ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4Ο ΤΜΗΜΑ-
ΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΕΚΤΈΛΕΣΗ
Αριθμός απόφασης 494/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ :
1) ………… και 2) …………., οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου, Γρηγορίου Ψαλτήρα και
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», με διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην Αθήνα (…………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εδρεύουσας στο ……. Ιρλανδίας (………..) εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», ειδικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο, Σοφία Μοράκου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Οι εκκαλούντες, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 28.2.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../1.3.2022 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2538/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την απέρριψε.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ηττηθέντες ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 23.8.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/25.8.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……../25.8.2022 έφεση και τους από 27.5.2023 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……./30.5.2023 πρόσθετους λόγους αυτής, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν στις 1.6.2023 και 4.4.2024 αντίστοιχα και, μετ’αναβολή της έφεσης, αμφότερα κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν και προκατέθεσαν αντίστοιχα.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 23.8.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../25.8.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/25.8.2022 έφεση, των ανακοπτόντων, καθ’ων η εκτέλεση και ήδη εκκαλούντων, ………… και ……….., που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.2538/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 28.2.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./1.3.2022 ανακοπή τους, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, με την οποία ζήτησαν την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος τους, βάσει του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ……/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, από την επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», με έδρα το ……….. Ιρλανδίας, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», δυνάμει σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, προς ικανοποίηση της αναφερομένης απαίτησης εκ συμβάσεως πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και συγκεκριμένα της υπ’αριθμ………/28.1.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της περιγραφόμενης ακίνητης περιουσίας τους, του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….., με την οποία ορίστηκε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού στις 8.9.2022, ενώπιον της ορισθείσης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών, …………, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 εδαφ.α΄, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν.3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 591 ΚΠολΔ, όπως τούτο τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ν.4334/2015 : 1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: …ζ΄« Ανταγωγή, αντέφεση και πρόσθετοι λόγοι έφεσης και αναψηλάφησης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ως άνω νόμου: «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 [που αντικατέστησαν το Βιβλίο Τέταρτο (άρθρα 591 έως 681 Δ) του ΚΠολΔ] εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές». Ενόψει τούτων, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που διαλαμβάνονται στο από 27.5.2023 ιδιαίτερο δικόγραφο των εκκαλούντων κατά της εφεσιβλήτου, το οποίο κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης ……../30.5.2023 και επιδόθηκε στην αντίδικο οκτώ μέρες πριν από την προσδιορισθείσα, μετ’αναβολή, με την κύρια υπόθεση συζήτηση, όπως προκύπτει από την μετ’επικλήσεως προσκομιζομένη υπ’ αριθμ……../1.6.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, συνέχεται δε αναγκαστικά με τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), να συνεκδικαστούν δε με την έφεση προς την οποία τελούν σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξη της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, χωριστή εκδίκαση τους (ΕφΠειρ 100/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240).
ΙΙ. Οι ανακόπτοντες, καθ’ων η εκτέλεση, με την από 28.2.2022 ανακοπή τους, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ, ζήτησαν για τους αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της υπ’αριθμ……/28.1.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της περιγραφόμενης ακίνητης περιουσίας τους, του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, με την οποία ορίστηκε η διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού στις 8.9.2022, ενώπιον της ορισθείσης υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών, …………., που επισπεύσθηκε σε βάρος τους, με την επίδοση της από 26.11.2021 επιταγής προς πληρωμή συνολικού ποσού 212.202 ευρώ, κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ…../2012 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, από την επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στο …… Ιρλανδίας, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», δυνάμει σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, προς ικανοποίηση της αναφερομένης απαίτησης εκ συμβάσεως πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που είχαν συνάψει οι ανακόπτοντες με την αρχική δικαιούχο δικαιοπάροχο της, κυπριακή τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», εντόκως από το κλείσιμο του λογαριασμού (18.10.2011) και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προβλεπομένης στο άρθρο 934παρ.1 περ.α΄ ΚΠολΔ προθεσμίας, ακολούθως, ερεύνησε το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της και την απέρριψε καθ’ολοκληρίαν.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με την ένδικη έφεση τους και τους πρόσθετους αυτής λόγους, οι ηττηθέντες ανακόπτοντες για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως και των πρόσθετων λόγων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της ανακοπής τους από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.
ΙΙΙ. Με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης τους και με τον πρώτο πρόσθετο αυτής λόγο, οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 919 παρ. 1 και 925 παρ. 1 ΚΠολΔ και των Ν.3156/2003 και 4354/2015, καθώς και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη με την εκκαλουμένη του δεύτερου λόγου της ανακοπής τους, κατά το σκέλος, με το οποίο υποστηρίζεται η ακυρότητα της επισπευδομένης σε βάρος τους με την προσβαλλομένη πράξη εκτέλεσης, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσιβλήτου, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και ειδικότερα, αφενός ισχυρίζονται ότι η εφεσίβλητη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται, κατ’εξαίρεση, ενεργητικά στην προκείμενη εκτελεστική διαδικασία, κατ’ άρθρο 2 παρ.4 ν.4354/2015, ως μη δικαιούχος διάδικος, διότι αυτή κατέστη διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, δυνάμει σχετικής σύμβασης του ν.3156/2003 και όχι του ν.4354/2015, την οποία συνήψε με την δικαιούχο της απαίτησης αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, που την απέκτησε, λόγω σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων από επιχειρηματικά δάνεια στο πλαίσιο τιτλοποίησης, που διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 10 ν.3156/2003 και αφετέρου, δεν συγκοινοποιήθηκε σ’αυτούς με την από 26.11.2021 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της υπ’αριθμ…../2012 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, ουδέν έγγραφο που να αποδεικνύει ότι η επισπεύδουσα διαχειρίστρια εφεσίβλητη εταιρεία ανέλαβε την διαχείριση της συγκεκριμένης απαίτησης, βάσει της οποίας εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος και σε ποιο στάδιο καθυστέρησης είχε αυτή περιέλθει, ούτε αναφέρεται η καθαρή λογιστική αξία της απαίτησης κατά τον χρόνο της μεταβίβασης και αν η αποκτώσα αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού κατέβαλε το τίμημα της στην μεταβιβάζουσα τραπεζική εταιρεία, ούτως ώστε η εφεσίβλητη διαχειρίστρια να νομιμοποιείται να επισπεύσει την σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση της.
