ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 493/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας : Της υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, Λ………, που τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση δυνάμει της υπ’ αριθμ. 46/27-7-2012 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (Συνεδρίαση 46/27-7-2012, θεμα 1ο ΦΕΚ Β 2208/27-7-2012) και η οποία νόμιμα εκπροσωπείται από τη διορισθείσα με την υπ’ αριθμ. 182/1/4-4-2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 925/5-4-2016), εταιρία με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «………..», με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στο ……….. Αττικής, οδός …………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος της Ευτέρπη – Ευαγγελία Σοφιάδου – Σοφίου (ΑΜΔΣΑ : 28272).
Του εφεσίβλητου : Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός ………, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του ……… (με ΑΦΜ : ……), όπως η κληρονομική ιδιότητα του Δημοσίου έχει αναγνωριστεί με την υπ’ αριθμ. 102/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, το οποίο εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τη δικαστική πληρεξουσία του ΝΣΚ Στέλλα Οίκουτα (ΑΜΝΣΚ : 626).
Ο …….. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 8-3-2010 και με αριθμό κατάθεσης ………./2010 ανακοπή του κατά της καθ’ ης η ανακοπή, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με τη με αριθμό 3280/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα με την από 13-9-2016 έφεσή της, απευθυνόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου ως μόνου εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αρχικού ανακόπτοντος και ήδη αποβιώσαντος ……., η οποία (έφεση) κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2016 και ειδικό …../2016 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2021 και ειδικό …./2021 για τη δικάσιμο της 12ης-1-2023, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και η δικαστική πληρεξουσία του ΝΣΚ ως πληρεξουσία του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση της εν μέρει ηττηθείσας καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας κατά του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου, με την ιδιότητα του τελευταίου ως μόνου εξ αδιαθέτου κληρονόμου του ήδη αποβιώσαντος αρχικού ανακόπτοντος ………. και κατά της με αριθμό 3280/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των αρχικών διαδίκων (ήτοι του ……….. και της «…………»), κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 14-9-2016, ήτοι πριν από επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 499 ΚΠολΔ), εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ [όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (7-7-2014) και πριν από την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015] καταχρηστικής τριετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 7-7-2014, το γεγονός δε αυτό δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, παράβολο, ποσού 200,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../14-9-2016 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στα με αριθμό ../2016, …/2016, …/2016, …./2016, …/2016 και …/2016 παράβολα ποσού 60,00 ευρώ, 60,00 ευρώ, 20,00 ευρώ, 20,00 ευρώ, 20,00 ευρώ και 20,00 ευρώ αντίστοιχα και συνολικού ποσού 200,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με το άρθρο 30 του Ν. 2789/2000 «Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την οδηγία αριθ. 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου…», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ. 1 και 3 Ν. 2912/2001, ορίζονται στις παραγράφους 1, 2 εδ. α’ και 8 εδ. τελευταίο τα εξής: Παρ. 1 «Κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31-12-2000, δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ’ ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση : α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31-12-1985 ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτήν, β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-1990 και γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-2000. Σε κάθε περίπτωση, στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού». Παρ. 2 εδ. α «Όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, μετά από τη λήψη ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος». Παρ. 8 εδ. τελευταίο «Κατ’ εξαίρεση, προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών προς την …………., που έχουν ρυθμιστεί με οποιονδήποτε τρόπο και οι ρυθμίσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος, παρέχεται η ευχέρεια στους οφειλέτες, με γραπτή δήλωσή τους προς την Τράπεζα, να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση εφαρμογής της υφιστάμενης ρύθμισης είτε την υπαγωγή τους στην παράγραφο 1 του παρόντος. Το δικαίωμα της επιλογής πρέπει να ασκηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, διαφορετικά εξακολουθεί να ισχύει η ρύθμιση. Ποσά που έχουν καταβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν αναζητούνται, υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο ρύθμισης χρεών προς την …………. με διάταξη νόμου δεν θίγονται». Ακολούθως, σχετικά με την ανωτέρω τρίμηνη προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος επιλογής, με το άρθρο 42 παρ. 4 Ν. 2912/2001 ορίστηκε ότι «Η προβλεπόμενη στην παράγραφο 8 του παραπάνω άρθρου προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος επιλογής εκ μέρους των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών παρατείνεται αφότου έληξε μέχρι 30-9-2001». Ακολούθησε ο Ν. 3259/2004 στην παράγραφο 1 του άρθρου 39 του οποίου ορίζεται ότι «Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσότερων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου». Περαιτέρω, κατά δε την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου «Προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών σχετικών με την επαγγελματική τους αυτή δραστηριότητα, που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως ισχύει, το συνολικό ύψος τους δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση. Για δάνεια που χορηγήθηκαν πριν από το έτος 1990, εφόσον δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία των οφειλών αυτών για την ανεύρεση του αρχικού κεφαλαίου, η συνολική οφειλή δεν δύναται να υπερβαίνει ποσοστό 150% του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην τελευταία προ του έτους 1990 ρύθμιση. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υπολογίζουν το ύψος της οφειλής της παρούσας παραγράφου, να τη γνωστοποιούν στον οφειλέτη και να συνομολογούν τη ρύθμιση εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 το αργότερο. Και ως προς τις οφειλές αυτές ισχύουν οι λοιπές διατάξεις του παρόντος άρθρου». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2520/1997, όπως αντικαταστάθηκε με την § 8 του άρθρου 13 του Ν. 2601/1998, «Ως αγρότες θεωρούνται οι ασχολούμενοι με τη γεωργία, κτηνοτροφία, πτηνοτροφία, μελισσοκομία, σηροτροφία, αλιεία και δασοπονία. Επίσης και όσοι από αυτούς ασχολούνται συμπληρωματικά και με τον αγροτουρισμό, αγροτοβιομηχανία, παραδοσιακή βιοτεχνία και προστασία του φυσικού χώρου, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται στα όρια της αγροτικής εκμετάλλευσης και στα πλαίσια του εγκεκριμένου προγράμματος του Υπουργείου Γεωργίας». Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθ. 3374/23-10-1998 (ΦΕΚ Β΄ 1108/23-10-1998) κοινή Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών Δημοσίας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Γεωργίας, «για την εφαρμογή του Ν. 2520/1997, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2601/1998» ορίστηκε ότι ως αγροτική εκμετάλλευση νοείται η μονάδα παραγωγής προς πώληση ενός ή περισσοτέρων προϊόντων των κλάδων του αγροτικού τομέα, υπό ενιαία διοίκηση και διαχείριση. Στις δραστηριότητες της αγροτικής εκμετάλλευσης (αγροτικές δραστηριότητες) εκτός από τις δραστηριότητες της πρωτογενούς παραγωγής, περιλαμβάνονται και οι εξής δραστηριότητες: αα) η διοίκηση, μεταφορά, τυποποίηση, συσκευασία, μεταποίηση, αποθήκευση μέχρι του σταδίου της χονδρικής πώλησης αποκλειστικά των προϊόντων που παράγει η εκμετάλλευση, ββ) οι αγροτουριστικές, αγροτοβιοτεχνικές, δασικές δραστηριότητες και οι δραστηριότητες παραδοσιακής βιοτεχνίας και διατήρησης του φυσικού χώρου, γγ) η λιανική ή χονδρική πώληση των προϊόντων της πρωτογενούς παραγωγής και της πρώτης μεταποίησης. Ακολούθως, ως κλάδοι του αγροτικού τομέα, σύμφωνα με την ως άνω κοινή Υπουργική Απόφαση, νοούνται: αα) η γεωργία και ως γεωργία νοείται: η φυτική παραγωγή, η ζωϊκή παραγωγή, η οποία περιλαμβάνει την κτηνοτροφία κλπ., η υδατοκαλλιέργεια σε δεξαμενές ξηράς, εφόσον ασκείται από αγρότες στα όρια της αγροτικής εκμετάλλευσης, ββ) η δασοπονία, γγ) η αλιεία κλπ. (ΑΠ 1406/2018 T.N.Π.ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 5 του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004 απαιτείται ο δανειολήπτης να είναι, κατά το χρόνο χορήγησης των δανείων, κατά κύριο επάγγελμα αγρότης και η οφειλή του να είναι σχετική με την επαγγελματική του αγροτική δραστηριότητα. Στις διατάξεις που παρατέθηκαν πιο πάνω, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ αυτών που ασχολούνται με την πρωτογενή παραγωγή, ανάλογα με την έκταση της δραστηριότητάς τους, ούτως ώστε σε περίπτωση μιας μέσης ή μεγαλύτερης έκτασης άσκησης από αυτούς δραστηριότητας να μη μπορούν να χαρακτηρισθούν αυτοί αγρότες. Εξάλλου, με την προπαρατεθείσα ομοίως διάταξη ορίζεται ότι στις δραστηριότητες της αγροτικής εκμετάλλευσης, εκτός από τις δραστηριότητες της πρωτογενούς παραγωγής, περιλαμβάνονται και οι εξής δραστηριότητες: αα)…, ββ) …, γγ) η λιανική ή χονδρική πώληση των προϊόντων της πρωτογενούς παραγωγής και της πρώτης μεταποίησης. Δηλαδή, δεν μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της δραστηριότητας ως ενασχόλησης με την πρωτογενή παραγωγή, στην περίπτωση που ο ασχολούμενος στον ως άνω τομέα της οικονομίας προβαίνει στη λιανική ή χονδρική πώληση των προϊόντων της πρωτογενούς παραγωγής και της πρώτης μεταποίησης. Άλλωστε, σκοπός της διάταξης είναι γενικά η προστασία του οφειλέτη-αγρότη, ο οποίος, λόγω των πολλαπλών κινδύνων που αντιμετωπίζει κατά την άσκηση της αγροτικής επιχείρησής του, έχει ανάγκη ειδικής μεταχείρισης από την πολιτεία, ώστε τα σχετικά μέτρα να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και να μην καταλήγουν στην οικονομική εξόντωσή του (ΑΠ 1528/2021, ΑΠ 1325/2009 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες γίνεται ο προσδιορισμός, μέσω των ανωτέρω αγροτικών δραστηριοτήτων, είτε σε προσωπικό, είτε σε συμμετοχικό επίπεδο, των αγροτών, οι οποίοι, με την ιδιότητα αυτή, υπήχθησαν στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του άρθρου 39 παρ. 5 του Ν. 3259/2004, συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα θεωρούνται αγρότες μόνο εάν α) από την ιδρυτική (συστατική) τους πράξη, μετά την τήρηση των διατυπώσεων των άρθρων 61 επ., 741 επ. Α.