Αριθμός 577/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ.αριθμ. 2261/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 2112/1920 και 6 παρ. 2 του β.δ/τος 16/18 Ιουλίου 1920, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του εργαζομένου χωρίς την τήρηση προθεσμίας αν εναντίον του τελευταίου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ` αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει εν γένει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος, ενώ κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ο υπάλληλος που απαλλάχτηκε με βούλευμα ή δικαστική απόφαση για τις ως άνω κατηγορίες δικαιούται να ζητήσει την κατά το άρθρο 3 του ίδιου νόμου αποζημίωση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7 του ν. 3198/1955, οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται για μισθωτούς που απολύονται συνεπεία υποβολής μηνύσεως σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2112/1920 ή στην παρ. 1 του άρθρου 6 του β.δ. 16/18 Ιουλίου 1920. Εάν όμως επακολουθήσει απαλλαγή του μισθωτού με βούλευμα η δικαστική απόφαση, οι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογή και γι` αυτόν από την κοινοποίηση στον εργοδότη από τον ενδιαφερόμενο του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης.Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει και άνευ τηρήσεως προθεσμίας τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αν εναντίον του υπαλλήλου (ή του εργάτη κατ` άρθρο 6 παρ. 1 του β.δ. 16/18 Ιουλίου 1920) υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα κατά την ενάσκηση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ` αυτού κατηγορία για αδίκημα που έχει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Αν όμως επακολουθήσει απαλλαγή του μισθωτού με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, οι διατάξεις του ν. 3198/1955 έχουν εφαρμογή και ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στο μισθωτό την οφειλόμενη λόγω καταγγελίας αποζημίωση εντός εύλογου χρόνου από την κοινοποίηση στον ίδιο του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης, καθόσον η εκκαθάριση της κατάστασης γίνεται μετά τον τερματισμό της ποινικής εκκρεμοδικίας, από την έκβαση της οποίας εξαρτάται το κύρος και οι συνέπειες της καταγγελίας. ΄Eτσι, η ισχύς της καταγγελίας ως έκτακτης οριστικοποιείται μόνο στην περίπτωση που ο μισθωτός θα καταδικαστεί. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή ο μισθωτός απαλλαγεί με βούλευμα ή δικαστική απόφαση, τότε και ειδικότερα από τη στιγμή που θα κοινοποιηθεί το απαλλακτικό βούλευμα ή η απαλλακτική απόφαση στον εργοδότη, η καταγγελία παύει να ισχύει ως έκτακτη, χωρίς όμως να σημαίνει και ότι αναβιώνει η σύμβαση. Απλώς η έκτακτη καταγγελία μετατρέπεται σε τακτική και αναβιώνει η υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει την αποζημίωση, χωρίς να απαιτείται νέα καταγγελία (βλ. ΑΠ 1009/2004 δημ. Νόμος, ΑΠ 1106/2000 ΕλλΔνη 2000.1616, ΑΠ 448/1999 ΕλλΔνη 1999.1552, ΕφΑθ 4013/1998 ΕΕργΔ 59.226). Στην περίπτωση αυτή το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να ερευνήσει το υποστατό της κατηγορίας εφόσον ο μισθωτός έχει απαλλαγεί με βούλευμα ή δικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Ως απαλλαγή του μισθωτού θεωρείται εκείνη που χώρησε λόγω του ότι κατά την κρίση του ποινικού δικαστηρίου δεν έλαβε χώρα η αξιόποινη πράξη για την οποία καταμηνύθηκε, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να του καταβάλει την αποζημίωση λόγω απόλυσης του εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από της κοινοποίησης του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης, άλλως η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη. Και μόνον όταν η απαλλαγή του μισθωτού γίνει για άλλο λόγο, ο οποίος δεν αφορά την ουσία της υπόθεσης, όπως είναι η παραγραφή του εγκλήματος ή η κήρυξη απαράδεκτης