Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 496/2024

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως 496/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη  Εφέτη και Ελένη Μοτσοβολέα  Εφέτη- Εισηγήτρια  και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της    εκκαλούσας  : Της  υπό εκκαθάριση  τραπεζικης εταιρείας με την επωνυμία  «…………» , που εδρεύει στην Αθήνα, που  τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση δυνάμει της  ΕΠΑΘ ΤτΕ 46/1/27.7.2012(ΦΕΚ Β΄ 2208/27.7.2012) και εκπροσωπείται νόμιμα  από τον  δυνάμει της  ΕΠΑΘ ΤτΕ 182/1/4.4-2016 (ΦΕΚ Β΄ 925/2016)  ειδικό εκκαθαριστή  ανώνυμη εταιρεία  με την επωνυμία  «……..» και διακριτικό τίτλο «………… » που εδρεύει στο ………. Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την  πληρεξούσια δικηγόρο Ελλάδα Ζιαμπάρα (ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ- ΜΠΑΛΗ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).

Των   εφεσιβλήτων : 1) ………  2) ………, οι  οποίοι  εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο  από  τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κωνσταντίνο Κονδυλογιάννη.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 20-3-2019 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……../2-4-2019 αγωγή κατά  των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων,  και ζήτησε  να γίνει δεκτή. Επί της ανωτέρω αγωγής,  εκδόθηκε  ερήμην των εναγομένων η υπ’  αριθμ. 1030/2021  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε  την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εκκαλούσα   με την  από 29-6-2021 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2021 έφεσή της,   αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……../2021 και  προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο   της 16-2-2023 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο,  οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων  αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

H υπό κρίση έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας   κατά της 1030/202 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  κατά την τακτικη διαδικασία ερήμην των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517,  518  ΚΠολΔ), αφού δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης ενώ εξάλλου δεν έχει παρέλθει  η καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης,  αρμοδίως δε φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ( άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής …………./2021 παράβολο) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ. 3 του άρθρου  495  του ΚΠολΔ.  Επομένως,  είναι   τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).  Με την από  20-3-2019 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………./2-4-2019 αγωγή η  ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εκθέτει  ότι    δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../19-3-2007 σύμβασης τοκοχρεολυτικού στεγαστικού δανείου η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμια ……….», η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση δυνάμει της  ΕΠΑΘ ΤτΕ 46/1/27.7.2012 (ΦΕΚ Β΄ 2208/27.7.2012) και εκπροσωπείται νόμιμα  από τον  δυνάμει της  ΕΠΑΘ ΤτΕ 182/1/4.4-2016 (ΦΕΚ Β΄ 925/2016)  ειδικό εκκαθαριστή  ανώνυμη εταιρεία  με την επωνυμία  «……….» και διακριτικό τίτλο «……….»  χορηγησε  στον πρώτο των  εναγομένων  τοκοχρεολυτικό δάνειο ποσού  250.000,00 ευρώ, για την  εκπλήρωση των όρων του οποίου εγγυήθηκε η δεύτερη των εναγομένων, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης που αναφέρονται αναλυτικώς  στην αγωγή.   Ότι σύμφωνα με την σύμβαση η τράπεζα  σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη έχει δικαιωμα να καταγγείλει την σύμβαση και να αναζητήσει  το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανειου, το οποίο καθίσταται  από της καταγγελίας ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και επιβαρύνεται με το συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας και ότι σε κάθε περίπτωση η τράπεζα πριν προβεί στην καταγγελία της σύμβασης έχει την υποχρεωση να καλεσει τον οφειλέτη και τον εγγυητή με συστημένη επιστολή ή με άλλο τρόπο, ώστε να εξοφλήσουν την ληξιπρόθεσμη οφειλή τους σε  συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, γνωστοποιωντας  τους ότι σε αντίθετη περίπτωση θα καταγγείλει την σύμβαση με συνέπεια το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανείου να καθισταται ληξιπρόθεσμο  και απαιτητό.  Ότι σύμφωνα με ρητό όρο της  σύμβασης ο εγγυητής αποδέχεται τους όρους της παρούσας σύμβασης και εγγυάται  προς την Τράπεζα την τήρηση όλων των υποχρεώσεων  του Οφειλέτη και την πλήρη εξόφληση του δανείου κατά κεφάλαιο, τόκους, επιβαρύνσεις, έξοδα και ανατοκισμούς. Ότι  η Τράπεζα δικαιούται σύμφωνα με  ρητό συμβατικό όρο να καταγγείλει τη σύμβαση του δανείου και να το κηρύξει αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό  να απαιτήσει δε την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού του κεφαλαίου, των τόκων και των λοιπών επιβαρύνσεων για τους εκεί αναφερόμενους λόγους. Ότι σε εκτέλεση  της ως άνω σύμβασης τηρήθηκε αρχικά ο υπ’ αριθμ. … λογαριασμός και για την παρακολούθηση των ασφαλίστρων ο υπ’ αριθμ. ………. λογαριασμός  και κατόπιν μεταπτώσεως στο σύστημα της ως άνω εκκαθαρίστριας εταιρείας τηρήθηκε ο υπ’  ….. λογαριασμός οριστικής καθυστέρησης και για τα ασφάλιστρα ο υπ’ αριθμ.  ……. λογαριασμός (οριστικής καθυστέρησης). Ότι  οι εναγόμενοι δεν εκπληρωσαν προσηκόντως τις υποχρεώσεις τους και ειδικότερα έπαυσαν  οποιαδήποτε καταβολή  και γενικά οποιαδήποτε  εξυπηρέτηση του ως άνω δανείου, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις τους παραβιάζοντας τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και επιδεικνύοντας κακόπιστη και αντισυμβατική συμπεριφορά. Ότι, κατόπιν τούτου με την από 3-12-2018 εξώδικη δήλωση καταγγελία–πρόσκληση νομίμως κοινοποιηθείσα σε αμφοτέρους τους εναγομένους,  η εκκαλούσα κατήγγειλε την άνω σύμβαση, κήρυξε ληξιπροθεσμο και απαιτητό  το σύνολο των οφειλών τους από την ανωτέρω σύμβαση και τους κάλεσε να καταβάλουν  το συνολικό οφειλόμενο  από αυτούς ποσό, το οποίο την ημερομηνία εκείνη ανερχόταν στο ποσό των 342.138,78 ευρώ εντοκως με το συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας από 29-11-2018 (επομένη του κλεισίματος  των ως άνω λογαριασμών) μέχρις εξοφλήσεως, όπως αυτό αναλύεται στο επισυναπτομενο στην αγωγή απόσπασμα από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία  της ενάγουσας και δη 333.433,65 ευρώ  εκ της υπ’ αριθμ. …../2007 δανειακής συμβάσεως και 8.705,13 για  ασφάλιστρα – λοιπές χρεώσεις.  Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθούν οι  εναγόμενοι  να της  καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος   το συνολικό ποσό των 342.138,78 ευρώ, εντόκως  με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη του κλεισίματος  των ως άνω λογαριασμών, ήτοι από 29-11-2018 και με τον νόμιμο ανατοκισμό  μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε  την  υπ’  αριθμον  1030/2021  απόφασή του   διά της οποίας απέρριψε την αγωγή  α)  ως προς το αφορούν τα ασφάλιστρα ποσό των 8.705,13 ευρώ ως απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικης νομιμοποίησης, με την αιτιολογία ότι η ενάγουσα δεν επικαλείται  στο αγωγικό δικόγραφο την έννομη σχέση που την συνδέει με τους εναγομένους (ασφαλιστική σύμβαση) και σε κάθε περίπτωση την αιτία βάσει της οποίας αξιώνει από αυτούς  την καταβολή ασφαλίστρων και β) ως προς το  υπόλοιπο απορρέον εκ της υπ’ αριθμ. …./2007 δανειακής συμβάσεως ποσό των 333.433,65 ευρώ ως μη νόμιμη με την αιτιολογία   ότι η ενάγουσα  προέβη  κατά παράβαση του σχετικού όρου  της δανειστικής σύμβασης σε καταγγελία αυτής (σύμβασης) χωρίς προηγουμένως  να καλέσει τους εναγομένους  με συστημένη επιστολή η με άλλο τρόπο να εξοφλησουν  την υφιστάμενη  ληξιπρόθεσμη  οφειλή τους και χωρίς να τους τάξει προθεσμία για την εξόφληση, με αποτέλεσμα η εν λόγω καταγγελία  να πάσχει ακυρότητας και να μην παράγει  τα αποτελέσματά της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η κατ’ αντιμωλίαν δικασθείσα εναγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση  έφεσή της  για τους αναφερόμενους  σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου  και διώκει την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή  η αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εδέχθη ότι  υπήρχε  συμβατικός  όρος ότι της καταγγελίας έπρεπε να προηγηθεί  επί ποινή ακυρότητος ειδοποιηση του οφειλέτου με συστημένη επιστολή ή με άλλο τρόπο  ότι πρόκειται να επακολουθήσει καταγγελία. Η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη έκρινε ως μη νόμιμη την αγωγή λόγω ακυρότητας της  καταγγελίας και ότι κατά την αληθή έννοια της συμβάσεως ήταν στην διακριτική ευχέρεια της τράπεζας να επιλέξει τον τρόπο ειδοποιήσεως των εναγομένων  για το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής τους και την υποχρέωση αυτών  για την εξόφλησή του σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πριν την καταγγελία της επίδικης σύμβασης και δη είτε με συστημένη επιστολή είτε με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσο. Παραπονείται δε για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εν σχέσει με την ανωτέρω παραδοχή. Ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων περί ακυρότητος της καταγγελίας  ελλείψει ειδοποιήσεως,  ο οποίος εισάγεται για πρώτη φορά  στην έκκλητον δίκη αποτελεί ένσταση αυτών η οποία επιχειρεί  να πλήξει το έγκυρο της καταγγελίας. Παραδεκτώς δε  προτείνεται το πρώτον στο Εφετείο ως εκ της ερημοδικίας των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων στον πρώτο βαθμό. Τούτο δε διότι δεν είναι από τα ουσιώδη  στοιχεία της  δικαιοπραξίας ο όρος αυτός, ώστε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο,  καθόσον κατά νόμον αρκεί  μόνη η υπερημερία του οφειλέτη για να ασκηθεί  το δικαίωμα της καταγγελίας  της συμβάσεως του δανείου.  Ο συμβατικός αυτός όρος  περιελήφθη κατά το νοηματικό του περιεχόμενο στα σχετικά άρθρα του Κώδικα Δεντολογίας Τραπεζών. Ειδικότερα κατ` εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 “Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο Αξιοποίησης”, θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος (“ΤτΕ”) με την υπ` αρ. 116/1/25.08.2014 (ΦΕΚ Β` 2289/ 27.08.2014) Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ), ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014 και έχει ήδη τροποποιηθεί δύο φορές με αντίστοιχες αποφάσεις της άνω Επιτροπής με αριθμούς 129/2/16.02.2015 (ΦΕΚ Β`486/31.03.2015) και 148/10/5.10.2015 (ΦΕΚ Β` 2219/15.10.2015), εν τέλει δε αναθεωρήθηκε, δηλαδή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, με την Απόφαση 195/1/29.07.2016 (ΦΕΚ Β` 2376/02.08.2016) της ΕΠΑΘ. Ο Κώδικας αυτός θέτει ως κύριο και πρωταρχικό στόχο του την εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, που έχει χορηγήσει πίστωση στον πρώτο, προκειμένου να μειωθεί με συμβιβαστικό τρόπο το δυσθεώρητο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα, αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης και  τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των εξήντα(τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών. Κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με τον Κώδικα, υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του “συνεργάσιμου δανειολήπτη”, όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους στο άρθρο 73 παρ. 2 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α` 94/27.5.2016) “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις”. Η θεσπισθείσα και καταγραφείσα, από τον Κώδικα, Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.), αποτελείται από πέντε στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, το ίδρυμα, μεταξύ άλλων, επικοινωνεί με τον πρωτοφειλέτη και, αν υπάρχει, τον εγγυητή, αποστέλλοντάς τους γραπτή ειδοποίηση εντός των επόμενων τριάντα (δεκαπέντε πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών από τη συμπλήρωση εξήντα (τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών καθυστέρησης στην καταβολή δόσης της οφειλής, με την οποία, μεταξύ άλλων, αυτοί ενημερώνονται για τα στοιχεία της ληξιπρόθεσμης οφειλής και την ένταξή τους στη Δ.