Κ., των αντίστοιχων του Εμπορικού Νόμου και των νόμων 3190/1955, 2190/1920 και 2169/1993, προκύπτει ότι η κύρια δραστηριότητά τους είναι η άσκηση της γεωργίας, με τις ειδικότερες εκφάνσεις της αγροτικής δραστηριότητας που προαναφέρθηκαν, β) είναι κάτοχοι αγροτικής εκμετάλλευσης με νομική προσωπικότητα, από την άσκηση της οποίας αντλούν τα εισοδήματά τους και γ) η πλειοψηφία του μετοχικού (εταιρικού) κεφαλαίου ανήκει σε γεωργούς κατά κύρια απασχόληση. Αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή δικαιούχοι των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 5 του Ν. 3259/2004 προνομίων, σχετικά με την ειδική ρύθμιση ως προς τον υπολογισμό των οφειλών όσων είναι «κατά κύριο επάγγελμα αγρότες», είναι μόνο τα φυσικά πρόσωπα αγρότες, δεν συνάγεται από την εν λόγω διάταξη, αφού η διάταξη αυτή δεν καθορίζει ότι στην έννοια αγρότες περιλαμβάνονται μόνο φυσικά πρόσωπα και όχι νομικά, σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2520/1997, στην οποία, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, που είναι η προσέλκυση και ενίσχυση νέων κυρίως αγροτών στη συστηματική εκμετάλλευση γεωργικών καλλιεργειών, σαφώς ορίζεται ότι «επαγγελματίας αγρότης είναι το ενήλικο φυσικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα εγγραφής στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων….». Εξάλλου, η άποψη ότι οι αγρότες φυσικά πρόσωπα είναι μόνοι δικαιούχοι του ως άνω προνομίου, ενώ αποκλείονται αυτού οι αγρότες νομικά πρόσωπα, είτε πρόκειται για προσωπικές είτε για κεφαλαιουχικές εταιρίες κλπ., που έχουν συσταθεί από φυσικά πρόσωπα, που είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και η κύρια δραστηριότητά τους συνίσταται, πράγματι, στην άσκηση γεωργικών εργασιών, σχετικών με συγκεκριμένη αγροτική εκμετάλλευση, από την οποία και αντλούν τα εισοδήματά τους, οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, που δεν συνάγονται από το σκοπό του νόμου, αφού έτσι ωφελούνται τελικά μόνο τα φυσικά πρόσωπα αγρότες, όχι δε και τα νομικά πρόσωπα αγρότες, στη σύσταση των οποίων προβαίνουν φυσικά πρόσωπα αγρότες, για την επιτυχέστερη εκμετάλλευση της αγροτικής δραστηριότητάς τους, ως αναγκαίου όρου για να τύχουν επιδοτούμενου επιτοκίου και χρηματικών επιχορηγήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο ή άλλους φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε τούτο συνηγορεί και το γεγονός ότι με την υπ’ αριθ. 451/394927/5332/5-9-2001 Κοινή Υπουργική απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών Δημοσίας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Γεωργίας, με θέμα τα “καθεστώτα ενισχύσεων του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης 2000-2006 για επενδύσεις στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις”, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσδιορίζονται στο Παράρτημα Ι αυτής, με στοιχεία Α και Β, τόσο ο γεωργός κατά κύρια απασχόληση, με όλα τα περί αυτού χαρακτηριστικά γνωρίσματα που προαναφέρθηκαν, όσο και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που πρέπει να έχει ένα νομικό πρόσωπο για να αποκτήσει την ιδιότητα του κατά κύρια απασχόληση γεωργού, τα οποία συμπίπτουν με τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Συνεπώς, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, εφόσον και τα νομικά πρόσωπα αγρότες, είτε πρόκειται για προσωπικές, είτε κεφαλαιουχικές εταιρίες ή αγροτικούς συνεταιρισμούς κλπ., συγκεντρώνουν τις προρρηθείσες προϋποθέσεις, κατά το χρόνο κατάρτισης των δανειακών συμβάσεων κλπ. με τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να θεωρούνται “κατά κύριο επάγγελμα αγρότες”, για τον επανακαθορισμό της οφειλής τους από τις συμβάσεις αυτές θα ληφθεί υπόψη ο συντελεστής 2 και όχι 3, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 39 παρ. 5 του Ν. 3259/2004 και συγκεκριμένα, η βάση του υπολογισμού της οφειλής τους από τις δανειακές τους συμβάσεις θα προκύψει από το άθροισμα του ποσού του ληφθέντος κεφαλαίου εκάστης, χωρίς να υπολογίζονται οφειλές από τόκους και έξοδα, το άθροισμα δε αυτό θα πολλαπλασιαστεί με συντελεστή 2 και ακολούθως από το γινόμενο που θα προκύψει, θα αφαιρεθούν οι οποτεδήποτε γενόμενες καταβολές εκ μέρους τους, για να εξαχθεί η τελική οφειλή αυτών προς τα πιστωτικά ιδρύματα (Ολ ΑΠ 4/2014 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την κρινόμενη ανακοπή του και για τους αναφερόμενους σε αυτήν (ανακοπή) λόγους, ο αρχικώς ανακόπτων και ήδη αποβιώσας …….. ζητούσε να ακυρωθεί η με αριθμό ……./2010 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή «………..», η οποία λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της έχει τεθεί πλέον σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον ειδικό εκκαθαριστή της (ΦΕΚ Β΄ 2208/27-7-2012), το ποσό των 380.675,26 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 4-7-2009, πλέον εξόδων και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, το οποίο προέρχεται, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, από αυτοτελή τραπεζικά δάνεια, που έλαβε σταδιακά από την καθ’ ης η ανακοπή προς το σκοπό άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας ως αλιέα. Επί της ανακοπής αυτής, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε κατ’ αντιμωλίαν των (αρχικών) διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την προσβαλλόμενη με αριθμό 3280/2014 οριστική απόφασή του, δυνάμει της οποίας έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε εν μέρει