Με την υπ’αριθμ.1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, έχει κριθεί δεσμευτικά, ως προς την ερμηνεία των εφαρμοζομένων διατάξεων, ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των άρθρων 10 § 14 του Ν.3156/2003 και 2 § 4 του Ν.4354/2015, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), όπως η εφεσίβλητη, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων. Ενόψει τούτων, η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, που, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, εδρεύουσας στο ….. Ιρλανδίας αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….», νομιμοποιείται, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων της, μεταξύ των οποίων και της απαίτησης πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η προσβαλλομένη αναγκαστική εκτέλεση, έχει τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξη αυτής διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου και συνεπώς, νομιμοποιείται να διενεργήσει την επισπευδομένη αναγκαστική εκτέλεση στο δικό της όνομα για την ικανοποίηση της χρηματικής αξίωσης της δικαιούχου αυτής, καθώς και σε διεξαγωγή της παρούσας δίκης περί την εκτέλεση, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών των ανακοπτόντων, που διαλαμβάνονται στον κρινόμενο λόγο ανακοπής και επαναφέρονται με την έφεση τους, ως αβασίμων.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 919 παρ. 1 και 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι όταν ο επισπεύδων δεν είναι ο αρχικός φορέας της αξίωσης, της οποίας η ικανοποίηση επιχειρείται με την αναγκαστική εκτέλεση, η επιταγή προς πληρωμή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, τα οποία στηρίζουν τη νομιμοποίηση του (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκ. Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, εκδ. 1998, σελ. 435). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 925 παρ. 2 ΚΠολΔ, «ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν». Επομένως, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Ως έγγραφα που νομιμοποιούν το διάδοχο νοούνται εκείνα, δημόσια είτε ιδιωτικά, που αποδεικνύουν τη διαδοχή. Απαιτείται δε, η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα και δεν αρκεί η απλή μνεία τους στην επιταγή. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής (Π. Μάζη, Ερμ, ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, έκδοση 2021, άρθρο 925, σελ. 163-165). Για το λόγο αυτό, στην περίπτωση της εκχώρησης, ο εκδοχέας της απαιτήσεως πρέπει να κοινοποιήσει την αναγγελία της εκχωρήσεως στον οφειλέτη και μάλιστα ολόκληρο το εκχωρητήριο. Η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ, εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντας δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποιήσεως προς δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαιτήσεως σε τρίτο – μη δικαιούχο διάδικο (ΕφΑθ 8/2023, ΕφΘεσ 1557/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 380). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 και 2 του ν.3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίηση τους σύμφωνα με το νόμο αυτό («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν.2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 1688/2003) και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν.4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Έτσι, μολονότι κατά τα αναφερόμενα στην πρώτη παράγραφο της νομικής τούτης σκέψης ο ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ου η εκτέλεση νέα επιταγή, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα δημόσια είτε ιδιωτικά, ολόκληρα και όχι σε αποσπάσματα, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα, ωστόσο στην ειδικότερη περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβιβάσεως των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβιβάσεως και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι όμως σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβιβάσεως και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβιβάσεως επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβιβάσεως καθ’ εαυτή, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβιβάσεως και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβιβάσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση και η ανάθεση της διαχείρισης αυτής. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 585/2022, ΕφΑθ 5722/2022, ΕφΘεσ 177/22, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 160/2022, ΕφΠειρ574/2020, ΕφΘεσ 1643/2019, Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ.Παπαχρήστου-Δημητράς. Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021 σελ. 137-140 με παραπομπές σε σύγχρονη νομολογία Πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια ΕπΑΚ 2021 σελ. 703-704). Αυτά τα έγγραφα πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων στην επιταγή (ΕφΑθ 1017/2024 ΤΝΠ Νομος). Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 1343/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3577/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 494/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ Π. Μάζης, Ερμηνεία ΚΠολΔ -Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, υπό άρθρο 925 σελ. 164-165, I. Κατράς Σύστημα Ασφαλιστικών Μέτρων, Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Διαταγών Πληρωμής και Απόδοση, Τ’ εκδ. παρ. 164 Β.2) Τέλος, η εκ μέρους του ανακόπτοντος αμφισβήτηση της τήρησης των οριζομένων στην παρ. 1 του άρθρου 925 ΚΠολΔ, συνιστά άρνηση των προϋποθέσεων της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του, με αποτέλεσμα το βάρος απόδειξης της προσήκουσας συγκοινοποίησης των απαραίτητων εγγράφων από τον διάδοχο του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης του να το φέρει ο επισπεύδων δανειστής (Γ7. Γέσιου – Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής εκτέλεσης – Γενικό Μέρος, 2018, σελ. 563,564). Εξάλλου, το δικαστήριο, που δικάζει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης εφόσον διαπιστώσει ότι δεν κοινοποιήθηκαν στον οφειλέτη τα αναγκαία έγγραφα για την απόδειξη της ειδικής διαδοχής του επισπεύδοντος την εκτέλεση σε βάρος του, σύμφωνα με το άρθρο 925 ΚΠολΔ, δεν μπορεί να διαγνώσει στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά που συγκοινοποιήθηκαν, δηλαδή σε έγγραφα προσκομιζόμενα για πρώτη φορά στη δίκη της ανακοπής αλλά οφείλει να δεχθεί τον σχετικό λόγο και το αίτημα της ανακοπής και να απαγγείλει την προβαλλόμενη ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης (ΑΠ 914/2018).
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδεικνύεται ότι η επισπεύδουσα, καθ’ης η ανακοπή-εφεσίβλητη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις επέδωσε στους ανακόπτοντες-εκκαλούντες συντασσομένων των υπ’αριθμ…../3.12.2021 και …./3.12.2021 εκθέσεων επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αιγαίου ……….., την από 26.11.2021 επιταγή προς πληρωμή κάτω από επικυρωμένο αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ…./2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που της χορηγήθηκε από τη συμβολαιογράφο Αθηνών, ………, κατ’άρθρο 918 παρ.6 ΚΠολΔ, εκ του πρωτοτύπου προσηρτημένου στην υπ’αριθμ………/2013 πράξη αυτής, καθώς επίσης συγκοινοποίησε στους καθ’ων η εκτέλεση – ανακόπτοντες, κατ’άρθρο 925 ΚΠολΔ, με την προσβαλλομένη επιταγή προς εκτέλεση, τα αναφερόμενα σ’αυτήν έγγραφα, μεταξύ των οποίων και εκείνα, που την νομιμοποιούν στην διενεργούμενη εκτέλεση, ως την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», επωφελούμενη, κατόπιν διάσπασης της Τράπεζας …. με απόσχιση, υποκαθιστάμενη, δυνάμει καθολικής διαδοχής, στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της διασπώμενης, που απορρέουν από την έννομη σχέση για την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής, δηλαδή την ……../9.5.2007 σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο, που είχαν συνάψει οι ανακόπτοντες με την αρχική δικαιούχο δικαιοπάροχο της Τράπεζας ……, κυπριακή τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………….», στην δικαιούχο της εκτελούμενης απαίτησης, αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….» και ειδικότερα τις καταχωρήσεις στο δημόσιο βιβλίο σε περίληψη, που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία, των από 16.3.2021 συμβάσεων μεταβιβάσεως των απαιτήσεων και ανάθεσης της διαχείρισης τους, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν.2844/2000, ήτοι την δημοσίευση του εντύπου, που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, στο Ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με αριθμό πρωτ…/17.3.2021 στον τόμο … με αριθμό … και …/17.3.2021 στον τόμο .. και αριθμό … αντίστοιχα, καθώς επίσης και ακριβές αντίγραφο του αποσπάσματος (με αριθμό …./2021) των στοιχείων των μεταβιβαζόμενων τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, που έχουν επισυναφθεί, ως παράρτημα, στην με αριθμό πρωτ.6…/17.3.2021 περίληψη και συγκεκριμένα της σελίδας με αριθμό …. από το καταχωρηθέν στο δημόσιο βιβλίο παράρτημα με αριθμό πρωτ…../17.3.2021, όπου η επίδικη σύμβαση έχει λάβει αύξοντα αριθμό 155.233. Στο απόσπασμα αυτό και στην καταχώρηση με αύξοντα αριθμό 155.233 αναφέρονται τα πλήρη στοιχεία των ανακοπτόντων οφειλετών με την ιδιότητα του πιστούχου και εγγυήτριας αντίστοιχα (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, ΑΦΜ), ο αριθμός της ένδικης σύμβασης πίστωσης, από την οποίαν προήλθε η οφειλή τους, ο λογαριασμός καθυστέρησης, ο οποίος ανοίχθηκε μετά την καταγγελία της και το οριστικό κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, το ποσό για το οποίο προσημειώθηκαν τα ακίνητα, που τους ανήκουν κατά κυριότητα εξ αδιαιρέτου, καθώς και το υπόλοιπο στο οποίο ανερχόταν το χρέος τους κατά το χρόνο εκχώρησης των απαιτήσεων της πιστώτριας τράπεζας στην ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού (750.721,80€). Από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορούν να δημιουργηθούν αμφιβολίες για την ταυτότητα της οφειλής των ανακοπτόντων, την οποίαν απέκτησε η δικαιούχος εταιρεία ειδικού σκοπού και την οποία διαχειρίζεται η καθ’ ης η ανακοπή – εφεσίβλητη εταιρεία. Εξάλλου, οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται την ύπαρξη άλλων τυχόν οφειλών τους προς την πιστώτρια τράπεζα, οι οποίες να μην εκχωρήθηκαν στην ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, ώστε να δημιουργηθεί σύγχυση ως προς την ταυτότητα της σε βάρος τους απαιτήσεως, που διαχειρίζεται η εφεσίβλητη, μήτε προκύπτει ότι η τελευταία ανέλαβε την διαχείριση μέρους των μεταβιβασθεισών τιτλοποιούμενων απαιτήσεων της δικαιούχου τούτων. Επίσης, η επισπεύδουσα τους κοινοποίησε μαζί με την από 26.11.2021 επιταγή προς πληρωμή, την περίληψη της δημοσιευμένης με αριθμ. πρωτ. …/29.7.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών από 11.6.2021 λύσης της από 16.3.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων και την περίληψη της δημοσιευμένης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτ…../29.7.2021 από 11.6.2021 νέας σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, δυνάμει της οποίας η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού ανέθεσε εκ νέου τη διαχείριση των απαιτήσεων της στην εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων. Από όλα τα ανωτέρω έγγραφα, που συγκοινοποιήθηκαν με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, προκύπτει πλήρως, αφενός η πώληση και μεταβίβαση δια εκχωρήσεως, λόγω τιτλοποίησης, των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της πιστώτριας τράπεζας με την επωνυμία «………» προς την υπέρ ης η εκτέλεση εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» και αφετέρου, η ανάθεση της διαχείρισης των συγκεκριμένων απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων η εκτελούμενη, στην επισπεύδουσα εφεσίβλητη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ήτοι η νομιμοποίηση αυτής στην διενεργούμενη εκτέλεση, ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ειδικής διαδόχου της δικαιούχου της ένδικης απαίτησης.
Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης ανακοπής, κατά το μέρος, με το οποίο υποστηρίζεται η ακυρότητα της επισπευδομένης εκτέλεσης, καθόσον δεν θεμελιώνεται ούτε αποδεικνύεται η νομιμοποίηση της καθ’ης η ανακοπή επισπεύδουσας, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον κρινόμενο λόγο, αν και με ελλιπή εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά, κατ’αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, απορριπτέοι τυγχάνουν οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης και ο συναφής πρώτος πρόσθετος λόγος, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
IV. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης τους οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όσον αφορά την απόρριψη με την εκκαλουμένη του πρώτου λόγου της ανακοπής τους και του διαλαμβανομένου σ’αυτόν ισχυρισμού τους για την ακυρότητα της προσβαλλομένης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας τους, για το λόγο ότι με αυτή επισπεύσθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός για τις 8.9.2022, δηλαδή μετά από προθεσμία μικρότερη των επτά (7) μηνών από την περάτωση της κατάσχεσης στις 4.2.2022 με την επίδοση της οικείας έκθεσης στους ανακόπτοντες, κατά παράβαση του άρθρου 940Α ΚΠολΔ, αφού για τον υπολογισμό του επταμήνου συμπεριλήφθηκε και το χρονικό διάστημα του μηνός Αυγούστου 2022, κατά το οποίο αναστέλλεται η προθεσμία διενέργειας του πλειστηριασμού.
Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 954 παρ.2 στ.ε’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του από το άρθρο 63 του ν.4842/2021 (ΦΕΚ Α`190/13-10-2021) και του άρθρου 993 παρ.2 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του από το άρθρο 76 του ν.4842/2021, τα οποία εφαρμόζονται σε όσες κατασχέσεις επιβληθούν μετά την 1.1.2022, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 116 παρ.6 περ.ε’ του ν. 4842/2021, η κατασχετήρια έκθεση ακινήτου πρέπει να αναφέρει την ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού, ο οποίος ορίζεται υποχρεωτικά σε επτά (7) μήνες από την ημερομηνία περάτωσης της κατάσχεσης και πάντως όχι μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημερομηνία αυτή και εάν η ως άνω προθεσμία συμπληρώνεται το μήνα Αύγουστο, τότε για τον υπολογισμό της λαμβάνεται υπόψη ο επόμενος μήνας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 940Α εδ. α’ ΚΠολΔ, στο χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιταγής προς εκτέλεση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 147 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τους ν.4335/2015 και 4411/2016, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες των άρθρων 503, 518 παρ.1, 545 παρ.1 και 2, 564 παρ.1 και 2, καθώς και των άρθρων 153, 215 παρ.2, 237 παρ.1 και 2, 238 παρ.1, 598, 632 παρ.2, 633 παρ.2, 642, 715 παρ.5, 729 παρ.5, 847 παρ.1, 926 παρ.2, 934 παρ.1 στ.α`και β`, 943 παρ.4, 955, 966 παρ.2 και 3, 971 παρ.1, 972 παρ.1 στοιχείο β`, 973, 974, 979 παρ.2, 985 παρ.1, 986, 988 παρ.1, 995 και 997 παρ.2.. Δικαιολογητικός λόγος της θέσπισης των διατάξεων των άρθρων 954 παρ.2 και 993 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως έχουν ήδη διαμορφωθεί, ήταν αφενός μεν η επιτάχυνση και η απλοποίηση της εκτελεστικής διαδικασίας και αφετέρου η τοποθέτηση του πλειστηριασμού σε χρονικό σημείο κατά το οποίο θα έχουν ολοκληρωθεί σε πρώτο βαθμό οι δίκες περί την εκτέλεση και ο καθ’ου η εκτέλεση θα έχει ήδη προβάλει τις αντιρρήσεις του. Με τις νέες διατάξεις του άρθρου 993 παρ.2 εδ.α` και β` ΚΠολΔ, που αφορούν στην κατάσχεση και το χρόνο διενέργειας πλειστηριασμού ακινήτου, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 76 του ν.4842/2021 (αντίστοιχη ήταν η διάταξη του άρθρου 954 παρ.2 περ. ε’ για τον προσδιορισμό της ημέρας διενέργειας του πλειστηριασμού κινητού πράγματος, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και το άρθρο 207 παρ.4 ν.4512/2018 (ΦΕΚ Α 5/17.1.2018), πλην όμως όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 63 ν.4842/2021 ο χρόνος διενέργειας του πλειστηριασμού κινητού πράγματος ορίζεται σε πέντε (5) μήνες από την ημερομηνία της περάτωσης της κατάσχεσης και πάντως όχι μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την ημερομηνία αυτή), θεσπίζονται αντίστοιχα δύο δικονομικές προθεσμίες και ειδικότερα μία προπαρασκευαστική και μία προθεσμία ενέργειας, διότι αφενός μεν καθίσταται υποχρεωτική η επτάμηνη αναμονή για τη διενέργεια του πλειστηριασμού ακινήτου μετά την κατάσχεση, η οποία συνιστά κατ’ ουσίαν ex lege αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας και αφετέρου προσδιορίζεται το απώτατο χρονικό όριο για τη διενέργεια του, έως οκτώ μήνες από την κατάσχεση. Οι δικονομικές προθεσμίες διακρίνονται σε προπαρασκευαστικές και ενέργειας ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκουν. Στη μεν πρώτη περίπτωση θα πρέπει να παρέλθει η τασσόμενη προθεσμία, που προβλέπεται, προκειμένου να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, διαφορετικά επέρχεται είτε ακυρότητα της πράξης αυτής, είτε απαράδεκτο της συζήτησης, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η διαδικαστική πράξη θα πρέπει να λάβει χώρα εντός της τασσόμενης προθεσμίας, άλλως επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα της επιχείρησης της (άρθρο 151 ΚΠολΔ). Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο και σε αυτές δεν εφαρμόζεται το άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ. Η υποστηρισθείσα άποψη, σύμφωνα με την οποία η επτάμηνη προθεσμία του άρθρου 954 παρ.2 στ. ε’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν το ν. 4842/2021 και ήδη του άρθρου 993 παρ.2 εδ. α’ και β’ του ΚΠολΔ μετά το ν. 4842/2021, που πρέπει να μεσολαβήσει από την περάτωση της κατάσχεσης ακινήτου έως και τη διενέργεια του αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου και συνεπώς, για τον υπολογισμό του επταμήνου δεν συνυπολογίζεται ο μήνας Αύγουστος, με περαιτέρω αποτέλεσμα να προκαλείται ακυρότητα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, αν τα ανωτέρω δεν τηρηθούν, συσχετίζει την αναστολή των προθεσμιών του άρθρου 147 παρ.2 του ΚΠολΔ, με την απαγόρευση διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης από 1 έως 31 Αυγούστου κατ’ άρθρο 940Α ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι ο συνυπολογισμός του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου στην επτάμηνη προθεσμία παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 940Α ΚΠολΔ. Παραγνωρίζει, ωστόσο, ότι ο νομοθέτης κατά την τροποποίηση του ΚΠολΔ τόσο με το ν. 4335/2015, όσο και με το ν. 4842/2021, επέλεξε συνειδητά και όχι ακούσια να μην εντάξει την προθεσμία του άρθρου 954 παρ.2 στ.ε’ και του άρθρου 993 παρ.2 εδ.α’ και β` ΚΠολΔ στο άρθρο 147 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως αντιθέτως συνέβη με τη διάταξη του άρθρου 973 ΚΠολΔ για τη δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού. Δεν πρόκειται δηλαδή για ακούσιο νομοθετικό κενό, που θα επέτρεπε την αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 147 παρ.2 ΚΠολΔ. Ούτε τίθεται άλλωστε ζήτημα καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του καθ’ου η εκτέλεση, αφού αυτός έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα ή βοηθήματα σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της διενέργειας του πλειστηριασμού, όπως συμβαίνει με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που ασκείται μέσα σε 45 ημέρες από την κατάσχεση και την ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 εδ.α`ΚΠολΔ, που, όπως και η αναστολή του άρθρου 1000 ΚΠολΔ, ασκούνται 15 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Το ζήτημα του συνυπολογισμού του Αυγούστου στην εν λόγω επτάμηνη προπαρασκευαστική προθεσμία δεν πρέπει να συγχέεται με το μη συναφές θέμα της απαγόρευσης της διενέργειας πράξεων εκτέλεσης από την 1η έως την 31η Αυγούστου, κατά άρθρο 940Α ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο η έναρξη ή η λήξη και όχι η διαδρομή, οποιασδήποτε προθεσμίας, που σχετίζεται με την αναγκαστική εκτέλεση και εμπίπτει εντός του μηνός Αυγούστου, παρατείνεται για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα μετά την 1η Σεπτεμβρίου. Επομένως, το χρονικό διάστημα από 1η έως 31η Αυγούστου συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό της προθεσμίας επτά (7) μηνών και οκτώ (8) μηνών της διενέργειας του πλειστηριασμού σε περίπτωση κατάσχεσης ακινήτου, που ήδη προβλέπεται στο άρθρο 993 παρ.2 εδ.α’ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4842/2021 (ΕφΠειρ 54/2024, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΠειρ 309/2023, ΕφΠειρ 109/2022, ΕφΑθ 6316/2022, ΕφΑθ 5174/2022, ΕφΑθ 832/2022, ΕφΑθ 3593/2021, ΕφΠειρ 425/2021, ΤΝΠ Νόμος, Ε.Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη σε Κεραμέα/Κονδύλης/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 954, σελ. 359). Ειδικότερα, μετά την τροποποίηση του άρθρου 993 παρ.2 ΚΠολΔ με το ν. 4842/2021, ρητά πλέον ορίζεται στο εδάφιο β’ ότι «…εάν η ανωτέρω προθεσμία συμπληρώνεται τον μήνα Αύγουστο, τότε για τον υπολογισμό της λαμβάνεται υπόψη ο επόμενος μήνας». Επιλύεται κατά τον τρόπο αυτό το προηγουμένως ανακύψαν ζήτημα ως προς το εάν ο Αύγουστος θα έπρεπε να προσμετρηθεί ή όχι στη συγκεκριμένη προθεσμία. Η σχετική πρόβλεψη σημαίνει ότι ο Αύγουστος προσμετράται καταρχάς στους 7-8 μήνες, όταν η προθεσμία δεν λήγει κατά το μήνα Αύγουστο και μόνο στην περίπτωση που η λήξη της εμπίπτει εντός του Αυγούστου, τότε η συμπλήρωση της προθεσμίας επέρχεται τον επόμενο μήνα και ειδικότερα κατά την αντίστοιχη ημερομηνία του επόμενου μήνα Σεπτεμβρίου, αφού πλειστηριασμοί δεν διεξάγονται τον Αύγουστο (ΕφΠειρ 54/2024, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΠειρ 309/2023, ΕφΠειρ 199/2023, ΕφΑθ 6316/2022, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 42/2023 ΤΝΠ Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΠατρ 488/2022, ΕφΑιγ 16/2022, ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι νόμιμα ορίστηκε, δυνάμει της ανακοπτόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, ως ημερομηνία διενέργειας του πλειστηριασμού η 8η.9.2022, ήτοι επτά (7) μήνες και τέσσερις (4) ημέρες μετά την περάτωση της κατάσχεσης με την επίδοση της στους καθ’ων η εκτέλεση ανακόπτοντες στις 4.2.2022, υπολογιζομένου και του μήνα Αυγούστου 2022, δεδομένου ότι η ως άνω προθεσμία δεν έληγε το μήνα αυτό αλλά τον επόμενο, με αποτέλεσμα το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου να συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό του χρόνου διενέργειας του πλειστηριασμού και απέρριψε ως μη νόμιμο τον κρινόμενο λόγο ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες εφαρμοστέες διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος. Άλλωστε, ο επιπρόσθετος προβαλλόμενος ισχυρισμός με τον ίδιο λόγο έφεσης περί παραβίασης με την εκκαλουμένη της προβλεπόμενης με την διάταξη του άρθρου 954 παρ.2 περ.ε΄ ΚΠολΔ, ελάχιστης προθεσμίας 5 μηνών από την κατάσχεση για την διενέργεια του πλειστηριασμού, απορριπτέος κρίνεται ως νόμω αβάσιμος, καθόσον ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης, ότι αφορά και τον πλειστηριασμό ακινήτων, περί των οποίων όμως τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 993 παρ.2 εδ.α` και β` ΚΠολΔ, που εξαιρούν την εφαρμογή στην κατάσχεση ακινήτων της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 954 παρ.2 περ.ε΄ ΚΠολΔ για τον χρόνο διενέργειας του πλειστηριασμού κατασχεμένου κινητού πράγματος.
