Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 472/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης 472/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Μαριάννα Μπέη, Εφέτη- Εισηγήτρια, που ορίστηκαν απ’ τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……., για να δικάσει την υπόθεση :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ………., που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Αικατερίνης Κασιμάτη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά  (ΑΜ ΔΣΠ ……..).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………….., που παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων του δικηγόρων Ελένης Βουδούρη και Γεωργίου Μιχαηλίδη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (ΑΜ ΔΣΠ …, …. αντίστοιχα), μελών της Δικηγορικής Εταιρίας «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός Φίλωνος 48, με δηλώσεις κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 18-3-2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022 έφεσή της, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2022 και προσδιορίστηκε, εγγραφείσα στο πινάκιο, αρχικά για τη δικάσιμο της 25ης-5-2023 και στη συνέχεια για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, με την 97/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά κατόπιν της 635/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά (σε συμβούλιο), με την οποία έγινε δεκτή η δήλωση εξαίρεσης της Εφέτη Πειραιά Χρυσής Φυντριλάκη, που είχε οριστεί Εισηγήτρια απ’ τον Πρόεδρο Εφετών του 2ου Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου Πειραιά στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, όπου η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρεται και κατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ένδικη έφεση ασκήθηκε νομότυπα  και παραδεκτά κατ’ άρ. 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ,  με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και την καταβολή του σχετικού παραβόλου (………/2022) κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, και εμπρόθεσμα (518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού η απόφαση επιδόθηκε στις 16-2-2022 και η έφεση κατατέθηκε στις 18-3-2022, όπως προκύπτει απ’ την οικεία πράξη κατάθεσης. Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρ. 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην συνέχεια ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία όπως και πρωτοδίκως (535 ΚΠολΔ).

Με την από 11-7-2014 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2014 αγωγή που άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εκθέτει ότι τυγχάνει γενικός διευθυντής  της ανώνυμης εταιρίας  «………..», στην οποία εργαζόταν ως υπάλληλος η εναγομένη, μέχρι την απόλυσή της. Ότι μετά την απόλυσή της, η εναγομένη, θεωρώντας τον ενάγοντα υπεύθυνο γι’ αυτή, απέστειλε απ’ το κινητό της τηλέφωνο στο κινητό τηλέφωνο του τότε νόμιμου εκπροσώπου της εργοδότριας εταιρίας, …………..,  στις 29-5-2014, ένα γραπτό μήνυμα  (sms), στο οποίο ισχυριζόταν ψευδώς για τον ενάγοντα ότι τυγχάνει «επιβήτορας», που διατηρεί ερωτική σχέση με τη θυγατέρα του (του νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας), προκειμένου, βάσει σχεδίου, να τους «πετάξει» απ’ την εταιρία, για να αναλάβει ο ίδιος τον πλήρη έλεγχό της. Ότι στη συνέχεια η εναγομένη υπέβαλε στα πλαίσια διενέργειας εργατικής διαφοράς στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας δύο κατά σειρά αιτήσεις, μια αρχική και μία τροποποιητική,  στην πρώτη εκ των οποίων ισχυρίζεται ψευδώς για τον ενάγοντα ότι την παρενοχλούσε σεξουαλικά και ψυχολογικά, ότι την απειλούσε λεκτικά και ότι είναι επικίνδυνος για τη σωματική της ακεραιότητα και για τους λοιπούς υπαλλήλους της εταιρίας, και τον εξυβρίζει με τους χαρακτηρισμούς «απειλητικός, γλοιώδης, σατράπης», στη δε δεύτερη ισχυρίζεται ψευδώς για τον ενάγοντα ότι την απέλυσε για ένα λάθος, που ήταν αναληθές και στημένο, ότι της ασκούσε ηθική ψυχολογική πίεση και την παρενοχλούσε σεξουαλικά. Ότι όλα όσα εξέθεσε η εναγομένη στο γραπτό μήνυμά της και στις δύο αιτήσεις που υπέβαλε στο αρμόδιο Τμήμα της Επιθεώρησης Εργασίας, είναι ψευδή, συκοφαντικά, εξυβριστικά και προσβλητικά για το πρόσωπό του, ότι περιήλθαν σε γνώση πολλών προσώπων, όπως αναλυτικά προσδιορίζονται στο δικόγραφο, με αποτέλεσμα να έχει επέλθει προσβολή της προσωπικότητάς του και να έχει υποστεί ο ίδιος ηθική βλάβη από υπαιτιότητά της, για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 90.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ο ενάγων ζήτησε να διαταχθεί η παράλειψη της προσβολής του στο μέλλον απ’ την εναγομένη με την απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της ύψους 5.900 ευρώ και προσωπικής της κράτησης διάρκειας 1 έτους. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η 5519/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), με την οποία το τελευταίο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο καθ’ ύλη και παρέπεμψε την υπόθεση να δικαστεί απ’ το αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Το τελευταίο, στο οποίο εισήχθη νομίμως η υπόθεση, αφού έκρινε την αγωγή αρκούντως ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361, 363 ΠΚ, 57, 59, 914, 932 ΑΚ, 176, 907, 908 και 1047 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι είχε καταβληθεί και το αναλογούν δικαστικό ένσημο, με την 2646/2020 μη οριστική απόφασή του, ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής μέχρι το αμετάκλητο πέρας τις ποινικής διαδικασίας, για την οποία είχε ασκηθεί σε βάρος του ενάγοντος απ’ τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας κατ’ εξακολούθηση, της απειλής και της συκοφαντικής δυσφήμησης με ΑΒΜ : …….. Ακολούθως, αφού ο ενάγων επανέφερε νόμιμα για συζήτηση την αγωγή του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έκρινε ότι με το από 29-5-2014 μήνυμα, που απέστειλε η εναγομένη στο κινητό του ……. και τις δύο αιτήσεις, μία αρχική και μία τροποποιημένη, που υπέβαλε η ίδια στο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικού Τομέα Πειραιά, στις 6-6-2014 και πριν τις 26-6-2014, υπαίτια (με δόλο) προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος α) ενώπιον του ……….. με το επίμαχο μήνυμα, με το οποίο ουσιαστικά χαρακτήριζε τον