ποινικής δίωξης που ασκήθηκε κατ` εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. γ` ΚΠΔ, λόγω μη υποβολής από τον εργοδότη έγκυρης έγκλησης για αξιόποινη πράξη διωκόμενη κατ` έγκληση, το υποστατό ή μη της κατηγορίας εξετάζεται, παρεμπιπτόντως, από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο που δικάζει επί της σχετικής απαίτησης του μισθωτού. Σε περίπτωση δε απόδειξης του υποστατού αυτής (κατηγορίας) δεν οφείλεται η προβλεπόμενη από τον ρηθέντα νόμο αποζημίωση και συνεπώς η γενόμενη κατά τα ανωτέρω απόλυση θεωρείται έγκυρη καίτοι δεν καταβλήθηκε αποζημίωση, αφού τέτοια δεν οφείλεται (πρβλ. ΑΠ 1214/2004 ΕλλΔνη 2005.128, ΑΠ 823/1990 ΔΕΝ 47.340, ΑΠ 601/1988 ΕΕργΔ 1989.685).Ο ενάγων ήδη εκκαλών με την από 10-6-2011 (αριθμ. καταθ. ………..) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εξέθετε τα ακόλουθα : Ότι δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας η οποία καταρτίσθηκε την 8-7-1996 ως ορισμένου χρόνου στη συνέχεια δε από 17-7-1997 ως αορίστου χρόνου μετά της εναγομένης, προσλήφθηκε από την τελευταία προκειμένου να εργασθεί ως οδηγός στα γραφεία της εναγομένης ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας που βρίσκονται στον Πειραιά, κατά τους αναφερόμενους ειδικότερα σ΄αυτήν (αγωγή) όρους. Ότι παρείχε την εργασία του στην εναγομένη μέχρι τις 12-4-2011, οπότε η τελευταία προέβη σε έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του χωρίς να του καταβάλει αποζημίωση απόλυσης λόγω υποβολής εγκλήσεως σε βάρος του για την αξιόποινη πράξη της κλοπής υπό τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις που αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή. Ότι η ως άνω γενομένη χωρίς την καταβολή της προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης, καταγγελία, είναι άκυρη επειδή ο ίδιος (ενάγων) ουδέποτε προέβη στην παραπάνω αξιόποινη πράξη και ότι σε κάθε περίπτωση η αποδιδόμενη σε αυτόν κλοπή αφορά σε πράγμα ευτελούς αξίας η οποία διώκεται μόνο κατόπιν νομότυπης υποβολής εγκλήσεως από τον αμέσως παθόντα η οποία δεν είναι η εναγομένη, άλλως, αυτή (καταγγελία) είναι καταχρηστική καθώς οι εμπεριεχόμενες στην άνω μήνυση κατηγορίες είναι ψευδείς και η μήνυση προσχηματική και έγινε με αποκλειστικό σκοπό να επιτύχει η εναγομένη αζημίως τη λύση της ως άνω συμβάσεως εργασίας, καθώς οι αποδοχές του ήταν αυξημένες σε σχέση με έναν νέο εργαζόμενο στην ίδια θέση με αυτόν, αλλά και γιατί στο παρελθόν είχε έρθει σε ρήξη με στελέχη της εταιρίας. Ότι για το λόγο αυτό αυτός δικαιούται να ζητήσει την επιδίκαση μισθών υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από την άκυρη απόλυσή του έως και 31-12-2011 (ημερομηνία πιθανής συζήτησης της αγωγής), συνολικού ποσού 23.706,87 ευρώ (κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή) και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του εξαιτίας του τρόπου απόλυσής του το ποσό των 50.000 ευρώ.
Ότι, άλλως και επικουρικώς, σε περίπτωση που απορριφθεί η κύρια αγωγική βάση περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας της ένδικης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 25.143,65 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως, όπως αυτό αναλυτικώς υπολογίζεται στην αγωγή. Ότι σε κάθε περίπτωση από την παροχή της εργασίας του διατηρεί κατά της εναγομένης αξιώσεις για δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1-4-2011 έως 12-4-2011 ποσού 1.034,40 ευρώ, αποδοχές και επίδομα αδείας 2011 ποσού 2.973,98 ευρώ και αναλογία επιδόματος Πάσχα 2011 ποσού 967,16 ευρώ, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατ΄είδος, χρόνο και ποσόν σ΄αυτήν (αγωγή). ΄Αλλως και επικουρικώς, ότι εάν ήθελε κριθεί ότι η μεταξύ αυτού και της εναγομένης σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη για οποιονδήποτε λόγο, τα ως άνω ποσά του οφείλονται κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.
Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε : Α. να αναγνωρισθεί ότι η εκ μέρους της εναγομένης από 12-4-2011 καταγγελία της ένδικης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη και Β. κατόπιν παραδεκτού με τις προτάσεις που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο περιορισμού του αγωγικού αιτήματος (από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από την άκυρη απόλυσή του έως και 31-12-2011 (ημερομηνία πιθανής συζήτησης της αγωγής) το ποσό των 23.706,87 ευρώ και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 50.000 ευρώ, άλλως και επικουρικώς σε περίπτωση που απορριφθεί το αίτημα αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και καταβολής μισθών υπερημερίας, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως ανερχόμενη στο ποσό των 25.143,65 ευρώ, νομιμοτόκως αφ΄ότου εκάστη επιμέρους παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και Γ. ανεξαρτήτως των ανωτέρω, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1-4-2011εως 12-4-2011 το ποσό των 1.034,40 ευρώ, για αποδοχές και επίδομα αδείας 2011 το ποσό των 2.973,98 ευρώ και για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2011 το ποσό των 967,16 ευρώ νομιμοτόκως από την ημέρα κατά την οποία κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης κυρίως με βάση την σύμβαση εργασίας, επικουρικώς δε με βάση των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων.
Τέλος ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 2261/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία, αφού απορρίφθηκε ως αόριστη η αγωγική βάση για αναγνώριση της ακυρότητας της ένδικης καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος ως καταχρηστικής, κατά το μέρος της δε που κρίθηκε ότι είναι ορισμένη, ως προς το κεφάλαιό της που αφορά στην αναγνώριση της ακυρότητας της ένδικης καταγγελίας ως παράνομης για το λόγο ότι δεν καταβλήθηκε στον ενάγοντα η οφειλόμενη αποζημίωση απολύσεως και της συνακόλουθης υποχρέωσης της εναγομένης να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας, αλλά και ως προς την επικουρική βάση για καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, κατά τα λοιπά η αγωγή αφού κρίθηκε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 653, 655, 656, 340, 345, 346, 904 ΑΚ , 2 παρ.1 του α.ν. 539/ 1945 «περί χορηγήσεως κατ΄έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ΄αποδοχών» όπως αντικατ.με το άρθρο 1 παρ.1 ν. 1346/ 1983, 5 της από 26.1.1977 ΕΓΣΣΕ (ΥΑ 4943/ 971/ 1977), άρθρο1 ν. 3302/ 2004, 3 παρ.16 του ν. 4504/1966, 1 παρ.2 του ν.1082/ 1980, 10 παρ.1 της ΥΑ 19040/ 1981 και 176, 907, 908 ΚΠολΔ και ερευνήθηκε ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη δεκτού γενομένου ως βάσιμου του σχετικού περί εξοφλήσεως των αξιώσεων του ενάγοντος ισχυρισμού της εναγομένης.
Τέλος καταδικάστηκε ο ενάγων στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης, η οποία ορίστηκε στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του με τους περιεχόμενους σ΄αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ώστε να γίνει δεκτή καθ΄ολοκληρίαν η αγωγή του.
Η υπό κρίση όμως αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα ως προς τη βάση αυτής για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, ως καταχρηστικής, απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και τούτο διότι ο ενάγων δεν εξειδικεύει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που κατ΄άρθρο 281 του ΑΚ στοιχειοθετούν την προφανή υπέρβαση των σε αυτό αρχών και δεν διευκρινίζεται σε τι ακριβώς έγκειται και πού οφείλεται η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος της εναγομένης να καταγγείλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος, ενώ τα εκτιθέμενα από αυτόν περί ρήξης των σχέσεων του ιδίου και στελεχών της εναγομένης εταιρίας, προβάλλονται αορίστως χωρίς αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών τα οποία να σχετίζονται μάλιστα αιτιωδώς ειδικά με την απόλυσή του από την εναγομένη.