Ε.Κ., λαμβάνουν το “Ενημερωτικό Φυλλάδιο προς τους Δανειολήπτες με οικονομικές δυσχέρειες” και, αν είναι φυσικά πρόσωπα, την “Τυποποιημένη Κατάσταση Οικονομικής Πληροφόρησης” (ΤΥ.Κ.Ο.Π.) ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, το τυποποιημένο έντυπο του ιδρύματος για την υποβολή πληροφόρησης από νομικά πρόσωπα και καλούνται να συμπληρώσουν με ακρίβεια και πληρότητα το αντίστοιχο έντυπο και να το προσκομίσουν στο ίδρυμα εντός δεκαπέντε(15) εργασίμων ημερών, προκειμένου στη συνέχεια να έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο δεύτερο στάδιο της Δ.Ε.Κ. Αν ο δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί εμπρόθεσμα στην ανωτέρω ειδοποίηση, τότε χαρακτηρίζεται ως “μη συνεργάσιμος” και το ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται συγκέντρωση οικονομικών και λοιπών πληροφοριών του δανειολήπτη. Κατά το τρίτο στάδιο γίνεται αξιολόγηση των υποβληθέντων οικονομικών στοιχείων. Ειδικότερα, για κάθε κατηγορίας δανειολήπτη και εγγυητή αξιολογούνται ενδεικτικά στοιχεία, όπως η οικονομική του κατάσταση, το συνολικό ύψος και η φύση των χρεών του, η τρέχουσα ικανότητά του για αποπληρωμή των οφειλών του, το ιστορικό της οικονομικής του συμπεριφοράς και η προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών. Αν, ειδικότερα, ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποτελεί επιχείρηση, επιπροσθέτως αξιολογούνται, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή της, στοιχεία όπως το υποβληθέν επιχειρηματικό σχέδιο. Το ίδρυμα, καθ` όλη τη διάρκεια του σταδίου της αξιολόγησης, οφείλει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον δανειολήπτη προκειμένου να προσδιορίσει με ακρίβεια την ικανότητά του για αποπληρωμή του χρέους, με στόχο να καταλήξουν σε μια κατάλληλη λύση. Επιπροσθέτως, το ίδρυμα οφείλει να προβεί σε αξιολόγηση της αξίας τυχόν εμπράγματης εξασφάλισης (ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που θα μπορούσε με τη συναίνεση του δανειολήπτη να αποτελέσει πρόσθετη εξασφάλιση). Κατά το τέταρτο στάδιο γίνεται πρόταση κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη (λύση βραχυπρόθεσμης ή μακροπρόθεσμης ρύθμισης ή λύση οριστικής διευθέτησης). Από το ίδρυμα θα πρέπει να επιλέγεται η καταλληλότερη, κατά περίπτωση, λύση. Για τους σκοπούς του Κώδικα ως “κατάλληλη λύση” θεωρείται εκείνη που διασφαλίζει τη συμμόρφωση του ιδρύματος προς τις εποπτικές του υποχρεώσεις. Ειδικότερα, για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, η ανάγκη συμμόρφωσης του ιδρύματος προς ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις, καθώς και οι ειδικότερες για τη διαχείριση των καθυστερήσεων κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες η ΤτΕ έχει θέσει με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής (Π.Ε.Ε.) 42/30.05.2014 στα εποπτευόμενα από αυτή ιδρύματα για τον σχεδιασμό και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης. Το πέμπτο στάδιο περιλαμβάνει τη διαδικασία εξέτασης των ενστάσεων, ιδίως ενόψει του χαρακτηρισμού του δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα, που δεσμεύονται από αυτόν, την τήρηση, μεταξύ άλλων, των πέντε σταδίων της ΔΕΚ του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Αναφορικά με τη νομική φύση του εν λόγω Κώδικα αυτός βάσει του οργάνου που τον θέσπισε και του περιεχομένου του, αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, εκδοθείσα κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, που θέτει κανόνες ουσιαστικού δικαίου (Τραπεζικού ή αστικού), δηλαδή κανόνες θετικού δικαίου. Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα κατά πόσο η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο στην τήρηση του Κώδικα ίδρυμα καθιστά, άνευ ετέρου, την καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης άκυρη ως αντίθετη, κατά την ΑΚ 174, σε απαγορευτική διάταξη νόμου, είναι αληθές ότι από καμία ρύθμιση του Κώδικα δεν προκύπτει ότι στον προστατευτικό του σκοπό εμπίπτει και ο έλεγχος του κύρους των επιχειρούμενων (συμβατικά προβλεπόμενων) καταγγελιών, των οποίων άλλωστε το περιεχόμενο δεν αποδοκιμάζεται από το νόμο, αντίθετα, σκοπός του (Κώδικα) είναι η επιλογή της “καταλληλότερης” κατά περίπτωση λύσης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό πιστώσεων σε καθυστέρηση, αφού ληφθεί από τα ιδρύματα υπόψη η υποχρέωσή τους για συμμόρφωση προς τις ισχύουσες εποπτικές απαιτήσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές της Τράπεζας της Ελλάδος (“ΤτΕ”). Η τελευταία, άλλωστε, ορίζεται, σύμφωνα με τον Κώδικα ως η αρμόδια αρχή για την παρακολούθηση και τον έλεγχο του τρόπου εφαρμογής του, για την πλήρη και αποτελεσματική ρύθμιση των οικείων συστημάτων από τα υπόχρεα ιδρύματα, καθώς και η μόνη δυνάμενη να απαιτεί τα απαραίτητα κατά την κρίση της διορθωτικά μέτρα και να επιβάλλει τις κατά νόμο κυρώσεις στο μη συμμορφούμενο ίδρυμα, σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα και αδυναμιών των συστημάτων. Δεν δύναται, όμως, να παρεμβαίνει ή να επιλαμβάνεται εξατομικευμένων διαφορών μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη. Συνεπώς, και από το γράμμα του Κώδικα καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση της ΔΕΚ από υπόχρεο ίδρυμα συνιστά αθέτηση εποπτικής υποχρέωσης, παρέχουσα στην ΤτΕ ως ελέγχουσα αρχή τη δυνατότητα να απαιτεί από το μη συμμορφούμενο ίδρυμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και να του επιβάλλει κυρώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι ο Ν. 4224/2013 ή ο Κώδικας αποβλέπει και στην επαγωγή ακυρότητας στις περιπτώσεις όπου η καταγγελία έλαβε χώρα χωρίς την τήρηση της ΔΕΚ. Τέλος, και στο πλαίσιο εφαρμογής της Πράξης του Διοικητή της ΤτΕ(ΠΔ/ΤΕ) 2501/31.10.2002 και της κανονιστικής απόφασης 178/19.7.2004 της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων (ΕΤΠΘ) της ΤτΕ, οι οποίες επιβάλλουν στα δεσμευόμενα από αυτές