ενάγοντα αναίσθητο αρσενικό που εκμεταλλεύεται τη σεξουαλικότητά του, για να καθυποτάξει την «κόρη του αφεντικού» με απώτερο σκοπό να πάρει τον έλεγχο της εταιρίας και β) με το περιεχόμενο των δύο αιτήσεων ενώπιον των υπαλλήλων του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικού Τομέα Πειραιά (…….. και του Προϊσταμένου ……..), του ………. και της ……… και των δικηγόρων που παρέλαβαν για λογαριασμό της εταιρίας και του ενάγοντος, ισχυρισθείσα ψευδώς ότι ο ενάγων την παρενοχλούσε σεξουαλικά και ψυχολογικά, ότι μεθόδευσε την επιβολή αβάσιμου σε βάρος της προστίμου και ότι φερόταν με σκαιό τρόπο στους υπαλλήλους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι τα παραπάνω ισχυρισθέντα απ’ την εναγομένη ήταν ψευδή και ότι απ’ τους χαρακτηρισμούς, που χρησιμοποίησε η εναγομένη, προκύπτει προφανής σκοπός εξύβρισης του ενάγοντος, χωρίς να μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρ. 367 ΠΚ, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 2.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επίδοση της αγωγής. Ακολούθως, δεχόμενο ότι δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη έχει τάση ή πρόκειται να επαναλάβει τέτοιου είδους ενέργειες, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα παράλειψης της προσβολής στο μέλλον με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης και, τέλος, καταδίκασε την εναγομένη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ύψους 150 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής και της συμπροσβαλλόμενης  μη οριστικής απόφασης με αριθμό 2646/2020 (513 παρ. 2 ΚΠολΔ), παραπονείται με την έφεσή της η ηττηθείσα εναγομένη για τους λόγους που αναφέρει στο εφετήριο δικόγραφο, που ανάγονται στο σύνολό τους σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθούν  η εκκαλούμενη και η συνεκκαλούμενη μη οριστική 2646/2020 απόφαση, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή του ενάγοντος. Τέλος, η εκκαλούσα ζητά να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Hλεκτρονικό έγγραφο συνιστά «το σύνολο των δεδομένων τα οποία, αφού εγγραφούν στο μαγνητικό δίσκο ενός Η/Υ και γίνουν αντικείμενο ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα, αποτυπώνονται εν συνεχεία, με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο είτε στην οθόνη του μηχανήματος είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή» (Κουσούλης Σ., Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, σελ. 138. Τον ακολουθούν οι Νικολόπουλος Γ., Το δίκαιο της αποδείξεως, σελ. 337 επ., Καράκωστας Γ., Δίκαιο και Internet: νομικά ζητήματα του διαδικτύου, σελ.191 (νεότερη έκδοση), Σιδηρόπουλος Θ., Το δίκαιο του διαδικτύου, σελ. 75-76 (νεότερη έκδοση), Μιχαηλίδου X., Το πρόβλημα της ηλεκτρονικής υπογραφής, Δ. 31 (2000), 1190). Ηλεκτρονικό έγγραφο είναι δηλαδή το κείμενο που εμφανίζεται στην οθόνη του Η/Υ ή που εκτυπώνεται στον εκτυπωτή (print – out) καθώς και το κείμενο που συντάσσει κάποιος στον υπολογιστή του και το στέλνει μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε κάποιον αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια το εμφανίζει στην οθόνη του υπολογιστή του ή το εκτυπώνει. Αποτελεί δε απεικόνιση της εγγραφής που έχει καταχωρηθεί στη μαγνητική επιφάνεια του σκληρού δίσκου του Η/Υ. Ως εκ τούτου αποτελεί μηχανική απεικόνιση κατά την έννοια του άρθρου 444 § 1γ ΚΠολΔ (ΑΠ 1628/2003,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όπως δε προκύπτει από την ενδεικτική απαρίθμηση του άρθρου 444 § 1γ ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση, το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα των μηχανικών απεικονίσεων είναι η αποτύπωση εντυπώσεων που πραγματοποιείται με μηχανικά μέσα. Η ειδοποιός δε διαφορά των μηχανικών απεικονίσεων από τα ιδιωτικά έγγραφα έγκειται στη μέθοδο ενσωμάτωσης και μετάδοσης του περιεχόμενου μηνύματος: «τα συνήθη ιδιωτικά έγγραφα χρησιμοποιούν προς τούτο την γραφήν, ενώ αι μηχανικαί απεικονίσεις την οπτικήν ή ακουστικήν αποτύπωσιν – ακόμα και όταν το απεικονιζόμενον συνίσταται εις παράστασιν διά γραμμάτων» (Μητσόπουλου Γ./Κεραμέως Κ., Το τηλετύπημα (TELEX) αποτελεί αρχή εγγράφου αποδείξεως υπέρ του αποστολέα του, ΝοΒ 31 (1983), σελ. 330-331) (Σαρηγιάννη Α., «Το ηλεκτρονικό έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο στην Πολιτική Δίκη», διπλωματική εργασία (επίβλεψη Π.Αρβανιτάκη), ανάκτηση την 15η-9-2018 από Ιστοσελίδα ΑΠΘ). Περαιτέρω, το γραπτό μήνυμα, άλλως ShortMessageService γνωστό και ως sms, είναι υπηρεσία της κινητής τηλεφωνίας, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποστείλει ή να παραλάβει σύντομο γραπτό μήνυμα από άλλους χρήστες, στην οθόνη του κινητού του τηλεφώνου. Ήδη δε, τα κινητά τηλέφωνα από της εμφάνισής τους, πολύ δε περισσότερο σήμερα, ακολουθούν την αρχιτεκτονική των ηλεκτρονικών υπολογιστών και πρέπει να θεωρούνται όχι ως τηλέφωνα, αλλά ως ηλεκτρονικοί υπολογιστές με δυνατότητα, μεταξύ άλλων, τηλεφωνικών κλήσεων, σύνταξης ηλεκτρονικών εγγράφων παντός τύπου, πλοήγησης στο διαδίκτυο κλπ. Το δε γραπτό μήνυμα, σύμφωνα και με όσα μνημονεύτηκαν στην νομική σκέψη που προηγήθηκε αποτελεί ηλεκτρονικό έγγραφο, εφόσον αποτελεί σύνολο δεδομένων τα οποία ενεγράφησαν στον μαγνητικό δίσκο της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου, έτυχαν ηλεκτρονικής επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα και εν συνεχεία αποτυπώθηκαν με βάση τις εντολές του προγράμματος κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο στην οθόνη του μηχανήματος. Ακολούθως δε, στάλθηκαν με χρήση της κινητής τηλεφωνίας σε κάποιον αποδέκτη, ο οποίος στη συνέχεια τα εμφανίζει στην οθόνη του κινητού του. Ο εκάστοτε συντάκτης όμως των συγκεκριμένων εγγράφων (sms) αποδέχεται και επιδιώκει να καταγραφούν αυτά με σταθερό τρόπο σε κάποια από τις “μακροπρόθεσμες” μνήμες του κινητού τηλεφώνου του παραλήπτη (σκληρός δίσκος ή μνήμη SIM), ώστε ο τελευταίος, όχι μόνο να προβεί στην άπαξ προβολή αυτών και να λάβει έτσι γνώση του περιεχομένου τους, αλλά επιπροσθέτως, να δύναται στο μέλλον και σε κάθε στιγμή να τα ανασύρει, ώστε να τα αναγνώσει ξανά, καθιστάμενος διαρκής κάτοχος του ηλεκτρονικού εγγράφου. Η δυνατότητα δε αυτή που παρέχεται στον παραλήπτη του sms τελεί σε γνώση του αποστολέα, αφού και ο τελευταίος με τον ίδιο