V. Με τις διατάξεις των άρθρων 631, 632 παρ. 1 εδ. α’ και 633 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο, ορίζεται ότι: Η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό (631). Ο οφειλέτης, κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής, έχει το δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο (632 παρ 1 εδ.α’). Αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής, διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής (633 παρ. 1). Αν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδώσει πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση. Στην περίπτωση αυτή δεν χορηγείται η αναστολή εκτελέσεως που προβλέπεται από την παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου. Αν περάσει άπρακτη και η παραπάνω προθεσμία, η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου και είναι δυνατόν να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση (633 παρ.2). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγονται τα εξής: Το κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 633 ΚΠολΔ δικαίωμα του δανειστή στον εξοπλισμό του υπέρ αυτού εκδοθέντος εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής με δύναμη δεδικασμένου υπάρχει, όχι μόνο αν η κατά το άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ ανακοπή δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα, δηλαδή μέσα στη δεκαπενθήμερη προθεσμία από την πρώτη επίδοση της διαταγής πληρωμής, αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου και όταν η ως άνω εμπροθέσμως ασκηθείσα ανακοπή απορριφθεί για λόγους τυπικούς, αφού στην περίπτωση αυτή η απορριφθείσα ανακοπή θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί, ενόψει του ότι με την απόρριψη της για τέτοιους λόγους δεν επέρχονται τα αποτελέσματα της παραγράφου 1 του άρθρου 633 ΚΠολΔ, δηλαδή είτε η τελεσίδικη ακύρωση της διαταγής πληρωμής είτε η τελεσίδικη επικύρωση της και η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου. Ειδικότερα, η διαταγή πληρωμής δεν αποκτά ισχύ δεδικασμένου αν η κατ’ αυτής ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή για τυπικούς λόγους. Το δεδικασμένο μιας τέτοιας απορριπτικής απόφασης εκτείνεται μόνο στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε (ΟλΑΠ 8/2017, ΑΠ 58/2019, ΑΠ 3/2000). Αντίθετα, από τη διαταγή πληρωμής παράγεται δεδικασμένο για την ύπαρξη και την έκταση της απαίτησης στις εξής περιπτώσεις: α) Αν ο καθ’ου εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής ασκήσει ανακοπή εμπρόθεσμα ήτοι εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από τότε που εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ) και η ανακοπή του απορριφθεί τελεσιδίκως κατ’ ουσία (ΑΠ 870/2004). Νέα επίδοση της διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται στην περίπτωση αυτή, αφού κάθε αντίθετη εκδοχή θα προσέκρουε στο σκοπό των διατάξεων του νόμου και θα δημιουργούσε ανασφάλεια δικαίου, θα κατέληγε δε σε αδικαιολόγητη παρέλκυση της εκκρεμότητας. β) Αν μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 632 παρ1 ΚΠολΔ ή την απόρριψη ως απαράδεκτης της ανακοπής που ασκήθηκε μετά την πρώτη επίδοση, γίνει δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής και δεν ασκηθεί ανακοπή μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες άρθρο 633 παρ2 εδ. α’ ΚΠολΔ) ή ασκηθεί μεν ανακοπή, απορριφθεί όμως τελεσιδίκως για οποιοδήποτε λόγο, ακόμη και ως απαράδεκτη (ΑΠ 58/2019). Τυχόν δε αποδοχή της αντίθετης άποψης θα καθιστούσε κενή περιεχομένου τη διάταξη του άρθρου 633 παρ 2 εδ. γ’ ΚΠολΔ, κατά την οποία στην περίπτωση αυτή η διαταγή πληρωμής αποκτά “δύναμη δεδικασμένου” (ΑΠ 1538/2005). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 933 παρ.4 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το ν.4335/2015, αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 633 παρ. 2 εδ. γ’ αντίστοιχα. Εξάλλου, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με εκείνες των αριθμών 321, 322, 324, 325, 330 και 331 του ΚΠολΔ, προκύπτουν τα εξής: Οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντας το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. Έννομη σχέση, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβησαν τις έννομες συνέπειες. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη κατ’ ουσία απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως της ανακοπής αυτής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1058/2019, 243/2018, 977/2015, ΑΠ 133/2003). Η διαταγή πληρωμής, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματα της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της βεβαιούμενης με αυτή απαίτησης, ούτε να προτείνει αρνητικούς ισχυρισμούς ή ενστάσεις κατ’αυτής, ακόμη και με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 633 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠολΔ, δεδικασμένο που, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 ιδίου κώδικα, καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά το κύρος της εκτελέσεως, λόγων ανακοπής, οι οποίοι, αν και ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 30/1987, ΑΠ 1203/2020, ΑΠ 58/2019, ΑΠ 1881/2014). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 856/2014, ΑΠ 53/2004). Ενόψει των εκτεθέντων, η διαταγή πληρωμής, παρότι δεν είναι δικαστική απόφαση, στην περίπτωση του άρθρου 633 παρ. 2 εδ. γ’ του ΚΠολΔ παράγει δεδικασμένο και συνεπώς ισχύουν επί αυτής οι διατάξεις των άρθρων 322 επ. του ΚΠολΔ, που προαναφέθηκαν, η δε έννοια και η λειτουργία του δεδικασμένου τούτου, καθώς και τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά όρια του ταυτίζονται με την έννοια, τη λειτουργία και τα όρια του δεδικασμένου των δικαστικών αποφάσεων (ΑΠ 1443/2017). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι καλύπτονται από το δεδικασμένο όλες οι ενστάσεις, που προτάθηκαν και απορρίφθηκαν κατ’ ουσία, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα τους και τη νομική τους θεμελίωση, δηλαδή είτε είναι ουσιαστικές (γνήσιες ή καταχρηστικές) είτε είναι δικονομικές. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν ή προτάθηκαν, αλλά απορρίφθηκαν για τυπικούς λόγους (ως απαράδεκτες) καλύπτονται από το δεδικασμένο: α) Όλες οι ενστάσεις από το δικονομικό δίκαιο (οι δικονομικές), β) Όλες οι καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή εκείνες, που στηρίζονται επί απλών πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο δεν θεμελιώνουν αυθύπαρκτο και αυτοτελές δικαίωμα, δυνάμενο σαν τέτοιο να αποτελέσει τη βάση ιδιαίτερης αγωγής, αλλά εμποδίζουν τη γένεση του ασκηθέντος στη δίκη δικαιώματος ή καταργούν τούτο και επομένως χρησιμεύουν μόνο προς απόκρουση του και γ) Όλες οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, δηλαδή εκείνες, που όπως και οι καταχρηστικές, στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος, αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγόμενου, δυνάμενου να ασκηθεί, όχι μόνο κατ’ ένσταση, αλλά και με αγωγή, με την οποία όμως ασκείται το ίδιο το δικαίωμα, που προσβάλλεται και με την ένσταση. Καλύπτονται, επίσης, οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) και αδιαφόρως εάν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της προδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της ευθύνης απ’ αυτή. Η ένσταση, που δεν προτάθηκε, καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφόσον ήταν δυνατό να προταθεί κατά τη διάρκεια προηγούμενης δίκης, εφόσον δηλαδή υπήρχαν από τότε όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση της γεγονότα, έστω και αν ο διάδικος το αγνοούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως (ΑΠ 1203/2020, ΑΠ 58/2019, ΑΠ 243/2018, ΑΠ 856/2014). Αντίθετα, κατά τη διάταξη του ανωτέρου άρθρου 330 εδάφ. β’ του ΚΠολΔ, από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν ή προταθείσες απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες, εξαιρούνται και δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο, εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Στην εξαίρεση αυτή υπάγονται οι καλούμενες γνήσιες μη αυτοτελείς ή μη αυθύπαρκτες ενστάσεις, που στηρίζονται σε άλλο διαφορετικό δικαίωμα, για το οποίο μπορεί να ασκηθεί και καταψηφιστική ή διαπλαστική αγωγή. Στις περιπτώσεις αυτές η ένσταση δεν είναι “αυθύπαρκτη”, αφού η ύπαρξη της εξαρτάται κατά το πραγματικό του κανόνα δικαίου, που τη θεσπίζει, από την ύπαρξη κάποιου άλλου δικαιώματος, το χαρακτηριστικό της όμως είναι ότι το διαπλαστικό αυτό δικαίωμα μόνο κατ’ ένσταση μπορεί να ασκηθεί, ενώ εκ παραλλήλου μπορεί να ασκηθεί με αγωγή και το δικαίωμα, στο οποίο θεμελιώνεται η ένσταση, η παραδοχή του οποίου δεν αναιρεί ή αντιφάσκει προς το δεδικασμένο της προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης που επιδικάζει την παροχή και με το οποίο προφανώς αυτή είναι συμβατή (ΑΠ 2168/2014). Ωστόσο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποια από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκε καλύπτεται από το δεδικασμένο, θα πρέπει να ερευνηθεί αν, σε περίπτωση παραδοχής της, θα οδηγούσε σε κατάλυση ή περιορισμό του δεδικασμένου, διότι δεν θα πρέπει το εν λόγω δικαίωμα, αν ασκηθεί με αγωγή και γίνει δεκτό από το δικαστήριο, να οδηγεί σε αναγνώριση ή απαγγελία έννομης συνέπειας, ασυμβίβαστης με το δεδικασμένο, δεδομένου ότι η ίδια η έννοια του δεδικασμένου αποκλείει την παραδοχή κάθε αντίθετου προς αυτό δικαιώματος, που αναιρεί ή περιορίζει την έννομη συνέπεια, η οποία αναγνωρίστηκε με την τελεσίδικη απόφαση. Έτσι, για να καλυφθεί από το δεδικασμένο μία τέτοια ένσταση που δεν προτάθηκε, θα πρέπει η έννομη αυτής συνέπεια να είναι ασυμβίβαστη προς εκείνη που απαγγέλθηκε από την τελεσίδικη απόφαση, ήτοι το δικαίωμα, στο οποίο στηρίζεται η ένσταση, να αντιφάσκει προς το δεδικασμένο (ΑΠ 58/2019, ΑΠ 1570/2003, ΑΠ 1652/2007, ΑΠ 1214/2015). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου, μεταξύ άλλων, δέχτηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την “παράβαση νόμου”, δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων.