ιδρύματα συγκεκριμένες υποχρεώσεις ενημέρωσης των συναλλασσομένων με αυτά, γίνεται δεκτό ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως συνέπειες, χωρίς να έχει τεθεί ζήτημα ακυρότητας συμβατικών όρων αποκλειστικά λόγω της αντίθεσης του περιεχομένου τους προς τις ανωτέρω κανονιστικές πράξεις. Συναφώς ενομολογήθη ότι από τον σκοπό και το κείμενο του Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά την ΑΚ 174 αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας. Επομένως, ενομολογήθη επί του αναλόγου θέματος (που ανέκυψε λόγω νομοθετικής ρυθμίσεως ταυτοσήμου περιεχομένου προς την επίμαχη συμβατική ρήτρα) ότι  σε περίπτωση καθυστέρησης δανειολήπτη να καταβάλει συγκεκριμένο ποσό σε χρηματοδοτικό ή πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, χωρίς την προηγούμενη, εν όλω ή εν μέρει, τήρηση της ΔΕΚ του Κώδικα από το ίδρυμα, δεν επιφέρει αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας, και ότι θα μπορούσε να αποκρουσθεί, μόνον, κατά την ΑΚ 281 ως καταχρηστική, όταν βεβαίως συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. (ΑΠ 323/2021 Νόμος).   Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, όπως παγίως ερμηνεύεται ο σχετικός όρος,  η εντελής  παράλειψη αυτής της ειδοποιήσεως και η παράλειψη των σχετικών σταδίων προδικασίας δεν επάγεται ακυρότητα της επελθούσης καταγγελίας. Πρέπει λοιπόν η ρήτρα αυτή στην επίδικη σύμβαση   να ερμηνευθεί σύμφωνα με τους κανόνες  της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ότι δηλαδή  οι συμβαλλόμενοι δεν ήθελαν  να θεμελιώσουν ακυρότητα της καταγγελίας.  Τούτο άλλωστε προκύπτει και από την διατύπωση του σχετικού όρου, σύμφωνα με τον οποίον εκτός από την συστημένη επιστολή  η Τράπεζα έχει την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει και όποιον άλλον τρόπο, ακόμη και την  προφορική ειδοποίηση. Σύμφωνα με τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, ο όρος αυτός ερμηνευόμενος όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπ’ όψη και των χρηστών ηθών, δεν έχει την έννοια ότι η καταγγελία χωρίς την προηγουμένη ως άνω ειδοποίηση, επάγεται κατά την βούληση των συμβαλλομένων ακυρότητα της καταγγελίας, ακόμη περισσότερο αφού τέτοια ακυρότητα δεν επάγεται ούτε η παραβίαση της αντιστοίχου νομοθετικής ρυθμίσεως, κατά τα προδιαληφθέντα. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο που εδέχθη τα αντίθετα, ότι η παράλειψη της ειδοποιήσεως εκ μέρους της τραπέζης επάγεται ακυρότητα της καταγγελίας έσφαλε, γενομένου δεκτού του δευτέρου λόγου εφέσεως.    Έσφαλε, επίσης, η εκκαλουμένη, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου εφέσεως και κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή ως προς το ποσό  των 8.705,13  ευρώ, αφού υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή και όπως προκύπτει και από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα σε ειδική  ηλεκτρονική μορφή εμπορικά βιβλία της εκκαλούσας, που είναι ενσωματωμένα στην αγωγή, το ποσό αυτό αφορούσε ασφάλιστρα- λοιπές χρεώσεις, όπως ειδικότερα αναλύεται σε κεφάλαιο, τοκους και έξοδα. Είναι δε σαφώς ορισμένη η αγωγή, ως προς το ποσό αυτό, κατά την έννοια της διατάξεως του ρητού όρου της συμβάσεως, που  αναφέρεται στην αγωγή, σύμφωνα με τον οποίον «η Τράπεζα δικαιούται  να καταγγείλει τη σύμβαση του δανείου  και να το κηρύξει  αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό,  να απαιτήσει δε την εξόφληση  ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού του κεφαλαίου, των τόκων και των λοιπών επιβαρύνσεων  για τους εκεί αναφερόμενους λόγους (άρθρο 11)». Εξάλλου η υπό κρίση αγωγή δεν είναι απαράδεκτη ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης, όπως  εσφαλμέως υπέλαβε η εκκαλουμένη, καθόσον για την  νομιμοποίηση των διαδίκων  (άρθρο 68 ΚΠολΔ), η οποία συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, αρκούσε ο ισχυρισμός  της ενάγουσας   ότι  οι εναγόμενοι είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών, που θεμελιώνουν  τον ισχυρισμό της, η μη απόδειξη των οποίων συνεπαγεται την απόρριψη της αγωγής ως κατ’ ουσίαν  αβάσιμης, η δε αμφισβήτηση και απόκρουση της νομιμοποίησης  από τον εναγόμενο συνιστά άρνηση της αγωγής (ΑΠ 75/2018, ΑΠ 1397/2006 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, έσφαλε, και πρέπει,  αφού γίνουν δεκτοι οι συναφείς λόγοι εφέσεως ως και η έφεση στο σύνολό της,  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση,  να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο  και να ερευνηθεί η αγωγή, η οποία  είναι νόμιμη και ερείδεται επί των διατάξεων των άρθρων 293, 296, 340, 341, 345,   361, 481επ. 806, 807, 808, 847, 848, 849, 851  ΑΚ, 176 ΚΠολΔ, ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.  Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε κατά πρόταση των εφεσιβλήτων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, και την συνεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ),      , σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα  ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Δυνάμει της υπ’ αριθμόν …../19-3-2007 σύμβασης τοκοχρεολυτικού στεγαστικού δανείου που συνήφθη  μεταξύ της εταιρείας  « ………»,  η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση δυνάμει της  ΕΠΑΘ ΤτΕ 46/1/27.7.2012 (ΦΕΚ Β΄ 2208/27.7.2012) και εκπροσωπείται νόμιμα  από τον  διορισθέντα δυνάμει της  ΕΠΑΘ ΤτΕ 182/1/4.4-2016 (ΦΕΚ Β΄ 925/2016)  ειδικό εκκαθαριστή  ανώνυμη εταιρεία  με την επωνυμία  «……….» και διακριτικό τίτλο «………», ήδη εκκαλούσας  και των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων, η ως άνω εταιρεία  χορήγησε στον πρώτο των εναγομένων–πρωτοφειλέτη και ήδη πρώτο των εφεσιβλήτων   τοκοχρεολυτικό στεγαστικό  δάνειο ύψους  250.000,00 ευρώ με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιλαμβάνονταν στην ανωτέρω σύμβαση. Η δεύτερη των εναγομένων και ήδη δεύτερη των εφεσιβλήτων εγγυήθηκε εγγράφως προς την πιστώτρια, υπέρ του πιστούχου, την τήρηση όλων των όρων της ανωτέρω σύμβασης και ιδιαίτερα την πλήρη εξόφληση του δανείου κατά