η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής (…./2010) του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς το κεφάλαιο και τους τόκους της και ειδικότερα ακυρώθηκε αυτή α) κατά το ποσό των 122.686,79 ευρώ και β) κατά το ποσό των 3.200 ευρώ ως προς τα έξοδα για την έκδοση αυτής (διαταγής πληρωμής), επικυρώθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής κατά τα λοιπά και συμψηφίστηκαν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα. Ακολούθως, ο αρχικώς ανακόπτων ……….. απεβίωσε την 13-9-2014 στη ….., χωρίς να αφήσει διαθήκη. Ο ίδιος κατέλειπε πλησιέστερους συγγενείς του τη σύζυγό του από το δεύτερο γάμο του, ………, με την οποία συζούσε μέχρι την ημέρα θάνατου του και των οποίων ο γάμος δεν λύθηκε με διαζύγιο, τα νόμιμα τέκνα του από τον πρώτο γάμο του με την ………., ήτοι τη …….., έγγαμη, ………., επίσης έγγαμη, το νόμιμο τέκνο του από το δεύτερο γάμο του με τη …….., ήτοι την …………., άγαμη και τη μητέρα του, …………. Οι ανωτέρω πλησιέστεροι συγγενείς του οφειλέτη αποποιήθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία και δη η ………., τότε σύζυγος του αποβιώσαντος, με τη με αριθμό ……./2014 έκθεση αποποίησης κληρονομίας, η ………, η ……. και η ……., θυγατέρες του αποβιώσαντος, με τις με αριθμό …./2014 και με αριθμό …./2014 εκθέσεις αποποίησης κληρονομίας και η ………, μητέρα του αποβιώσαντος, με τη με αριθμό …./2014 έκθεση αποποίησης κληρονομίας. Ακόμα, την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία αποποποιήθηκαν και οι λοιποί, απώτεροι συγγενείς του αποβιώσαντος και ειδικότερα, η ………., αδελφή του αποβιώσαντος, με τη με αριθμό …/2014 έκθεση αποποίησης κληρονομίας, ο ………… και ο …………, ανίψια του αποβιώσαντος, με τη με αριθμό …./2014 έκθεση αποποίησης κληρονομίας, ο ………., πρώτος εξάδελφος του αποβιώσαντος, με τη με αριθμό ……./2014 έκθεση αποποίησης κληρονομίας, ο ………., υιός του ………, εγγονός του αποβιώσαντος, με τη με αριθμό …./2014 έκθεση αποποίησης κληρονομίας, καθώς και ο …………. και η . ……….. ως ασκούντες από κοινού τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας τους …………, ενεργούντες από κοινού για λογαριασμό της τελευταίας, εγγονής του αποβιώσαντος, δυνάμει της με αριθμό 172/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, με τη με αριθμό …./2015 έκθεση αποποίησης κληρονομίας. Εξάλλου, η με αριθμό 31/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Νίκαιας διέταξε τη δημόσια πρόσκληση όποιου αξιώνει κληρονομικό δικαίωμα επί της κληρονομίας του …………. να το αναγγείλει στη Γραμματεία του οικείου Ειρηνοδικείου εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την τελευταία πρόσκληση, πλην όμως, ουδείς ανήγγειλε το κληρονομικό του δικαίωμα. Περαιτέρω, με τη με αριθμό 102/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Νίκαιας βεβαιώθηκε η κληρονομική ιδιότητα του Ελληνικού Δημοσίου ως μόνου εξ αδιαθέτου κληρονόμου (έκτη τάξη, άρθρο 1824 ΑΚ) του ……….., κατ’ άρθρο 1870 ΑΚ, ιδιότητα την οποία το Ελληνικό Δημόσιο ρητά συνομολογεί με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις του (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σε κάθε περίπτωση, το Ελληνικό Δημόσιο δεν αρνείται ειδικά τα προεκτεθέντα περιστατικά περί της κληρονομικής διαδοχής του άνω αποβιώσαντος και ως εκ τούτου, παραδεκτά συνάγεται ομολογία του περί τούτων (άρθρα 261, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά της ανωτέρω απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (3280/2014) η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, ήτοι η υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..» άσκησε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την κρινόμενη έφεσή της, απευθυνόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ήδη εφεσίβλητου, με την ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αρχικού ανακόπτοντος και ήδη αποβιώσαντος ……….., ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τον αναφερόμενο στην έφεση λόγο, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να απορριφθεί εν όλω η ασκηθείσα ανακοπή του αρχικού ανακόπτοντος και αποβιώσαντος …. και να επικυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής (…/2010) του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της. IV. Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο πρωτοβαθμίως και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση (3280/2014) πρακτικά συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι μεταξύ των διαδίκων συναλλακτικές σχέσεις ξεκίνησαν στις 14-11-1983, όταν δυνάμει της ταυθήμερης με αριθμό …../1983 σύμβασης, η οποία συνοδεύτηκε από πρόσθετη πράξη, ο ανακόπτων (…………..) έλαβε τότε πίστωση από την καθ’ ης μέχρι δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, για να μπορέσει να αποκτήσει τον απαραίτητο για τη λειτουργία της αλιευτικής του εκμετάλλευσης εξοπλισμό. Στο πλαίσιο της πίστωσης αυτής έλαβε τα παρακάτω αναφερόμενα δανείσματα στις αντίστοιχες ημεροχρονολογίες με σκοπό να τα δαπανήσει στο σκάφος του, παράκτιας αλιείας, με την ονομασία «Τ», νηολογίου Πειραιά (βλ. την αντίστοιχη καρτέλα κίνησης κάθε επιμέρους δανείου) : α) Στις 14-11-1983 έλαβε ως δάνειο το ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα χιλιάδων (570.000) δραχμών για να αγοράσει τον αλιευτικό και ναυτιλιακό εξοπλισμό του εν λόγω σκάφους του. β) Την ίδια ημεροχρονολογία έλαβε το ποσό των επτακοσίων χιλιάδων (700.000) δραχμών ως επιδοτούμενο αλιευτικό δάνειο για τον ίδιο σκοπό. γ) Στις 5-12-1983 έλαβε ως δάνειο το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δραχμών, με σκοπό