Επίσης, τα εκτιθέμενα από τον ενάγοντα ότι ως δικαιολογητική βάση της δήθεν κλοπής ήταν η επιθυμία της εναγομένης να απαλλαγεί από τον ενάγοντα για το λόγο ότι λάμβανε αυξημένες αποδοχές σε σχέση με ένα νέο εργαζόμενο στην ίδια θέση με τον ίδιο, δεν συνοδεύονται, ενόψει του αναιτιώδους της καταγγελίας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος ειδικών πραγματικών περιστατικών, τα οποία δύνανται να χαρακτηριστούν «μεθόδευση» σε βάρος του (και εφόσον είχε υποβληθεί εναντίον του έγκληση από την εναγομένη για πλημμέλημα), ώστε το Δικαστήριο να ερευνήσει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και να τα υπαγάγει στην αόριστη νομική έννοια της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της εναγομένης να καταγγείλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος κατά προφανή υπέρβαση των ορίων και των αρχών της ΑΚ 281 έτσι ώστε να είναι δυνατή και η άμυνα της εναγομένης κατά της κρινόμενης αγωγής. Ούτε όμως υφίσταται υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού του, από μόνο το λόγο ότι απολύει αυτόν μόνο για να προσλάβει στη θέση του άλλον με μικρότερες αποδοχές.
Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που για τα ανωτέρω έκρινε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τον ενάγοντα που αποτελούν σχετικό λόγο έφεσης, απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.
Περαιτέρω κατά το μέρος της αγωγής που αφορά στην αναγνώριση της ακυρότητας της ένδικης καταγγελίας ως παράνομης για το λόγο ότι δεν καταβλήθηκε στον ενάγοντα η οφειλόμενη αποζημίωση απολύσεως και της συνακόλουθης υποχρέωσης της εναγομένης να του καταβάλει μισθούς υπερημερίας, αλλά και ως προς την επικουρική βάση της για καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη και τούτο διότι κατά τα αναφερόμενα και στη νομική σκέψη της παρούσας, επί απολύσεως μισθωτού λόγω υποβολής μηνύσεως από τον εργοδότη του εναντίον του , για διάπραξη αξιόποινης πράξεως σε βαθμό τουλάχιστον πλημμελήματος, ο εργοδότης δεν υποχρεούται σε καταβολή αποζημίωσης, ενέχεται δε στην πληρωμή μισθών υπερημερίας, σε περίπτωση αθωώσεως ή απαλλαγής του μισθωτού σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 249, 350 και 656 του ΑΚ, μόνο επί μεταγενέστερης κοινοποιήσεως σε αυτόν (εργοδότη), από τον εργαζόμενο, του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης και με την ταυτόχρονη δήλωση του εργαζομένου ότι ζητεί την είσπραξη της αποζημίωσής του, οπότε τότε μόνο η μη συμμόρφωση του εργοδότη στην υποχρέωσή του αυτή τον καθιστά υπερήμερο και για το μετά την πιο πάνω κοινοποίηση χρονικό διάστημα.
Εν προκειμένω η εναγομένη λόγω της υποβολής της μηνύσεως εκ μέρους της σε βάρος του ενάγοντος δεν υποχρεούται να του καταβάλει αποζημίωση απόλυσης, η δε υποχρέωσή της αυτή γεννιέται μόνο σε περίπτωση που της κοινοποιηθεί απαλλακτικό βούλευμα ή αθωωτική απόφαση σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω.
Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι αντίθετοι περί των ανωτέρω ισχυρισμοί του ενάγοντος που αποτελούν σχετικό λόγο έφεσης απορριπτέοι τυγχάνουν ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες (άνω καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, από τις υπ΄αριθμ. ……… ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του Συμβ/φου Χανίων ……… και του Ειρηνοδίκη Πειραιά αντίστοιχα, που επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη ληφθείσες νομοτύπως κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθ. 529 παρ. 1 ΚΠολΔ), για μερικά των οποίων θα γίνει ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, έστω και αν δεν πληρούν όλα τους όρους του νόμου (άρθρα 671 παρ. 1 εδ. α` και 674 παρ. 2 εδ. α` του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 15/2003 ΕλΔ 44.937, ΑΠ 969/2011, ΑΠ 822/2011 δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις τυχόν ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που καταρτίσθηκε την 8-7-1996 ως ορισμένου χρόνου και στη συνέχεια από 17-7-1997 ως αορίστου χρόνου μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, ο ενάγων προσλήφθηκε από την τελευταία προκειμένου να εργασθεί ως οδηγός. Από την πρόσληψή του παρείχε την εργασία του μέχρι τις 12-4-2011, όταν η εναγομένη προέβη σε έγγραφη καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία επιδόθηκε στον ενάγοντα αυθημερόν, χωρίς να του καταβάλει αποζημίωση απολύσεως, λόγω υποβολής σε βάρος του της από 12-4-2011 εγκλήσεως της εναγομένης ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χανίων για την αξιόποινη πράξη της κλοπής.