κεφάλαιο, τόκους, επιβαρύνσεις, έξοδα και ανατοκισμούς, ευθυνόμενος, ως αυτοφειλέτης,  αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πιστούχο, παραιτηθείσα από τις προβλεπόμενες εκ των άρθρων 853 επ. ΑΚ, ενστάσεις (άρθα 9 και 14 της σύμβασης). Συγκεκριμένα, το δάνειο, συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί κατά το σύστημα της σύνθετης τοκοχρεολυσίας  με 432  συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις (άρθρο 6), καταβλητέες την πρώτη (1η) εκάστου μηνός  αρχής γενομένης από την 1-6-2007, η κάθε μία δε τοκοχρεολυτική δόση να περιλαμβανει τον τόκο, που προκύπτει από το κάθε φορά οφειλόμενο υπόλοιπο κεφάλαιο  επί το επιτόκιο του άρθρου 4 της σύμβασης, καθως και το χρεολύσιο που αναλογεί σε κάθε μηνιαία δόση, όπως αυτή διαμορφώνεται με το κάθε φορά ισχύον  επιτόκιο στην λήξη της δόσης. Συμφωνήθηκε, επίσης, το δάνειο   να επιβαρύνεται με σταθερό επιτόκιο 4,80% πλέον της εισφοράς του Ν. 127/75 ανερχόμενη σε 0,12 % κατά την υπογραφή της σύμβασης, ενώ  στην λήξη της διάρκειας του σταθερού επιτοκίου, το επιτόκιο ορισθηκε να αναπροσαρμοσθει στο ύψος του σταθερού ή κυμαινομενου επιτοκιου που θα ίσχυε κατά την εποχή εκεινη (άρθρο 4). Η επιλογή μεταξύ σταθερού ή κυμαινόμενου επιτοκίου συμφωνήθηκε να  γίνει από τον Οφειλέτη με έγγραφη δήλωσή του πριν από την λήξη της διάρκειας του σταθερού επιτοκίου, ενώ σε περίπτωση που ο Οφειλέτης δεν προέβαινε στην παραπάνω δηλωση για την επιλογή του επιτοκίου, ρητώς συμφωνήθηκε  να ισχύει  αυτόματα και χωρις καμία  ειδοποίηση  το κυμανόμενο επιτόκιο από την επομένη της λήξης  της πιο πάνω διάρκειας του σταθερού επιτοκίου (άρθρο 4).  Αν σύμφωνα με τα παραπάνω , συμφωνηθει   ή ισχυσει αυτόματα κυμαινόμενο επιτόκιο, αυτό θα διέπεται  από τους όρους επιλογής κυμαινόμενου επιτοκίου, κατά τα ανωτέρω. Ρητώς συμφωνήθηκε ότι η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα  μεταβολής του επιτοκίου, εφόσον υπάρξει μεταβολή του παρεμβατικού (επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις αναχρηματοδότησης)  επιτοκίου της Ευρωπαϊκής  Κεντρικής Τράπεζας, προς την ίδια κατεύθυνση (αύξηση ή μείωση) αντίστοιχα και έως του διπλάσιου της μεταβολής αυτής. Η μεταβολή θα λαμβάνει χώρα εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία μεταβολής του παρεμβατικού  επιτοκίου της  Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το νέο επιτόκιο συμφωνήθηκε  ότι θα ισχυει από την ημερομηνία λήψης της σχετικής  απόφασης της Τράπεζας ο δε Οφειλέτης θα λάβει γνώση για τη μεταβολή αυτή από την Τράπεζα είτε με ανακοίνωνση της Τράπεζας, που θα δημοσιεύεται  δύο φορές σε δύο πολιτικές και σε δύο οικονομικές εφημερίδες στον ημερήσιο τύπο είτε με ειδοποίησή της προς τον Οφειλέτη. Εάν ο Οφειλέτης διαφωνήσει με το νέο επιτόκιο, δικαιούται  μέσα σε περίοδο 30 ημερών από την γνωστοποίηση της ισχύος του νέου επιτοκίου, να καταγγείλει την σύμβαση και να εξοφλήσει άμεσα το υπόλοιπο της οφειλής του σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο σχετικό όρο για την πρόωρη εξόφληση. Στην περίπτωση της μη αποδοχής από τον Οφειλέτη του νέου επιτοκίου, η Τράπεζα επίσης δικαιούται να απαιτήσει την άμεση εξόφληση του  συνόλου του δανείου (άρθρο 4). Στον όρο 7 της σύμβασης προβλέφθηκαν οι συνέπειες υπερημερίας του Οφειλέτη (άρθρο 7) και ειδικότερα ορίσθηκαν τα εξής «Σε περίπτωση που καθυστερείται  η δόση ή τμήμα της ή σε περίπτωση που καθυστερείται η εξόφληση δεδουλευμένων τόκων  συμφωνείται ότι η Τράπεζα  δικαιούται να καταλογίζει ως τόκο υπερημερίας 2,5 εκατοστιαίες μονάδες  πάνω από το συμβατικό επιτόκιο, που ισχύει για την κατηγορία αυτή των δανείων στην Τράπεζα. Ο τόκος υπερημερίας θα υπολογίζεται από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως. Οι τόκοι υπερημερίας που προκύπτουν θα προστίθενται στην ληξιπρόθεσμη δόση ανά εξάμηνο και θα ανατοκίζονται. Επισης, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που καθυστερείται  η εξόφληση οποιασδήποτε  δόσης ή τμήματός  της ή σε περίπτωση που καθυστερείται η εξόφληση δεδουλευμένων τόκων και εξόδων ή σε περίπτωση που ο Οφειλέτης δεν εκπληρώνει τους σκοπούς του δανείου σε εύλογη προθεσμία ή για κάθε παράβαση των  όρων της  παρούσας σύμβασης εκ μέρους του,  ο Οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρις καμία ειδοποίηση, επιταγη  ή  άλλη όχληση. Η Τράπεζα στις παραπάνω περιπτώσεις έχει το δικαίωμα μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την υπερημερία του Οφειλέτη να καταγγείλει την σύμβαση και ν’ αναζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανειου,  το οποίο καθίσταται από της καταγγελίας ληξιπρόθεσμο  και απαιτητό και επιβαρύνεται με το επιτόκιο  υπερημερίας που αναφέρεται στην  προηγούμενη παράγραφο (άρθρο 7).  Σε  κάθε περίπτωση η τράπεζα πριν προβεί στην καταγγελία της σύμβασης, για τους παραπάνω λόγους, έχει την υποχρεωση να καλεσει τον Οφειλέτη και τον εγγυητή με συστημένη επιστολή ή με άλλο τρόπο, ώστε να εξοφλήσουν την ληξιπρόθεσμη οφειλή τους σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα,  γνωστοποιωντας  τους ότι σε αντίθετη περίπτωση θα καταγγείλει την σύμβαση με συνέπεια  το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού του δανείου να καθισταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό  και ότι η Τράπεζα θα επιδιώξει την είσπραξή του  με κάθε νόμιμο μέσο. Οι τόκοι υπερημερίας που προκύπτουν θα προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο ποσό ανά εξάμηνο και θα ανατοκίζονται. Κάθε καταβολή του Οφειλέτη προς την Τράπεζα έναντι καθυστερημένης δόσης ή δόσεων, συμφωνείται ότι θα καταλογίζεται πρώτα σε εξόφληση των διαφόρων εξόδων, τόκων υπερημερίας και έπειτα των άλλων καθυστερημενων τόκων των δόσεων, τελευταία δε του καθυστερημένου κεφαλαίου. Περαιτέρω με ρητό  όρο (άρθρο 5) της συμβάσεως ορίσθηκαν οι λοιπές επιβαρύνσεις με τις οποίες θα επιβαρύνετο ο οφειλέτης και, μεταξύ άλλων, θα επιβαρύνετο  με τα ειδικά έξοδα και τις δαπάνες της Τράπεζας για την εξασφάλιση και  αναγκαστική ή μη είσπραξη, των απαιτήσεών  της από το δάνειο, όπως δικαστικά έξοδα, εγγραφη υποθήκης η προσημειώσεως, ασφάλιστρα, έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ συμφωνήθηκε ότι τα έξοδα και οι δαπάνες αυτές θα είναι έντοκες από την αντίστοιχη  καταβολή των  από την Τράπεζα και αμέσως  απαιτητές κατά τις αντίστοιχες ημερομηνιες, με τον προβλεπόμενο στο άρθρο 7 τόκο υπερημερίας. Τέλος σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης  (άρθρο  11-συνεπειες παράβασης όρων), η Τράπεζα  δικαιούται να καταγγείλει  την σύμβαση και να το κηρύξει  αμέσως ληξιπρόθεσμο  και απαιτητό, να απαιτήσει δε την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού του κεφαλαίου, των τόκων και των λοιπών επιβαρύνσεων, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι η διάθεσή του γίνεται ή εγινε για σκοπό διάφορο ή σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου της σύμβασης αυτής.Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πιστούχος-εναγομενος έκανε χρήση της πίστωσης, προς εξυπηρέτηση της οποίας  τηρήθηκε αρχικά ο υπ’ αριθμ. ……… λογαριασμός και για την παρακολούθηση των ασφαλίστρων ο υπ’ αριθμ. …….. λογαριασμός  και κατόπιν μεταπτώσεως στο σύστημα της ως άνω εκκαθαρίστριας εταιρείας τηρήθηκε ο υπ’  …….. λογαριασμός οριστικής καθυστέρησης και για τα ασφάλιστρα ο υπ’ αριθμ. …….. λογαριασμός (οριστικής καθυστέρησης). Ωστόσο, μολονότι ο εναγόμενος έλαβε και χρησιμοποίησε το ποσό του δανείου, δεν ανταποκρίθηκε στις συμβατικές του υποχρεώσεις, με την καταβολή των δόσεων εξόφλησης αυτού κατά τις συμφωνηθείσες κατά τα ανωτέρω ρητές – δήλες ημεροχρονολογίες, με αποτέλεσμα να καταστεί υπερήμερος οφειλέτης, σύμφωνα και με τον υπ` αριθόν 7 ρητό όρο της σύμβασης,  οπότε η εκκαλούσα στις 28-11-2018 έκλεισε τους ως άνω τηρηθέντες λογαριασμούς μεταφέροντάς τους σε οριστική καθυστέρηση. Η  συνολική οφειλή των εναγομένων, κατά την μεταφορά των οφειλομένων, εκ των ανωτέρω λογαριασμών, σε λογαριασμούς οριστικής καθυστέρησης (28.11.2018) ανήρχετο α)για   τον υπ’ αριθμ.  ……….. λογαριασμό  στο     ποσό των  333.433,65 ευρώ   και β) για  τον υπ’ αριθμ.  …….. λογαριασμό, στο ποσό των  8.705,13 για  ασφάλιστρα – λοιπές χρεώσεις με τα οποία επιβαρύνετο ο Οφειλέτης κατά ρητή συμβατική πρόβλεψη (όροι 5 και 11 της συμβάσεως), ήτοι  το συνολικώς οφειλόμενο  ποσό ανήρχετο σε 342.138,78 ευρώ, όπως το  ποσό αυτό αποδεικνύεται και αναλύεται  στο προσκομισθέν αποσπασμα από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα σε ειδική  ηλεκτρονική μορφή  εμπορικά βιβλία της ενάγουσας, επί του οποίου υπάρχει σχετική βεβαίωση του αρμοδίου υπαλλήλου της τελευταίας για τη γνησιότητα της εκτύπωσης, και στα οποία παρατίθεται αναλυτικά η κίνηση εκάστου εκ των τηρηθέντων λογαριασμών, από την 25η-4-2007 έως το οριστικό κλείσιμό τους (ΑΠ 589/2008, ΑΠ 441/2007, ΑΠ 578/2005, ΑΠ 1488/1988 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).   Μετά το κλείσιμο της σύμβασης και  των ως άνω λογαριασμών, η ενάγουσα επέδωσε στις 7-12-2018 στους εναγομένους, την από 3-12-2018 εξώδικη δήλωση- καταγγελία (υπ’ αριθμ. …./7-12-2018 και …/7-12-2018 εκθέσεις επιδόσεως  του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), με την οποία τους γνωστοποίησε το οριστικό κλείσιμο της σύμβασης και των λογαριασμών που τηρούνταν προς εξυπηρέτησή της, κατήγγειλε την άνω σύμβαση, κήρυξε ληξιπροθεσμο και απαιτητό  το σύνολο των οφειλών τους από την ανωτέρω σύμβαση και τους κάλεσε να της καταβάλουν το συνολικό οφειλόμενο  από αυτούς ποσό, ύψους 342.138,78 ευρώ, εντοκως με το συμφωνηθέν επιτόκιο υπερημερίας από την επομένης της ημερομηνίας του κλεισίματος (29-11-2018).  Περαιτέρω, οι  εφεσιβλητοι ισχυρίζονται  με τις προτάσεις τους  ότι,  ενώ  αναφέρεται στην αγωγή ότι το επίδικο δάνειο επιβαρύνεται με ετησιο σταθερό επιτόκιο 4,80% πλεον της εισφοράς  του Ν. 128/75 ανερχόμενη σε 0,12 %  κατά την υπογραφή της σύμβασης,  στην υπ’ αριθμόν ……/2017 αίτηση της δανείστριας  τράπεζας προς το Υποθηκοφυλακείο Αίγινας  για εγγραφή υποθήκης με βάση ως τίτλο εκτελεστό την επίδικη δανειακή σύμβαση, αναφέρεται ότι το αναφερόμενο επιτόκιο ανήρχετο σε 3,95% ή σε επιτόκιο που θα ισχύει κάθε φορά. Ότι  μετά ταύτα η δανειακή σύμβαση περιλαμβάνει  καταχρηστικούς όρους και ότι  έλλειψη συμφωνίας σε ουσιώδες στοιχείο αυτής και δη στο ύψος του επιτοκίου καθιστά αυτή  μη καταρτισμένη, με αποτέλεσμα  να μην είναι δυνατή η δικαστική διεκδίκηση οιασδήποτε φερόμενης οφειλής διότι δεν υπάρχει  συμφωνία λόγω έλλειψης  σύμπτωσης των δηλώσεων βουλήσεως σε ουσιώδες στοιχείο. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι ο όρος που επιτρέπει την αναπροσαρμογή του επιτοκίου με βάση «την μεταβολή των συνθηκών χρηματοδότησης των τραπεζών» ή «του κόστους του χρήματος» δεν είναι σαφής  και διαφανής, το ίδιο ισχύει  για διατυπώσεις που εξαρτούν  την αναπροσαρμογή  από «τις μεταβολές  του επιτοκίου αναφοράς» ή από « τις μεταβολές του κόστους χρήματος» ή «της γενικότερης επιτοκιακής στάθμης».  Ότι με την την Πράξη του Διοικητή της  Τραπεζας της Ελλάδος 2501/2002 περί «ενημέρωσης συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους» προβλέφθηκε ότι η ελάχιστη εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων υποχρέωση για συναλλαγές χορηγήσεων αφορά  και «…σε περιπτώσεις δανειακών συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το γενικό επιτόκιο αναφοράς σαφώς προσδιορισμένο με βάση τα ισχύοντα επιτίκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας). Ότι κατά  τον τρόπο αυτόν η τράπεζα είχε την ευχέρεια  επιβολής  ιδιαιτέρως αυξημενων επιτοκίων, σε μία προσπάθεια, ως φαίνεται  μεγιστοποίησης των εσόδων της  λίγους μήνες  πριν την θέση της σε ειδική εκκαθάριση ύστερα από μονομερείς αναπροσαρμογές βάσει του ως άνω καταχρηστικού  όρου, που ήταν αδύνατον να παρακολουθήσει  ο δανειολήπτης. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι  το κυμαινόμενο επιτόκιο έχει προβλεφθεί συμβατικώς. Από τα  αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και κυρίως από την προσκομισθείσα από αμφοτέρους τους διαδίκους επίδικη σύμβαση αποδείχθηκε ότι εναγόμενοι έλαβαν γνώση του περιεχομένου των συμβατικών προβλέψεων, τόσο ως προς το επιτόκιο της επίδικης συμβάσεως και τους όρους μεταβολής αυτού σύμφωνα με τον προεκτεθέντα όρο 4,  όσο και ως προς το επιτόκιο υπερημερίας της μεταξύ τους σύμβασης, όπως και των λοιπών όρων της ένδικης συμβάσεως και υφίστατο σύμφωνη δήλωση βουλήσεώς τους κατά την υπογραφή της συμβάσεως, η οποία δεν αποτέλεσε σύμβαση προσχωρήσεως ή μονομερή  από την πλευρά της ενάγουσας επιβολή εξουσίας ή δεσμεύσεως προς αυτήν, αλλά αντίθετα καταρτίσθηκε και υπεγράφη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ μετά από ελεύθερη διαπραγμάτευση. Το στοιχείο αυτό αποκλείει τον χαρακτηρισμό της συμβάσεως πιστώσεως, που συνήψαν οι διάδικοι, ως συμβάσεως προσχωρήσεως.  Χαρακτηριστικό των τελευταίων είναι ότι αυτές απευθύνονται στο κοινό, έχουν τυποποιημένο περιεχόμενο που καθορίζεται από τον ένα συμβαλλόμενο, τον ισχυρότερο, και ο έτερος προσχωρεί χωρίς δυνατότητα μεταβολής του περιεχομένου τους (Μπαλή ΓενΑρχ παρ. 88, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ Εισαγωγικές Παρατηρήσεις άρθρων 361-373 αρ. 10), στοιχεία όμως που ελλείπουν παντελώς από την επίδικη σύμβαση, αφού αφενός μεν υπήρχε δυνατότητα να καταρτισθεί η να μην καταρτισθεί και να προσδιορισθεί το περιεχόμενό της, αφετέρου δε, αφού προηγουμένως  έλαβαν πλήρη γνώση του περιεχομένου αυτής  και τέθηκαν στη διάθεσή τους προς γνώση οι όροι της συμβάσεως, οι εναγόμενοι  συναίνεσαν και αποδέχθηκαν την ανάληψη δεσμεύσεως εκ μέρους της σύμφωνα με τους  όρους της συμβάσεως, παρέχοντας την ρητή συγκατάθεσή τους θέτοντας την υπογραφή τους στο σχετικό έντυπο και ενέκριναν την κατάρτιση της συμβάσεως.  Συνεπώς η επίδικη σύμβαση δεν αποτέλεσε σύμβαση προσχωρήσεως ή μονομερή από την πλευρά της  τράπεζας επιβολή εξουσίας ή δεσμεύσεως προς αυτήν, αλλά αντιθέτως καταρτίσθηκε και υπογράφηκε σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ μετά από ελεύθερη διαπραγμάτευση. Ο  ισχυρισμός των  εναγομένων περί άκυρων και καταχρηστικών όρων στην επίδικη  σύμβαση και δη  ως προς το ύψος του επιτοκίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον στην υπό κρίση  περίπτωση η εφαρμογή των συμβατικών όρων προϋποθέτει συμφωνία των συμβαλλομένων, δηλαδή αφενός δήλωση του χρήστη περί ένταξης των όρων στην σύμβαση, αφετέρου σύμφωνη δήλωση βουλήσεως του πελάτη προκειμένου οι εν λόγω όροι να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης. Επομένως δεν πρόκειται περί μονομερούς επιβολής ή εξουσίας μονομερούς δέσμευσης του ισχυρότερου, καθώς βάσει σταθερής θέσης ισχύοντος δικαίου (αρ. 2  παρ. 1 και 3 Ν. 2251/94), αλλά και παγιωμένης πρακτικής εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων και καταναλωτών, προκειμένου να καταρτισθεί σχετική σύμβαση διατυπώνονται εκ των προτέρων όροι για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, οι οποίοι δεσμεύουν τον καταναλωτή, μόνον εφόσον εξασφαλισθεί η δυνατότητα πραγματικής γνώσης του περιεχομένου τους, γεγονός που αποδεικνύεται  και στην επίδικη  περίπτωση, καθώς οι εναγόμενοι, αφού προηγουμένως τους υπεδείχθησαν οι όροι και στη συνέχεια ετέθησαν στη διάθεσή τους προς γνώση κι ενημέρωση, συναίνεσαν και αποδέχθηκαν την ανάληψη δέσμευσής τους σύμφωνα με τους  όρους αυτούς, παρέχοντας ρητή συγκατάθεση, αφού έθεσαν την υπογραφή τους  στο σχετικό έντυπο και μάλιστα σε κάθε σελίδα της επίδικης συμβάσεως  κι έτσι ενέκριναν την κατάρτισή της. Έτσι δεν επήλθε ουσιώδης ή σημαντική διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας των μερών και  το δικαίωμα της συμβατικής ελευθερίας των εναγομένων  ασκήθηκε εντός των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, ενώ οι όροι της συμβάσεως αναφορικά με το επιτοκιο δεν ήταν καταχρηστικοί, αφού οι εναγόμενοι γνώριζαν εξ αρχής τους όρους, τις προϋποθέσεις και τους κανόνες που διέπουν την ένδικη σύμβαση και δεν υπήρχε έλλειψη  της αρχής της διαφάνειας. Ο γενικός όρος με τον οποίον παρέχεται ευχέρεια στην Τράπεζα να καθορίζει τον συμβατικό τόκο τμηματικών εξοφλήσεων (εξοφλήσεων με δόσεις) δεν κρίνεται καταχρηστικός και παράνομος,  καθόσον ο Οφειλέτης αφενός μεν  διατηρεί από την κατάρτιση ήδη της σύμβασης το δικαίωμά του να επιλέξει εξόφληση των εκάστοτε οφειλών του εμπροθέσμως και όχι εντόκως, επίσης διατηρεί το δικαίωμά του να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση οποτεδήποτε. Στην επίδικη  σύμβαση, ρητώς προβλέφθηκε  ότι «Εάν ο Οφειλέτης διαφωνήσει με το νέο επιτόκιο, δικαιούται  μέσα σε περίοδο 30 ημερών από την γνωστοποίηση της ισχύος του νέου επιτοκίου, να καταγγείλει την σύμβαση και να εξοφλήσει άμεσα το υπόλοιπο της οφειλής του σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται  στο σχετικό όρο για την πρόωρη εξόφληση (άρθρο 4).»   Όσον αφορά δε την εφαρμογή κυμαινόμενου επιτοκίου, οι τραπεζικές εταιρείες αυξομειώνουν  το επιτόκιο ανάλογα με τις συνθήκες της χρηματαγοράς και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, γεγονότα που δεν είναι γνωστά εκ των προτέρων στην Τράπεζα και διαμορφώνονται  ανάλογα με τις  συνθήκες αγοράς σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα  καθε τραπεζικού προϊόντος, ως προβλέπει η σύμβαση, αφετέρου δε η οποιαδήποτε εκάστοτε μεταβολή του επιτοκίου (τόσο συμβατικού όσο και υπερημερίας) στην επίδικη σύμβαση γίνεται, ύστερα από σχετική ενημέρωση των οφειλετών κατά ρητή συμβατική πρόβλεψη και δεν μπορεί να υπερβει  τα ελάχιστα νόμιμα όρια επιτοκίων χορηγήσεων που κάθε φορά ισχύουν και συνεπώς  κατ’ ουδένα τρόπο αφήνει το τίμημα αόριστο.  Έτσι με τους ανωτέρω όρους επιφυλάσσεται στη τράπεζα δικαίωμα μονομερούς  τροποποίησης της σύμβασης αναφορικά με τον καθορισμό του εκάστοτε επιτοκίου, ο δε συμβαλλόμενος αποδέχεται  το ενδεχόμενο μεταβολής του επιτοκίου προς τα άνω ή προς τα κάτω, το οποίο σημαίνει ότι  δεν απαιτείται νέα δήλωση βουλήσεως του καταναλωτή με το νέο ύψος επιτοκίου. Επομενως, απορριπτέος τυγχάνει ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι η ελλειψη συμφωνίας  ως προς το ύψος του επιτοκίου καθιστά την σύμβαση μη καταρτισμένη,  αφού εν προκειμενω  επήλθε σύμπτωση δηλώσεων βουλήσεως.  