να αγοράσει και επισκευάσει την πετρελαιομηχανή και τα δίχτυα του εν λόγω σκάφους του. δ) Στις 18-5-1984 έλαβε από την καθ’ ης δάνειο, ποσού τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών, προκειμένου να εξοπλίσει το ίδιο σκάφος. Και ε) Στις 21-12-1984 έλαβε ως δάνειο, για τον ίδιο ως άνω σκοπό (προς κτήση αλιευτικού και ναυτιλιακού εξοπλισμού σκάφους παράκτιας αλιείας) το ποσό των διακοσίων τριάντα τριών χιλιάδων (233.000) δραχμών. Και τα πέντε δάνεια ήταν έντοκα και εξοφλητέα σε χρονικό διάστημα, κατά περίπτωση, από πέντε (5) μέχρι οκτώ (8) ετήσιων τοκοχρεολυτικών δόσεων. Ακολούθως, ο ανακόπτων προέβη στις 5-4-1985 στην κατάρτιση με την καθ’ ης, πιστώτρια τράπεζα, δεύτερης σύμβασης παροχής πίστωσης, μέχρι του ποσού των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, η οποία (σύμβαση) έφερε αριθμό …./1985 και συνοδεύτηκε από πρόσθετη πράξη, προκειμένου να λάβει από αυτή (καθ’ ης) δάνεια που θα χρησιμοποιούσε στην αλιευτική του δραστηριότητα. Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής έλαβε τα παρακάτω αναφερόμενα δανείσματα στις αντίστοιχες ημεροχρονολογίες με σκοπό να τα δαπανήσει στο σκάφος του, παράκτιας αλιείας, με την ονομασία «ΆΓ», νηολογίου Χαλκίδας (βλ. την αντίστοιχη καρτέλα κίνησης κάθε επιμέρους δανείου) : α) Στις 9-4-1985 έλαβε ως επιδοτούμενο αλιευτικό δάνειο το ποσό των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών. β) Την ίδια ημεροχρονολογία έλαβε ως δάνειο το ποσό των πέντε εκατομμυρίων πεντακοσίων χιλιάδων (5.500.000) δραχμών για το ίδιο σκάφος του, με αιτιολογία «Ναυπηγήσεις – Μετασκευές – Επισκευές Πλοίων στην Ελλάδα». γ) Στις 16-5-1985 έλαβε ως δάνειο το ποσό του ενός εκατομμυρίου επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.750.000) δραχμών προς κτήση αλιευτικού και ναυτιλιακού εξοπλισμού του ως άνω σκάφους του. δ) Στις 30-5-1985 ο ανακόπτων έλαβε ως δάνειο το ποσό του ενός εκατομμυρίου διακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.250.000) δραχμών, με αιτιολογία «Ναυπηγήσεις – Μετασκευές – Επισκευές Πλοίων στην Ελλάδα», για το ίδιο σκάφος του. Και ε) Στις 17-2-1986 έλαβε ως δάνειο, για τον ίδιο σκοπό («Ναυπηγήσεις – Μετασκευές – Επισκευές Πλοίων στην Ελλάδα»), το ποσό των δύο εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων (2.300.000) δραχμών. Και τα πέντε αυτά δάνεια ήταν έντοκα και εξοφλητέα σε χρονικό διάστημα, κατά περίπτωση, από έξι (6) μέχρι επτά (7) ετήσιων τοκοχρεολυτικών δόσεων. Επειδή όμως, ο ανακόπτων κατέστη υπερήμερος ως προς την εξόφληση των προαναφερθέντων δέκα (10) δανείων (βλ. τις αντίστοιχες για κάθε δάνειο τηρούμενες καρτέλες), συνήφθη στις 30-10-1991 μεταξύ των διαδίκων η με αριθμό 3/1991 πρόσθετη δανειστική σύμβαση και ρύθμισης των οφειλών του ανακόπτοντος προς την καθ’ ης. Εξάλλου, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ο ανακόπτων είχε καταστεί υπερήμερος και ως προς την εξόφληση των μέχρι τις 30-10-1991 ασφαλίστρων των ως άνω δύο αλιευτικών σκαφών του, έναντι της καθ’ ης, η οποία (καθ’ ης), λόγω της παράλειψης του αντισυμβαλλομένου της (ανακόπτοντος) να ασφαλίσει αυτά (σκάφη), ως ενυπόθηκη δανείστρια, προέβη αυτοβούλως, όπως δικαιούταν, στην ασφάλισή τους, έχοντας καταβάλει για το σκοπό τούτο μέχρι τις 30-10-1991 το συνολικό ποσό των 5.147.000 δραχμών, που ήταν το άθροισμα των επιμέρους κονδυλίων – ασφαλίστρων, που εκείνη του χρέωνε σε χωριστή καρτέλα, που είχε ανοίξει την 1-1-1998. Και τα οφειλόμενα ασφάλιστρα ρυθμίστηκαν με την ως άνω με αριθμό …../1991 πρόσθετη δανειστική σύμβαση, η οποία συμφωνήθηκε ότι ήταν αναπόσπαστο μέρος των προηγούμενων ρυθμιζόμενων με αυτή δανειστικών συμβάσεων. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι το νέο έντοκο δάνειο ήταν ύψους τριάντα έξι εκατομμυρίων επτακοσίων εβδομήντα πέντε χιλιάδων και διακοσίων ογδόντα (36.775.280) δραχμών και διάρκειας δέκα ετών και ότι σε περίπτωση καθυστέρησης της εξόφλησης οποιασδήποτε δόσης αυτού (νέου δανείου), ολόκληρη η υπόλοιπη οφειλή που έχει ρυθμιστεί, θα καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Επιπροσθέτως, με την ίδια σύμβαση ο ανακόπτων ως πιστούχος ανέλαβε την υποχρέωση να βελτιώσει τη λειτουργικότητα της μονάδας του, εγκαθιστώντας νέο υδραυλικό βίτσιο και υδραυλικό τιμόνι, κόστους 4.800.000 δραχμών. Στο νέο αυτό δάνειο ενσωματώθηκαν, πέραν των ως άνω ληξιπρόθεσμων ασφαλίστρων, συνολικού ποσού 5.147.000 δραχμών, τα τοκοχρεολύσια των δέκα προαναφερθέντων δανείων, τα οποία ως επί το πλείστον δεν είχαν καταβληθεί από τον ανακόπτοντα, οφειλέτη, καθώς και οι τόκοι υπερημερίας που αναλογούσαν σε αυτά (δέκα δάνεια) και οι οποίοι (τόκοι) κεφαλαιοποιήθηκαν. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες δέκα καρτέλες, που τηρούνταν για καθένα από τα δέκα προπεριγραφέντα δάνεια, που είχαν δοθεί για τα δύο αλιευτικά σκάφη του ανακόπτοντος, «Τ» και «ΆΓ», τα (χρεωστικά) υπόλοιπα των δέκα μη εξυπηρετηθέντων αλιευτικών δανείων, στα οποία (υπόλοιπα) συμπεριλαμβάνονταν οι αναλογούντες σε αυτά τόκοι υπερημερίας και τα οποία λογίστηκαν ότι εξοφλήθηκαν δυνάμει της με αριθμό 3/1991 πρόσθετης δανειστικής σύμβασης και ρύθμισης οφειλών, ανήλθαν στις 30-10-1991 στα εξής ποσά : α) Για το δάνειο των 570.000 δραχμών αναφορικά με το αλιευτικό σκάφος «Τ» υπήρξε υπόλοιπο ποσού 925.639 δρχ. συμπεριλαμβανομένων τόκων υπερημερίας, ύψους 331.267 δρχ., β) για το δάνειο των 700.000 δρχ. σχετικά με το ίδιο σκάφος, υπόλοιπο 1.402.706 δρχ. (551.416 δρχ. οι τόκοι υπερημερίας), γ) ως προς το δάνειο των 250.000 δρχ. σχετικά με το ως άνω