιώπησε από αυτόν με δόλο την ύπαρξη των επικαλούμενων ελαττωμάτων του πράγματος. Αντιθέτως, μάλιστα, υπό τα εκτιθέμενα, για την διαπίστωση των σχετικών ελαττωμάτων απαιτήθηκε η διενέργεια ελέγχου επί μακρό χρόνο από εξειδικευμένο συνεργείο που η εναγομένη απέστειλε στην επιχείρηση του ενάγοντος. Η μη ανακοίνωση, μάλιστα, του ελαττώματος  από υπαίτια άγνοια δεν μπορεί να στηρίξει  ευθύνη, διότι για την ευθύνη του χρήστη απαιτείται δόλια αποσιώπηση του ελαττώματος.  Ισχυρίζεται ο εκκαλών ότι στο πλαίσιο της αποκλειστικής συνεργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της εναγομένης, η παραχώρηση της χρήσης του μισθίου  και η παραχώρηση άνευ ανταλλάγματος του εξοπλισμού του αποτελούν παρεπόμενες  συμβάσεις και ακολουθούν  την τύχη της κύριας σύμβασης, ότι οι παρεπομενες συμβάσεις της εκμίσθωσης του μισθίου και της παραχώρησης του αναγκαίου εξοπλισμού του χωρίς αντάλλαγμα αποτέλεσαν αναγκαίους όρους της μεταξύ τους σύμβασης αποκλειστικής εμπορικής συνεργασίας  και ότι η αποζημιωτική ευθύνη της εφεσίβλητης θεμελιούται στα πλαίσια της από 15.6.2009 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι  η, υπό τα εκτιθέμενα,  αντισυμβατική συμπεριφορά της εναγομένης προέρχεται από την σύμβαση χρησιδανείου του εξοπλισμού και όχι από την σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απερριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κατά την βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης  ορθώς τον νόμο ερμήνευσε, όσα δε περί του αντιθέτου  υποστηρίζονται με τους συναφείς λόγους της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ωσαύτως απορριπτέα ως μη νόμιμη  είναι η αγωγή ως προς την βάση της αδικοπραξίας, ήτοι περί επιδίκασης  ως αποζημίωσης του συνολικού  ποσού των επιβληθέντων προστίμων και των προσαυξήσεων ύψους 173.209,38 ευρώ και του ποσού των 250.000 ευρώ ως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, διότι  τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά  και αληθη υποτιθέμενα δεν θεμελιώνουν  αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, ώστε να στηριχθεί αγωγή αποζημίωσης  και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης,  διότι οι πράξεις και οι παραλείψεις που της αποδίδονται, δεν θα μπορούσαν να διαπραχθούν  χωρίς την επικαλούμενη μεταξύ τους συμβατική σχέση, ήτοι εν προκειμένω την σύμβαση χρησιδανείου, ενώ δεν γίνεται επίκληση περιστατικών διαφορετικών εκείνων, επί των οποίων επιχειρείται να θεμελιωθεί η δικαιοπρακτική βάση της αγωγής.  Σύμφωνα, με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, τα περιστατικά αυτά δεν δύνανται καθ’ εαυτά να θεμελιώσουν αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, και επομένως αντίστοιχο δικαίωμα του ενάγοντος για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον οι πράξεις ή παραλείψεις που του αποδίδονται δεν θα μπορούσαν να διαπραχθούν χωρίς την μεταξύ τους σχέση από την σύμβαση  χρησιδανείου. Συνεπώς, η  υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα αγωγή περί επιδικάσεως του ποσού των επιβληθέντων προστίμων και προσαυξήσεων ύψους 173.209,38  και του ποσού των 250.000 ευρώ λόγω ως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης  λόγω αδικοπραξίας είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι μόνη η παραβίαση της ενοχικής συμβάσεως από κάποιον από τους συμβαλλομένους και όταν αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητά του δεν συνιστά αδικοπραξία και δεν γεννά πέραν των αξιώσεων του αντισυμβαλλομένου από τη σύμβαση και αξίωση αποζημιώσεως αυτού κατά το άρθρο 914 ΑΚ, εκτός αν η παραβίαση της σύμβασης έγινε με πράξη ή παράλειψη, η οποία αν γινόταν και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο και δη στο κατ` άρθρο 914 ΑΚ καθήκον να μην ζημιώνει άλλον υπαίτια. Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς δεν εφήρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, αφού η αναφερόμενη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγομένης  διεπράχθη, υπό τα εκτιθέμενα, στο πλαίσιο της συμβάσεως χρησιδανείου  και θεμελιώνεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά, όσα δε περί του αντιθέτου  υποστηρίζονται με τους συναφείς λόγους της υπό κρίση εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Σημειούται ότι  οι ισχυρισμοί του   εκκαλούντος  ότι, παράλληλα η συμπεριφορά των προστηθέντων της εφεσίβλητης αντιβαίνει τις αρχές της καλής πίστης (919 ΑΚ)  η οποία απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ και ότι η εφεσίβλητη κατά την κατάρτιση της σύμβασης εμπορικής συνεργασίας επέδειξε  καταχρηστική συμπεριφορά η οποία  δεν συνάδει  με τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, τυγχάνουν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι υπό τα προεκτεθέντα δεν περιελήφθη στην ένδικη αγωγή επίκληση λόγου ευθύνης της εναγομένης λόγω συμπεριφοράς που αντίκειται στις αρχές της  καλής πίστης και των χρηστών ηθών, αλλά προεβλήθησαν το πρώτον απαραδέκτως με την υπό κρίση έφεση ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω,  το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε  την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς αμφότερες τις βάσεις της, ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους επιμέρους λόγους εφέσεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα, ως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του  (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ),  κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ μετά την απόρριψη  της εφέσεως πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή   του κατατεθέντος παραβόλου στον  Δημόσιο Ταεμίο  (495  παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή   του εις το σκεπτικό  παραβόλου  στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος  του εκκαλούντος την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει σε τρεις χιλιάδες πεντακόσια   (3.500,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά  στις   19-9-2024.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε την 4η-10-2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσιων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