τρόπο πράττει. Πρέπει να γίνει δεκτό, συνεπώς, ότι υπάρχει τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κοινωνό και άρα νόμιμο κάτοχο του μηνύματος sms. Δικονομικά δε, τα γραπτά μηνύματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όπως οι επιστολές, αφού σε αμφότερες τις μορφές αυτού του είδους της επικοινωνίας συνυπάρχουν τα στοιχεία της αποτυπωμένης σε αναγνώσιμη μορφή επικοινωνίας από απόσταση, ενώ η μετάβαση από την κυριαρχία της επιστολής στην κυριαρχία του sms, έγινε κυρίως λόγω του εκσυγχρονισμού της διαθέσιμης τεχνολογίας. Ο τρόπος με τον οποίο τα sms προσκομίζονται ως αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο είναι αδιάφορος. Αν προσκομίζονται, λοιπόν, φωτογραφίες που απεικονίζουν την οθόνη του κινητού με τα sms ή αν προσκομίζονται στο δικαστήριο φωτοαντίγραφα που απεικονίζουν sms με τη χρήση της δυνατότητας «screenshot» (με την ελληνική ορολογία «στιγμιότυπο» ή «ψηφιακή φωτογραφία οθόνης κινήτού»), εφαρμόζεται και στις δύο περιπτώσεις η § 2 του άρθρου 444 ΚΠολΔ. Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή, κάποιος βγάζει φωτογραφία με μια άλλη συσκευή την οθόνη του κινητού που δείχνει τα sms, ενώ στην δεύτερη περίπτωση προσκομίζει φωτοτυπίες των «screenshots» που μέσω του ίδιου του κινητού που έχει αυτή τη δυνατότητα μπορούν αυτά τα «screenshots» να προωθηθούν σε υπολογιστή με ψηφιακή μορφή και δύνανται έτσι να εκτυπωθούν. Είναι άνευ σημασίας ο τρόπος που εισάγονται στη δίκη τα μηνύματα κινητού καθώς και στις δύο περιπτώσεις συνιστούν μηχανικές απεικονίσεις. Θα ήταν μάλιστα παράδοξο να θεωρηθεί ότι, εάν ο διάδικος επιλέξει να φωτογραφίσει την οθόνη ενός κινητού που αποτυπώνει sms (επομένως να προσκομίσει τα sms δια μέσω της φωτογραφίας), θα τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 444 § 1 γ. Και αυτό γιατί η αποδεικτική δύναμη των περιπτώσεων της 444 § 1 γ (ήτοι και της φωτογραφίας) ρυθμίζεται ειδικά από την § 2 του άρθρου 448 ΚΠολΔ, ενώ η αποδεικτική δύναμη των στοιχείων της § 2 του άρθρου 444 ΚΠολΔ ρυθμίζεται και αυτή ειδικά από την § 3 του άρθρου 448 ΚΠολΔ, όπου στην πρώτη περίπτωση τα έγγραφα της παραγράφου 444 § 1 γ αποτελούν πλήρη απόδειξη, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη, ενώ στην δεύτερη περίπτωση τα έγγραφα της § 2 του άρθρου 444 αποτελούν πλήρη απόδειξη με την επιφύλαξη και τις προϋποθέσεις του άρθρου 445 ΚΠολΔ (Κ. Τομάρας, Είναι πράγματι παράνομα αποδεικτικά μέσα τα μηνύματα κινητού τηλεφώνου (sms), ΕφΑΔΠολΔ 2018.738-744). Περαιτέρω, το ΠΔ 47/2005 στο άρθρο 3 με τίτλο «Είδη Επικοινωνίας» στην παράγραφο 1 και 2 ορίζει τα εξής: § 1: «Η άρση του απορρήτου δεν αφορά την δια ζώσης επικοινωνία, αλλά κάθε είδους επικοινωνία, η οποία διεξάγεται μέσω δικτύου επικοινωνίας ή παρόχου υπηρεσιών επικοινωνιών και την οποία χρησιμοποιεί ο συνδρομητής ή χρήστης κατά του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της άρσης. § 2: «Τα είδη και οι μορφές επικοινωνίας, που υπόκεινται στην άρση του απορρήτου, είναι ιδίως τα ακόλουθα: … III. Τα Γραπτά μηνύματα (SMS/MMS)». Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι τα γραπτά μηνύματα κινητού (SMS/MMS) εντάσσονται στις περιπτώσεις και είδη επικοινωνίας που προστατεύονται νομοθετικά. Στη διάταξη του άρθρου 370Α § 1 εδ`α ΠΚ ορίζεται: «Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε συσκευή, σύνδεση ή δίκτυο παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας ή σε σύστημα υλικού ή λογισμικού, που χρησιμοποιείται για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με σκοπό ο ίδιος ή άλλος τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων ή τα στοιχεία της θέσης και κίνησης της εν λόγω επικοινωνίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.» Στην έννοια της παραπάνω διατάξεως δεν υπάγονται τα sms/mms, καθώς η διάταξη κάνει λόγο για τηλεφωνική συνδιάλεξη και έτσι αναφέρεται μόνο στην προφορική συνομιλία και όχι στη συνομιλία μέσω γραπτών μηνυμάτων. Επίσης, είναι εμφανές ότι και το ΠΔ 47/2005 αφορά τα sms/mms στις περιπτώσεις όμως που κάποιος παρεμβαίνει σε sms/mms σε συνομιλία τρίτων. Δηλαδή, όταν διαθέτει μηχανισμό να υποκλέπτει και να αποθηκεύει γραπτά μηνύματα τρίτων και όχι δικών του με τον συνομιλητή του. Περαιτέρω, η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας αυτής προκύπτει και από το άρθρο 9 § 1 εδ. β` του Συντάγματος, που ορίζει ότι «η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη», καθώς και από το άρθρο 19 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Το τελευταίο αυτό άρθρο αναφέρεται μεν στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, είναι, όμως, πρόδηλο ότι προϋποθέτει την ελευθερία της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας ως συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό. Ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος. Εφόσον αποδεικτικό μέσο αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας, είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη. Πράγματι, η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Η αντίθετη άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει -υπό την επίκληση της ανάγκης απόκτησης αποδεικτικού μέσου για ενδεχόμενα δικαιώματα- στη γενίκευση της χρήσης π.χ. μαγνητοφώνων από τους συνομιλητές προσώπων, η φωνή των οποίων θα καταγραφόταν χωρίς τη συναίνεση τους. Κατ` αυτόν, όμως, τον τρόπο η ελευθερία της επικοινωνίας θα περιοριζόταν, διότι τότε ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική, έστω, έκφραση του, στο πλαίσιο μιας ιδιωτικής συζήτησης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια υπό άλλες περιστάσεις ως αποδεικτικό μέσο εναντίον του, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν τα σύγχρονα τεχνικά μέσα παρέχουν ευρείες δυνατότητες αλλοίωσης του περιεχομένου των αποτυπώσεων, οι οποίες (αλλοιώσεις) είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να διαγνωσθούν (ΑΠ 981/ 2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) Εξάλλου, χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου), η προπαρατεθείσα, συνταγματικής ισχύος, ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή κατά του παραβάτη της ποινικής κύρωσης, που προβλέπεται στο άρθρο 370Α του Π Κ. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, όπως είναι και ο Ποινικός Κώδικας, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικά υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλομΑΠ 1/2001, ΕλλΔνη 2001.374, ΑΠ 981/2009, ΕφΑΔ 2009. 1372, ΑΠ 1351/2007, ΝοΒ 2007. 2390). Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι τα sms δεν πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και πως δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου, όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντίδικους και συνάμα συνομιλούντες μέσω sms στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης. Αντιθέτως, όταν τρίτος προσκομίζει sms που αφορά ξεχωριστούς από αυτόν συνομιλούντες τότε θα πρέπει να θεωρείται παράνομο αποδεικτικό μέσο, εκτός και αν ο επικαλούμενος τα sms διάδικος δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών, οπότε όμως σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να γίνει στάθμιση με βάση την αρχή της αναλογικότητας (ΕφΠειρ 529/2021 δημ. στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Σε εκείνες τις οριακές περιπτώσεις πρέπει να γίνει δεκτό ότι θεμιτή αποτύπωση του προφορικού λόγου υφίσταται στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν έχουμε ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και μαζί εκδήλωση ιδιωτικής ζωής, αλλά κατάπτωση της προσωπικότητας, όπως ενδεικτικά σε περιπτώσεις εγκλημάτων ιδιαίτερης απαξίας (Κονταξής, ΕρμΠΚ, Τόμος Β’, έκδοση γ’, 2000, σελ.3125). Έτσι από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγράφων δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωση του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία ο Νομοθέτης ορθά εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (Κουσούλη, Σύγχρονες Μορφές Εγγραφης Συναλλαγής 1992, σελ. 138, 142).

Τέλος, οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι σαφείς και ορισμένοι, αλλά απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή να άγουν, αν θεωρηθούν βάσιμοι, σε εξαφάνιση της προσβαλλομένης απόφασης. Αν ως λόγος έφεσης προβάλλεται η λήψη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποδεικτικού μέσου, του οποίου η χρήση δεν επιτρέπεται, η απόφαση δεν εξαφανίζεται, εφόσον και χωρίς τη χρήση του μέσου αυτού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της διαφοράς (ΕφΘες 1875/2021 ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. ε’, σελ. 223, παρ. 542 περ. 11).

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη συνεκτίμησε ως αποδεικτικό μέσο το από 29-5-2014 γραπτό μήνυμα, που απέστειλε η εναγομένη απ’ το κινητό της τηλέφωνο στο κινητό τηλέφωνο του ………., νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», στην οποία εργαζόταν, το οποίο προσκόμισε ο ενάγων, τρίτος, εν αγνοία της και χωρίς τη συναίνεσή της παραβιάζοντας το απόρρητο της επικοινωνίας. Ο λόγος αυτός προβάλλεται αλυσιτελώς, ενόψει του ότι ακόμη και αν κριθεί βάσιμος, δεν άγει από μόνος του στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, διότι το Δικαστήριο τούτο ακόμη και αν δεν λάβει υπόψη του το ανωτέρω μήνυμα, θα προχωρήσει στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τότε μόνο θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, όταν οδηγηθεί σε διατακτικό διαφορετικό από εκείνο της εκκαλουμένης, σε περίπτωση, όμως, που λαμβάνοντας ή μη υπόψη του το επίμαχο αποδεικτικό μέσο οδηγείται στο ίδιο ή ισοδύναμο διατακτικό αναφορικά με το αίτημα της αγωγής, η έφεση θα απορριφθεί και θα αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και την μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 & 2). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητας του ανθρώπου, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 712/2016, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009). Η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Εξάλλου, για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, που αντίκειται προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361. Ο παράνομος χαρακτήρας της κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 914 και 920 ΑΚ αδικοπραξίας κατά της προσωπικότητας, που τελείται με την προσβολή της τιμής και υπόληψης άλλου με εξύβριση ή δυσφήμηση, αίρεται κατά το άρθρο 367 ΠΚ και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο ενδιαφέρον έχει κάθε πρόσωπο κατά την υπεράσπιση των έννομων συμφερόντων του. Και στην περίπτωση, όμως, αυτή ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και, συνεπώς, παραμένει η παρανομία ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η εκδήλωση αυτή αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση ή όταν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης, που, ως νομική έννοια, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος μολονότι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει τη τιμή άλλου (ΑΠ 712/ 2016, ΑΠ 967/2011, 179/2011, ΑΠ 1231/2004). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ (ΑΠ 445/2023, ΑΠ 1017/2020, ΑΠ 712/2016, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 354/2012). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005, ΑΠ 271/2012, ΕφΑθ 174/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, παρέχεται αποζημίωση όταν τελείται αδικοπραξία ή θεμελιώνεται αντικειμενική ευθύνη από το νόμο και επί πλέον προκαλείται ηθική βλάβη. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημίωσης για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Έτσι το Δικαστήριο της ουσίας, αφού αναιρετικά ανέλεγκτα δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, κατά τις αρχές της εύλογης αποζημίωσης, χωρίς να είναι απαραίτητο να τάξει ειδική απόδειξη ως προς το ύψος της, αντλώντας, με βάση τον άνω σκοπό, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου», εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια καθοριστικά στοιχεία είναι κυρίως, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης, όπως η συμπεριφορά του υπεύθυνου μετά την τέλεση της αδικοπραξίας κ.λπ. Τα στοιχεία αυτά οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις), αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 2 παρ.1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (ΟλΑΠ 9/2015, Ολ.ΑΠ 26/1995, ΑΠ 929/2020, ΑΠ 211/2017, ΑΠ 160/2017, ΑΠ 90/2017, ΑΠ 459/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 686/2023).

Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την …./24-10-2018 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, απ’ όλα τα έγγραφα, που νόμιμα και εμπρόθεσμα επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι φωτογραφίες, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα (444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το από 29-5-2014 sms, που προσκομίζει μετ’ επίκλησης ο ενάγων, το οποίο τυγχάνει στην προκειμένη περίπτωση, παράνομο αποδεικτικό  μέσο, αφού προσκομίζεται από τρίτο, μη συμμετέχοντα στη συνομιλία, με άλλον αποστολέα και άλλον παραλήπτη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα οικεία νομική σκέψη, απ’ τις …../2015 και …../2015 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά ……… των μαρτύρων της εναγομένης, τις ….. και …../5-11-2020 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……… των μαρτύρων της εναγομένης, τις ………../1-12-2014, ………/2015 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που λήφθηκαν (όλες) στα πλαίσια άλλων δικών και εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απ’ τα έγγραφα των σχηματισθεισών ποινικών δικογραφιών, που επίσης λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με όσα συνομολογούν οι διάδικοι και τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη κατ’ άρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ,  αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………» δραστηριοποιείται στον τομέα της ναυτιλίας, με βασικό αντικείμενο τον εφοδιασμό πλοίων με βιομηχανικά προϊόντα, είδη ασφάλειας εργαζομένων, χάρτες ναυσιπλοΐας, τρόφιμα και καπνικά προϊόντα. Η εναγομένη, η οποία διατηρούσε φιλικές σχέσεις με το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας, ………, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απορριπτομένου του σχετικού δεύτερου λόγου της έφεσης, που σε κάθε περίπτωση τυγχάνει αλυσιτελής, αφού δεν συνέχεται με το αντικείμενο της δίκης, προσλήφθηκε και απασχολήθηκε σ’ αυτή ως υπάλληλος γραφείου από την 1η-7-2010 έως την 28η -5-2014, αρχικά στο Τμήμα Τροφίμων και στη συνέχεια στο Τμήμα Ναυτιλιακών Χαρτών και Βιβλίων. Το Τμήμα Ναυτιλιακών Χαρτών και Βιβλίων προέβαινε σε διάθεση χαρτών, ναυτικών εντύπων και πληροφοριών, που εκδίδονταν από διάφορες υδρογραφικές υπηρεσίες, με τις οποίες συνεργαζόταν η εταιρία και σχετιζόταν με την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Η θέση της εναγομένης στο τμήμα αυτό ήταν σημαντική, διότι ήταν μεταγενέστερη της παραγωγικής διαδικασίας και προηγείτο της παράδοσης, καθόσον οι χάρτες και τα βιβλία περιλαμβάνουν πληροφορίες ασφαλούς ναυσιπλοΐας, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα άμεσης καθυστέρησης ή αλλαγής του τόπου και χρόνου παράδοσής τους στα πλοία. Για το λόγο αυτό η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη να παραδίδει τα ως άνω έντυπα και τις σχετικές πληροφορίες στις ναυτιλιακές εταιρίες, με τις οποίες συνεργαζόταν η εταιρία, με αυστηρό χρονοδιάγραμμα και για το λόγο αυτό πραγματοποιούσε καθημερινά συγκεκριμένα δρομολόγια παραδόσεων. Στα πλαίσια αυτά η έναρξη εργασίας της εναγομένης είχε οριστεί στις 8 το πρωί, προκειμένου αυτή να έχει εκδώσει εγκαίρως τα σχετικά συνοδευτικά παραστατικά έγγραφα της κάθε αποστολής. Προϊστάμενος της εναγομένης απ’ το 2013 μέχρι την απόλυσή της στο Τμήμα Ναυτιλιακών Χαρτών και Βιβλίων  ήταν ο ενάγων. Η εναγομένη δεν υπήρξε συνεπής στις εργασιακές της υποχρεώσεις, αντίθετα, δεδομένης και της φιλικής της σχέσης με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας, ……….., δεν τηρούσε το ωράριο εργασίας της, συνήθιζε να αργοπορεί στην προσέλευση στην εργασία της Τρίτες, επικαλούμενη άτυπη άδεια του ……., ενώ κάποιες φορές εγκατέλειπε χωρίς άδεια τη θέση της κατά τη διάρκεια του συμφωνημένου ωραρίου της, για να διευθετήσει προσωπικά της ζητήματα χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως σχετική άδεια. Η συμπεριφορά της αυτή προκαλούσε τη δυσαρέσκεια των συναδέλφων της και τη δυσλειτουργία του Τμήματος, αφού κατά την απουσία της έπρεπε να καλείται άλλος υπάλληλος στη θέση της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 12-5-2014 έως 26-5-2014 η εναγομένη απουσίαζε απ’ την εργασία της με νόμιμη άδεια. Στις 26-5-2014 που επέστρεψε απ’ την άδειά της, διαπιστώθηκε ότι είχε παραγγείλει εσφαλμένα διπλά τρία κιβώτια δελτία τιμολογίων. Εξαιτίας του λάθους της, ο ενάγων, Προϊστάμενός της, της επέβαλε πρόστιμο ύψους 200 ευρώ, προκαλώντας την αντίδρασή της λόγω αδυναμίας καταβολής του. Για το λόγο αυτό, την ίδια ημέρα, κατόπιν συνεννόησης της εναγομένης με τους υπαλλήλους του λογιστηρίου, έγινε κατάθεση του ποσού αυτού στο λογαριασμό που η ίδια τηρούσε στην ALPHA BANK, και η εναγομένη το έκανε ανάληψη ως προκαταβολή του μισθού της, προκειμένου να το καταβάλει στη συνέχεια για την εξόφληση του προστίμου. Παρότι όμως η εναγομένη ανέλαβε το σχετικό ποσό, αρνήθηκε στη συνέχεια να το καταβάλει στην εταιρία για την εξόφληση του προστίμου, ζητώντας την έκδοση σχετικής απόδειξης απ’ το λογιστήριο, με αποτέλεσμα να παραμείνει σε εκκρεμότητα. Δύο μέρες αργότερα, στις 28-5-2014 η εναγομένη υπό κλίμα έντασης, αποχώρησε αδικαιολόγητα απ’ την εργασία της για μία ώρα περίπου και όταν επέστρεψε αναφώνησε, ερωτηθείσα για την απουσία της, στο διάδρομο της