σκάφος, υπόλοιπο 265.099 δρχ. (114.109 δρχ. οι τόκοι υπερημερίας), δ) ως προς το δάνειο των 300.000 δρχ. σχετικά με το ίδιο σκάφος, υπόλοιπο 501.823 δρχ. (157.743 δρχ. οι τόκοι υπερημερίας), ε) για το δάνειο των 233.000 δρχ. σχετικά με το ίδιο σκάφος, υπόλοιπο 485.153 δρχ. (205.229 δρχ. οι τόκοι υπερημερίας), στ) ως προς το δάνειο ποσού 800.000 δρχ. για το αλιευτικό σκάφος «ΆΓ» το υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 1.914.953 δρχ. συμπεριλαμβανομένων των τόκων υπερημερίας, ύψους 760.598 δρχ., ζ) ως προς το δάνειο ποσού 5.500.000 δρχ. για το ίδιο σκάφος («ΆΓ»), υπόλοιπο 14.181.919 δρχ. (5.662.169 δρχ. οι τόκοι υπερημερίας), η) για το δάνειο ποσού 1.750.000 δρχ. σχετικά με το ίδιο σκάφος, υπόλοιπο 4.442.407 δρχ. (1.727.365 δρχ. οι τόκοι υπερημερίας), θ) για το δάνειο ποσού 1.250.000 δρχ. για το εν λόγω σκάφος («ΆΓ»), υπόλοιπο 3.155.162 δρχ. (1.188.862 δρχ. οι τόκοι υπερημερίας) και ι) ως προς το δάνειο ποσού 2.300.000 δρχ. για το ίδιο σκάφος, υπόλοιπο 4.353.419 δρχ. (1.569.493 δρχ. οι τόκοι υπερημερίας). Σημειώνεται αναφορικά με την κίνηση του τελευταίου αυτού επιμέρους δανείου, ποσού 2.300.000 δρχ., που είχε εκταμιευθεί στις 17-2-1986, ότι το υπόλοιπο αυτού ανερχόταν αρχικά σε 5.440.419 δρχ., στο οποίο (υπόλοιπο) πιστώθηκε στις 15-7-1993 και από το οποίο, συνεπώς, αφαιρέθηκε το ποσό των ενός εκατομμυρίου ογδόντα επτά χιλιάδων (1.087.000) δραχμών, που καταβλήθηκε στην καθ’ ης, ως μέρος της επιδότησης, που έλαβε ο ανακόπτων, εξαιτίας της απόσυρσης του ενός εκ των δύο αλιευτικών σκαφών του. Επομένως, από μαθηματικούς υπολογισμούς, δηλαδή την πρόσθεση των «υπολοίπων» των δέκα μη εξυπηρετηθέντων δανείων με το ποσό των απλήρωτων ασφαλίστρων (ήτοι 925.639 δρχ. + 1.402.706 δρχ. + 265.099 δρχ. + 501.823 δρχ. + 485.153 δρχ. + 1.914.953 δρχ. + 14.181.919 δρχ. + 4.442.407 δρχ. + 3.155.162 δρχ. + 4.353.419 δρχ. + 5.147.000 δρχ. [τα ασφάλιστρα μέχρι τις 30-10-1991] = 36.775.280 δραχμές ή 107.924,51 ευρώ), επιβεβαιώνεται ότι το συνολικό ποσό των οφειλών, που ρυθμίστηκαν δυνάμει της με αριθμό …./1991 πρόσθετης σύμβασης δανείου, ήταν ισόποσο του νέου δανείου, που χορηγήθηκε στον ανακόπτοντα την ίδια ημεροχρονολογία (στις 30-10-1991). Ωστόσο, και ως προς αυτό το νέο δάνειο (ποσού 36.775.280 δραχμών ή 107.924,51 ευρώ) ο ανακόπτων έγινε υπερήμερος με συνέπεια η ληξιπρόθεσμη και απαιτητή οφειλή του από αυτό (νέο δάνειο) να επιβαρυνθεί, εκτός των ήδη συνομολογημένων συμβατικών τόκων, ύψους 78.781.767 δραχμών (ή 166.176,67 ευρώ), με τόκους υπερημερίας, οι οποίοι στις 21-2-2001 ανήλθαν στο ποσό των 207.723,77 ευρώ. Εξάλλου, ο ανακόπτων συνήψε με την καθ’ ης και τη με αριθμό …./21-10-1991 σύμβαση πίστωσης ποσού μέχρι δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, η οποία ακολουθήθηκε από την κατάρτιση τριών πρόσθετων πράξεων, μεταξύ των οποίων και αυτή (πρόσθετη πράξη) που προέβλεπε τη λήψη αλιευτικών δανείων για την πραγματοποίηση από τον πιστούχο, ανακόπτοντα, επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου στην αλιευτική και σπογγαλιευτική εκμετάλλευση που διατηρούσε. Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής ο ανακόπτων έλαβε έντοκο δάνειο ύψους 4.300.000 δραχμών (ή 12.619,22 ευρώ) και διάρκειας οκτώ (8) ετών, το οποίο επίσης, δεν απέδωσε στην καθ’ ης με συνέπεια να καταστεί υπερήμερος. Τέλος, ο ανακόπτων βαρύνεται με την εξόφληση των ασφαλίστρων, που καταχωρίστηκαν στη με αριθμό …./….. καρτέλα, που τηρήθηκε από την καθ’ ης μετά τις 13-6-1991, και το σύνολο των οποίων (κεφάλαιο) ανήλθε στο ποσό των 34.387,16 ευρώ (βλ. την καρτέλα στην οποία τηρείται ο λογαριασμός των ασφαλίστρων με αριθμό ………). Δεν βαρύνεται όμως, ο ανακόπτων με άλλα ασφάλιστρα, καθώς όσα διαλαμβάνονται στην καρτέλα ανοικτού λογαριασμού, που ανοίχθηκε την 1-1-1989, είναι εξοφλημένα τόσο λόγω της προαναφερθείσας με αριθμό …./1991 ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, όσο και λόγω της πίστωσης στις 15-7-1993 στο λογαριασμό αυτό μέρους της επιδότησης, που είχε λάβει αυτός, λόγω της απόσυρσης του ενός από τα δύο αλιευτικά σκάφη του (του «Τ»), ποσού 4.270.000 δραχμών. Επομένως, ο τελευταίος αυτός λογαριασμός (των ασφαλίστρων), εφόσον είναι εξοφλημένος και αποσβεσμένος ήδη από τις 30-9-1993, δεν υπόκειται στη ρύθμιση του άρθρου 39 παρ. 5 του Ν. 3259/2004 και τα κονδύλιά του (χρεώσεις), με τις καταβολές που έγιναν για αυτά (πιστώσεις), δεν λαμβάνονται υπόψη για τον ευεργετικό υπολογισμό των λοιπών ανεξόφλητων και ληξιπρόθεσμων οφειλών του ανακόπτοντος (ΕφΘεσσαλ 238/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010. 565 και Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, για τον ευεργετικό υπολογισμό της τελικής οφειλής του ανακόπτοντος, ως βάση της οφειλής λαμβάνονται υπόψη τα χορηγηθέντα κεφάλαια των προαναφερθέντων συμβάσεων δανείων, που έχουν ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμα και απαιτητά, ήτοι : α) το ποσό των 36.775.280 δραχμών ή 107.924,51 ευρώ, προερχόμενο από τη με αριθμό …../30-10-1991 πρόσθετη σύμβαση δανείου, η οποία ρητά συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι αποτελεί νέο δάνειο, το οποίο, σε περίπτωση καθυστέρησης της εξόφλησης οποιασδήποτε δόσης του, καθίσταται ολόκληρο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και με το οποίο, μάλιστα, ο ανακόπτων, πιστούχος, ανέλαβε επιπλέον συμβατικές υποχρεώσεις (όπως είναι η βελτίωση της λειτουργικότητας της μονάδας του, με την εγκατάσταση νέου υδραυλικού βίτσιου και υδραυλικού τιμονιού), β) το ποσό των 4.300.000 