Εξάλλου κατά το άρθρο 935 ΚΠολΔ, λόγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι απαράδεκτοι όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της αυτής ή άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον ασκήθηκε ανακοπή εναντίον ορισμένης πράξεως της διαδικασίας της εκτελέσεως, πρέπει με το δικόγραφο αυτής ή με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων να προταθούν όλοι οι λόγοι που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν και αν υπάρχει προθεσμία κατά το άρθρο 934 ΚΠολΔ για την άσκηση νέας ανακοπής δεν είναι δυνατόν να προταθούν οι λόγοι, οι οποίοι ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με την προηγούμενη ανακοπή. Σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη δίκη, κατά την οποία τίθεται θέμα κύρους ορισμένης πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας, κατά της οποίας ασκήθηκε ήδη ανακοπή, δεν μπορούν να προταθούν νέοι λόγοι ακυρότητας (ΑΠ 856/2014, Μπρίνιας: Αναγκ. Εκτελ. Β` έκδ. κάτω από το άρθρο 935, παρ. 172-174, σελ. 478 επ.). Το άρθρο 935 ΚΠολΔ αποβλέπει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών που αναφύονται στην εκτέλεση και εκείθεν στην εμπέδωση ασφάλειας στις συναλλαγές. Συγκεκριμένα με αυτό καθιερώθηκε για την ανακοπή του 933 το «σύστημα συγκέντρωσης», σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται να προσβάλλονται σε αυτήν όλοι οι έως την ανακοπή γεννημένοι λόγοι, ως ειδική έκφανση της αρχής του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη λόγοι ανακοπής που ήταν γεννημένοι και μπορούσε ο ανακόπτων να προτείνει στη δίκη της ανακοπής απορρίπτονται ως απαράδεκτοι αν προταθούν σε μεταγενέστερη δίκη, στην οποία ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτέλεσης. Το εν λόγω απαράδεκτο βαίνει παράλληλα, ανεξάρτητα και πέρα από εκείνο του άρθρου 933 παρ.4 ΚΠολΔ για τους καλυπτόμενους από το δεδικασμένο λόγους και η χρησιμότητα της διάταξης ακριβώς έγκειται στην κάλυψη περιπτώσεων, όπου δεν συντρέχουν οι όροι του. Έτσι με τη διάταξη αυτή του άρθρου 935 ΚΠολΔ, η σώρευση στο δικόγραφο της ανακοπής καθίσταται υποχρεωτική όχι μόνο για τους γεννημένους στην άσκηση λόγους που αφορούν την προσβαλλόμενη με αυτήν πράξη εκτέλεσης αλλά επιπρόσθετα και για όλους τους γεννημένους λόγους όσων άλλων πράξεων προηγήθηκαν. Το απαράδεκτο του άρθρου 935 λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ισχύει δε μόνο όταν πρόκειται για ανακοπή του άρθρου 933 και εφόσον έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως μια τέτοια ανακοπή από αυτόν τον ίδιο, που ασκεί (απαράδεκτα) την επόμενη ανεξάρτητα δε από το διαδικαστικό στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προηγούμενη αν δηλαδή συζητήθηκε ή εκκρεμεί ακόμα προς έκδοση απόφασης και ανεξαρτήτως από την περάτωση, τελεσίδικη ή όχι, της δίκης που ανοίχθηκε με την προηγούμενη αυτή ανακοπή (ΕφΠειρ 54/2024, ΕφΠειρ 353/2023, ΕφΑθ 2472/2022, ΕφΠειρ 740/2022 https://www.efeteio-peir.gr/, ΕφΛαμ 80/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μάζης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ2, άρθρο 935 αρ.2, 3 σελ. 247επ., Γέσιου Φαλτσή Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως 2017. 760, επ., Μιχαηλίδου, III. Η αρχή της συγκέντρωσης των λόγων της ανακοπής, σε: Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, σ. 217-223).
Με τους δεύτερο και τρίτο πρόσθετους λόγους της έφεσης τους, οι εκκαλούντες αιτιώνται την απόρριψη με την εκκαλουμένη του δεύτερου και τρίτου σκέλους του δεύτερου λόγου της ανακοπής τους, καθώς και των συναφών τρίτου και τέταρτου λόγων αυτής, με τους οποίους υποστηρίζουν την ακυρότητα της προσβαλλομένης κατάσχεσης της ακίνητης περιουσίας τους για το ποσό των 80.000 ευρώ, λόγω ακυρότητας της από 26.11.2021 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου του εκτελεστού τίτλου και ακυρότητας τούτου, καθόσον το επιτασσόμενο ποσό κεφαλαίου 210.000 ευρώ είναι ανεκκαθάριστο, αφού εμπεριέχει μη οφειλόμενους κεφαλοποιημένους τόκους υπερημερίας ανά τρίμηνο, συνολικού ποσού 116.761,15 ευρώ, που εγγράφηκαν στον αλληλόχρεο λογαριασμό εξυπηρέτησης της σύμβασης πίστωσης, κατά το διάστημα από 28.9.2007 μέχρι το οριστικό κλείσιμο του στις 18.10.2011, όπως αναλυτικά παρατίθενται, που έτσι αποτελεί προϊόν ψευδούς βεβαίωσης, αντί εξαμήνου ανατοκισμού των τόκων, σύμφωνα με τον σχετικό συμβατικό όρο, ενώ παρανόμως η δανείστρια τράπεζα χρησιμοποίησε ως βάση για τον υπολογισμό των τόκων έτος 360 και όχι 365 ημερών, άρα το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων ήταν 1,39% ανώτερο του συμφωνηθέντος επιτοκίου 9,85%, με αποτέλεσμα να ελλείπουν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, αφού η απαίτηση δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, περαιτέρω δε οι τόκοι υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 30.10.2012 (επίδοση της πρώτης από 22.10.2012 επιταγής προς πληρωμή) έως 3.12.2021 (επίδοση της από 26.11.2021 επιταγής προς πληρωμή) έχουν υποπέσει σε παραγραφή, κατ’άρθρο 250ΑΚ. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι για την ακύρωση της από 26.11.2021 επιταγής προς πληρωμή έχουν ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου την ενσωματωμένη στο δικόγραφο της ένδικης ανακοπής, από 5.12.2021 με αριθμό κατάθεσης …../2021 ανακοπή τους, οι λόγοι της οποίας αποτελούν περιεχόμενο του δεύτερου λόγου της κρινόμενης ανακοπής, ενώ για το κύρος της υπ’αριθμ…../2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, εκκρεμεί στον Άρειο Πάγο η ενσωματωμένη στην παρούσα ανακοπή από 17.1.2022 με αριθμό κατάθεσης …./2022 αίτηση αναιρέσεως τους κατά της υπ’αριθμ.113/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου, που απέρριψε την έφεση τους κατά της υπ’αριθμ.64ΤΜ/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που απέρριψε την ασκηθείσα κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής από 8.11.2012 με αριθμό κατάθεσης …/13.11.2012 ανακοπή τους, καθώς και τους από 17.6.2013 και από 14.7.2016 με αριθμούς κατάθεσης …/18.6.2013 και …../14.7.2016 αντίστοιχα πρόσθετους λόγους και επικύρωσε την εν λόγω διαταγή πληρωμής.