κεντρικής εισόδου των κτιρίων της εταιρίας σε επήκοο των παρευρισκομένων συναδέλφων της «Αφού είστε ένα μπουρδέλο, εγώ έφυγα». Πληροφορηθείς την παραπάνω συμπεριφορά της εναγομένης στο σύνολό της, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, …….., κατήγγειλε αυθημερόν τη σύμβαση εργασίας της στα πλαίσια άσκησης του διευθυντικού του δικαιώματος, κρίνοντας ότι αυτό επέβαλε το καλώς εννοούμενο συμφέρον και η εύρυθμη λειτουργία της εταιρίας. Μετά απ’ αυτό, την επόμενη ημέρα, 29-5-2014, η εναγομένη απέστειλε από το κινητό της τηλέφωνο στο κινητό τηλέφωνο του …….. ένα γραπτό μήνυμα (sms), στο οποίο εξέθετε ότι ο ενάγων, τον οποίο χαρακτήριζε «επιβήτορα», είχε σχέση με την κόρη του (του ……..) και ότι θα του «έτρωγε» την εταιρία, όπως κατέθεσε ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο μάρτυρας απόδειξης. Το μήνυμα αυτό περιήλθε σε γνώση του …….. (παραλήπτης), που ενημέρωσε σχετικά τη θυγατέρα του ……….. και τον ενάγοντα. Το περιεχόμενο του μηνύματος, συνολικά εκτιμώμενο, ήταν συκοφαντικό για τον τελευταίο, ο οποίος διατηρούσε, πράγματι, κατά το χρόνο εκείνο, σχέση με την κόρη του ……….., ……….., όχι όμως με σκοπό να τους «φάει» την εταιρεία, όπως αναληθώς εν γνώσει της ισχυρίστηκε η εναγομένη προσδίδοντας μάλιστα στον ενάγοντα και τον χαρακτηρισμό του «επιβήτορα», με την έννοια του ανθρώπου που έχει έντονη σεξουαλική ζωή, όπως η ίδια προσδιορίζει την έννοια της λέξης στις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της (σελ. 39, τρίτη σειρά απ’ το τέλος), αφού, όπως αποδείχθηκε, το ζευγάρι παντρεύτηκε και απέκτησε οικογένεια. Η εναγομένη δε με την αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος είχε σκοπό συκοφάντησης του ενάγοντα, μη τυγχάνουσας εφαρμογής της διάταξης του άρ. 367 παρ. 1 ΠΚ, την οποία αβάσιμα επικαλέστηκε πρωτοδίκως η εναγομένη και αβάσιμα επαναφέρει με τον έβδομο λόγο της έφεσής της. Πέραν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 6-6-2014 η εναγομένη, μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της,  υπέβαλε αίτηση στα πλαίσια διενέργειας εργατικής διαφοράς ενώπιον των υπαλλήλων του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικού Τομέα Πειραιά του Σ.Ε.Π.Ε. με τίτλο «ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ-ΑΛΛΟΙ ΛΟΓΟΙ», στην οποία ισχυρίστηκε για τον ενάγοντα ότι τον τελευταίο χρόνο εργασίας της στην εταιρία την παρενοχλούσε ψυχολογικά και σεξουαλικά, ότι την απειλούσε λεκτικά με τη φράση «θα δεις τι μπορώ να σου κάνω» εάν δεν ενέδιδε καθώς και ότι ήταν επικίνδυνος για τη σωματική της ακεραιότητα και για όλους τους υπαλλήλους της εταιρίας, «απειλητικός», «γλοιώδης» και «σατράπης». Η αίτηση αυτή της εναγομένης πρωτοκολλήθηκε την ημέρα εκείνη με αρ. πρωτ. …../6-6-2014, πλην, όμως, μετά από σύσταση της αρμόδιας προς την παραλαβή της υπαλλήλου, να περιοριστεί στο κείμενο σε θέματα που αφορούσαν στην επιθεώρηση εργασίας και να αποφύγει προσωπικούς χαρακτηρισμούς, η εναγομένη δεν την υπέβαλε τελικά αλλά την άφησε σε εκκρεμότητα, σε συνεννόηση με την εν λόγω υπάλληλο, με σκοπό να την ολοκληρώσει κάποια άλλη στιγμή, και αποχώρησε απ’ την εν λόγω υπηρεσία.  Στις 10-6-2014, το Σ.Ε.Π.Ε. αγνοώντας ότι η κατά τα άνω αίτηση της εναγομένης παρέμενε σε εκκρεμότητα, απέστειλε με τηλεομοιοτυπία πρόσκληση στην εργοδότρια εταιρία να προσέλθει στις 26-6-2014 στα γραφεία της υπηρεσίας για την εξέταση της καταγγελίας της εναγομένης για «άκυρη και καταχρηστική απόλυση, απρεπή και ανάρμοστη συμπεριφορά – άσκηση ψυχολογικής και σεξουαλικής παρενόχλησης (από τον άμεσα Προϊστάμενο)». Κατόπιν τούτου, ο δικηγόρος της εργοδότριας εταιρίας μετέβη στην υπηρεσία και έλαβε αντίγραφο της σχετικής αίτησης απ’ τον εκεί υπάλληλο, που επίσης αγνοούσε ότι η αίτηση τελούσε σε  εκκρεμότητα, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό πρόσβαση στο περιεχόμενό της. Στις 17-6-2014 η εναγομένη μετέβη εκ νέου στην άνω υπηρεσία, προς ολοκλήρωση της εκκρεμούς αίτησής της, την οποία υπέβαλε εν τέλει τροποποιημένη, αναφέροντας σ’ αυτή ότι «ο ενάγων την απέλυσε για ένα λάθος, γεγονός που είναι αναληθές και στημένο, (ο ενάγων) επιδίωκε την παραίτησή της πολύ καιρό πριν και βλέποντας ότι δεν μπορούσε να την κάνει να παραιτηθεί έστησε κάποιο λάθος, γεγονός που ήταν σκηνοθετημένο, με σκοπό μια δήθεν αντισυμβατική συμπεριφορά της». Η αίτηση αυτή πρωτοκολλήθηκε με τον ίδιο αριθμό πρωτοκόλλου με την προηγούμενη και με την ίδια ημερομηνία (…../6-6-2014). Του περιεχομένου αμφοτέρων των παραπάνω αιτήσεων έλαβαν γνώση οι υπάλληλοι του ΣΕΠΕ, …….. και ο Προϊστάμενος ……, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας της εναγομένης εταιρίας, …….., κατόπιν της άνω πρόσκλησης που του απέστειλε στις 10-6-2014 το ΣΕΠΕ, όπως και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εταιρίας, ………. Με τις παραπάνω αιτήσεις της στην Επιθεώρηση Εργασίας η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η απόλυσή της προκλήθηκε απ’ τον ενάγοντα, ο οποίος την παρενοχλούσε  σεξουαλικά, κυρίως λεκτικά, της ασκούσε ψυχολογική πίεση, για να την οδηγήσει σε παραίτηση και, επειδή δεν το κατάφερε, σκηνοθέτησε σε βάρος της ένα «λάθος». Ως προς τα εν λόγω αναφερόμενα απ’ την εναγομένη για τον ενάγοντα, αποδείχθηκε ότι απ’ το 2013 ο τελευταίος πράγματι την παρενοχλούσε σεξουαλικά, κυρίως λεκτικά