Αλλωστε το κυμαινόμενο επιτόκιο  μεταβάλλεται ανεξάρτητα από την βούληση των συμβαλλομένων μερών, αλλά σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά  χρήματος,  σύμφωνα με   τα επιτόκια που ορίζει η Τράπεζα της Ελλάδος και η Ευρωπαϊκή  Κεντρική Τράπεζα και σύμφωνα με τις συνθήκες που επικρατούν στην διατραπεζική αγορά.   Οι όροι αυτοί εν σχέση με την μεταβολή του επιτοκιου, όπως είναι διατυπωμένοι δεν είναι καταχρηστικοί, καθότι προβλέπουν ειδικούς και σπουδαίους λόγους, σύμφωνα με τους οποίους μεταβάλλεται το επιτόκιο, τα δε προσδιοριστικά  κριτήρια είναι ειδικά καθορισμένα εκ των προτέρων κι εύλογα  για τους εναγόμενους, ώστε να μην καθίσταται αόριστο το ποσοστό του τόκου, συνεπώς δεν διαψεύδονται οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες των τελευταίων ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής τους σχέσης με την τράπεζα. Το επιτόκιο, συνεπώς, στην καταρτισθείσα μεταξύ των διαδίκων σύμβαση αναπροσαρμόζεται με βάση εύλογα κριτήρια, βάσιμα και προκαθορισμένα στη σύμβαση, που να αντανακλούν τις συνθήκες της αγοράς  δηλαδή του κόστους του χρήματος για την τράπεζα. Άλλωστε η υποχρέωση εκ μέρους της τράπεζας καθορισμού ειδικών και βάσιμων  επιτοκίων εκ των προτέρων κριτηρίων προκύπτει και από την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, που προβλέπει  ότι η τράπεζα πρέπει να ανακοινώνει στον πελάτη σε περιπτώσεις δανειακών  συμβάσεων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το γενικό επιτόκιο αναφοράς σαφώς προσδιορισμένο με βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους ισχύος τους καθώς και κάθε πληροφόρηση σχετικά με τους βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου. Η ενάγουσα δε, τήρησε την βαρύνουσα αυτή υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας, αφού της επετράπη να προσδιορίζει μεν μονομερώς και να τροποποιεί το εφαρμοστέο επιτόκιο, πλην όμως κατόπιν ενημέρωσης των εναγομένων και εφαρμογής εξαρχής καθορισμένων κριτηρίων ειδικά αναφερομένων στη σύμβαση κι εύλογων  για τους εναγομενους και μόνο σε περίπτωση που υπάρχει βάσιμος και σπουδαίος λόγος που επιβάλλει την μεταβολή του επιτοκίου, χωρίς απόκρυψη άλλων κριτηρίων, που θα διέψευδαν τις τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής τους σχέσης με την τράπεζα.  Έτσι,  με τους όρους αυτούς  δεν διαταράσσεται η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος των εναγομένων.  Εξαλλου οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1088/87, ΠΔ/ΤΕ 1216/87, 1574/89, ΠΔ/ΤΕ 1715/90, ΠΔ/ΤΕ 1760/90, 1955/1991,  ΠΔ/ΤΕ 2091/92, ΠΔ/ΤΕ 2326/94, 2286/1994 ΠΔ/ΤΕ 2393/96, 2501/2002), συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο,  δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό.  (ΑΠ 2037/2014 ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου   οι ως άνω ισχυρισμοί των εναγομένων   είναι απορριπτέοι ως  αβάσιμοι.    Ακολούθως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, κατ’ εκτιμηση, ότι οι συμβάσεις της ενάγουσας δεν αποτελούν συμβάσεις πίστωσης μέσω αλληλοχρέου λογαριασμού, αλλά απλές δανειακές συμβάσεις και ότι ο αναφερόμενος σε αυτές ανοικτός λογαριασμός  έχει την έννοια του απλού δοσοληπτικού λογαριασμού και ότι η ενάγουσα κάνει αναφορά  στην αγωγή της για καταλοιπο λογαριασμού. Ο ισχυρισμός αυτός  είναι άνευ εννόμου επιρροής διότι η εκκαλούσα δεν ισχυρίζεται ότι πρόκειται περί αλληλοχρέου λογαριασμού. Τέλος η δεύτερη εναγομένη αμφισβήτησε την ιδιότητά της ως εγγυήτριας. Η εκκαλούσα αποδεικνύει  ότι η δεύτερη εναγομένη υπέγραψε ως εγγυήτρια την σύμβαση προσκομίζοντας την επιδικη σύμβαση, που φέρει την υπογραφή της σε  κάθε σελιδα της συμβάσεως, η οποία δεν προσεβλήθη ως πλαστή. Συνεπώς, ο (αρνητικός) ισχυρισμός της ότι δεν ενέχεται η ίδια για την καταβολή του καταλοίπου διότι δεν συνεβλήθη στην σύμβαση ως εγγυήτρια, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω πρέπει να γίνει εν μερει  δεκτή η αγωγη ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και να υποχρεωθουν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος  στην ενάγουσα το συνολικο ποσό των 342.138,78 ευρώ, με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από  την επομενη της καταγγελίας της δανειακής  συμβάσεως, ήτοι από  8-12-2018 σύμφωνα με ρητό συμβατικό όρο  (άρθρο  7 της επιδίκου συμβάσεως), ενόψει του ότι  δεν υπήρξε σχετική συμφωνία από του κλεισίματος του  λογαριασμού και επί χρεωπιστωτικού λογαριασμού δεν προβλέπεται από διάταξη νόμου,  με τον νόμιμο ανατοκισμό, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος,  η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί και ως προς τη διάταξή της για τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων, και να επιβληθούν τα  δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας,  εν μέρει σε βάρος των εναγομένων -εφεσιβλήτων, λόγω της εν μέρει ήττας τους (άρθρα 106,  178 183 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63, 68 και 69 του Ν. 4194/2013), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παράβολου της έφεσης στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμόν 1030/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση  και δικάζει  την από την από 20-3-2019 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………/2-4-2019 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος,  στην ενάγουσα το ποσό των τριακοσίων σαράντα δύο χιλιάδων εκατόν τριάντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (342.138,78 ευρώ), με το συμβατικό επιτόκιο  υπερημερίας από  8-12-2018, και  με τον νόμιμο ανατοκισμό των τόκων, και μέχρι την ολοσχερή  εξόφληση.

Καταδικάζει τους εναγομένους-εφεσιβλήτους στην καταβολή των εν μέρει δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας, και για τους δύο  βαθμούς  δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννέα  χιλιάδων  (9.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά  στις   19-9-2024.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε την 24.10.2024 σε έκτακτη  δημόσια συνεδρίαση,  απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσιων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