Σημειώνεται δε ότι σύμφωνα με την υπ΄αριθμ. ΑΜ – 4056/2014 απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων (κατόπιν της ως άνω εγκλήσεως της εναγομένης εταιρίας) κατ΄ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κλοπής ευτελούς αξίας και κατόπιν τούτου έπαυσε υφ΄όρον η ποινική δίωξη κατ΄άρθρο 4 του Ν. 4043/2012.
Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, οι μηνιαίες αποδοχές του οποίου ανέρχονταν κατά το χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του σε 2.155,17 ευρώ, δικαιούται δεδουλευμένες αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1-4-2011 έως 12-4-2011 για αποδοχές και επίδομα αδείας 2011 και αναλογία επιδόματος Πάσχα 2011 και ειδικότερα αυτός δικαιούται : α) για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από 1-4-2011 έως 12-4-2011 το ποσό των 862,07 ευρώ (2.155,17 ευρώ μηνιαίως μισθός : 25 = 86,20 ευρώ ημερομίσθιο Χ 10 εργάσιμες ημέρες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος), από το οποίο (ποσό) θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 167,67 ευρώ για εισφορές προς το ΙΚΑ, το ποσό των 71,87 ευρώ για φόρο μισθωτών υπηρεσιών και το ποσό των 2 ευρώ για εισφορά προς το σύλλογο των εργαζομένων και συνεπώς δικαιούται το υπόλοιπο ποσό των 620,53 ευρώ, β) για αποδοχές αδείας 2011 το ποσό των 2.155,17 ευρώ από το οποίο θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 431,03 ευρώ για εισφορές προς το ΙΚΑ και συνεπώς δικαιούται το υπόλοιπο ποσό των 1.724,14 ευρώ, γ) για επίδομα αδείας 2011 το ποσό των 1.077,59 ευρώ από το οποίο θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 209,59 ευρώ για εισφορές προς το ΙΚΑ και το ποσό των 89,83 ευρώ για φόρο μισθωτών υπηρεσιών και συνεπώς δικαιούται το υπόλοιπο ποσό των 778,17 ευρώ και δ) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2011 (δεδομένου ότι δεν εργάσθηκε συνεχώς από 1-1-2011 έως 30-4-2011, αλλά από 1-1-2011 έως 12-4-2011, ήτοι επί 102 ημέρες) το ποσόν των 954,10 ευρώ από το οποίο θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 185,57 ευρώ για εισφορές προς το ΙΚΑ και το ποσό των 83,33 ευρώ για φόρο μισθωτών υπηρεσιών και συνεπώς δικαιούται το υπόλοιπο ποσό των 685,20 ευρώ. Για την εξόφληση δε των ως άνω απαιτήσεων προσφέρθηκαν στον ενάγοντα τα παραπάνω ποσά στις 12-4-2012 με εξώδικη πρόσκληση που επιδόθηκε από την εναγομένη σ΄αυτόν, μετά την άρνηση του οποίου να εισπράξει τα ως άνω ποσά, το συνολικό ποσό των 3.808,04 ευρώ που αφορά τις ανωτέρω αξιώσεις κατατέθηκε δημοσίως την 4-5-2011 υπέρ του (ενάγοντος) στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, με αποτέλεσμα η σε εύλογο χρόνο γενόμενη αυτή δημόσια κατάθεση να επιφέρει πλήρη εξόφληση της προαναφερόμενης οφειλής της εναγομένης προς τον ενάγοντα.
Για όλα δε τα ανωτέρω δεν υπήρξε ειδική αμφισβήτηση από τον ενάγοντα.
Επομένως η αγωγή ως προς την ανωτέρω βάση της που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Τούτων δοθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εκκαλούντα – ενάγοντα απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσία και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσία την έφεση κατά της υπ αριθμ. 2261/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών) ΚΑΙ Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