και ειδικότερα ότι στην αρχή όταν την καλημέριζε, την αγκάλιαζε ή την φιλούσε, όπως έκανε και με άλλες συναδέλφους της, πράγμα που της προξένησε δικαιολογημένη εντύπωση, διότι υπερέβαινε τα όρια της εθιμοτυπίας στα πλαίσια των εργασιακών σχέσεων. Επίσης, συχνά, όταν η εναγομένη πήγαινε στο γραφείο της, το οποίο αν και βρισκόταν σε ενιαίο χώρο με τα υπόλοιπα, ήταν σχετικά απομονωμένο, διότι είχε μία κολώνα και έναν πάγκο μπροστά του, της σήκωνε τα μαλλιά και τη φιλούσε στο λαιμό, τον δε Σεπτέμβριο του 2013 που η εναγομένη είχε μία καραμέλα στο στόμα της, της ζήτησε να του τη δώσει (από το στόμα της). Το ίδιο έγινε και τον Νοέμβριο του 2013 που η εναγομένη μασούσε μία τσίχλα. Επίσης, ο ενάγων συχνά υποτιμούσε την εναγομένη, όπως και άλλες συναδέλφους της, αποκαλώντας τη χαζή και ανίκανη. Η εναγομένη τήρησε αρνητική στάση στην άνω συμπεριφορά του ενάγοντος, πλην, όμως, δεν ενημέρωσε ποτέ γι’ αυτή τη συμπεριφορά του τελευταίου τον εκπρόσωπο της εταιρίας, …….., παρά την φιλική  σχέση που τη συνέδεε μαζί του, ούτε κατά τη διάρκεια ισχύος της εργασιακής της σχέσης, ούτε όταν ο …….. προέβη στην απόλυσή της, ούτε την επόμενη ημέρα της απόλυσής της που του απέστειλε το από 29-5-2014 γραπτό μήνυμα (sms) στο κινητό του τηλέφωνο, για το οποίο έγινε παραπάνω λόγος και στο οποίο,  παρόλο που η ίδια αναφερόταν στην ερωτική δραστηριότητα του ενάγοντος, δεν έκανε καθόλου λόγο για τη δική της παρενόχληση. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ενάγουσα άσκησε κατά της εργοδότριας εταιρίας την από 22-8-2014 με αρ. κατ. ……./2014 αγωγή αναγνώρισης ακυρότητας της γενόμενης καταγγελίας της σύμβασής της λόγω καταχρηστικότητας στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, επικαλούμενη την παραπάνω συμπεριφορά του ενάγοντος σε βάρος της. Επί της αγωγής της αυτής εκδόθηκε η 354/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (μετά από έφεση κατά της πρωτοδίκως εκδοθείσας 3071/2015 απορριπτικής της αγωγής απόφασης), η οποία δέχθηκε μεν ότι υπήρξε σεξουαλική παρενόχληση της εναγομένης απ’ τον ενάγοντα, πλην, όμως, έκρινε ότι η απόλυσή της δεν προκλήθηκε από κακότητα, εμπάθεια και εκδικητικότητα εκ μέρους της εργοδότριας εταιρίας λόγω της άρνησής της να ενδώσει στις σεξουαλικές παρενοχλήσεις του ενάγοντος, δεδομένου ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, που ήταν φίλος της και ο οποίος είχε τον αποφασιστικό ρόλο για την απόλυσή της και έλαβε τη σχετική απόφαση, δεν είχε ενημερωθεί απ’ αυτή για κανένα περιστατικό σεξουαλικής ή ψυχολογικής παρενόχλησής της. Λίγες μέρες δε πριν την κατάθεση της άνω αγωγής, η εναγομένη υπέβαλε σε βάρος του ενάγοντος την από 20-8-2014 έγκληση για προσβολή γενετήσιας ελευθερίας και σχηματίστηκε η με ΑΒΜ ….. δικογραφία, επί της οποίας εκδόθηκε η ……/2015 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά και απορρίφθηκε η έγκληση λόγω εκπροθέσμου για όλες τις προγενέστερες του Μαΐου του 2014 ασελγείς προτάσεις του ενάγοντος κατ’ άρ. 47 παρ. 1 ΠΚ. Για ένα περιστατικό όμως που φερόταν ότι έλαβε χώρα στις 28-5-2018, κατά το οποίο ο ενάγων κατηγορείτο ότι πλησίασε και είπε στην εναγομένη ότι θέλει την καραμέλα ή την τσίχλα, που εκείνη μασούσε, και αφού ακουμπούσε με τα χέρια του τα χείλη της, συμπλήρωνε κάθε φορά ότι εννοούσε την καραμέλα ή την τσίχλα που είχε η ίδια ήδη στο στόμα της, υπήρξε απαλλαγή του ενάγοντος κατηγορουμένου λόγω αμφιβολιών απ’ το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά με την 1649/2020 (τελεσίδικη) απόφασή του, με το σκεπτικό ότι η εναγομένη δεν ανέφερε ποτέ το εν λόγω περιστατικό ούτε στο μήνυμα που απέστειλε στον …… της επομένη της  απόλυσής της, ούτε στις αιτήσεις-καταγγελίες στην Επιθεώρηση Εργασίας ούτε στην από 22-8-2014 με αρ. κατ. ……../2014 αγωγή της και στις προτάσεις αυτής, όπου εξέθεσε μεν με λεπτομέρεια ασελγείς χειρονομίες που παραπέμπουν σε ασελγείς προτάσεις του ενάγοντος, πλην, όμως, κανένα περιστατικό για τη συγκεκριμένη ημέρα (28-5-2014). Κατόπιν των ανωτέρω, δεν ήταν ψευδή όσα ανέφερε η εναγομένη στις δύο αιτήσεις που υπέβαλε στο αρμόδιο τμήμα της Επιθεώρησης Εργασίας, για τη σεξουαλική παρενόχλησή της απ’ τον ενάγοντα και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται συκοφαντική δυσφήμηση του τελευταίου. Στοιχειοθετείται, όμως, (απλή) δυσφήμηση αυτού, αφού οι εν λόγω ισχυρισμοί της εναγομένης που περιλήφθηκαν στις επίμαχες αιτήσεις και περιήλθαν σε γνώση των πιο πάνω προσώπων, ήταν βλαπτικοί της τιμής και της υπόληψής του, υπαιτίως δε (με δόλο δυσφήμησης) περιλήφθηκαν απ’ την εναγομένη σ’ αυτές. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ανέφερε τη σεξουαλική παρενόχλησή της απ’ τον ενάγοντα στις αιτήσεις που υπέβαλε στην Επιθεώρηση Εργασίας, προασπιζόμενη το εργασιακό της δικαίωμα, λόγω της καταχρηστικής, εκδικητικής και άκυρης απόλυσής της, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρ. 367 παρ. 1 περ. γ ΠΚ, πλην, όμως,  αβάσιμα, αφού τα συγκεκριμένα γεγονότα ουδόλως συνδέονταν με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της,  ούτε την προκάλεσαν, πράγμα που η ίδια γνώριζε, αφού ποτέ πριν την απόλυσή της δεν είχε καταγγείλει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του ενάγοντος σε βάρος της στον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας, που την απέλυσε,  ή σε άλλο υπεύθυνο για την απόλυσή της πρόσωπο, η δε απόλυσή της ήταν απόρροια της εργασιακής της συμπεριφοράς, όπως αυτή παραπάνω αναλυτικά εκτέθηκε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί της εναγομένης για τη σεξουαλική της παρενόχληση απ’ τον ενάγοντα ήταν ψευδείς και άρα συκοφαντικοί, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου ως βάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης. Περαιτέρω, όσον αφορά στα καταγγελλόμενα απ’ την εναγομένη με τη δεύτερη κατά σειρά αίτησή της στο αρμόδιο Τμήμα της Επιθεώρησης Εργασίας για «στημένο» απ’ τον ενάγοντα λάθος της, που προκάλεσε την απόλυσή της, και το οποίο δεν συνέβη ποτέ, δεν αποδείχθηκε η βασιμότητά τους. Αντίθετα, αποδείχθηκε, όπως ήδη ειπώθηκε, ότι η απόλυση της εναγομένης έλαβε χώρα απ’ τον νόμιμο εκπρόσωπο της εργοδότριας εταιρίας, ……..,  μετά την λανθασμένη από μέρους της παραγγελία των διπλών τιμολογίων, της άρνησής της να καταβάλει το επιβληθέν σ’ αυτή πρόστιμο και της συμπεριφοράς της στο διάδρομο των γραφείων της εργοδότριας εταιρίας στις 28-5-2014. Η εναγομένη γνώριζε επακριβώς την αιτία της απόλυσής της και την επιβολή σε βάρος της του σχετικού προστίμου και, παρά ταύτα, εν γνώσει της επικαλέστηκε αναληθώς τα ανωτέρω στην Επιθεώρηση Εργασίας, με σκοπό συκοφάντησης του ενάγοντα, μη τυγχάνουσας εφαρμογής της διάταξης του άρ. 367 παρ. 1 ΠΚ, όπως αβάσιμα η ίδια πρόβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον έβδομο λόγο της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως ως συκοφαντικό τον σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, παρά τα όσα αβάσιμα η τελευταία προβάλλει με τον τρίτο λόγο της έφεσής της. Ομοίως αναληθή και άρα συκοφαντικά τυγχάνουν και όσα εν γνώσει της αναλήθειάς τους, εξέθεσε η εναγομένη σχετικά με το ότι ο ενάγων ήταν επικίνδυνος για τη σωματική ακεραιότητά της, και για τους λοιπούς υπαλλήλους, αφού δεν αποδείχθηκε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που να καταδεικνύει την επικαλούμενη από μέρους της επικινδυνότητά του.  Η συμπεριφορά δε του ενάγοντος ως Προϊσταμένου απέναντι στην ίδια και τους συναδέλφους της, η οποία, όπως προέκυψε απ’ τις καταθέσεις των μαρτύρων της, ήταν πολλές φορές σκληρή, ακόμη και σκαιή, ήτοι απότομη και βάναυση, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο,  δεν στοιχειοθετεί επικινδυνότητα αυτού για τη σωματική της ακεραιότητα και τους άλλους, απορριπτομένου του συναφούς τέταρτου λόγου της έφεσης. Τέλος, οι χαρακτηρισμοί, που η εναγομένη απέδωσε στον ενάγοντα με την αρχική από 6-6-2014 αίτησή της «απειλητικός», «γλοιώδης», «σατράπης», είναι εξυβριστικοί, αφού είναι απαξιωτικοί και μειώνουν την τιμή του. Απ’ όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό προκύπτει ότι υπήρξε αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης προσβλητική της προσωπικότητας του ενάγοντος, ως ατόμου και ως Προϊσταμένου της στο οικείο τμήμα της εργοδότριας εταιρίας, συνεπεία της οποίας ο τελευταίος δοκίμασε θλίψη και στεναχώρια, ήτοι ενδιάθετες ψυχικές καταστάσεις, παραγωγικές ηθικής του βλάβης, για την οποία του παρέχεται αξίωση χρηματικής ικανοποίησης. Για την αποκατάσταση, δε, αυτής προσήκει, ενόψει του είδους, της βαρύτητας, του τρόπου της προσβολής, του βαθμού της υπαιτιότητας της εναγόμενης, του μέσου, με το οποίο τελέσθηκε η προσβολή, των εν γένει συνθηκών και της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των διαδίκων, η καταβολή χρηματικής ικανοποίησης ποσού 1.000 ευρώ απ’ την εναγομένη στον ενάγοντα. Το ποσό αυτό κρίνεται εύλογο, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγµατος, όπως εξειδικεύεται στη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που επιδίκασε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία της προσβλητικής της προσωπικότητάς του συμπεριφοράς της εναγομένης, έσφαλε, δεκτού γενομένου και του έκτου λόγου της έφεσης ως βάσιμου κατ’ ουσία. Κατόπιν των ανωτέρω, αφού γίνονται δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν οι πρώτος και έκτος λόγοι έφεσης, πρέπει  η επίδικη έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και η συμπροσβαλλόμενη μ’ αυτή μη οριστική 2646/2020 απόφαση, και, αφού κρατηθεί και δικαστεί απ’ το παρόν Δικαστήριο η αγωγή κατά την ίδια διαδικασία, όπως και πρωτοδίκως, να γίνει δεκτή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ, νομιμοτόκως απ’ την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης-εκκαλούσας με βάση το βαθμό της ήττας της (176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, λόγω της αποδοχής της έφεσης της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση σ’ αυτή του κατατεθέντος παραβόλου κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη 96/2022 και τη συνεκκαλούμενη μ’ αυτή 2646/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) .

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19 Σεπτεμβρίου 2024.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στις 4 Οκτωβρίου 2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με άλλη σύνθεση λόγω μεταθέσεως και αναχωρησέως της Εφέτου Μαριάννας Μπέη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτες και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με παρούσα τη γραμματέα..  

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