δραχμών ή 12.619,22 ευρώ, προερχόμενο από τη με αριθμό …../21-10-1991 σύμβαση πίστωσης ποσού μέχρι δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών και γ) το ποσό των 34.387,16 ευρώ, προερχόμενο από τα ασφάλιστρα που καταχωρίστηκαν στη με αριθμό 39/648-32 καρτέλα, που τηρήθηκε από την καθ’ ης μετά τις 13-6-1991. Το δε σύνολο των χορηγηθέντων δύο κεφαλαίων (107.924,51 + 12.619,22 ευρώ), συμπεριλαμβανομένων των ως άνω ασφαλίστρων (ποσού 34.387,16 ευρώ), ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 154.930,89 ευρώ (107.924,51 + 12.619,22 + 34.387,16 = 154.930,89 ευρώ). Σημειωτέον ότι το παραπάνω κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης, που αφορά στα χορηγηθέντα δάνεια και πιστώσεις και στο συνολικό ποσό της βασικής οφειλής του ανακόπτοντος προς την καθ’ ης, δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση. Στη συνέχεια, το συνολικό αυτό ποσό της ένδικης οφειλής, ήτοι 154.930,89 ευρώ, πρέπει να πολλαπλασιαστεί με το συντελεστή δύο (2), κατ’ εφαρμογή της ευνοϊκής διάταξης του άρθρου 39 παρ. 5 του Ν. 3259/2004, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, εφόσον ο ανακόπτων τυγχάνει κατά κύριο επάγγελμα αλιέας, ο οποίος ασκεί αλιευτικές (γεωργικές) εργασίες, ως φορέας οργανωμένης επιχείρησης, από την εκμετάλλευση της οποίας αντλεί το σύνολο των εισοδημάτων του, ενώ για τον εξοπλισμό των προπεριγραφέντων παραγωγικών μονάδων του, ήτοι των δύο αλιευτικών σκαφών του, παράκτιας αλιείας, χορηγήθηκαν σε αυτόν (ανακόπτοντα) τα προαναφερθέντα αλιευτικά δάνεια από την καθ’ ης. Συνεπώς, το ανώτατο όριο της οφειλής του ανακόπτοντος προς την καθ’ ης ανέρχεται στο ποσό των 309.861,78 ευρώ (154.930,89 ευρώ Χ 2 = 309.861,78 ευρώ). Τα παραπάνω δεν αμφισβητούνται ειδικά από την καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, καθόσον η τελευταία, πέραν του ισχυρισμού της ότι η συνολική οφειλή πρέπει να υπολογιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, δηλαδή με συντελεστή 3, δεν εναντιώνεται στο ύψος της συνολικής οφειλής, όπως αυτή προσδιορίστηκε με την εφαρμογή της παραγράφου 5 του ως άνω άρθρου, δηλαδή με συντελεστή 2. Πιο συγκεκριμένα, η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται, ισχυρισμό που επαναφέρει με τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης, ότι ο ανακόπτων δεν υπάγεται στις προρρηθείσες διατάξεις περί ευνοϊκού υπολογισμού της ένδικης οφειλής του, καθότι εκείνος ασχολούνταν επαγγελματικά με την εμπορία κοραλλίων, προϊόν που έχει το χαρακτήρα ημιπολύτιμου υλικού με ιδιαίτερη αυτοτελή οικονομική αξία και απασχολούσε σε σταθερή βάση ναυτικούς, που ασφαλίζονταν στο ΝΑΤ ή στο ΙΚΑ και ως εκ τούτου ήταν επιχειρηματίας μεγάλης οικονομικής κλίμακας. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, εφόσον η αλιεία αποτελεί κατά νόμο κλάδο του αγροτικού τομέα και εν προκειμένω ο ανακόπτων είναι κατά κύριο επάγγελμα αλιέας, κατέχοντας δύο αλιευτικά σκάφη παράκτιας αλιείας (κάτοχος «αγροτικής» και δη αλιευτικής εκμετάλλευσης), τα οποία εκμεταλλεύεται επαγγελματικά και τα ένδικα δάνεια είναι σχετικά με την επαγγελματική του αυτή δραστηριότητα, από την οποία αντλεί το σύνολο των εισοδημάτων του, η ένδικη οφειλή του ανακόπτοντος σαφώς εμπίπτει στην ευνοϊκή ρύθμιση της παρ. 5 του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, ανεξάρτητα από τη μέση ή ακόμα και μεγάλη έκταση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ενόψει και του ότι, όπως γίνεται δεκτό, ακόμα και νομικά πρόσωπα αγρότες, όπως αγροτικοί συνεταιρισμοί με ευρύ δίκτυο συνεργαζόμενων αγροτών, που εκμεταλλεύονται μεγάλες γεωργικές εκτάσεις, με χρήση πολλών τεχνικών και υλικών μέσων και με σαφώς μεγάλη ποσότητα και σοβαρής οικονομικής αξίας παραγόμενου προϊόντος, δεν αποκλείονται από το προνόμιο της ευνοϊκής ρύθμισης με κριτήριο το μέγεθος της έκτασης της επαγγελματικής τους επιχείρησης, αφού αυτό ουδόλως αποτέλεσε προϋπόθεση τεθείσα από το νομοθέτη για την υπαγωγή ή μη των «αγροτικών δανείων» στις ευνοϊκές για τους αγρότες ρυθμίσεις. Επομένως, ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος από την καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από το παραπάνω ποσό (309.861,78 ευρώ) πρέπει να αφαιρεθούν όλες οι χρηματικές καταβολές, που έγιναν από τον ανακόπτοντα μετά τις 30-10-1991 (όσον αφορά τη με αριθμό …./30-10-1991 πρόσθετη σύμβαση δανείου και ρύθμισης οφειλών), μετά τις 21-10-1991 (αναφορικά με τη με αριθμό …./21-10-1991 σύμβαση πίστωσης) και μετά τις 13-6-1991 (σχετικά με τα κονδύλια των ασφαλίστρων, που καταχωρίστηκαν στη με αριθμό …./……. καρτέλα). Οι καταβολές αυτές είναι οι εξής : α) το ποσό των 11.719.311 δραχμών ή 34.392,70 ευρώ, το οποίο καταλογίστηκε στις 15-7-1993 στη με αριθμό …/1991 δανειστική σύμβαση και το οποίο ήταν μέρος της επιδότησης, που έλαβε ο ανακόπτων εξαιτίας της απόσυρσης του ενός από τα δύο αλιευτικά σκάφη του (ήτοι αυτού με το όνομα «Τ»), β) τα ποσά των 1.156.725 δραχμών ή 3.394,64 ευρώ και των 2.511.501 δραχμών ή 7.370,51 ευρώ, που καταλογίστηκαν στο χορηγηθέν δάνειο αξίας 4.300.000 δραχμών, στις 15-7-1993 (ως προϊόν της προαναφερθείσας απόσυρσης) και στις 19-8-1997 αντίστοιχα (βλ. την τηρούμενη για τη με αριθμό …../1991 σύμβαση πίστωσης καρτέλα) και τέλος, γ) το ποσό των 2.288.292 δραχμών ή 6.715,46 ευρώ, που πιστώθηκε στην καρτέλα των ασφαλίστρων, ομοίως στις 15-7-1993, ως προϊόν της προαναφερθείσας επιδότησης λόγω απόσυρσης, ποσά τα οποία δεν αρνείται ειδικά η καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα. Αφού δε