Ενόψει του ότι με την προηγούμενη από 5.12.2021 με αριθμό κατάθεσης ……./2021 ανακοπή τους, που έχουν ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, κατ’άρθρο 933 ΚΠολΔ, οι ανακόπτοντες επιδιώκουν την ακύρωση της από 26.11.2021 επιταγής προς πληρωμή, για τους ίδιους λόγους, που προβάλλουν με την ένδικη ανακοπή τους για την ακύρωση της κατασχετήριας έκθεσης και ανάγονται σε επιγενόμενη από την έκδοση της διαταγής πληρωμής εν μέρει απόσβεση της απαίτησης τόκων, ήταν δε γεννημένοι και έχουν εισαχθεί για συζήτηση με την προηγούμενη ανακοπή, απαράδεκτα προτείνονται οι λόγοι αυτοί στην παρούσα μεταγενέστερη δίκη κατά της εκτέλεσης, όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους άλλης πράξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, που συναρτάται όμως με το κύρος της προσβαλλόμενης με την προηγούμενη ανακοπή πράξης και δεν είναι δυνατόν να τεθούν σε νέα κύρια ή παρεμπίπτουσα κρίση, ανεξαρτήτως από την περάτωση, τελεσίδικη ή όχι, της δίκης που ανοίχθηκε με την προηγούμενη ως άνω ανακοπή, δεδομένου ότι έχει εκδοθεί επ’αυτής η υπ’αριθμ.99/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που την έκανε εν μέρει δεκτή και ακύρωσε εν μέρει την από 26.11.2021 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’αριθμ……./2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, α) ως προς την ημερομηνία έναρξης της τοκοφορίας της εκτελούμενης απαίτησης και καταβολής νόμιμων τόκων επί του επιδικασθέντος κεφαλαίου των 210.000 ευρώ από την 18η.10.2011 έως την 31η.12.2015, λόγω παραγραφής της αξίωσης καταβολής τόκων υπερημερίας των ετών 2011-2015, παραμένουσας έγκυρης της ανωτέρω επιταγής προς εκτέλεση ως προς τους γεννηθέντες από την 1η.1.2016 και εντεύθεν τόκους υπερημερίας, που δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή, κατά την έκδοση της υπ’αριθμ.113/2021 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου και την τελεσίδικη κατ’ ουσία απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ και των πρόσθετων αυτής λόγων κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής και β) ως προς τον ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, εφόσον η απαίτηση επιδικάστηκε με τον εκτελεστό τίτλο τοκοφόρα χωρίς όμως δικαίωμα ανατοκισμού των καθυστερούμενων τόκων ανά εξάμηνο.
Παρεκτός όμως των οψιγενών της έκδοσης της διαταγής πληρωμής ισχυρισμών περί παραγραφής της απαίτησης από τόκους, που δεν μπορούσαν να αποτελέσουν λόγους της ανωτέρω ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, ούτε να προταθούν με οποιοδήποτε τρόπο στη σχετική δίκη, αφού εξ ορισμού δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της και συνεπώς, ήταν αντικειμενικά αδύνατη για τον λόγο αυτό η προβολή τους και συνεπώς, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο της διαταγής πληρωμής, όπως εσφαλμένα έκρινε αντίθετα η εκκαλουμένη, οι λοιποί διαλαμβανόμενοι λόγοι κατά του κύρους του εκτελεστού τίτλου της διαταγής πληρωμής, των διαδικαστικών προϋποθέσεων έκδοσης της και της ύπαρξης της βεβαιούμενης με αυτήν απαίτησης κατά το ποσό των 210.000 ευρώ, καλύπτονται από το δεδικασμένο, που απορρέει από την υπ’αριθμ.64ΤΜ/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη, κατ’ουσίαν και όχι για τυπικούς λόγους, της ασκηθείσας παραδεκτά κατά της εν λόγω διαταγής πληρωμής από 8.11.2012 με αριθμό κατάθεσης …/13.11.2012 ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και των από 17.6.2013 και από 14.7.2016 με αριθμούς κατάθεσης …/18.6.2013 και …../14.7.2016 αντίστοιχα πρόσθετων λόγων και την επικύρωση της εν λόγω διαταγής πληρωμής, που έχει πλέον ισχύ δεδικασμένου, κατόπιν της κατ’ουσίαν απόρριψης της κατ’αυτής έφεσης, δυνάμει της υπ’αριθμ.113/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου, η δε ασκηθείσα εκκρεμής προς συζήτηση αναίρεση, που στρέφεται κατά της τελεσίδικης εφετειακής απόφασης, δεν ανατρέπει την αρνητική και θετική λειτουργία του παραχθέντος δεδικασμένου, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι ανακόπτοντες – εκκαλούντες και κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί περί μη βέβαιης, μη εκκαθαρισμένης και αναπόδεικτης απαίτησης, που ενσωματώνεται στον εκτελεστό τίτλο, πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι ένεκα δεδικασμένου.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε συλλήβδην το δεύτερο και τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής, καθώς και τους συναφείς τρίτο και τέταρτο λόγους αυτής, ως απαράδεκτους, ορθά, κατ’αποτέλεσμα, ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, με ελλιπή εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534ΚΠολΔ), απορριπτομένων των αντίθετων αιτιάσεων, που διαλαμβάνονται στους κρινόμενους πρόσθετους λόγους έφεσης, ως ουσιαστικά αβασίμων.
VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η άσκηση μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Η καταχρηστική συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος εμφανίζεται υπό διάφορες μορφές, όπως με την ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού, με την άσκηση δικονομικού δικαιώματος κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, δηλαδή όταν η συμπεριφορά του φορέα του δικαιώματος ωθείται από κακοβουλία με αποκλειστικό σκοπό την βλάβη του άλλου ή όταν η πράξη της εκτέλεσης υπερβαίνει τα όρια της θυσίας του οφειλέτη. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό του δικαίωμα επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχάς αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 339/2019, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΑΘ 327/2018, ΕφΑΘ 5/2018, ΕφΘεσ 2256/2018). Εξάλλου η αντίθεση της από μέρους του δανειστή επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη αποτελεί ουσιαστικό ελάττωμα του εκτελεστού τίτλου, το οποίο είναι δυνατόν να οδηγήσει σε ακύρωση αυτού. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εξ αυτού ακυρότητα της τελευταίας, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη ή όταν η άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος ώστε οι επαχθείς συνέπειες που δημιουργούνται από την άσκηση να δημιουργούν για τον υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας (ΟλΑΠ 12/2009, ΟλΑΠ 49/2005, ΑΠ 261/2017). Περαιτέρω, οι πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναγκαιότητας ή του ηπιότερου μέσου, όταν η αξίωση του δανειστή είναι δυνατό να ικανοποιηθεί με άλλο μέσο ασυγκρίτως ηπιότερο για τον οφειλέτη, όπως με κατάσχεση άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, η αξία των οποίων είναι μικρότερη του αρχικά κατασχεθέντος στοιχείου, αξία βέβαια που καλύπτει την αξίωση του δανειστή, οπότε η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση και με ζημία του οφειλέτη είναι άκυρη ως καταχρηστική. Επίσης, πράξεις κατάσχεσης και πλειστηριασμού περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, υπό στενή έννοια, όταν εμφανίζονται ως μέτρα εξαιρετικής σκληρότητας για τον συγκεκριμένο οφειλέτη, τα οποία υπερβαίνουν τα ανεκτά όρια της θυσίας του, ενώ ταυτόχρονα η απαίτηση που εκτελείται είναι μικρής αξίας και, συνεπώς έκδηλη η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του μέσου εκτελέσεως και του σκοπού για τον οποίο αυτό επιβάλλεται. Μάλιστα η ακυρότητα των εν λόγω πράξεων εκτελέσεως επέρχεται έστω και αν δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να κατασχεθούν. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009).
Με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο της έφεσης τους οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πέμπτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη κατασχετήρια έκθεση είναι ακυρωτέα, αφού η επιβληθείσα κατάσχεση για το ποσό των 80.000 ευρώ του κειμένου στον Πειραιά, επί της συμβολής των οδών . .. και ….. οικοπέδου, που τους ανήκει κατά 50% εξ αδιαιρέτου, μετά της επ’αυτού τετραώροφης οικοδομής αποτελούμενης από τέσσερα οροφοδιαμερίσματα, τέσσερις αποθήκες του υπογείου, δύο χώρους στάθμευσης και τμήμα πυλωτής, εκτιμηθείσης εμπορικής αξίας από τον προσληφθέντα από τον δικαστικό επιμελητή εκτιμητή, 305.000 ευρώ, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον υπάρχει προφανής δυσαναλογία μεταξύ μέσου και σκοπού, που θα μπορούσε να επιτευχθεί εκ του πλειστηριάσματος έτερου ακινήτου τους μικρότερης αξίας των κατασχεθέντων, όπως τα αναφερόμενα, με αποτέλεσμα να καθίσταται αυτή καταχρηστική.
Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η καθ’ης η ανακοπή για την ικανοποίηση μέρους της απαίτησης της ως άνω δικαιούχου αυτής αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, που επιδικάστηκε με την υπ’αριθμ…./2012 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, ύψους κατά κεφάλαιο 210.000 ευρώ και του επιτασσόμενου με την από 26.11.2021 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου του ανωτέρω εκτελεστού τίτλου, ποσού των 212.202 ευρώ, περιλαμβανομένων των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων εκ 2.100 ευρώ και ποσού 102 ευρώ για λήξη απογράφου, έκδοση αντιγράφου, σύνταξη και επίδοση της εν λόγω επιταγής, επέβαλε κατάσχεση συντασσομένης της υπ’αριθμ…./28.1.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, για το ποσό των 80.000 ευρώ, με ρητή μνεία ότι αποτελεί μέρος του ως άνω επιδικασθέντος κεφαλαίου της οφειλής, προς αποφυγή χρέωσης υπερβολικών εξόδων εκτέλεσης και ρητή επιφύλαξη των δικαιωμάτων της για το υπόλοιπο ποσό από το ως άνω επιτασσόμενο, επί της πλήρους κυριότητας, που ανήκει στους ανακόπτοντες κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου σε έκαστο, επί του κειμένου στον Πειραιά, στην θέση …, επί της συμβολής των οδών …. και ….. οικοπέδου, μετά της επ’αυτού τετραώροφης οικοδομής αποτελούμενης από τέσσερα οροφοδιαμερίσματα, εκ των οποίων καθένα των Α΄, Β΄ Γ΄ ορόφων έχει έκταση 69,16 τ.μ., ενώ το Δ-1 του τετάρτου ορόφου, εμβαδού 49,63τ.μ., είναι η κύρια κατοικία τους, καθώς και από υπόγειο με χρήση αποθήκης, δύο χώρους στάθμευσης και τμήμα πυλωτής, εκτιμηθείσης εμπορικής αξίας από τον προσληφθέντα από τον δικαστικό επιμελητή εκτιμητή, 305.000 ευρώ, που ορίστηκε και ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό στις 8.9.2022 ενώπιον της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών, ……………. Ενόψει τούτων, δεν προκύπτει ότι υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου, ήτοι της κατάσχεσης για το ποσό των 80.000 ευρώ, που αποτελεί μέρος του επιδικασθέντος τελεσίδικα με τον εκτελεστό τίτλο κεφαλαίου των 210.000 ευρώ και του επιδιωκόμενου σκοπού, ήτοι την ικανοποίηση της απαίτησης της δικαιούχου αυτής, υπέρ της οποίας επισπεύδεται η προκείμενη αναγκαστική εκτέλεση, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, λαμβανομένου βέβαια υπόψη ότι η αξίωση τόκων έχει αποσβεσθεί για τα έτη 2011 έως και 2015, ως προς την οποία μάλιστα έχει ακυρωθεί η από 26.11.2021 επιταγή προς πληρωμή, όπως και αναφορικά με τον ανατοκισμό των τόκων, δυνάμει της υπ’αριθμ.99/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου και συνεπώς, το ποσό του κεφαλαίου καθίσταται τοκοφόρο από 1.1.2016 και όχι από τις 18.10.2011 και χωρίς ανατοκισμό των καθυστερούμενων τόκων, μετά δε την τελεσιδικία της εν λόγω απόφασης, εναντίον της οποίας δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί έφεση, το δικανικό αυτό πόρισμα θα καλύπτεται με δύναμη δεδικασμένου, που σημαίνει ότι δεν υφίσταται προς ικανοποίηση τέτοια αξίωση καταβολής τόκων, συνεπεία απόσβεσης, λόγω παραγραφής, μήτε αξίωση ανατοκισμού, απορριπτομένων των αντίθετων υπολαμβανομένων ισχυρισμών της καθ’ης η ανακοπή – εφεσίβλητης, ως ουσιαστικά αβασίμων. Εντούτοις, το ασκούμενο δικαίωμα της κατάσχεσης δεν ενεργείται, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, ούτε η άσκηση της αντίστοιχης αξίωσης χωρεί κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, εφόσον η επιδίωξη ικανοποίησης αυτής δεν λαμβάνει χώρα με κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου δυσανάλογης αξίας με την απαίτηση, ούτως ώστε δεν συντρέχει αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εξ αυτού του λόγου ακυρότητας της τελευταίας, ως ουσιαστικά αβασίμου.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚπολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του τέταρτου πρόσθετου λόγου της έφεσης, που αποδίδει τις εν λόγω πλημμέλειες στην εκκαλουμένη, ως ουσιαστικά αβασίμου.
VII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, ούτε πρόσθετοι, πρέπει να απορριφθούν, κατ’ουσίαν, η έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι των ανακοπτόντων – εκκαλούντων και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες για την άσκηση της απορριφθείσης έφεσης τους παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), να επιβληθούν δε τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, στους εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την ένδικη έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους.
Δέχεται την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, τυπικά.
Απορρίπτει αυτά.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου.
Επιβάλλει στους εκκαλούντες, τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 23.10.2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω μετάθεσης και αποχώρησης της Δικαστού Ελένης Νικολακοπούλου, Εφέτη, αποτελούμενη από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 23 Οκτωβρίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