αφαιρεθεί από το ως άνω διπλασιασμένο κεφάλαιο ύψους 309.861,78 ευρώ το άθροισμα των προαναφερθεισών τεσσάρων χρηματικών καταβολών, που ανήλθε στο συνολικό ποσό των 51.873,31 (34.392,70 + 3.394,64 + 7.370,51 + 6.715,46 = 51.873,31) ευρώ, υπολογίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 5 του Ν. 3259/2004, η τελική οφειλή του ανακόπτοντος προς την καθ’ ης, στο ποσό των 257.988,47 (309.861,78 – 51.873,31 = 257.988,47) ευρώ. Επομένως, με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, η καθ’ ης η ανακοπή, η οποία ως πιστώτρια τράπεζα, με την από 17-12-2009 αίτησή της, ζήτησε την έκδοση της προσβαλλόμενης με αριθμό …./2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο οφειλέτης της, ανακόπτων, διατάχθηκε να της καταβάλει το ποσό των 380.675,26 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από την 4-7-2009 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, παράνομα στηρίχθηκε, για τον υπολογισμό της επίδικης απαίτησής της, στη με αριθμό …./5-8-2005 πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών, που κατάρτισαν μεταξύ τους οι διάδικοι και σύμφωνα με την οποία (πράξη) εσφαλμένα επανακαθορίστηκε το ύψος της τελικής οφειλής του οφειλέτη (ανακόπτοντος) με το συντελεστή τρία (3), που προβλέπεται από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 39 του Ν. 3259/2004, ενώ θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί η διάταξη της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, η οποία προβλέπει τον υπολογισμό της οφειλής των αγροτών με το συντελεστή δύο (2). Συνεπώς, εφόσον αποδείχθηκε ότι το ύψος της τελικής οφειλής του ανακόπτοντος προς την καθ’ ης, όπως αυτή υπολογίστηκε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 παρ. 5 του Ν. 3259/2004, ανέρχεται στο ποσό των 257.988,47 ευρώ και όχι σε αυτό των 380.675,26 ευρώ, δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο τούτο, αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού της τελικής οφειλής του ανακόπτοντος, η με αριθμό …../5-8-2005 πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών, καθότι η συμφωνία αυτή είναι άκυρη (άρθρο 174 ΑΚ), δοθέντος ότι αντιβαίνει σε επιτακτικού χαρακτήρα δημόσιας τάξης διάταξη, όπως είναι η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 39 παρ. 5 του Ν. 3259/2004, με την οποία ο νομοθέτης θέλησε να απαλλάξει τους δανειολήπτες αγρότες από την υπέρμετρη επιβάρυνσή τους, εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και δη της καθ’ ης «………», με υψηλά επιτόκια και επαναλαμβανόμενους ανατοκισμούς, που τα τελευταία χρόνια είχαν οδηγήσει σε απόγνωση και χρεοκοπία μεγάλο αριθμό οφειλετών παραγωγών (αγροτών κλπ.), πλήττοντας σημαντικά τον πρωτογενή παραγωγικό τομέα της Χώρας. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να γίνουν δεκτά ως και ουσιαστικά βάσιμα όσα υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο ανακοπής, καθώς και με το συναφές πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου της ανακοπής. Επομένως, πρέπει να γίνει μερικά δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η κρινόμενη ανακοπή και να ακυρωθεί η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής εν μέρει και συγκεκριμένα ως προς το κεφάλαιό της κατά το ποσό των 122.686,79 (380.675,26 – 257.988,47) ευρώ, ώστε να περιοριστεί αυτό (κεφάλαιο) στο ποσό των 257.988,47 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την 4-7-2009, πλέον εξόδων και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας, μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν. 2601/1998. Τέλος, αναλόγως θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί και το ύψος των επιδικασθέντων με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δικαστικών εξόδων (10.000 ευρώ) [ΕφΑθ 201/1999 ΕλλΔνη 1999. 1205, ΕπισκΕμπΔ 2001. 126 και Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ] και να υπολογιστούν αυτά στο ποσό των 6.800 ευρώ (10.000 – 3.200 = 6.800 ευρώ).
V. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του (3280/2014) έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε εν μέρει την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής (……/2010) του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς το κεφάλαιο και τους τόκους της και ειδικότερα ακύρωσε αυτή α) κατά το ποσό των 122.686,79 ευρώ και β) κατά το ποσό των 3.200 ευρώ ως προς τα έξοδα για την έκδοση αυτής (διαταγής πληρωμής), επικυρώνοντας κατά τα λοιπά την ένδικη διαταγή πληρωμής, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά κατ’ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και δεν έσφαλε, έστω και με εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες παραδεκτά συμπληρώνονται και αντικαθίστανται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθίαν, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με το μόνο λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και η υπό κρίση έφεσή της στο σύνολό τους. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ πρέπει και να διαταχθεί η εισαγωγή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./14-9-2016 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στο Δημόσιο Ταμείο, διότι η ένδικη έφεσή της απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 3280/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του αναφερόμενου στο σκεπτικό παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 19 Σεπτεμβρίου 2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 22α Οκτωβρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